Πετρούδη Στυλιανή ν. Χρίστου Αντωνίου (2014) 1 ΑΑΔ 1133

ECLI:CY:DOD:2014:10

(2014) 1 ΑΑΔ 1133

[*1133]6 Ιουνίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

(Έφεση Αρ. 21/2013)

 

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΕΤΡΟΥΔΗ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Έφεση Αρ. 22/2013)

 

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΕΤΡΟΥΔΗ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Εφέσεις Αρ. 21/2013, 22/2013)

 

 

Δικαιοδοσία Κυπριακών Δικαστηρίων ― Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ― Κατά πόσον κέκτηται εξουσίας όταν έφεση η οποία εμπίπτει στη δικαιοδοσία του, καταχωρείται με Αναφορά στην Ειδοποίηση Έφεσης ως απευθυντέα στο Ανώτατο Δικαστήριο ― Δεν ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου λόγω μη ύπαρξης έγκυρης έφεσης.

 

Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Έφεση ― Πότε η απουσία έγκυρης έφεσης δεν συνιστά παρατυπία δυνάμενη να θεραπευθεί.

 

Νομολογία ― Απόκλιση από Δικαστικό προηγούμενο ― Εφαρμοστέες αρχές.

[*1134]Στο αρχικό στάδιο της ακρόασης των εφέσεων, το Εφετείο επέσυρε την προσοχή των συνηγόρων των δύο πλευρών στο γεγονός ότι και στις δύο εφέσεις, στο χώρο που παρέχεται στην Ειδοποίηση Έφεσης, για σκοπούς αναφοράς στο Δικαστήριο όπου καταχωρούνται οι εφέσεις, αντί να γίνεται αναφορά στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, που είναι και το Δικαστήριο το οποίο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάσει τις εφέσεις, γινόταν αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Ενόψει των προνοιών του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία και την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, το ζήτημα που εγειρόταν ήταν, σύμφωνα με τη νομολογία, συνυφασμένο με το παραδεκτό της έφεσης και συνεπώς με την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο να εκδικάσει τις δύο εφέσεις.

 

Συνακόλουθα ζητήθηκαν οι απόψεις των δύο συνηγόρων, προκειμένου το ζήτημα να αποφασιστεί προδικαστικά.

 

Επειδή το εγειρόμενο ζήτημα ήταν κοινό, οι δύο εφέσεις ακούστηκαν μαζί.

 

Μεταξύ άλλων, οι συνήγοροι της εφεσείουσας αντιπαραβάλλοντας τα γεγονότα της υπό κρίσης έφεσης με εκείνα υποθέσεων σχετικής με το ζήτημα νομολογίας, κάλεσαν το Εφετείο όπως διαφοροποιηθεί  από τη συγκεκριμένη νομολογία.

 

Υποστήριξαν τις θέσεις τους  με αναφορά στις πρόνοιες του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τους Κανονισμούς του 2002 και 2007, όπως και στις πρόνοιες της Δ.35, Θ. 3, οι οποίες τυγχάνουν, mutatis mutandis εφαρμογής ( σχετικός ο Κανονισμός 10).

 

Η εφεσείουσα συμμορφώθηκε, όπως υποστήριξαν πλήρως με  τις πρόνοιες του Θ. 3 της Δ.35, καταχωρώντας τις εφέσεις της, όχι στο κοινό Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο οποίο οι εφεσείοντες στις υποθέσεις της σχετικής νομολογίας είχαν καταχωρίσει τις δικές τους εφέσεις, αλλά στο Πρωτοκολλητείο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εξέδωσε τις εκκαλούμενες αποφάσεις, ως προνοείται από το Θεσμό 3 της Δ.35.

 

Για το σκοπό αυτό μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε, επεσήμαναν οι συ[*1135]νήγοροι της εφεσείουσας, ο καθορισμένος από τον εν λόγω Θεσμό Τύπος, ήτοι ο Τύπος 28, στον οποίο δεν γίνεται αναφορά σε Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, αλλά σε Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Συνεπώς, ισχυρίστηκαν, διαγραφή της αναφοράς σε «Ανώτατο Δικαστήριο» και αντικατάσταση της από «Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο», θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στον καθορισμένο από τους Θεσμούς Τύπο.

 

Τις αντίθετες απόψεις εξέφρασε ο  συνήγορος του εφεσίβλητου, ο οποίος παρέπεμψε στις αρχές, που επί του προκειμένου, καθιέρωσε η νομολογία επί του θέματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι πρόδηλο ότι το ερώτημα, που εγειρόταν στην προκειμένη, ήταν κατά πόσον παρεχόταν ή όχι ευχέρεια στο Εφετείο να διαφοροποιηθεί, ως η εισήγηση της εφεσείουσας, από το λόγο (ratio) των αποφάσεων Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο κάτω).

2.  Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από τη νομολογία, έχουν πλέον νομολογιακά παγιωθεί. Παρέχεται στο Δικαστήριο τέτοια δυνατότητα εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη.

3.  Προέκυπτε στην προκειμένη το συμπέρασμα ότι ουδέποτε είχε ενεργοποιηθεί με τα φερόμενα ως «Ειδοποίηση Εφέσεως» έγγραφα, η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε από τις  δύο εφέσεις.

4.  Η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ενεργοποιείται μόνο με την Ειδοποίηση Έφεσης στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, που είναι το ένδικο μέσο για την αναθεώρηση απόφασης ή διατάγματος Πρωτοβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.

5.  Στην παρούσα περίπτωση, η φερόμενη ως Ειδοποίηση Έφεσης, στην κάθε μια από τις δύο εφέσεις, δεν απευθυνόταν στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο που έχει συσταθεί με το Νόμο 23/90 και έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται εφέσεων εναντίον διαταγής ή απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αλλά στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο όμως δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.

6.  Το γεγονός ότι οι εφέσεις καταχωρήθηκαν στο Πρωτοκολλητείο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εξέδωσε και τις πρωτόδικες εκκαλούμενες αποφάσεις, όπως και το γεγονός ότι στο χρησιμοποιηθέν έντυπο Τύπος 28 που προβλέπεται από τους [*1136]Θεσμούς, αναγράφεται Ανώτατο Δικαστήριο, δεν αλλάζει την κατάσταση και δεν ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, έτσι ώστε να δικαιολογείται η απόκλιση ή διαφοροποίηση από τη νομολογία.

7.  Επομένως ενώπιον του Εφετείου δεν υπήρχαν έγκυρες εφέσεις. Κατά συνέπεια δεν υπήρχε αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εξετάσει την ουσία τους.

8.  Θέμα τροποποίησης των εφετηρίων δεν εγειρόταν, επειδή η συγκεκριμένη έλλειψη έγκυρων εφέσεων δεν συνιστά παρατυπία δυνάμενη να θεραπευθεί.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200,

 

Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1224,

 

Θεοδώρου ν. Νεοφύτου (2013) 1 Α.Α.Δ. 2139,

 

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

 

Α. Panayides Constructions Ltd. v. Charalambous (2004) 1 A.A.Δ. 416.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σεργίδης, Πρ. Οικ. Δικαστηρίου), (Αιτήσεις Αρ. 239/06, και 451/10), ημερομηνίας 7/8/2013.

 

Ηρ. Κυριακίδης με Αρ. Παντελή, για την Εφεσείουσα.

 

Δ. Καϊλής, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του ημερομηνίας 9/8/2013, ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επέβαλε στην εφεσείουσα άμεση ποινή φυλάκισης τεσσάρων ημερών, όπως και πρόστιμο €500, αφού με προηγούμενη απόφαση του ημερομηνίας 7/8/2013 είχε κρίνει την εφεσείουσα ένοχη για παρακοή διατάγματος. Η ορθότητα των εν λόγω δύο αποφάσεων αμφισβητείται με την Έφεση 21/13.

 

Επίσης, στις 7/8/2013 ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας απέρριψε, με χωριστή όμως απόφαση, αίτηση της εφεσείουσας, με την οποία η τελευταία επεδίωκε αναστολή ή τροποποίηση του πρωτόδικου Διατάγματος ημερομηνίας 6/12/2006, το οποίο ρύθμιζε τα της επικοινωνίας του πρώην συζύγου της, εφεσιβλήτου, με το ανήλικο παιδί τους. Η ορθότητα της εν λόγω απόφασης αμφισβητείται με την Έφεση 22/13.

 

Στο αρχικό στάδιο της ακρόασης και προτού καλέσουμε τους ευπαίδευτους συνηγόρους να αγορεύσουν επί της ουσίας των εφέσεων, επισύραμε την προσοχή τους στο γεγονός ότι και στις δύο εφέσεις, στο χώρο που παρέχεται στην Ειδοποίηση Έφεσης, για σκοπούς αναφοράς στο Δικαστήριο που καταχωρούνται οι εφέσεις, αντί να γίνεται αναφορά στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, που είναι και το Δικαστήριο το οποίο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάσει τις εφέσεις, γίνεται αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Εφόσον, ενόψει των προνοιών του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία και την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, το ζήτημα που εγείρεται είναι, σύμφωνα με τη νομολογία*, συνυφασμένο με το παραδεκτό της έφεσης και συνεπώς με την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο να εκδικάσει τις δύο εφέσεις, ζητήσαμε τις απόψεις των δύο συνηγόρων, προκειμένου το ζήτημα να αποφασιστεί προδικαστικά.

 

Επειδή το εγειρόμενο ζήτημα είναι κοινό, οι δύο εφέσεις ακούστηκαν μαζί.

 

Στη σύντομη, πλην όμως περιεκτική, αγόρευση τους, οι συνήγοροι της εφεσείουσας, αντιπαραβάλλοντας, στο βαθμό και την έκταση βέβαια που για σκοπούς εξέτασης του συγκεκριμένου ζητήματος, μας ενδιαφέρουν, τα γεγονότα των υποθέσεων Θεοδώ[*1138]ρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο πάνω), τα οποία να σημειωθεί συγκρινόμενα μεταξύ τους, δεν διαφέρουν, με τα αντίστοιχα γεγονότα που περιβάλλουν τις δύο ενώπιον μας εφέσεις, τα οποία διαφέρουν από τα γεγονότα των εν λόγω τριών υποθέσεων, και παράλληλα επισημαίνοντας την ουσιαστική διαφορά που υπάρχει μεταξύ της κοινής βάσης πάνω στην οποία οι εφεσείοντες στις τρεις προηγούμενες υποθέσεις βάσισαν την επιχειρηματολογία τους, από τη μια και της βάσης επί της οποίας εδράζεται η επιχειρηματολογία της εδώ εφεσείουσας, από την άλλη, μας κάλεσαν να διαφοροποιηθούμε από τη συγκεκριμένη νομολογία.

 

Συγκεκριμένα, στις τρεις προηγούμενες υποθέσεις, οι σχετικές με το εγερθέν ζήτημα, θέσεις των εφεσειόντων, προωθήθηκαν αποκλειστικά, στη βάση ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να κάμουν αναφορά στις Ειδοποιήσεις Έφεσης στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, συνιστούσε απλή παρατυπία, η οποία μάλιστα θα μπορούσε να θεραπευθεί. Να σημειωθεί ότι και στις τρεις αυτές περιπτώσεις η έφεση καταχωρήθηκε στο κοινό Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και με μονομερή πράξη και απόφαση του προσωπικού του Πρωτοκολλητείου περιλήφθηκαν στο μητρώο που τηρείται για εφέσεις ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Σε αντίθεση με τους εφεσείοντες στις υποθέσεις Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο πάνω), οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εδώ εφεσείουσας, με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 21 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 23/90, όπως και στις πρόνοιες του εδαφίου (4) του Άρθρου 111 του Συντάγματος, υποστήριξαν ότι εκείνο που προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των εν λόγω προνοιών είναι πως το μόνο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο να επιληφθεί έφεσης η οποία στρέφεται εναντίον απόφασης Πρωτοβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, είναι το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, του οποίου η δικαιοδοσία επί τούτου είναι αποκλειστική. Με δεδομένη την εν λόγω αποκλειστική αρμοδιότητα του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, το ερώτημα που εγείρεται είναι, σύμφωνα με τους συνηγόρους, «κατά πόσο υπήρξε εκ μέρους της εφεσείουσας παράβαση οιουδήποτε Δικονομικού Κανόνα κατά την καταχώρηση και προώθηση της παρούσας (των εφέσεων), λόγω της οποίας ενδεχομένως να μην ενεργοποιείται τελικώς η δικαιοδοσία αυτή του Δικαστηρίου ή να καθιστά τη διαδικασία εξ υπαρχής άκυρη».

 

Το πιο πάνω ερώτημα συζητήθηκε από τους συνηγόρους με αναφορά στις πρόνοιες του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τους Κανονισμούς του 2002 και 2007, όπως και στις πρόνοιες της Δ.35, θ. 3*, οι οποίες τυγχάνουν, mutatis mutandis (βλ. Κανονισμό 10), εφαρμογής. Η εφεσείουσα συμμορφώθηκε, επεσήμαναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της, πλήρως με  τις πρόνοιες του Θ. 3 της Δ.35, καταχωρώντας τις εφέσεις της, όχι στο κοινό Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο οποίο οι εφεσείοντες στις υποθέσεις Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο πάνω) είχαν καταχωρίσει τις δικές τους εφέσεις, αλλά στο Πρωτοκολλητείο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που έκδωσε τις εκκαλούμενες αποφάσεις, ως προνοείται από το Θεσμό 3 της Δ.35. Για το σκοπό αυτό μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε, επεσήμαναν οι συνήγοροι της εφεσείουσας, ο καθορισμένος από τον εν λόγω Θεσμό Τύπος, ήτοι ο Τύπος 28, στον οποίο δεν γίνεται αναφορά σε Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, αλλά σε Ανώτατο Δικαστήριο. Συνεπώς, ισχυρίστηκαν οι συνήγοροι, διαγραφή της αναφοράς σε «Ανώτατο Δικαστήριο» και αντικατάσταση της από «Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο», θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στον καθορισμένο από τους Θεσμούς Τύπο.

 

Τις αντίθετες βέβαια απόψεις εξέφρασε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου, ο οποίος στην ουσία μας κάλεσε να ακολουθήσουμε τις αρχές που επί του προκειμένου καθιέρωσε η νομολογία, την οποία και έχουμε παραθέσει πιο πάνω.

 

Είναι πρόδηλο ότι το ερώτημα, που στην ουσία είναι και το μόνο ερώτημα που εγείρεται, είναι: «Παρέχεται ή όχι ευχέρεια να διαφοροποιηθούμε, ως η εισήγηση της εφεσείουσας, από το λόγο (ratio) των αποφάσεων Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο πάνω);»

 

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από τη νομολογία, έχουν πλέον νομολογιακά παγιωθεί. Παρέχεται στο δικαστήριο τέτοια δυνατότητα εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη. (Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 και Α. Panayides Constructions Ltd. v. Charalambous (2004) 1 A.A.Δ. 416).

 

[*1140]Έχουμε μελετήσει τις εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών και έχουμε καταλήξει, παρά την ελκυστική ομολογουμένως επιχειρηματολογία των συνηγόρων της εφεσείουσας, στο ομόφωνο συμπέρασμα ότι ουδέποτε έχει ενεργοποιηθεί με τα φερόμενα ως «Ειδοποίηση Εφέσεως» έγγραφα, η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε από τις ενώπιον μας δύο εφέσεις. Η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ενεργοποιείται μόνο με την Ειδοποίηση Έφεσης στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, που είναι το ένδικο μέσο για την αναθεώρηση απόφασης ή διατάγματος Πρωτοβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση, η φερόμενη ως Ειδοποίηση Έφεσης, στην κάθε μια από τις δύο εφέσεις, δεν απευθύνεται στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο που έχει συσταθεί με το Νόμο 23/90 και έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται εφέσεων εναντίον διαταγής ή απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αλλά στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο όμως δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Το γεγονός ότι οι εφέσεις καταχωρήθηκαν στο Πρωτοκολλητείο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που έκδωσε και τις πρωτόδικες εκκαλούμενες αποφάσεις, όπως και το γεγονός ότι στο χρησιμοποιηθέν έντυπο Τύπος 28 που προβλέπεται από τους Θεσμούς, αναγράφεται Ανώτατο Δικαστήριο, δεν αλλάζει την κατάσταση και δεν ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, έτσι ώστε να δικαιολογείται η απόκλιση μας ή όπως έχουν εισηγηθεί οι συνήγοροι της εφεσείουσας, διαφοροποίηση μας από τη νομολογία. Επομένως ενώπιον μας δεν υπάρχουν έγκυρες εφέσεις. Κατά συνέπεια δεν έχουμε αρμοδιότητα να εξετάσουμε την ουσία τους. Θέμα τροποποίησης των εφετηρίων δεν εγείρεται, όχι γιατί δεν ζητήθηκε από την πλευρά της εφεσείουσας, αλλά γιατί η συγκεκριμένη έλλειψη έγκυρων εφέσεων δεν συνιστά παρατυπία δυνάμενη να θεραπευθεί (Νεοφύτου (πιο πάνω)).

 

Ως εκ των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο