LCC "KO Company" και Άλλοι (2014) 1 ΑΑΔ 796

ECLI:CY:AD:2014:D248

(2014) 1 ΑΑΔ 796

[*796]8 Απριλίου, 2014

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 KAI 4 ΤΟΥ ΠΕΡΙ

ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΦΟΡΑ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) LCC “KO COMPANY” ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ,(2) MICHAEL KENNETH PERRY ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΣΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΗΠΑ ΜΕ ΑΡ. 055895036,

(3) PRIVATE COMPANY “SIAYVOBUDINVEST” ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ 10037774596 ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ,

(4) KOVALION KONSTANTIN SERGEEVICH ΑΠΟ ΤΗΝ

ΟΥΚΡΑΝΙΑ, (5) LLC “PERRY CONSTRUCTION” ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ, (6) PAVLENCO ILLIA IVANOVICH ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ, ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 2, 3, 5, 6, 7 ΚΑΙ 8

ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 375/11 Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ

ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ PROHIBITION,

 

ΚΑΙ

 

ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΤΙΣ 29/11/2013 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 375/11, Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 3/2014)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Prohibition ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Prohibition, με το οποίο να απαγορευόταν σε Επαρχιακό Δικαστήριο να προχωρήσει στην εκδίκαση αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας ― Απορριπτική κατάληξη.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Prohibition ― Στις περιπτώσεις που από το φάκελο της διαδικασίας προκύπτει κατάδηλα ότι τα κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας, ο αιτητής, έχει αυτοδικαίως αξίωση στην έκδοση διατάγματος Prohibition και η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν συνιστά κατ’ ανάγκη ανασταλτικό παράγοντα στην έκδοση τέτοιου διατάγματος

 

[*797]Οι αιτητές αφού εξασφάλισαν την απαιτούμενη άδεια του Δικαστηρίου, καταχώρισαν αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition, με το οποίο να απαγορευόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από το να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπ’ αρ. 375/11 αγωγής, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

 

Εναντίον των αιτητών είχε καταχωρηθεί από την ενάγουσα – καθ’ ης η αίτηση, αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης των αιτητών να καταχωρίσουν υπεράσπιση εντός της προβλεπόμενης από τους θεσμούς προθεσμίας, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Περαιτέρω, εναντίον της εναγόμενης 1, κυπριακής εταιρείας, εκδόθηκε απόφαση στην αγωγή, ερήμην, λόγω παράλειψης της να καταχωρίσει εμφάνιση.

 

Οι αιτητές 1 - 6 είναι εκ των εναγομένων στην Αγωγή 375/11, την οποία ήγειρε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η ενάγουσα (καθ' ης η αίτηση στην παρούσα αίτηση), εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στην Κύπρο.

 

Με τη ρηθείσα αγωγή αξιώνονταν, από μεν την εναγόμενη 1, η οποία δεν περιλαμβάνεται όμως στον κατάλογο αιτητριών στην παρούσα αίτηση, το ποσό των $3.375.000,00, δυνάμει συμφωνίας δανείου, από δε όλους τους εναγομένους ποσό $9.429,258,09 «συνεπεία ισχυριζόμενου δόλου και/ή απάτης και/ή συνωμοσίας και/ή συμφωνίας προς εξαπάτηση της ενάγουσας».

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το συμπέρασμα για έλλειψη δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν την Αγωγή 375/11, προέκυπτε κατάδηλα από το φάκελο της διαδικασίας.

β)  Έστω και αν η έλλειψη δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων δεν προέκυπτε κατάδηλα από το φάκελο της διαδικασίας, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα έπρεπε ενόψει του συνόλου των περιστάσεων, να ασκηθεί υπέρ του αιτήματος των αιτητών οι οποίοι, δεν είχαν επιδείξει οποιαδήποτε ολιγωρία στο να αντιδράσουν.

γ)  Η ύπαρξη της έφεσης δεν αποτελεί εναλλακτικό ένδικο μέσο υπό τις περιστάσεις, διότι οι αιτητές αντιμετώπιζαν άμεσα το δίλημμα είτε να υποβάλουν εαυτούς στη δικαιοδοσία του κυπριακού Δικαστηρίου ή να ερημοδικήσουν.

δ)  Υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, υπέρ της έγκρισης της παρούσας αίτησης.

[*798]ε)      Εάν οι αιτητές δεν καταχωρούσαν υπεράσπιση στην αγωγή, κινδύνευαν με την έκδοση απόφασης εναντίον τους. Αν καταχωρούσαν υπεράσπιση, τότε κινδύνευαν να θεωρηθούν ότι αποδέχονταν τη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων. Αν πάλι καταχωρούσαν υπεράσπιση εγείροντας σχετική προδικαστική ένσταση, κινδύνευαν να κριθούν ένοχοι περιφρόνησης του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η θέση τους περί έλλειψης δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων, απορρίφθηκε και η σχετική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν είχε ανατραπεί.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν ήταν ορθή η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι οι αιτητές επέδειξαν αδικαιολόγητη ολιγωρία στο να επιδιώξουν την έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος και ότι δικαιολογείτο προς τούτο, η απόρριψη της αίτησης, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της.

2.  Η χρονοτριβή που όντως παρατηρείτο στην καταχώριση της αίτησης για εξασφάλιση της απαιτούμενης, για καταχώριση της παρούσας αίτησης, άδειας, κρινόμενη υπό το φως όλων των περιστάσεων, ήταν εύλογη.

3.  Ήταν ορθή η θέση των αιτητών ότι, στις περιπτώσεις που από το φάκελο της διαδικασίας προκύπτει κατάδηλα ότι τα κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας, ο αιτητής, έχει αυτοδικαίως αξίωση στην έκδοση διατάγματος Prohibition και η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν συνιστά κατ’ ανάγκη ανασταλτικό παράγοντα στην έκδοση τέτοιου διατάγματος.

4.  Στην παρούσα περίπτωση ωστόσο, η ισχυριζόμενη έλλειψη δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν την Αγωγή 375/11, δεν προέκυπτε κατάδηλα από το φάκελο της διαδικασίας, έτσι ώστε να ετύγχανε εφαρμογής η συγκεκριμένη αρχή.

5.  Εξάλλου, το κατά πόσο τα κυπριακά Δικαστήρια στερούνται ή όχι δικαιοδοσίας να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη αγωγή, αποτελεί και το ζητούμενο στην έφεση που καταχωρήθηκε από τους αιτητές εναντίον της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε σχετική αίτηση τους.

6. Επομένως, το κατά πόσο οι αιτητές δικαιούνταν ή όχι στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος, αποτελούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, η οποία,  ασκείται δικαστικά και με φειδώ.

7. Το δίλημμα ενώπιον του οποίου ισχυρίζονταν ότι βρίσκονταν οι αιτητές και το οποίο συνιστούσε, σύμφωνα με τους ίδιους, τις εξαιρετικές περιστάσεις που επικαλέστηκαν, αποτέλεσε και το βασικό λόγο για τον οποίο τους χορηγήθηκε η άδεια να καταχωρίσουν την παρούσα αίτηση.

[*799]8.      Με την παράθεση όμως των θέσεων των δύο πλευρών, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης.

9.  Στη διαμόρφωση της απορριπτικής κρίσης, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε το γεγονός ότι με την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των αιτητών για απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, δεν απορρίφθηκε και η θέση τους περί έλλειψης δικαιοδοσίας από πλευράς των κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη αγωγή, αλλά, το συγκεκριμένο θέμα αφέθηκε να αποφασιστεί στο τέλος της υπόθεσης υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας που θα τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και το γεγονός ότι με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση, δεν απαγορεύθηκε στους αιτητές να συνεχίσουν να αμφισβητούν τη δικαιοδοσία των κυπριακών Δικαστηρίων και με την κατάλληλη δικογράφηση να εγείρουν και να προωθήσουν το θέμα δικαιοδοσίας στα δικόγραφα τους.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

S.P.P. Projects v. Integral Equipment SRL (1993) 1 Α.Α.Δ. 762,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα ν. Λύρα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1384,

 

In Re Christakis Georgiades and Another (1985) 1 C.L.R. 789.

 

Αίτηση.

 

Α. Χαβιαράς, για τους Αιτητές.

 

Χρ. Θεοδώρου για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα που συνθέτουν το ιστορικό της παρούσας αίτησης και τα οποία οδήγησαν στην καταχώριση της, στη συντριπτική τους πλειοψηφία συνοψίζονται στην αίτηση, στα πλαίσια της οποίας εξασφαλίστηκε η άδεια για καταχώριση της. Τα παραθέτω. Να σημειωθεί ότι, εκεί και όπου οι ανάγκες της παρούσας αίτησης το απαιτούν, το ιστορικό συμπληρώνεται με αναφορά και σε περαιτέρω γεγονότα.

[*800]Οι αιτητές 1, 2, 3, 4, 5 και 6 είναι οι εναγόμενοι 2, 3, 5, 6, 7 και 8, αντίστοιχα, στην Αγωγή 375/11, την οποία ήγειρε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η ενάγουσα (καθ’ης η αίτηση στην παρούσα αίτηση), εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με έδρα τη Λευκωσία.

 

Οι αιτήτριες 1, 3 και 5 (εναγόμενες 2, 5 και 7), είναι ουκρανικές εταιρείες, ενώ ο αιτητής 2 (εναγόμενος 3) είναι μόνιμος κάτοικος Ουκρανίας και κάτοχος αμερικάνικου διαβατηρίου. Οι αιτητές 4 και 6 (εναγόμενοι 6 και 8), είναι Ουκρανοί, μόνιμοι κάτοικοι Ουκρανίας. Μαζί με τους αιτητές ενάγονται και άλλα πρόσωπα, άσχετα με την παρούσα διαδικασία.

 

Με την Αγωγή 375/11 αξιώνονται, από μεν την εναγόμενη 1, η οποία να σημειωθεί είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο, δεν περιλαμβάνεται όμως στον κατάλογο αιτητριών στην παρούσα αίτηση, το ποσό των $3.375.000,00, δυνάμει συμφωνίας δανείου, από δε όλους τους εναγομένους ποσό $9.429,258,09 «συνεπεία ισχυριζόμενου δόλου και/ή απάτης και/ή συνωμοσίας και/ή συμφωνίας προς εξαπάτηση της ενάγουσας».

 

Στα πλαίσια της αγωγής εκδόθηκε ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα εναντίον της εναγόμενης 1, με το οποίο δεσμεύονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί της, μέχρι ποσού $9.248.851,37. Στην πορεία το εν λόγω προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο.

 

Στις 3/3/2011 καταχωρήθηκε από την ενάγουσα η Έκθεση Απαίτησης.

 

Στις 7/9/2012 οι αιτητές επεδίωξαν, με αίτηση που καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο, την ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος και/ή της επίδοσης του, ισχυριζόμενοι πως δεν έχουν καμία σχέση με την Κύπρο, ούτε και είναι συμβαλλόμενοι στην επίδικη συμφωνία δανείου, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης 1. Ισχυρίζοντο επίσης ότι η συμφωνία εγγύησης και υποθήκης την οποία επικαλείτο η ενάγουσα, είχε μεν καταρτιστεί μεταξύ της ενάγουσας και της αιτήτριας 1 (εναγόμενης 2), αφορούσε όμως ακίνητο το οποίο βρίσκεται στην Ουκρανία. Οι αιτητές πρόβαλαν επίσης τον ισχυρισμό ότι σε σχέση με τις εν λόγω συμφωνίες είχαν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις από αλλοδαπό δικαστήριο και συγκεκριμένα ουκρανικό δικαστήριο, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του δεδικασμένου, εφόσον οι αποφάσεις των ουκρανικών δικαστηρίων καθίστανται εκτελεστές στην Κύπρο, δυνάμει διμερούς συμφωνίας που υπεγράφη [*801]μεταξύ των δύο κρατών. Τέλος, οι αιτητές ισχυρίζοντο ότι, για όλους αυτούς τους λόγους τα κυπριακά δικαστήρια, στερούντο δικαιοδοσίας να εκδικάσουν την αγωγή, τουλάχιστον στο βαθμό και την έκταση που αυτή στρεφόταν εναντίον τους και πως «οι ισχυρισμοί της ενάγουσας για δόλιες ενέργειες των εναγομένων αιτητών είναι γενικοί και αόριστοι και σίγουρα δεν θεμελιώνουν ούτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους ούτε δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων».

 

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδίκασε την αίτηση, με αναφορά στην Υπόθεση S.P.P. Projects v. Integral Equipment SRL (1993) 1 Α.Α.Δ. 762, την απέρριψε, κρίνοντας ότι το αίτημα για ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος και της επίδοσης του στο εξωτερικό θα μπορούσε να εξεταστεί, μόνο στα πλαίσια αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης στο εξωτερικό. Στη συνέχεια και υπό μορφή πλέον obiter, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, εξέτασε τις ενώπιον του θέσεις των αιτητών και στη βάση των προνοιών της Δ.27, κ. 3, οι οποίες όμως να σημειωθεί δεν περιλαμβάνοντο στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης. Έκρινε ότι, ούτε οι εν λόγω πρόνοιες μπορούσαν, στο στάδιο εκείνο, να βοηθήσουν τους αιτητές, εφόσον για να διαπιστωθεί «το στέρεο των αξιώσεων» επιβαλλόταν να ακούσει μαρτυρία.

 

Εναντίον της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους ημερομηνίας 7/9/2012, οι αιτητές, καταχώρισαν έφεση (Έφεση 43/2013), η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.

 

Παράλληλα, στις 12/4/2013 οι αιτητές καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση με την οποία επεδίωξαν, δυνάμει των προνοιών της Δ.35, κ. 18, την αναστολή της διαδικασίας, μέχρι την έκδοση απόφασης στην έφεση. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα ν. Λύρα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1384, απέρριψε την αίτηση, στις 29/11/2013. Έκρινε ότι οι συγκεκριμένες θεσμικές πρόνοιες δεν αποτελούν μέσο για αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και πως η απαγόρευση της συνέχισης της διαδικασίας μπορεί να διαταχθεί μόνο με ένταλμα τύπου Prohibition. Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε.

 

Αντιδρώντας οι αιτητές και αφού εξασφάλισαν πρώτα την απαιτούμενη άδεια του Δικαστηρίου, καταχώρισαν την παρούσα αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition, με το οποίο «να απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από το να προχωρήσει ή να συνεχίσει να προχωρεί να [*802]εκδικάζει την υπ’ αρ. 375/11 αγωγή, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας». Να σημειωθεί ότι εναντίον των αιτητών είχε καταχωρηθεί από την ενάγουσα – καθ’ης η αίτηση, αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης των αιτητών να καταχωρίσουν υπεράσπιση εντός της προβλεπόμενης από τους θεσμούς προθεσμίας, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όπως επίσης και ότι εναντίον της εναγόμενης 1, κυπριακής εταιρείας, εκδόθηκε απόφαση στην αγωγή, ερήμην, λόγω παράλειψης της να καταχωρίσει εμφάνιση.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών, κάμνοντας εκτενή αναφορά στα γεγονότα και ταυτόχρονα παραπέμποντας στην Έκθεση Απαίτησης, εισηγήθηκαν ότι το συμπέρασμα για έλλειψη δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων να εκδικάσουν την Αγωγή 375/11, προκύπτει κατάδηλα από το φάκελο της διαδικασίας και συνεπώς δεν υπεισέρχεται, σύμφωνα με την εισήγηση τους, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Οι αιτητές, απλά το δικαιούνται. Με άλλα λόγια, το δικαιούνται, σύμφωνα με την εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων τους ex debitio justitae. Διαζευκτικά, εισηγούνται ότι, έστω και αν η έλλειψη δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων δεν προκύπτει κατάδηλα από το φάκελο της διαδικασίας, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει, ενόψει του συνόλου των περιστάσεων, να ασκηθεί υπέρ του αιτήματος των αιτητών οι οποίοι, σε αντίθεση με τα όσα επί του προκειμένου ισχυρίζονται οι καθ’ων η αίτηση, δεν έχουν επιδείξει οποιαδήποτε ολιγωρία στο να αντιδράσουν.

 

Αλλά και σε σχέση με το θέμα ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας, οι θέσεις των δύο πλευρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι στη διάθεση των αιτητών υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, αυτή της έφεσης. Αντίθετα, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι «η ύπαρξη της έφεσης δεν αποτελεί εναλλακτικό ένδικο μέσο υπό τις περιστάσεις, διότι αντιμετωπίζουν άμεσα το δίλημμα είτε να υποβάλουν εαυτούς στη δικαιοδοσία του κυπριακού δικαστηρίου ή να ερημοδικήσουν». Περαιτέρω, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι στην κρινόμενη περίπτωση, ούτως ή άλλως, υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, υπέρ της έγκρισης της παρούσας αίτησης. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι, στην προκείμενη περίπτωση βρίσκονται ενώπιον του εξής διλήμματος: Αν δεν καταχωρίσουν υπεράσπιση, κινδυνεύουν με την έκδοση απόφασης εναντίον τους λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης. Αν καταχωρίσουν υπεράσπιση, τότε κινδυνεύουν να θεωρηθούν ότι αποδέχονται τη δικαιοδοσία των [*803]κυπριακών δικαστηρίων. Αν πάλι καταχωρίσουν υπεράσπιση εγείροντας προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι τα κυπριακά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη αγωγή, κινδυνεύουν να κριθούν ένοχοι περιφρόνησης του δικαστηρίου, δεδομένου ότι η θέση τους περί έλλειψης δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων, απορρίφθηκε και η σχετική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν έχει ανατραπεί, εφόσον η έφεση που καταχώρισαν εναντίον της εν λόγω απόφασης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και δεν έχει ακόμα εκδικαστεί.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να πω ότι δεν συμμερίζομαι τη θέση των καθ’ων η αίτηση ότι οι αιτητές επέδειξαν αδικαιολόγητη ολιγωρία στο να επιδιώξουν την έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος και συνεπώς δικαιολογείται η απόρριψη της αίτησης, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της. Η χρονοτριβή που όντως παρατηρείται στην καταχώριση της αίτησης για εξασφάλιση της απαιτούμενης, για καταχώριση της παρούσας αίτησης, άδειας, κρινόμενη υπό το φως όλων των περιστάσεων, είναι εύλογη. Συνεπώς, η σχετική εισήγηση των καθ’ων η αίτηση απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τη θέση των αιτητών ότι, στις περιπτώσεις που από το φάκελο της διαδικασίας προκύπτει κατάδηλα ότι τα κυπριακά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας, ο αιτητής, διάδικος στη διαδικασία, έχει, αυτοδικαίως αξίωση στην έκδοση διατάγματος Prohibition και η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν συνιστά κατ’ ανάγκη ανασταλτικό παράγοντα στην έκδοση τέτοιου διατάγματος, η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Εξάλλου, η θέση αυτή αποτελεί και θέση της νομολογίας. (In Re Christakis Georgiades a.o. (1985) 1 C.L.R. 789). Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το προνομιακό ένταλμα Prohibition σκοπό έχει τον περιορισμό του κατώτερου δικαστηρίου στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και την παρεμπόδιση υπέρβασης των ορίων της. Δεν συμμερίζομαι όμως τη θέση τους, την οποία και απορρίπτω, ότι στην παρούσα περίπτωση η έλλειψη δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων να εκδικάσουν την Αγωγή 375/11, προκύπτει κατάδηλα από το φάκελο της διαδικασίας, έτσι ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η συγκεκριμένη αρχή. Εξάλλου, το κατά πόσο τα κυπριακά δικαστήρια στερούνται ή όχι δικαιοδοσίας να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη αγωγή, αποτελεί και το ζητούμενο στην έφεση που καταχωρήθηκε από τους αιτητές εναντίον της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση τους ημερομηνίας 7/9/2012.

 

Επομένως, το κατά πόσο οι αιτητές δικαιούνται ή όχι στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος, αποτελεί στη συγκεκριμένη πε[*804]ρίπτωση, θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, η οποία, θα πρέπει να επισημάνω, ασκείται δικαστικά και με φειδώ. Είναι η θέση των αιτητών ότι στη διάθεση τους δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία και δη αυτή της έφεσης. Διαζευκτικά και σε περίπτωση που η εν λόγω θέση τους ήθελε απορριφθεί, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που, παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας, δικαιολογούν τη χορήγηση του αιτούμενου εντάλματος. Σ’ αυτό το στάδιο θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι το δίλημμα ενώπιον του οποίου ισχυρίζονται ότι βρίσκονται και το οποίο συνιστά, σύμφωνα με τους ίδιους, τις εξαιρετικές περιστάσεις που επικαλούνται, αποτέλεσε και το βασικό λόγο για τον οποίο τους χορηγήθηκε η άδεια να καταχωρίσουν την παρούσα αίτηση.

 

Όμως, έχοντας τώρα το ευεργέτημα να έχω ενώπιον μου τις θέσεις και των δύο πλευρών, όπως και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, κρίνω, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Στη διαμόρφωση της κρίσης μου καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε το γεγονός ότι με την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των αιτητών για απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, δεν απορρίφθηκε και η θέση τους περί έλλειψης δικαιοδοσίας από πλευράς των κυπριακών δικαστηρίων να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη αγωγή, αλλά, το συγκεκριμένο θέμα αφέθηκε να αποφασιστεί στο τέλος της υπόθεσης υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας που θα τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και το γεγονός ότι με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση δεν απαγορεύθηκε στους αιτητές να συνεχίσουν να αμφισβητούν τη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων και με την κατάλληλη δικογράφηση να εγείρουν και να προωθήσουν το θέμα δικαιοδοσίας στα δικόγραφα τους.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ των καθ’ων η αίτηση.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο