Παρλάτα Παναγιώτης ν. Στέλλας Δημητρίου (2014) 1 ΑΑΔ 994

ECLI:CY:AD:2014:A339

(2014) 1 ΑΑΔ 994

[*994]21 Μαΐου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΡΛΑΤΑ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΣΤΕΛΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 387/2009)

 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ρητή παραδοχή της εφεσίβλητης στο δικόγραφο της, η οποία, καθόριζε την πορεία της υπόθεσης και της μαρτυρίας που ήταν επιτρεπτό να δοθεί και κατά πόσον έσφαλε εν γένει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα.

 

Δίκη ― Δικογραφία ― Η δίκη κατά πάγια νομολογία δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και όχι έξω από αυτήν.

 

Δικαστική διαδικασία ― Επίδικα θέματα ― Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκτείνεται και να συζητά ή να επιλύει θέματα άλλα από αυτά που είναι ή παραμένουν επίδικα.

 

Απόδειξη ― Παραδοχές είτε ρητές, είτε αυτές που λογίζονται ως τέτοιες κατά τη Δ.19 Θ.11, σφραγίζουν την πορεία της δίκης.

 

Αποζημιώσεις ― Σύμβαση ενοικίασης ― Αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης σύμβασης ενοικίασης ― Μέτρο αποζημίωσης ― Ο ενοικιαστής είναι υπόλογος για «waste» είτε ηθελημένο, είτε «equitable», είτε «permissive».

 

Απόδειξη ― Res ipsa loquitur ― Aποτελεί κανόνα του δικαίου της απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε δικαιολογείται επέμβαση Εφετείου.

[*995]Βάρος αποδείξεως σε αστικές υποθέσεις ― Αμέλεια ― Ο ενάγων πρέπει να δείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του εναγόμενου και των ζημιών που έχει υποστεί.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αγωγή του εφεσείοντα με την οποία απαιτούσε διάφορα ποσά εναντίον της εφεσίβλητης τα οποία δαπανήθηκαν για επιδιορθώσεις ζημιών σε υποστατικό που η εφεσίβλητη ενοικίαζε από τον πρώτο.

 

Με την παράδοση του υποστατικού, ο εφεσείων διαπίστωσε μεγάλες, όπως ισχυρίστηκε, ζημιές σ’ αυτό, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί να τις επιδιορθώσει αναβάλλοντας προς τούτο την άμεση εκ νέου ενοικίαση. Με την αποκατάσταση τους, ο εφεσείων ήγειρε αξίωση εναντίον της εφεσίβλητης στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας αξιώνοντας διάφορα ποσά.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, αφού αποφάσισε επίσης ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει υπόθεση αποζημιώσεων που ήταν θέματα παρεμπίπτοντα ή συμπληρωματικά της εφαρμογής του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/83, ως τροποποιήθηκε, για την εξέταση των οποίων ήταν αναγκαία η ενασχόληση με τους όρους της ενοικίασης. Δεν ασκήθηκε αντέφεση επ’ αυτού.

 

Το πρωτόδικο  Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του αιτητή και των μαρτύρων του ως πτωχή σε εντυπώσεις και υπερβολική και έκρινε μεταξύ άλλων, ότι η εφεσίβλητη δεν ευθυνόταν για τις όποιες ζημιές είχαν πράγματι πιστοποιηθεί στο υποστατικό.

 

Θεώρησε, ότι το υποστατικό είχε υποστεί φυσικές φθορές εφόσον ήταν οικοδόμημα του 1991 χωρίς ουσιαστικές ανακαινίσεις έκτοτε.

 

Έκρινε δε, ότι η εφεσίβλητη παρέδωσε το υποστατικό στην κατάσταση την οποία το είχε παραλάβει, ενώ ο εφεσείων μέχρι την κατάθεση της πρωτόδικης αίτησης, δεν είχε αποταθεί στην εφεσίβλητη για επαναφορά του υποστατικού στην κατάσταση που είχε ενοικιασθεί.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν λανθασμένη, η συνολική απόρριψη της υπόθεσης ως επίσης και η συλλογιστική του Δικαστηρίου να παραγνωρίσει καθαρές παραδοχές στη δικογραφία ότι το υποστατικό όταν ενοικιάσθηκε, ήταν σε άριστη λειτουργική κατάσταση.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας, διότι ενώ ο εφεσεί[*996]ων και ορισμένοι από τους μάρτυρες του δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι από το Δικαστήριο, ταυτόχρονα άλλοι μάρτυρες του, εντυπωσίασαν ευνοϊκά το Δικαστήριο, χωρίς όμως, αυτό να ενεργήσει επ’  αυτής της αξιόπιστης μαρτυρίας παρόλο που στην ουσία της ήταν η ίδια ή παρόμοια με εκείνη που το Δικαστήριο απέρριψε.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1. Διαπιστώνονταν όντως ουσιώδη λάθη στο απορριπτικό σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης. Η δικογραφία έπρεπε να αποτελέσει σαφή και αναντίλεκτο οδηγό για το πρωτόδικο Δικαστήριο.

  2. Από την ανταλλαγείσα δικογραφία προέκυπτε ότι η εφεσίβλητη παραδέχθηκε συγκεκριμένες παραγράφους, ήτοι μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο υποστατικό ήταν σε άριστη λειτουργήσιμη κατάσταση κατά τον χρόνο της ενοικίασης του.

  3. Επομένως, η μαρτυρία που δόθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης από την εφεσίβλητη ότι όταν παρέδωσε το υποστατικό ήταν με τις ίδιες δυσλειτουργίες που είχε από την αρχή και οι επ’ αυτού εξηγήσεις της ως προς τα διάφορα προβλήματα, ήταν αντίθετη με τη σαφή παραδοχή και λανθασμένα έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εμφανώς παραγνώρισε τη ρητή παραδοχή.

  4. Με την παραδοχή είχε, τρόπον τινά, τοποθετηθεί μια από τις ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής επί της οποίας θα κυλούσε το τραίνο της αντιδικίας των διαδίκων.

  5. Εδώ υπήρχε καθαρή και αναμφίβολη παραδοχή θετικού ισχυρισμού που δεν άφηνε ούτε περιθώρια, ούτε έδαφος για εισαγωγή αντίθετης μαρτυρίας.

  6. Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι το βάρος απόδειξης δεν παρέμενε στον εφεσείοντα να αποδείξει τις ζημιές του.

  7. Τόσο δυνάμει του ενοικιαστηρίου εγγράφου, Τεκμήριο 1, όσο και δυνάμει του Άρθρου 27(3) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/83, ως τροποποιήθηκε, ο ενοικιαστής υποχρεούται να παραδώσει το υποστατικό κατά τη λήξη ή τερματισμό της ενοικίασης στην κατάσταση που το είχε παραλάβει εξαιρούμενης της φυσικής φθοράς, και να προστατεύει το ακίνητο από ζημιές που μπορούν να προκληθούν από τον ίδιο, τους ενοίκους, αντιπροσώπους και προσκεκλημένους του, με παράλληλη υποχρέωση να τις επιδιορθώνει χωρίς καθυστέρηση.

  8. Η παραδοχή,  δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση από την εφεσίβλητη της άριστης λειτουργικότητας του υποστατικού κατά τον χρόνο ενοικίασης του.

  9. Η μαρτυρία εκ μέρους της προς το αντίθετο, κακώς λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

10.  Ό,τι παρέμενε για το Δικαστήριο ήταν να αξιολογήσει τη μαρτυρία [*997]του αιτητή και των μαρτύρων του και κατά πόσο αυτή αποδείκνυε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι οι ζημιές είχαν προκληθεί όντως από την εφεσίβλητη κατά τη διάρκεια της ενοικίασης.

11.  Η αξιολόγηση αυτή προϋπόθετε αυτοτελή εξέταση της ποιότητας της μαρτυρίας του αιτητή και όχι εξέταση του κατά πόσο η μαρτυρία αυτή ήταν περισσότερο πιστευτή παρά εκείνη της εφεσίβλητης.

12.  Με γνώμονα τα ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην εν γένει αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των μαρτύρων του.

13.  Το Δικαστήριο διέπραξε και έτερο λάθος. Κατέστησε τον εαυτό του εμπειρογνώμονα θέτοντας στη δικαστική του απόφαση ερωτήσεις διερωτούμενο για διάφορα πράγματα, τα οποία και απαντούσε εμμέσως.

14.  Δεν ήταν ούτε ευδιάκριτο γιατί η μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα απερρίφθη στο σύνολο της.

15.  Το Εφετείο δεν μπορεί να προβεί σε πρωτογενή αξιολόγηση της μαρτυρίας έχοντας υπόψη το σύνολο αυτής και του τρόπου της πρωτόδικης αξιολόγησης της με τις αντιφάσεις που διαπιστώθηκαν  και που προέκυπταν από το σκεπτικό του.

16.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια μικροσκοπική ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας, συζητώντας λεπτομέρειες και μικροαντιφάσεις μεταξύ των μαρτύρων για να τις αναδείξει σε ουσιώδη θέματα προς πλήρη αποκλεισμό της υπόθεσης του εφεσείοντα. Του διέφυγε έτσι η συνολική εικόνα που αναδυόταν από τη μαρτυρία.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Kourtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180,

 

Παπαγεωργίου v. Λούη Κλάππα (Investments Services) Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ 24,

 

Παφίτης v. Κακουρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154,

 

Μερκής v. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1091,

 

Χρίστου v. Khoreva (2001) 1 Α.Α.Δ. 1874,

 

Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670,

 

[*998]Γ. & Ντ. Μαυρογένης Εστέϊτ Λτδ ν. Διαχειριστικής Επιτροπής Πολυκατοικίας Πελεκάνος (2011) 1 Α.Α.Δ. 1472,

 

Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261,

 

Morides v. Ioannou (1973)1 C.L.R. 117,

 

Ιωαννίδης v. Καλλία ως Παραλήπτη και Διαχειριστή της Intercosmetics Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1522,

 

Παπαλλής ν. Κυριακίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 92,

 

Χρυσάνθου κ.ά. ν. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295,

 

Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες v. Κυθρεώτη & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας (Καμμίτση, Πρ. Δικ. Ελ. Ενοικ.), (Αίτηση Αρ. 20/06), ημερομηνίας 11/11/2009.

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

 

Πολ. Λευτέρη (κα) για Χρ. Χριστοφή, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η σχέση των διαδίκων άρχισε με την ενοικίαση διαμερίσματος τριών υπνοδωματίων στην ιδιόκτητη πολυκατοικία του εφεσείοντα, από τον πρώην σύζυγο της εφεσίβλητης στις 26.2.2000. Το ενοικιαστήριο συμβόλαιο ήταν διάρκειας ενός έτους από 1.3.2000 μέχρι 28.2.2001, έναντι ενοικίου £200 μηνιαίως που στη συνέχεια αυξήθηκε στις £220 μηνιαίως.  Το ενοικιασθέν ήταν σε ελεγχόμενη περιοχή με αποτέλεσμα κατά τη λήξη της περιόδου ενοικίασης, η εφεσίβλητη να παραμείνει στο υποστατικό με το ανήλικο τέκνο της ως θεσμία ενοικιάστρια έχοντας στο μεταξύ λυθεί ο γάμος της. Στο ενοικιασθέν η εφεσίβλητη παρέμεινε με το νέο της σύζυγο μέχρι τις 31.12.2004, όταν το εγκατέλειψε.

[*999]Με την παράδοση του υποστατικού, ο εφεσείων διαπίστωσε μεγάλες ζημιές σ’ αυτό με αποτέλεσμα να αναγκασθεί να τις επιδιορθώσει αναβάλλοντας προς τούτο την άμεση εκ νέου ενοικίαση. Με την αποκατάσταση των ζημιών, ο εφεσείων ήγειρε αξίωση εναντίον της εφεσίβλητης στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας για τα ακόλουθα ποσά: £4.500 ποσό καταβληθέν προς επιδιόρθωση ζημιών και αντικατάσταση διαφόρων καταστραφέντων υλικών, £440 οφειλόμενα δεδουλευμένα ενοίκια για την περίοδο 1.11.2004 μέχρι 31.12.2004, £600 διαφυγόν κέρδος ή απώλεια ενοικίου από 1.1.2005 μέχρι 28.2.2005 κατά την οποία κατέστη αναγκαία η επιδιόρθωση, νόμιμο τόκο και έξοδα. Ζητήθηκαν επίσης παραδειγματικές αποζημιώσεις. Οι £4.500 επιμερίστηκαν κατά κύριο λόγο στις ξυλουργικές εργασίες με το μεγαλύτερο ποσό των £2.000 να αφορούν ζημιές και καταστροφές στους πάγκους της κουζίνας, των μίξερ και της βούρνας, ενώ £1.300 αφορούσαν ζημιές, έξοδα και δαπάνες για την αντικατάσταση των πόρτων των ερμαριών. Λιγότερα ποσά αφορούσαν ζημιές στις μεσόθυρες έναντι £300, σε πορσελάνες μπάνιου και αποχωρητηρίου, καταστροφή τουαλέττας και εντοιχισμένου φωτισμού στον νιπτήρα έναντι £300, ζημιές στο πάτωμα του αποχωρητηρίου ύψους £100 και τέλος, ζημιές και έξοδα αποκατάστασης στους τοίχους ύψους £500.

 

Χρειάστηκαν να παρελάσουν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εννέα συνολικά μάρτυρες. Ο ίδιος ο εφεσείων και άλλοι έξι από την πλευρά του, η ίδια η εφεσίβλητη και ακόμη ένας μάρτυρας από τη δική της πλευρά. Η καθ’ αυτό δίκη διήρκησε από τις 19.6.2008, όταν άρχισε τη μαρτυρία του ο εφεσείων μέχρι και τις 13.4.2009, όταν έδωσε τη μαρτυρία του και ο τελευταίος μάρτυρας και η υπόθεση έκλεισε με τις αντίστοιχες αγορεύσεις την ίδια ημέρα. Μέχρι την έναρξη της μαρτυρίας δόθηκαν 18 διαφορετικές ημερομηνίες αναβολής αρχομένης της υπόθεσης στις 19.5.2006. Η υπόθεση ορίστηκε τέσσερεις φορές για οδηγίες χωρίς καμιά εξήγηση στο πρακτικό, και όταν ορίστηκε για ακρόαση ζητήθηκε την ημέρα εκείνη αναβολή για να γίνει πρόταση διευθέτησης με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναβληθεί και να οριστεί και πάλι για οδηγίες, για να οριστεί όμως εκ νέου και πάλι για ακρόαση χωρίς επεξήγηση. Οι περισσότερες αναβολές είχαν δοθεί από προηγούμενο Δικαστήριο από αυτό που εν τέλει άρχισε και ολοκλήρωσε την υπόθεση.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, αφού αποφάσισε επίσης ότι κέκτητο δικαιοδοσίας να εκδικάσει υπόθεση αποζημιώσεων που ήταν θέματα παρεμπίπτοντα ή συμπληρωματικά της εφαρμο[*1000]γής του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/83, ως τροποποιήθηκε, για την εξέταση των οποίων ήταν αναγκαία η ενασχόληση με τους όρους της ενοικίασης. Δεν ασκήθηκε αντέφεση επ’ αυτού και συνεπώς δεν χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση του θέματος.

 

Ο λόγος της απόρριψης της αίτησης ήταν βασικά διπλός: αφενός το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του αιτητή και των μαρτύρων του ως πτωχή σε εντυπώσεις και υπερβολική και αφετέρου έκρινε ότι η εφεσίβλητη εν πάση περιπτώσει δεν ευθυνόταν για τις όποιες ζημιές είχαν πράγματι πιστοποιηθεί στο υποστατικό. Θεώρησε ότι το υποστατικό είχε υποστεί φυσικές φθορές εφόσον ήταν οικοδόμημα του 1991 χωρίς ουσιαστικές ανακαινίσεις έκτοτε. Και ότι η εφεσίβλητη παρέδωσε το υποστατικό στην κατάσταση που το είχε παραλάβει, ενώ ο εφεσείων μέχρι την κατάθεση της πρωτόδικης και τώρα υπό έφεση αίτησης, δεν είχε αποταθεί στην εφεσίβλητη για επαναφορά του υποστατικού στην κατάσταση που είχε ενοικιασθεί, και, χωρίς οποιεσδήποτε τυχόν προσθήκες ή μετατροπές, τροποποιήσεις ή επισκευές που είχαν γίνει χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του. Περαιτέρω, ο εφεσείων κατά το εύρημα του Δικαστηρίου σταμάτησε να επισκέπτεται το υποστατικό όταν ψυχράνθηκαν οι σχέσεις του με την εφεσίβλητη και το σύζυγο της εξ αφορμής κυρίως της καταλληλότητας του νερού στην πολυκατοικία, η οποία αρχικά ήταν συνδεδεμένη με ιδιωτική γεώτρηση ακατάλληλη για ανθρώπινη κατανάλωση και μόνο μετέπειτα συνδέθηκε με το σύστημα υδατοπρομήθειας. Ο εφεσείων, σύμφωνα με τα ευρήματα, όταν επισκεπτόταν το υποστατικό μέχρι και τρεις μήνες πριν την παράδοση του δεν είχε διαμαρτυρηθεί για οτιδήποτε και δεν ήταν δυνατό μέσα στους τρεις μήνες που μεσολάβησαν μέχρι την παράδοση, η εφεσίβλητη να είχε φέρει το υποστατικό στην κατάσταση την οποία ο εφεσείων και οι μάρτυρες του περιέγραψαν στη μαρτυρία τους.

 

Ο εφεσείων παραπονείται με τους πέντε λόγους έφεσης του για την ολοκληρωτική απόρριψη της αίτησης του. Ήταν λανθασμένη, εξηγεί, η συλλογιστική του Δικαστηρίου να παραγνωρίσει καθαρές παραδοχές στη δικογραφία ότι το υποστατικό όταν ενοικιάσθηκε από το σύζυγο της εφεσίβλητης ήταν σε άριστη λειτουργική κατάσταση, ενώ εσφαλμένη ήταν και η αξιολόγηση της μαρτυρίας. Αυτό, διότι ενώ ο εφεσείων και ορισμένοι από τους μάρτυρες του δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι από το Δικαστήριο, ταυτόχρονα άλλοι μάρτυρες του εφεσείοντα εντυπωσίασαν ευνοϊκά το Δικαστήριο, χωρίς όμως, αυτό να ενεργήσει επ’ αυτής της αξιόπιστης μαρτυρίας παρόλο που στην ουσία της ήταν η ίδια ή παρόμοια με αυτή που [*1001]το Δικαστήριο απέρριψε. Ο κ. Παπαθεοδώρου παραθέτει σε έκταση την επιχειρηματολογία του στο περίγραμμα αναφερόμενος σε πλείστες όσες σελίδες από τα πρακτικά στην προσπάθεια του να καταδείξει ότι η αξιολόγηση δεν ήταν εύλογη υπό το φως της ολότητας της μαρτυρίας, αλλά ακόμη και της μαρτυρίας της ίδιας της εφεσίβλητης η οποία κατά το Δικαστήριο ήταν «συγκροτημένη, ετοιμόλογη και σταθερή στις απαντήσεις της», ενώ, «έκαμε πολύ καλή εντύπωση και γίνεται πιστευτή.».

 

Δεν χρειάζεται να τεθεί στο παρόν σκεπτικό σε οποιαδήποτε έκταση η λεπτομερής μαρτυρία που κατατέθηκε πρωτοδίκως, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα επιμέρους προβλήματα που κατά τον εφεσείοντα εντοπίστηκαν στο υποστατικό αναφορικά με τα ξυλουργικά, τα μπογιατίσματα, τα υδραυλικά, τα κεραμικά και τις πορσελάνες. Όπου χρειάζεται θα γίνει αναφορά έχοντας υπόψη και τη μαρτυρία της ιδίας της εφεσίβλητης, καθώς και το περίγραμμα της.

 

Διαπιστώνονται όντως ουσιώδη λάθη στο απορριπτικό σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης. Κατ’ αρχάς, η δικογραφία έπρεπε να αποτελέσει σαφή και αναντίλεκτο οδηγό για το πρωτόδικο Δικαστήριο. Από την ανταλλαγείσα δικογραφία προκύπτει ότι η εφεσίβλητη παραδέχθηκε τις τέσσερεις πρώτες παραγράφους του μέρους «Γ» της αίτησης που τιτλοφορείται «Σχετικά Γεγονότα», καθώς και την παράγραφο 1 του μέρους «Δ» που αποτελείται από τα «Ουσιαστικά Γεγονότα που Υποστηρίζουν την Αίτηση». Η παράγραφος 1 του μέρους «Γ» της αίτησης έθετε ως γεγονότα ότι το επίδικο υποστατικό «κτίστηκε το έτος 1990 και αποτελείται από διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων, με σαλοτραπεζαρία, αποχωρητήριο, μπάνιο, κουζίνα και άλλες διευκολύνσεις οι οποίες βρίσκονται σ’ αυτό κατά τον ουσιώδη χρόνο και ήσαν /ή ευρίσκοντο σε άριστη λειτουργήσιμη κατάσταση κατά τον χρόνο της ενοικίασης του ακινήτου στον Παναγιώτη Παναγίδη.». Αυτή η δηλωτική κατάσταση γεγονότων έγινε ανεπιφύλακτα παραδεκτή με την παρ. 3 της Απάντησης που καταχώρησε η εφεσίβλητη. Επομένως, η μαρτυρία που δόθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης από την εφεσίβλητη ότι όταν παρέδωσε το υποστατικό ήταν «…. με τις ίδιες δυσλειτουργίες που είχε από την αρχή που πρωτομπήκαμε μέσα.», (σελ. 201 των πρακτικών), και οι επ’ αυτού εξηγήσεις της ως προς τα διάφορα προβλήματα ήταν αντίθετη με τη σαφή παραδοχή και λανθασμένα έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, το οποίο επίσης διέπραξε λάθος όταν στο σκεπτικό του αναίρεσε το διαπιστωθέν από το ίδιο γεγονός της πιο πάνω παραδοχής λέγοντας στη συνέχεια ότι:

[*1002]«Είναι γεγονός ότι η Καθ’ ης η αίτηση παραδέκτηκε την παράγραφο Γ1 της Αίτησης που ομιλεί για την άριστη λειτουργίσιμη κατάσταση του επίδικου κατά το χρόνο ενοικίασης του στον κ. Παναγίδη. Η Καθ’ ης η Αίτηση δεν διεκδικεί οτιδήποτε για δικές της ζημιές από την κατάσταση του.  Αντίθετα, η αντίληψη μας είναι ότι, λέγει πως όταν πήρε κατοχή, το επίδικο ήταν σε αυτή την κατάσταση, είχε κάποια προβλήματα που δεν το καθιστούσαν είτε απόλυτα είτε τελείως μη λειτουργικό και στην ίδια κατάσταση το παρέδωσε. Ο Αιτητής βασίζεται σ’ αυτή την παραδοχή ως απόδειξη της υπόθεσης του. Διαφωνούμε με αυτή τη θέση. Ο Αιτητής έχει το βάρος απόδειξης ότι οι ζημίες για τις οποίες παραπονείται οφείλονται στην Καθ’ ης η Αίτηση και ότι δεν πρόκειται για φυσική φθορά. Για σκοπούς ολοκλήρωσης, εξετάζουμε και την κάθε απαίτηση ξεχωριστά.»

 

Η πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου εμφανώς παραγνώρισε τη ρητή παραδοχή που έγινε από την εφεσίβλητη στο δικόγραφο της, η οποία, βεβαίως, όπως είναι σαφώς νομολογημένο καθόριζε την πορεία της υπόθεσης και της μαρτυρίας που ήταν επιτρεπτό να δοθεί. Με την παραδοχή είχε, τρόπον τινά, τοποθετηθεί μια από τις ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής επί της οποίας θα κυλούσε το τραίνο της αντιδικίας των διαδίκων. Η δίκη κατά πάγια νομολογία δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και όχι έξω από αυτήν, (Kourtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180) και Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (Investments Services) Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκτείνεται και να συζητά ή να επιλύει θέματα άλλα από αυτά που είναι ή παραμένουν επίδικα κατά τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων ή που νομότυπα προστίθενται κατά την ημέρα ή τη διάρκεια της δίκης, (Παφίτης ν. Κακουρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154 και Μερκής ν. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1091). Παραδοχές είτε ρητές, είτε αυτές που λογίζονται ως τέτοιες κατά τη Δ.19 θ.11, (δέστε και Χρίστου ν. Khoreva (2001) 1 Α.Α.Δ. 1874), σφραγίζουν την πορεία της δίκης. Ακόμη και γενική άρνηση θετικού ισχυρισμού δεν εξυπακούει την προβολή θετικών ισχυρισμών, (Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670).

 

Εδώ υπήρχε καθαρή και αναμφίβολη παραδοχή θετικού ισχυρισμού που δεν άφηνε ούτε περιθώρια, ούτε έδαφος για εισαγωγή αντίθετης μαρτυρίας, (Γ. & Ντ. Μαυρογένης Εστέϊτ Λτδ ν. Διαχειριστικής Επιτροπής Πολυκατοικίας Πελεκάνος (2011) 1 Α.Α.Δ. 1472). Δεν διαφεύγει βέβαια της προσοχής ότι η ενοικίαση έγινε συμβατικώς με τον Παναγίδη και όχι με την ίδια την [*1003]εφεσίβλητη. Η παραδοχή όμως της εφεσίβλητης έλαβε χώραν με αυτό ακριβώς το δεδομένο και η μαρτυρία της είχε αναφορά στον αρχικό χρόνο ενοικίασης ομιλώντας στον πληθυντικό λέγοντας στη σελ. 182 των πρακτικών «όταν ενοικιάστηκε από εμάς» και «όταν πρωτομπήκαμε στο διαμέρισμα». Με αυτή τη δικογραφική, αλλά και πραγματική διάσταση της υπόθεσης εκδικάστηκε η όλη υπόθεση.

 

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το βάρος απόδειξης δεν παρέμενε στον εφεσείοντα να αποδείξει τις ζημιές του. Τόσο δυνάμει του ενοικιαστηρίου εγγράφου, Τεκμήριο 1, όσο και δυνάμει του Άρθρου 27(3) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/83, ως τροποποιήθηκε ιδιαιτέρως από το Νόμο  αρ. 102(Ι)/95, ο ενοικιαστής υποχρεούται να παραδώσει το υποστατικό κατά τη λήξη ή τερματισμό της ενοικίασης στην κατάσταση που το είχε παραλάβει εξαιρούμενης της φυσικής φθοράς, και να προστατεύει το ακίνητο από ζημιές που μπορούν να προκληθούν από τον ίδιο, τους ενοίκους, αντιπροσώπους και προσκεκλημένους του, με παράλληλη υποχρέωση να τις επιδιορθώνει χωρίς καθυστέρηση. Προνοείται δε ότι παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων για επιδιόρθωση ή συντήρηση δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα. Κατά παρόμοιο τρόπο και κατά το κοινοδίκαιο, αλλά και το τότε ισχύον Άρθρο 18 του Landlord and Tenant Act 1927, υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης σύμβασης ενοικίασης, με μέτρο αποζημίωσης αυτό της απώλειας της αξίας της επανακτηθείσας ή εναπομείνασας ιδιοκτησίας («reversion»), ή της αποκατάστασης της ζημιάς για επαναφορά στην προτέρα του κατάσταση. Ο ενοικιαστής είναι υπόλογος για «waste» είτε ηθελημένο, είτε «equitable», είτε «permissive», (δέστε Evans: The Law of Landlord and Tenant (1974), σελ. 84-85, 90-101 και 166-167).

 

Σημειώνεται πρόσθετα ότι εφόσον ο εφεσείων καταλόγιζε ρητά τη δημιουργία των ζημιών αυτών στην εφεσίβλητη, η οποία ήταν κατά την παράγραφο 3 του Μέρους «Δ» της αίτησης, αμελής, ή, αιτία των ζημιών ήταν η παράνομη και κακόβουλη ενέργεια ή κακή εκ μέρους της χρήση του υποστατικού, δεν μπορούσε να επικαλεστεί ταυτόχρονα και το δόγμα του res ipsa loquitur, (Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261, Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 και Ιωαννίδης ν. Καλλία ως Παραλήπτη και Διαχειριστή της Intercosmetics Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1522).  Το δόγμα αποτελεί κανόνα του δικαίου της απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή (Παπαλλής ν. Κυριακίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 92 και Bullen and Leake and Jacob’ s Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 684). Να σημειω[*1004]θεί ότι το δόγμα αυτό επικαλέστηκε ο εφεσείων για πρώτη φορά στο εφετειακό περίγραμμα του και δεν το πρόβαλε πρωτοδίκως με την αίτηση του. Και αυτό είναι πρόσθετος λόγος μη δυνατότητας επίκλησης του δόγματος κατ’ έφεση.

 

Από την άλλη η παραδοχή, όπως ήδη λέχθηκε, δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση από την εφεσίβλητη της άριστης λειτουργικότητας του υποστατικού κατά τον χρόνο ενοικίασης του. Η μαρτυρία εκ μέρους της προς το αντίθετο είτε διά της κυρίως εξέτασης της, είτε διά της αντεξέτασης του αιτητή και των μαρτύρων του, κακώς λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ό,τι παρέμενε για το Δικαστήριο ήταν να αξιολογήσει τη μαρτυρία του αιτητή και των μαρτύρων του και κατά πόσο αυτή αποδείκνυε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι οι ζημιές είχαν προκληθεί όντως από την εφεσίβλητη κατά τη διάρκεια της ενοικίασης. Η αξιολόγηση αυτή προϋπόθετε αυτοτελή εξέταση της ποιότητας της μαρτυρίας του αιτητή και όχι κατά πόσο η μαρτυρία αυτή ήταν περισσότερο πιστευτή παρά αυτή της εφεσίβλητης. Όπως λέχθηκε στην Χρυσάνθου κ.ά. ν. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295, σελ. 1305:

 

«Το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει διαχρονικά αποφασιστεί, το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι. (δέστε Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Κυριάκος Σοφοκλέους ν. Γιώτας Κυριάκου, Έφεση αρ. 7/08, ημερ. 18.5.2010). Ο ενάγων πρέπει βέβαια να δείξει στοιχεία αμέλειας εκ μέρους του αντιδίκου του, καθώς επίσης οφείλει  να αποδείξει και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας αυτής και των ζημιών που έχει υποστεί. Δεν εναπόκειται, όπως έχει λεχθεί στη Ράλλης Μακρίδης & Υιοι Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447, στον εναγόμενο «…. να απαλλάξει τον εαυτό του αποδεικνύοντας ότι το δυστύχημα ήταν είτε αναπόφευκτο ή ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας.». Όπως ταυτόχρονα λέχθηκε στην ίδια υπόθεση, δεν είναι όμως από την άλλη «….. αναγκαίο για τον ενάγοντα να αποκλείσει κάθε πιθανή δυνατότητα ότι το δυστύχημα δυνατό να προκλήθηκε χωρίς αμέλεια από την πλευρά του εναγόμενου ....».»

 

Με γνώμονα τα ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην εν γένει αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των [*1005]μαρτύρων του. Η αξιολόγηση υπήρξε πλημμελής και αντιφατική σε βαθμό που το Εφετείο να μπορεί να επέμβει κατά την καθιερωμένη νομολογία ότι, ως λέχθηκε στην Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Κυθρεώτη & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106,

 

«Επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων, (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

Το Δικαστήριο αξιολόγησε για παράδειγμα θετικά τον Χαράλαμπο Κωνσταντινίδη, Μ.Α.4, εργολάβο οικοδομών. Κατά τη θέση του ο μάρτυρας χρειάστηκε τέσσερεις μήνες για τις επιδιορθώσεις που χρειάστηκαν στο υποστατικό που είχαν σχέση με τα καθαρίσματα στους τοίχους, τις παλιές πορσελάνες που έπρεπε να αφαιρεθούν και την τοποθέτηση άλλων. Υπήρχαν πορσελάνες σπασμένες που ήταν εκ νέου κολλημένες με γόμα. Τοποθέτησε συνολικά πορσελάνες σε 50 τ.μ. σε κουζίνα και μπάνιο. Στη μαρτυρία αυτή, περιλαμβανομένης και της θέσης του ότι άγγιζε τις πορσελάνες, αυτές μετακινούνταν και τις έβγαζε, το Δικαστήριο δεν διέκρινε «υπερβολή ή ψεύδος στην κατάθεση του ΜΑ4, τον οποίο πιστεύουμε». Αυτό παρά τα ερωτηματικά που το Δικαστήριο έθεσε σε σχέση με τη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντος, όπως αν είχαν βγει όλες οι πορσελάνες ή πολλές, αν τοποθετήθηκαν κεραμικά ή πορσελάνες, αν είχε δει ή όχι υγρασία στους τοίχους ή το πάτωμα, σ’ αντίθεση με τον Μ.Α.6, τον οποίο επίσης αξιολόγησε θετικά. Ο τελευταίος αυτός μάρτυρας ήταν ο Ανδρέας Κουράς, ελαιοχρωματιστής, που κατέθεσε ότι είχε δει ένα «διαμέρισμα αχούρι ….. Βρωμισμένο, χαλασμένο και χάλια στο πογιάτισμα του ….».  Η κουζίνα «μύριζε μπόχα», οι πορσελάνες σ’ αυτή έπρεπε να πέσουν για να μπορέσει να ισιώσει τον τοίχο, να τοποθετηθούν άλλες, να μπογιατιστεί. Στο αποχωρητήριο έπρεπε να καθαριστούν τα ταβάνια, το διαμέρισμα ήταν γεμάτο τρύπες, τις «στόκαρε» και μετά έγινε σπάτουλα και βαφή. Και πάλι παρά τα ερωτηματικά που έθεσε το Δικαστήριο σε σχέση με το αν ήταν κεραμικά ή πορσελάνες και ότι ο μάρτυρας δεν είδε «αφαιρεμένες πορσελάνες στο μπάνιο, ή στοιβαγμένες στο πάτωμα» και παρά τη «κάποια δόση υπερβολής …. ότι το διαμέρισμα ήταν αχούρι», η μαρτυρία του σε «γενικές γραμμές», «αξιολογείται θετικά και γίνεται αποδεκτή.».

 

[*1006]Η πιο πάνω αποδεκτή στην ουσία μαρτυρία δεν μπορεί εύκολα να συνδυαστεί ή να συσχετιστεί με την υπόλοιπη μαρτυρία που το Δικαστήριο είτε δεν πίστεψε, είτε έκρινε ως «πολύ χαμηλής αξίας», φράση που το Δικαστήριο χρησιμοποίησε για να χαρακτηρίσει τη μαρτυρία του Λουκή Τερεζόπουλου, Μ.Α.3 που είχε επισκεφθεί το υποστατικό και κατέθεσε ως προς τα όσα είχε δει, Λευτέρη Σταύρου, Μ.Α.5, υδραυλικό και συντηρητή της πολυκατοικίας για 12-13 χρόνια που επίσης κατέθεσε για τις εργασίες που πραγματοποίησε στο υποστατικό και Χαράλαμπο Παρλάτα, Μ.Α.7, ξυλουργό και αδελφό του εφεσείοντα ο οποίος κατέθεσε ότι αλλάχθηκαν τα έπιπλα της κουζίνας, οι πάγκοι επίσης ήταν λιωμένοι και ήθελαν αντικατάσταση, τα ντουλάπια ήταν σπασμένα στο πάνω μέρος και διαλυμένα στο κάτω μέρος.  Η εξώθυρα ήταν γεμάτη «βελόνες», στοκαρίστηκε, ξαναβάφτηκε, το ίδιο και οι μεσόθυρες κλπ.  Ο χαρακτηρισμός όμως της «πολύ χαμηλής αξίας» δεν αφήνει το Δικαστήριο να αντιληφθεί τι ακριβώς έγινε αποδεκτό και τι όχι. Ούτε μπορεί να εξομοιωθεί με πλήρη απόρριψη ως στην ουσία αποφασίστηκε πρωτοδίκως εφόσον υπήρχε παρόμοια μαρτυρία που έγινε αποδεκτή.

 

Ιδιαιτέρως σημειώνεται στο ζήτημα και το εξής λεχθέν  από το Δικαστήριο σε σχέση με τη διάσταση που υπήρχε μεταξύ της μαρτυρίας του ιδίου του εφεσείοντος και του Μ.Α.7, ότι, δηλαδή, κρίνοντας τη μαρτυρία του τελευταίου:

 

«ως υπερβολική και αντιπαραθέτοντας τα όσα είπε ο ίδιος με αυτά που είπε, κυρίως, ο αδελφός του, αλλά και άλλοι μάρτυρες, καταλήγουμε ότι είτε εκείνος δεν είπε την αλήθεια, είτε ο αδελφός του. Η μαρτυρία του είναι πολύ χαμηλής αξίας.».

 

Αυτή όμως δεν είναι αξιολόγηση που επιτρέπει να αντιληφθεί κανείς τι πράγματι αποφάσισε το Δικαστήριο. Και αυτό διότι αν ο Μ.Α.7, είπε την αλήθεια, τότε το ποσό των £3.400 που ο Μ.Α.7 ζήτησε προς αποκατάσταση των διαφόρων ζημιών της ειδικότητας του μέσω έστω του προτιμολογίου, Τεκμήριο 3, θα έπρεπε να αποδοθεί είτε εν όλω, είτε εν μέρει,  Αναφέρεται «εν μέρει» διότι κάποιος θα έπρεπε να έχει ταυτόχρονα υπόψη του και τη μαρτυρία του Σάββα Σταυρινού, Μ.Α.2, πολιτικού μηχανικού και αρχιτέκτονα, τον οποίο το Δικαστήριο δέχθηκε μεν ως εμπειρογνώμονα, αλλά δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του μη πιστεύοντας τον διότι, μεταξύ άλλων, ήταν «πομπώδης και υπερόπτης», απαντούσε «με δόση αλαζονείας» και επέδειξε προχειρότητα ως επαγγελματίας.

[*1007]Ταυτόχρονα, όμως,  το Δικαστήριο δέχθηκε ως αληθή, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη μαρτυρία του Χαράλαμπου Κωνσταντινίδη, Μ.Α.4, ο οποίος εξέδωσε το Τεκμήριο 10, που είναι μια απόδειξη παραλαβής χρημάτων για £650 για την τοποθέτηση «κεραμικών και καθαριότητα τοίχων». Αυτή η εργασία είχε ήδη σημειωθεί ως μια εργασία που κατά τον εμπειρογνώμονα Σταυρινό χρειαζόταν το υποστατικό μη προερχόμενη από δικαιολογημένη φθορά, καταγράφηκε δε ως στοιχείο αρ. 4 στο Τεκμήριο 2 στα «Επιπρόσθετα Κόστη», πλέον η αποκατάσταση των  τοίχων για ποσό £800 που στη μαρτυρία εξηγήθηκε να σημαίνει το σπατουλάρισμα. Επίσης, ο Ανδρέας Κουράς, Μ.Α.6, ελαιοχρωματιστής, τον οποίο πίστεψε το Δικαστήριο, εξέδωσε δύο αποδείξεις, Τεκμήρια 5 και 5Α για ποσό £450 και £400 αντίστοιχα που πληρώθηκαν από τον εφεσείοντα στις 11.6.2005 και 20.5.2005. Αυτές οι εργασίες που έγιναν αφορούσαν, ως είπε ο Μ.Α.6 στη μαρτυρία του, εργασίες σπατουλαρίσματος, καθαρισμού ταβανιών και κουζίνας, στοκκάρισμα τρυπών στο διάδρομο, στα υπνοδωμάτια και σε όλα τα δωμάτια, καθώς και μπογιάτισμα. Αυτές είναι εργασίες που ενδεχομένως επίσης καλύπτονταν από το στοιχείο 6 της έκθεσης Σταυρινού, για «αποκατάσταση τοίχων», έναντι £500 κόστος. Σε συνδυασμό δε με τη μαρτυρία Σταυρινού, αλλά και την έκθεση του στο στοιχείο «Γενικά», παράγραφος 1, ότι το διαμέρισμα γενικά χρειαζόταν μπογιάντισμα εσωτερικά, (και όχι μόνο φρεσκάρισμα που ήταν δικαιολογημένη φθορά), λόγω τρυπών, βελονών, αυτοκόλλητων, blue tags κλπ., το Δικαστήριο δεν είχε έρεισμα να απορρίψει συλλήβδην τη μαρτυρία Σταυρινού.

 

Το Δικαστήριο γενικά διέπραξε και έτερο λάθος. Κατέστησε τον εαυτό του εμπειρογνώμονα θέτοντας στην δικαστική του απόφαση ερωτήσεις διερωτούμενο για διάφορα πράγματα, τα οποία και απαντούσε εμμέσως. Για παράδειγμα, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας Σταυρινού, Μ.Α.2, το Δικαστήριο με αναφορά στη θέση ότι «στην κουζίνα είχαν λιώσει οι πάγκοι και το μίξερ, που ένα υπήρχε, ήταν καταστραμμένο. Οι πάγκοι ήταν μια ευθεία, περίπου 3,3½ μέτρα και το μίξερ ήταν στο κέντρο», το Δικαστήριο προχώρησε να πει ότι: «Από το Τεκμήριο 11 φαίνεται ότι οι πάγκοι δεν ήταν μια ευθεία.». Το Τεκμήριο 11 αποτελείται από πέντε φωτογραφίες που κατέθεσε η εφεσίβλητη για να δείξει την κατάσταση του υποστατικού, αλλά είναι του έτους 2002, δύο χρόνια μετά την ενοικίαση. Από αυτές μόνο δύο δείχνουν τμηματική και μόνο άποψη της κουζίνας και των πάγκων, ενώ είναι φανερό, όπως και η ίδια η εφεσίβλητη κατέθεσε, ότι οι φωτογραφίες τραβήχθησαν για τα γενέθλια της θυγατέρας της και όχι επί σκοπώ να παρουσιάσουν τους πάγκους της κουζί[*1008]νας. Δεν έγιναν ιδιαίτερες ερωτήσεις ως προς το περιεχόμενο των φωτογραφιών και είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το νόημα της κρίσης του Δικαστηρίου ότι οι πάγκοι «δεν ήταν ευθεία» ή με ποιο τρόπο αυτή η «διαπίστωση» αναιρούσε, ή, υποβίβαζε, μεταξύ άλλων, την αξία της μαρτυρίας Σταυρινού.

 

Μετέπειτα, ως προς τη χρήση της τουαλέττας και τη σκουριά που έτρεχε από τα μίξερ του αποχωρητηρίου στο πάτωμα έτσι ώστε να σηκωθούν κάποια κεραμικά και να αλλάξει το χρώμα τους, το Δικαστήριο είπε:

 

«Αν δηλαδή τρέχει σκουριά από ένα μίξερ, φταίει αυτός που το χρησιμοποιεί; Και ποιος είναι ο ορθός και κανονικός τρόπος χρήσης μιας τουαλέττας για να μην έχει σκουριά;  Αφού, όπως το περιέγραψε ο μάρτυρας, η σκουριά έτρεχε με το νερό.»

 

Και αργότερα το Δικαστήριο στην απόφαση ασχολούμενο με τα υδραυλικά είπε ότι το πρόβλημα που υπήρχε με το νερό και την ακαταλληλότητα του, «ίσως εξηγεί τη σκουριά στους χώρους υγιεινής».

 

Ως προ τα κεραμικά που έσπασαν ή ράγισαν και χρειάζονταν αντικατάσταση, το Δικαστήριο είπε:

 

«Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι βέβαια, εάν κάποιος ήθελε να προβεί σε κακόβουλη ζημιά, γιατί έδειξε τόση προσοχή και μάλιστα φρόντισε να μην σπάσουν τα κεραμικά; Και τα στοίβαζε αφήνοντας τα στο χώρο;»

 

Υπό το φως των ανωτέρω, δεν είναι ούτε ευδιάκριτο γιατί η μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα απερρίφθη στο σύνολο της.  Με την κρίση ότι ο εφεσείων ήθελε ουσιαστικά να κάμει ανακαίνιση στο υποστατικό «και αυτό έκαμε». Τη στιγμή που το Δικαστήριο δέχθηκε κάποιους από τους μάρτυρες του εφεσείοντα ότι όντως επιδιόρθωσαν το υποστατικό ως αποτέλεσμα του τι οι ίδιοι είδαν ότι δηλαδή το υποστατικό ήταν σε κακά χάλια, «αχούρι» (έστω και αν αυτό ήταν υπερβολή), υπήρχαν πολλά κεραμικά σπασμένα, τοίχοι με τρύπες, πάγκοι λιωμένοι κλπ.  Σε μεγάλο βαθμό αυτή ήταν και η μαρτυρία του εφεσείοντα, η οποία επιβεβαιωνόταν και από τη μαρτυρία του Α. Τερεζόπουλου, Μ.Α.2, που απερρίφθη ως «πολύ χαμηλής αξίας».

 

Απορρέει από όλα τα πιο πάνω ότι το Εφετείο δεν μπορεί να [*1009]προβεί σε πρωτογενή αξιολόγηση της μαρτυρίας έχοντας υπόψη το σύνολο αυτής και του τρόπου αξιολόγησης της από το Δικαστήριο με τις αντιφάσεις που έχουν ήδη διαπιστωθεί και που προκύπτουν από το σκεπτικό του. Το Δικαστήριο προέβη σε μια μικροσκοπική ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας, συζητώντας λεπτομέρειες και μικροαντιφάσεις μεταξύ των μαρτύρων για να τις αναδείξει σε ουσιώδη θέματα προς πλήρη αποκλεισμό της υπόθεσης του εφεσείοντα. Του διέφυγε έτσι η συνολική εικόνα που αναδυόταν από τη μαρτυρία.

 

Μοιραίως και παρά την πάροδο του χρόνου που διέρρευσε, η υπόθεση θα πρέπει να επανεκδικαστεί από Δικαστήριο άλλο από αυτό που εκδίκασε την υπόθεση. Υποδεικνύεται όμως το αυτονόητο ότι τουλάχιστον η μαρτυρία των Μ.Α.4 και Μ.Α.6 ως έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως υποδηλώνει και την αποδοχή των ποσών που αντιστοιχούν με τα Τεκμήρια 5, 5Α και 10, ήτοι, για το συνολικό ποσό των £1.500 ή το αντίστοιχο σε ευρώ. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την επανεκδίκαση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστήριο. Τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα υπέρ της εφεσίβλητης έξοδα ακυρώνονται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στην πορεία και στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο