Αντωνίου Αντώνης και Άλλη, Βαρβάρα (Ρίτσα) Mason και τώρα Ρίτσα Παπαδημητρίου το γένος Κυριάκου Διάκου (2014) 1 ΑΑΔ 775

ECLI:CY:AD:2014:A247

(2014) 1 ΑΑΔ 775

[*775]8 Απριλίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΒΑΡΒΑΡΑ (ΡΙΤΣΑ) MASON ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΡΙΤΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΔΙΑΚΟΥ (ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ),

 

Εφεσείoυσα,

 

v.

 

1. ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

2. ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 273/2010)

 

 

Συμβάσεις ― Ελεύθερη Συναίνεση ― Άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 ως έχει τροποποιηθεί ― Αγωγή για ακύρωση συμφωνίας πώλησης κτήματος λόγω δόλου και ψευδών παραστάσεων ― Εκρίθη πρωτοδίκως ότι η σύμβαση συνάφθηκε με την ελεύθερη βούληση της εφεσείουσας ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Συμβάσεις ― Δόλος ― Έχει ευρύτερη έννοια από αυτή του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου 146, και καλύπτει ποικίλες ενέργειες και συμπεριφορές.

 

Συμβάσεις ― Ερμηνεία του Κεφ.149 ― Άρθρο 2(1) του Κεφ.149 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Τεκμήριο ψυχικής πίεσης ― Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, απαραιτήτως πρέπει να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου, υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι να μπορέσει το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και με βάση αυτά να εξετάσει, κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται.

 

[*776]Απόδειξη ― Αξιοπιστία ― Εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.

 

Βάρος αποδείξεως σε αστικές υποθέσεις ― Το νομικό ή γενικό βάρος ― Δεν πρέπει να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο μπορεί να επέμβει μόνο όταν διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με σημαντικό θέμα της διαδικασίας και εκεί όπου τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν είναι εύλογα επιτρεπτά σε σχέση με την προσφερθείσα μαρτυρία.

 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αγωγή με την οποία επιζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου για ακύρωση πώλησης κτήματος της.

 

Η ακύρωση ζητήθηκε ως προϊόν δόλου, ψευδών παραστάσεων, παρουσίασης ψευδών γεγονότων ως αληθών, εκμεταλλεύσεως της αγνοίας της εφεσείουσας αναφορικά με τις τρέχουσες τιμές της αξίας των ακινήτων στην Κύπρο, την απουσία της για μακρύ χρονικό διάστημα πέραν των τριάντα πέντε ετών στο εξωτερικό, τη μη πλήρη κατανόηση της ελληνικής γλώσσας, την επείγουσα ανάγκη της εφεσείουσας για χρήματα καθώς και τον συγγενικό και φιλικό δεσμό που είχε η τελευταία ,με τους εφεσίβλητους 1 και 2.

 

Με βάση τα όσα ισχυρίστηκε στην αγωγή της, η εφεσείουσα, η οποία μετανάστευσε από την Κύπρο σε πολύ νεαρή ηλικία, κάτω από την πίεση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και με τις διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων στους οποίους είχε πλήρη εμπιστοσύνη, αποδέχθηκε να πωλήσει το επίδικο κτήμα για το ποσό των £30.000.

 

Έγιναν όλες οι αναγκαίες διευθετήσεις για να έρθει η εφεσείουσα στην Κύπρο με  έξοδα των εφεσιβλήτων και να γίνει η μεταβίβαση του κτήματος επ’ ονόματι του εφεσιβλήτου 1, μεταβίβαση η οποία με την πληρωμή του ποσού των £30.000 εκ μέρους του εφεσίβλητου 1, ολοκληρώθηκε στις 11.11.2005.

 

Σε κατοπινό στάδιο, όταν η εφεσείουσα και η οικογένεια της πληροφορήθηκαν, όπως προέβαλε, με βάση  εκτιμήσεις τρίτων ανεξάρτητων εκτιμητών, ότι η αξία του κτήματος ήταν πέραν των £60.000, αντιλήφθηκε όπως ισχυρίστηκε ότι εξαπατήθηκε από τους εφεσίβλητους. Όσο και αν η εφεσείουσα και ο αδελφός της ήσαν πρόθυμοι να προσφέρουν στους εφεσίβλητους ακόμη και μεγαλύτερο ποσό, ώστε να επιστραφεί το κτήμα, οι τελευταίοι παρέμειναν αρνητικοί.

[*777]Εκ διαμέτρου αντίθετη, ήταν η θέση των εφεσιβλήτων.

 

Το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας, κατέληξε ότι, η εφεσείουσα πώλησε στον εφεσίβλητο 1 το επίδικο ακίνητο έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των £30.000 με ελεύθερη βούληση.

 

Υπέδειξε περαιτέρω, ότι εν όψει της κατάληξης ότι το τίμημα πώλησης του επίδικου ακινήτου ύψους £30.000 αποτελούσε μέρος της συμφωνίας μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου 1, που έγινε με την ελεύθερη βούληση τους, η αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία σχετιζόταν με την αξία του ακινήτου, είχε καταστεί αχρείαστη.

 

Παρά ταύτα, προέβη σε συγκεκριμένες επισημάνσεις αναφορικά με τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα εκτιμητή που κατέθεσε για την εφεσείουσα, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία του αντιφατική, επιστημονικά και τεχνικά ανεπαρκή και ανακριβή.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι το ακίνητο πωλήθηκε με την ελεύθερη βούληση της εφεσείουσας αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος.

β)  Υπήρξαν εσφαλμένα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία των εκατέρωθεν εκτιμητών και της πρωτόδικης κατάληξης ότι εφόσον το επίδικο ακίνητο πωλήθηκε κατόπιν συμφωνίας που συνομολογήθηκε με την ελεύθερη βούληση των διαδίκων, δεν κρινόταν αναγκαία η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων σχετικά με την αξία του επίδικου ακινήτου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης ή ψυχικής πίεσης, υπόκειται σε ακύρωση κατ’ εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

2.  Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

3.  Η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστηριζόταν πλήρως από τα ευρήματα του Δικαστηρίου που σχετίζονταν με την αξιοπιστία των μαρτύρων.

4.  Τα γεγονότα της υπόθεσης με κανένα τρόπο κατεδείκνυαν ότι μεταξύ των διαδίκων είχε δημιουργηθεί σχέση εξάρτησης ή ότι οι [*778]εφεσίβλητοι κυριάρχησαν επί της θέλησης της εφεσείουσας με αποτέλεσμα να επωφεληθούν από τη θέση πίστης και εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε μεταξύ τους ή ότι έγινε κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτήθηκε ώστε να μεταφερθεί το βάρος απόδειξης στους ώμους των εφεσιβλήτων, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει έγιναν πιστευτοί από το Δικαστήριο σε αντίθεση με την ίδια την εφεσείουσα.

5.  Στην υπό κρίση περίπτωση η ειδική σχέση των μερών, που ήταν η πολύ μακρινή συγγένεια, δεν ικανοποιούσε το κριτήριο. Η εφεσείουσα, η οποία είχε και το βάρος της απόδειξης, απέτυχε να αποδείξει θετικά ότι η επιρροή που άσκησαν οι εφεσίβλητοι, υπήρξε ο αποφασιστικός παράγοντας για τη συνομολόγηση της συμφωνίας.

6.  Η εφεσείουσα δεν έγινε πιστευτή από το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η σύμβαση συνάφθηκε οικειοθελώς. Αλλά ούτε και το επιχείρημα του επαχθούς της συναλλαγής για την εφεσείουσα, έγινε αποδεκτό. Το ακίνητο πωλήθηκε σε τιμή ίση με την εκτιμημένη αξία του Κτηματολογίου Λεμεσού, όπως υποστηρίχθηκε από αξιόπιστη μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσιβλήτων, ΜΥ4, για τους λόγους που επαρκώς έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του.

7.  Με τελικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο δικαιολογείτο πλήρως από την ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία ότι η εφεσείουσα πώλησε το ακίνητο με την ελεύθερη της βούληση με αναφορά στη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 την οποία έκρινε αξιόπιστη, το ζήτημα δεν επιδεχόταν άλλης συζήτησης.

8.  Περαιτέρω υπήρξε αντιφατικότητα των θέσεων, που προώθησε η εφεσείουσα, η οποία από τη μια προέβαλε το ακυρώσιμο της συμφωνίας και την ίδια στιγμή εισήγαγε συνθήκες παράβασης της, στη βάση της άρνησης του εφεσίβλητου 2 να της επιστρέψει το κτήμα με την καταβολή του ποσού των £30.000.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν. Πουλλά κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 961,

 

Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226,

 

Pyrgas v. Stavridou (1969) 1 Α.Α.Δ. 332,

 

Πατσαλίδου ν. Κυριακίδης (1979) 1 C.L.R. 71,

 

[*779]Wynne v. Mavronicola κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138,

 

Αθανασίου ν. Loizias Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947,

 

Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602,

 

Κατσιαμάλης ν. Republic (1982) 1 C.L.R. 107.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χατζηγιάννη, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2126/06), ημερομηνίας 23/7/2010.

 

Ν. Ανδρέου, για την Εφεσείουσα.

 

Χρ. Ιωσηφίδης, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Mε κλητήριο γενικώς οπισθογραφημένο (O. 2 r.1) η εφεσείουσα επιζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου για ακύρωση της εγγραφής του κτήματος με αρ. εγραφής 0/4549, Τεμάχιο αριθμός 608, Φ/Σχέδιο 54/9: «ως προϊόν δόλου, ψευδών παραστάσεων, παρουσίαση ψευδών γεγονότων ως αληθών, εκμεταλλεύσεως της αγνοίας της Ενάγουσας αναφορικά με τις τρέχουσες τιμές της αξίας των ακινήτων στην Κυπριακή Δημοκρατία, την απουσία της Ενάγουσας για μακρό χρονικό διάστημα πέραν των τριάντα πέντε ετών εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη μη πλήρη κατανόηση της Ελληνικής Γλώσσας, την επείγουσα ανάγκη για χρήματα καθώς και τον συγγενικό και φιλικό δεσμό που έχει η Ενάγουσα με τους Εναγομένους 1 και 2.»

 

Η ενάγουσα μετανάστευσε στην Αγγλία όταν ήταν 12 χρονών μαζί με την οικογένεια της και αργότερα εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της στην Ιταλία. Ο σύζυγος της απεβίωσε το 2000 και η ίδια βρέθηκε αντιμέτωπη με σωρεία οικονομικών προβλημάτων σε σχέση με οφειλές του τελευταίου και κινδύνευε ακόμα και να φυλακιστεί. Σε μια προσπάθεια της να βρει λύση επικοινώνησε με την εφεσίβλητη 2, σύζυγο του πρώτου της ξαδέλφου και της ανέφερε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, αλλά και την επείγουσα ανάγκη [*780]της να βρει χρήματα, σκεφτόταν της είπε και ήταν διατεθειμένη να πωλήσει το επίδικο κτήμα για να βρει μια διέξοδο. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε η εφεσείουσα με τον εφεσίβλητο 1, γιο της εφεσίβλητης 2, η οποία ήδη τον είχε πληροφορήσει για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος 1 της πρότεινε να το αγοράσει για £30.000, όσα και η αξία του. Η εφεσείουσα αν και είχε ενδοιασμούς δέχθηκε μετά από διαβεβαιώσεις της εφεσίβλητης 2, ότι παρόλο που ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν σε θέση να το αγοράσει, το έκανε απλά για να τη βοηθήσει, ανά πάσα στιγμή που εκείνη θα ήταν έτοιμη να τους καταβάλει το ποσό των £30.000, θα της το επέστρεφαν. Συνάμα οι εφεσίβλητοι την προειδοποίησαν ότι δεν θα έπρεπε να αναφέρει την πώληση στην οικογένεια της ή πουθενά αλλού, ειδικότερα στη μητέρα της που είναι υπερήλικας και είχε προβλήματα υγείας. Η εφεσείουσα κάτω από την πίεση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και με τις διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων στους οποίους είχε πλήρη εμπιστοσύνη, αποδέχθηκε να πωλήσει το επίδικο κτήμα για το ποσό των £30.000. Έτσι έγιναν όλες οι αναγκαίες διευθετήσεις για να έρθει η εφεσείουσα στην Κύπρο με δικά τους έξοδα και να γίνει η μεταβίβαση του κτήματος επ΄ ονόματι του εφεσιβλήτου 1, μεταβίβαση η οποία με την πληρωμή του ποσού των £30.000 εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 ολοκληρώθηκε στις 11.11.2005.

 

Σε κατοπινό στάδιο, όταν η εφεσείουσα και η οικογένεια της πληροφορήθηκαν, αλλά και όπως φάνηκε από εκτιμήσεις τρίτων ανεξάρτητων εκτιμητών, ότι η αξία του κτήματος ήταν πέραν των £60.000, αντιλήφθηκε ότι εξαπατήθηκε από τους εφεσίβλητους.  Όσο και αν η εφεσείουσα και ο αδελφός της ήσαν πρόθυμοι να προσφέρουν στους εφεσίβλητους ακόμη και μεγαλύτερο ποσό, £40.000, ώστε να επιστραφεί το κτήμα, οι τελευταίοι παρέμειναν αρνητικοί.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση των εφεσιβλήτων οι οποίοι αρνούνται παντελώς τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας προβάλλοντας ότι η μεταβίβαση έγινε στο Κτηματολόγιο στη βάση της τελικής απαίτησης της εφεσείουσας και της εκτίμησης της αξίας του κτήματος από το Κτηματολόγιο για £30.000. Ειδικότερα οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι έγινε μεταξύ του εφεσίβλητου 1 και της εφεσείουσας οποιαδήποτε συμφωνία για μελλοντική μεταβίβαση του ακινήτου στην εφεσείουσα, με πληρωμή του τιμήματος από την τελευταία. Ως προς τα επί μέρους και για όσα τους αποδίδονται ως στοιχεία δόλου και ψευδών παραστάσεων, αρνούνται ότι εκμεταλλεύτηκαν την εμπιστοσύνη της εφεσείουσας. Η ίδια αποφάσισε αυτοβούλως και ελεύθερα μαζί με στενά συγγενικά της πρόσωπα και κατόπιν συμ[*781]βουλής του αδελφού της, να πωλήσει το επίδικο ακίνητο στον εφεσίβλητο 1 στην τιμή των £30.000 όπως το εκτίμησε και το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας, κατέληξε ότι η εφεσείουσα πώλησε στον εφεσίβλητο 1 το επίδικο ακίνητο έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των £30.000 με ελεύθερη βούληση. Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης το Δικαστήριο εξετάζοντας τις μαρτυρίες των ειδικών εμπειρογνωμόνων έκρινε τη μαρτυρία τους αχρείαστη εφόσον η αγωγή υπόκειτο σε απόρριψη: 

 

«Εν όψει της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι το τίμημα πώλησης του επίδικου ακινήτου ύψους £30.000 αποτελεί μέρος της συμφωνίας μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου 1, που έγινε με την ελεύθερη βούληση τους, κρίνω ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας των πιο πάνω, η οποία σχετίζεται με την αξία του ακινήτου, έχει καταστεί αχρείαστη.»

 

Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που αναφέρει και ως εκ του περισσού με αντιπαραβολή των δύο τεκμηριών Τεκμήριο 3 και 4, που ο ίδιος ο εμπειρογνώμονας της εφεσείουσας ΜΕ2 Γλαύκος Αγαθαγγέλου, κατέθεσε στο Δικαστήριο και στα οποία αναφέρονταν διαφορετικά ποσά τελικής εκτίμησης αλλά και διαφορετικές ημερομηνίες εκτίμησης, που δεν είχαν καμιά συνάφεια τον ουσιώδη χρόνο, απέρριψε τις εκτιμήσεις του, και τη μαρτυρία του κρίνοντας τη στο σύνολο ως αντιφατική, «επιστημονικά και τεχνικά ανεπαρκή και ανακριβή» ενώ δέχθηκε ως ορθή τη μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσιβλήτων ΜΥ4.

 

Η εφεσείουσα κατεχώρισε με την τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης πέντε συναπτούς λόγους:

 

Οι δύο άπτονται του ευρήματος ότι το ακίνητο πωλήθηκε με την ελεύθερη βούληση της εφεσείουσας αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος των Λ.Κ.30.000 το οποίο ο εφεσίβλητος 1 κατέβαλε. Οι άλλοι δύο των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των εκατέρωθεν εκτιμητών και της κατάληξης του ότι εφόσον το επίδικο ακίνητο πωλήθηκε κατόπιν συμφωνίας που συνομολογηθηκε με την ελεύθερη βούληση των διαδίκων, δεν κρινόταν αναγκαία η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων σχετικά με την αξία του επίδικου ακινήτου.

 

Ο πέμπτος και τελευταίος: ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικα[*782]στήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 2 ως ορθή και αληθινή για τηλεφωνήματα της προς τον αδελφό της εφεσείουσας.

 

Εφόσον το έγκυρο μιας σύμβασης στηρίζεται στη συγκατάθεση των συμβαλλομένων είναι σαφές ότι μια σύμβαση που είναι το αποτέλεσμα βίας ή εξάσκησης ψυχικής πίεσης είναι δυνατό να κηρυχθεί από το Δικαστήριο ως άκυρη εφόσον ελλείπει το συστατικό στοιχείο της συγκατάθεσης. 

 

Το Άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 προϋποθέτει πώς για να είναι έγκυρη μια σύμβαση πρέπει να καταρτίζεται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι.   

 

Η συναίνεση, σύμφωνα με το Άρθρο 14, θεωρείται ότι δόθηκε ελευθέρως, όταν δεν προκαλείται με:

 

- εξαναγκασμό, όπως ορίζεται στο Άρθρο 15.

- ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο Άρθρο 16.

- απάτη, όπως ορίζεται στο Άρθρο 17.

- ψευδή παράσταση όπως ορίζεται στο Άρθρο 18.

- πλάνη, τηρουμένων των διατάξεων των Άρθρων 20, 21 και 22 (Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν. Ουρανίας Κώστα Πουλλά κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 961, Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226).

 

Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης ή ψυχικής πίεσης υπόκειται σε ακύρωση κατ’  εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

 

Αποτελεί βασικό αξίωμα του δικαίου της επιείκειας ότι ο αδικοπραγείσας δεν επιτρέπεται να αποκομίσει οφέλη από την άδικη πράξη του. Ο δόλος κατά το δίκαιο της επιείκειας έχει ευρύτερη έννοια από αυτή του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου 146, και καλύπτει ποικίλες ενέργειες και συμπεριφορές (Pyrgas v. Stavridou (1969) 1 Α.Α.Δ. 332).

 

Το Άρθρο 2(1) του Κεφ.149 προβλέπει ότι ο Νόμος ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές περί νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σ’ αυτές θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σ’ αυτές το Αγγλικό Δίκαιο. Πατσαλίδου ν. Κυριακίδης (1979) 1 C.L.R. 71 και Κεφάλας κ.ά ν. Νικόλα, (ανωτέρω). Το ζήτημα σε κάθε περίπτωση είναι καθαρά πραγματικό και [*783]έτσι πρέπει να αντικρίζεται από το Δικαστήριο.

 

Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι να μπορέσει το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα. Με δεδομένα πλέον τα πραγματικά  στοιχεία, να εξετάσει, κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται. Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης (Wynne v. Mavronicola κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138).

 

Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσά τους. Το νομικό ή γενικό βάρος δεν πρέπει όμως να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του ενάγοντα και δεν μεταφέρεται. Το ειδικό βάρος απόδειξης υποδηλώνει το βάρος που έχει ένας διάδικος να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ενός θέματος που είναι σχετικό, έτσι ώστε το δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά να απαντήσει.

 

Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, ακριβώς λόγω της πλεονεκτικής θέσης στην οποία βρίσκεται το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει δοθεί ενώπιον του. Η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνουμε ότι υποστηρίζεται πλήρως από τα ευρήματα του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Τα γεγονότα της υπόθεσης με κανένα τρόπο καταδείκνυαν ότι μεταξύ των διαδίκων είχε δημιουργηθεί σχέση εξάρτησης ή ότι οι εφεσίβλητοι κυριάρχησαν επί της θέλησης της εφεσείουσας με αποτέλεσμα να επωφεληθούν από τη θέση πίστης και εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε μεταξύ τους ή ότι έγινε κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτήθηκε ώστε να μεταφερθεί το βάρος απόδειξης στους ώμους των εφεσιβλήτων, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει έγιναν πιστευτοί από το Δικαστήριο σε αντίθεση με την ίδια την εφεσείουσα όπως επεξηγείται αναλυτικά στην Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (ανωτέρω), σελ. 1238-1239:

 

«Οι συμβάσεις που μπορούν να καταργηθούν λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει μετα[*784]ξύ των μερικών ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός.  Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.

 

Σε μια αντιδικία, ο ενάγων μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν και οι δύο περιπτώσεις· ότι δηλαδή, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει και ότι όντως υπάρχει. Στο τέλος, δεν αποκλείεται να αποβεί επιτυχής η επίκληση και των δύο περιπτώσεων, εφόσον η μια δεν ουδετεροποιεί την άλλη. Βλ. Re Craig Meneces a.o v. Middleton a.o. [1970] 2 All E.R. 390.

 

Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, απαραιτήτως πρέπει να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή έχει το βάρος να αποδείξει την ψυχική πίεση.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η ειδική σχέση των μερών, πολύ μακρινή συγγένεια, δεν ικανοποιεί το κριτήριο. Η εφεσείουσα, η οποία είχε και το βάρος της απόδειξης, απέτυχε να αποδείξει θετικά ότι η επιρροπή που άσκησαν οι εφεσίβλητοι υπήρξε ο αποφασιστικός παράγοντας για τη συνομολόγηση της συμφωνίας.

 

Στο τέλος της ημέρας η εφεσείουσα δεν έγινε πιστευτή από το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η σύμβαση συνήφθη οικειοθελώς.  Αλλά ούτε και το επιχείρημα του επαχθούς της συναλλαγής για την εφεσείουσα έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο. Το ακίνητο πωλήθηκε σε τιμή ίση με την εκτιμημένη αξία του Κτηματολογίου Λεμεσού, όπως υποστηρίχθηκε από αξιόπιστη μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσιβλήτων, ΜΥ4, για τους λόγους που επαρκώς έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του και που δικαιολογούν πλήρως την κατάληξη του.

 

Το Εφετείο μπορεί να επέμβει μόνο όταν διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με σημαντικό θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947 και Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602). Επεμβαίνει ακόμη και εκεί όπου τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν είναι εύλογα επιτρεπτά έχοντας υπόψη πάντοτε τη μαρτυρία που έχει προσφερθεί (Κατσιαμάλης ν. Republic (1982) 1 C.L.R. 107).

 

[*785]Με τελικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο δικαιολογείται πλήρως από την ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία ότι η εφεσείουσα πώλησε το ακίνητο με την ελεύθερη της βούληση με αναφορά στη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 την οποία έκρινε αξιόπιστη, το ζήτημα δεν επιδέχεται άλλης συζήτησης.

 

Αξίζει να σημειώσουμε όμως και την αντιφατικότητα των θέσεων, που τόσο με την έκθεση απαιτήσεως αλλά και με τη δια ζώσης μαρτυρία της προώθησε η εφεσείουσα και που ενισχύει κατά την αντίληψη μας ως ορθή και απόλυτα λογική εκ των πραγμάτων την κατάληξη του Δικαστηρίου για ελεύθερη σύναψη της συμφωνίας. Ενώ από τη μια η εφεσείουσα προβάλλει το ακυρώσιμο της συμφωνίας την ίδια στιγμή εισάγει συνθήκες παράβασης της στη βάση της άρνησης του εφεσίβλητου 2 να της επιστρέψει το κτήμα με την καταβολή του ποσού των £30.000. Η ενάγουσα χρειαζόταν χρήματα. Βρήκε τη λύση στην πώληση του ακινήτου. Είναι λοιπόν αδιάφορο αν συμφώνησε με τους εφεσίβλητους να αγοράσουν το κτήμα για £30.000 ή για οποιοδήποτε άλλο ποσό εφόσον με αυτό τον τρόπο έλυνε το πρόβλημα της και θα είχε την ευκαιρία, όπως η ίδια υποστήριξε, να της επιστραφεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.  Τα έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο