Χριστοφή Μανώλης ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών (2014) 1 ΑΑΔ 1183

ECLI:CY:AD:2014:A413

(2014) 1 ΑΑΔ 1183

[*1183]20 Ιουνίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

 

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

 

v.

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΑΤΣΙΩΝ,

 

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2011)

 

 

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Διαδικασία εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά πόσον ήταν ορθή η ακολουθητέα διαδικασία εγγραφής και εκτέλεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση με διαφορετικό σκεπτικό.

 

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Προφορική γνωστοποίηση της διαιτητικής απόφασης ― Eφόσον ο Νόμος δεν προβλέπει για έγγραφη γνωστοποίηση, η προφορική γνωστοποίηση της απόφασης ικανοποιεί πλήρως τη σχετική απαίτηση του Νόμου.

 

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Το επαρχιακό Δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς ― Από την άλλη, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι’ αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση πρωτόδικη απόφαση  με την οποία επιτράπηκε η εγγραφή διαιτητικής απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον του στις 29/6/2007.

 

Σύμφωνα με τα πρακτικά της Διαιτησίας, η υπεύθυνη παρακολούθησης δανείων παρουσίασε εκ μέρους της εφεσίβλητης, τα σχετικά έγγραφα για απόδειξη της απαίτησης και ο εφεσείων ο οποίος παρουσιάστηκε στη διαιτησία, αναγνώρισε την οφειλή του. Ο Διαιτητής εξέδωσε τη διαιτητική του απόφαση η οποία, σύμφωνα με το σχετικό [*1184]πρακτικό, ήταν εναντίον του εφεσείοντα. Αυτή γνωστοποιείται γραπτώς στον πρωτοφειλέτη υπογράφοντας στο έντυπο (Τύπος αρ. 44Α).

 

Προέκυπτε από την απόφαση του Διαιτητή ότι η οφειλή αφορούσε ενυπόθηκο γραμμάτιο. Ο εφεσείων παραδέχθηκε στην ένορκη δήλωση του ημερ. 14/10/00 ότι ο Διαιτητής του «ανήγγειλε» την απόφαση του της «ίδιας ημέρας».

 

Ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση όπως προβλέπεται στο Άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Νόμοι 1985-2005).

 

Όλο το ιστορικό γεγονότων προκύπτει από τους προβληθέντες λόγους έφεσης οι οποίοι τέθηκαν ως εξής:

 

α) Δεν υπήρξε αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το αιτιολογικό του δεδικασμένου των εγειρόμενων θεμάτων με την απόφαση ημερ. 3/7/09 που αφορούσε στην αίτηση του αιτητή ημερ. 14/10/2008 για παραμερισμό και/ή ακύρωση της διαιτητικής απόφασης.

 

αα) Η αίτηση ημερ. 14/10/2008 και η απόφαση που ακολούθησε σ’ αυτήν στις 3/7/09 αφορούσε ενδιάμεση διαδικασία και θα μπορούσε να εφεσιβληθεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην κυρίως αίτηση ημερ. 3/12/2007 και επομένως δεν μπορούσε να υπάρχει τελεσιδικία για το λόγο ότι δεν εφεσιβλήθηκε.

 

αβ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε να εξετάσει και αποφασίσει κατά πόσο η Διαιτησία διεξήχθη νόμιμα και ότι η διαιτητική απόφαση γνωστοποιήθηκε στον ίδιο ως προνοούν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις προτού επιτρέψει την εγγραφή της.

 

β) Ήταν εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση του ημερ. 3/7/2009 αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε κατά την εξέταση της αίτησης ημερ. 14/10/2008. Θα έπρεπε ν’ απορριφθεί και να γίνει αποδεκτή η δική του και συγκεκριμένα ότι δεν του είχε γνωστοποιηθεί γραπτώς η διαιτητική απόφαση.

 

γ) Ήταν εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή ημερ. 13/5/2010 να μην εξαιρεθεί από την εκδίκαση της αίτησης.

 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1. Η προσεκτική εφαρμογή των όσων προβλέπονται στο Άρθρο 52 [*1185]του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Νόμοι 1985-2005) που διέπει την όλη διαφορά θα είχε ως αποτέλεσμα την ορθή και γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης μέσα  από τη δικαστική απόφαση στην καταχωρηθείσα αίτηση ημερ. 3/12/2007 για καταχώρηση και εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ημερ. 13/6/2007.

  2. Τα όσα ακολούθησαν της ως άνω καταχώρησης της αίτησης ημερ. 3/12/2007 ήταν το αποτέλεσμα παραγνώρισης του πιο πάνω άρθρου που είχε ως αποτέλεσμα την παλινδρόμηση της διαδικασίας.

  3. Στην απόφαση Re Δημοσθένους (2000) 1 Α.Α.Δ. 1699, κρίθηκε σχετικά ότι εφόσον ο Νόμος δεν προβλέπει για έγγραφη γνωστοποίηση, η προφορική γνωστοποίηση της απόφασης ικανοποιεί πλήρως τη σχετική απαίτηση του Νόμου.

  4. Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ήταν παραδεκτό από τον ίδιο τον εφεσείοντα στην ένσταση του αλλά και στην ένορκη δήλωση του που υποστήριζε την ένσταση του στην αίτηση για εγγραφή ημερ. 3/12/2007, ότι όταν εμφανίστηκε την ημέρα που καθορίστηκε για τη διαιτησία, ο Διαιτητής του ανάγγειλε την απόφαση. Το ίδιο παραδεχόταν και σ' άλλη ένορκη δήλωση του.

  5. Όπως γινόταν αντιληπτό, αυτός δεν καταχώρησε έφεση εντός της οριζομένης υπό του νόμου προθεσμίας των 21 ημερών όπου θα μπορούσε να προωθήσει όλα του τα παράπονα και αιτιάσεις.

  6. Αντίθετα άφησε το χρόνο να παρέλθει και όταν η εφεσίβλητη την 3/12/2007 καταχώρησε την αίτηση γι’ εγγραφή της διαιτητικής απόφασης την 14/10/2008, καταχώρησε ένσταση όπως δικαιούτο, στην αίτηση ημερ. 3/12/2007.

  7. Πέραν όμως αυτού χωρίς να έχει σχετική πρόβλεψη στο νόμο προχώρησε την ίδια ημέρα στην καταχώρηση αίτησης για ακύρωση και/ή παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης.

  8. Η διαιτητική απόφαση ημερ. 28/6/2007 μετά την πάροδο των 21 ημερών από την γνωστοποίηση της στον εφεσείοντα κατέστη τελική και δεν μπορούσε πλέον, σύμφωνα με το Νόμο, να προσβληθεί με τη διαδικασία της αίτησης ημερ. 14/10/2008 που καταχώρησε ο εφεσείων.

  9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης ημερ. 3/12/2007, γι’ εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, όφειλε μόνο να διαπιστώσει κατά πόσο αυτή επιδόθηκε, ότι η απόφαση έφερε τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα.

10.  Δυστυχώς ακολούθησε λανθασμένο τρόπο εξέτασης της αίτησης για εγγραφή ημερ. 3/12/2007 και στην απόφαση του ημερ. 28/1/11 κάνει αναφορά σε δεδικασμένο λόγω της απόφασης του ημερ. 3/7/2009 και ότι η ένσταση του εφεσείοντα στην αίτηση ημερ. 3/12/2007 αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας ενόψει της προηγηθείσας απόφασης του ημερ. 3/7/2009.

[*1186]11. Παρ’ όλο που η τελική του κρίση γι' εγγραφή της διαιτητικής απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι ορθή, εντούτοις αυτή στηρίχθηκε σε λανθασμένους λόγους.

12.  Με τη διαπίστωση αυτή παρείλκε και η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης που αφορούσε στη μη εξαίρεση του πρωτόδικου Δικαστή.

13.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου  για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, ήταν ορθή για τους λόγους που αναφέρθησαν από το Εφετείο και όχι γι’ αυτούς επί των οποίων στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χατζηγεωργίου Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς, (2012) 1 Α.Α.Δ. 707,

 

Re Δημοσθένους (2000) 1 Α.Α.Δ. 1699,

 

Διοικητικό Συμβούλιο Ταμείου Συντάξεων Δικηγόρου ν. Αντωνιάδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1915.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Καθ’ ου η αίτηση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 885/07), ημερομηνίας 28/1/2011.

 

Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Eφεσείοντα.

 

Γ. Καζαντζής, για τους Eφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Μια απλή κατά τ’ άλλα διαδικασία, που προβλέπεται από το Άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, έμελλε να οδηγήσει σε πολλαπλές αμφισβητήσεις, αριθμό ακροαματικών διαδικασιών, αποφάσεων και ασφαλώς αδικαιολόγητη απώλεια δικαστικού χρόνου προς ζημιά της γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης και των ίδιων των διαδίκων.

 

[*1187]Ο εφεσείων ήταν μέλος της εφεσίβλητης. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών, από 1/2/1984 με αρ. 1608. Προέκυψε διαφορά μεταξύ των δυο και ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών με απόφαση του ημερ. 22/5/07 την παρέπεμψε σε διαιτησία. Η διαιτησία ορίστηκε για την 28/6/07. Η ειδοποίηση του Διαιτητή για την ορισθείσα ημέρα Διαιτησίας επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 13/6/07. Ο εφεσείων παρουσιάστηκε στην Διαιτησία και ο Διαιτητής προχώρησε σ’ αυτή. Σύμφωνα με τα πρακτικά της Διαιτησίας εκ μέρους της εφεσίβλητης, η υπεύθυνη παρακολούθηση δανείων παρουσίασε τα σχετικά έγγραφα γι’ απόδειξη της απαίτησης και ο εφεσείων αναγνώρισε την οφειλή του. Ο Διαιτητής εξέδωσε την διαιτητική του απόφαση η οποία, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό το οποίο παρατίθεται αυτούσιο, ήταν «εναντίον του εφεσείοντα και της Υποθήκης με αρ. Υ11682/04 για το ποσό των £100959,14 με τόκο 7.5% ετησίως από 28/7/07 μέχρι εξοφλήσεως με έξοδα £50 η οποία γνωστοποιείται γραπτώς στον πρωτοφειλέτη υπογράφοντας στο έντυπο (Τύπος αρ. 44Α)». Όπως φαίνεται από την απόφαση του Διαιτητή η οφειλή αφορούσε το ενυπόθηκο γραμμάτιο υπ’ αρ. 7216400-2. Ο εφεσείων παραδέχεται στην ένορκη δήλωση του ημερ. 14/10/00 ότι ο Διαιτητής του «ανήγγειλε» την απόφαση του της «ίδιας ημέρας».

 

Ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση όπως προβλέπεται στο Άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Νόμοι 1985-2005). Αντίθετα καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 14/10/2008, μέσω δικηγόρου, αίτηση (Αρ. 885/2007) για παραμερισμό και/ή ακύρωση της Διαιτητικής απόφασης ημερ. 23/6/2007 και όπως μη επιτραπεί η εγγραφή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Αυτό δε έγινε, εκκρεμούσης αίτησης της εφεσίβλητης ημερ. 3/12/2007 με τον ίδιο αριθμό αίτησης για «καταχώρηση και εγγραφή» της άνω Διαιτητικής απόφασης ημερ. 28/6/2007. Στη συνέχεια ήγειρε θέμα εξαίρεσης του πρωτόδικου Δικαστού από την εκδίκαση της αίτησης ημερ. 3/12/2007 για το λόγο ότι επιλήφθηκε της αίτησης ημερ. 14/10/2008, η εκδίκαση της οποίας προηγήθηκε και προέβη σε αξιολόγηση μαρτυρίας η οποία θα προσφέρετο και στην αίτηση ημερ. 3/12/2007. Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της υπόθεσης, στις 3/7/2009 ο εφεσείων καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο και αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης γι’ εκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition. Σύμφωνα με τη σχετική δήλωση του συνηγόρου του εφεσείοντα ημερ. 3/7/2009, το πρώτο στρεφόταν εναντίον της διαιτητικής απόφασης ενώ με το δεύτερο επιδιώκετο η αναστολή της πρωτόδικης διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση της αίτησης για certiorari, αιτήματα που απορρίφθησαν.

[*1188]Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 28/1/2011 με την οποία επιτράπηκε η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ημερ. 28/6/07 ο εφεσείων προβάλλει τρεις λόγους.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη μη αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο με το αιτιολογητικό του δεδικασμένου των εγειρομένων θεμάτων με την απόφαση ημερ. 3/7/09 που αφορούσε την αίτηση ημερ. 14/10/2008 για παραμερισμό και/ή ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η αίτηση ημερ. 14/10/2008 και η απόφαση που ακολούθησε σ’ αυτήν στις 3/7/09 αφορούσε ενδιάμεση διαδικασία και θα μπορούσε να εφεσιβληθεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην κυρίως αίτηση ημερ. 3/12/2007 και επομένως δεν μπορούσε να υπάρχει τελεσιδικία για το λόγο ότι δεν εφεσιβλήθηκε.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, σύμφωνα με τον εφεσείοντα θα έπρεπε να εξετάσει και αποφασίσει κατά πόσο η Διαιτησία διεξήχθηκε νόμιμα και ότι η διαιτητική απόφαση γνωστοποιήθηκε στον ίδιο ως προνοούν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις προτού επιτρέψει την εγγραφή της.

 

Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται η κρίση του δικαστηρίου στην απόφαση του ημερ. 3/7/2009 αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε κατά την εξέταση της αίτησης ημερ. 14/10/2008. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η μαρτυρία που δόθηκε υπέρ της εφεσίβλητης θα έπρεπε ν’ απορριφθεί και να γίνει αποδεκτή η δική του και συγκεκριμένα ότι δεν του είχε γνωστοποιηθεί γραπτώς η διαιτητική απόφαση.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστή ημερ. 13/5/2010 να μην εξαιρεθεί από την εκδίκαση της αίτησης ημερ. 3/12/2007 που αφορούσε την εγγραφή της Διαιτητικής απόφασης.

 

Σύμφωνα πάντοτε με τον εφεσείοντα μετά την έκδοση της απόφασης ημερ. 3/7/2009 που αφορούσε την αίτηση ημερ. 14/10/2008, όπου έγινε αξιολόγηση μαρτυρίας από τον Δικαστή αυτός θα έπρεπε ν’ εξαιρεθεί από την εξέταση της αίτησης ημερ. 3/12/2007, όπου και πάλιν θα βρισκόταν στη θέση αξιολόγησης της ίδιας μαρτυρίας. Η εντύπωση που δημιουργήθηκε στον εφεσείοντα μετά την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 3/7/2009 είναι η ύπαρξη πραγματικής προκατάληψης του Δικαστού. Επίσης είναι η θέση του ότι ο πρωτόδικος Δικαστής ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τις κατευθυντήριες γραμμές της νομολογίας περί εξαίρεσης Δικαστού.

[*1189]Η προσεκτική εφαρμογή των όσων προβλέπονται στο Άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Νόμοι 1985-2005) που διέπει την όλη διαφορά θα είχε ως αποτέλεσμα την ορθή και γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης μέσα βέβαια από την δικαστική απόφαση στην καταχωρηθείσα αίτηση ημερ. 3/12/2007 για καταχώρηση και εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ημερ. 13/6/2007.  Τα όσα ακολούθησαν της ως άνω καταχώρησης της αίτησης ημερ. 3/12/2007 ήταν το αποτέλεσμα παραγνώρισης του πιο πάνω άρθρου που είχε ως αποτέλεσμα την παλινδρόμηση της διαδικασίας.

 

Το Άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου προνοεί:

 

«52.(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας –

(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, προσώπων αξιούντων μέσω μελών καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους, ή

 

(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας, ή

 

(γ) μεταξύ της εταιρείας ή της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας, ή

 

(δ) μεταξύ της εταιρείας και οιασδήποτε ετέρας εγγεγραμμένης εταιρείας,

 

Η τοιαύτη διαφορά θα παραπέμπηται υφ’ οιουδήποτε εξ αυτών εις τον Έφορον:

 

Νοείται ότι –

(α) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σε καμιά περίπτωση δεν κωλύουν εγγεγραμμένη εταιρεία να προσφύγει σε αρμόδιο δικαστήριο στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος εναντίον οποιουδήποτε

 

(β) ως διαφορά που αφορά τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, λογίζεται και οποιαδήποτε οφειλή ή απαίτηση εγγεγραμμένης εταιρείας που έγινε αποδεκτή ή που δεν αμφισβητείται.

 

(2) Ο Έφορος δύναται, επί τη λήψει της δυνάμει του εδαφίου [*1190](1) παραπομπής

 

(α) να επιχειρήση συνδιαλλαγήν της διαφοράς, ή

 

(β) να παραπέμπη την διαφοράν προς επίλυσιν εις διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας.

 

(3) Εις περίπτωσιν παραπομπής υπό του Εφόρου της διαφοράς εις διαιτητήν ή διαιτητάς προς επίλυσιν, ο Έφορος κέκτηται εξουσίαν καθορισμού της αμοιβής του τοιούτου διαιτητού ή διαιτητών.

 

(4) Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιας ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως.

 

(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ’ αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως αν να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Το πιο πάνω άρθρο υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1 Α.Α.Δ. 707, όπου το Εφετείο υπέδειξε τα πλαίσια της διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης Διαιτητικής απόφασης. Αναφέρονται τ’ ακόλουθα:

 

«Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι’ αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι’αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς [*1191]το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει ο,τιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται.»

 

Το εδάφιο (4) του Άρθρου 52, η σπουδαιότητα του οποίου είναι περισσότερο από εμφανής στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, απασχόλησε το Εφετείο στην re Δημοσθένους (2000) 1 Α.Α.Δ. 1699, 1704, όπου κρίθηκε ότι η προφορική γνωστοποίηση της διαιτητικής απόφασης ικανοποιεί πλήρως την σχετική απαίτηση του νόμου. Αναφέρεται σχετικά:

 

«Η πιο πάνω διαπίστωση μου για την απαγγελία της διαιτητικής απόφασης στον αιτητή αφαιρεί το σχετικό νομικό βάθρο.  Εφόσον ο Νόμος δεν προβλέπει για έγγραφη γνωστοποίηση η προφορική γνωστοποίηση της απόφασης ικανοποιεί πλήρως τη σχετική απαίτηση του Νόμου (βλ. Husson v. Husson [1902] 3 All E.R. 1056 και Westminster City Council v. Chapman and Others [1975] 2 All E.R. 1103, 1105). Ακολουθεί πως η αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί.»

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι παραδεκτό από τον ίδιο τον εφεσείοντα στην ένσταση του αλλά και στην ένορκη δήλωση του ημερ. 14/10/2008 που υποστηρίζει την ένσταση του στην αίτηση γι’ εγγραφή ημερ. 3/12/2007, ότι όταν εμφανίστηκε την ημέρα που καθορίστηκε για τη διαιτησία, ο Διαιτητής του ανάγγειλε την απόφαση. Να σημειωθεί ότι το ίδιο παραδέχεται και σ’ άλλη ένορκη δήλωση του, της αυτής ημερομηνίας, που συνοδεύει την αίτηση του ημερ. 14/10/2008.

 

Σύμφωνα λοιπόν με τους ίδιους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα γνωστοποιήθηκε σ’ αυτόν η απόφαση του Διαιτητή στις 28/6/2007 και όπως γίνεται αντιληπτόν αυτός δεν καταχώρησε έφεση εντός της οριζομένης υπό του νόμου προθεσμίας των 21 ημερών όπου θα μπορούσε να προωθήσει όλα του τα παράπονα και αιτιάσεις. Αντίθετα άφησε το χρόνο να παρέλθει και όταν η εφεσίβλητη την 3/12/2007 καταχώρησε την αίτηση γι’ εγγραφή της [*1192]διαιτητικής απόφασης και αφού επιστολή του ημερ. 19/6/2008 για διακανονισμό της διαφοράς με πληρωμή υπ’ αυτού σε μετρητά του ποσού των £60.000 δεν έτυχε ανταπόκρισης, την 14/10/2008 καταχώρησε ένσταση, όπως δικαιούτο, στην αίτηση ημερ. 3/12/2007.  Πέραν όμως αυτού χωρίς να έχει σχετική πρόβλεψη στο νόμο προχώρησε την ίδια ημέρα στην καταχώρηση αίτησης για ακύρωση και/ή παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης. Η διαιτητική απόφαση ημερ. 28/6/2007 μετά την πάροδο των 21 ημερών από την γνωστοποίηση της στον εφεσείοντα κατέστη τελική και δεν μπορούσε πλέον, σύμφωνα με το Νόμο, να προσβληθεί με τη διαδικασία της αίτησης ημερ. 14/10/2008 που καταχώρησε ο εφεσείων.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης ημερ. 3/12/2007, γι’ εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, όφειλε μόνο να διαπιστώσει κατά πόσο αυτή επιδόθηκε, ότι η απόφαση έφερε τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα.

 

Δυστυχώς το πρωτόδικο δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένο τρόπο εξέτασης της αίτησης γι’ εγγραφή ημερ. 3/12/2007 και στην απόφαση του ημερ. 28/1/11 κάνει αναφορά σε δεδικασμένο λόγω της απόφασης του ημερ. 3/7/2009 και ότι η ένσταση του εφεσείοντα στην αίτηση ημερ. 3/12/2007 αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας ενόψει της προηγηθείσας απόφασης του ημερ. 3/7/2009. Παρ’ όλο που η τελική του κρίση γι’ εγγραφή της διαιτητικής απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι ορθή, εντούτοις αυτή στηρίχθηκε σε λανθασμένους λόγους. Με τη διαπίστωση αυτή παρέλκει και η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης που αφορά την απόφαση ημερ.13/45/10 του πρωτόδικου Δικαστή να μην εξαιρεθεί.

 

Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 28/1/2011 για εγγραφή της διαιτητικής κρίνεται ορθή για τους λόγους που εμείς αναφέρουμε πιο πάνω και όχι γι’ αυτούς επί των οποίων στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα. (Βλ. Διοικητικό Συμβούλιο Ταμείου Συντάξεων Δικηγόρου ν. Αντωνιάδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1915).

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο