Σάββα Αντώνης ν. Γιώργου Αντωνίου (2014) 1 ΑΑΔ 877

ECLI:CY:AD:2014:A266

(2014) 1 ΑΑΔ 877

[*877]16 Aπριλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΒΒΑ,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 134/2009)

 

 

Έφεση ― Αίτηση για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου ― Απορριπτική κατάληξη ― Επιδιωκόμενη προς προσαγωγή μαρτυρία ήταν διαθέσιμη και πριν από την πρωτόδικη δίκη, ενώ άλλη, δεν ήταν παραδεκτή επειδή δεν υφίστατο κατά το χρόνο της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Έφεση ― Αίτηση για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου ― Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/1960 και  Δ.35 Θ.8 ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Με την υποβολή σχετικής αίτησης επιδιώχθηκε από τον εφεσείοντα αιτητή, παροχή άδειας για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου, δυνάμει του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/1960 και της Δ.35 θ.8. Ειδικότερα για να παρουσιαζόταν (α) γραφολογική έκθεση που έγινε από το Αρχηγείο Αστυνομίας, αναφορικά με συμφωνητικό έγγραφο το οποίο κατατέθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία και  (β) μαρτυρία που δόθηκε σε συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκ μέρους του εφεσίβλητου.

 

Με την προσαγωγή μαρτυρίας επιδιωκόταν η ανατροπή της θέσης του εφεσίβλητου ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία δεν ήταν γραπτή αλλά προφορική όπως ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, αναφερόταν μεταξύ άλλων, ότι η μαρτυρία υφίστατο από τις 27.10.2008, πριν από την έκδοση της απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ημερ. 31.3.2009, όμως δεν ήταν εις γνώση του δικηγόρου του αιτητή.

[*878]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, παρέχει το δικαίωμα στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ακρόαση οποιασδήποτε έφεσης, είτε πολιτικής είτε ποινικής, να ακούει και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα. Η παραχώρηση όμως μιας τέτοιας άδειας υπόκειται σε περιορισμούς: α) Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η μαρτυρία δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με εύλογη επιμέλεια ώστε να χρησιμοποιηθεί κατά τη διαδικασία β) Η μαρτυρία αυτή να είναι τέτοια που αν δοθεί θα έχει κατά πάσα πιθανότητα σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης, αν και δεν είναι απαραίτητο να είναι αποφασιστικής σημασίας και γ) Θα πρέπει να είναι τέτοια που πιθανόν να γίνει πιστευτή ή θα πρέπει να είναι προφανώς αξιόπιστη, αν και δεν χρειάζεται να είναι αδιάσειστη.

2.  Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως κύριο σκοπό τη θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δύσκολα συμβιβάζεται αυτός ο ρόλος με τη λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση η μαρτυρία όπως διαφαινόταν από τα γεγονότα, ήταν όχι μόνο διαθέσιμη κατά την δίκη, αλλά και πριν από την ακρόαση της υπόθεσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο.

4.  Η κατ’ έφεση διαδικασία δεν αποτελεί υποκατάστατο της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

5.  Η έφεση δεν πρέπει να αντικρίζεται ως μια απεριόριστη ευκαιρία διόρθωσης της πρωτόδικης διαδικασίας σε σχέση με ζητήματα νομικά ή πραγματικά τα οποία ο διάδικος μπορούσε και όφειλε να θέσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

6.  Το δεύτερο σκέλος της αίτησης δεν επιδεχόταν ιδιαίτερου σχολιασμού. Μαρτυρία που δεν υφίστατο κατά τον χρόνο της δίκης δεν είναι εν πάση περιπτώσει παραδεκτή κάτω από το Άρθρο 25(3) εφόσον τυχόν προσαγωγή της δεν θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην πρωτόδικη κρίση, θεωρούμενη ως άσχετη με το αποτέλεσμα της.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396,

 

Λοϊζίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 2 Α.Α.Δ. 89, ECLI:CY:AD:2014:B104,

 

Ανδρέου ν. Psaras Shipping Agencies Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 1379,

 

Λαπέρτας ν. Semio Production Ltd (Αρ.2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249,

[*879]Egiazaryan κ.ά. ν. Denoro Instestments Ltd κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 409,

 

Pernell ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1998) 2 A.A.Δ. 177.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 857/06), ημερομηνίας 31/3/2009.

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για Εφεσείοντα.

 

Μ. Βασιλειάδης, για Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται άδεια του Δικαστηρίου για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου, δυνάμει του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/1960 και της Δ.35 θ.8. Ειδικότερα για να παρουσιαστεί (α) γραφολογική έκθεση που έγινε από το Αρχηγείο Αστυνομίας, από τον εμπειρογνώμονα Σ. Νικολάου, αναφορικά με συμφωνητικό έγγραφο το οποίο κατατέθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία ως τεκμήριο 1, (β) μαρτυρία που δόθηκε στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης 16297/06 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στις 28.9.2010, εκ μέρους του εφεσίβλητου και βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία που δόθηκε στα πλαίσια της υπό κρίση πρωτόδικης απόφασης.

 

Επιδιώκεται με την προσαγωγή μαρτυρίας να ανατραπεί η θέση του εφεσίβλητου ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία δεν ήταν γραπτή αλλά προφορική όπως ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με αναφορά στο τεκμήριο 1.

 

Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση προβάλλει, όπως προωθήθηκε ενώπιον μας και κατά την αγόρευση, ότι η μαρτυρία υφίστατο από τις 27.10.2008, πριν την έκδοση της απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ημερ. 31.3.2009, όμως δεν ήταν εις γνώση του δικηγόρου του αιτητή. Ο ίδιος κινήθηκε για να την εξασφαλίσει πολύ αργότερα, 2.8.2013. Αυτό γιατί πίστευε ότι το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως θα τη λάμβανε υπόψη του ακριβώς επειδή το [*880]ίδιο απέστειλε το έγγραφο στην Αστυνομία για γραφολογικές εξετάσεις και άρα θα είχε υπόψη του και το αποτέλεσμα της γραφολογικής εξέτασης.

     

Ο εφεσείων καταχώρισε ένσταση στηριζόμενος κατ’ ουσίαν στο καταλυτικό γεγονός ότι η μαρτυρία μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εξεταστεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία.

 

Το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, παρέχει το δικαίωμα στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ακρόαση οποιασδήποτε έφεσης, είτε πολιτικής είτε ποινικής, να ακούει και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα. Η παραχώρηση όμως μιας τέτοιας άδειας υπόκειται σε περιορισμούς (Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396). Πολύ πρόσφατα η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφαση της στην Ανδρέα Λοϊζίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 2 Α, ECLI:CY:AD:2014:B104.Α.Δ. 89, συνόψισε τις αρχές που έχουν διαμορφωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και συναρτώνται προς την Αγγλική νομολογία επί του θέματος (Ανδρέου ν. Psaras Shipping Agencies Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 1379). Για να δικαιολογείται η άδεια προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας θα πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις:

 

1.  Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η μαρτυρία δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με εύλογη επιμέλεια ώστε να χρησιμοποιηθεί κατά τη διαδικασία

2.  Η μαρτυρία αυτή να είναι τέτοια που αν δοθεί θα έχει κατά πάσα πιθανότητα σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης, αν και δεν είναι απαραίτητο να είναι αποφασιστικής σημασίας και

3.  Θα πρέπει να είναι τέτοια που πιθανόν να γίνει πιστευτή ή θα πρέπει να είναι προφανώς αξιόπιστη, αν και δεν χρειάζεται να είναι αδιάσειστη.

 

Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστήριο έχει ως κύριο σκοπό τη θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δύσκολα συμβιβάζεται αυτός ο ρόλος με τη λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η μαρτυρία όπως διαφαίνεται από τα γεγονότα, ήταν όχι μόνο διαθέσιμη κατά την δίκη, αλλά ήταν διαθέσιμη και πριν την ακρόαση της υπόθεσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Η κατ’ έφεση διαδικασία δεν αποτελεί υποκατάστατο της δια[*881]δικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Λαπέρτας ν. Semio Production Ltd (Aρ.2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249, όπως υιοθετείται στην Ashot Egiazaryan κ.ά. ν. Denoro Instestments Ltd κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 409). Η δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας σ’ αυτό το στάδιο περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η μαρτυρία υφίστατο κατά τον χρόνο της δίκης, αλλά δεν ήταν γνωστή και γι αυτό αντικειμενικά διαθέσιμη και ούτε μπορούσε να εντοπιστεί και να καταστεί γνωστή με τη λήψη λογικών μέτρων ώστε να κατατεθεί κατά τη δίκη.

 

Μας εκπλήσσει δυσάρεστα η προσπάθεια του συνηγόρου του εφεσείοντος να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Δεν αντιλαμβανόμαστε πώς στο δικό μας νομικό σύστημα το ίδιο το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως θα εξέταζε έγγραφο που κατατέθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου από την Αστυνομία, χωρίς αυτό να κατατεθεί κατά τη δίκη και να αποτελέσει μέρος του μαρτυρικού υλικού πριν την έκδοση της απόφασης του. Όπως και μας δυσαρεστεί ιδιαιτέρως ο επιλεκτικός τρόπος παρουσίασης των γεγονότων στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση.

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά οι οδηγίες του Δικαστηρίου για διενέργεια γραφολογικών εξετάσεων δόθηκαν κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον ίδιο το συνήγορο του εφεσίβλητου. Ο ίδιος συνήγορος υπέβαλε αίτημα αναβολής της ακρόασης, ακριβώς γιατί δεν είχε ετοιμαστεί η γραφολογική έκθεση, την οποία το Δικαστήριο ενέκρινε. Ο ίδιος όφειλε να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια και να λάβει τα λογικά και αναγκαία εκείνα μέτρα, αν το έκρινε τόσο σημαντικό για την υπόθεση του πελάτη του, για προσαγωγή της σχετικής μαρτυρίας κατά την ακροαματική διαδικασία, κάτι που δεν έπραξε, για να κινηθεί πέντε χρόνια μετά για την προσαγωγή τους.

 

Η έφεση δεν πρέπει να αντικρίζεται ως μια απεριόριστη ευκαιρία διόρθωσης της πρωτόδικης διαδικασίας σε σχέση με ζητήματα νομικά ή πραγματικά τα οποία ο διάδικος μπορούσε και όφειλε να θέσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αυτό θα υποβάθμιζε το ρόλο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θα είχε τη δυναμική να ακυρώσει την όποια διαχείριση της υπόθεσης που έγινε εκ μέρους του.

 

Το δεύτερο σκέλος της αίτησης δεν επιδέχεται ιδιαίτερου σχολιασμού. Μαρτυρία που δεν υφίστατο κατά τον χρόνο της δίκης δεν είναι εν πάση περιπτώσει παραδεκτή κάτω από το Άρθρο 25(3) εφόσον τυχόν προσαγωγή της δεν θα μπορούσε να [*882]έχει επιπτώσεις στην πρωτόδικη κρίση, θεωρούμενη ως άσχετη με το αποτέλεσμα της (Pernell ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1998) 2 A.A.Δ. 177). Το λεκτικό της Δ.35 θ.8 είναι καθοδηγητικό ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου ως προς το πότε δέχεται νέα μαρτυρία.

 

Δεν θα πρέπει όμως να αφήσουμε ασχολίαστη και την επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να παραπέμψει το έγγραφο για γραφολογικές εξετάσεις κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων, πρακτική που θα πρέπει να αποφεύγεται και που δεν συμβάλλει στην γρήγορη εκδίκαση των υποθέσεων αλλά αντιθέτως οδηγεί, όπως και οδήγησε, σε αναβολές και εκτροχιασμό της δίκης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση κρίνεται ανεδαφική. Δεν παρέχεται πεδίο ώστε να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Εφετείου υπέρ του εφεσείοντα-αιτητή.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο