Ιωάννου Παναγιώτης ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ και Άλλης (Αρ. 1) (2014) 1 ΑΑΔ 1021

ECLI:CY:AD:2014:A351

(2014) 1 ΑΑΔ 1021

[*1021]27 Μαΐου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

2. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 181/2010)

 

 

Έφεση ― Αίτηση τροποποίησης λόγων έφεσης ― Δ.35 Θ.4 ― Απορριπτική κατάληξη ― Επιχειρήθηκε εισαγωγή θεμάτων που δεν συζητήθηκαν πρωτόδικα, τα οποία δεν συνιστούσαν περαιτέρω αιτιολόγηση των υφιστάμενων λόγων έφεσης.

 

Έφεση ― Αίτηση τροποποίησης λόγων έφεσης ― Καθυστέρηση στην υποβολή της, δεν πρέπει να οδηγεί άνευ ετέρου σε απόρριψη.

 

Η αίτηση είχε ως αντικείμενο την εξέταση αιτήματος του εφεσείοντα βάσει της Δ.35 Θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών και του Καν.3 του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, για προσθήκη νέου λόγου έφεσης και ανάπλασης των υφισταμένων.

 

Η αίτηση υποστηρίχθηκε από σύντομη ένορκη δήλωση του εφεσείοντα όπου, αφενός, ανέφερε ότι η έφεση καταχωρήθηκε από τον ίδιο χωρίς νομική συμβουλή και, αφετέρου, ότι αφού διόρισε δικηγόρο έτυχε συμβουλής για την ανάγκη τροποποίησης της έφεσης με την σύμπτυξη αλλά και περαιτέρω αιτιολόγηση των ήδη υπαρχόντων λόγων έφεσης και την προσθήκη ενός ακόμη, δωδέκατου λόγου, έφεσης.  Όπως δε ανέφερε ότι συμβουλεύθηκε, θα ήταν δίκαιο και εύλογο να γίνει δεκτή η αίτηση του γιατί μόνο έτσι θα ετύγχαναν εξέτασης τα κρίσιμα νομικά σημεία της υπόθεσης του.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση των εφεσιβλήτων, οι οποίες ήγειραν μεταξύ άλλων, ζητήματα παρατυπίας της αίτησης, καθυστέρησης υποβολής της χωρίς καμιά δικαιολογία, εισαγωγής νέων ζητη[*1022]μάτων που δεν ηγέρθηκαν πρωτοδίκως κ.α.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αίτηση καταχωρήθηκε μετά την ανταλλαγή των περιγραμμάτων, αλλά στο γεγονός αυτό δεν προσδώθηκε αποφασιστική σημασία καθότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης  δεν οδηγεί άνευ ετέρου και σε απόρριψη.

2.  Προσεκτική ανάγνωση των προτεινόμενων τροποποιήσεων σε σχέση με τους υφιστάμενους λόγους έφεσης, αποκάλυπτε ότι αυτές δεν συνιστούσαν όπως προβλήθηκε σύμπτυξη και περαιτέρω αιτιολόγηση των υφιστάμενων λόγων έφεσης, αλλά υπό τον μανδύα αυτό, εισάγονταν νέα θέματα που δεν συζητήθηκαν πρωτόδικα κατά παράβαση της καλώς καθιερωμένης αρχής ότι θέματα - νομικά και πραγματικά – που δεν ηγέρθηκαν πρωτόδικα, δεν εγείρονται ενώπιον του Εφετείου.

3.  Περαιτέρω η ουσία του προτεινόμενου νέου λόγου έφεσης αφορούσε ζητήματα στα οποία έχει αποφανθεί η νομολογία αναφορικά με το ζήτημα της παράβασης των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας. Παράλληλα ήταν δυσνόητη η προτεινόμενη αιτιολογία.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Συρίμη ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131,

 

Καλλικά ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238,

 

Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825,

 

Investylia Public Company Ltd v. Γαβριηλίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1202,

 

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 237,

 

Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

 

Flecha Contracting Ltd v. M.C. Michael Development Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 495,

 

[*1023]Σάουρος κ.α. ν. Φιλίππου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203.

 

Έφεση-Αίτηση.

 

Αίτηση από τον εφεσείοντα στα πλαίσια της πιο πάνω Έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ιωαννίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 13725/02), ημερομηνίας 30/4/2010.

 

Ε. Μελεάγρου (κα), για Eφεσείοντα-αιτητή.

 

Μ. Κωνσταντίνου (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ και Αντώνη Πασχαλίδη & Σία ΔΕΠΕ, για Eφεσίβλητους-Kαθ’ ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας είναι η εξέταση αίτησης του εφεσείοντα βάσει της Δ.35 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών  και του Καν.3 του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, για προσθήκη νέου λόγου έφεσης και ανάπλασης των υφισταμένων.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση των εφεσιβλήτων – της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (εφεσίβλητης 1) και της Ελληνικής Τράπεζας (Επενδύσεις) Λτδ (εφεσίβλητης 2) - αλλά προτού γίνει αναφορά στις εκατέρωθεν θέσεις θα ’ταν χρήσιμο να προηγηθεί σύντομη καταγραφή του ιστορικού της υπόθεσης που παραπέμπει στην περίοδο της έντονης χρηματιστηριακής δραστηριότητας. Έχει ως ακολούθως:

 

Στις 15.2.2000 η εφεσίβλητη 1 αποδέχτηκε αίτηση συμμετοχής του εφεσείοντα στο επενδυτικό σχέδιο Investor Account (στο εξής το Σχέδιο) και την ίδια ημέρα άνοιξε επ’ ονόματι του τρεχούμενο λογαριασμό, αφού ο εφεσείοντας διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του την εφεσίβλητη 2 για να χειρίζεται τα της συμμετοχής του στο Σχέδιο.

 

Οι προσδοκίες του εφεσείοντα ότι θα αποκόμιζε οικονομικό όφελος από τη συμμετοχή του στο Σχέδιο δεν άργησαν να διαψευσθούν λόγω της πτωτικής πορείας του Χρηματιστηρίου, η [*1024]οποία μείωσε ουσιωδώς και την αξία των εξασφαλίσεων που είχε δώσει για να του παραχωρηθούν οι πιστωτικές διευκολύνσεις. Τούτου δοθέντος, η εφεσίβλητη 1 ζήτησε επιπλέον εξασφαλίσεις και επειδή ο εφεσείοντας δεν ανταποκρίθηκε, τερμάτισε την μεταξύ τους σύμβαση και στις 20.12.02 καταχώρησε εναντίον του αγωγή με την οποία αξίωνε το ποσό των Λ.Κ.100.759,19 (€172.157,30), πλέον τόκους, που αντιπροσώπευε το χρεωστικό υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού κατά την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

 

Ο εφεσείων αντέδρασε στην αγωγή με πολυσέλιδη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταξίωσης εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων, η οποία τροποποιήθηκε σε προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας - τον Δεκέμβριο του 2008 - και αφού στο μεταξύ είχαν καταθέσει οι έξι από τους εννέα μάρτυρες των εφεσιβλήτων.

 

Τελικά, η ακρόαση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2009 και τον Απρίλη του 2010 εκδόθηκε αιτιολογημένη απόφαση, με την οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων να καταβάλει στην εφεσίβλητη 1 το ποσό των €166.243,48 με τόκο 9% επί ποσού €143.947,13 από 1.10.02. Σ’ ότι δε αφορά την Υπεράσπιση και Ανταξίωση, αυτές απορρίφθηκαν ως αβάσιμες.

 

Ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση την οποία πρόσβαλε με πολυσέλιδη Ειδοποίηση Έφεσης που ετοίμασε και καταχώρισε ο ίδιος. Παραπονείται, σχετικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή και να κάνει αποδεκτή την ανταπαίτηση του και, μεταξύ άλλων, διατείνεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν συνιστούσαν έκφραση δημόσιας πολιτικής και ότι η παράλειψη της εφεσίβλητης 1 να του γνωστοποιήσουν το περιεχόμενό τους δεν συνιστούσε ουσιώδη συμβατική υποχρέωση, όπως λανθασμένα δεν εφαρμόστηκαν από το (πρωτόδικο) Δικαστήριο οι αρχές της επιείκειας σύμφωνα με τις οποίες η εφεσίβλητη 2, ως εμπιστευματοδόχος των αξιών του, όφειλε να τις διαχειρίζεται με φροντίδα, εντιμότητα, δεξιότητα και θέτοντας τα συμφέροντα του υπεράνω των δικών της.

 

Η έφεση ορίστηκε για προδικασία στις 1.2.2011 και στη βάση των οδηγιών που δόθηκαν, ο εφεσείοντας καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης στις 17.3.11 και οι εφεσίβλητοι στις 29.4.11.  Παρολ’ αυτά η Έφεση δεν οδηγήθηκε σε ακρόαση επί της ουσίας καθότι στις 6.12.12 ο εφεσείων κατέθεσε μέσω δικηγόρου αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας και για προσθήκη 12ου λόγου [*1025]έφεσης. Όμως, στη συνέχεια, άλλαξε δικηγόρο και στις 30.5.13 η νέα δικηγόρος απέσυρε την αίτηση τροποποίησης που ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 19.6.13 και αντ’ αυτής καταχώρησε στις 3.10.13 την παρούσα. Με αυτή, όπως σημειώνεται πιο πάνω, επιδιώκεται η τροποποίηση των λόγων έφεσης με την προσθήκη νέου λόγου έφεσης και ανάπλασης των υφιστάμενων.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από σύντομη ένορκη δήλωση του εφεσείοντα όπου, αφενός, τονίζει ότι η έφεση καταχωρήθηκε από τον ίδιο χωρίς νομική συμβουλή και, αφετέρου, ότι τώρα που διόρισε δικηγόρο έτυχε συμβουλής για την ανάγκη τροποποίησης της έφεσης «… με την σύμπτυξη αλλά και περαιτέρω αιτιολόγηση των ήδη υπάρχοντων λόγων έφεσης και την προσθήκη ενός ακόμη, δωδέκατου λόγου, έφεσης». Όπως δε συμβουλεύεται, θα ’ταν δίκαιο και εύλογο να γίνει δεκτή η αίτηση του  γιατί μόνο έτσι θα τύχουν εξέτασης τα κρίσιμα νομικά σημεία της υπόθεσης του και να επιτευχθεί απονομή δικαιοσύνης.

 

Από την πλευρά τους οι εφεσίβλητες διατυπώνουν μια σειρά από λόγους για απόρριψη της αίτησης, πλήρης καταγραφή των οποίων δεν θα εξυπηρετούσε κάποιο χρήσιμο σκοπό. Σημειώνεται ωστόσο ότι εγείρουν θέμα (α) παρατυπίας της αίτησης, (β) καθυστέρησης υποβολής της χωρίς να δίδεται προς τούτο καμιά δικαιολογία, (γ) ασάφειας των αιτουμένων τροποποιήσεων που δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν, (δ) εισαγωγής νέων ζητημάτων που δεν ηγέρθηκαν πρωτοδίκως, όπως ότι ο λογαριασμός του εφεσείοντα ήταν «margin account», ότι το υπόλοιπο δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα δυσλειτουργίας του Σχεδίου και ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 43 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου που αποτελεί την ουσία του προτεινόμενου 12ου λόγου που δεν ηγέρθη πρωτόδικα και (ε) μη αναγκαίων τροποποιήσεων εφόσον το ζήτημα της παράβασης των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας αποφασίστηκε στις υποθέσεις Συρίμη ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131 και Καλικά ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις με περιγράμματα αγορεύσεων,  παραπέμποντας το Εφετείο και στην  πλούσια νομολογία επί του θέματος. Πράγματι υπάρχει τέτοια νομολογία, σύμφωνα με την οποία η τροποποίηση των λόγων έφεσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου η οποία ασκείται πάντοτε με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης (Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825) και προς τούτο συνεκτιμούνται διάφο[*1026]ροι παράγοντες. Μεταξύ αυτών, ο χρόνος υποβολής της αίτησης, η φύση των προτεινόμενων τροποποιήσεων, κατά πόσο έγκριση τους θα επηρεάσει  δυσμενώς τα συμφέροντα της άλλης πλευράς, αν αποτελούν προσθήκη νέου ή νέων λόγων που δεν ηγέρθηκαν προηγουμένως, ή κατά πόσο με αυτές διευρύνεται ή όχι η βάση της έφεσης. Παραπέμπουμε συναφώς στην Investylia Public Company Ltd v. Γαβριηλίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1202 όπου γίνεται επισκόπηση της νομολογίας επί του θέματος και όπου, με αναφορά στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 237, επισημαίνεται πως η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται οι τροποποιήσεις εκτός βέβαια αν σοβαροί λόγοι συνηγορούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Έχοντας κατά νουν τις πιο πάνω αρχές εξετάσαμε με προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον μας. Να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς ότι η αίτηση καταχωρήθηκε μετά την ανταλλαγή των περιγραμμάτων, αλλά στο γεγονός αυτό δεν θα προσδώσουμε αποφασιστική σημασία καθότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης δεν πρέπει άνευ ετέρου να οδηγεί και σε απόρριψη (Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323 και Flecha Contracting Ltd v. M.C. Michael Development Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 495). Τοσούτω μάλλον όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, την έφεση την ετοίμασε προσωπικά ο εφεσείων. Όμως δεν μπορεί να μη δοθεί η πρέπουσα σημασία στο γεγονός ότι η πρώτη αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε μέσω δικηγόρου στις 6.12.12 και παρόλο που ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 19.6.13, αποσύρθηκε στις 30.5.2013 από τη νέα δικηγόρο με το αιτιολογικό «… ότι χρειάζεται χρόνο να μελετήσει την υπόθεση και να καταλήξει στο θέμα τροποποίησης της έφεσης».  Είναι, επομένως, η δεύτερη αίτηση για τροποποίηση και ως θέμα τάξεως δεν μπορεί να δίνεται η εντύπωση ότι κάθε φορά που ένας διάδικος αλλάζει δικηγόρο έχει εκ προοιμίου και δυνατότητα να τερματίζει υφιστάμενα δικονομικά διαβήματα και στη θέση τους, αφού τα αναμορφώσει, να προβαίνει σε νέα. Τέτοια πορεία, όπως είναι αυτονόητο, προσθέτει περαιτέρω στην καθυστέρηση και βλάπτει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης σ’ ότι αφορά τον χρόνο απονομής της και επομένως δεν μπορεί να τύχει εγκρίσεως. Παρολ’ αυτά θα ασκούσαμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της αποδοχής της αίτησης αν αυτό ήταν το μόνο πρόβλημα. Δεν είναι όμως. Προσεκτική ανάγνωση των προτεινόμενων τροποποιήσεων σε σχέση με τους υφιστάμενους λόγους έφεσης, αποκαλύπτει ότι αυτές δεν συνιστούν «… σύμπτυξη και περαιτέρω αιτιολόγηση των υφιστάμενων λόγων έφεσης…», αλλά υπό τον μανδύα αυτό [*1027]εισάγονται νέα θέματα που δεν συζητήθηκαν πρωτόδικα κατά παράβαση της καλώς καθιερωμένης αρχής ότι θέματα - νομικά και πραγματικά – που δεν ηγέρθηκαν πρωτόδικα δεν εγείρονται ενώπιον του Εφετείου (Σάουρος κ.ά. ν. Φιλίππου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203). Με αυτά τα δεδομένα, και λαμβανομένου υπόψη ότι η ουσία του προτεινόμενου ως 12ου λόγου έφεσης αφορά το ζήτημα της παράβασης των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας που ήδη αποφασίστηκε στις υποθέσεις Συρίμη και Καλικά (ανωτέρω) καθώς επίσης και του δυσνόητου της προτεινόμενης αιτιολογίας, καταλήξαμε να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια προς την κατεύθυνση απόρριψης της αίτησης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα – αιτητή και υπέρ των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η αίτηση.

 

Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή αλλά θα είναι πληρωτέα στο τέλος της δίκης.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο