Recnex Trading Limited και Άλλος ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λίμιτεδ (2014) 1 ΑΑΔ 866

ECLI:CY:AD:2014:A269

(2014) 1 ΑΑΔ 866

[*866]16 Aπριλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1. RECNEX TRADING LIMITED,

2. ΙΩΑΝΝΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 71/2011)

 

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινό διάταγμα ― Δεδικασμένο ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκρίθη ότι ακύρωση  προηγούμενου ενδιάμεσου διατάγματος λόγω μη αποκάλυψης, δεν αποτελούσε κώλυμα για την έκδοση νέου παρόμοιου διατάγματος.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινό διάταγμα ― Αποδίδεται ευρύτατη εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει οποιοδήποτε παρεμπίπτον απαγορευτικό, προστακτικό διάταγμα όταν κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον της ορθότητας πρωτόδικης απόφασης με την οποία εξεδόθη, κατόπιν αίτησης δια κλήσεως, ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα εναντίον του εφεσείοντα 2 στη βάση του αιτητικού.

 

Είχε προηγηθεί η έκδοση άλλου προσωρινού διατάγματος ιδίου περιεχομένου και στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής, το οποίο οι εφεσίβλητοι είχαν εξασφαλίσει με μονομερή αίτηση.

 

Η αίτηση είχε οδηγηθεί  σε ακρόαση και το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα για τους λόγους που επεξήγησε στην απόφαση του και συγκεκριμένα για απόκρυψη στοιχείου.

 

Δύο μέρες μετά από την έκδοση της απορριπτικής απόφασης, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν νέα αίτηση, δια κλήσεως αυτή τη φορά, με την οποία αξίωναν και πάλι την έκδοση ενδιαμέσου προσωρινού διατάγματος εναντίον του εφεσείοντα 2 με το ίδιο αιτητικό.

[*867]Η απόφαση αναφορικά με το εκδοθέν σε αυτή την αίτηση προσωρινό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε κατόπιν ακρόασης, προσβλήθηκε με έφεση.

 

Προβλήθηκαν οι κάτωθι μεταξύ άλλων, λόγοι έφεσης:

 

α)  Η ακύρωση του προηγούμενου ενδιάμεσου διατάγματος λόγω μη αποκάλυψης, αποτελούσε κώλυμα για την έκδοση νέου παρόμοιου διατάγματος.

 

β)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμήνευσε λανθασμένα την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

γ)  Παρέλειψε να ερμηνεύσει ορθά τη δικονομική αρχή ότι η δίκη διεξάγεται στα πλαίσια που καθορίζουν τα δικόγραφα, κάτι που ισχύει κατ’ αναλογία και για την ακρόαση αιτήσεων για έκδοση ενδιαμέσων διαταγμάτων.

 

δ)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εγερθέντα ζητήματα που άπτονταν της επίδικης σύμβασης, ήταν  πολύπλοκα και θα απασχολούσαν το Δικαστήριο στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας.

 

ε)  Δεν άσκησε σωστά τη διακριτική του ευχέρεια εφόσον είχε παρέλθει ένας χρόνος από την καταχώριση της αγωγής και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο εναγόμενος δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε διαβήματα που να αποδείκνυαν ότι επρόκειτο να μεταβιβάσει το μερίδιο του από το ακίνητο το οποίο αποτελεί εξασφάλιση για την αποπληρωμή του επίδικου δανείου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ορθή. Οι ενδιάμεσες αποφάσεις, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν θεωρούνται τελεσίδικες ακόμη και αν αποφασίζεται τελικώς ένα ζήτημα το οποίο κρίνεται δεσμευτικό για την μετέπειτα διαδικασία.

  2.   Η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική και ως εκ τούτου η καταχώριση νέας δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου.

  3.   Εναπόκειται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει τη δεύτερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει, ελλείψει νέων στοιχείων.

  4.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέφρασε τελική γνώμη με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος. Δεν υπήρξε [*868]ενασχόληση με την ουσία του επιδίκου ζητήματος που αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicata.

  5.   Εξαρτάται πάντοτε από το κατά πόσο η απορριπτική απόφαση επεκτάθηκε σε ζητήματα επί της ουσίας.

  6. Σε αντίθετη περίπτωση, σε ενδιάμεσες αιτήσεις και εκεί όπου δεν αποφασίζεται οτιδήποτε, εκτός από το γεγονός ότι το Δικαστήριο για άλλους λόγους αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θεραπεία που ο διάδικος ζήτησε, τότε το δεδικασμένο δεν καλύπτει την περίπτωση.

  7.   Με αναφορά και σε Αγγλική νομολογία  το πρωτόδικο Δικαστήριο ενίσχυσε την κατάληξη του, η οποία ήταν ορθή. Δεν δημιουργείται δεδικασμένο στην έννοια που ορίζει η νομολογία.

  8.   Το Δικαστήριο στην απόφαση του έκρινε ότι η παράλειψη αναφοράς στην έκθεση απαίτησης περί υπογραφής του εφεσείοντα ως εγγυητή χωρίς να διευκρινίζεται ότι είχε υπογραφεί μέσω πληρεξουσίου εγγράφου, εκφεύγει των πλαισίων που καλύπτουν τα όρια της φύσης της αίτησης. Ήταν ορθή και αυτή η κατάληξη του.

  9. Στο στάδιο εξέτασης των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 και της σωρευτικής ικανοποίησης των κριτηρίων, το Δικαστήριο εξετάζει το δικόγραφο και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ώστε να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις.

10. Όσον αφορούσε στις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του εφεσείοντα 2 σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που δόθηκε από τους εφεσίβλητους ως προς τα οικονομικά τους δεδομένα, το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι αφ’ εαυτών επιμαρτυρούσαν δυσκολία ή αδυναμία πλήρους απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.

11. Αναφορικά με το ζήτημα της παρόδου ενός χρόνου από την καταχώριση της αγωγής δεν επρόκειτο για την περίπτωση όπου καταχωρείται η αγωγή και ο διάδικος κινείται πολύ καθυστερημένα για να εξασφαλίσει στην απουσία της άλλης πλευράς ένα συντηρητικό διάταγμα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

AK International UK Limited v. Του Πλοίου «ΝΑΙΜΕ S» Σημαίας Comoros Islands (Αρ.2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1456,

 

K.S.R. Commercio Industria de Papel S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309,

 

Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100,

 

Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow [1988] 3 All E.R. 178 (CA),

[*869]Brink’s MAT Ltd v. Elcombe [1988] 3 All E.R. 188 (CA),

 

Bohbehani v. Salem [1989] 2 All E.R. 143 (CA),

 

Woodhouse v. Consignia Plc [2002] EWCA Civ 275,

 

Γαβριήλ κ.α. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868,

 

Λοϊζος Λουκά & Υιοί ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 Α.Α.Δ. 92,

 

Forrest κ.ά. ν. Βαρδάκη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 6,

 

Μιχαήλ ν. Επίσημος Παραλήπτης (2003) 1 Α.Α.Δ. 975,

 

Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

 

Πολυκάρπου ν. Elneda Trading Ltd (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 699,

 

Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131,

 

Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209,

 

Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,

 

Dolego Estates Ltd κ.ά. ν. Φιλίππου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1217,

 

Fashion Box S.R.L. v. Ferro Fashions Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 1858,

 

ΑΒΡ Holdings v. Κιταλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,

 

C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785,

 

Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου (2014) 1 Α.Α.Δ. 637, ECLI:CY:AD:2014:A196.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (??Αίτηση Αρ. 174/10), ημερομηνίας 7/2/2011.

 

Α. Μυλωνάς, για Εφεσείοντες.

[*870]Ν. Κυπραίος για Λ. Παπαφιλίππου, για Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

MΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 13.1.2010 οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αγωγή και ταυτοχρόνως μονομερή αίτηση με την οποία αξίωναν και πέτυχαν την έκδοση ενδιαμέσου προσωρινού διατάγματος εναντίον του εφεσείοντα 2, με το οποίο του απαγορευόταν να αποξενώσει ένα ακίνητο του. Η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση και στις 25.10.2010 το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του και συγκεκριμένα για απόκρυψη στοιχείου. Έκρινε το Δικαστήριο ότι οι εφεσίβλητοι είχαν στοιχειώδη υποχρέωση να θέσουν ενώπιον του όλο το φάσμα των δεδομένων που κάλυπταν την υπογραφή της συμφωνίας, ώστε να το συνυπολογίσει και να το λάβει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας στην απουσία της άλλης πλευράς. Όμως το στοιχείο αυτό περιήλθε σε γνώση του Δικαστηρίου σε μεταγενέστερο στάδιο παράλειψη που το Δικαστήριο εξίσωσε με απόκρυψη ουσιώδους στοιχείου και εν όψει τούτου προχώρησε σε ακύρωση του διατάγματος.

 

Στις 27.10.2010, δύο μέρες μετά από την έκδοση της απορριπτικής απόφασης οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν νέα αίτηση, δια κλήσεως αυτή τη φορά, με την οποία αξίωναν και πάλι την έκδοση ενδιαμέσου προσωρινού διατάγματος εναντίον του εφεσείοντα 2 με το ίδιο αιτητικό. Και αυτή η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την ενδιάμεση απόφαση του με την οποία παραχώρησε το ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα εναντίον του εφεσείοντα 2 στη βάση του αιτητικού. Είναι η απόφαση αυτή που εφεσιβάλλεται από τους καθ΄ ων η αίτηση με πέντε συνολικά λόγους.

 

Εκλαμβάνει ο συνήγορος των εφεσειόντων την ακύρωση του προηγούμενου ενδιάμεσου διατάγματος λόγω μη αποκάλυψης, ως κώλυμα για την έκδοση νέου παρόμοιου διατάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εισηγείται, κακώς εξέδωσε το επίδικο διάταγμα και λανθασμένα ερμήνευσε την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου αναφέρεται ότι, αν το Δικαστήριο ακυρώσει ένα προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, δεν στερείται εξουσίας να εκδώσει ξανά παρόμοιο διάταγμα, νοουμένου ότι καταλήγει [*871]για το θέμα της μη αποκάλυψης. Και αν ακόμα θεωρηθεί ότι ορθά προχώρησε να ερμηνεύσει τη νομολογία, δεν αξιολόγησε ορθά την πρόθεση των εφεσιβλήτων για τη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων κατά την εξέταση της αρχικής μονομερούς αίτησης τους για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του εξέτασε ως θέμα λογικής προτεραιότητας τη θέση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο κωλύεται να ακούσει την αίτηση καθότι είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο σε σχέση με την έκδοση προσωρινού διατάγματος στη βάση των ίδιων πραγματικών και νομικών λόγων.  Απάντηση έδωσε, κατά το Δικαστήριο, η απόφαση σε Αγωγή Ναυτοδικείου, AK International UK Limited v. Του Πλοίου «ΝΑΙΜΕ S» Σημαίας Comoros Islands (Aρ.2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1456, απ’ όπου και το πιο κάτω απόσπασμα, το οποίο παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Ό,τι συνεπάγεται από τις πιο πάνω αποφάσεις, αποσπάσματα των οποίων παρέθεσα, είναι ότι, εκεί που το Δικαστήριο καταλήγει να ακυρώσει ένα προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, δε στερείται εξουσίας να το συνεχίσει, ή ακόμη και να εκδώσει δεύτερο, όταν τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν είχαν αποκαλυφθεί, τεθούν ενώπιον του και νοουμένου ότι καταλήγει για το αθώο της μη αποκάλυψης και την ύπαρξη δυνατότητας έκδοσής του, εάν αποκαλύπονταν τα σχετικά γεγονότα.»

 

Για να καταλήξει ότι η προηγούμενη ακύρωση ενδιαμέσου διατάγματος λόγω μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων δεν αποτελούσε αξεπέραστο εμπόδιο για την έκδοση νέου. Η κατάληξη του Δικαστηρίου μας βρίσκει καθόλα σύμφωνους. Οι ενδιάμεσες αποφάσεις, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν θεωρούνται τελεσίδικες ακόμη και αν αποφασίζεται τελικώς ένα ζήτημα το οποίο κρίνεται δεσμευτικό για την μετέπειτα διαδικασία. Η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική και ως εκ τούτου η καταχώριση νέας δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου. Εναπόκειται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει τη δεύτερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει, ελλείψει νέων στοιχείων. Στο τέλος της ημέρας το Δικαστήριο δεν μόρφωσε και ούτε εξέφρασε τελική γνώμη με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος. Δεν υπήρξε ενασχόληση με την ουσία του επιδίκου ζητήματος που αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicata (K.S.R. Commercio [*872]Industria de Papel S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309). Εξαρτάται πάντοτε από το κατά πόσο η απορριπτική απόφαση επεκτάθηκε σε ζητήματα επί της ουσίας. Σε αντίθετη περίπτωση, σε ενδιάμεσης αιτήσεις και εκεί όπου δεν αποφασίζεται οτιδήποτε, εκτός από το γεγονός ότι το Δικαστήριο για άλλους λόγους αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θεραπεία που ο διάδικος ζήτησε, τότε το δεδικασμένο δεν καλύπτει την περίπτωση.  Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Spencer Bower, Turner and Handley, The Doctrine of Res Judicata, 1996, σελ.82:

 

«Although some interlocutory orders may finally determine some question and be binding in later stages of the proceedings, the dismissal of an interlocutory application is not final and will not bar a further application on the ground of res judicata, although the further application is not likely to succeed unless supported by additional evidence or a different argument.

 

Orders granting interlocutory applications in matters of practice and procedure, such as an interlocutory injunction, remain under the control of the court, subject to review.  Such orders do not decide any question finally, not even whether there should be an interlocutory injunction, or its terms. Buttes Gas and Oil Co v. Hammer (No.3) [1982] A.C. 888.»

 

Δεν έχει σημασία αν η απόφαση AK International UK Limited v. Του Πλοίου «ΝΑΙΜΕ S» Σημαίας Comoros Islands (Aρ.2), ανωτέρω, δεν είναι δεσμευτική. Με αναφορά σε Αγγλική νομολογία (Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100, Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow [1988] 3 All E.R. 178 (CA), Brink’s MAT Ltd v. Elcombe [1988] 3 All E.R. 188 (CA), Bohbehani v. Salem [1989] 2 All E.R. 143 (CA)Woodhouse v. Consignia Plc [2002] EWCA Civ 275), το Δικαστήριο ενισχύει την κατάληξη του, την οποία υιοθετούμε. Στο τέλος της ημέρας δεν δημιουργείται δεδικασμένο στην έννοια που ορίζει η νομολογία. (Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868, Λοΐζος Λουκά & Υιοι ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (1999) 1 Α.Α.Δ. 92, Αναστασία Forrest κ.ά. ν. Κίμωνα Βαρδάκη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 6, Μιχαήλ ν. Επίσημος Παραλήπτης (2003) 1 Α.Α.Δ. 975).

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ερμηνεύσει ορθά τη δικονομική αρχή ότι η δίκη διεξάγεται στα πλαίσια που καθορίζουν τα δικόγραφα, κάτι που ισχύει κατ’ αναλογία και για την ακρόαση αιτήσεων για έκδοση ενδιαμέσων διαταγμάτων. Κρίνει ο συ[*873]νήγορος των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η έκθεση απαίτησης των εφεσιβλήτων ήταν επαρκής και κάλυπτε τον ισχυρισμό της υπογραφής συμφωνίας εγγυήσεως από τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του εφεσείοντος 2. Με παραπομπή στην Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, εισηγείται ότι υπήρχε κατά τη γνώμη του διάσταση των όσων αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση με τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαιτήσεως.

 

Το Δικαστήριο στην απόφαση του έκρινε ότι η παράλειψη αναφοράς στην έκθεση απαίτησης περί υπογραφής του εφεσείοντα ως εγγυητή χωρίς να διευκρινίζεται ότι είχε υπογραφεί μέσω πληρεξουσίου εγγράφου, εκφεύγει των πλαισίων που καλύπτουν τα όρια της φύσης της αίτησης. Συμφωνούμε και με αυτή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο στάδιο εξέτασης των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 και της σωρευτικής ικανοποίησης των κριτηρίων, το Δικαστήριο εξετάζει το δικόγραφο και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ώστε να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις.  Αντίκριση της ενόρκου δηλώσεως με τα δικόγραφα φανερώνει ότι υπήρχε σαφής αναφορά του ουσιαστικού γεγονότος υπογραφής εγγράφου κάλυψης και εγγύησης εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγομένου 2. Άλλωστε ο γενικός κανόνας καλύπτει απολύτως το ζήτημα: τα δικόγραφα πρέπει να περιέχουν συνοπτική έκθεση των ουσιωδών γεγονότων πάνω στα οποία στηρίζεται η απαίτηση ή η υπεράσπιση (Πολυκάρπου ν. Elneda Trading Ltd (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 699, Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ, (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131).

 

Διερωτώμαστε σε τι θα εξυπηρετούσε η λεπτομέρεια ότι το πληρεξούσιο υπεγράφη από πληρεξούσιο αντιπρόσωπο ενώ υπάρχει δικογραφημένη θέση ότι υπογράφηκε και παραλήφθηκε το πληρεξούσιο έγγραφο από τον εφεσείοντα 2. Όπως ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Η ύπαρξη δανείου, η υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης και κάλυψης με τη χρήση πληρεξουσίου και η άρνηση του καθ’ ου η αίτηση, για τους λόγους που προβάλλει, να ανταποκριθεί στην εξόφληση των οφειλομένων, δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Οι προαναφερθείσες θέσεις του καθ’ ου η αίτηση συνιστούν μέρος της υπεράσπισής του. Αντικριζόμενες δε υπό το πρίσμα των γεγονότων που τις καλύπτουν και των εκατέρωθεν θέσεων, όπως αυτές προβάλλουν μέσα από τις ένορκες δηλώσεις των δύο πλευρών, επιβεβαιώνουν ακόμη [*874]πιο έντονα την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.»

 

Με το ίδιο σκεπτικό κρίνονται ως ατεκμηρίωτοι και αστήρικτοι ο τρίτος και πέμπτος λόγος έφεσης: λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία των όρων του πληρεξουσίου εγγράφου καθώς και η εγκυρότητα και εκτελεστότητα της ισχυριζόμενης συμφωνίας εγγύησης είναι σοβαρά και πολύπλοκα θέματα που θα απασχολήσουν το Δικαστήριο στα πλαίσια της κύριας διαδικασίας.

 

Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι ζητήματα αμφισβητούμενα θα πρέπει να αφήνονται να ακουστούν κατά την εκδίκαση της ουσίας. Το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να προβαίνει σε τελικά συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να αποβούν βλαπτικά για τα δικαιώματα των διαδίκων.

 

Διιστάμενες απόψεις για διαπραγματεύσεις και θέματα που προηγήθηκαν της υπογραφής των επιδίκων Συμφωνιών, διαφορετικές νομικές ερμηνείες των συμφωνιών ή εγγράφων και άλλη αντίκριση ως προς την επίλυση των προβλημάτων που προκλήθηκαν ή προέκυψαν στη συνέχεια, οικονομικών, φορολογικών ή άλλων, θα πρέπει να εξετασθούν σε βάθος στο τελικό στάδιο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας: εκδίκασης της ουσίας της αγωγής. Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209.

 

Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία ως προς τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του εφεσείοντα 2, η οποία επιμαρτυρά τη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εμπεριστατωμένη και επί αυτού του σημείου, έδωσε εν κατακλείδι την ορθή διάσταση του ζητήματος.

 

«Η πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή, στα όρια που το Άρθρο 32 προϋποθέτει, έχει επίσης καταδειχθεί με βάση το ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέν υλικό. Η μεταξύ των μερών συμφωνία δανείου συνιστά κοινό έδαφος. Η συμφωνία αυτή και η συμφωνία κάλυψης και εγγύησης έχουν κατατεθεί. Ο εναγόμενος 2 φέρεται να υπέγραψε ως εγγυητής, μέσω πληρεξουσίου αντιπροσώπου του, ο οποίος παρουσίασε για το σκοπό αυτό γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, που επίσης τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο όρος 25 του πληρεξουσίου αυτού, προβλέπει για παροχή εγγύησης εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου για οποιαδήποτε δάνεια «οποιουδήποτε νομικού προσώπου στο [*875]οποίο είμαι μέτοχος ή διοικητικός σύμβουλος». Δεν αμφισβητείται επίσης ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας δανείου και η ύπαρξη οφειλόμενου ποσού.»

 

Όσον αφορά τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του εφεσείοντα 2 σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που δόθηκε από τους εφεσίβλητους ως προς τα οικονομικά τους δεδομένα, το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι αφ’ εαυτών επιμαρτυρούν δυσκολία ή αδυναμία πλήρους απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο:

 

«Προσθέτω μόνο ότι στους τεκμηριωμένους ισχυρισμούς των αιτητών, οι οποίοι με σχετικές εκθέσεις εκτιμητών παρέχουν στοιχεία για την αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία προσφέρθηκε για εξασφάλιση του δανείου, και, με συγκεκριμένη μαρτυρία, δίνουν λεπτομέρειες γύρω από τον κίνδυνο αποξένωσης του ακίνητου που αφορά η παρούσα αίτηση, η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση παραθέτει αόριστες και αστήρικτες τοποθετήσεις.»

 

Οι αιτητές σε κάθε περίπτωση έχουν το βάρος να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία για να καταδείξουν είτε ότι το διάταγμα θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ, είτε αναλόγως της περίπτωσης, να εκδοθεί (Louis Vuitton v. Δερμοσακ Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, Dolego Estates Ltd κ.ά. ν. Θεόδωρος Φιλίππου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1217, Fashion Box S.R.L. v. Ferro Fashions Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 1858) και οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος.

 

Απομένει να εξεταστεί ο τελευταίος και τέταρτος λόγος έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε σωστά τη διακριτική του ευχέρεια εφόσον είχε παρέλθει ένας χρόνος από την καταχώριση της αγωγής και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο εναγόμενος δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε διαβήματα που να αποδεικνύουν ότι πρόκειται να μεταβιβάσει το μερίδιο του από το ακίνητο το οποίο αποτελεί εξασφάλιση για την αποπληρωμή του επίδικου δανείου. Το ζήτημα της παρόδου ενός χρόνου από την καταχώριση της αγωγής εκ πρώτης όψεως προβάλλεται θα λέγαμε με κάθε σεβασμό προς το συνήγορο, κατά φαινόμενο τρόπο. Εδώ δεν πρόκειται για την περίπτωση όπου καταχωρείται η αγωγή και ο διάδικος κινείται πολύ καθυστερημένα για να εξασφαλίσει στην απουσία της άλλης πλευράς ένα συντηρητικό διάταγμα.  Η νέα δια κλήσεως αίτηση καταχωρίστηκε δύο μέρες μετά την απόρριψη της πρώτης αίτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο καθαρά και για λόγους μη πλήρους αποκάλυψης. Βρίσκουμε ότι τα γεγονότα της [*876]υπόθεσης είναι τέτοια ώστε δεν κρίνουμε σκόπιμο να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να παραπέμψουμε στις ΑΒΡ Ηoldings v. Κιταλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, 699, C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785 και στην Αspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. E. Σιακατίδου (2014) 1 Α.Α.Δ. 637, ECLI:CY:AD:2014:A196. Αποδίδεται ευρύτατη εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει οποιοδήποτε παρεμπίπτον απαγορευτικό, προστακτικό διάταγμα όταν κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο