ECLI:CY:AD:2014:A280
(2014) 1 ΑΑΔ 851
[*851]16 Απριλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΗΛ (Ή ΜΙΚΗ) MIXAHΛ Χ"ΑΝΤΩΝΗ,
Εφεσείων,
v.
1. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
3. ΚΙΜΩΝΑ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,
4. ΠΟΛΥΔΕΥΚΗ ΛΑΖΑΡΟΥ
Εφεσιβλήτων,
ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 17.10.2013
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΟΥΛΛΑ-ΜΑΚΑΡΟΥΝΑ ΣΑΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΡΙΑ
ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΜΙΧΑΗΛ (Ή ΜΙΚΗ) ΜΙΧΑΗΛ Χ"ΑΝΤΩΝΗ,
Εφεσείουσα,
v.
1. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
3. ΚΙΜΩΝΑ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,
4. ΠΟΛΥΔΕΥΚΗ ΛΑΖΑΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 323/2009)
Συμβάσεις ― Δόλος, απάτη, ψευδείς παραστάσεις, ανοίκεια επιρροή ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή για απόσπαση υπογραφής αγράμματου ηλικιωμένου, σε πληρεξούσιο, με δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και/ή ανοίκεια επιρροή, από συγγενή του.
Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Ποία η έννοια της ψυχικής πίεσης ― Βάρος αποδείξεως ισχυριζόμενης ψυχικής πίεσης σε αγωγή για ακύρωση δωρεάς ― Πότε θα πρέπει να παρουσιάζεται μαρτυρία ότι η δωρεά δεν ήταν το αποτέλεσμα της ψυχικής πίεσης ― Άρθρο 16 του πε[*852]ρί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Τεκμήριο ψυχικής πίεσης ― Άρθρο 16 του Κεφ. 149 ως έχει τροποποιηθεί ― Η φύση της εμπιστευτικής σχέσης πρέπει να είναι τέτοια που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Δικαστική απόφαση ― Τα Δικαστήρια δεν έχουν καμιά υποχρέωση να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιον τους, εκτός κι αν κρίνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο.
Έξοδα ― Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα πρέπει να ασκείται δικαστικά με κύριο γνώμονα την έκβαση της διαδικασίας ― Παρέκκλιση από την πιο πάνω αρχή δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης.
Ο εφεσείων ήταν μαζί με τον αδελφό του, ιδιοκτήτες με μερίδια σε διάφορα ακίνητα στο Νέο Χωρίο Πάφου ως επίσης και σε δέντρα που ευρίσκονταν εντός άλλων τεμαχίων.
Το 1993 ο αδελφός του εφεσείοντα απεβίωσε και τα μερίδια του στα κτήματα γράφτηκαν στο όνομα του γιου του εφεσίβλητου 1, συμφωνούντων της μητέρας και των 4 αδελφών του. Το ίδιο συνέβη και με τα μερίδια του εφεσείοντα, τα οποία επίσης γράφτηκαν στο όνομα του δυνάμει Δήλωσης Δωρεάς ημερ. 26.6.97. Και αυτό στη βάση ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 19.6.1997 που του παρεχώρησε ο θείος του και πιστοποίησαν ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίας Μαρίνας Χρυσοχούς εφεσίβλητοι 2, 3 και 4.
Μετά την εγγραφή των κτημάτων και την έκδοση των σχετικών τίτλων, ο εφεσίβλητος 1 πώλησε ορισμένα από τα μερίδια του στα μεταβιβασθέντα κτήματα έναντι του συνολικού ποσού των Λ.Κ.175.600 (€300.030,42).
Εννιάμιση περίπου χρόνια μετά την εγγραφή των κτημάτων στο όνομα του εφεσίβλητου 1, στις 30.1.07, ο 83χρονος πλέον εφεσείοντας κατέθεσε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αξιώνοντας ακύρωση της εγγραφής, επανεγγραφή των πέντε απώλητων κτημάτων επ΄ ονόματι του και Λ.Κ.87.650 (€147.758,92) που του αναλογούσαν από την πώληση των τριών κτημάτων. Και αυτό στη βάση ότι ο μεν εφεσίβλητος 1 απέσπασε την υπογραφή του στο πληρεξούσιο με δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και/ή ανοίκεια επιρροή, οι δε εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 ότι προέβησαν σε ψευδή και παράνομη πιστοποίηση.
[*853]Σύμφωνα με τα γεγονότα που έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων 1, ενώ έβοσκε τις κατσίκες του σε ένα χωράφι, πήγε και τον βρήκε ο εφεσίβλητος 1 και του απόσπασε την υπογραφή του με ψέματα. Δηλαδή, ότι θα χρησιμοποιούσε το πληρεξούσιο για να βγάλει τίτλο για κάποιο κτήμα που ανήκε από κοινού στον πατέρα του και σ’ αυτόν, το οποίο στη συνέχεια θα πωλούσαν και τότε θα τον έπαιρνε να πάρουν τα χρήματα. Κάτι που δεν ήταν αλήθεια, όπως μετά από χρόνια ανακάλυψε με έρευνα που έκανε στο Κτηματολόγιο.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου 1 η οποία και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, συνίστατο στο ότι η υπογραφή στο πληρεξούσιο τέθηκε από τον εφεσείοντα προς υλοποίηση δικής του επιθυμίας που είχε εκφράσει κατ’ επανάληψη και αφού του εξηγήθηκε το περιεχόμενο του πληρεξουσίου από τον Κοινοτάρχη Αγίας Μαρίνας (εφεσίβλητο 2) στην παρουσία και των εφεσιβλήτων 3 και 4.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία κατέληξε ότι η υπογραφή του ειδικού πληρεξουσίου έγινε με τον τρόπο που περιέγραψαν οι εναγόμενοι 1-4. Ειδικότερα ότι μετά που ο εφεσείων εξέφρασε στον εφεσίβλητο 1 την επιθυμία του να του μεταβιβάσει μερίδια που διέθετε μαζί με τον πατέρα του εφεσίβλητου 1, σε ακίνητα στο Νέο Χωριό.
Ο εφεσείων απεβίωσε σε κάποιο στάδιο και η διαδικασία συνεχίστηκε από τη διαχειρίστρια της περιουσίας του.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία ή/και αγνόησε σημαντικά γεγονότα όπως ότι ο εφεσείοντας ήταν αγράμματος και δεν μπορούσε να διαβάσει το πληρεξούσιο κ.α.
β) Ήταν λανθασμένη η θέση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας έφερε το βάρος απόδειξης ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της θελήσεως του και όχι το αντίθετο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει στον τομέα αυτό.
2. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο αφιέρωσε επτά ολόκληρες σελίδες για την αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία ήταν απόλυτα τεκμηριωμένη και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε σε [*854]καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παράλογα, ανυπόστατα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή. Αντίθετα, από τη θεώρηση του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, προέκυπτε ότι εύλογα αποδέχτηκε τη μαρτυρία της πλευράς των εφεσιβλήτων και απέρριψε αυτή του εφεσείοντα ως αφύσικη.
3. Όπως ως αφύσικη και ύποπτη απέρριψε και τη μαρτυρία της ανιψιάς του εφεσείοντα εξ’ αγχιστείας.
4. Πράγματι το Δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση ότι για να απαιτείται απόδειξη ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης θα πρέπει πρώτα ο ενάγοντας να αποδείξει ότι ο εναγόμενος ήταν σε θέση να κυριαρχεί επί της θελήσεως του και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του.
5. Στηριζόμενο το Δικαστήριο στην αυθεντία αυτή, εξέτασε τις σχέσεις των πρωταγωνιστών της υπόθεσης και κατέληξε ότι αυτές δεν κατεδείκνυαν εξάρτηση του εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο 1, ή κυριαρχία του δεύτερου επί της θελήσεως του πρώτου.
6. Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ως πρώτο θέμα τις σχέσεις εφεσείοντα-εφεσίβλητου 1 για να κρίνει κατά πόσο ο δεύτερος ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της θελήσεως του πρώτου και, για τους λόγους που παρέθεσε, ορθώς κατέληξε ότι στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης, δεν είχε καταδειχθεί η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης.
7. To ζητούμενο επομένως για το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν αν ο εφεσείοντας εμπιστευόταν τον εφεσίβλητο 1, αλλά κατά πόσο η φύση της εμπιστευτικής σχέσης ήταν τέτοια που δημιουργούσε τουλάχιστον υποψίες ότι ο δεύτερος ήταν σε θέση να εκμεταλλευτεί τη σχέση αυτή για να αποκομίσει αθέμιτο όφελος. Τέτοιο συμπέρασμα, στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, δεν μπορούσε να εξαχθεί και ορθώς το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείοντας δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της θελήσεως του.
8. Σε μια άλλη παράμετρο, η υπόθεση για τον εφεσείοντα – δικογραφικώς αλλά και με τη μαρτυρία του – δεν ήταν ότι η δωρεά ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης ή ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν σε θέση να κυριαρχεί επί της θελήσεως του. Η υπόθεση του ήταν ότι ο εφεσίβλητος 1 υπέκλεψε την υπογραφή του με δόλο και ψευδείς παραστάσεις, υπόβαθρο που εκθεμελιώθηκε ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή.
9. Η παράμετρος αυτή δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου, το οποίο ναι μεν εξέτασε και τον ισχυρισμό για ψυχική πίεση, αλλά ορθώς επεσήμανε ότι ο τρόπος προβολής του στην έκθεση απαίτησης ήταν ανορθόδοξος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
[*855]Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1213,
Πελεκάνος ν. Πελεκάνου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 912,
Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297,
Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Ent. Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 300,
Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 317,
Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602,
Δημητρίου v. Κωνσταντινίδης κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1503.
Έφεση.
Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σταματίου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 218/07), ημερομηνίας 21/9/2009.
Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για εφεσείουσα.
Σπ. Μιχαηλίδης, για εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Μιχαήλ (ή Μίκης) Μιχαήλ Χ"Αντώνης (εφεσείων) ήταν μαζί με τον αδελφό του Σάββα ιδιοκτήτες με μερίδια έκαστος (α) 14/192 σε 9 ελιές με αρ. εγγραφής 9245, (β) 14/5376 σε 200 ελιές και 4 χαρουπιές με αρ. εγγραφής 9253 και (γ) 14/192, 6/336, 1/14, 14/192, 6/504 και 28/192 σε αντίστοιχα χωράφια στο Νέο Χωρίο Πάφου με αρ. εγγραφής 12616, 13014, 13052, 13051, 13212 και 10314 (στο εξής τα κτήματα).
Το 1993 ο Σάββας απεβίωσε και τα μερίδια του στα κτήματα γράφτηκαν στο όνομα του γιου του Μιχαλάκη (εφεσίβλητου 1), συμφωνούντων της μητέρας και των 4 αδελφών του. Το ίδιο συνέβη και με τα μερίδια του εφεσείοντα, τα οποία επίσης γράφτηκαν στο όνομα του δυνάμει Δήλωσης Δωρεάς ημερ. 26.6.97. Και αυτό [*856]στη βάση ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 19.6.1997 (στο εξής το πληρεξούσιο) που του παρεχώρησε ο θείος του και πιστοποίησαν ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίας Μαρίνας Χρυσοχούς (εφεσίβλητοι 2, 3 και 4).
Μετά την εγγραφή των κτημάτων και την έκδοση των σχετικών τίτλων, ο εφεσίβλητος 1 πώλησε τα μερίδια του στα κτήματα υπ’ αρ. εγγραφής 10314, 13051 και 13412 έναντι του συνολικού ποσού των Λ.Κ.175.600 (€300.030,42) ως οι Δηλώσεις του Επαρχιακού Κτηματολογίου Πάφου Δ.Π. 2898/98, 420/99 και 2536/02.
Εννιάμιση περίπου χρόνια μετά την εγγραφή των κτημάτων στο όνομα του εφεσίβλητου 1, στις 30.1.07, ο 83χρονος πλέον εφεσείοντας κατέθεσε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αξιώνοντας ακύρωση της εγγραφής, επανεγγραφής των πέντε απώλητων κτημάτων επ’ ονόματι του και Λ.Κ.87.650 (€147.758,92) που του αναλογούσαν από την πώληση των τριών κτημάτων. Και αυτό στη βάση ότι ο μεν εφεσίβλητος 1 απέσπασε την υπογραφή του στο πληρεξούσιο με δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και/ή ανοίκεια επιρροή, οι δε εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 ότι προέβησαν σε ψευδή και παράνομη πιστοποίηση.
Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση και το Δικαστήριο, αφού εξέτασε την προσαχθείσα μαρτυρία και τις εκατέρωθεν θέσεις, απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες υπογράφηκε το πληρεξούσιο δεν παρουσίαζαν οτιδήποτε το μεμπτό και η δωρεά ήταν προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης συναίνεσης του εφεσείοντα.
Ο εφεσείοντας αντέδρασε στην απόρριψη της αγωγής με έφεση, την οποία συνέχισε η εκτελέστρια της διαθήκης του καθότι ο ίδιος απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2011. Πριν όμως προχωρήσουμε στην εξέταση των πέντε λόγων έφεσης θάταν χρήσιμο να αναφερθούμε στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης καθόσο δύο από τους Λόγους Έφεσης (οι 1 και 4) έχουν στο στόχαστρο τους την ορθότητα της αξιολόγησης που έγινε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και στα συνακόλουθα με αυτή ευρήματα. Σε συντομία έχουν ως ακολούθως:
Ο εφεσείων γεννήθηκε το 1924 στο Νέο Χωρίο και πέρασε τη ζωή του βόσκοντας κατσίκες στην ύπαιθρο του Πωμού, όπου έκτισε και το σπίτι του σε κτήμα της συζύγου του Μαρίας με την οποία δεν απέκτησε παιδιά.
[*857]Ο εφεσείων είχε καλές σχέσεις με τον αδελφό του Σάββα, τον οποίο επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι του και κάποτε πήγαινε και στο καφενείο που διατηρούσε στον Πωμό. Μάλιστα τη συνήθεια αυτή τη διατήρησε και μετά τον θάνατο του αδελφού του, αφού το καφενείο συνέχισε να το λειτουργεί η χήρα του αδελφού του.
Για αρκετές δεκαετίες ο εφεσείων και η σύζυγος του ζούσαν μόνοι τους, αλλά σε κάποιο ακαθόριστο από τη μαρτυρία χρόνο στο ένα από τα τρία δωμάτια του σπιτιού τους εγκαταστάθηκαν η αδελφή της συζύγου του, η Σοφία, με τον σύζυγο της Κωστή που επίσης δεν είχαν παιδιά. Παρά τη συγκατοίκηση τους όμως, το κάθε ηλικιωμένο ζευγάρι φρόντιζε για τη συντήρηση του και ό,τι χρειάζονταν ο εφεσείοντας με τη συμβία του, το ψώνιζε είτε από το Συνεργατικό Παντοπωλείο του Πωμού, είτε από το Συνεργατικό της Αγίας Μαρίνας που είχε ως υπάλληλο και γραμματέα των Κοινοτάρχη του Χωριού εφεσίβλητο 2.
Στις 27 Ιουλίου του 2005 απεβίωσε η σύζυγος του εφεσείοντα και αυτός πώλησε το κοπάδι του, αφού δεν μπορούσε πλέον να φροντίζει τον εαυτό του όντας σχεδόν τυφλός. Έκτοτε, όπως ανάφερε ο ίδιος, τον φρόντιζε η ανεψιά (αδελφότεκνη) της συζύγου του Έλλη Ροδοσθένους, στην οποία έδωσε τα κοτσιάνια των κτημάτων για να πωλήσει κάποιο απ’ αυτά και τα υπόλοιπα να τα εγγράψει στο όνομα της επειδή τον φρόντιζε. Η Έλλη ωστόσο ανάφερε ότι άρχισε να φροντίζει τα δύο άτεκνα ζευγάρια που ζούσαν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες από το Μάϊο του 1998 και τα κοτσιάνια των κτημάτων της δόθηκαν λίγες ημέρες μετά την κηδεία της θείας της και 1-2 μήνες μετά διαπιστώθηκε μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο ότι τα κτήματα είχαν γραφτεί στο όνομα του εφεσίβλητου 1. Διαφορετική όμως ήταν επί του προκειμένου η μαρτυρία της Κοινωνικού Λειτουργού Μ. Θεοδοσίου, η οποία ανάφερε ότι στις 9.8.05 την επισκέφθηκε στο γραφείο της η Έλλη Ροδοσθένους και της ανάφερε ότι η θεία της είχε πεθάνει και ο θείος της, ο οποίος δεν μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό του, είχε δώσει περιουσία στον εφεσίβλητο 1. Είναι γι’ αυτό το λόγο, εξήγησε, που επικοινώνησε με τον εφεσίβλητο 1 ως λήπτη δωρεάς, ο οποίος προθυμοποιήθηκε είτε να πάρει το θείο του στο σπίτι του για να του προσφέρει εκεί φροντίδα, είτε να πληρώνει το 1/3 της οικιακής βοηθού εφόσον αυτή θα φρόντιζε εκτός από το θείο του και τα άλλα δύο ηλικιωμένα πρόσωπα που ζούσαν κάτω από την ίδια με αυτόν στέγη. Ωστόσο, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, ουδέν απ’ αυτά έγινε και έκτοτε τόσο τον εφεσείοντα όσο και τα άλλα δύο ηλικιωμένα πρόσωπα τους φρόντιζε οικιακή βοηθός που προσλήφθηκε γι’ αυτό το σκοπό με ενέργειες [*858]της Έλλης Ροδοσθένους.
Τα πιο πάνω αποτέλεσαν ουσιαστικά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο προωθήθηκαν οι εκατέρωθεν εκδοχές, από τις οποίες αυτή του εφεσείοντα δεν έγινε αποδεκτή. Συνίστατο στο ότι μια μέρα, ενώ καθόταν κάτω από ένα πεύκο και έβοσκε τις κατσίκες του σε ένα χωράφι, πήγε και τον βρήκε ο εφεσίβλητος 1 και του απόσπασε την υπογραφή του με ψέματα. Δηλαδή, ότι θα χρησιμοποιούσε το πληρεξούσιο για να βγάλει κοτσιάνι για κάποιο κτήμα που ανήκε από κοινού στον πατέρα του και σ’ αυτόν το οποίο, στη συνέχεια, θα πωλούσαν και τότε θα τον έπαιρνε να πάρουν τα χρήματα. Κάτι που δεν ήταν αλήθεια, όπως μετά από χρόνια ανακάλυψε η Έλλη με έρευνα που έκανε στο Κτηματολόγιο.
Τώρα, σ’ ότι αφορά την εκδοχή του εφεσίβλητου 1 που έγινε αποδεκτή, αυτή συνίστατο στο ότι η υπογραφή στο πληρεξούσιο τέθηκε από τον εφεσείοντα προς υλοποίηση δικής του επιθυμίας που είχε εκφράσει κατ΄ επανάληψη και αφού του εξηγήθηκε το περιεχόμενο του πληρεξουσίου από τον Κοινοτάρχη Αγίας Μαρίνας (εφεσίβλητο 2) στην παρουσία και των εφεσιβλήτων 3 και 4.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε ό,τι τέθηκε ενώπιον του, κατέληξε ως εξής:
«Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση καταλήγω ότι η υπογραφή του ειδικού πληρεξουσίου έγινε με τον τρόπο που περιέγραψαν οι εναγόμενοι 1-4. Ειδικότερα καταλήγω ότι μετά που ο ενάγοντας εξέφρασε στον εναγόμενο 1 την επιθυμία του να του μεταβιβάσει μερίδια που διέθετε μαζί με τον πατέρα του Εναγομένου σε ακίνητα στο Νέο Χωριό ο εναγόμενος 1 ανέθεσε σε κάποιο πρόσωπο από την Πάφο να του ετοιμάσει όλες τις διαδικασίες για να γίνει η μεταβίβαση. Ο εναγόμενος 1 πήρε το πληρεξούσιο έγγραφο που του ετοίμασαν και κατά την επιστροφή του από την Πάφο συνάντησε τον ενάγοντα στην Πόλη Χρυσοχούς, του ανέφερε για το πληρεξούσιο και μετέβησαν μαζί στο Συνεργατικό της Αγ. Μαρίνας όπου παρόντες ήταν ο Κοινοτάρχης (Εναγόμενος 2) και ο εναγόμενος 3 μέλος της Χωρητικής Αρχής για να γίνει η υπογραφή του πληρεξουσίου και η πιστοποίηση της υπογραφής. Ο κοινοτάρχης επεσήμανε πως απαιτείται η υπογραφή του εγγράφου από δύο μέλη της Χωρητικής Αρχής και ο εναγόμενος 1 ειδοποίησε τον εναγόμενο 4 επίσης μέλος της Χωρητικής Αρχής του οποίου η κατοικία ήταν κοντά. Η υπογραφή του πληρεξουσίου εγγράφου από τον ενάγοντα έγινε μετά [*859]που ο κοινοτάρχης διάβασε το έγγραφο και εξήγησε στον ενάγοντα ότι με αυτό το έγγραφο μεταβιβάζει την ακίνητη περιουσία του στον εναγόμενο 1, τον ερώτησε αν ήθελε να αφήσει τίποτε για τα γεράματα του και αυτός δεν ήθελε.»
Όπως σημειώνεται πιο πάνω, δύο από τους Λόγους Έφεσης (οι 1 και 4) προσβάλλουν την ορθότητα της αξιολόγησης του Δικαστηρίου και συναφώς διατυπώνονται πλήθος παραπόνων. Θεωρούμε αχρείαστη την καταγραφή τους καθότι τα πλείστα εξ αυτών, τουλάχιστον, δεν τα συνοδεύει ο αναμενόμενος βαθμός σοβαρότητας και σχετικά υπενθυμίζουμε αυτό που τονίστηκε στην υπόθεση Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1213 ότι «… τα δικαστήρια δεν έχουν καμιά υποχρέωση να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιον τους, εκτός κι αν κρίνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο». Δια του λόγου όμως το ασφαλές, να αναφέρουμε ότι τα κύρια παράπονα είναι ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία ή/και αγνόησε το γεγονός ότι: (α) ο εφεσείοντας ήταν αγράμματος και δεν μπορούσε να διαβάσει το πληρεξούσιο, (β) ένα από τα κτήματα στο πληρεξούσιο είχε πωληθεί το 1983 και σε κάποιες ελιές ο πατέρας του εφεσίβλητου 1 δεν ήταν συνιδιοκτήτης, (γ) δεν δόθηκε εξήγηση γιατί ο εφεσείοντας δεν έδωσε τους τίτλους στον εφεσίβλητο 1, (δ) το πληρεξούσιο πιστοποιήθηκε στην Αγία Μαρίνα και όχι στον Πωμό που ήταν η κοινότητα του εφεσείοντα, (ε) η σύζυγος του εφεσίβλητου 1 ήταν ανεψιά (αδελφότεκνη) της συζύγου του εφεσίβλητου 2, (στ) ο εφεσίβλητος 3 έπαιζε ποδόσφαιρο με τον εφεσίβλητο 1, (ζ) ο εφεσίβλητος 4 είχε ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα του εφεσίβλητου 1 από τον καιρό που δούλευαν μαζί στο μεταλλείο του Λιμνίτη και (η) έγινε αποδεκτή μαρτυρία που ήταν αντίθετη με τα δικόγραφα, αφού στην έκθεση υπεράσπισης αναφέρεται ότι ο εφεσείοντας υπέγραψε το πληρεξούσιο μετά που του εξηγήθηκαν οι νομικές συνέπειες της υπογραφής του, στη στιγμή που ο εφεσίβλητος 2 ανάφερε ότι δεν είναι νομικός για να δίνει τέτοιες εξηγήσεις.
Παρά τη γενική παρατήρηση ότι τουλάχιστο τα πλείστα εκ των παραπόνων του εφεσείοντα δεν συνοδεύονται από τον αναμενόμενο βαθμό σοβαρότητας, εντούτοις στην περίπτωση που κάποια απ΄ αυτά θα μπορούσαν να θωρηθούν ότι έχουν κάποιο έρεισμα και πάλιν δεν θα επεμβαίναμε στον τρόπο που το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία. Κι αυτό καθότι κατά πάγια νομολογία η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει στον τομέα αυτό. Εκτός και εάν διαπιστώσει ότι τα πρωτό[*860]δικα ευρήματα είναι εξ αντικειμένου παράλογα, ανυπόστατα, αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη δοθείσα μαρτυρία (Πελεκάνος ν. Πελεκάνου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 912, Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Ent. Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 300, Aντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 317 κ.ά.). Στην προκειμένη όμως περίπτωση, το Δικαστήριο αφιέρωσε επτά ολόκληρες σελίδες για την αξιολόγηση της μαρτυρίας, την οποία βρήκαμε απόλυτα τεκμηριωμένη και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παράλογα, ανυπόστατα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή. Αντίθετα, από τη θεώρηση του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του προκύπτει ότι εύλογα αποδέχτηκε τη μαρτυρία της πλευράς των εφεσιβλήτων και απέρριψε αυτή του εφεσείοντα ως αφύσικη. Όπως ως αφύσικη και ύποπτη απέρριψε και τη μαρτυρία της Έλλης Ροδοσθένους η οποία, παρόλο που ευεργετήθηκε από την εξ αίματος θεία της με τρία κτήματα, φαίνεται να είχε βλέψεις και σε περιουσία του εξ αγχιστείας θείου της. Έστω κι αν αυτή μεταβιβάστηκε δέκα χρόνια προηγουμένως σε εξ αίματος συγγενή του.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1 και 4 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Ακολουθεί η εξέταση του 2ου Λόγου Έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται ως λανθασμένη η θέση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας έφερε το βάρος απόδειξης ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της θελήσεως του και όχι το αντίθετο.
Πράγματι το Δικαστήριο, με επίκληση την Δημητρίου ν. Κωνσταντινίδης κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1503, υιοθέτησε τη θέση ότι «… για να απαιτείται απόδειξη ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης θα πρέπει πρώτα ο ενάγοντα να αποδείξει ότι ο εναγόμενος ήταν σε θέση να κυριαρχεί επί της θελήσεως του και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να παρουσιάζεται μαρτυρία ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα νομικής πίεσης». Στηριζόμενο το Δικαστήριο στην αυθεντία αυτή, εξέτασε τις σχέσεις των πρωταγωνιστών της υπόθεσης και κατέληξε ότι αυτές δεν κατεδείκνυαν εξάρτηση του εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο 1, ή κυριαρχία του δεύτερου επί της θελήσεως του πρώτου. Παραθέτουμε επί τούτου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Από την προσαχθείσα μαρτυρία φαίνεται να αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο ενάγοντας το έτος 1997 ήταν 73 χρονών και ζού[*861]σε με τη σύζυγο του στο χωριό Πωμός. Από τη μαρτυρία όπως την έχω αποδεχθεί προκύπτει ότι στο ίδιο σπίτι ζούσε και η αδελφή της γυναίκας του με το σύζυγο της. Διέθετε κοπάδι και ασχολείτο με τη βόσκηση του κοπαδιού του, πήγαινε στο καφενείο, πήγαινε κάποτε για ψώνια στα Συνεργατικά Ιδρύματα του Πωμού και της Αγίας Μαρίνας. Δεν έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς οποιαδήποτε πνευματική ανικανότητα του Ενάγοντα τόσο κατά το έτος 1997 όσο και κατά την ακρόαση. Επίσης δεν προσκομίστηκε ιατρική μαρτυρία ότι κατά το 1997 ο ενάγοντας είχε οποιοδήποτε ιδιαίτερο πρόβλημα υγείας εκτός από το πρόβλημα όρασης ενός ματιού, το οποίο θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν έχει διευκρινιστεί η έκταση του. Εν πάση περιπτώσει δεν φαίνεται να του προκαλούσε οποιαδήποτε δυσκολία στο να ζει μια φυσιολογική ζωή. Ο εναγόμενος 1 ζούσε σε ξεχωριστό σπίτι και δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποδηλεί ότι υπήρχε οποιαδήποτε σχέση εξάρτησης του ενάγοντα από τον εναγόμενο 1. Η σχέση μεταξύ τους φαίνεται να περιορίζεται στην συγγενική σχέση μεταξύ θείου και ανιψιού. Επίσης από τη μαρτυρία του εναγομένου 1. την οποία αποδέχομαι, ο ενάγοντας του είχε αδυναμία καθότι δεν διέθετε ο ίδιος δικά του παιδιά και ο εναγόμενος 1 ήταν ο μόνος άρρεν αδερφότεχνος που είχε. Με βάση τα γεγονότα αυτά δεν κρίνω ότι έχει καταδειχθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης εξάρτησης του ενάγοντα από τον εναγόμενο 1, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο εναγόμενος 1 κυριαρχούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο επί της θέλησης του ενάγοντα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τη δικογραφημένη θέση περί ψυχικής πίεσης και ανοίκειας επιρροής, με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς του ενάγοντα ο βασικός ισχυρισμός του είναι ότι ο εναγόμενος 1 απόσπασε την υπογραφή του επί του πληρεξουσίου εγγράφου με απάτη παριστάνοντας του ψευδώς ότι το έγγραφο αφορούσε την τιτλοποίηση στο όνομα του ενάγοντα ακίνητης περιουσίας έτσι ώστε να μπορέσουν να την πωλήσουν και να εισπράξει ο ενάγοντας χρήματα.
Αναφορικά με τη θέση της συνηγόρου του ενάγοντα ότι στην παρούσα περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 16(2)(β) του Κεφ. 149 κρίνω ότι δεν είναι επαρκής η ιατρική μαρτυρία που δόθηκε για να καταδείξει τον ισχυρισμό αυτό. Η μοναδική ιατρική μαρτυρία που δόθηκε ήταν από τον κ. Κυριάκο Κυριάκου ο οποίος όμως δεν μπορούσε να δώσει ακριβή στοιχεία για την κατάσταση της όρασης του ενάγοντα την πρώτη φορά που τον επισκέφθηκε που συμπίπτει με τον χρόνο που δόθηκε το πληρεξούσιο έγγραφο. Εν πάση περιπτώσει από το σύνολο της [*862]μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου δεν μπορώ να καταλήξω σε εύρημα ότι η πνευματική και σωματική κατάσταση του ενάγοντα περιλαμβανομένης και της όρασης του κατά τον επίδικο χρόνο ήταν τέτοια που δεν του επέτρεπε να ζει μία φυσιολογική ζωή και ότι τον καθιστούσε πρόσωπο που εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 16(2)(β). Ένα άλλο στοιχείο που τέθηκε ενώπιον μου από πλευράς του ενάγοντα και που ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγόμενους είναι η ικανότητα του ενάγοντα να γνωρίζει γράμματα και να διαβάζει. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην υπόθεση, έχοντας αποδεχθεί τη μαρτυρία του Κ. Θεοδώρου, Κοινοτάρχη της Αγίας Μαρίνας, ενώπιον του οποίου υπεγράφη το πληρεξούσιο ότι το περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου επεξηγήθηκε στον ενάγοντα.»
Η ουσία του υπό συζήτηση παραπόνου είναι ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης ενεργοποιούσαν τις διατάξεις του Άρθρου 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, εφόσον ο εφεσίβλητος 1 «… ενώ εγνώριζε ότι ο ενάγοντας ήταν αγράμματος και ευρισκόταν σε σχέση εμπιστοσύνης λόγω της συγγένειας των και είχε πραγματική και προφανή εξουσία επί αυτού, δόλια και παράνομα και επηρεάζοντας τον αθέμιτα απέσπασε την υπογραφή του επί του πληρεξουσίου εγγράφου (τεκμ. 2) με τη δικαιολογία ότι θα βοηθούσε στην έκδοση τίτλου επί ακινήτου επί του οποίου ο τελευταίος είχε συμφέρον και/ή δικαιούτο σε εγγραφή» και του απέσπασε περιουσία μεγάλης αξίας. Το βάρος απόδειξης, επομένως, ότι η συναλλαγή δεν ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης το έφερε ο εφεσίβλητος 1 αφού όλα τα στοιχεία κατεδείκνυαν ότι η σύμβαση ήταν υπέρμετρα επαχθής και ενώ το Δικαστήριο δέχθηκε αυτό το στοιχείο, εσφαλμένα απεφάσισε το αντίθετο.
Διαμετρικά αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων οι οποίοι υπεραμύνθηκαν της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και εισηγήθηκαν ότι ορθά υιοθετήθηκε η Δημητρίου και όχι οι αυθεντίες που επικαλέστηκε η άλλη πλευρά, τα περιστατικά των οποίων, όπως υποστηρίχθηκε, δεν προσομοιάζουν με τα περιστατικά της παρούσας.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση επί του θέματος υπό το πρίσμα και της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε ενώπιον μας εκατέρωθεν. Όπως ξεκαθαρίστηκε στην Δημητρίου (ανωτέρω), την οποία καθηκόντως υιοθέτησε το Δικαστήριο, «Για να χρειάζεται απόδειξη του γεγονότος ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα από οποιανδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα αποκόμιζε το όφελος, με πλήρη επίγνωση των πράξεων του, θα πρέπει πρώτα να έχει αποδειχθεί η άλλη προϋπόθεση του Άρθρου 16*, ότι δηλαδή ο συμβαλλόμενος είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του αντισυμβαλλόμενου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του. Μόνο σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να παρουσιάζεται μαρτυρία ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης». Ορθώς λοιπόν το Δικαστήριο εξέτασε ως πρώτο θέμα τις σχέσεις εφεσείοντα-εφεσίβλητου 1 για να κρίνει κατά πόσο ο δεύτερος ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της θελήσεως του πρώτου και, για τους λόγους που παραθέτει, ορθώς κατέληξε ότι στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης δεν είχε καταδειχθεί η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης. Αυτό φαίνεται να το δέχεται και η πλευρά του εφεσείοντα η οποία, κατ’ έφεση, προώθησε τη θέση ότι ο εφεσείοντας εμπιστευόταν τον εφεσίβλητο 1 και επομένως ενεργοποιούνταν οι πρόνοιες του Άρθρου 16 όσον αφορά το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης και του συνυφασμένου με αυτή βάρους απόδειξης. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση αυτή, η οποία παραγνωρίζει »… ότι η απλή ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης δεν εξυπακούει αυτόματα την ύπαρξη ψυχικής πίεσης. Η φύση της εμπιστευτικής σχέσης πρέπει να είναι τέτοια που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου» (Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602). To ζητούμενο επομένως για το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν αν ο εφεσείοντας εμπιστευόταν τον εφεσίβλητο 1, αλλά κατά πόσο η φύση της εμπιστευτικής σχέσης ήταν τέτοια που δημιουργούσε τουλάχιστον υποψίες ότι ο δεύτερος ήταν σε θέση να εκμεταλλευτεί τη σχέση αυ[*864]τή για να αποκομίσει αθέμιτο όφελος. Τέτοιο συμπέρασμα, στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, δεν μπορούσε να εξαχθεί και ορθώς το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείοντας δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της θελήσεως του. Υπάρχει όμως ακόμη μια παράμετρος, την οποία απλώς την επισημαίνουμε:- Βασικά η υπόθεση για τον εφεσείοντα – δικογραφικώς αλλά και με τη μαρτυρία του – δεν ήταν ότι η δωρεά ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης ή ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν σε θέση να κυριαρχεί επί της θελήσεως του. Η υπόθεση του ήταν ότι ο εφεσίβλητος 1 υπέκλεψε την υπογραφή του με δόλο και ψευδείς παραστάσεις, υπόβαθρο που εκθεμελιώθηκε ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή. Η παράμετρος αυτή δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου, το οποίο ναι μεν εξέτασε και τον ισχυρισμό για ψυχική πίεση, αλλά ορθώς επεσήμανε ότι ο τρόπος προβολής του στην έκθεση απαίτησης ήταν ανορθόδοξος.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους ούτε ο 2ος Λόγος Έφεσης ευσταθεί και σειρά για εξέταση έχει ο 3ος Λόγος, με τον οποίο διατυπώνεται το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τον Περί Συμβάσεων Νόμο και τη Νομολογία αναφορικά με το τι αποτελεί άκυρη και τι ακυρώσιμη σύμβαση.
Τα παράπονα που διατυπώνει ο εφεσείοντας για τεκμηρίωση του υπό αναφορά Λόγου δεν είναι αμιγώς νομικά, όπως εκ πρώτης όψεως υποδηλεί το λεκτικό του. Πλείστα εξ αυτών αφορούν τις συνθήκες υπό τις οποίες υπογράφτηκε το πληρεξούσιο και διατυπώνονται επικρίσεις για τη μη αποδοχή των ισχυρισμών του, ενώ τα υπόλοιπα είναι δύσκολο να κατανοηθούν. Σ’ ότι δε αφορά τα πρώτα είναι προφανές ότι στρέφονται κατά της αξιολόγησης και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε σ αυτά που παραθέσαμε πιο πάνω κατά την εξέταση των Λόγων 1 και 4. Σ’ ότι δε αφορά τα υπόλοιπα δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσαν – έστω και εάν εγίνονταν κατανοητά και αποδεκτά – να ανατρέψουν την πρωτόδικη απόφαση. Προς τούτο είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι με τα εν λόγω παράπονα καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα (α) δεν κήρυξε άκυρη εξ υπαρχής την δωρεά τη στιγμή που δέχθηκε ότι αυτή ήταν μεγάλη και ο εφεσίβλητος δεν φρόντιζε, όπως θα αναμένετο, τον θείο του, (β) δεν εφάρμοσε το Άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου που προνοεί ότι οι συμβάσεις που δεν καταρτίστηκαν με την ελεύθερη συναίνεση των μερών είναι άκυρες, (γ) δεν προέβη σε εύρημα ότι απαιτείτο ανεξάρτητη νομική συμβουλή προς τον εφεσείοντα και (δ) έκρινε έγκυρη τη δωρεά και δεν εφάρμοσε την αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και όλ’ αυτά, με πλήρη παραγνώριση της ουσίας που ήταν [*865]οι συνθήκες υπό τις οποίες ο εφεσείοντας έθεσε την υπογραφή του στο πληρεξούσιο, οι οποίες σύμφωνα με το Δικαστήριο ήταν καθόλα άμεμπτες.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω απορρίπτεται και ο 3ος Λόγος Έφεσης και σε σχέση με τον 5ο, με τον οποίο παραπονείται ότι κακώς καταδικάστηκε στα έξοδα, είναι αρκετό να μεταφέρουμε στην παρούσα το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Σωκράτους (ανωτέρω) που εφάρμοσε και το (πρωτόδικο) Δικαστήριο:-
«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα πρέπει να ασκείται δικαστικά με κύριο γνώμονα την έκβαση της διαδικα¬σίας. (Ίδε Αρίστη ν. Λαδόκονον (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 646). Η επι¬βράβευση του διαδίκου που επιτυγχάνει στην απαίτηση του αντανακλάται στη διαταγή που εκδίδεται για τα έξοδα που κατά γενικό κανόνα ακολουθεί το αποτέλεσμα της δίκης εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν παρέκκλιση. Πα¬ρέκκλιση από την πιο πάνω αρχή "δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρος της". (Ίδε Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη, με έξοδα εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντος-εφεσείοντα.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο