Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd ν. Ενεονώρας άλλως Νόρας Σιακατίδου (2014) 1 ΑΑΔ 637

ECLI:CY:AD:2014:A196

(2014) 1 ΑΑΔ 637

[*637]19 Μαρτίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΑSPIS LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC CO LTD,

 

Εφεσείoυσα-Εναγομένη/Δι’ ανταπαιτήσεως Ενάγουσα,

 

v.

 

ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ ΑΛΛΩΣ ΝΟΡΑΣ ΣΙΑΚΑΤΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας-Δι’ ανταπαιτήσεως Εναγομένης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 52/2010)

 

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη κρίση με την οποία ακυρώθηκε προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς ― Επέμβαση Εφετείου επί τω ότι, εσφαλμένα εκρίθη ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του επείγοντος ― Κρίσιμης σημασίας, ο χρόνος κατά τον οποίο περιήλθαν σε γνώση της εφεσείουσας, στοιχεία που της παρείχαν τη δυνατότητα να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας ― Αίτηση που στηρίχθηκε και στο Άρθρο 5 του ΚΕΦ. 6.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν το στοιχείο του κατεπείγοντος απουσιάζει, εφόσον απουσιάζει κατ’ αναλογίαν το δικαιοδοτικό βάθρο και η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση του στην απουσία του αντιδίκου.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Καθυστέρηση ― Το είδος της θεραπείας που επιζητείται, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης και τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν τη διαφορά, λαμβάνονται υπόψη και επιδρούν αναλόγως στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της καθυστέρησης.

 

H εφεσείουσα αμφισβήτησε με την έφεση, πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκε προσωρινό διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί μονομερώς στα πλαίσια ανταξίωσης, την οποία είχε καταχωρήσει η εναγομένη-εφεσείουσα.

 

Το διάταγμα, με το οποίο απαγορευόταν στην εφεσίβλητη 1-ενά[*638]γουσα να αποξενώσει την επ’ ονόματι της εγγεγραμμένη ακίνητη περιουσία, ακυρώθηκε από το εκδόσαν Δικαστήριο, για το λόγο ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης που δεν δικαιολογήθηκε. Καθυστέρηση την οποία το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως τέτοιας έκτασης που κατέρριπτε το στοιχείο του κατεπείγοντος.

 

Η εφεσίβλητη ήταν ασφαλιστική αντιπρόσωπος της εφεσείουσας δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 1.9.2004, ο τερματισμός της οποίας εκ μέρους της εφεσείουσας, οδήγησε στην καταχώριση της αγωγής από την εφεσίβλητη η οποία αξίωνε την πληρωμή οφειλομένων σε αυτήν προμηθειών από την εφεσείουσα.

 

Η Αγωγή καταχωρίστηκε στις 28.6.2007 και η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση την 30.11.2007. Η ex-parte αίτηση για εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος βασιζόταν, ανάμεσα στα άλλα, πέρα από το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, ΚΕΦ. 6, Άρθρα 4, 5, 7 και 9. Υποβλήθηκε στις 24.6.2009 και την επομένη, 25.6.2009, το Δικαστήριο ενεργώντας στη βάση των όσων είχε ενώπιον του εξέδωσε το υπό κρίση διάταγμα.

 

Η αίτηση, μετά την καταχώριση της ένστασης της εφεσίβλητης οδηγήθηκε σε ακρόαση στη βάση και μόνο των ενόρκων δηλώσεων εφόσον δεν επιζητήθηκε η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.

 

Στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση, η εφεσείουσα παρέπεμπε σε στοιχεία που αφορούσαν  στην κατ΄ ισχυρισμό υπεξαίρεση από την εφεσίβλητη διαφόρων ποσών, αλλά και τις προσπάθειες της και τις έρευνες τόσο κατ΄ ιδίαν, όσο και μέσω της Νομικής Υπηρεσίας, για διερεύνηση τυχόν διάπραξης ποινικών αδικημάτων.

 

Η εφεσίβλητη παρουσίαζε μια μεγάλη ασφαλιστική παραγωγή στη Νότιο Αφρική και παρά το ότι τα ασφάλιστρα δεν εμβάζονταν προς την εφεσείουσα εταιρεία, η εφεσείουσα προέβαινε σε πιστώσεις των προμηθειών της επί της ασφαλιστικής παραγωγής.

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία, τους σχετικούς λόγους ένστασης, υπό το πρίσμα της νομολογημένων αρχών, προχώρησε στην ακύρωση του προσωρινού διατάγματος, αποδεχόμενο τον κυριότερο λόγο ένστασης στον οποίο επικεντρώθηκε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης: τη μη ύπαρξη του κατεπείγοντος ως προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι ενώ η απαίτηση της εφεσεί[*639]ουσας ήταν αποκρυσταλλωμένη από τις 30.11.2007, ημερομηνία καταχώρισης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, και ενώ το ένα από τα δύο οικόπεδα τα οποία δεσμεύθηκαν με το διάταγμα, στο οποίο ξεκίνησαν εργασίες για ανέγερση κατοικίας, ήταν ήδη εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσίβλητης από τις 25.6.2003, ενώ τα άλλα δύο από τις 11.10.2006, η εφεσείουσα κινήθηκε για να εξασφαλίσει το διάταγμα με μεγάλη καθυστέρηση.

 

Κινήθηκε μόνο, έκρινε το Δικαστήριο, όταν περιήλθαν σε γνώση της πληροφορίες για ανέγερση κατοικίας σε ένα από τα οικόπεδα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την κατάληξη του προχώρησε να εξετάσει τους λοιπούς ισχυρισμούς της εφεσίβλητης για απόκρυψη γεγονότων τους οποίους και απέρριψε καθώς και τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32, για να καταλήξει ότι οι υπόλοιπες προϋποθέσεις πληρούνταν.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η πρωτόδικη απόφαση ήταν εσφαλμένη ως επίσης και το εύρημα για απουσία του κατεπείγοντος εν όψει της αδικαιολόγητης αδράνειας της εφεσείουσας να κινηθεί ενωρίτερα, σε συνδυασμό με το εύρημα του ότι το διάταγμα θα έπρεπε να ακυρωθεί εν όψει του ότι δεν συνέτρεχαν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την έκδοση του μονομερώς.

 

β)  Υπήρξε παράλειψη του  πρωτόδικου Δικαστηρίου να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα ως προϋπόθεση για την οριστικοποίηση του.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Εκείνο που καθίστατο σημαντικό στην υπό κρίση υπόθεση ήταν πως η εφεσείουσα με όλα τα στοιχεία και πληροφορίες τις οποίες είχε στη διάθεση της και ιδιαιτέρως την αντίληψη που είχε σχηματίσει ότι η εφεσίβλητη δεν είχε ακίνητη περιουσία στη Δημοκρατία και ότι οποιαδήποτε χρήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στην εφεσίβλητη δεν ευρίσκονταν εντός της Δημοκρατίας, εφόσον η εφεσίβλητη είχε μεταναστεύσει και έκτοτε βρισκόταν στη Ν. Αφρική, οδηγήθηκε σε άλλες ενέργειες: καταγγελία της εφεσίβλητης για υπεξαίρεση κλπ.

 

  2.   Κινήθηκε η εφεσείουσα τότε και μόνο τότε, όταν μετά από πληροφορίες περιήλθε σε γνώση της η ύπαρξη ακίνητης περιουσίας [*640]εντός της Δημοκρατίας και μάλιστα τέτοιας έκτασης η οποία μπορούσε να δεσμευτεί.

 

  3.   Στην παρούσα περίπτωση κρίσιμο στοιχείο για την καταχώριση της αίτησης, δεν ήταν ο χρόνος έγερσης της αιτίας της ανταπαίτησης, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο περιήλθαν σε γνώση της εφεσείουσας στοιχεία που της παρείχαν πλέον τη δυνατότητα να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας.

 

  4.   Επιπλέον η αίτηση στηριζόταν και στο Άρθρο 5 του Κεφαλαίου  6, πρόνοια με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόλου δεν ασχολήθηκε. Δεν είναι δε απαραίτητο να καταδειχθεί πρόθεση αποξένωσης. Το διάταγμα εκδίδεται ώστε να αποφευχθεί η αποξένωση και να μην υψωθεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ικανοποίηση της απόφασης που ήθελε εκδοθεί εναντίον του ενάγοντος.

 

  5.   Κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης το πρωτόδικο  Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια κρίνοντας το ζήτημα μόνο στη βάση της καθυστέρησης και όπως την συνυπολόγισε με αφετηρία την ημερομηνία καταχώρισης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

 

  6.   Οι περιστάσεις της υπόθεσης ήταν τέτοιες που δικαιολογούσαν με πολλή λεπτομέρεια την αρχική απραξία και τις μετέπειτα ενέργειες της εναγομένης-εφεσείουσας για το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα.

 

  7.   Η εφεσείουσα κινήθηκε, μετά τις πληροφορίες που είχαν πάρει, μέσω του Κτηματολογικού Γραφείου, ώστε να έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία και με τις εκτιμήσεις που είχε πλέον στα χέρια της, αποτάθηκε στο Δικαστήριο για να πετύχει την έκδοση του διατάγματος προς εξασφάλιση του λαβείν της.

 

  8.   Από τη στιγμή που η εφεσείουσα έδωσε εξηγήσεις που δεν αμφισβητήθηκαν, το Δικαστήριο όφειλε να εντάξει το χρόνο που παρήλθε άπρακτος από εκείνη την ημερομηνία και μετέπειτα, για να κρίνει το ζητούμενο.

 

  9.   Η περιουσία που δεσμεύθηκε ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της εφεσίβλητης που η αξία του κάλυπτε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας.

 

10. Με δεδομένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι υπήρχε πιθανότητα σε θεραπεία για ποσό που υπεξαιρέθηκε και οικειοποιήθηκε η εφε[*641]σίβλητη και ότι οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 πληρούνταν, το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει και το ισοζύγιο της ευχέρειας, πράγμα που όπως ορθώς παραπονείτο η εφεσείουσα,  παρέλειψε να το πράξει.

 

11. Από την ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση, δεν τίθεντο οποιαδήποτε γεγονότα ή ισχυρισμοί ότι η έκδοση ή η οριστικοποίηση του διατάγματος θα προκαλούσε αδικία στην εφεσίβλητη ή ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος και η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων έφεραν την εφεσίβλητη σε δυσμενέστερη θέση.

 

12. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τη νομολογία με αποτέλεσμα να εξασκήσει λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Με τα δοσμένα γεγονότα, το προσωρινό διάταγμα θα έπρεπε να οριστικοποιηθεί και με την έφεση οριστικοποιήθηκε.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Quality Furniture G.S. Siakola Ltd v. Αντωνιάδη κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 327,

 

Κυρισάββα (Διαχειριστής) κ.ά. ν. Κίζη (Διαχειριστής) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245,

 

Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 162,

 

Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.ά. ν. Beaflect Enterprises Ltd κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 28,

 

Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Χάμπου κ.ά. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 879,

 

Stavros Hotel Apartments Ltd (Νο. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836,

 

Babel Boutique Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 947,

 

Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377,

 

Αμβροσιάδου κ.ά. ν. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78,

 

Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 203,

[*642]Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,

 

Χριστοδούλου v. Antonious M.F.M. Vraets (1999) 1 A.A.Δ. 1475,

 

ABP Holdings v. Κιταλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,

 

Ζεμενίδης v. Ζεμενίδου (1992) 1 Α.Α.Δ. 54,

 

C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία ΛΕΩΝΙΚ ΛΤΔ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785,

 

Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πογιατζής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7799/07), ημερομηνίας 12/2/2010.

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για την Εφεσείουσα-Εναγομένη/Δι’  ανταπαιτήσεως Ενάγουσα.

 

Γ. Κυριάκου για Α. Κυπρίζογλου, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα/Δι’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: H εφεσείουσα εταιρεία παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 25.6.2009, το οποίο είχε εκδοθεί μονομερώς στα πλαίσια της ανταξίωσης την οποία είχε καταχωρήσει η εναγομένη-εφεσείουσα. Το διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στην εφεσίβλητη 1-ενάγουσα να αποξενώσει την επ’ ονόματι της εγγεγραμμένη ακίνητη περιουσία (τρία οικόπεδα), ακυρώθηκε από το εκδόσαν Δικαστήριο για το λόγο ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης που δεν δικαιολογήθηκε. Καθυστέρηση την οποία το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως τέτοιας έκτασης που κατέρριπτε το στοιχείο του κατεπείγοντος.

 

Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων προέκυψε από την αρχική μεταξύ των διαδίκων σχέση: Η εφεσίβλητη ήταν ασφαλιστική αντι[*643]πρόσωπος της εφεσείουσας δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 1.9.2004, ο τερματισμός της οποίας εκ μέρους της εφεσείουσας, οδήγησε στην καταχώριση της αγωγής από την εφεσίβλητη η οποία αξίωνε την πληρωμή οφειλομένων σε αυτήν προμηθειών από την εφεσείουσα.

 

Με την Υπεράσπιση της η εφεσείουσα-εναγόμενη αρνείται τις αξιώσεις της εφεσίβλητης προβάλλοντας και ανταξιώνοντας ότι είναι η εφεσίβλητη που οφείλει στην εφεσείουσα τη διαφορά των χρεοπιστώσεων όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς και ανταπαιτεί ποσά που ανέρχονται σε £316.904,10 ως ασφάλιστρα που η εφεσίβλητη οικειοποιήθηκε, σύμφωνα με τον έλεγχο που είχε διεξαχθεί μέχρι την ημέρα καταχώρισης της Υπεράσπισης και Ανταξίωσης, πλέον ποσά που η εφεσίβλητη εισέπραξε ως ασφάλιστρα από τρίτο πρόσωπο τα οποία επίσης οικειοποιήθηκε, όπως εξειδικεύονται με λεπτομέρεια στο σώμα της Ανταξίωσης.

 

Η Αγωγή καταχωρίστηκε στις 28.6.2007 και η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση την 30.11.2007. Η ex-parte αίτηση για εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος βασιζόταν, ανάμεσα στα άλλα, πέρα από το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, ΚΕΦ. 6, Άρθρα 4, 5, 7 και 9. Υποβλήθηκε στις 24.6.2009 και την επομένη, 25.6.2009, το Δικαστήριο ενεργώντας στη βάση των όσων είχε ενώπιον του εξέδωσε το υπό κρίση διάταγμα.  Η αίτηση ακολούθως μετά την καταχώριση της ένστασης της εφεσίβλητης οδηγήθηκε σε ακρόαση στη βάση και μόνο των ενόρκων δηλώσεων εφόσον δεν επιζητήθηκε η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.

 

Στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση η εφεσείουσα κατέγραφε με πλήρη λεπτομέρεια το ιστορικό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και με πολλή λεπτομέρεια παρέπεμπε σε στοιχεία που αφορούν την κατ’ ισχυρισμό υπεξαίρεση από την εφεσίβλητη διαφόρων ποσών, αλλά και τις προσπάθειες της και τις έρευνες τόσο κατ’ ιδίαν, όσο και μέσω της Νομικής Υπηρεσίας, για διερεύνηση τυχόν διάπραξης ποινικών αδικημάτων. Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η εφεσίβλητη παρουσίαζε μια μεγάλη ασφαλιστική παραγωγή στη Νότιο Αφρική και παρά το ότι τα ασφάλιστρα δεν εμβάζονταν προς την εφεσείουσα, η εφεσείουσα προέβαινε σε πιστώσεις των προμηθειών της επί της ασφαλιστικής παραγωγής. Η εφεσείουσα αγνοώντας τη δόλια συμπεριφορά της εφεσίβλητης και ότι οικειοποιείτο και υπεξαιρούσε τα ασφάλιστρα, στηριζόμενη στις διαβεβαιώσεις της τελευταίας ότι η καθυστέρηση των εμβασμάτων στον τραπεζικό λογαριασμό της εφεσείουσας οφειλόταν σε γραφειοκρατικές διαδικασίες του εξωτερικού που [*644]αφορούσαν την εξαγωγή συναλλάγματος, δεν τους απέδωσε ιδιαίτερη σημασία.

 

Η εφεσίβλητη πρόβαλε ουσιαστικά δύο και μόνο λόγους με την ένσταση της, τη μεγάλη καθυστέρηση η οποία δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου η εφεσείουσα, και μη αποκάλυψη των λόγων για τους οποίους ενώ είχε στα χέρια της το αποτέλεσμα της έρευνας του Κτηματολογίου για την ακίνητη περιουσία που είναι εγγεγραμμένη επ’ ονόματι της εφεσίβλητης από τις 22.4.2009, και τη σχετική εκτίμηση για την αξία της περιουσίας από 6.5.2009, κινήθηκε καθυστερημένα στις 24.6.2009.  Συνεπικουρικά με τα πιο πάνω ότι δεν παρέθεσαν στοιχεία που να καταδεικνύουν προσπάθειες αποξένωσης ή επιβάρυνσης της ακίνητης περιουσίας που να δικαιολογούν την οριστικοποίηση του παρεμπίπτοντος διατάγματος.

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία υπό το πρίσμα της νομολογίας και των αρχών που διέπουν την παραχώρηση προσωρινού διατάγματος, προχώρησε στην ακύρωση του, αποδεχόμενο τον κυριότερο λόγο ένστασης στον οποίο επικεντρώθηκε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης: τη μη ύπαρξη του κατεπείγοντος ως προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Έκρινε το Δικαστήριο, ότι ενώ η απαίτηση της εφεσείουσας ήταν αποκρυσταλλωμένη από τις 30.11.2007, ημερομηνία καταχώρισης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, και ενώ το ένα από τα δύο οικόπεδα τα οποία δεσμεύθηκαν με το διάταγμα, στο οποίο ξεκίνησαν εργασίες για ανέγερση κατοικίας, ήταν ήδη εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσίβλητης από τις 25.6.2003, ενώ τα άλλα δύο από τις 11.10.2006, η εφεσείουσα κινήθηκε για να εξασφαλίσει το διάταγμα με μεγάλη καθυστέρηση. Κινήθηκε μόνο, έκρινε το Δικαστήριο, όταν περιήλθαν σε γνώση της πληροφορίες για ανέγερση κατοικίας σε ένα από τα οικόπεδα, οπότε και καταχωρίστηκε στις 6.4.2009 αίτηση έρευνας στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για να συμπληρωθεί η εκτίμηση της περιουσίας στις 6.5.2009.

 

Στο ίδιο πλαίσιο εξέτασε το επιχείρημα της δικηγόρου της εφεσείουσας η οποία επικαλέστηκε επιπρόσθετα την πρόνοια του Άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 6, που παρέχει στο Δικαστήριο το δικαίωμα να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα μονομερώς, όχι μόνο όταν καταδειχθεί το κατεπείγον αλλά και όταν συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, που όπως ήταν η εισήγηση της συνέτρεχαν στην υπό κρίση αίτηση. Το Δικα[*645]στήριο με παραπομπή στις Quality Furniture G.S. Siakola Ltd v. Αντωνιάδη κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 327 και Κυρισάββα (Διαχειριστής) κ.ά. ν. Κίζη (Διαχειριστής) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245, κατέληξε ότι δεν συνέτρεχαν τέτοιες ιδιαίτερες περιστάσεις που να δικαιολογούν επίκληση της πιο πάνω πρόνοιας. Αλλά και γιατί έκρινε ότι κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, περίπου 19 μηνών, η εφεσείουσα ήταν δυνατόν, αν ενεργούσε με εύλογη επιμέλεια και ερευνούσε τα στοιχεία θα μπορούσαν οι πληροφορίες αυτές να της αποκαλυφθούν ενωρίτερα. Έκρινε έτσι με παραπομπή στις Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 162, Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.ά. ν. Beaflect Enterprises Ltd κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 28 και Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Χάμπου κ.ά. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 879, την καθυστέρηση ως αδικαιολόγητη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την κατάληξη του προχώρησε να εξετάσει τους λοιπούς ισχυρισμούς της εφεσίβλητης για απόκρυψη γεγονότων τους οποίους και απέρριψε καθώς και τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 για να καταλήξει στα εξής:

 

«Έχοντας εξετάσει τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, θα κατέληγα ότι πληρούνται όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Η Αιτήτρια με την Ένορκη Δήλωση της παραθέτει με κάθε λεπτομέρεια, όπως περιγράφεται πιο πάνω, στοιχεία για την απαίτηση της. Η απαίτηση της που είναι για διάφορα ποσά ασφαλίστρων αναλύεται ένα προς ένα κονδύλι με επισυνημμένα Τεκμήρια.

 

Επομένως, αποδεικνύεται και η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και η ύπαρξη πιθανότητας η Αιτήτρια να δικαιούται σε θεραπεία. Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση έχει γίνει αναφορά πιο πάνω. Η δε περιουσία που δεσμεύτηκε σύμφωνα με τις Εκτιμήσεις είναι ανάλογη με το όντως μεγάλο ποσό της Απαίτησης.

 

Κατά συνέπεια, εάν δεν υπήρχαν τα πιο πάνω εμπόδια στην έγκριση της Αίτησης, το Δικαστήριο θα αποφαίνεται ότι είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί, ή στην παρούσα περίπτωση να απολυτοποιηθεί, ένα τέτοιο Διάταγμα.»

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται το εσφαλμένο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το εύρημα του για απουσία του κατεπείγοντος εν όψει της αδικαιολόγητης αδράνειας της εφεσείουσας να κινηθεί ενωρίτερα για να ερευνήσει τα της ύπαρξης ακίνητης περιουσίας επ’ ονόματι της εφεσίβλητης σε συν[*646]δυασμό με το εύρημα του ότι το διάταγμα θα έπρεπε να ακυρωθεί εν όψει του ότι δεν συνέτρεχαν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις που να δικαιολογούν την έκδοση του μονομερώς.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα ως προϋπόθεση για την οριστικοποίηση του.

 

Ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν το στοιχείο του κατεπείγοντος απουσιάζει, εφόσον κατά πάγια νομολογία απουσιάζει κατ’ αναλογίαν το δικαιοδοτικό βάθρο και η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση του στην απουσία του αντιδίκου (Stavros Hotel Apartments Ltd (Νο. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841, Βabel Boutique Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 947, 954, Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377 και  Αμβροσιάδου κ.ά. ν. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78).

 

Eίναι πλέον παγιωμένο ότι μόνο εκεί όπου συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου καθιστούν τη γνωστοποίηση του αιτήματος στον αντίδικο αδύνατη μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκβαση ώστε να χορηγηθεί θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά (Χατζηβασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 203, σ. 207).

 

Έχει επικριθεί επανειλημμένως από το Εφετείο το οποίο είχε κατακρίνει την ευκολία με την οποία εκδίδονται διατάγματα επί μονομερούς αίτησης ως θέμα συνήθους τακτικής, χωρίς εκείνο τον ιδιαίτερο προβληματισμό που η φύση του θέματος απαιτεί για να καταδειχθεί αν πράγματι το ζήτημα είναι επείγον έτσι «που να παραγνωρίζεται θεμελιακή σημασία του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου, τακτική μάλιστα που απολήγει συχνά σε εξευτελισμό της διαδικασίας αφού με δεδομένη πλέον την έκδοση του διατάγματος ex parte η τελική κρίση παρατείνεται αδικαιολογήτως,» (Αμβροσιάδου (ανωτέρω)). Το κατεπείγον  ως δικαιοδοτικός όρος μπορεί να κρίνεται και στα πλαίσια της έφεσης κατά της απόφασης οριστικοποίησης του, εφόσον μάλιστα είχε εγερθεί και πρωτοδίκως και εγείρεται κατ’ έφεση (Vuitton ν. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, 1462).

 

Ένα Δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται μονομερούς αίτησης και παραχωρεί το διάταγμα δύναται να επανεξετάσει μετά από καταχώριση σχετικής ένστασης όλα τα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος του χρόνου, ως στοιχείο που εμπίπτει στα πλαί[*647]σια της δικαιοδοσίας του, ώστε να καταλήξει να επικυρώσει ή να ακυρώσει ένα διάταγμα υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που έχουν τεθεί ενώπιον του και από τους δύο πλέον διαδίκους.

 

Είναι σαφές ότι το είδος της θεραπείας που επιζητείται, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης και τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν τη διαφορά, λαμβάνονται υπόψη και επιδρούν αναλόγως στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της καθυστέρησης (Seamark Consultancy Services (ανωτέρω) και Ιερά Μητρόπολη Πάφου (ανωτέρω)).

 

Εκείνο που καθίσταται σημαντικό στην υπό κρίση υπόθεση είναι πως η εφεσείουσα με όλα τα στοιχεία και πληροφορίες τις οποίες είχε στη διάθεση της και ιδιαιτέρως την αντίληψη που είχε σχηματίσει ότι η εφεσίσβλητη δεν είχε ακίνητη περιουσία στη Δημοκρατία και ότι οποιαδήποτε χρήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στην εφεσίβλητη δεν ευρίσκονταν εντός της Δημοκρατίας, εφόσον η εφεσίβλητη είχε μεταναστεύσει και έκτοτε βρισκόταν στη Ν. Αφρική, οδηγήθηκε σε άλλες ενέργειες: καταγγελία της εφεσίβλητης για υπεξαίρεση και προσπάθεια διερεύνησης της υπόθεσης από τη Νομική Υπηρεσία. Η εικόνα που σχημάτισε η εφεσείουσα, αλλά και η προσπάθεια συλλογής στοιχείων και πληροφοριών που απαιτούνταν για διαμόρφωση ολοκληρωμένης εικόνας και ιδιαιτέρως του εύρους της υπεξαίρεσης, οδήγησε την εφεσείουσα στο να αξιολογήσει και να σταθμίσει άλλως πως τα πράγματα και να μην καταχωρίσει οποιαδήποτε αίτηση για συντηρητικό διάταγμα. Κινήθηκε η εφεσείουσα τότε και μόνο τότε, όταν μετά από πληροφορίες περιήλθε σε γνώση της η ύπαρξη ακίνητης περιουσίας εντός της Δημοκρατίας και μάλιστα τέτοιας έκτασης η οποία μπορούσε να δεσμευτεί προς ικανοποίηση της όποιας απόφασης που τυχόν μπορούσε να εκδοθεί υπέρ της στα πλαίσια της ανταξίωσης.

 

Στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι κρίσιμο στοιχείο για την καταχώριση της αίτησης δεν ήταν ο χρόνος έγερσης της αιτίας της ανταπαίτησης αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο περιήλθαν σε γνώση της εφεσείουσας και της παρείχαν πλέον τη δυνατότητα να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας (Χριστοδούλου ν. Αntonious M.F.M. Vraets (1999) 1 A.A.Δ. 1475). Στην τελευταία απόφαση το Εφετείο έκρινε ότι:

 

«…Το κρίσιμο στοιχείο για την αίτηση δεν ήταν επομένως ο χρόνος έγερσης της αιτίας αγωγής αλλά ο χρόνος πληροφόρησης του εφεσίβλητου για τη δυνατότητα του να επιτύχει την εν[*648]διάμεση αυτή θεραπεία. Κρίνοντας δε το επείγον ή τις ειδικές περιστάσεις σε σχέση με το χρόνο καταχώρησης της αίτησης, που αναφέρεται στον τέταρτο λόγο έφεσης, παρατηρούμε ότι, όπως διαπίστωσε και η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, ο εφεσίβλητος ενήργησε ευθύς μόλις πληροφορήθηκε από τους δικηγόρους του για τους λογαριασμούς του εφεσείοντα, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακρόαση και ουσιαστικά δεν αμφισβητείται ούτε στον τέταρτο λόγο έφεσης. Τα δεδομένα αυτά διαφοροποιούν την παρούσα περίπτωση από την υπόθεση RESOLA, ανωτέρω, στην οποία βασίζεται ο κ. Σταυράκης, όπου η πληροφόρηση του αιτητή έλαβε χώρα τεσσεράμισυ μήνες πριν την καταχώρηση της ex parte αίτησης και δεν υπήρχε οτιδήποτε το επείγον στην έκδοση του διατάγματος καθ’ όσον δεν κατεδείχθη και κίνδυνος αποξένωσης.»

 

Το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα περίπτωση είναι αν τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που συνιστούν ιδιαίτερες περιστάσεις σε συνάρτηση με την αδράνεια της εφεσείουσας να κινηθεί νωρίτερα. Όπως επισημάνθηκε στην ΑBP Holdings v. Κιταλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, 699, η νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή ότι αποδίδεται ευρύτατη εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει οποιοδήποτε παρεμπίπτον απαγορευτικό, προστακτικό διάταγμα όταν κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο υπό τας περιστάσεις χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό.

 

Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι η αίτηση στηριζόταν και στο Άρθρο 5 του ΚΕΦ. 6, πρόνοια με την οποία το Δικαστήριο καθόλου δεν ασχολήθηκε.  Δυνάμει του Άρθρου 5 κάθε Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημίωση μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έγερση της αγωγής να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδιστεί να αποξενώσει τόσο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας του όσο κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου είναι επαρκές για να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων της αγωγής. (Ζεμενίδης ν. Ζεμενίδου (1992) 1 Α.Α.Δ. 54, C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία ΛΕΩΝΙΚ ΛΤΔ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785). Σκοπεί το Άρθρο 5, έκριναν οι αποφάσεις ανωτέρω, στην έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος ώστε να εμποδιστεί ο εναγόμενος ή ο ενάγων δυνάμει ανταπαίτησης, να πωλήσει ή μεταβιβάσει την ιδιοκτησία του σε τρίτο πρόσωπο με αποτέλεσμα ο εναγόμενος να εμποδιστεί να ικανοποιηθεί στην απόφαση που είναι δυνατόν να εκδοθεί υπέρ του. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αποδεικνύεται το επείγον ή ότι υπάρχουν άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις ώστε να το εκδώσει μονομερώς και χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά. Σχετική [*649]επίσης με το ζήτημα είναι η Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520. Δεν είναι όμως απαραίτητο, Phasarias  (ανωτέρω), να καταδειχθεί πρόθεση αποξένωσης. Το διάταγμα εκδίδεται ώστε να αποφευχθεί η αποξένωση και να μην υψωθεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ικανοποίηση της απόφασης που ήθελε εκδοθεί εναντίον του ενάγοντος.

 

Κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης κρίνουμε ότι το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια κρίνοντας το ζήτημα μόνο στη βάση της καθυστέρησης και όπως την συνυπολόγισε με αφετηρία την ημερομηνία καταχώρισης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Οι περιστάσεις της υπόθεσης ήταν τέτοιες που δικαιολογούσαν με πολλή λεπτομέρεια την αρχική απραξία και τις μετέπειτα ενέργειες της εναγομένης-εφεσείουσας για το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα. Η εφεσείουσα κινήθηκε, μετά τις πληροφορίες που είχαν πάρει, μέσω του Κτηματολογικού Γραφείου, ώστε να έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία και με τις εκτιμήσεις που είχε πλέον στα χέρια της, αποτάθηκε στο Δικαστήριο για να πετύχει την έκδοση του διατάγματος προς εξασφάλιση του λαβείν της (Χριστοδούλου, ανωτέρω). Από τη στιγμή που η εφεσείουσα έδωσε εξηγήσεις που δεν αμφισβητήθηκαν, το Δικαστήριο όφειλε να εντάξει το χρόνο που παρήλθε άπρακτος από εκείνη την ημερομηνία και μετέπειτα για να κρίνει το ζητούμενο. Ο χρόνος που διέρρευσε μετά τη λήψη των σχετικών πληροφοριών από την εφεσείουσα και την ολοκλήρωση των απαιτούμενων ενεργειών, όπως τις περιγράψαμε ανωτέρω, που ολοκληρώθηκαν στις 6.5.2009 μέχρι τις 24.6.2009, ήταν εκείνος που έπρεπε πλέον να προσμετρήσει για να κριθεί η καθυστέρηση. Επρόκειτο για ιδιαίτερα μεγάλο ποσό το οποίο μάλιστα σημειώνουμε ότι με την ένορκη δήλωση που καταχωρίστηκε και συνοδεύει την ένσταση δεν αμφισβητήθηκε. Η περιουσία που δεσμεύθηκε ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της εφεσίβλητης που η αξία του κάλυπτε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας. Με δεδομένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι υπήρχε πιθανότητα σε θεραπεία για ποσό που υπεξαιρέθηκε και οικειοποιήθηκε η εφεσίβλητη και ότι οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 πληρούνταν, το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει και το ισοζύγιο της ευχέρειας, πράγμα που ορθώς παραπονείται η εφεσείουσα ότι παρέλειψε να το πράξει. Σημειώνουμε ότι από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση δεν τίθενται οποιαδήποτε γεγονότα ή ισχυρισμοί ότι η έκδοση ή η οριστικοποίηση του διατάγματος θα προκαλούσε αδικία στην εφεσίβλητη ή ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος και η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων έφεραν την εφεσίβλητη σε δυσμενέστερη θέση. Το θέμα εγείρεται μόνο με το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσίβλητης, η οποία σημειώνουμε ότι δεν ήσκησε αντέφεση, και ως [*650]εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

Είναι η κατάληξη μας ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τη νομολογία με αποτέλεσμα να εξασκήσει λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Με τα ενώπιον μας γεγονότα κρίνουμε ότι το προσωρινό διάταγμα θα πρέπει να οριστικοποιηθεί και με την παρούσα οριστικοποιείται. Εν όψει της επιτυχίας του πρώτου και δεύτερου λόγου έφεσης κρίνουμε αντιπαραγωγική την ενασχόληση με τον τρίτο λόγο έφεσης σε συνάρτηση με το λανθασμένο της απόρριψης του αιτήματος της εφεσείουσας για αναστολή της ισχύος της απόφασης και διατήρησης του διατάγματος σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει ως προς τον πρώτο και δεύτερο λόγο με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο