Milton Investment Company Ltd και Άλλου ν. Dryden Group Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 731

ECLI:CY:AD:2014:A220

(2014) 1 ΑΑΔ 731

[*731]27 Μαρτίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1. MILTON INVESTMENT COMPANY LTD,

2. ΙΩΣΗΦ ΦΡΑΓΚΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

DRYDEN GROUP LTD,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 424/2011)

 

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Έκδοση διατάγματος παγοποίησης κεφαλαίων και οριστικοποίηση του από πρωτόδικο Δικαστήριο ― Υπόθεση απόσπασης χρημάτων δια ηλεκτρονικής απάτης ― Ισοζύγιο ευχέρειας που έκλινε υπέρ των εφεσίβλητων ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, δεν πρέπει να αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Ισοζύγιο της ευχέρειας ― Υποδηλώνει το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου να ισοζυγίζει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι λανθασμένα χορήγησε το παρεμπίπτον διάταγμα.

 

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα που εξέδωσε μονομερώς εναντίον τους. Με αυτό, παγοποιήθηκαν κεφάλαια που διατηρούσε η εφεσείουσα 1 σε τραπεζικούς οργανισμούς  στην Κύπρο και παράλληλα απαγορευόταν στον εφεσείοντα 2 να προβαίνει σε αναλήψεις και άλλες σχετικές ενέργειες, αναφορικά με τα εν λόγω κεφάλαια.

 

Η εφεσίβλητη, εταιρεία εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένους [*732]Νήσους που δραστηριοποιείται στον τομέα της παραχώρησης βραχυπρόθεσμων δανείων, ισχυρίστηκε ότι έπεσε θύμα ηλεκτρονικής απάτης με αποτέλεσμα στις 19 και 26.5.11 να της αποσπάσουν USD309.225,64 και €48.284,00.

 

Προώθησε σχετική αγωγή στην Κύπρο υποστηρίζοντας ότι η απάτη έγινε από χάκερς (hackers) κα τα εν λόγω ποσά κατέληξαν τελικά, όπως προέκυψε από σχετική έρευνα, μέσω της εταιρείας Cheshire Business Holdings Ltd, σε λογαριασμούς της εφεσείουσας 1.

 

Παράλληλα με την προωθηθείσα αστική διαδικασία, το Τμήμα Καταπολέμησης Οικονομικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας διεξήγαγε ποινική έρευνα στο πλαίσιο της οποίας - πάντοτε με βάση τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης - αποκαλύφθηκε και η διαδρομή των κατ’ ισχυρισμό κλαπέντων

 

Οι προκύψασες πληροφορίες διεύρυναν τον κατάλογο των προσώπων που ενδεχομένως ενέχονταν στην κατ’ ισχυρισμό απάτη, κάτι που οδήγησε την εφεσίβλητη σε κατάθεση στις 22.6.11 δύο νέων αιτήσεων, με τις οποίες εξασφάλισε μονομερώς αντίστοιχα διατάγματα.

 

Με το πρώτο, για την προσθήκη στην αγωγή έξι (6) νέων εναγομένων, μεταξύ των οποίων και των εφεσειόντων που προστέθηκαν ως εναγόμενοι 6 και 10 και, με το δεύτερο, προσωρινά διατάγματα παγοποίησης κεφαλαίων που ενδεχομένως διατηρούσαν κάποιοι από τους νέους εναγόμενους σε τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο.

 

Ό,τι εδώ ενδιέφερε, ήταν τα προσωρινά διατάγματα που εκδόθηκαν εναντίον των εφεσειόντων και με τα οποία (α) παγοποιείτο οποιοδήποτε ποσό μέχρι USD309.255,64 και €48.284,00 σε οποιοδήποτε λογαριασμό διατηρεί η εφεσείουσα 1 σε οποιαδήποτε τράπεζα στην Κύπρο και (β) απαγορευόταν στον Ιωσήφ Φράγκο (εφεσείοντα 2) να προβαίνει σε ανάληψη, μεταφορά, επιβάρυνση ή απόσυρση από τους λογαριασμούς της εφεσείουσας 1, ποσού, αντίστοιχου με τα παγοποιηθέντα κεφάλαια.

 

Οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση στην οριστικοποίηση του δεύτερου διατάγματος που τους αφορούσε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, έκρινε πως συνέτρεχαν οι λόγοι για να ασκήσει, και άσκησε, θετικά τη διακριτική του ευχέρεια και υπέρ οριστικοποίησης του δεύτερου [*733]διατάγματος.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγοι έφεσης 1-4:

 

Η έκδοση και στη συνέχεια η οριστικοποίηση του δεύτερου διατάγματος ήταν λανθασμένη, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο  βασίστηκε σε μαρτυρία που λήφθηκε παράνομα και υπεισήλθε στην ουσία της υπόθεσης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στο στάδιο της διαδικασίας έκδοσης προσωρινού διατάγματος, το Δικαστήριο περιορίζεται σε εξέταση κατά πόσο θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία για χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 32(1) του Ν.14/60 και των σχετικών αρχών δικαίου και δεν πρέπει να επεκτείνεται σε εξέταση άλλων θεμάτων, τα οποία είτε ανάγονται σε μεταγενέστερο στάδιο είτε είναι κατάλληλα για εξέταση σε άλλες διαδικασίες.

 

2.  Στη βάση της αρχής αυτής, το υπό αναφορά παράπονο των εφεσειόντων δεν είχε θέση στη διαδικασία. Θέση στη διαδικασία είχε το καθήκον της εφεσίβλητης να αποκαλύψει την πηγή πληροφόρησης της όπως προνοείται από τη Δ.39 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το οποίο και εκπλήρωσε. Δεν είχε όμως και καθήκον να διερευνήσει κατά πόσο η τράπεζα των εφεσειόντων παραβίασε το τραπεζικό απόρρητο με το να δώσει στην αστυνομία πληροφορίες σε σχέση με την κίνηση των λογαριασμών τους, όπως παραπονέθηκαν οι εφεσείοντες.

 

3.  Τέτοιο θέμα, ενδεχομένως θα είχε θέση, κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.

 

4.  Συγκεκριμένο επί τούτου απόσπασμα στην πρωτόδικη απόφαση ήταν αχρείαστο και άστοχο αλλά από τη μελέτη της απόφασης στο σύνολο της, δεν διαπιστωνόταν ότι το Δικαστήριο υπέπεσε στο σφάλμα να κρίνει από το πρόωρο αυτό στάδιο της διαδικασίας ότι όντως οι εφεσείοντες είχαν εμπλοκή στην αδικοπραξία, είτε ως κλέφτες είτε ως κλεπταποδόχοι.

 

Λόγοι έφεσης 5-8:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο στην προκειμέ[*734]νη περίπτωση ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι οι τρείς προϋποθέσεις του Άρθρου 32 δεν εξετάστηκαν και σε σχέση με τους εφεσείοντες.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσο θα οριστικοποιούσε το πρώτο διάταγμα εναντίον της Eurobank (εναγόμενης 5), διαπίστωσε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία η κατ’ ισχυρισμό αδικοπραξία έγινε ή, – όπως το έθεσε – συζητήσιμα τουλάχιστο φαίνονταν ως βασικοί αδικογραγήσαντες η εναγόμενη 1 και οι τελικοί ιδιοκτήτες της.

 

3.  Στη βάση αυτή και με αναφορά στη σχετική νομολογία) διαπίστωσε (α) ότι εγείρετο σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση κατά τη δίκη, (β) ορατή πιθανότητα η εφεσίβλητη να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

4.  Η επανεξέταση των τριών προϋποθέσεων στο πλαίσιο οριστικοποίησης του δεύτερου διατάγματος, που αφορούσε τους εφεσείοντες, δεν θα προσέθετε οτιδήποτε και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι «… (είχε) ήδη ενδιατρίψει ότι ικανοποιούνται οι 3 προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60».

 

5.  Σ’ ότι δε αφορούσε το  παράπονο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εναπόθεσε σ’ αυτούς το βάρος απόδειξης, ενώπιον του Δικαστηρίου είχε τεθεί υλικό που, τουλάχιστο συζητήσιμα, αποκάλυπτε ότι η εφεσίβλητη έπεσε θύμα ηλεκτρονικής απάτης και ως αποτέλεσμα της αποσπάστηκαν δύο ποσά εκ USD309.225,64 και €48.284,00 που τελικά, μέσω της εταιρείας Cheshire Business Holdings Ltd, κατέληξαν σε λογαριασμούς της εφεσείουσας 1.

 

Ένατος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο  έσφαλε στην κρίση του ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της οριστικοποίησης του  διατάγματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλι[*735]νε σαφώς υπέρ της εφεσίβλητης.

 

2.  Από τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν αρκετό να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα επίδικα ποσά φαινόταν να διακινήθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες από λογαριασμό σε λογαριασμό, για να καταλήξουν τελικά σε λογαριασμούς της εφεσείουσας 1 η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Σεϋχέλλες και ως εκ τούτου ο κίνδυνος περαιτέρω διακίνησης, εντός και εκτός Κύπρου, να ήταν κάτι περισσότερο από ορατός.

 

3.  Το ισοζύγιο επομένως της ευχέρειας, έκλινε σαφώς υπέρ της εφεσίβλητης και εάν το παράπονο των εφεσειόντων ήταν ότι δεσμεύτηκαν όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί που διατηρεί η εφεσείουσα 1 στην Κύπρο, τίποτα δεν τους εμπόδιζε να προσφέρουν ανάλογη με την αξίωση της εφεσίβλητης εξασφάλιση ώστε να αποδεσμευτούν οι επίδικοι λογαριασμοί.

 

Δέκατος λόγος έφεσης:

 

Δεδομένου ότι η ακριβής γνώση των ποσών και η αποκάλυψη τους από τους Αιτητές ήταν αδύνατη, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους της εφεσίβλητης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν ήταν ορθή  η θέση των εφεσειόντων, η οποία παραβλέπει ότι, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ακριβής αποκάλυψη των ποσών δεν ήταν τέτοιας σημασίας που θα μπορούσε να επιδράσει στην διακριτική του ευχέρεια για έκδοση και διατήρηση της ισχύος των εκδοθέντων διαταγμάτων.

 

2.  Και αυτό καθ’ ότι, το ουσιώδες ήταν ότι τα κατ’ ισχυρισμό κλαπέντα, εν όλω ή εν μέρει, κατέληξαν σε λογαριασμό ή λογαριασμούς της εφεσείουσας 1 και όχι η μη ακριβής αποκάλυψη των ποσών.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 283,

 

[*736]Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

 

Οδυσσεώς v. Πιερή (1982) 1 Α.Α.Δ. 557,

 

Baccardi & Co ν. Vinco (1996) 1 (R) A.A.Δ. 188.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Καθ’ ων η Αίτηση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4172/11), ημερομηνίας 20/10/2011.

 

M. Ραφαήλ (κα), για Εφεσείοντες.

 

Στ. Χριστοφόρου, για Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες της παρούσας έφεσης - η εταιρεία Milton Investments Ltd και ο δικηγόρος Ιωσήφ Φράγκου - προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 20.10.11 με την οποία οριστικοποίησε προσωρινό διάταγμα που έκδωσε μονομερώς εναντίον τους στις 22.6.11, για λόγους τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στα γεγονότα και την πρωτόδικη απόφαση.

 

Η εφεσίβλητη, εταιρεία εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους (ΒVI) που δραστηριοποιείται στον τομέα της παραχώρησης βραχυπρόθεσμων δανείων, ισχυρίζεται ότι έπεσε θύμα ηλεκτρονικής απάτης με αποτέλεσμα στις 19 και 26.5.11 να της αποσπάσουν USD309.225,64 και €48.284,00.

 

Όπως σχετικά διατείνεται, η απάτη έγινε από χάκερς (hackers) οι οποίοι κατόρθωσαν να παρέμβουν στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Ρώσου επιχειρηματία Eduard V. Markin – πραγματικού ιδιοκτήτη (ultimate beneficial owner) της εφεσίβλητης – με αποτέλεσμα τα προαναφερθέντα ποσά να καταλήξουν σε λογαριασμό που διατηρεί η κυπριακή εταιρεία Asturado Holdings Ltd στη Eurobank EFG (Cyprus) Ltd, αντί στις δικαιούχες εταιρείες.

 

H απάτη αποκαλύφθηκε στις 1.6.11 όταν οι πελάτες της εφε[*737]σίβλητης, με εντολή των οποίων έγιναν τα εμβάσματα, την ενημέρωσαν ότι τα χρήματα δεν κατέληξαν στις δικαιούχες εταιρείες – μία ισραηλινή και μία ολλανδική – και αμέσως μετά, στις 3.6.11, ο Μarkin ταξίδεψε στην Κύπρο όπου κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία και έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του να κινηθούν νομικά εναντίον παντός ενεχόμενου.

 

Αρχικά θεωρήθηκαν ως ενεχόμενοι στην απάτη η Asturado, η Aregal Nominees Ltd και οι διευθυντές της Svilen Spasov και Grigori Ginzbarg, εναντίον των οποίων, ως και εναντίον της Eurobank, καταχωρήθηκε η αγωγή 4172/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες.  Ταυτόχρονα, η εφεσίβλητη εξασφάλισε μονομερώς και προσωρινό διάταγμα ημερ. 15.6.11 (στο εξής το πρώτο διάταγμα), με το οποίο παγοποιούνταν κεφάλαια που ενδεχομένως να διατηρούσαν οι Asturado και Aregal στην Eurobank (εναγόμενες 1, 2 και 5, αντίστοιχα, στην αγωγή) ως και σε άλλες τράπεζες.

 

Παράλληλα με την αστική διαδικασία, το Τμήμα Καταπολέμησης Οικονομικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας διεξήγαγε ποινική έρευνα στο πλαίσιο της οποίας – πάντοτε με βάση τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης – αποκαλύφθηκε και η διαδρομή των κατ’ ισχυρισμό κλαπέντων. Αρχικά, όπως ενημέρωσε  η Αστυνομία τον Μarkin και τους δικηγόρους του, τα χρήματα μεταφέρθηκαν από το λογαριασμό της Asturado σε λογαριασμό εταιρείας με την επωνυμία Cheshire Business Holdings Ltd, από τις Σεϋχέλλες, στη Hellenic Bank Public Co Ltd και ακολούθως σε λογαριασμό της εφεσείουσας 1, επίσης από τις Σεϋχέλλες, στην Alpha Bank Cyprus Ltd.  Στο λογαριασμό όμως αυτό παρέμειναν μόνο €16.000, ενώ τα υπόλοιπα ποσά – USD 309.225,64 και €32.284,00- μεταφέρθηκαν σε άλλο λογαριασμό της εφεσείουσας 1 στη National Bank of Greece Cyprus Ltd.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό οι πιο πάνω πληροφορίες διεύρυναν τον κατάλογο των προσώπων που ενδεχομένως ενέχονταν στην κατ’ ισχυρισμό απάτη, κάτι που οδήγησε την εφεσίβλητη σε κατάθεση στις 22.6.11 δύο νέων αιτήσεων, με τις οποίες εξασφάλισε μονομερώς αντίστοιχα διατάγματα. Με το πρώτο, για την προσθήκη στην αγωγή έξι (6) νέων εναγομένων, μεταξύ των οποίων και των εφεσειόντων που προστέθηκαν ως εναγόμενοι 6 και 10 και, με το δεύτερο, προσωρινά διατάγματα παγοποίησης κεφαλαίων που ενδεχομένως διατηρούσαν κάποιοι από τους νέους εναγόμενους σε τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι τα προσωρινά διατάγματα που [*738]εκδόθηκαν εναντίον των εφεσειόντων (στο εξής το δεύτερο διάταγμα) και με τα οποία (α) παγοποιείται οποιοδήποτε ποσό μέχρι USD309.255,64 και €48.284,00 σε οποιοδήποτε λογαριασμό διατηρεί η εφεσείουσα 1 σε οποιαδήποτε τράπεζα στην Κύπρο και (β) απαγορεύεται στον Ιωσήφ Φράγκο (εφεσείοντα 2) να προβαίνει σε ανάληψη, μεταφορά, επιβάρυνση ή απόσυρση από τους λογαριασμούς της εφεσείουσας 1, αντίστοιχου με τα παγοποιηθέντα κεφάλαια.

 

Όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, το πρώτο διάταγμα έγινε απόλυτο καθότι οι εναγόμενες 1 και 2 στην αγωγή δεν εμφανίστηκαν για να το αμφισβητήσουν. Στη διαδικασία εμφανίστηκαν η Eurobank, εναντίον της οποίας εκκρεμούσε αίτημα για αποκάλυψη των στοιχείων των τελικών ιδιοκτητών της εναγομένης 1, καθώς επίσης και οι εφεσείοντες που έφεραν ένσταση στην οριστικοποίηση του δεύτερου διατάγματος που τους αφορούσε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, έκρινε πως συνέτρεχαν οι λόγοι για να ασκήσει, και άσκησε, θετικά τη διακριτική του ευχέρεια τόσο υπέρ της έκδοσης του διατάγματος αποκάλυψης, όσο και υπέρ της οριστικοποίησης του δεύτερου διατάγματος.

 

Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι η έκδοση και στη συνέχεια οριστικοποίηση του δεύτερου διατάγματος είναι λανθασμένη, καθότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) βασίστηκε σε μαρτυρία που λήφθηκε παράνομα και υπεισήλθε στην ουσία της υπόθεσης (λόγοι έφεσης 1-4), (β) δεν εξέτασε κατά πόσο στην περίπτωση τους ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (λόγοι έφεσης 5-8), (γ) έσφαλε στην κρίση του ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της οριστικοποίησης του δεύτερου διατάγματος (9ος λόγος) και (δ) έσφαλε στο ότι δεν υπήρχε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων (10ος λόγος).

 

Η μαρτυρία και η προσέγγιση της από το Δικαστήριο.

 

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, είναι θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αφενός, (α) απέτυχε να αντιληφθεί ότι οι πληροφορίες που εξασφάλισε η Αστυνομία για τη διαδρομή των (κατ’ ισχυρισμό) κλαπέντων και η κοινοποίηση τους στη συνέχεια στην εφεσίβλητη ή τους δικηγόρους της, ήταν προϊόν παραβίασης των συνταγματικών τους δικαιωμάτων και, αφετέρου, (β) υπεισήλθε στην ουσία της υπόθεσης, καταλήγοντας και σε ευρήματα.

[*739]Σχετικά, σ’ ότι αφορά το πρώτο παράπονο, επικαλέστηκαν το Άρθρο 15 του Συντάγματος, το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Ν.66(1)/97 και Άρθρα 45 και 46 του περί Συγκάληψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Ν.61(1)/96 και, σ’ ότι αφορά το δεύτερο,  επέσυραν την προσοχή του Εφετείου στο πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο χαρακτήρισαν ατόπημα:-

 

«Το Σύνταγμα κατ’ αρχήν δεν προστατεύει τους αδικοπραγούντες (κλέφτες ή κλεφταποδόχους). Η αρχή προστασίας του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του Άρθρου 15 του Συντάγματος ατονεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου, όπως π.χ. του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνει το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Οι καθ’ ων η αίτηση 6 είναι οι τελευταίοι που μπορούν να επικαλούνται παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων τους. Για να το πράξουν θα έπρεπε πρώτα οι ίδιοι να αποκαλύψουν στην ένορκη δήλωση του κ. Ιωσήφ Φράγκου ποια είναι η σχέση τους με την εναγόμενη 7 και ποια η σχέση τους με τη φερόμενη βασική αδικοπραγήσασα εναγόμενη 1. Επί του προκειμένου τηρούν σιγήν ιχθύος. Κατηγορούν απλά τους ενάγοντες ότι ενεργώντας τάχιστα κατάφεραν να εντοπίσουν μέρος των κλοπιμαίων παρά τις συνταγματικές επιταγές και το απόρρητο που οι ίδιοι επίστευαν ότι θα ήταν ανασταλτικός παράγοντας στον εντοπισμό των χρημάτων.»

 

Οι εφεσείοντες, αντέτεινε η εφεσίβλητη, παραβλέπουν ότι οι πληροφορίες για τη διαδρομή των χρημάτων τής δόθηκαν από την αστυνομία και δεν μπορεί να της καταλογιστεί ότι τις έλαβε παράνομα. Αν, εισηγήθηκαν, οι εφεσείοντες έχουν παράπονο που η τράπεζα τους έδωσε απόρρητες πληροφορίες στην αστυνομία χωρίς δικαστικό διάταγμα, αυτό είναι ζήτημα που αφορά τους ίδιους και την τράπεζα τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Σ’ ότι δε αφορά το δεύτερο παράπονο, αντέτειναν ότι εσκεμμένα οι εφεσείοντες παρεξηγούν το πνεύμα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία δεν αποφασίστηκε ότι είναι κλεπταποδόχοι ή αδικοπραγήσαντες, αφού ως αδικοπραγήσασα αναφέρεται η εναγόμενη 1 που δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία για να αμφισβητήσει ό,τι τής καταλογίστηκε.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και, σ’ ότι αφορά το πρώ[*740]το παράπονο, να υπενθυμίσουμε ότι στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο - όπως άλλωστε επισημάνθηκε και στην Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 283 – περιορίζεται σε εξέταση κατά πόσο θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία για χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 32(1) του Ν.14/60 και των σχετικών αρχών δικαίου και δεν πρέπει να επεκτείνεται σε εξέταση άλλων θεμάτων, τα οποία είτε ανάγονται σε μεταγενέστερο στάδιο είτε είναι κατάλληλα για εξέταση σε άλλες διαδικασίες. Στη βάση της αρχής αυτής, θεωρούμε ότι το υπό αναφορά παράπονο των εφεσειόντων δεν είχε θέση στη διαδικασία. Θέση στη διαδικασία είχε το καθήκον της εφεσίβλητης να αποκαλύψει την πηγή πληροφόρησης της όπως προνοείται από τη Δ.39 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το οποίο και εκπλήρωσε. Δεν είχε όμως και καθήκον να διερευνήσει κατά πόσο η τράπεζα των εφεσειόντων παραβίασε το τραπεζικό απόρρητο με το να δώσει στην αστυνομία πληροφορίες σε σχέση με την κίνηση των λογαριασμών τους, που αυτό σε τελευταία ανάλυση είναι και το παράπονο τους. Τέτοιο θέμα ενδεχομένως θα έχει θέση κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης όταν τα μέρη θα κληθούν να προσκομίσουν μαρτυρία για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, ή σε άλλες διαδικασίες όπου η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου ή η λήψη της σχετικής με αυτό μαρτυρία θα είναι επίδικο ζήτημα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι το πρώτο παράπονο δεν ευσταθεί και σ’ ότι αφορά το δεύτερο, συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι κατά πάγια νομολογία (Jonitexo (ανωτέρω) και Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248) το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης καθότι αυτό γίνεται κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης. Πρόκειται, να τονίσουμε, για αρχή που πρέπει να τηρείται με ευλάβεια και κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, το Δικαστήριο όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει στα προαναφερθέντα συμπεράσματα, αλλά και να μην αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της. Με αυτές τις παρατηρήσεις θεωρούμε αχρείαστο και άστοχο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που αυτούσιο παραθέσαμε πιο πάνω, αλλά από τη μελέτη της απόφασης στο σύνολο της δεν διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο υπέπεσε στο σφάλμα να κρίνει από το πρόωρο αυτό στάδιο της διαδικασίας ότι όντως οι εφεσείοντες έχουν εμπλοκή [*741]στην αδικοπραξία, είτε ως κλέφτες είτε ως κλεπταποδόχοι και ενόψει τούτου κρίνουμε ότι ούτε το δεύτερο παράπονο ευσταθεί. 

 

Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 1-4 απορρίπτονται και ακολουθεί η εξέταση των λόγων έφεσης 5-8 που περιστρέφονται γύρω από τις τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του Ν.14/60.

 

Οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60

 

Αναφορικά με το ζήτημα αυτό, είναι θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο στην περίπτωση τους ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και η αναφορά του ότι «… ήδη (έχει) ενδιατρίψει ότι ικανοποιούνται…» αποτελεί λογικό σφάλμα καθότι εκλαμβάνει το ζητούμενο ως δεδομένο. Όπως σφάλμα αποτελεί και η εναπόθεση του βάρους απόδειξης επί των ώμων τους, αφού θεώρησε ότι όφειλαν να αποκαλύψουν αν γνώριζαν από πού αντλήθηκαν τα χρήματα που κατέληξαν στο λογαριασμό τους, τα οποία λανθασμένα χαρακτηρίζει ως «κλοπιμαία».

 

Από το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής και από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για προσωρινό διάταγμα της, αντέτεινε η εφεσίβλητη, είναι έκδηλο πως ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε, αφού ενδιάτριψε σ’ αυτές, ότι υφίσταντο και σε σχέση με τους εφεσείοντες.

 

Διεξήλθαμε την πρωτόδικη απόφαση και δεν συμφωνούμε ότι οι τρείς προϋποθέσεις του Άρθρου 32 δεν εξετάστηκαν και σε σχέση με τους εφεσείοντες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσο θα οριστικοποιούσε το πρώτο διάταγμα ημερ. 15.6.11 εναντίον της Eurobank (εναγόμενης 5), διαπίστωσε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία η κατ’ ισχυρισμό αδικοπραξία έγινε ή, – όπως το έθεσε – συζητήσιμα τουλάχιστο φαίνονται ως βασικοί αδικογραγήσαντες η εναγόμενη 1 και οι τελικοί ιδιοκτήτες της.  Στη βάση αυτή και με αναφορά στη σχετική νομολογία (Oδυσσεώς ν. Πιερή (1982) 1 Α.Α.Δ. 557) διαπίστωσε (α) ότι εγείρεται σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση κατά τη δίκη, (β) ορατή πιθανότητα η εφεσίβλητη να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Εξέτασε λοιπόν τις τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 κατά την διαδικασία οριστικοποίη[*742]σης του πρώτου διατάγματος και θεωρούμε ότι η επανεξέταση τους στο πλαίσιο οριστικοποίησης του δεύτερου διατάγματος, που αφορούσε τους εφεσείοντες, δεν θα προσέθετε οτιδήποτε και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι «… (είχε) ήδη ενδιατρίψει ότι ικανοποιούνται οι 3 προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60». Έπεται ότι οι σχετικοί λόγοι ένστασης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Σ’ ότι δε αφορά το άλλο παράπονο, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο εναπόθεσε σ’ αυτούς το βάρος απόδειξης, να παρατηρήσουμε ότι ενώπιον του Δικαστηρίου είχε τεθεί υλικό που, τουλάχιστο συζητήσιμα, αποκάλυπτε ότι η εφεσίβλητη έπεσε θύμα ηλεκτρονικής απάτης και ως αποτέλεσμα της αποσπάστηκαν δύο ποσά εκ USD309.225,64 και €48.284,00 που τελικά, μέσω της εταιρείας Cheshire Business Holdings Ltd, κατέληξαν σε λογαριασμούς της εφεσείουσας 1. Αυτό ήταν το ουσιώδες, το οποίο δεν διαφοροποιείται  ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίσει στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο τα χρήματα που κατέληξαν στους λογαριασμούς της εφεσείουσας 1 «κλοπιμαία».

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους τα σχετικά με το εξετασθέν ζήτημα, λόγοι έφεσης 5-9, παράπονα των εφεσειόντων δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Ισοζύγιο της ευχέρειας

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εισηγούνται οι εφεσείοντες, δεν έλαβε υπόψη του ότι το μέγιστο ποσό που μπορούσε να δεσμευτεί δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει την αξίωση της εφεσίβλητης, δηλ. USD309.225,64 και €48.284,00. Αντ’ αυτού, ισχυρίζονται,  δεσμεύτηκαν όλοι οι λογαριασμοί της εφεσείουσας 1 σε κυπριακές τράπεζες, με αποτέλεσμα να περιορίζονται καταλυτικά οι οικονομικές της δραστηριότερες και υπό τις περιστάσεις το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ τους.

 

Τα χρήματα που της αποσπάστηκαν, αντέτεινε η εφεσίβλητη, διαμοιράστηκαν σε άλλες εταιρείες με σκοπό από μεταφορά σε μεταφορά να χαθούν τα ίχνη τους και λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να υποστηριχτεί βάσιμα ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ των εφεσειόντων.

 

Εξετάσαμε και επ’ αυτού του ζητήματος τις εκατέρωθεν θέσεις και συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε σαφώς υπέρ της εφεσίβλητης. Συναφώς [*743]να υπενθυμίσουμε ότι το υπό αναφορά ισοζύγιο υποδηλώνει το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου να ισοζυγίζει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι λανθασμένα χορήγησε το παρεμπίπτον διάταγμα (Baccardi & Co ν. Vinco (1996) 1 (R) A.A.Δ. 188) και υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι αρκετό να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα επίδικα ποσά φαίνεται να διακινήθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες από λογαριασμό σε λογαριασμό, για να καταλήξουν τελικά σε λογαριασμούς της εφεσείουσας 1 η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Σεϋχέλλες και ως εκ τούτου ο κίνδυνος περαιτέρω διακίνησης, εντός και εκτός Κύπρου, να είναι κάτι περισσότερο από ορατός. Το ισοζύγιο επομένως της ευχέρειας κλίνει σαφώς υπέρ της εφεσίβλητης και εάν το παράπονο των εφεσειόντων είναι ότι δεσμεύτηκαν όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί που διατηρεί η εφεσείουσα 1 στην Κύπρο, τίποτα δεν τους εμπόδιζε να προσφέρουν ανάλογη με την αξίωση της εφεσίβλητης εξασφάλιση ώστε να αποδεσμευτούν οι επίδικοι λογαριασμοί.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 5-9 και ό,τι απέμεινε είναι η εξέταση του δέκατου λόγου, ο οποίος αφορά το παράπονο πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους της εφεσίβλητης.

 

Είναι καλώς θεμελιωμένο ότι κατά πάγια νομολογία η μη αποκάλυψη γεγονότων, εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ανατρέπει τη βάση του διατάγματος και όπου διαπιστώνεται επιφέρει ακύρωση της διαταγής που εξασφαλίστηκε μονομερώς, χωρίς την εξέταση της ουσίας. Τέτοια είναι και η παρούσα περίπτωση σύμφωνα με τους εφεσείοντες, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε λανθασμένα «… ότι η ακριβής γνώση των ποσών και η αποκάλυψη τους από τους Αιτητές ήταν αδύνατη…».  Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση των εφεσειόντων, η οποία παραβλέπει ότι, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ακριβής αποκάλυψη των ποσών δεν ήταν τέτοιας σημασίας που θα μπορούσε να επιδράσει στην διακριτική του ευχέρεια για έκδοση και διατήρηση της ισχύος των εκδοθέντων διαταγμάτων. Και αυτό καθότι το ουσιώδες ήταν ότι τα κατ’ ισχυρισμό κλαπέντα, εν όλω ή εν μέρει, κατέληξαν σε λογαριασμό ή λογαριασμούς της εφεσείουσας 1 και όχι η μη ακριβής αποκάλυψη των ποσών.

 

[*744]Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω το παράπονο των εφεσειόντων για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν ευσταθεί και η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη με έξοδα εναντίον τους.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο