ECLI:CY:AD:2014:A319
(2014) 1 ΑΑΔ 951
[*951]14 Μαΐου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
CHEESELINE LTD,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΝΘΟΥΛΛΗΣ ΘΩΜΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Εφεση Αρ. 45/2009)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αγωγή δυνάμει τιμολογίων ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε παντελώς τη μαρτυρία των εναγόντων, ενώ η εναγομένη ουδεμία μαρτυρία είχε προσφέρει, αποδεχόμενη ότι όφειλε κάποιο μη διευκρινισθέν ποσό, λιγότερο του διεκδικούμενου.
Δικόγραφα ― Εκδίκαση ― Ακολουθεί πάντοτε το αυστηρό πλαίσιο των διικογράφων.
Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου περί της αναποτελεσματικότητας των δικαστικών διαδικασιών όταν οι διάδικοι, πεισματικώς αρνούνται να συνεργασθούν προκειμένου περί μιας απλής υπόθεσης στην οποία τα έξοδα, η ταλαιπωρία των διαδίκων και το δικαστικό κόστος στην πολιτεία κατέστησαν εκτός πάσης λογικής αναλογίας.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της εφεσείουσας αναφορικά με απαίτηση της εναντίον της εφεσίβλητης, αναφορικά με οφειλόμενο ποσό από πώληση τροφίμων βάσει τιμολογίων.
Από το σύνολο των δικογράφων της εφεσείουσας προέκυπτε ότι η αγωγή της, αν και αρχικώς αναφερόταν σε διαζευκτικές αιτίες, ουσιαστικά βασιζόταν σε συγκεκριμένα απλήρωτα τιμολόγια.
Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι οι πληρωμές της γίνονταν στη βάση χρεωπιστωτικού λογαριασμού και όχι προς εξόφληση συγκεκριμένων τιμολογίων.
[*952]Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας ότι η αξίωση της εφεσείουσας δεν στηριζόταν στα τιμολόγια τα οποία και παρουσιάστηκαν κατά την Ακρόαση αλλά σε υπόλοιπο λογαριασμού, έκρινε, με αναφορά και στη νομολογία, ότι ο μάρτυρας που κατέθεσε για την πλευρά τους, στερείτο προσωπικής γνώσης των συναλλαγών της κατάστασης λογαριασμού.
Κατέληξε δε, ότι θα ήταν ως εκ τούτου, ανασφαλές να βασιζόταν στον μάρτυρα αυτό για να συμπεράνει ότι το πραγματικό υπόλοιπο ήταν το αξιούμενο, κατάληξη που, όπως είπε, επισφράγιζε και την αποτυχία της απαίτησης.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Η απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας ήταν εσφαλμένη και θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή εφ’ όσον η εφεσίβλητη δεχόταν ότι όφειλε κάποιο υπόλοιπο οπότε το βάρος μετατέθηκε στους ώμους της να αποδείξει ότι αυτό ήταν μικρότερο του διεκδικουμένου και η εφεσίβλητη ουδεμία μαρτυρία προσέφερε.
β) Εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι ο μάρτυρας δεν είχε ιδία γνώση του λογαριασμού αφού η μαρτυρία του, έστω και εξ ακοής, ήταν αποδεκτή και σχετική, αφού μάλιστα παρουσιάστηκαν και τα τιμολόγια.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν ορθή η θέση της εφεσείουσας ότι η μαρτυρία της δεν μπορούσε να απορριφθεί παντελώς, αφού μάλιστα η εφεσίβλητη ουδεμία μαρτυρία προσέφερε και δεχόταν ότι όφειλε κάποιο ποσό που ήταν λιγότερο του διεκδικούμενου αλλά δεν διευκρινιζόταν.
2. Η απόρριψη της μαρτυρίας αυτής όμως, δεν ήταν άσχετη με την σύγχυση υπό την οποία Δικαστήριο και συνήγοροι φαίνεται να τελούσαν ως προς το ουσιαστικό επίδικο θέμα.
3. Προέκυπτε από τα δικόγραφα της εφεσείουσας ότι η απαίτηση της βασιζόταν όχι σε υπόλοιπο λογαριασμού αλλά σε συγκεκριμένα απλήρωτα τιμολόγια, τα οποία και παρατέθηκαν στην αγωγή.
4. Η περαιτέρω αναφορά σε υπόλοιπο λογαριασμού, ήταν και μπορούσε να ήταν μόνο σε συνάρτηση με δέκα συγκεκριμένα τιμολόγια. Και τούτο βεβαιώθηκε στην απάντηση στην υπεράσπιση.
5. Έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο να θεωρήσει ότι αφού ο μάρτυρας της εφεσείουσας έδωσε μαρτυρία με αναφορά σε κατάσταση λογαριασμού και υπόλοιπο και η θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι πλήρωνε στη βάση λογαριασμού, ότι η απαίτηση δεν βασιζόταν στα τιμολόγια αλλά σε υπόλοιπο λογαριασμού.
[*953]6. Η ίδια βεβαίως η εφεσείουσα είχε συγχύσει την εικόνα, συμπλέκοντας απλήρωτα τιμολόγια και υπόλοιπο λογαριασμού.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Παρατήρηση Εφετείου: «Η υπόθεση αυτή ας θυμίζει στους διαδίκους όσο και στο Δικαστήριο την απόλυτη ανάγκη εκδίκασης στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων».
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1051/06), ημερομηνίας 29/12/2008.
Μ. Αγαθοκλέους, για την Εφεσείουσα.
Α. Ζύμπιλος, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χατζηχαμπή, Π..
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η Εφεσείουσα, με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, απαίτησε εναντίον της Εφεσίβλητης ποσό £6.851,84 ως ποσό οφειλόμενο «δυνάμει τιμολογίου και/ή επιταγών και/ή χρεωστικού λογαριασμού και/ή ως υπόλοιπο λογαριασμού και/ή ως οφειλόμενο υπόλοιπο διά πώληση και παράδοση εμπορευμάτων». Η απαίτηση της Εφεσείουσας προέκυπτε, σύμφωνα με το δικόγραφο, από πώληση τροφίμων βάσει τιμολογίων τα οποία η Εφεσίβλητη υπέγραφε άμα τη παραδόσει. Αναφέροντο δε δέκα συγκεκριμένα τιμολόγια από 7.7.2004 μέχρι 21.9.2004 συμποσούμενα σε £5.535,15. Ανεφέρετο επίσης ότι η Εφεσείουσα τηρούσε λογαριασμό χρεωπιστώσεων της Εφεσίβλητης ο οποίος την 26.6.2005 εδείκνυε ως υπόλοιπο το απαιτούμενο ποσό. Υπήρχε περαιτέρω αναφορά σε αναγνώριση και αποδοχή της Εφεσίβλητης της εν λόγω οφειλής και επόμενης παράλειψης της να την καταβάλει.
Η Εφεσίβλητη στην υπεράσπιση της εδέχθη ότι υπήρξε πελάτης της Εφεσείουσας και ότι ετηρείτο λογαριασμός της συνεργασίας τους, ισχυρίσθηκε όμως ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν κατά πολύ ολιγότερο του αξιουμένου ποσού [*954]χωρίς όμως να προσδιορίζεται. Η Εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ακόμα ότι, καθ’ όσον οι πληρωμές εγίνοντο δυνάμει λογαριασμού και όχι προς εξόφληση συγκεκριμένων τιμολογίων, κακώς η Εφεσείουσα διεκδίκησε δυνάμει τιμολογίων αντί δυνάμει λογαριασμού, στον οποίο και θα έπρεπε να αναφερθεί για να διαφανεί το πραγματικό υπόλοιπο. Η Εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι ουδέποτε απεδέχθη το αξιούμενο ποσό, και ότι, όταν αυτό ζητήθηκε να καταβληθεί, αντέδρασε ζητώντας εις μάτην τα στοιχεία του λογαριασμού περιλαμβανομένων των τιμολογίων.
Στην απάντησή της η Εφεσείουσα διευκρίνισε ότι το διεκδικούμενο υπόλοιπο του λογαριασμού προήρχετο από απλήρωτα τιμολόγια. Ανέφερε δε περαιτέρω ότι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους η Εφεσίβλητη κατέβαλε έναντι του λογαριασμού ποσά προς εξόφληση συγκεκριμένων τιμολογίων «και ως εκ τούτου οι Ενάγοντες είναι σε θέση να καθορίσουν ποια συγκεκριμένα τιμολόγια παρέμειναν απλήρωτα». Και επέμεινε ότι είχε αποστείλει στην Εφεσίβλητη τόσο αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού όσο και αντίγραφα των απλήρωτων τιμολογίων.
Παραθέσαμε σε έκταση τα δικόγραφα, για να καταδειχθεί το επίδικο θέμα. Από το σύνολο των δικογράφων της Εφεσείουσας προκύπτει ότι η αγωγή της, αν και αρχικώς αναφέρεται σε διαζευκτικές αιτίες, ουσιαστικά βασίζεται σε συγκεκριμένα απλήρωτα τιμολόγια. Αντιθέτως, η Εφεσίβλητη είχε τη θέση ότι οι πληρωμές της εγίνοντο στη βάση χρεωπιστωτικού λογαριασμού και όχι προς εξόφληση συγκεκριμένων τιμολογίων. Κατά την ακρόαση η Εφεσείουσα παρουσίασε μόνο ένα μάρτυρα, τον υπεύθυνο του λογιστηρίου της, ενώ η Εφεσίβλητη δεν παρουσίασε μαρτυρία. Ο μάρτυρας της Εφεσείουσας ανέφερε ότι οι πληρωμές εγίνοντο στη βάση χρεωπιστωτικού λογαριασμού και παρουσίασε κατάσταση λογαριασμού, ελεγχθείσα από το λογιστήριο και τους εξωτερικούς ελεγκτές της Εφεσείουσας, από την οποία προέκυπτε το διεκδικούμενο ποσό ως υπόλοιπο. Παρουσίασε επίσης τιμολόγια.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, θεωρώντας ότι η αξίωση της Εφεσείουσας δεν εβασίζετο στα τιμολόγια τα οποία και παρουσιάσθησαν αλλά σε υπόλοιπο λογαριασμού, έκρινε, με αναφορά και στη νομολογία, ότι ο μάρτυρας εστερείτο προσωπικής γνώσης των συναλλαγών της κατάστασης λογαριασμού ώστε να μην ήταν σε θέση να μαρτυρήσει ως προς το υπόβαθρο του λογαριασμού, παρά το ότι είχε, όπως είπε, ελέγξει τα τιμολόγια, τις αποδείξεις πληρωμών και τις επιστροφές. Κατέληξε [*955]δε ότι θα ήταν, ως εκ τούτου, ανασφαλές να εβασίζετο στο μάρτυρα αυτό για να συναχθεί ότι το πραγματικό υπόλοιπο ήταν το αξιούμενο, κατάληξη που, όπως είπε, επισφράγιζε και την αποτυχία της απαίτησης. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής προχώρησε να πει και τα ακόλουθα:
«Διερωτώμαι, όμως, και παράλληλα μου έκανε εντύπωση γιατί θεωρήθηκε η ανάγκη, όπως στην Εκθεση Απαίτησης αναφέρονται συγκεκριμένα τιμολόγια, που, σύμφωνα με τους Ενάγοντες, είχαν παραμείνει απλήρωτα και αντιστοιχούσαν, όπως ο ίδιος ο μάρτυρας ανέφερε, σε μέρος του οφειλόμενου σύμφωνα με το Τεκμήριο 3 υπολοίπου. Αφ’ ης στιγμής τηρείτο κατάσταση λογαριασμού από τους Ενάγοντες στην οποία οι Εναγόμενοι χρεώνονταν με τις διάφορες χρεώσεις και πιστώνονταν με τις διάφορες πληρωμές τους, αφ’ ης στιγμής αυτή παρουσιάσθηκε από τον μάρτυρα και έγινε τεκμήριο στην διαδικασία και στην βάση της ο μάρτυρας κατέθεσε προς απόδειξη της θέσης των Εναγόντων, ότι το οφειλόμενο από τους Εναγόμενους υπόλοιπο είναι αυτό, που αναφέρεται στην εν λόγω κατάσταση ποια η ανάγκη να προσδιορισθούν τα απλήρωτα, σύμφωνα με τους Ενάγοντες, τιμολόγια;»
Αισθάνθηκε δε ενισχυμένος στην απορία του ως εξ επιστολής η οποία απεστάλη από την Εφεσείουσα στην Εφεσίβλητη στην οποία ανεφέρετο ότι η Εφεσίβλητη δεν εδικαιολογείτο να ζητά να της λεχθεί ποια τιμολόγια ήσαν απλήρωτα αφού η ίδια επλήρωνε όχι προς εξόφληση συγκεκριμένων τιμολογίων αλλά έναντι λογαριασμού. Σημείωσε μάλιστα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής ότι δεν είχε εξηγηθεί πώς τα συγκεκριμένα τιμολόγια παρέμειναν απλήρωτα, αφού μάλιστα μεταγενέστερα τιμολόγια είχαν πληρωθεί.
Από τη σωρεία των λόγων έφεσης μπορεί να συναχθεί, σε συνάρτηση και με το περίγραμμα, ότι το βασικό παράπονο της Εφεσείουσας αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας της, η οποία, κατά την εισήγησή της, θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή εφ’ όσον η Εφεσίβλητη εδέχετο ότι όφειλε κάποιο υπόλοιπο οπότε το βάρος μετετίθετο πάνω της να αποδείξει ότι αυτό ήταν μικρότερο του διεκδικουμένου – και η Εφεσίβλητη ουδεμία μαρτυρία προσέφερε. Είναι δε η θέση της Εφεσείουσας ότι κακώς εθεωρήθη ότι ο μάρτυρας δεν είχε ιδία γνώση του λογαριασμού αφού η μαρτυρία του, έστω και εξ ακοής, ήταν αποδεκτή και σχετική, αφού μάλιστα παρουσιάσθησαν και τα τιμολόγια. Ηταν, εισηγείται η Εφεσείουσα, σαφής η απόδειξη του αξιούμενου ως οφειλόμενου [*956]υπολοίπου, μείον £300 που ο μάρτυρας της εδέχθη ότι θα έπρεπε να αφαιρείτο. Συναφώς, η Εφεσείουσα παρατηρεί ότι η απαίτηση της εβασίζετο και σε υπόλοιπο λογαριασμού και σε μη εξοφληθέντα τιμολόγια, ώστε να μην υπήρχε αντίφαση, με αναφορά στα ως άνω σχόλια του δικαστηρίου, ως προς τη βάση της απαίτησης, δεδομένου ότι, όπως εξήγησε ο μάρτυρας της, οι πληρωμές εγίνοντο έναντι μεν του λογαριασμού αλλά και προς εξόφληση συγκεκριμένων τιμολογίων.
Η θέση της Εφεσίβλητης είναι ότι το βάρος απόδειξης παρέμεινε πάντοτε στην Εφεσείουσα και ότι ορθώς το Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του.
Είναι ορθή η θέση της Εφεσείουσας ότι η μαρτυρία της δεν μπορούσε να απορριφθεί παντελώς, αφού μάλιστα η Εφεσίβλητη ουδεμία μαρτυρία προσέφερε και εδέχετο ότι όφειλε κάποιο ποσό που ήταν ολιγότερο του διεκδικούμενου αλλά δεν διευκρινίζετο. Η απόρριψη της μαρτυρίας αυτής όμως δεν ήταν άσχετη με την τελεία σύγχυση υπό την οποία δικαστήριο και συνήγοροι φαίνεται να τελούσαν ως προς το ουσιαστικό επίδικο θέμα. Όπως ήδη υποδείξαμε, προέκυπτε από τα δικόγραφα της Εφεσείουσας ότι η απαίτηση της εβασίζετο όχι σε υπόλοιπο λογαριασμού αλλά σε συγκεκριμένα απλήρωτα τιμολόγια, τα οποία και παρετέθησαν στην αγωγή. Η περαιτέρω αναφορά σε υπόλοιπο λογαριασμού, ήταν και μπορούσε να ήταν μόνο σε συνάρτηση με τα εν λόγω δέκα συγκεκριμένα τιμολόγια. Και τούτο βεβαιώθηκε στην απάντηση με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Εσφαλε λοιπόν ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής να θεωρήσει, προφανώς αφού ο μάρτυρας της Εφεσείουσας έδωσε μαρτυρία με αναφορά σε κατάσταση λογαριασμού και υπόλοιπο και η θέση της Εφεσίβλητης ήταν ότι επλήρωνε στη βάση λογαριασμού, ότι η απαίτηση δεν εβασίζετο στα τιμολόγια αλλά σε υπόλοιπο λογαριασμού. Και ορθώς εξέφρασε την ως άνω απορία του στη συνέχεια, που ήταν όμως απόρροια της παραγνώρισης της θεμελιακής δικογραφημένης θέσης. Η ίδια βεβαίως η Εφεσείουσα είχε συγχύσει την εικόνα, συμπλέκοντας απλήρωτα τιμολόγια και υπόλοιπο λογαριασμού, αφού μάλιστα τα μεν τιμολόγια συμποσούντο σε £5.535,15 ενώ το υπόλοιπο του λογαριασμού, που ήταν και το αξιούμενο ποσό, ανήρχετο σε £6.851,84.
Ενόψει της κατάληξης μας, δεν θα μας απασχολήσει ο λόγος έφεσης που αφορά ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις του δικαστηρίου στη διαδικασία.
[*957]Παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση και διαταγή για έξοδα, δεν βλέπουμε άλλη οδό από την επανεκδίκαση. Αυτή θα πρέπει να γίνει στη βάση των δικογράφων, με αναφορά δηλαδή στα δέκα κατ’ ισχυρισμό απλήρωτα τιμολόγια, εκτός βεβαίως αν υπάρξει οποιαδήποτε τροποποίηση προς την κατεύθυνση του υπολοίπου λογαριασμού (όπως είναι και η θέση της Εφεσίβλητης) που να καλύπτει όλες τις συναλλαγές των διαδίκων. Εν όψει των παρατηρήσεων μας, τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα απωλεσθούν. Επιδικάζονται €1500 πλέον ΦΠΑ έξοδα της έφεσης υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Και δύο περαιτέρω παρατηρήσεις. Η υπόθεση αυτή ας θυμίζει στους διαδίκους όσο και στο δικαστήριο την απόλυτη ανάγκη εκδίκασης στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων. Και ας επισημάνει την αναποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών όταν οι διάδικοι, προς τους οποίους επανειλημμένως και ανεπιτυχώς απευθυνθήκαμε, πεισματικώς αρνούνται να συνεργασθούν προς διευκρίνιση και επίλυση των διαφορών τους, προκειμένου περί μιας απλής υπόθεσης πωλήσεως αγαθών δυνάμει τιμολογίων και προς τούτο τηρουμένου λογαριασμού, χρονολογουμένης στο 2004 και μετά από οκταετή δικαστική διαμάχη στην οποία τα έξοδα και η ταλαιπωρία των διαδίκων και το δικαστικό κόστος στην πολιτεία κατέστησαν εκτός πάσης λογικής αναλογίας.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο