Μαυροσκούφη Χριστιάνα Πάλμα ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (πρώην Arab Bank Plc) (2014) 1 ΑΑΔ 839

ECLI:CY:AD:2014:A267

(2014) 1 ΑΑΔ 839

[*839]16 Απριλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

XΡΙΣΤΙΑΝΑ ΠΑΛΜΑ ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΗ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

(ΠΡΩΗΝ Arab Bank Plc),

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 352/2008)

 

 

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Σύμβαση δανείου ― Αγωγή αναφορικά με την εγκυρότητα των εγγυητηρίων που υπέγραψε η εφεσείουσα προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων εταιρείας έναντι της εφεσίβλητης τράπεζας ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής κρίσης ― Δεν είχε αποδειχθεί ότι οι ενάγοντες είχαν γνώση της όποιας πίεσης ίσως ασκήθηκε από τον συνεναγόμενο σύζυγο της εφεσείουσας, ούτε ότι  αυτός ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εναγόντων.

 

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Δύο κατηγορίες συμβάσεων ακυρώσιμων  λόγω ψυχικής πίεσης ― Συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών, και συμβάσεις στις οποίες υπάρχει ειδική σχέση.

 

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Τεκμαρτή ή πραγματική γνώση ― Όπου διάδικος προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες σύμβασης λόγω ψυχικής πίεσης, που ασκήθηκε από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να αποδειχθεί, είτε ότι το τρίτο πρόσωπο ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του συμβαλλόμενου ή ότι ο συμβαλλόμενος είχε πραγματική ή τεκμαρτή γνώση της ψυχικής πίεσης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τομέα αυτό εκτός και εάν τα πρωτόδικα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία.

 

[*840]Η εφεσείουσα ήταν μία από τους έξι εναγόμενους αγωγής Επαρχιακού Δικαστηρίου, στην οποία η εφεσίβλητη αξίωνε εναντίον εταιρείας ως πρωτοφειλέτριας και εναντίον των υπολοίπων εναγομένων ως εγγυητών υπόλοιπο χρέους εκ Λ.Κ.125.806,16 (€214.952,59), πλέον τόκους και έξοδα.

 

Στις 17.12.01 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση ως η αξίωση εναντίον όλων των εναγομένων, πλην της εφεσείουσας, για την οποία η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Αντικείμενο της αντιδικίας, ήταν η εγκυρότητα των εγγυητηρίων που υπέγραψε προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της εταιρείας έναντι της εφεσίβλητης τράπεζας.

 

Σχετικά, η υπεράσπιση της ήταν ότι οι συμφωνίες εγγύησης οι οποίες, όπως ήταν η θέση της, ήταν υπέρμετρα επαχθείς για την ίδια, ήταν άκυρες καθότι τις υπέγραψε κάτω από ψυχική πίεση, με ψευδείς παραστάσεις, χωρίς να της έχει επεξηγηθεί το περιεχόμενο ή η φύση τους και, περαιτέρω, τα έγγραφα που υπέγραψε, ήταν γραμμένα σε γλώσσα άγνωστη προς την ίδια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε την εκατέρωθεν μαρτυρία, δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων που κατέθεσαν για την εφεσίβλητη και απέρριψε την εκδοχή της εφεσείουσας για τις κατ’ ισχυρισμό επιλήψιμες συνθήκες κάτω από τις οποίες υπέγραψε τις εγγυήσεις.

 

Κατέληξε αφού αναφέρθηκε σε κυπριακή και αγγλική νομολογία επί των θεμάτων που τέθηκαν ενώπιον του, να απορρίψει την υπεράσπιση και να εκδώσει απόφαση ως η αξίωση και εναντίον της.

 

Έκρινε μεταξύ άλλων, ότι οι μάρτυρες της εφεσίβλητης είπαν στο Δικαστήριο την αλήθεια, σε αντίθεση με την εφεσείουσα για την οποία παρατήρησε ότι  παρουσίαζε την εικόνα μιας καταφανούς προσπάθειας αποφυγής των συμβατικών της υποχρεώσεων και νομικών ευθυνών της που πήγαζαν συντριπτικά από το σύνολο της προφορικής και έγγραφης μαρτυρίας που είχε προσκομιστεί.

 

Η έφεση στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στους κάτωθι λόγους:

 

α) Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συνακόλουθα με αυτή ευρήματα.

 

β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι οι εγγυήσεις ήταν ιδιαίτερα επαχθείς γι’ αυτή και ότι εσφαλμένα απεφάσισε ότι είτε η ίδια είτε ο (πρώην) σύζυγος της εναγόμενος 3, εί[*841]χαν συμφέρον στην εταιρεία και ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί κατά πόσο η εφεσείουσα είχε λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή ως προς τις συνέπειες της υπογραφής της.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του, μόνο στη βάση της εντύπωσης που διαμόρφωσε γι’ αυτούς, παρόλο που υπενθύμισε ότι το στοιχείο αυτό είναι παράγοντας εξαιρετικής σημασίας για την κρίση της αξιοπιστίας. Προχώρησε και σε εξέταση της μαρτυρίας εκάστου των μαρτύρων με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα, πειστικότητα και της σύγκρισης της με την υπόλοιπη μαρτυρία.Ενόψει τούτων, δεν παρεχόταν ευχέρεια επέμβασης του Εφετείου.

  2.   Η εκδοχή της εφεσείουσας απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως αναξιόπιστη. Κατ’ ακολουθία τούτου η αναπτυχθείσα από το συνήγορο της εφεσείουσας επιχειρηματολογία, δεν μπορούσε να επιτύχει εφόσον είχε ως υπόβαθρο εκδοχή η οποία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη.

  3.   Παραταύτα εκρίθη χρήσιμη η αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία, που εξετάζει τις παραμέτρους της ψυχικής πίεσης του Άρθρου 16 του Νόμου.

  4.   Εδώ ενδιέφερε η πρώτη κατηγορία όπου η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός, σε αντίθεση με την άλλη περίπτωση ψυχικής πίεσης όπου τεκμαίρεται και το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου μετατίθεται σ’ αυτόν που αποκόμισε όφελος από τη σύμβαση.

  5.   Όπου διάδικος προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες σύμβασης λόγω ψυχικής πίεσης, που ασκήθηκε από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι το τρίτο πρόσωπο ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του συμβαλλόμενου ή ότι ο συμβαλλόμενος είχε πραγματική ή τεκμαρτή γνώση της ψυχικής πίεσης.

  6.   Δεν ήταν ορθό το παράπονο της εφεσείουσας πώς το Δικαστήριο, παρερμηνεύοντας τη νομολογία,  προχώρησε με την εσφαλμένη εντύπωση ότι η εφεσίβλητη τράπεζα θα μπορούσε να έχει ευθύνη στην υπόθεση, μόνο αν αποδεικνυόταν ότι οι εναγόμενοι 3 και 2 ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι της.

  7.   Η θέση αυτή παρέβλεπε πως το Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία ότι ένας πιστωτής θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτύχει στην απαίτηση του εάν καταδειχθεί ότι αυτός είχε αναθέσει την εξασφάλιση της υπογραφής οφειλέτη σε κάποιον ο οποίος ήταν, εν γνώσει του πιστωτή, σε θέση να επηρεάσει τον οφειλέτη και πράγματι εξασφάλισε την υπογραφή του οφειλέτη ασκώντας αθέμιτη [*842]επιρροή ή ψευδείς παραστάσεις.

  8.   Όπως παραγνωρίζει και την καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες είχαν γνώση της όποιας πίεσης που ίσως ασκήθηκε από τον συνεναγόμενο σύζυγο της.

  9.   Επομένως το Δικαστήριο δεν απάλλαξε την εφεσίβλητη στη βάση και μόνο ότι ο σύζυγος της εφεσείουσας δεν ενήργησε ως αντιπρόσωπος, αλλά κυρίως καθότι δεν αποδείχτηκε ότι η εφεσίβλητη είχε γνώση της όποιας πίεσης που ίσως ασκήθηκε στην εφεσείουσα από το σύζυγο της.

10. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί υποχρέωσης της εφεσίβλητης να βεβαιωθεί κατά πόσο είχε λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή ως προς τις συνέπειες της υπογραφής των εγγυητηρίων, προέκυπτε από τη δοθείσα μαρτυρία ότι οι ενάγοντες σε όλες τις περιπτώσεις που υπογράφηκαν οι επίδικες συμφωνίες λάμβαναν τα λογικά και αναγκαία μέτρα προκειμένου να επιτευχθούν οι συναλλαγές με διαφάνεια.

 

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα, λόγω της μη εμφάνισης της εφεσίβλητης.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Πελεκάνου ν. Πελεκάνου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 912,

 

Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297,

 

Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Ent. Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 300,

 

Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 317,

 

C & A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273,

 

Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506,

 

Bank of Montreal v. Stuart [1911] Α.C. 120,

 

C.Ι.Β.C. Mortgages Plc v. Pitt a.o. [1994] 1 A.C.200,

 

Barclay’s Bank plc v. O’Brien [1993] 4 All E.R. 417,

 

Royal Bank of Scotland v. Etridge (No.2) [1998] 4 All E.R. 705,

 

Bank of Cyprus (London) Ltd v. Markou a.o. [1999] 2 All E.R. 707,

 

[*843]Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως ν. Πούλλα κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 951,

 

Σιάτη ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1698,

 

Κούντουρου ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 322.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σολoμωνίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12195/00), ημερομηνίας 18/09/2008.

 

Λ. Βραχίμης, για εφεσείουσα.

 

Καμία εμφάνιση, για εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν μία από τους έξι εναγόμενους της αγωγής 12195/00 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία η εφεσίβλητη αξίωνε εναντίον της εταιρείας Anama Trading Co Ltd (στο εξής η Εταιρεία) ως πρωτοφειλέτριας και εναντίον των υπολοίπων εναγομένων ως εγγυητών υπόλοιπο χρέους εκ Λ.Κ.125.806,16 (€214.952,59), πλέον τόκους και έξοδα.

 

Στις 17.12.01 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση ως η αξίωση εναντίον όλων των εναγομένων, πλην της εφεσείουσας για την οποία η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Με αντικείμενο της αντιδικίας, την εγκυρότητα των εγγυητηρίων που υπέγραψε προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων τής Εταιρείας έναντι τής εφεσίβλητης τράπεζας. Σχετικά, η υπεράσπιση της ήταν ότι οι συμφωνίες εγγύησης (στο εξής οι εγγυήσεις) οι οποίες, όπως είναι η θέση της, ήταν υπέρμετρα επαχθείς για την ίδια, ήταν άκυρες καθότι τις υπέγραψε κάτω από ψυχική πίεση, με ψευδείς παραστάσεις, χωρίς να της έχει επεξηγηθεί το περιεχόμενο ή η φύση τους και, περαιτέρω, τα έγγραφα που υπέγραψε ήταν γραμμένα σε γλώσσα άγνωστη προς την ίδια.

 

Το Δικαστήριο αφού εξέτασε την εκατέρωθεν μαρτυρία, δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων που κατέθεσαν [*844]για την εφεσίβλητη και απέρριψε την εκδοχή της εφεσείουσας για τις (κατ’ ισχυρισμό) επιλήψιμες συνθήκες κάτω από τις οποίες υπέγραψε τις εγγυήσεις. Με αποτέλεσμα, αφού αναφέρθηκε σε κυπριακή και αγγλική νομολογία επί των θεμάτων που τέθηκαν ενώπιον του, να απορρίψει την υπεράσπιση και να εκδώσει απόφαση ως η αξίωση και εναντίον της.

 

Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση για έξι λόγους, από τους οποίους οι τρεις (οι 1, 5 και 6) έχουν στο στόχαστρο τους την αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συνακόλουθα με αυτή ευρήματα. Αναφορικά δε με τους υπόλοιπους,  παραπονείται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο (α) δεν κατέληξε σε εύρημα ότι οι εγγυήσεις ήταν ιδιαίτερα επαχθείς γι’ αυτή (2ος Λόγος), (β) απεφάσισε ότι είτε η ίδια είτε ο (πρώην) σύζυγος της εναγόμενος 3 είχαν συμφέρον στην Εταιρεία (3ος Λόγος) και (γ) απεφάσισε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί κατά πόσο η εφεσείουσα είχε λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή ως προς τις συνέπειες της υπογραφής της (4ος Λόγος).

 

Το Εφετήριο επιδόθηκε κανονικά στην εφεσίβλητη, η οποία δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία και η ακρόαση της έφεσης έγινε στην απουσία της. Με επακόλουθο να τεθεί ενώπιον μας μόνο περίγραμμα αγόρευσης εκ μέρους της εφεσείουσας, το οποίο αναπτύχθηκε και δια ζώσης από τον ευπαίδευτο συνήγορο της.

 

Έχουμε διεξέλθει ό,τι τέθηκε ενώπιον μας και θεωρούμε ότι προέχει η εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο και στα συνακόλουθα με αυτή ευρήματα.

 

Αναπτύσσοντας τους υπό συζήτηση λόγους, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας έκανε εκτενή αναφορά στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και επιχειρηματολόγησε υπέρ της θέσης ότι, σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, λανθασμένα έγινε αποδεκτή η εκδοχή της εφεσίβλητης και λανθασμένα απερρίφθη η εκδοχή της εφεσείουσας. Σχετικά διατύπωσε τρία επί μέρους παράπονα, τα οποία αντιστοιχούν και στους υπό συζήτηση λόγους έφεσης. Το πρώτο, ότι ενώ η εφεσείουσα προσκόμισε μαρτυρία - τη δική της και λειτουργού του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων – βάσει της οποίας προέκυπτε η απόλυτη οικονομική της εξάρτηση από τους (πρώην) σύζυγο και πεθερό της (εναγόμενους 3 και 2 στην αγωγή), εντούτοις το Δικαστήριο παρέλειψε να την αξιολογήσει και να καταλήξει σε εύρημα κατά πόσο πράγματι τα εν λόγω πρόσωπα κυριαρχούσαν επί τής θελή[*845]σεως της. Το δεύτερο, ενώ από τη μαρτυρία προέκυπτε ότι υπόγραψε τις εγγυήσεις κατόπιν πιέσεων, ψευδών παραστάσεων και χωρίς να τύχει ενημέρωσης από την εφεσίβλητη για τη φύση των εγγράφων αυτών, εντούτοις το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν κατέληξε σε ανάλογα ευρήματα και, το τρίτο, εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη είχε δώσει στην εφεσείουσα αντίγραφα των εγγυήσεων για να τα μελετήσει προτού υπογράψει, την στιγμή που καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του που να δίνει έρεισμα σε τέτοια απόφαση.

 

Μελετήσαμε με προσοχή την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε ενώπιον μας για προώθηση των υπό συζήτηση λόγων έφεσης. Όπως είναι καλώς εμπεδωμένο, η κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τομέα αυτό εκτός και εάν τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (βλ. Πελεκάνου ν. Πελεκάνου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 912, Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Ent. Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 300, Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 317). Στην προκείμενη, όμως, περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του μόνο στη βάση της εντύπωσης που διαμόρφωσε γι’ αυτούς, παρόλο που υπενθύμισε ότι το στοιχείο αυτό είναι παράγοντας εξαιρετικής σημασίας για την κρίση της αξιοπιστίας (C & A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273). Προχώρησε και σε εξέταση της μαρτυρίας εκάστου των μαρτύρων με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα, πειστικότητα και της σύγκρισης της με την υπόλοιπη μαρτυρία, όπως έχει υποδειχθεί και στην υπόθεση Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506. Κατέληξε ότι οι μάρτυρες της εφεσίβλητης είπαν στο Δικαστήριο την αλήθεια, σε αντίθεση με την εφεσείουσα για την οποία παρατήρησε ότι «… παρουσίαζε την εικόνα μιας καταφανούς προσπάθειας αποφυγής των συμβατικών της υποχρεώσεων και νομικών ευθυνών της που πηγάζουν συντριπτικά από το σύνολο της προφορικής και έγγραφης μαρτυρίας που έχει προσκομιστεί». Και αυτό, όχι μόνο στη βάση της υποκειμενικής εντύπωσης που σχημάτισε για την αξιοπιστία της, αλλά και στη βάση μιας σειράς από λόγους που καταγράφονται στην απόφαση και οι οποίοι απορρέουν τόσο από τη σύγκριση της μαρτυρίας της με την υπόλοιπη μαρτυρία, όσο και από συγκεκριμένες αντιφατικές εξηγήσεις που έδωσε κατά την αντεξέταση της. Ενόψει τούτων καταλήγουμε ότι δεν παρέχεται ευχέρεια επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο το [*846]πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία, ούτε και επέμβαση στα ευρήματα στα οποία κατέληξε καθότι αυτά σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να κριθούν ως εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία. Αντίθετα, κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε κατά τρόπο υποδειγματικό και τα συνακόλουθα με αυτή ευρήματα δεν φαίνεται πως θα μπορούσαν να ήταν άλλα.

 

Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 1, 5 και 6 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Ακολουθεί η εξέταση των λόγων έφεσης 2 και 3, με τους οποίους ουσιαστικά επιδιώκεται, αφενός, η προώθηση της θέσης ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι οι εγγυήσεις ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης και ψευδών παραστάσεων των (πρώην) συζύγου και πεθερού της και, αφετέρου, λανθασμένα δεν κατέληξε σε συμπέρασμα ότι για την κατάσταση αυτή η εφεσίβλητη δεν είχε απλά εξυπακουόμενη γνώση, αλλά πραγματική γνώση.

 

Όπως και πρωτοδίκως έτσι και κατ’ έφεση, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επιχειρηματολόγησε υπέρ της θέσης ότι τα περιστατικά της υπόθεσης τεκμηριώνουν την ψυχική πίεση του Άρθρου 16 του περί Συμβάσεων Νόμου ΚΕΦ. 149 και προς τούτο επικαλέστηκε αγγλική νομολογία (Βank of Montreal v. Stuart [1911] Α.C. 120, C.Ι.Β.C. Mortgages Plc v. Pitt a.o. [1994] 1 A.C.200, Barclay’s Bank plc v. O’Brien [1993] 4 All E.R. 417, Royal Bank of Scotland v. Etridge (No.2) [1998] 4 All E.R. 705 και Bank of Cyprus (London) Ltd v. Markou a.o. [1999] 2 All E.R. 707) που εξετάζει περιπτώσεις με πρωτοφειλέτη τον σύζυγο και εγγυήτρια τη σύζυγο. Γενικά, η αρχή που προκύπτει από τις υποθέσεις αυτές είναι ότι, εάν αποδειχθεί πως οι περιστάσεις υπογραφής της εγγύησης είναι τέτοιες ώστε να θέτουν τον πιστωτή σε τεκμαιρόμενη γνώση των επιλήψιμων συνθηκών κάτω από τις οποίες η σύζυγος έθεσε την υπογραφή της, τότε ο πιστωτής αναλαμβάνει τον κίνδυνο η σύζυγος να ασκήσει δικαίωμα παραμερισμού της συναλλαγής. Εκτός και εάν ο πιστωτής την προειδοποίησε επαρκώς για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει με την υπογραφή της εγγύησης.

 

Από τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, υποστήριξε ο κ. Βραχίμης, προκύπτει ότι δημιουργείται το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης του Άρθρου 16 του Νόμου εφόσον (α) η εφεσείουσα νυμφεύτηκε σε ηλικία 21 ετών και λόγω αυτού, αλλά και της οικονομικής και κοινωνικής της εξάρτησης από τους σύζυγο και πεθερό, ήταν επιρρεπής στις πιέσεις τους, (β) ούτε η εφεσείουσα ούτε  ο σύζυγος της είχαν συμφέρον στην Εταιρεία, αφού αμφότεροι ήταν χαμηλόμισθοι υπάλληλοι της και η κατοχή από τον σύζυγο της μίας (1) από τις 17.000 μετοχές που κατείχε ο πατέρας του δεν δικαιολογεί εγγυήσεις τέτοιου ύψους ως αυτές που υπέγραψε η εφεσείουσα, (γ) οι εγγυήσεις ήταν υπέρμετρα επαχθείς για την εφεσείουσα και εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία της κατέδειξε ότι αυτές ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης και ψευδών παραστάσεων των συζύγου και πεθερού της οι οποίοι, όπως και η εφεσίβλητη τράπεζα, δεν της εξήγησαν τις υποχρεώσεις που αναλάμβανε με την υπογραφή της και (δ) η εφεσίβλητη δεν είχε εξυπακουόμενη αλλά πραγματική γνώση ότι οι εγγυήσεις εξασφαλίστηκαν με ψυχική πίεση και ψευδείς παραστάσεις, αφού μάρτυρες της πρώτης εγγύησης που δόθηκε το 1993 ήταν υπάλληλοί της.

 

Εξετάσαμε με προσοχή την εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας και η πρώτη επισήμανση που αναπόφευκτα πρέπει να γίνει είναι ότι αυτή, ουσιαστικά, ήταν η εκδοχή της πελάτισσας του πρωτοδίκως η οποία όμως απερρίφθη από το Δικαστήριο ως αναξιόπιστη. Κατ’ ακολουθία τούτου θεωρούμε ότι η αναπτυχθείσα επιχειρηματολογία δεν μπορεί να επιτύχει εφόσον έχει ως υπόβαθρο εκδοχή η οποία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Παρόλ’ αυτά θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθούμε με συντομία στη σχετική επί του θέματος νομολογία που εξετάζει τις παραμέτρους της ψυχικής πίεσης του Άρθρου 16 του Νόμου.

 

Η ψυχική πίεση του Άρθρου 16* του περί Συμβάσεων Νόμου, [*848]ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, εξετάστηκε ενδελεχώς στην Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως ν. Πούλλα κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 951, όπου έγινε ανασκόπηση και τής προγενέστερης επί του θέματος κυπριακής και αγγλικής νομολογίας. Εκτενή μάλιστα αποσπάσματα από την εν λόγω υπόθεση παρατίθενται και στην πρωτόδικη απόφαση, αλλά για τους σκοπούς της παρούσας δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σ’ αυτά. Να υπενθυμίσουμε όμως ότι σύμφωνα με τη νομολογία, κυπριακή και αγγλική, οι συμβάσεις που είναι ακυρώσιμες λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες.  Στην πρώτη  περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες – όπως στην παρούσα – δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών, ενώ στη δεύτερη περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες υπάρχει ειδική σχέση όπως π.χ. είναι η σχέση γονιού και παιδιού, κηδεμόνα και κηδεμονευόμενου, δικηγόρου και πελάτη, γιατρού και ασθενούς κ.α.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, εδώ ενδιαφέρει η πρώτη κατηγορία όπου η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός, σε αντίθεση με τη δεύτερη όπου τεκμαίρεται και το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου μετέρχεται σ’ αυτόν που αποκόμισε όφελος από τη σύμβαση. Η παρούσα λοιπόν περίπτωση εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία και σχετικά παραθέτουμε αυτούσια τα πιο κάτω αποσπάσματα από την Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως (ανωτέρω):

 

«Αν δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, όπως αυτή στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω, ο συμβαλλόμενος που αξιώνει την ακύρωση της σύμβασης θα πρέπει να αποδείξει τη ψυχική πίεση Αllcard v. Skinner, ανωτέρω). Αυτό μπορεί να γίνει αποδεικνύοντας είτε ότι  υπήρξε πραγματική πίεση από το δωρεοδόχο ή ότι αυτός άσκησε επί του μυαλού του δωρητή τέτοιου βαθμού γενική επιβολή ή έλεγχο, ούτως ώστε η ανεξαρτησία στη λήψη της απόφασης να είχε ουσιαστικά υπονομευθεί, (Smith v. Kay, ανωτέρω, Βank of Montreal v. Stuart [1911] A.C.120. Βλέπε επίσης Coldunell Ltd v. Gallon a.o. [1986] 1 All E.R. 429.

 

………………………………………………………..

 

Όπου διάδικος προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες σύμβασης λόγω ψυχικής πίεσης, που ασκήθηκε από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι το τρίτο πρόσωπο ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του συμβαλλόμενου ή ότι ο συμβαλλόμενος είχε πραγματική ή τεκμαρτή γνώση της ψυχικής πίεσης (Chitty on Contracts, ανωτέρω παραγρ. 7-040).»

[*849]Η Εφεσείουσα δεν διαφωνεί με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι κατά την εξασφάλιση της υπογραφής της στα εγγυητήρια, ο σύζυγος της δεν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης τράπεζας. Το παράπονο της είναι πώς το Δικαστήριο, παρερμηνεύοντας τη νομολογία, «… προχώρησε με την εσφαλμένη εντύπωση ότι η εφεσίβλητη τράπεζα θα μπορούσε να έχει ευθύνη στην υπόθεση μόνο αν αποδειχθεί ότι οι εναγόμενοι 3 και 2 ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι της». Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση αυτή, η οποία παραβλέπει ότι το Δικαστήριο με αναφορά και στην υπόθεση Σιάτη ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1698 τόνισε «… ότι ένας πιστωτής θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτύχει στην απαίτηση του εάν καταδειχθεί ότι αυτός είχε αναθέσει την εξασφάλιση της υπογραφής οφειλέτη σε κάποιον ο οποίος ήταν, εν γνώσει του πιστωτή, σε θέση να επηρεάσει τον οφειλέτη και πράγματι εξασφάλισε την υπογραφή του οφειλέτη ασκώντας αθέμιτη επιρροή ή ψευδείς παραστάσεις». Όπως παραγνωρίζει και την καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου ότι «… δεν αποδείχτηκε ότι οι ενάγοντες είχαν γνώση της όποιας πίεσης που ίσως ασκήθηκε από τον εναγόμενο 3 στο σύζυγο της». Επομένως το Δικαστήριο δεν απάλλαξε την εφεσίβλητη στη βάση και μόνο ότι ο σύζυγος της εφεσείουσας δεν ενήργησε ως αντιπρόσωπος, αλλά κυρίως καθότι δεν αποδείχτηκε ότι η εφεσίβλητη είχε γνώση της όποιας πίεσης που ίσως ασκήθηκε στην εφεσείουσα από το σύζυγο της.

 

Για τους πιο πάνω λόγους απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 και ό,τι παρέμεινε είναι η εξέταση του τελευταίου λόγου που αφορά το παράπονο της ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί κατά πόσο είχε λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή ως προς τις συνέπειες της υπογραφής των εγγυητηρίων.

 

Σε σχέση με τον υπό κρίση λόγο έφεσης το Δικαστήριο διατύπωσε την γνώμη πως από την στιγμή που η εφεσίβλητη είχε δώσει στην εφεσείουσα αντίγραφα των εγγυήσεων για να τα μελετήσει προτού υπογράψει, δεν είχε και υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι είχε λάβει και ανεξάρτητη νομική συμβουλή ως προς τις συνέπειες της υπογραφής της. Παρέπεμψε σχετικά στη Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως (ανωτέρω) και στην Κούντουρου ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 322.

 

Με βάση την υπόθεση Ο’ Brien (ανωτέρω), διατείνεται η εφεσείουσα, «… εφόσον ο  πιστωτής γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο που καλείται να υπογράψει ως εγγυητής είναι [*850]σύζυγος εμπλεκόμενου προσώπου και ότι η πράξη δεν είναι εκ πρώτης όψεως προς το συμφέρον της, τότε οφείλει να λάβει θετικά μέτρα να βεβαιωθεί ότι η σύζυγος γνωρίζει τους κινδύνους που αναλαμβάνει με το να γίνει εγγυήτρια και να τη συμβουλέψει να λάβει ανεξάρτητη συμβουλή». Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε και αυτή η θέση, η οποία παραγνωρίζει ότι οι εγγυήσεις δεν δόθηκαν προς όφελος του συζύγου της, αλλά προς όφελος εμπορικής εταιρείας στην οποία ο σύζυγος κατείχε μόνο 1 μετοχή. Όπως παραγνωρίζει και το καταληκτικό της πρωτόδικης απόφασης ότι:-

 

«Από τη μαρτυρία του – του ΜΕ.2 - προκύπτει επίσης ότι οι Ενάγοντες σε όλες τις περιπτώσεις που υπογράφθηκαν οι επίδικες συμφωνίες λάμβαναν τα λογικά και αναγκαία μέτρα προκειμένου να επιτευχθούν οι συναλλαγές με διαφάνεια. Η Εναγόμενη 5 είχε στη διάθεση της αντίγραφα των συμφωνιών εγγύησης πριν υπογράψει καθεμιά από αυτές και το προσωπικό των Εναγόντων ήταν στην διάθεση της ίδιας για να της λύσει οποιαδήποτε απορία είχε.»

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Ενόψει δε της μη εμφάνισης στη διαδικασία της εφεσίβλητης, δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα, λόγω της μη εμφάνισης της εφεσίβλητης.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο