Γουότς Ρόναλντ και Άλλοι ν. Γιάννη Λαούρη και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 1401

ECLI:CY:AD:2014:A474

(2014) 1 ΑΑΔ 1401

[*1401]7 Ιουλίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΡΟΝΑΛΝΤ ΓΟΥΟΤΣ,

2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΟΛΗΣ,

3. ΠΕΤΡΟΣ ΓΟΥΟΤΣ,

4. ΠΑΥΛΟΣ ΓΟΥΟΤΣ,

5. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΟΥΟΤΣ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

1. ΓΙΑΝΝΗ ΛΑΟΥΡΗ,

2. ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ,

3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

4. ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,

5. ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΚΝΑΗ,

6. ΣΤΑΘΗ ΑΝΔΡΕΟΥ,

7. ΜΑΡΙΟΥ ΗΛΙΑΔΗ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 319/2008)

 

 

Χρηματιστήριο ― Άρθρο 58Α(3)(β) του Νόμου 42(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί ― Αγωγή για επιστροφή χρημάτων που δόθηκαν προς αγορά μετοχών, με την προοπτική εισαγωγής τίτλων εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ― Έκδοση κατ’ έφεση, απόφασης εναντίον της εταιρείας, όσο και εναντίον των εφεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν διατελέσει διοικητικοί σύμβουλοι της ― Απόφανση πλήρους Ολομέλειας αναφορικά με την ερμηνεία του Άρθρου 58Α(3)(β) ― Kατά πόσο η Ολομέλεια θα μπορούσε να αποστεί από δύο σχετικές προηγούμενες αποφάσεις, ξεχωριστών Εφετείων ― Έκδοση τριών διαφορετικών σκεπτικών από την Ολομέλεια.

 

Εταιρείες ― Προσωπική αστική ευθύνη σε μέλη διοικητικών συμβουλίων ― Δεν είναι ασύνηθες ― Ενδεικτικά προβλέπεται στο Άρθρο 43 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και στο Άρθρο 8 της Οδηγίας 2009/101/ΕΚ) ― Παρατηρείται μια τάση τόσο στη δική μας νομοθε[*1402]σία, όσο και στη νομοθεσία άλλων χωρών, να αποδίδονται προσωπικές ευθύνες στους διοικητικούς συμβούλους.

 

Νομολογία ― Δεσμευτικό προηγούμενο (stare decisis) ― Ιστορική ανασκόπηση ― Η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων πηγάζει από την πεποίθηση ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο αποτελεί προϋπόθεση για την επικράτηση κράτους δικαίου ― Η απεριόριστη δικαστική εξουσία είναι τόσο επικίνδυνη όσο και η απεριόριστη εξουσία της Εκτελεστικής Εξουσίας στον τομέα της διακυβερνήσεως της χώρας.

 

Νομολογία ― Δεσμευτικό προηγούμενο (stare decisis) ― Αίτημα για απόκλιση από προηγουμένη νομολογία ― Το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να είναι προσεκτικό προτού αποφασίσει να διαφοροποιηθεί από προηγούμενη απόφασή του ― Περιθώρια απόκλισης ― Εφαρμοστέες αρχές και απαιτούμενες προϋποθέσεις ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Νομολογία ― Αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή ― Είναι εκείνη για το εσφαλμένο της οποίας δεν χωρεί κατά λογική τάξη, αντίλογος.

 

Οι εφεσείοντες είναι επενδυτές οι οποίοι τον Μάιο του 2000 πλήρωσαν χρήματα για την αγορά μετοχών στην εταιρεία Cyber Group Limited όπου οι εφεσίβλητοι υπήρξαν διοικητικοί της σύμβουλοι.  Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, η εταιρεία εξήγγειλε πρόθεση να εισάξει τους τίτλους της στο Χρηματιστήριο και ένας από τους λόγους που αποφάσισαν να επενδύσουν ήταν και η εμπλοκή στη διαχείριση και διοίκηση της εταιρείας συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, όπως ήταν οι εφεσίβλητοι.

 

Με βάση τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, η Εταιρεία ανέλαβε να εκδώσει στους εφεσείοντες εισηγμένους στο Χρηματιστήριο τίτλους που αναλογούσαν στο ποσό που κατέβαλαν και σε περίπτωση μη παραχώρησης μετοχών εντός τριών μηνών, το ποσό που κατέβαλαν θα τους επιστρεφόταν μέσα σε 15 μέρες από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας.

 

Η εταιρεία κατέθεσε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο στις 15.6.2000, όμως επειδή καθυστερούσε η έγκριση της αίτησης, οι εφεσείοντες με δύο επιστολές ημερ. 26.9.2000 και 14.11.2000, ζήτησαν την επιστροφή των χρημάτων τους. Αντί απάντησης σχετικά με το θέμα της επιστροφής των χρημάτων, η εταιρεία τους απέστειλε επιστολή ημερ. 26.9.2000, με την οποία τους πληροφορούσε ότι η αίτηση τους για απόκτηση μετοχών με ιδιωτική τοποθέτηση εγκρίθηκε και τους ανακοίνωνε τον αριθμό των μη εισηγμένων μετο[*1403]χών που τους αναλογούσαν, πληροφορώντας τους και σε μεταγενέστερο στάδιο ότι το αίτημα τους δεν μπορούσε να εγκριθεί.

 

Οι εφεσείοντες ήγειραν αγωγή με την οποία ζητούσαν επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν για επενδυτικούς σκοπούς στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, λόγω παράβασης όρων σύμβασης. Η αξίωση τους στρεφόταν τόσο εναντίον της εταιρείας, όσο και εναντίον των εφεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν διατελέσει διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας. Η αγωγή τους στηριζόταν και στην πρόσθετη βάση ότι δικαιούνταν επιστροφή των χρημάτων τους δυνάμει των Άρθρων 58Α, 58Β και 58Γ του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993-2001 (Ν. 14(Ι)/1993) τα οποία εισήχθησαν με τον τροποποιητικό Νόμο (Αρ. 4) του 2000 (Ν. 42(Ι)/2000), καθώς και του Άρθρου 3 το οποίο είχε εισαχθεί με τον τροποποιητικό Νόμο του 2000 (Ν. 141(Ι)/2000).

 

Η θέση της εταιρείας ήταν ότι οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για να τους παραχωρηθούν μετοχές κάτω από συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, οι οποίες εκπληρώθηκαν. Όμως οι εφεσίβλητοι, ως Διοικητικοί Σύμβουλοι, αρνήθηκαν ότι οι ίδιοι προέβηκαν σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία να δημιουργoύσε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους. Ως προς τις νομοθετικές διατάξεις, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι αυτές προσκρούουν στο Κεφ. 113 και στα Άρθρα 23, 25, 26 και 28 του Συντάγματος και δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής.  Δεν προέβαλαν όμως οποιοδήποτε ισχυρισμό αναφορικά με την ερμηνεία του Άρθρου 58Α, Β και Γ ή ότι δεν υπέχουν ευθύνη ενόψει του ότι το Άρθρο 58Β αναφέρεται σε Διοικητικούς Συμβούλους που εισέπραξαν χρήματα, ενώ οι ίδιοι ουδέν ποσό εισέπραξαν.

 

Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον της εταιρείας και η αγωγή συνεχίστηκε εναντίον των εφεσιβλήτων μόνο. Η βάση της αγωγής εναντίον τους στηριζόταν στο Νόμο 14(Ι)/1993 και ιδιαίτερα στο Άρθρο 58Α(3)(β) και στο Άρθρο 58Β, αφού αναγνωρίστηκε από τους εφεσείοντες ότι δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων ως Διοικητικών Συμβούλων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων. Αν και δεν είχε εγερθεί στα δικόγραφα τέτοιο θέμα, έκρινε ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας εταιρείας, διαχωρίζονται από την ίδια την εταιρεία για σκοπούς αστικής ή ποινικής ευθύνης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το Άρθρο 58Β ότι αφορούσε σε Διοικητικούς Συμβούλους οι οποίοι διενήργησαν την είσπραξη για λογαριασμό της εταιρείας και ότι εξαιρούνταν όσοι Διοικητικοί Σύμ[*1404]βουλοι, όπως οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι δεν αποδείχθηκε ότι εισέπραξαν οποιοδήποτε ποσό. Περαιτέρω, θεώρησε ότι άλλες βάσεις αγωγής δεν ευσταθούσαν. Τέλος, έκρινε ότι δεν θα έπρεπε να ασχοληθεί με άλλα θέματα σε σχέση με τη συνταγματικότητα του επίδικου Νόμου και το Κεφ. 113, καθότι δεν ήταν απαραίτητο.

 

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

 

Ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της έφεσης, εκδόθηκαν δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες ερμηνεύθηκε το Άρθρο 58Β κατά τρόπο αντίθετο με αυτό που τελικά υιοθέτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επρόκειτο για τις αποφάσεις Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 286 και CNH Capital Markets Ltd κ.ά. ν. Shanghailink Investment Co Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 384.

 

Και στις δύο αποφάσεις το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινε ότι οι Διοικητικοί Σύμβουλοι ήσαν προσωπικά αλληλέγγυοι για την επιστροφή οποιωνδήποτε χρημάτων πληρώθηκαν προς την εταιρεία.

 

Οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων ζήτησαν από το Εφετείο το οποίο αρχικά επιλήφθηκε της έφεσης, όπως αυτή παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια για να εξετάσει κατά πόσο τηρούνταν οι προϋποθέσεις για να αποστεί από τις δύο πιο πάνω προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

(α) Ήταν εσφαλμένη η ερμηνεία που δόθηκε στο Άρθρο 58Β,

 

(β) ως επίσης εσφαλμένο ήταν και το εύρημα ότι οι άλλες βάσεις αγωγής δεν ευσταθούσαν.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Ερωτοκρίτου Δ., συμφωνούντων και των Παμπαλλή Δ., Πασχαλίδη Δ., Παναγή Δ. και Χριστοδούλου Δ.:

 

  1.   Ενόψει των δύο αναφερθέντων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατέστη φανερό ότι η ερμηνεία που δόθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή στην εκκαλούμενη απόφαση ήταν εσφαλμένη και ως εκ τούτου η έφεση θα επιτύγχανε, αν εφαρμόζετο το ratio των δύο πιο πάνω αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

  2.   Τα επίδικα θέματα ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας ήταν κατά [*1405]πόσο η Ολομέλεια θα έπρεπε να αποστεί από τις δύο πιο πάνω αποφάσεις, δύο ξεχωριστών Εφετείων. Επί της ουσίας της ερμηνείας του Άρθρου 58Β, η Πλήρης Ολομέλεια διαμοιράστηκε. Έξι Δικαστές έκριναν ότι οι δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένες και ότι η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

  3.   Μας ενδιαφέρει εδώ το Άρθρο 58Α(3)(β) του Νόμου 42(Ι)/2000, το οποίο προνοούσε για την επιστροφή σε «ενδιαφερόμενο αγοραστή», υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στην υπό αναφορά διάταξη, του ποσού ή ανταλλάγματος που αυτός κατέβαλε σε «εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο» για την αγορά μετοχών, «είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του Άρθρου 58Α ή άλλως πως».

  4.   Σε περίπτωση ικανοποίησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 58Α (3)(β), «ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα» όφειλαν να το επιστρέψουν στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός 10 ημερών. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι καμία αναφορά δεν γίνεται στην εν λόγω πρόνοια σε «μέλος συμβουλίου εταιρείας» ή «μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας», ενώ η υποχρέωση επιστροφής δημιουργείται στον εκδότη ή την εταιρεία ή το πρόσωπο από το οποίο εισπράχθηκε το ποσό, ανεξαρτήτως του αν η είσπραξη των χρημάτων έγινε για λογαριασμό τους ή όχι. Αυτοί οι τρεις είναι που έχουν πρωτογενή ευθύνη επιστροφής των χρημάτων, και τούτο για καλό λόγο.

  5.   Ο εκδότης και η εταιρεία είναι λογικό να είναι υπόχρεοι και να ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την επιστροφή των χρημάτων, αφού εμπλέκονται άμεσα ως εκδότης και ως εταιρεία στην ανάληψη υποχρέωσης για εισαγωγή των τίτλων στο χρηματιστήριο.  Το ίδιο και το πρόσωπο που εισέπραξε τα χρήματα, το οποίο επίσης εμπλέκεται άμεσα στο θέμα, αφού τα χρήματα τα εισπράττει επί τη προοπτική της εισαγωγής των τίτλων στο χρηματιστήριο.

  6.   Για τον ίδιο λόγο, το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας δεν έχει, και δεν είναι λογικό να έχει, τέτοια πρωτογενή ευθύνη για την επιστροφή των χρημάτων, υπό την ιδιότητά του και μόνο ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ιδιαιτέρως αν η είσπραξη δεν έγινε για λογαριασμό της εταιρείας. Αυτή είναι η εμβέλεια του Άρθρου 58Α(3)(β).

  7.   Το δε Άρθρο 58Β έχει άλλη εμβέλεια. Το άρθρο αυτό ουσιαστικά δημιουργεί δευτερογενή ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας μόνο στην περίπτωση - εξ ου και η ευθύνη είναι δευτερογενής – που η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της εταιρείας. Ο νομοθέτης έκρινε ότι σε τέτοια περίπτωση – και μόνο – τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου πρέπει επίσης να καθίστανται υπεύθυνα για την επιστροφή των χρημάτων ως εκ [*1406]της ιδιότητάς τους αυτής, αφού το όφελος των χρημάτων σε τέτοια περίπτωση είναι στην εταιρεία, του διοικητικού συμβουλίου της οποίας είναι μέλη.

  8.   Και τούτο πάλι για καλό λόγο, αφού τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφείλουν, ως μέλη αυτού, να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση της εταιρείας προς την υποχρέωση της, καθ’ όσον το όφελος των χρημάτων είναι δικό της και όχι άλλου.

  9.   Στην περίπτωση αυτή, ο νομοθέτης ουσιαστικά ταύτισε την εταιρεία και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της και διότι τούτο εκρίθη δίκαιο ως εκ του οφέλους των χρημάτων για την εταιρεία και διότι έτσι καθίσταται αποτελεσματικότερη η διασφάλιση της εκπλήρωσης της πρωτογενούς υποχρέωσης της εταιρείας.

10. Εξ’ ου και καθιστά σε τέτοια περίπτωση τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αλληλέγγυα υπεύθυνα με τον εκδότη και την εταιρεία. Τούτο ανατρέπει και την ανησυχία του  πρωτόδικου δικαστή ότι, αν το Άρθρο 58Β ερμηνεύετο ώστε να θέτει ευθύνη στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, θα οδηγούμεθα στο παράλογο αποτέλεσμα αυτά να ήσαν υπεύθυνα για επιστροφή χρημάτων που εισέπραξε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό της εταιρείας.

11. Τούτο δεν θα ήταν παράλογο αλλά λογικό, πάντοτε  νοουμένου ότι η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της εταιρείας.

12. Προς αντίληψη της πρόθεσης αυτής του νομοθέτη είναι δε σημαντικό να δοθεί σημασία στο ότι, σε τέτοια περίπτωση, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου καθίστανται αλληλέγγυα υπεύθυνα μόνο με τον εκδότη και την εταιρεία, και όχι με το πρόσωπο που εισέπραξε τα χρήματα και το οποίο είναι πρωτογενώς υπεύθυνο για επιστροφή τους. Και τούτο εφ’ όσον η ευθύνη των διευθυντών διέρχεται μόνο μέσα από την εταιρεία αν η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της και όχι μέσα από το πρόσωπο που εισέπραξε τα χρήματα, ώστε να ήταν άδικο τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να είναι αλληλέγγυα υπεύθυνα με το πρόσωπο εκείνο, έστω και αν εισέπραξε τα χρήματα για λογαριασμό της εταιρείας.

13. Το κλειδί στην όλη ερμηνεία είναι ο όρος του Άρθρου 58Β ότι η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της εταιρείας, αφού τότε και μόνο τότε καθίστανται υπεύθυνα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Προς τούτο, είναι εντελώς άσχετο προς τη διαπίστωση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου το ποίος διενήργησε την είσπραξη.

14. Ήταν εσφαλμένη η αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναφορά στο Άρθρο 58Β σε «μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας για λογαριασμό της οποίας έγινε η είσπραξη» παραπέμπει σε «μέλος διοικητικού συμβουλίου το οποίο διενήργησε [*1407]την είσπραξη για λογαριασμό της εταιρείας». Τέτοια αντίληψη παραποιεί την ίδια τη γραμματική διατύπωση του άρθρου.

15. Με αυτά υπ’ όψη, ήταν εφαρμοστέα η κατάληξη του Εφετείου στην Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ και στην CNH Capital Markets Ltd, τονίζοντας μόνο ότι η ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου περιορίζεται στην περίπτωση που η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της εταιρείας.

16. Προς τούτο ετύγχανε εφαρμογής και η ερμηνεία που δόθηκε στο Άρθρο 58Β στις δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου - Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd, ανωτέρω και CHN Capital Markets Ltd κ.ά. ν. Shanghailink Investment Co Ltd, ανωτέρω, οι οποίες θα πρέπει να θεωρηθούν ότι ερμηνεύουν ορθά το Άρθρο 58Β.

 

Κατά πόσον τηρούνταν οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις:

 

  1. Ενόψει της κατάληξης έξι δικαστών επί της ουσίας, το θέμα που τίθετο, ήταν κατά πόσο τηρούνταν οι προϋποθέσεις για απόκλιση από τις προηγούμενες δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

  2.   Η εξέταση επί του ενδεχομένου αυτού γίνεται υπό το πρίσμα του κατά πόσον τηρούνται οι τρεις κυριότερες προϋποθέσεις, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν από τη νομολογία, όχι εξαντλητικά βέβαια.

  3.   Αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση για απόκλιση και η οποία αφορά σε ύπαρξη λόγων κεφαλαιώδους σημασίας, στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαπιστωνόταν κανένας λόγος κεφαλαιώδους σημασίας. Καμία ουσιώδης μεταβολή περιστάσεων είχε υποδειχθεί, που να δικαιολογούσε την απόκλιση του Εφετείου. Προέκυπτε ότι δεν τηρείτο η πρώτη προϋπόθεση.

  4.   Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση όπως η προηγούμενη δικαστική απόφαση να έχει «σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου» ή σε «πρόδηλο σφάλμα» με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η ανατροπή της, όπως αναφέρεται στη νομολογία, το σφάλμα πρέπει να έχει «αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο».

  5.   Αν χωρούν ή ακόμα πιο δύσκολα αν έχουν εκφραστεί (όπως εδώ) περισσότερες της μιας άποψης, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδιαμφισβήτητο ή ως πρόδηλο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή της προηγούμενης απόφασης.

  6.   Στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθετο καν θέμα «αρχής δικαίου», αλλά ερμηνείας νόμου. Καμιά αρχή δεν είχε προσδιοριστεί από τους εφεσίβλητους. Τα όσα οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν στην αίτηση τους για παραπομπή της έφεσης στην Πλήρη Ολο[*1408]μέλεια αφορούσαν σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, από τους οποίους δεν προέκυπτε κάτι συγκεκριμένο.

  7.   Όμως, και να γινόταν αποδεκτό ότι ετίθετο θέμα αρχής δικαίου, αυτή με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι «αδιαμφισβήτητα» εσφαλμένη.

  8.   Στην προκειμένη περίπτωση, έξι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστήριξαν ότι οι δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ορθές. Αν ληφθούν υπόψη και οι άλλοι πέντε Δικαστές που αποφάσισαν τις δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ο έκτος διαφοροποιήθηκε), τότε καθίστατο φανερό ότι δεν είχε αποδειχθεί το «αδιαμφισβήτητα» εσφαλμένο των δύο προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων.

  9.   Οι εφεσίβλητοι δεν ισχυρίστηκαν ότι οι δύο προηγούμενες αποφάσεις είναι έκδηλα ή αδιαμφισβήτητα εσφαλμένες.

10. Ταυτόχρονα, θα έπρεπε να τονιστεί ότι δικαστικό προηγούμενο που αφορά σε ερμηνεία νόμου, δεν πρέπει να ανατρέπεται, εκτός σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις.

11. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι καλύτερα τα πράγματα να αφήνονται στο Κοινοβούλιο να τροποποιεί το νόμο, παρά να ανατρέπεται προηγούμενη δεσμευτική νομολογία.

12. Και πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέφρασε τη βούλησή της, πολύ πριν εκδοθούν οι δύο επίδικες αποφάσεις. Τελικά κατάργησε το σχετικό άρθρο του Νόμου, θεωρώντας ότι εξυπηρετήθηκε ο σκοπός του νομοθέτη, που δεν ήταν άλλος, από του να ενθαρρύνει την επιστροφή των χρημάτων στους επενδυτές, ασκώντας στην ουσία πίεση με τις πρόνοιες του Νόμου, τόσο στην εταιρεία, όσο και στους Διοικητικούς Συμβούλους, καθιστώντας τους αλληλεγγύως υπεύθυνους ως τους μόνους που είχαν έλεγχο επί του νομικού προσώπου.

13. Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση περί ύπαρξης καταφανώς άδικων αποτελεσμάτων, εάν το δικαστικό προηγούμενο εφαρμοστεί, στην προκειμένη περίπτωση οι Διοικητικοί Σύμβουλοι που εμπλέκονταν στις δύο επίδικες αποφάσεις θα πρέπει να έχουν ήδη πληρώσει.

14. Ενδεχομένως και πολλοί άλλοι σε παρόμοια θέση να έχουν επίσης συμμορφωθεί ή συμβιβαστεί με τους αντιδίκους τους, μετά που ενημερώθηκαν για τις δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

15. Συνακόλουθα δεν θα ήταν ούτε ορθό, ούτε δίκαιο στην προκειμένη περίπτωση να δοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο άλλη ερμηνεία στο Νόμο χωρίς να τηρούνται αυστηρά οι προϋποθέσεις για απόκλιση και μάλιστα μετά την κατάργηση του άρθρου από το Κοινοβούλιο και κατά παραγνώριση των εννόμων συνεπειών που επήλθαν, ως αποτέλεσμα της ερμηνείας που δόθηκε με τις [*1409]δύο επίδικες αποφάσεις.

16. Υπό τις περιστάσεις, δεν προέκυπτε ποιο ήταν το άδικο αποτέλεσμα. Αντίθετα, κατά την άποψη έξι Δικαστών και άλλων πέντε προηγουμένως, τα δύο δικαστικά προηγούμενα όχι μόνο δεν οδηγούσαν σε άδικα αποτελέσματα, αλλά με τον τρόπο που ερμηνεύουν το Άρθρο 58Β, απονέμεται, ορθά δικαιοσύνη μεταξύ επενδυτών, εταιρειών και των Διοικητικών Συμβούλων τους, οι οποίοι έλαβαν την απόφαση, κατά παράβαση των ρητών προνοιών του Νόμου, να μην επιστρέψουν τα χρήματα στους επενδυτές, αλλά να τα χρησιμοποιήσουν χωρίς να έχουν εισάξει τους τίτλους τους στο Χρηματιστήριο.

17. Τυχόν απόκλιση θα δημιουργούσε, αδικία σε βάρος εκείνων που, στηριζόμενοι στην ερμηνεία που δόθηκε στις δύο προηγούμενες αποφάσεις, έχουν ήδη καταβάλει στους επενδυτές τα ποσά των αποζημιώσεων, επιστρέφοντας με αυτό τον τρόπο τα ποσά που εισπράχθηκαν από την εταιρεία. Με τυχόν ανατροπή του δεσμευτικού προηγούμενου, ενδεχομένως να εγερθούν περίπλοκα θέματα αναδρομικότητας της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάτι που ξεφεύγει της εμβέλειας μιας δικαστικής απόφασης εφόσον μόνο το νομοθετικό σώμα μπορεί να αποφασίσει για την αναδρομικότητα.

18. Δεν τηρείτο ούτε το ελάχιστο των προϋποθέσεων ώστε η Ολομέλεια να αποστεί από την υφιστάμενη νομολογία. Τυχόν ανατροπή των προηγούμενων αποφάσεων θα συνέβαλλε στη δημιουργία ανασφάλειας δικαίου και επέμβαση στο έργο της νομοθετικής εξουσίας.

19. Από τη στιγμή που τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν διαμοιραστεί ως προς την ερμηνεία του Νόμου, θα πρέπει το Ανώτατο Δικαστήριο με περισσή περίσκεψη να αποφασίσει κατά της απόκλισης και να κλίνει υπέρ της διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου που είναι απόλυτα απαραίτητη, ιδιαίτερα σήμερα που λόγω της κρίσης επικρατεί μεγάλη ανασφάλεια για το καθετί και ιδιαίτερα στις εμπορικές συναλλαγές.

20. Επί του θέματος της απόκλισης ή όχι, έστω και αν διαμορφώθηκαν τρία διαφορετικά σκεπτικά, το γεγονός ήταν ότι συνολικά εννέα Δικαστές έκριναν (είτε με βάση τις νομολογιακές αρχές που έχουν καθιερωθεί, είτε με βάση την πιο φιλελεύθερη γενική αρχή “when it appears right to do so”), ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έπρεπε να αποστεί.

21. Ενόψει των πιο πάνω, η πλευρά των εφεσιβλήτων, η οποία είχε και το σχετικό βάρος για να πείσει, σχετικά απέτυχε να το πράξει.

22. Ως εκ τούτου, οι δύο προηγούμενες αποφάσεις αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο το οποίο θα πρέπει να τύχει εφαρμογής και στην προκειμένη περίπτωση.

[*1410]Β. Υπό: Χατζηχαμπή Π., συμφωνούντων και των Μιχαηλίδου Δ., Λιάτσου Δ., και Σταματίου Δ.:

 

  1.   Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης της περίπτωσης που αυτή συνεδριάζει ως διευρυμένο Εφετείο όπως η προκειμένη (εξ ου και η διαπιστωθείσα ανάγκη για διεύρυνση), και χωρίς η Ολομέλεια να καθίσταται τριτοβάθμιο δικαστήριο, ενεργεί στη βάση της αρχής η οποία διατυπώθηκε στο Practice Direction του 1966 [1966] 3 All ER ως προς το House of Lords (τώρα το διάδοχο του Supreme Court) και η οποία έχει υιοθετηθεί στη δική μας νομολογία.

  2. Και η αρχή αυτή παρέχει τη δυνατότητα απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις που, αν και θεωρούνται “normally binding”, μπορεί να υπάρξει απόκλιση “when it appears right to do so”. Μπορεί δε η νομολογία να αναφέρεται σε συγκεκριμένες τέτοιες περιπτώσεις (όπως ουσιαστική μεταβολή περιστάσεων, έκδηλο του εσφαλμένου, καταφανής αδικία), αυτό όμως γίνεται για να καταδειχθεί το γενικό πνεύμα κατεύθυνσης και το εξαιρετικό της απόκλισης και όχι για να τεθούν αυστηρές και εξαντλητικές προϋποθέσεις.  Οι συγκεκριμένες αυτές περιπτώσεις συνιστούν και παραμένουν πάντοτε εκφάνσεις της γενικής αρχής “when it appears right to do so”.

  3.   Σε αυτή τη βάση, και πάντοτε έχοντας υπ’ όψη το επιθυμητό της βεβαιότητας που παρέχει η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου, τα περιθώρια της απόκλισης πρέπει να ποικίλουν αναλόγως πολλών παραγόντων.

  4.   Με μικρότερη δυσκολία η Ολομέλεια θα μπορέσει να αποκλίνει από απόφαση τριμελούς Εφετείου από ότι από δική της απόφαση. 

  5.   Έπειτα, όπως υποδεικνύεται και στο Practice Direction, υπάρχουν τομείς δικαίου, όπως οι συμβάσεις και οι περιουσιακές και γενικά οικονομικές διευθετήσεις, όπου με πολύ δισταγμό θα εγίνετο απόκλιση που θα αναστάτωνε καθιερωμένες σχέσεις.

  6.   Σημαντική θα ήταν επίσης η ποιότητα του προηγούμενου – πόσο καλά και διαχρονικά καθιερωμένη είναι η αρχή του δικαίου που περιέχεται σε αυτό; Πόση νομολογιακή στήριξη έχει πίσω του; Πόσο επαρκές είναι το σκεπτικό του; Αφορά θεμελιακή αρχή, ώστε το ερώτημα «Is it better to be consistently wrong rather than ultimately right?” να μην μπορεί να απαντηθεί θετικά; Αφορά θέμα που επιτρέπει εύλογη διαφορά γνώμης, όπως σε περιπτώσεις ερμηνείας νόμου; Ωρίμασε ο χρόνος για την ανάγκη διαφοροποίησης, ή το πράγμα βρίσκεται ακόμα στο δρόμο της δοκιμασίας; Και τόσα άλλα μπορούν να είναι σχετικά κατά περίπτωση.

  7.   Στην προκειμένη υπόθεση, τα εν λόγω δύο προηγούμενα είναι πρόσφατα και αφορούν αποφάσεις του τριμελούς Εφετείου και όχι της Ολομέλειας. Το δε θέμα τίθεται  ως θέμα απόκλισης, δεν είναι κεφαλαιώδες και αφορά όχι αρχή δικαίου παρά ερμηνεία ειδικής νομοθεσίας η οποία κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτης διατύπωσης έτυχε και επί της οποίας ευλόγως υπάρχει διχογνωμία, όπως αποκαλύπτουν και οι τοποθετήσεις επί των εκδοθέντων στην παρούσα, αποφάσεων.

  8.   Έπειτα, ο εν λόγω νόμος έχει παύσει να ισχύει, η δε απόκλιση θα ανέτρεπε ήδη καθορισθείσες και ενδεχομένως εκτελεσθείσες υποχρεώσεις, προκειμένου μάλιστα περί οικονομικών ρυθμίσεων, όπως στις εν λόγω δύο αποφάσεις του Εφετείου, οπότε και θα προέκυπτε θέμα άνισης μεταχείρισης και αδικίας.

  9.   Στην προκειμένη περίπτωση δεν ανατρέπεται η ανάγκη διατήρησης της δεσμευτικότητας του προηγούμενου των εν λόγω αποφάσεων καθ’ όσον δεν έχει καταδειχθεί ότι θα ήταν ορθό να γίνει τούτο στα πλαίσια της αρχής του Practice Direction. Ζυγίζοντας το επιθυμητό της βεβαιότητας και το πρέπον της απόκλισης, η πλάστιγγα δεν γέρνει υπέρ του δευτέρου.

 

Γ. Υπό Νικολάτου Δ., συμφωνούντων και των Ναθαναήλ Δ., και Παρπαρίνου Δ.:

 

  1.   Υπήρξε μεγάλος προβληματισμός αναφορικά με τα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα έφεση, τόσο αναφορικά με την ορθή ερμηνεία του Άρθρου 58Β του Νόμου, όσο και αναφορικά με το ζήτημα της απόκλισης από δικαστικό  προηγούμενο.

  2.   Στο δικαιϊκό μας σύστημα υπάρχουν μόνο δύο βαθμοί δικαιοδοσίας. Η Πλήρης Ολομέλεια δεν συνιστά τρίτο βαθμό απονομής της δικαιοσύνης εφόσον κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το Νόμο.

  3.   Kατ’ αναλογία με τα όσα προκύπτουν από τη σχετική νομολογία, και στην προκείμενη περίπτωση, για να υπάρξει απόκλιση από τις δύο αποφάσεις των Εφετείων θα έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσον τα επίμαχα σημεία των αποφάσεων εκείνων, καθιερώνουν αρχή δικαίου και κατά πόσον αυτή η αρχή είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα.

  4.   Τούτο διότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έγινε οποιαδήποτε εισήγηση για ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου.

  5.   Προηγούμενη δικαστική απόφαση θεωρείται ως, αδιαμφισβήτητα, εσφαλμένη και δικαιολογείται η ανατροπή της και η απόκλιση από το λόγο της, αν το σφάλμα έχει αντικειμενική υπόσταση και καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο.

  6.   Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν  μπορεί [*1412]να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης.

  7.   Θα έπρεπε επομένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο απόκλισης από τις δύο προαναφερόμενες αποφάσεις των Εφετείων για τις οποίες έγινε λόγος.

  8.   Στην πρώτη απόφαση, αναφορικά με το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας, δηλαδή των εφεσίβλητων 2 και 3 στην περίπτωση εκείνη, το Εφετείο ανέφερε, σε μια παράγραφο, τα εξής: «Ως προς του εφεσίβλητους 2 και 3 εφαρμόζεται το Άρθρου 58Β του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο εκδότης ή εταιρεία ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας έγινε η είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων, καθίστανται προσωπικά αλληλέγγυοι για την επιστροφή οποιονδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.»

  9.   Η προαναφερόμενη συνοπτική αναφορά στην ευθύνη των δύο μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, δυνάμει του Άρθρου 58Β του Νόμου, δεν καθιερώνει οποιαδήποτε αρχή δικαίου αλλά ούτε και συνιστά το λόγο της απόφασης εκείνης.

10. Έστω όμως και αν η προαναφερόμενη αναφορά καθιέρωνε αρχή δικαίου, ενόψει των προαναφερθέντων σε σχέση με την ορθή ερμηνεία του Άρθρου 58Β, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Άρθρο 58Α του Νόμου,  τα όσα λέχθηκαν στην πρώτη απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένα και οδηγούν σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα, εφόσον προσδίδουν προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη σε όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας εισπράχθηκαν ποσά ή ανταλλάγματα για τους προαναφερόμενους σκοπούς, χωρίς όμως τα μέλη αυτά να έχουν εισπράξει οποιονδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, κατά παράβαση θεμελιώδους αρχής του εταιρικού δικαίου.

11. Σημειώνεται συναφώς ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι κανένας από τους εφεσίβλητους Διοικητικούς Συμβούλους δεν είσπραξε οποιονδήποτε ποσό για λογαριασμό της εταιρείας του.

12. Η δεύτερη απόφαση παρερμηνεύει, το Άρθρο 58Β του Νόμου, αλλά επίσης δεν καθιερώνει αρχή δικαίου. Το παρερμηνεύει επειδή θεωρεί ότι η αναφορά σε «μέλος» Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας είναι αναφορά σε «κάθε Μέλος» του Διοικητικού Συμβουλίου και αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην εσφαλμένη αυτή θεώρηση του Άρθρου 58Β, εφόσον το ερμηνεύει πώς σημαίνει ότι «το κάθε ένα Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου [*1413]είναι προσωπικά υπεύθυνο για επιστροφή ολόκληρου του ποσού που καταβλήθηκε ….».

13. Το Εφετείο, στη δεύτερη απόφαση, αδιαμφισβήτητα έσφαλε και επειδή δεν έδωσε οποιαδήποτε σημασία στη σημαντική φράση ότι το Άρθρο 58Β εφαρμόζεται «σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Άρθρου 58Α».

14. Ερμήνευσε δηλαδή το Άρθρο 58Β εντελώς ανεξάρτητα και ασύνδετα με το Άρθρο 58Α και αυτό, συνιστά αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη ερμηνεία, η οποία οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα καθότι αποδίδει ευθύνη εκεί που δεν υπάρχει.

15. Υπάρχει, όμως, και άλλη σχετική απόφαση Εφετείου, η οποία συμφωνεί με την προαναφερόμενη ερμηνεία. Είναι η CAF Computers Ltd κ.ά. ν. Παττίχη κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 815.

16. Για τους προαναφερόμενους λόγους συνέτρεχαν και οι προϋποθέσεις απόκλισης από το δικαστικό προηγούμενο και συγκεκριμένα από τις δύο αποφάσεις των Εφετείων, αν αυτό ήταν απαραίτητο για την απόφανση στην παρούσα έφεση. Η δε πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 286,

 

CNH Capital Markets Ltd κ.ά. ν. Shanghailink Investment Co Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 384,

 

CAF Computers Ltd v. Παττίχη κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 815,

 

Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213,

 

Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338,

 

Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,

 

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

 

Κουλουντή κ.ά. ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1026,

[*1414]Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77,

 

Ακίνητα Χρίστος Χατζηκυριάκος Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 901,

 

Αντέννα TV Λτδ κ.ά. ν. ΑΗΚ κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 793,

 

Α. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 416,

 

Investylia Public Company Ltd v. Τσεριώτη (2013) 1 Α.Α.Δ. 614,

 

Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203,

 

Kyriacou a.o. ν. Minister of Interior (1988) 3(A) C.L.R. 643,

 

OBrien v. Robinson [1973] 1 All E. R. 583

 

Jones v. Secretary of State [1972] 1 All E.R. 144,

 

A.G. v. Dean & Canons of Windsor [1860] 8 H.L. Cas. 369,

 

Inland Revenue Commissioner v. Walker [1915] A.C. 509,

 

President of India v. La Pintada Cia Navegacion SA [1984] 2 All ER 773,

 

Knuller v. DPP [1972] 2 All E.R. 898,

 

Meliangos v. France [1975] 3 All E.R. 801,

 

Salomon v. Salomon & Co Ltd [1897] AC 22,

 

Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434,

 

Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,

 

Smith v. Allwright, 88 L., Ed. 987.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12189/02), ημερομηνίας 21/7/2008.

 

Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσείοντες.

[*1415]Μ. Καραολιά (κα) για Τ. Χατζηγεωργίου, για τους Εφεσίβλητους 1, 3 και 6.

 

Μ. Καραολιά (κα) για Τ. Χατζηγεωργίου με Φρ. Χατζηχάννα, για τον Εφεσίβλητο 2.

 

Ε. Ευθυμίου (κα), για την Εφεσίβλητη 5.

 

Α. Μαρκίδης με Μ. Καραολιά (κα), για τον Εφεσίβλητο 7.

 

Cur. adv. vult.

 

ΧατζηχαμΠΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου. Με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Παμπαλλής, Πασχαλίδης, Παναγή και Χριστοδούλου. Εγώ θα εκδώσω δική μου απόφαση με διαφορετικό σκεπτικό, αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα και με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Μιχαηλίδου, Λιάτσος και Σταματίου. Ο Δικαστής Νικολάτος θα δώσει δική του διιστάμενη απόφαση, με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Ναθαναήλ και Παρπαρίνος.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

Το ιστορικό

Οι Εφεσείοντες είναι επενδυτές οι οποίοι τον Μάιο του 2000 πλήρωσαν χρήματα για την αγορά μετοχών στην εταιρεία Cyber Group Limited (στο εξής «η Εταιρεία») και οι Εφεσίβλητοι υπήρξαν διοικητικοί της σύμβουλοι. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, η εταιρεία εξήγγειλε πρόθεση να εισάξει τους τίτλους της στο Χρηματιστήριο και ένας από τους λόγους που αποφάσισαν να επενδύσουν ήταν και η εμπλοκή στη διαχείριση και διοίκηση της εταιρείας συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι. Με βάση τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, η Εταιρεία ανέλαβε να εκδώσει στους Εφεσείοντες εισηγμένους στο Χρηματιστήριο τίτλους που αναλογούσαν στο ποσό που κατέβαλαν και σε περίπτωση μη παραχώρησης μετοχών εντός τριών μηνών, το ποσό που κατέβαλαν θα τους επιστρεφόταν μέσα σε 15 μέρες από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η Εταιρεία κατέθεσε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο στις 15.6.2000, όμως επειδή καθυστερούσε η έγκριση της αίτησης, οι Εφεσείοντες με δύο επιστολές ημερ. 26.9.2000 και 14.11.2000, ζήτησαν την επιστροφή των χρημάτων τους. Αντί απάντησης σχετικά με το θέμα της επιστροφής των χρημάτων, η Εταιρεία τους απέστειλε επιστολή ημερ. 26.9.2000, με την [*1416]οποία τους πληροφορούσε ότι η αίτηση τους για απόκτηση μετοχών με ιδιωτική τοποθέτηση εγκρίθηκε και τους ανακοίνωνε τον αριθμό των μη εισηγμένων μετοχών που τους αναλογούσαν. Οι τίτλοι των συγκεκριμένων μετοχών στάληκαν στους Εφεσείοντες στις αρχές Οκτωβρίου 2000 ταχυδρομικώς.  Στη συνέχεια, η Εταιρεία με επιστολή της ημερ. 2.11.2000, πληροφόρησε τους Εφεσείοντες ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο της δημόσιας εταιρείας CYBER GROUP Ltd σε έκτακτη συνεδρία …. μελέτησε την γενικότερη κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις και τις εξελίξεις στο Χρηματιστήριο ….» και εξετάζει το αίτημά τους για «ματαίωση της επένδυσής τους». Στις 8.12.2000 η Εταιρεία τελικά πληροφόρησε τους Εφεσείοντες ότι το αίτημα τους για επιστροφή του ποσού που κατέβαλαν δεν μπορούσε να εγκριθεί καθότι αυτό θα οδηγούσε σε παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας, αφού θα συνιστούσε μείωση του μετοχικού κεφαλαίου.  Τελικά η εισαγωγή των τίτλων της εταιρείας στο ΧΑΚ αποσύρθηκε τον Ιούλιο του 2001, αλλά τα ποσά που κατέβαλαν οι Εφεσείοντες ουδέποτε τους επιστράφησαν.

 

Η πρωτόδικη δικαστική διαδικασία και απόφαση

Οι Εφεσείοντες ήγειραν αγωγή με την οποία ζητούσαν επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν λόγω παράβασης όρων σύμβασης. Η αξίωση τους στρεφόταν τόσο εναντίον της εταιρείας, όσο και εναντίον των Εφεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν διατελέσει διοικητικοί σύμβουλοι της Εταιρείας. Η αγωγή τους στηριζόταν και στην πρόσθετη βάση ότι δικαιούνταν επιστροφή των χρημάτων τους δυνάμει των Άρθρων 58Α, 58Β και 58Γ του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993-2001 (Ν. 14(Ι)/1993) τα οποία εισάχθηκαν στις 7.4.2000 με τον τροποποιητικό Νόμο (Αρ. 4) του 2000 (Ν. 42(Ι)/2000), καθώς και του Άρθρου 3 το οποίο είχε εισαχθεί στις 27.10.2000 με τον τροποποιητικό Νόμο του 2000 (Ν. 141(Ι)/2000).

 

Η θέση της Εταιρείας ήταν ότι οι Εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για να τους παραχωρηθούν μετοχές κάτω από συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, οι οποίες εκπληρώθηκαν. Όμως οι Εφεσίβλητοι, ως Διοικητικοί Σύμβουλοι, αρνήθηκαν ότι οι ίδιοι προέβηκαν σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία να δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους. Ως προς τις νομοθετικές διατάξεις, οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι αυτές προσκρούουν στο Κεφ. 113 και στα Άρθρα 23, 25, 26 και 28 του Συντάγματος και δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής. Δεν πρόβαλαν όμως οποιοδήποτε ισχυρισμό αναφορικά με την ερμηνεία του Άρθρου 58Α, Β και Γ ή ότι δεν υπέχουν ευθύνη ενόψει του ότι το Άρθρο 58Β αναφέρεται σε Διοι[*1417]κητικούς Συμβούλους που εισέπραξαν χρήματα, ενώ οι ίδιοι ουδέν ποσό εισέπραξαν.

 

Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον της Εταιρείας και η αγωγή συνεχίστηκε εναντίον των Εφεσιβλήτων μόνο. Η βάση της αγωγής εναντίον τους στηριζόταν στο Νόμο 14(Ι)/1993 και ιδιαίτερα στο Άρθρο 58Α(3)(β) και στο Άρθρο 58Β, αφού αναγνωρίστηκε από τους Εφεσείοντες ότι δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ των Εφεσειόντων και των Εφεσιβλήτων ως Διοικητικών Συμβούλων. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον των Εφεσιβλήτων. Αν και δεν είχε εγερθεί στα δικόγραφα τέτοιο θέμα, έκρινε ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας εταιρείας, διαχωρίζονται από την ίδια την εταιρεία για σκοπούς αστικής ή ποινικής ευθύνης.  Όπως ανέφερε, αν και η εταιρεία συνήθως δεσμεύεται και είναι υπόλογη για τις πράξεις των Συμβούλων της, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν ευθύνονται για τις πράξεις ή παραλείψεις της εταιρείας. Όμως αναγνώρισε ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, όπου για συγκεκριμένα θέματα το ζήτημα της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ρυθμίζεται νομοθετικά, κατά τρόπο αντίθετο προς τη γενική αρχή. Σχετικά έκανε αναφορά στο Σύγγραμμα Pennington Company Law, 3η έκδοση, σελ. 45-55.  Στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο η παρούσα είναι μια τέτοια περίπτωση όπου δυνάμει νομοθετικής ρύθμισης οι Σύμβουλοι της εταιρείας έχουν προσωπική ευθύνη. Τελικά έκρινε (χωρίς να εγείρεται από τους Εφεσίβλητους στην Έκθεση Υπερασπίσεως τους ένα τέτοιο θέμα), ότι τα σχετικά άρθρα του Νόμου δημιουργούν υποχρέωση επιστροφής χρημάτων μόνο «στον εκδότη ή εταιρεία ή σε πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό» και οι Εφεσίβλητοι δεν εμπίπτουν σ’ αυτήν την περιγραφή. Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε το Άρθρο 58Β ότι αφορούσε σε Διοικητικούς Συμβούλους οι οποίοι διενήργησαν την είσπραξη για λογαριασμό της εταιρείας και ότι εξαιρούνταν όσοι Διοικητικοί Σύμβουλοι, όπως οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι δεν αποδείχθηκε ότι εισέπραξαν οποιοδήποτε ποσό. Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι άλλες βάσεις αγωγής δεν ευσταθούσαν. Τέλος, έκρινε ότι δεν θα έπρεπε να ασχοληθεί με άλλα θέματα σε σχέση με τη συνταγματικότητα του επίδικου Νόμου και το Κεφ. 113, καθότι δεν ήταν απαραίτητο. Όπως εξήγησε: «Διαφορετική ερμηνεία …. θα οδηγούσε σε εντελώς παράλογα αποτελέσματα. Θα μπορούσε για παράδειγμα κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου να είναι προσωπικά υπεύθυνο για την επιστροφή ποσού το οποίο εισέπραξε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό της εταιρείας.».

[*1418]Η έφεση

Οι Εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση, θεωρώντας:- (α) εσφαλμένη την ερμηνεία που δόθηκε στο Άρθρο 58Β και (β) εσφαλμένο το εύρημα ότι οι άλλες βάσεις αγωγής δεν ευσταθούσαν.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της έφεσης, ηγέρθη θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 58Β, αλλά η Πλήρης Ολομέλεια αποφάσισε με ενδιάμεση απόφασή της, ότι δεν ήταν δυνατό να εξεταστούν τέτοια θέματα, εφόσον δεν είχε δοθεί η αναγκαία ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10.

 

Ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της έφεσης, εκδόθηκαν δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες ερμηνεύθηκε το Άρθρο 58Β κατά τρόπο αντίθετο με αυτό που τελικά υιοθέτησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Πρόκειται για τις αποφάσεις Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 286 και CΝH Capital Markets Ltd κ.ά. ν. Shanghailink Investment Co Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 384. Και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις, η αγωγή από τους επενδυτές στρεφόταν τόσο εναντίον της εταιρείας, όσο και μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Και στις δύο αποφάσεις το Ανώτατο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το Άρθρο 58Β του Νόμου, έκρινε ότι οι Διοικητικοί Σύμβουλοι ήσαν προσωπικά αλληλέγγυοι για την επιστροφή οποιωνδήποτε χρημάτων πληρώθηκαν προς την εταιρεία.

 

Συγκεκριμένα στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd κ.ά., ανωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον της εταιρείας, αλλά απέρριψε την αγωγή εναντίον του Διοικητικού Συμβουλίου. Οι Ενάγοντες-επενδυτές εφεσίβαλαν μεταξύ άλλων, αυτό το μέρος της απόφασης. Το Εφετείο (Νικολαΐδης, Νικολάτος, Πασχαλίδης, Δ.Δ.) έκρινε ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ευσταθούσε και ότι οι Διοικητικοί Σύμβουλοι είχαν αλληλέγγυα ευθύνη δυνάμει του Άρθρου 58Β του Νόμου. Το σχετικό ratio της απόφασης δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι το εξής:-

 

«Η παράλειψη υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο εντός περιόδου τριών μηνών δημιουργεί δικαίωμα υπέρ του αγοραστή να απαιτήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε και υποχρέωση της εταιρείας και των διευθυντών της προσωπικώς και αλληλεγγύως να τα επιστρέψουν (Anaptyxis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691, Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου, ανωτέρω και Χριστο[*1419]δουλίδης κ.ά. ν. ΧΑΚ (2002) 4 Α.Α.Δ. 576).

 

Ως προς τους εφεσίβλητους 2 και 3 εφαρμόζεται το Άρθρο 58Β του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο εκδότης ή εταιρεία ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας έγινε η είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων, καθίστανται προσωπικά αλληλέγγυοι για την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.»

 

Στη δεύτερη υπόθεση, CNΗ Capital Markets Ltd κ.ά. ν. Shanghailink Investment Co Ltd, ανωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση τόσο εναντίον της εταιρείας, όσο και εναντίον των Διοικητικών Συμβούλων, θεωρώντας ότι αυτοί καθίστανται υπόλογοι για την επιστροφή του επίδικου ποσού δυνάμει του Νόμου. Οι Εναγόμενοι (εταιρεία και Διοικητικοί Σύμβουλοι), εφεσίβαλαν την απόφαση. Μεταξύ άλλων, παραπονέθηκαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το Άρθρο 58Β του Νόμου 14(Ι)/1993, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 42(Ι)/2000 και ότι εσφαλμένα απέδωσε κεχωρισμένη ευθύνη, αντί αλληλέγγυα, σ’ εκείνους τους Διοικητικούς Συμβούλους που δεν εισέπραξαν οποιοδήποτε ποσό εκ μέρους της εταιρείας. Το Ανώτατο Δικαστήριο  (Κωνσταντινίδης, Παπαδοπούλου, Κληρίδης, Δ.Δ.) απέρριψε την έφεση, ερμηνεύοντας το Άρθρο 58Β με τον ίδιο τρόπο ως προς την αλληλέγγυα ευθύνη των Διοικητικών Συμβούλων, όπως έπραξε λίγες μέρες προηγουμένως και το Εφετείο στην Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ, ανωτέρω. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το Εφετείο στην CΝΗ Capital Markets Ltd, ανωτέρω, φαίνεται να ερμήνευσε το Άρθρο 58Β ανεξάρτητα από την προηγούμενη απόφαση του Εφετείου στην Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ, αφού δεν κάνει αναφορά σ’ αυτήν. Το σχετικό ratio της απόφασης έχει ως εξής:-

 

«Κατά την άποψή μας, αναφερόμενο σε κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, το πιο πάνω άρθρο και καθιστώντας το “προσωπικά αλληλέγγυο” για την επιστροφή “οποιωνδήποτε ποσών”, τίποτε άλλο δεν μπορεί να σημαίνει παρά ότι το κάθε ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου είναι προσωπικά υπεύθυνο για επιστροφή ολόκληρου του ποσού που καταβλήθηκε, όπως είναι και τα άλλα μέλη εξίσου υπεύθυνα, δηλαδή το κάθε μέλος είναι αλληλέγγυα και κεχωρισμένα υπεύθυνο για την επιστροφή ολόκληρου του ποσού και όχι οποιουδήποτε μέρους του.

 

[*1420]Το γεγονός επομένως ότι στην υπό εξέταση υπόθεση κάποια άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν είχαν εναχθεί, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομική ευθύνη των εναχθέντων εφεσειόντων.

 

Ούτε και μπορεί να ευσταθήσει ο άλλος ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι δεν θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση εναντίον οποιουδήποτε από τους εφεσείοντες στη βάση του Άρθρου 58Β επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οποιοσδήποτε από αυτούς εισέπραξε ποσό για λογαριασμό της εταιρείας, ούτε και η εταιρεία, ενώ ο εφεσείων 2 ο οποίος το εισέπραξε ήταν για δικό του όφελος.»

 

Ενόψει των δύο πιο πάνω αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατέστη φανερό ότι η ερμηνεία που δόθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή στην εκκαλούμενη απόφαση ήταν εσφαλμένη και ως εκ τούτου η έφεση θα επιτύγχανε, αν εφαρμόζετο το ratio των δύο πιο πάνω αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων διαισθανόμενοι αυτό τον κίνδυνο, ζήτησαν από το Εφετείο το οποίο αρχικά επιλήφθηκε της έφεσης, όπως αυτή παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια για να εξετάσει κατά πόσο τηρούνται οι προϋποθέσεις για να αποστεί από τις δύο πιο πάνω προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη σχετική ένορκη δήλωση που συνοδεύει την κοινή αίτηση που υπέβαλαν οι Εφεσίβλητοι, αναφέρεται ότι:-

 

«4. Είναι η θέση των Εφεσίβλητων ότι στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν ή και επιβάλλουν απόκλιση από το δικαστικό προηγούμενο. Τα θέματα που οι εφεσίβλητοι εγείρουν με την επιπρόσθετη γραπτή τους αγόρευση αφορούν αρχές δικαίου και θεμελιώδη δικαιώματα που δεν εγέρθηκαν ούτε και εξετάστηκαν σε καμία από τις δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των οποίων ζητείται η αναθεώρηση, οι οποίες δεν ήταν αποφάσεις της Ολομέλειας αλλά τμημάτων και με διαφορετική σύνθεση σε κάθε περίπτωση.

 

5. Πιστεύω ότι είναι ορθό δίκαιο και ευχερέστερο υπό τις περιστάσεις, το θέμα παρέκκλισης από προηγούμενη νομολογία σε σχέση με τα νομικά θέματα στην παρούσα υπόθεση και συγκεκριμένα με την νομική ερμηνεία του Άρθρου 58 Β των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμων 1993-2000, να εξεταστεί και να αποφασιστεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

[*1421]6. Η αναθεώρηση και ανατροπή της νομολογίας είναι αναγκαία υπό τις περιστάσεις αφού βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου και συγκρούεται με θεμελιωμένες συνταγματικές αρχές. Ευσεβάστως οι Εφεσίβλητοι εισηγούνται και ειλικρινά πιστεύουν ότι τυχόν αναθεώρηση και/ή απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο μπορεί να γίνει ευχερέστερα με την εκδίκαση της παρούσας έφεσης από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ώστε να επιλυθούν οριστικά τα εγειρόμενα επίδικα θέματα προς εξάλειψη οποιωνδήποτε αμφιβολιών που προκύπτουν ως προς την ορθότητα ή μη της εν λόγω νομολογίας.

 

7. Οι Εφεσίβλητοι ειλικρινά πιστεύουν και θεωρούν λογικό, δίκαιο και δικαιολογημένο το αίτημα τους για εκδίκαση της υπόθεσης από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία θα επιλύσει κάθε ενυπάρχουσα αμφιβολία περί της ορθότητας της νομολογίας και θα αποδώσει την τελική και ορθή ερμηνεία του σχετικού Άρθρου 58Β των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμων 1993 έως 2000.

 

8. Οι Εφεσίβλητοι θεωρούν πως τυχόν έκδοση και εφαρμογή της λανθασμένης ερμηνείας που δόθηκε στο Άρθρο 58Β των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμων 1993 έως 2000, με βάση το αναφερόμενο δικαστικό προηγούμενο του οποίου ζητούν την αναθεώρηση, θα επέφερε καταφανώς άδικα αποτελέσματα και θα δημιουργούσε σοβαρές και αλυσιδωτές δυσμενείς επιπτώσεις τόσο για τους Εφεσίβλητους αλλά και γενικότερα, αφού άτομα σε ανάλογες θέσεις Διευθυντών εταιρείας κατά τον ουσιώδη χρόνο ισχύος του σχετικού νόμου και άρθρου (που πλέον καταργήθηκε) μέσα στα πλαίσια του χρόνου παραγραφής, μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με σωρεία αγωγών εναντίον τους απλά και μόνο λόγω της θέσης που κατείχαν πριν από 13 ή και περισσότερα χρόνια σε εταιρείες που επιχείρησαν την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο.»

(Ο χρωματισμός είναι δικός μας)

 

Κατά τη μελέτη της υπόθεσης διαπιστώσαμε ότι υπήρχε και τρίτη απόφαση - CAF Computers Ltd v. Παττίχη κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 815 - η οποία στηρίζεται στο Άρθρο 58 και η οποία αν και προγενέστερη, δεν αναφέρθηκε στις υποθέσεις Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parsons Emporio Ltd κ.ά., ανωτέρω και CNH Capital Markets Ltd v. Shanghailink Investment Co Ltd, ανωτέρω. Εξετάσαμε την υπόθεση CAF Computers Ltd v. Παττίχη, ανωτέρω και βεβαιωθήκαμε ότι δεν σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και [*1422]προφανώς γι’ αυτό το λόγο δεν αναφέρθηκε στις αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων στην ενώπιον μας διαδικασία.

 

Στην CAF Computers Ltd το σκεπτικό περιορίσθηκε στη σχέση εταιρείας και διευθύνοντα συμβούλου ως ενεργούντος εκ μέρους της εταιρείας με αναφορά στο θέμα όπως ετέθη ενώπιον του Εφετείου, που ήταν ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος είχε ευθύνη επιστροφής των χρημάτων δυνάμει του Άρθρου 58Α(3)(β) (δηλαδή χωρίς αναφορά στο Άρθρο 58Β), καθ’ όσον αυτός ήταν το πρόσωπο που εισέπραξε τα χρήματα ή και υποσχέθηκε την επιστροφή τους. Εξ ου και το σκεπτικό της απόφασης περιορίσθηκε στο Άρθρο 58Α(3)(β) και τις εν λόγω αιτιάσεις του επενδυτή και ουδόλως αφορά το Άρθρο 58Β το οποίο ενδιαφέρει πρωτίστως εδώ.

 

Η ερμηνεία του Άρθρου 58Β

Τα επίδικα θέματα ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας είναι κατά πόσο η Ολομέλεια θα αποστεί από τις δύο πιο πάνω αποφάσεις, δύο ξεχωριστών Εφετείων. Επί της ουσίας της ερμηνείας του Άρθρου 58Β, η Πλήρης Ολομέλεια διαμοιράζεται. Έξι Δικαστές κρίνουν ότι οι δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένες και ότι η ερμηνεία του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή.

 

Οι Δικαστές που υπογράφουν την παρούσα ως και ο Πρόεδρος ο οποίος υπογράφει ξεχωριστή δική του απόφαση, κρίνουν ότι απώτερος στόχος του Νόμου 42(Ι)/2000, ο οποίος τροποποίησε τους περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμους 1993 έως 2000, ήταν, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση της σχετικής πρότασης νόμου, η προστασία των επενδυτών από ενδεχόμενες καταχρήσεις εκ μέρους εταιρειών που είχαν πρόθεση να εισάξουν τους τίτλους τους στο ΧΑΚ και που εισέπρατταν τεράστια ποσά, μάλιστα αρκετό χρόνο πριν την πραγματική ημερομηνία εισδοχής τους, και τα εκμεταλλεύονταν αναλόγως. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο Νόμος 42(Ι)/2000 προέβλεπε για την αστική και ποινική ευθύνη συγκεκριμένων προσώπων.

 

Επίσης ο περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμος του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002) με το Άρθρο 6 δημιούργησε ποινική ευθύνη πέραν του εκδότη και για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, εκτός αν αποδειχθεί ότι το μέλος δεν συναίνεσε ή συνέπραξε στη διάπραξη του αδικήματος.

 

Μας ενδιαφέρει εδώ το Άρθρο 58Α(3)(β) του Νόμου 42(Ι)/2000 (στο εξής «ο Νόμος»), το οποίο προνοούσε για την επιστροφή σε [*1423]«ενδιαφερόμενο αγοραστή», υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στην υπό αναφορά διάταξη, του ποσού ή ανταλλάγματος που αυτός κατέβαλε σε «εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο» για την αγορά μετοχών, «είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του Άρθρου 58Α ή άλλως πως». Σε περίπτωση ικανοποίησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 58Α (3)(β), «ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα» όφειλαν να το επιστρέψουν στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός 10 ημερών. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι καμία αναφορά δεν γίνεται στην εν λόγω πρόνοια σε «μέλος συμβουλίου εταιρείας» ή «μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας», ενώ η υποχρέωση επιστροφής δημιουργείται στον εκδότη ή την εταιρεία ή το πρόσωπο από το οποίο εισπράχθηκε το ποσό, ανεξαρτήτως του αν η είσπραξη των χρημάτων έγινε για λογαριασμό τους ή όχι. Αυτοί οι τρεις είναι που έχουν πρωτογενή ευθύνη επιστροφής των χρημάτων, και τούτο για καλό λόγο.

 

Ο εκδότης και η εταιρεία είναι λογικό να είναι υπόχρεοι και να ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την επιστροφή των χρημάτων, αφού εμπλέκονται άμεσα ως εκδότης και ως εταιρεία στην ανάληψη υποχρέωσης για εισαγωγή των τίτλων στο χρηματιστήριο. Το ίδιο και το πρόσωπο που εισέπραξε τα χρήματα, το οποίο επίσης εμπλέκεται άμεσα στο θέμα, αφού τα χρήματα τα εισπράττει επί τη προοπτική της εισαγωγής των τίτλων στο χρηματιστήριο. Για τον ίδιο λόγο, το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας δεν έχει, και δεν είναι λογικό να έχει, τέτοια πρωτογενή ευθύνη για την επιστροφή των χρημάτων, υπό την ιδιότητά του και μόνο ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ιδιαιτέρως αν η είσπραξη δεν έγινε για λογαριασμό της εταιρείας. Αυτή είναι η εμβέλεια του Άρθρου 58Α(3)(β).

 

Το Άρθρο 58Β τώρα έχει άλλη εμβέλεια. Το άρθρο αυτό ουσιαστικά δημιουργεί δευτερογενή ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας μόνο στην περίπτωση - εξ ου και η ευθύνη είναι δευτερογενής – που η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της εταιρείας. Ο νομοθέτης έκρινε ότι σε τέτοια περίπτωση – και μόνο – τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου πρέπει επίσης να καθίστανται υπεύθυνα για την επιστροφή των χρημάτων ως εκ της ιδιότητάς τους αυτής, αφού το όφελος των χρημάτων σε τέτοια περίπτωση είναι στην εταιρεία, του διοικητικού συμβουλίου της οποίας είναι μέλη. Και τούτο πάλι για καλό λόγο, αφού τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφείλουν, ως μέλη αυτού, να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση της εταιρείας προς την υποχρέωση της, καθ’ όσον το όφελος των χρημάτων είναι δικό της και όχι άλλου (για να μην αναφέρουμε και τις συχνά στενές σχέσεις των συμφε[*1424]ρόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου με εκείνα της εταιρείας). Στην περίπτωση αυτή, ο νομοθέτης ουσιαστικά εταύτισε την εταιρεία και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της και διότι τούτο εκρίθη δίκαιο ως εκ του οφέλους των χρημάτων για την εταιρεία και διότι έτσι καθίσταται αποτελεσματικότερη η διασφάλιση της εκπλήρωσης της πρωτογενούς υποχρέωσης της εταιρείας.  Εξ ου και καθιστά σε τέτοια περίπτωση τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αλληλέγγυα υπεύθυνα με τον εκδότη και την εταιρεία.   Τούτο ανατρέπει και την ανησυχία του ευπαιδεύτου πρωτόδικου δικαστή ότι, αν το Άρθρο 58Β ερμηνεύετο ώστε να θέτει ευθύνη στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, θα οδηγούμεθα στο παράλογο αποτέλεσμα αυτά να ήσαν υπεύθυνα για επιστροφή χρημάτων που εισέπραξε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό της εταιρείας.  Τούτο δεν θα ήταν παράλογο αλλά λογικό, πάντοτε νοουμένου ότι η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της εταιρείας.

 

Προς αντίληψη της πρόθεσης αυτής του νομοθέτη είναι δε σημαντικό να δοθεί σημασία στο ότι, σε τέτοια περίπτωση, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου καθίστανται αλληλέγγυα υπεύθυνα μόνο με τον εκδότη και την εταιρεία, και όχι με το πρόσωπο που εισέπραξε τα χρήματα και το οποίο είναι πρωτογενώς υπεύθυνο για επιστροφή τους. Και τούτο εφ’ όσον η ευθύνη των διευθυντών διέρχεται μόνο μέσα από την εταιρεία αν η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της και όχι μέσα από το πρόσωπο που εισέπραξε τα χρήματα, ώστε να ήταν άδικο τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να είναι αλληλέγγυα υπεύθυνα με το πρόσωπο εκείνο, έστω και αν εισέπραξε τα χρήματα για λογαριασμό της εταιρείας.

 

Το κλειδί στην όλη ερμηνεία είναι ο όρος του Άρθρου 58Β ότι η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της εταιρείας, αφού τότε και μόνο τότε καθίστανται υπεύθυνα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Προς τούτο, είναι εντελώς άσχετο προς τη διαπίστωση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου το ποίος διενήργησε την είσπραξη. Είναι λοιπόν εντελώς παρανοημένη η αντίληψη του ευπαιδεύτου πρωτόδικου δικαστή ότι η αναφορά στο Άρθρο 58Β σε «μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας για λογαριασμό της οποίας έγινε η είσπραξη» παραπέμπει σε «μέλος διοικητικού συμβουλίου το οποίο διενήργησε την είσπραξη για λογαριασμό της εταιρείας». Τέτοια αντίληψη παραποιεί την ίδια τη γραμματική διατύπωση του άρθρου, εισάγοντας ανύπαρκτη αναφορά σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου το οποίο διενήργησε την είσπραξη. Η μόνη περίπτωση στην οποία έχει σημασία το ποίος διενήργησε την είσπραξη είναι η αναφερόμενη στο Άρθρο 58Α(3)(β), οπότε και του αποδίδεται πρωτογενής ευθύνη.

Με αυτά υπ’ όψη, συμφωνούμε με την κατάληξη του Εφετείου στην Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ και στην CNH Capital Markets Ltd, τονίζοντας μόνο ότι η ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου περιορίζεται στην περίπτωση που η είσπραξη έγινε για λογαριασμό της εταιρείας.

 

Δεν είναι ασύνηθες, η απόδοση από το νομοθέτη προσωπικής αστικής ευθύνης σε μέλη διοικητικών συμβουλίων (βλ. για παράδειγμα, το Άρθρο 43 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 το οποίο επιβάλλει στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου την υποχρέωση πληρωμής αποζημίωσης σε όσους υπέστησαν ζημιά λόγω οποιασδήποτε αναληθούς δήλωσης σε πρόσκληση για εγγραφή και το Άρθρο 8 της Οδηγίας 2009/101/ΕΚ). Μπορεί, μάλιστα, να λεχθεί ότι με την πάροδο του χρόνου παρατηρείται μια τάση τόσο στη δική μας νομοθεσία, όσο και στη νομοθεσία άλλων χωρών, να αποδίδονται προσωπικές ευθύνες στους διοικητικούς συμβούλους εταιρειών στην προσπάθεια να καταστούν περισσότερο υπόλογα τα άτομα. Συμφωνούμε δε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να θέσει την είσπραξη ως προϋπόθεση για την ευθύνη μέλους του διοικητικού συμβουλίου, αυτό θα μπορούσε να γίνει με σχετική ρητή αναφορά όπως έγινε σε άλλα άρθρα του Νόμου. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου ούτε έχει εξουσία να αποκαταστήσει τυχόν παραλείψεις, κενά ή σφάλματα στο Νόμο.

 

Τέλος, θα προσθέταμε ότι το αγγλικό κοινοδίκαιο αναφορικά με το εταιρικό δίκαιο και την ευθύνη διευθυντών, δεν σχετίζεται με το υπό συζήτηση θέμα, εφόσον το κοινοδίκαιο εφαρμόζεται μόνο όπου δεν υπάρχει ρητή νομοθετική ρύθμιση. Και εδώ υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια, με σαφείς, κατά την άποψή μας, προσανατολισμούς. Γι’ αυτό και συμφωνούμε απόλυτα με την ερμηνεία που δόθηκε στο Άρθρο 58Β στις δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου - Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd, ανωτέρω και CHN Capital Markets Ltd κ.ά. ν. Shanghailink Investment Co Ltd, ανωτέρω, οι οποίες θα πρέπει να θεωρηθούν ότι ερμηνεύουν ορθά το Άρθρο 58Β.

 

Κατά πόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις

Ενόψει της κατάληξης έξι δικαστών επί της ουσίας*, το θέμα που τώρα τίθεται, είναι κατά πόσο τηρούνται οι προϋποθέσεις για απόκλιση από τις προηγούμενες δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η νομολογία επί του θέματος είναι πάγια και έχει συ[*1426]νοψιστεί σε αρκετές αποφάσεις του Δικαστηρίου (βλ. Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, 263-264, Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338, 1405-1406, Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, 373-374, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 332-337, Κουλουντή κ.ά. ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1026, 1105, Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77, 85, Ακίνητα Χρίστος Χατζηκυριάκος Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 901, 905, Αντέννα TV Λτδ κ.ά. ν. ΑΗΚ κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 793, 809-811, Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 416, 488, και Investylia Public Company Ltd v. Τσεριώτη κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 614). Στην πιο πάνω νομολογία τονίζεται η σπουδαιότητα της αρχής του δεσμευτικού προηγούμενου (stare decisis) στο Κοινοδίκαιο (βλ. The Nature and Authority of Precedent, N. Duxbury, 1η Έκδοση – 2008). Όπως είναι γνωστό, στο Ηπειρωτικό σύστημα οι δικαστικές αποφάσεις δεν αποτελούν πηγή δικαίου και ούτε ισχύει με την ίδια δύναμη η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου. Η μόνη πηγή δικαίου είναι ο Κώδικας. Όμως σταδιακά και στο Ηπειρωτικό δίκαιο οι προηγούμενες αποφάσεις απέκτησαν αυξημένη βαρύτητα, ιδιαίτερα ως προς την ερμηνεία του Κώδικα.

 

Στο σύστημα του Κοινού Δικαίου, η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων ως μια από τις πηγές δικαίου αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες και συναρτάται άμεσα με τη βεβαιότητα του δικαίου και την επικράτηση του κράτους δικαίου (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιάλλουρου κ.ά., ανωτέρω). Στο πιο κάτω απόσπασμα από τη Μελέτη «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» (1981) του Γ. Μ. Πική, σελ. 21, τονίζεται η μεγάλη σημασία της αρχής:-

 

«Με τη συστηματοποίηση του κοινού δικαίου επικρατεί η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τις αρχές του κοινού δικαίου όπως προσδιορίζονται στις αποφάσεις των ανώτερων δικαστηρίων της Αγγλίας. Η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων πηγάζει από την πεποίθηση ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο αποτελεί προϋπόθεση για την επικράτηση κράτους δικαίου. Τα ευεργετήματα από το βέβαιο και σαφή προσδιορισμό του δικαίου κρίνεται ότι αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα από πιθανές ατέλειες του δικαίου. Η ανάπτυξη του κοινού δικαίου, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε Κώδικα, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με την εξουσία των δικαστών να προσδιορίζουν και να διατυπώνουν το δίκαιο, κατάστησε αναγκαία την υιοθέτηση της [*1427]αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων για αποτροπή τάσεων προς την κατεύθυνση απονομής της δικαιοσύνης ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τις πεποιθήσεις των εκάστοτε δικαστών. Η απεριόριστη δικαστική εξουσία είναι τόσο επικίνδυνη όσο και η απεριόριστη εξουσία της Εκτελεστικής Εξουσίας στον τομέα της διακυβερνήσεως της χώρας. Όπως παρατηρεί ο Λόρδος Devlin, η απονομή της δικαιοσύνης βάσει προκαθορισμένων αρχών είναι προτιμητέα από τις ρήσεις του Καδή, όσο εμπνευσμένος και αν είναι ο τελευταίος. (βλ. “The Judgeby Patrick Devlin, p. 106)».

 

Όπως επεξηγείται σε άλλο μέρος του ίδιου Συγγράμματος (σελ. 49-50):-

 

«Η καθιέρωση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους, τους εξής:-

α) Την πίστη ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικής αρμονίας, και

β) Στην κατοχύρωση της αρχής της ισότητας όλων των πολιτών έναντι του νόμου, που επιβάλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται στην ίδια θέση.»

 

Στην ίδια μελέτη συνοψίζεται τόσο το ιστορικό όσο και ο τρόπος που η αρχή εφαρμόζεται σε αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων. Στη σελ. 53 αναφέρονται τα εξής:-

 

«Μέχρι το 1966 η Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων θεωρούσε τον εαυτό της δεσμευμένο από προηγούμενες αποφάσεις του Σώματος. Η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε το 1966, κατόπιν αποφάσεως της ολομέλειας της Δικαστικής Επιτροπής, με το δικαιολογητικό ότι αμετακίνητη προσκόλληση στην αρχή του δεσμευτικού προηγούμενων αποφάσεων του Σώματος μπορεί να οδηγήσει σε αδικία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και παράλληλα να παρεμβάλει αδικαιολόγητους περιορισμούς στην ανάπτυξη του δικαίου.  Αναγνωρίζεται όμως στο προοίμιο της σχετικής αποφάσεως η σημασία της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων και επαναβεβαιώνεται η προσήλωση σ’ αυτή σαν το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Η απόφαση της ολομέλειας αναφέρει ότι, ενώ οι προηγούμενες αποφάσεις της Δικαστικής Επιτροπής θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές, η Επιτροπή έχει την εξουσία να παρεκκλίνει από αυτές, όταν το κρίνει σωστό. Είναι φανερό, από το σκεπτικό που καθορίζει τη νέα πρακτική του Σώματος, ότι συμμόρφωση με τις αρχές που καθιερώθηκαν από προηγούμενες αποφάσεις πρέπει να είναι ο κανόνας και παρέκκλιση, όπως και απόκλιση, η εξαίρεση. Η προσέγγιση της Δικαστικής Επιτροπής τα τελευταία 15 χρόνια βεβαιώνει τη θέση αυτή.»

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε τα τελευταία 35 περίπου χρόνια, έχει κατ’ επανάληψη υιοθετήσει την πρακτική που ακολουθεί το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας μετά το Practice Direction του 1966 (βλ. [1966] 3 All ER 77).* Σύμφωνα με τις πάγιες, θα λέγαμε, αρχές της νομολογίας μας, προκύπτει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να είναι προσεκτικό προτού αποφασίσει να διαφοροποιηθεί από προηγούμενη απόφασή του. Αναγνωρίζεται μεγαλύτερη ευχέρεια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες αφορούν σε θεμελιακές συνταγματικές και διοικητικές αρχές δικαίου, π.χ. η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Γι’ αυτό και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση της πλειοψηφίας στην Κyriacou a.o. ν. Minister of Interior (1988) 3(A) C.L.R. 643, αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος.

 

Τα περιθώρια απόκλισης και οι προϋποθέσεις συνοψίζονται στο πιο κάτω απόσπασμα από τη Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2), ανωτέρω, στην οποία αναφέρθηκε ότι:-

 

«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, [1966] 3 All E.R., 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο [*1429]ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, (H.L.) - Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (Ο’ Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R., 583 (H.L.)).»

 

Το πιο πάνω απόσπασμα, το οποίο φαίνεται να αντικατοπτρίζει την πάγια θέση της νομολογίας, έτυχε αναγνώρισης τόσο στη Μαυρογένης, ανωτέρω, όσο και σε άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις. Σχεδόν σε όλες τις αποφάσεις, τονίζεται ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή όταν με την απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις ενδεχομένως να επηρεαστούν αναδρομικά οι συμβατικές σχέσεις και οι οικονομικές διευθετήσεις των μερών (βλ. Republic v. Demetriades, ανωτέρω). Στον τομέα της ερμηνείας νόμου, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, η νομολογία προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου. Στη Μαυρογένης, ανωτέρω, αναφέρεται ότι:-

 

«Σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζουν, επίσης, οι δικαστικές αποφάσεις στην ερμηνεία των νόμων και τον προσδιορισμό του πεδίου το οποίο καλύπτουν. Στον τομέα αυτό, ο ρόλος της δικαστικής απόφασης είναι περιορισμένος, γιατί, εξ αντικειμένου, επικεντρώνεται στην ερμηνεία των νόμων.»

 

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια κατά πόσον τηρούνται οι τρεις κυριότερες προϋποθέσεις, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν από τη νομολογία, όχι εξαντλητικά βέβαια.

 

Ύπαρξη λόγων κεφαλαιώδους σημασίας – Η πρώτη προϋπόθεση

Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας μπορούν να δικαιολογήσουν απόκλιση, όπως για παράδειγμα η ουσιώδης μεταβολή περιστάσεων, στις οποίες στηρίζεται η αρχή δικαίου (βλ. Βύρωνας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω) ή αν έχουν μεταβληθεί οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελί[*1430]ξεις ώστε να απαιτείται αναθεώρηση της προηγούμενης προσέγγισης (βλ. Αντέννα TV Λτδ κ.ά. ν. ΑΗΚ κ.ά., ανωτέρω).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαπιστώνουμε κανένα λόγο κεφαλαιώδους σημασίας. Καμία ουσιώδης μεταβολή περιστάσεων μας έχει υποδειχθεί, που να δικαιολογεί την απόκλισή μας. Κατά την κρίση μας, η πρώτη προϋπόθεση είναι φανερό ότι δεν τηρείται.

 

Ύπαρξη αδιαμφισβήτητα εσφαλμένης αρχής δικαίου – Η δεύτερη προϋπόθεση

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η προηγούμενη δικαστική απόφαση βασίστηκε «σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου» ή σε «πρόδηλο σφάλμα» με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η ανατροπή της (βλ. Βύρωνας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω και Ακίνητα Χρ. Χατζηκυριάκος Λτδ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Όπως αναφέρεται στη νομολογία, το σφάλμα πρέπει να έχει «αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο». Αν χωρούν ή ακόμα πιο δύσκολα αν έχουν εκφραστεί (όπως εδώ) περισσότερες της μιας άποψης, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδιαμφισβήτητο ή ως πρόδηλο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή της προηγούμενης απόφασης (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ. 3), ανωτέρω).

 

Ο λόγος που τίθεται αυτή η προϋπόθεση, σχετίζεται με την ανάγκη για τη βεβαιότητα του δικαίου που πρέπει να υπάρχει σε ένα κράτος δικαίου. Όπως αναφέρθηκε στη Βύρωνας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω:-

 

«Οι αρχές δικαίου που προκύπτουν από τη δικαστική απόφαση αποδεσμεύονται από τους εκάστοτε συντάκτες της και τις προσωπικές τους απόψεις και καθίστανται κανόνες δικαίου γενικής αποδοχής, πάνω στις οποίες το κοινωνικό σύνολο βασίζεται για να ενεργήσει συμμορφούμενο με την υφιστάμενη νομική κατάσταση.

 

Αυτή ειδικά η λειτουργία της δεσμευτικότητας του δικαστικού προηγούμενου αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα υπόθεση, αφού η ανατροπή των υφισταμένων, θα δημιουργούσε απρόβλεπτες και σοβαρές επιπτώσεις.»

 

Κατ’ αρχάς, στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται καν θέμα «αρχής δικαίου», αλλά ερμηνείας νόμου. Καμιά αρχή δεν έχει προσδιοριστεί από τους Εφεσίβλητους. Έχουμε ήδη παραθέσει τα όσα οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν στην αίτηση τους για παραπο[*1431]μπή της έφεσης στην Πλήρη Ολομέλεια. Πρόκειται για γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, από τους οποίους δεν προκύπτει κάτι συγκεκριμένο. Στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, γίνεται αναφορά σε «αρχή δικαίου και θεμελιώδη δικαιώματα που δεν ηγέρθηκαν ούτε εξετάστηκαν σε καμία από τις δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου των οποίων ζητείται η αναθεώρηση, οι οποίες δεν ήταν αποφάσεις της Ολομέλειας αλλά Τμημάτων και με διαφορετική σύνθεση σε κάθε περίπτωση». Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Εφεσίβλητοι, πέραν του ότι απαραδέχτως υποβαθμίζουν το Εφετείο σε «Τμήμα», παρουσιάζουν την Ολομέλεια ως να είναι τριτοβάθμιο δικαστήριο. Αν είναι έτσι που το εννοούν, δεν συμφωνούμε. Η Πλήρης Ολομέλεια σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί διευρυμένο Εφετείο με μόνο αποτέλεσμα το κύρος των αποφάσεων της να είναι σαφώς μεγαλύτερο. Κατά την άποψή μας, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι Εφεσίβλητοι εννοούν ότι η Πλήρης Ολομέλεια είναι τριτοβάθμιο δικαστήριο, αφού εκείνο που ζητούν από την Ολομέλεια, είναι να αναθεωρήσει την προηγούμενη νομολογία και να λάβει υπόψη «αρχές δικαίου» που δεν ηγέρθηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη στις δύο προηγούμενες αποφάσεις. Ισχυρίζονται επίσης ότι οι δύο προηγούμενες αποφάσεις συγκρούονται με «θεμελιωμένες συνταγματικές αρχές». Ούτε σ’ αυτή την περίπτωση προσδιορίζουν ποιες είναι αυτές οι αρχές.

 

Όμως, και να δεχόμασταν ότι ετίθετο θέμα αρχής δικαίου, αυτή με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι «αδιαμφισβήτητα» εσφαλμένη. Σύμφωνα με την Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους, ανωτέρω, «αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή είναι εκείνη για το εσφαλμένο της οποίας δεν χωρεί κατά λογική τάξη αντίλογος». Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει αντίλογος, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε στην Κουλουντή κ.ά. ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., αποτελεί «προφανή οδηγό» ο οποίος αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν το Δικαστήριο παραμένει διαιρεμένο. Στην προκειμένη περίπτωση, έξι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστηρίζουν ότι οι δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ορθές. Αν ληφθούν υπόψη και οι άλλοι πέντε Δικαστές που αποφάσισαν τις δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ο έκτος διαφοροποιήθηκε), τότε καθίσταται φανερό ότι δεν έχει αποδειχθεί το «αδιαμφισβήτητα» εσφαλμένο των δύο προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων.

 

Παρόμοιο πρόβλημα είχε να αντιμετωπίσει η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων (House of Lords), όπως ονομαζόταν τότε, στην υπόθεση Jones v. Secretary of State [1972] 1 All [*1432]ER 144. Τελικά έκρινε υπέρ της βεβαιότητας δικαίου και αρνήθηκε να αποστεί από προηγούμενη απόφαση. Ο Λόρδος Pearson στη σελ. 174 περιέγραψε με τον πιο κάτω γλαφυρό τρόπο το δίλημμα:-

 

«First, there is the principle of stare decisis. A decision of this House has had the distinctive advantage of being final both in the sense that it put an end to the litigation between the parties and in the sense that it established the principle embodied in the ratio decidendi. Consequently it provided a firm foundation on which commercial, financial and fiscal arrangements could be based. Also it marked a definite step in the development of the law, irreversible except by Act of Parliament. This distinctive advantage of finality should not be thrown away by too ready use of the recently declared liberty to depart from previous decisions.

 

Secondly, in Dowling’ s case the courts were confronted with a difficult question of construction arising under a complicated statute. The decision of such questions depends largely on an impression as to the meaning of words in their context, and often different minds have different impressions so that a divergence of opinion results. That is what happened in Dowling’ s case. There were two conflicting views and each of them was tenable. That which ultimately became the minority view was taken by the three members of the Divisional Court, by one member of the Court of Appeal and by one of my noble and learned friends in this House. The view which became the majority view was taken by two members of the Court of Appeal and by four of my noble and learned friends in this House. On a count of judicial voices one might say the slender majority of six to five is not sufficient to prove conclusively the correctness of the view which prevailed, but the voices in favour afford unimpeachable evidence that it is a tenable view, in the absence of any demonstration that it was arrived at per incuriam or is for some other reason clearly unmaintainable. No such demonstration has been given. That seems to me a sufficient reason for not overruling the decision in Dowling’ s case. If a tenable view taken by a majority in the first appeal could be overruled by a majority preferring another tenable view in a second appeal, then the original tenable view could be restored by a majority preferring it in a third appeal. Finality of decision would be utterly lost.»

 

Στην υπόθεση Βύρωνας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, γίνεται αναφορά στις αγγλικές υποθέσεις A.G. v. Dean & Canons of Windsor [1860] 8 H.L. Cαs. 369 και Inland Revenue Commissioner v. Walker [1915] A.C. 509 στις οποίες αναφέρθηκε ότι ακόμα και [*1433]αποφάσεις στις οποίες υπήρξε ισοψηφία μεταξύ των δικαστών, θεωρούνται δεσμευτικές ως να ήταν ομόφωνες ως προς τη μη ανατροπή του δεσμευτικού προηγούμενου.

 

Οι Εφεσίβλητοι δεν ισχυρίστηκαν ότι οι δύο προηγούμενες αποφάσεις είναι έκδηλα ή αδιαμφισβήτητα εσφαλμένες. Έχουμε παραθέσει ορισμένους από τους ισχυρισμούς τους σε σχέση με το θέμα της αρχής δικαίου. Ως προς το αδιαμφισβήτητα εσφαλμένο, το μόνο άλλο που ισχυρίζονται είναι ότι δικαιολογείται η παρέκκλιση, ώστε η Πλήρης Ολομέλεια να «επιλύσει κάθε ενυπάρχουσα αμφιβολία περί της ορθότητας της νομολογίας να αποδώσει την τελική και ορθή ερμηνεία του σχετικού Άρθρου 58Β» του Νόμου.  Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι δεν υπάρχει ισχυρισμός για αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη «αρχή δικαίου». Εκείνο που ισχυρίζονται είναι επίλυση αμφιβολίας ως προς την ορθότητα της νομολογίας αναφορικά με την ερμηνεία του Νόμου. Όμως και σ’ αυτή την περίπτωση δεν προσδιορίζεται η «αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη» ερμηνεία του Νόμου. Πέραν τούτου και πάλιν παρουσιάζεται η Πλήρης Ολομέλεια ως να είναι τριτοβάθμιο δικαστήριο που, όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, σαφώς δεν είναι.

 

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δικαστικό προηγούμενο που αφορά σε ερμηνεία νόμου, δεν πρέπει να ανατρέπεται, εκτός σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι καλύτερα τα πράγματα να αφήνονται στο Κοινοβούλιο να τροποποιεί το νόμο, παρά να ανατρέπεται προηγούμενη δεσμευτική νομολογία (βλ. President of India v. La Pintada Cia Navegacion SA [1984] 2 All ER 773 και Smith and Bailey on The Modern English Legal System (1991) σελ. 395). Και πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέφρασε τη βούλησή της, πολύ πριν εκδοθούν οι δύο επίδικες αποφάσεις. Τελικά κατάργησε το σχετικό άρθρο του Νόμου, θεωρώντας ότι εξυπηρετήθηκε ο σκοπός του νομοθέτη, που δεν ήταν άλλος, κατά την άποψή μας, από του να ενθαρρύνει την επιστροφή των χρημάτων στους επενδυτές, ασκώντας στην ουσία πίεση με τις πρόνοιες του Νόμου, τόσο στην εταιρεία, όσο και στους Διοικητικούς Συμβούλους, καθιστώντας τους αλληλεγγύως υπεύθυνους ως τους μόνους που είχαν έλεγχο επί του νομικού προσώπου.

 

Καταφανώς άδικα αποτελέσματα – Η τρίτη προϋπόθεση

Σύμφωνα με την τρίτη προϋπόθεση, το δικαστικό προηγούμενο, αν εφαρμοστεί και διαφανεί ότι «θα οδηγήσει σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα», τότε υπάρχει ευχέρεια να μην ακολουθηθεί (βλ. Βύρωνας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

[*1434]Στην προκειμένη περίπτωση οι Διοικητικοί Σύμβουλοι που εμπλέκονταν στις δύο επίδικες αποφάσεις θα πρέπει να έχουν ήδη πληρώσει. Ενδεχομένως και πολλοί άλλοι σε παρόμοια θέση να έχουν επίσης συμμορφωθεί ή συμβιβαστεί με τους αντιδίκους τους, μετά που ενημερώθηκαν για τις δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θεωρούμε λοιπόν, ότι δεν θα ήταν ούτε ορθό, ούτε δίκαιο στην προκειμένη περίπτωση να δοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο άλλη ερμηνεία στο Νόμο χωρίς να τηρούνται αυστηρά οι προϋποθέσεις για απόκλιση και μάλιστα μετά την κατάργηση του άρθρου από το Κοινοβούλιο και κατά παραγνώριση των εννόμων συνεπειών που επήλθαν, ως αποτέλεσμα της ερμηνείας που δόθηκε με τις δύο επίδικες αποφάσεις.

 

Υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούμε να δούμε ποιο είναι το άδικο αποτέλεσμα. Αντίθετα, κατά την άποψη έξι Δικαστών και άλλων πέντε προηγουμένως, τα δύο δικαστικά προηγούμενα όχι μόνο δεν οδηγούν σε άδικα αποτελέσματα, αλλά με τον τρόπο που ερμηνεύουν το Άρθρο 58Β, απονέμεται, κατά την άποψή μας, ορθά δικαιοσύνη μεταξύ επενδυτών, εταιρειών και των Διοικητικών Συμβούλων τους, οι οποίοι έλαβαν την απόφαση, κατά παράβαση των ρητών προνοιών του Νόμου, να μην επιστρέψουν τα χρήματα στους επενδυτές, αλλά να τα χρησιμοποιήσουν χωρίς να έχουν εισάξει τους τίτλους τους στο Χρηματιστήριο. Τυχόν απόκλιση θα δημιουργούσε, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, αδικία σε βάρος εκείνων που, στηριζόμενοι στην ερμηνεία που δόθηκε στις δύο προηγούμενες αποφάσεις, έχουν ήδη καταβάλει στους επενδυτές τα ποσά των αποζημιώσεων, επιστρέφοντας με αυτό τον τρόπο τα ποσά που εισπράχθηκαν από την εταιρεία. Με τυχόν ανατροπή του δεσμευτικού προηγούμενου, ενδεχομένως να εγερθούν περίπλοκα θέματα αναδρομικότητας της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάτι που ξεφεύγει της εμβέλειας μιας δικαστικής απόφασης εφόσον μόνο το νομοθετικό σώμα μπορεί να αποφασίσει για την αναδρομικότητα.

 

Κατάληξη

Κατά την κρίση μας δεν τηρείται ούτε το ελάχιστο των προϋποθέσεων ώστε να αποστούμε από την υφιστάμενη νομολογία.  Τυχόν ανατροπή των προηγούμενων αποφάσεων θα συμβάλει στη δημιουργία ανασφάλειας δικαίου και επέμβαση στο έργο της νομοθετικής εξουσίας. Από τη στιγμή που τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν διαμοιραστεί ως προς την ερμηνεία του Νόμου, θα πρέπει το Ανώτατο Δικαστήριο με περισσή περίσκεψη να αποφασίσει κατά της απόκλισης και να κλίνει υπέρ της διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου που είναι απόλυτα απαραίτητη, ιδιαίτερα σήμερα που λόγω της κρίσης επικρατεί μεγάλη ανασφάλεια [*1435]για το καθετί και ιδιαίτερα στις εμπορικές συναλλαγές. Το ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας το αγγλικό Practice Direction του 1966, ανωτέρω, έχει το δικαίωμα να αποστεί από προηγούμενες αποφάσεις του, δεν σημαίνει ότι οποτεδήποτε μας φαίνεται ότι μια προηγούμενη απόφαση μας είναι εσφαλμένη, θα πρέπει να την ανατρέπουμε. Όπως αναφέρθηκε από το δικαστή Λόρδο Reid στην Knuller v. DPP [1972] 2 All ER 898, 903, η οποία υιοθετήθηκε στη Meliangos v. George France [1975] 3 All ER 801, «για το γενικό συμφέρον στη διασφάλιση της βεβαιότητος του δικαίου θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει κάποιος καλός λόγος προτού αποφασίσουμε υπέρ της απόκλισης».

 

Επί του θέματος της απόκλισης ή όχι, έστω και αν έχουν διαμορφωθεί τρία διαφορετικά σκεπτικά, το γεγονός παραμένει ότι συνολικά εννέα Δικαστές θεωρούν (είτε με βάση τις νομολογιακές αρχές που έχουν καθιερωθεί, είτε με βάση την πιο φιλελεύθερη γενική αρχή “when it appears right to do so”), ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν πρέπει να αποστεί. Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η πλευρά των Εφεσιβλήτων, η οποία είχε και το σχετικό βάρος για να μας πείσει, απέτυχε να το πράξει. Ως εκ τούτου, οι δύο προηγούμενες αποφάσεις αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο το οποίο θα πρέπει να τύχει εφαρμογής και στην προκειμένη περίπτωση.

 

Συνακόλουθα η έφεση γίνεται δεχτή και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων ως ακολούθως:-

 

Α. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 1 και εναντίον των Εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, για ποσό €83.688,87 το οποίο αντιστοιχεί σε £49.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.

Β. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 2 και εναντίον των Εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, για ποσό €27.326,98 το οποίο αντιστοιχεί σε £16.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.

Γ. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 3 και εναντίον των Εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, για ποσό €42.698,41 το οποίο αντιστοιχεί σε £25.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.

Δ. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 4 και εναντίον των Εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, για ποσό €17.079,36 το οποίο αντιστοιχεί σε £10.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.

Ε. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 5 και εναντίον των Εφε[*1436]σιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, για ποσό €42.698,41 το οποίο αντιστοιχεί σε £25.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.

 

Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων τα δικηγορικά έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η υπόθεση αυτή ανελήφθη από την Πλήρη Ολομέλεια με αναφορά στο κατά πόσο δικαιολογείται απόκλιση από τις εν λόγω δύο αποφάσεις του Εφετείου, Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ v. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 286, CNH Capital Markets Ltd κ.ά. ν. Shanghailink Investment Co Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 384. Κατά τη μελέτη μας διεπιστώθη ότι υπάρχει και τρίτη απόφαση του Εφετείου, CAF Computers Ltd v. Παττίχη κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 815, απολήγουσα σε διαφορετικό αποτέλεσμα από τις άλλες, ώστε να προέκυπτε το ενδεχόμενο να μην επρόκειτο πλέον για περίπτωση απόκλισης αλλά για περίπτωση σύγκρουσης αποφάσεων του Εφετείου οπότε το θέμα θα εθεωρείτο ανοικτό για εξ υπαρχής ερμηνεία. Τέτοιο ενδεχόμενο όμως δεν υφίσταται καθ’ όσον η τρίτη αυτή απόφαση δεν αφορά το επίδικο Άρθρο 58Β παρά μόνο ήγειρε θέματα που αφορούσαν την εφαρμογή του Άρθρου 58Α. Το σκεπτικό λοιπόν της εν λόγω απόφασης – και είναι το σκεπτικό και όχι το αποτέλεσμα που έχει σημασία για σκοπούς διαπίστωσης σύγκρουσης – δεν επεκτείνεται καθόλου στο Άρθρο 58Β και έτσι η εν λόγω απόφαση δεν διαφοροποιεί το ενώπιον μας θέμα ως καθαρά θέμα απόκλισης.

 

Επ’ αυτού, η δική μας αντίληψη της νομολογίας που αφορά το δεσμευτικό προηγούμενο είναι ότι η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης της περίπτωσης που αυτή συνεδριάζει ως διευρυμένο Εφετείο όπως η προκειμένη (εξ ου και η διαπιστωθείσα ανάγκη για διεύρυνση), και χωρίς η Ολομέλεια να καθίσταται τριτοβάθμιο δικαστήριο, ενεργεί στη βάση της αρχής η οποία διατυπώθηκε στο Practice Direction του 1966 [1966] 3 All ER ως προς το House of Lords (τώρα το διάδοχο του Supreme Court) και η οποία έχει υιοθετηθεί στη δική μας νομολογία. Και η αρχή αυτή παρέχει τη δυνατότητα απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις που, αν και θεωρούνται “normally binding”, μπορεί να υπάρξει απόκλιση “when it appears right to do so”. Μπορεί δε η νομολογία να αναφέρεται σε συγκεκριμένες τέτοιες περιπτώσεις (όπως ουσιαστική μεταβολή περιστάσεων, έκδηλο του εσφαλμένου, καταφανής αδικία), αυτό όμως γίνεται για να καταδειχθεί το γενικό πνεύμα κατεύθυνσης και το εξαιρετικό της απόκλισης και [*1437]όχι για να τεθούν αυστηρές και εξαντλητικές προϋποθέσεις. Οι συγκεκριμένες αυτές περιπτώσεις συνιστούν και παραμένουν πάντοτε εκφάνσεις της γενικής αρχής “when it appears right to do so”.

 

Σε αυτή τη βάση, και πάντοτε έχοντας υπ’ όψη το επιθυμητό της βεβαιότητας που παρέχει η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου, τα περιθώρια της απόκλισης πρέπει να ποικίλουν αναλόγως πολλών παραγόντων. Με μικρότερη δυσκολία η Ολομέλεια θα μπορέσει να αποκλίνει από απόφαση τριμελούς Εφετείου από ότι από δική της απόφαση. Να έχουμε μάλιστα υπ’ όψη ότι η σχετική νομολογία μας αφορά κατά κύριο λόγο θέμα απόκλισης της Ολομέλειας από αποφάσεις της ίδιας της Ολομέλειας ή απόκλισης τριμελούς Εφετείου από αποφάσεις τριμελούς Εφετείου, εκεί δε όπου η Ολομέλεια εξέτασε προηγούμενο τριμελούς Εφετείου, όπως στην Panayides, η απόκλιση έγινε χωρίς αναφορά στην ικανοποίηση συγκεκριμένης προϋπόθεσης για απόκλιση αλλά στη βάση ευθείας διαφοροποίησης από το προηγούμενο. Έπειτα, όπως υποδεικνύεται και στο Practice Direction, υπάρχουν τομείς δικαίου, όπως οι συμβάσεις και οι περιουσιακές και γενικά οικονομικές διευθετήσεις, όπου με πολύ δισταγμό θα εγίνετο απόκλιση που θα αναστάτωνε καθιερωμένες σχέσεις. Σημαντική θα ήταν επίσης η ποιότητα του προηγούμενου – πόσο καλά και διαχρονικά καθιερωμένη είναι η αρχή του δικαίου που περιέχεται σε αυτό; Πόση νομολογιακή στήριξη έχει πίσω του; Πόσο επαρκές είναι το σκεπτικό του; Αφορά θεμελιακή αρχή, ώστε το ερώτημα «Is it better to be consistently wrong rather than ultimately right?” να μην μπορεί να απαντηθεί θετικά; Αφορά θέμα που επιτρέπει εύλογη διαφορά γνώμης, όπως σε περιπτώσεις ερμηνείας νόμου; Ωρίμασε ο χρόνος για την ανάγκη διαφοροποίησης, ή το πράγμα βρίσκεται ακόμα στο δρόμο της δοκιμασίας; Και τόσα άλλα μπορούν να είναι σχετικά κατά περίπτωση.

 

Στην προκειμένη υπόθεση σημειώνουμε ότι τα εν λόγω δύο προηγούμενα είναι πρόσφατα και αφορούν αποφάσεις του τριμελούς Εφετείου και όχι της Ολομέλειας και ότι ενδεχομένως το σκεπτικό τους να μην έχει την επιθυμητή πληρότητα. Εξ άλλου, αν το θέμα εξετάζετο ως θέμα εξ υπαρχής ερμηνείας, δεν θα είμεθα σύμφωνοι ως προς αυτή, αφού οι αδελφοί δικαστές Μιχαηλίδου, Λιάτσος και Σταματίου θα συμφωνούσαν με την ερμηνεία που δίδεται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Νικολάτου ενώ εγώ θα συμφωνούσα με την ερμηνεία που δίδεται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Ερωτοκρίτου. Τούτο όμως είναι άνευ σημασίας αφού θεωρούμε ότι το θέμα τίθεται ως θέμα απόκλισης.

 

Επ’ αυτού, καταγράφουμε το ότι το θέμα δεν είναι κεφαλαι[*1438]ώδες και αφορά όχι αρχή δικαίου παρά ερμηνεία ειδικής νομοθεσίας η οποία κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτης διατύπωσης έτυχε και επί της οποίας ευλόγως υπάρχει διχογνωμία, όπως αποκαλύπτουν και οι τοποθετήσεις επί των αποφάσεων που δίδονται σήμερα. Έπειτα, ο εν λόγω νόμος έχει παύσει να ισχύει, η δε απόκλιση θα ανέτρεπε ήδη καθορισθείσες και ενδεχομένως εκτελεσθείσες υποχρεώσεις, προκειμένου μάλιστα περί οικονομικών ρυθμίσεων, όπως στις εν λόγω δύο αποφάσεις του Εφετείου, οπότε και θα προέκυπτε θέμα άνισης μεταχείρισης και αδικίας.

 

Σταθμίζοντας όλες τις παραμέτρους, φρονούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ανατρέπεται η ανάγκη διατήρησης της δεσμευτικότητας του προηγούμενου των εν λόγω αποφάσεων καθ’ όσον δεν έχει καταδειχθεί ότι θα ήταν ορθό να γίνει τούτο στα πλαίσια της αρχής του Practice Direction. Ζυγίζοντας το επιθυμητό της βεβαιότητας και το πρέπον της απόκλισης, η πλάστιγγα δεν γέρνει υπέρ του δευτέρου.

 

Ως εκ τούτου, συμφωνούμε ότι η έφεση θα πρέπει να γίνει δεκτή και να εκδοθεί απόφαση ως αναφέρεται στην απόφαση του Ερωτοκρίτου, Δ..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η πρωτόδικη απόφαση, ημερ. 21.7.2008, εφεσιβάλλεται με δύο λόγους έφεσης.

 

Ο πρώτος λόγος είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά και κατά τον δέοντα τρόπο τις πρόνοιες του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Κύπρου Νόμου του 1993-2001 (ο Νόμος). Συγκεκριμένα, κατ’ ισχυρισμό, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το Άρθρο 58Β του Νόμου εφαρμόζοντας το μόνο σε Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία διενήργησαν είσπραξη για λογαριασμό της εταιρείας. Συναφώς παρατηρούμε ότι το Άρθρο 58Β στη συνέχεια καταργήθηκε.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι είχαν εγκαταλειφθεί από τους ενάγοντες-εφεσείοντες άλλες βάσεις αγωγής εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είχαν εγκαταλειφθεί. Ο λόγος αυτός δεν προωθήθηκε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ούτε και προβλήθηκε οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξη του, επομένως θα θεωρήσουμε ότι έχει εγκαταλειφθεί.

 

Τα σχετικά γεγονότα φαίνονται στην απόφαση του αδελφού Δι[*1439]καστή Ερωτοκρίτου.

 

Ήταν η βασική θέση των εφεσειόντων ότι η ερμηνεία του Άρθρου 58Β του Νόμου, η οποία δόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι εσφαλμένη και αυτό έχει επιβεβαιωθεί και με δύο ξεχωριστές αποφάσεις Εφετείων, μεταγενέστερες της πρωτόδικης απόφασης. Οι δύο αποφάσεις είναι η Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 286 (η πρώτη απόφαση) και η CNH Capital Markets Ltd κ.ά. ν. Shanghailink Investment Co Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 384 (η δεύτερη απόφαση).

 

Η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ζήτησαν όπως η παρούσα έφεση αχθεί ενώπιον την Πλήρους Ολομέλειας, ήταν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι οι δύο αποφάσεις των Εφετείων είναι εσφαλμένες και δεν  πρέπει να ακολουθηθούν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι η Πλήρης Ολομέλεια δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις των Εφετείων και μπορεί να αποκλίνει από αυτές οποτεδήποτε το κρίνει ορθό και δίκαιο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, έστω και αν θεωρηθεί ότι ισχύουν οι αρχές απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο, η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη για να γίνει απόκλιση.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσείοντων εισηγήθηκε ότι οι δύο αποφάσεις των Εφετείων είναι ορθές και ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απόκλισης από αυτές.

 

Υπήρξε μεγάλος προβληματισμός αναφορικά με τα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα έφεση, τόσο αναφορικά με την ορθή ερμηνεία του Άρθρου 58Β του Νόμου, όσο και αναφορικά με το ζήτημα της απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο.

 

Ως προς το ζήτημα της ερμηνείας, το οποίο κατά την αντίληψη μας, πρέπει να απαντηθεί πρώτα, παρατηρούνται τα εξής:

 

Το Άρθρο 58Β προνοεί τα εξής:

 

«58Β. Εκδότης ή εταιρεία ή μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας για λογαριασμό της οποίας έγινε είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς ή αίτησης για αγορά τίτλων, καθίσταται προσωπικά αλληλεγγύος για την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους επενδυτές σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Άρθρου 58Α και οποιαδήποτε δήλωση ή συμφωνία που δεσμεύει τον ενδιαφερόμενο επενδυτή ότι δε [*1440]θα ζητήσει την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού ή ανταλλάγματος είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αποτέλεσμα.»

 

Το Άρθρο 58Β παραπέμπει στις σχετικές διατάξεις του Άρθρου 58Α. Μεταξύ των σχετικών διατάξεων του Άρθρου 58Α είναι και η Διάταξη 58Α(3) (β), η οποία προνοεί τα εξής:

 

«(β) Ενδιαφερόμενος αγοραστής που κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο για την αγορά μετοχών είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω ή άλλως πως δύναται μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης να ζητήσει γραπτώς την επιστροφή του ποσού ή ανταλλάγματος εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί ακόμη στο Χρηματιστήριο. Σε τέτοια περίπτωση ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα οφείλει να το επιστρέψει στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο και να επιστρέψει τους σχετικούς τίτλους εφόσον έχουν εκδοθεί και δοθεί στους ενδιαφερόμενους αγοραστές:

 

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), το Συμβούλιο δύναται να αποκλείσει εκδότη ή εταιρεία που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, από την εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο.»

 

Είναι προφανές, κατά την κρίση μας ότι, από τη διασύνδεση των δύο Άρθρων 58Β και 58Α του Νόμου, το μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας έγινε είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς ή αίτησης για αγορά τίτλων, το οποίο καθίσταται προσωπικά αλληλέγγυο (με την εταιρεία) για την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους επενδυτές, είναι το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου το οποίο εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα, εφόσον αυτό προνοείται στο Άρθρο 58Α (3) (β) και εφόσον το Άρθρο 58Β εφαρμόζεται «σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Άρθρου 58Α». Είναι επομένως ορθή, κατά την κρίση μας, η κατάληξη του πρωτόδικου δι[*1441]καστηρίου ότι η αναφορά στο άρθρο, όχι στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εταιρείας, γενικά, αλλά σε «μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας για λογαριασμό της οποίας έγινε είσπραξη», παραπέμπει σε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο διενήργησε την είσπραξη για λογαριασμό της εταιρείας. Συμφωνούμε ακόμα με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η προσωπική ευθύνη του οποιουδήποτε μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας είναι αλληλένδετη με την πράξη της είσπραξης, για λογαριασμό της εταιρείας. Το πρωτόδικο δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει το Νόμο και η ερμηνεία του Νόμου δεν δικογραφείται.

 

Αυτό άλλωστε συνάδει και με τη θεμελιώδη αρχή του Εταιρικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία η εταιρεία έχει ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα από τα μέλη της (Δέστε: Salomon v. Salomon & Co Ltd [1897] AC 22).

 

Η πιο πάνω ερμηνεία υιοθετείται από το ήμισυ των μελών της παρούσας σύνθεσης της Πλήρους Ολομέλειας με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να μην δικαιούνται να επιτύχουν στην έφεση τους, εφόσον δεν έπεισαν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.  Κατ’ επέκταση, οι δύο αποφάσεις του τριμελούς Εφετείου, με την αντίθετη άποψη επί της ερμηνείας, κατά την κρίση μας, υποχωρούν ως νομικό προηγούμενο. Όμως εφόσον διατηρούνται από τα μέλη του Σώματος διαφορετικές απόψεις επί της αποκλίσεως, παραμένει αναγκαίο να εξεταστεί και από εμάς κατά πόσο προσφέρεται, στην υπό κρίση υπόθεση, αυτή η δυνατότητα.

 

Στο δικαιϊκό μας σύστημα υπάρχουν μόνο δύο βαθμοί δικαιοδοσίας. Η Πλήρης Ολομέλεια δεν συνιστά τρίτο βαθμό απονομής της δικαιοσύνης εφόσον κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το Νόμο. Στην υπόθεση A. Panayides Contr. Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416 τέθηκε, στην Πλήρη Ολομέλεια, ζήτημα απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο. Ζητήθηκε δηλαδή όπως η Πλήρης Ολομέλεια αποκλίνει από την απόφαση στην υπόθεση Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, που ήταν απόφαση Τριμελούς Εφετείου. Η Πλήρης Ολομέλεια θεώρησε ότι για να αποκλίνει από δικαστικό προηγούμενο θα έπρεπε να πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, οι οποίες επεξηγήθηκαν, από την Πλήρη Ολομέλεια, στην Μαυρογένης κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315. Στην Μαυρογένης (ανωτέρω) λέχθηκε ότι παρέχεται δυνατότητα ανατροπής ή απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο, ενόψει διαπίστωσης πως προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αναμφισβητήτως εσφαλμένη. Στην Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338 αναφέρθηκε ότι, σε θέματα συνταγ[*1442]ματικού δικαίου, η ευχέρεια ανατροπής προηγούμενης απόφασης είναι μεγαλύτερη.

 

Το ζήτημα της απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο τέθηκε πρόσφατα στην Investylia Publlic Company Ltd v. Τσεριώτη κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 614 (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας). Στην υπόθεση εκείνη έγινε αναφορά στις Μαυρογένης και Νικολάου (ανωτέρω) και επιβεβαιώθηκε ότι τα περιθώρια και οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονταν στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της, που περιέχονται στη Διακήρυξη του 1966 [1966] 3 All E.R. 77. Στη Διακήρυξη εκείνη επιβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο επί του οποίου οικοδομείται το δίκαιο. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα ως δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται επίσης και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (Δέστε: OBrien v. Robinson [1973] 1 All E. R. 583).

 

Στη Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, στη σελ. 374, έγινε αναφορά και σε Αμερικάνικη νομολογία και ειδικά στην Smith v. Allwright, 88 L., Ed. 987, και τονίστηκε ότι: «Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη». Η ελευθερία απόκλισης είναι μεγαλύτερη όταν η προηγούμενη απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή.

 

Θεωρούμε, κατ’ αναλογία προς τα προαναφερόμενα, ότι και στην προκείμενη περίπτωση, για να υπάρξει απόκλιση από τις δύο αποφάσεις των Εφετείων θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον τα επίμαχα σημεία των αποφάσεων εκείνων καθιερώνουν αρχή δικαίου και κατά πόσον αυτή η αρχή είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. Τούτο διότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έγινε οποιαδήποτε εισήγηση για ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου.

 

Προηγούμενη δικαστική απόφαση θεωρείται ως, αδιαμφισβήτητα, εσφαλμένη και δικαιολογείται η ανατροπή της και η απόκλι[*1443]ση από το λόγο της, αν το σφάλμα έχει αντικειμενική υπόσταση και καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης (Δέστε: Μαυρογένης, ανωτέρω).

 

Θα πρέπει επομένως να εξετάσουμε το ενδεχόμενο απόκλισης από τις δύο προαναφερόμενες αποφάσεις των Εφετείων. Στην  πρώτη απόφαση, αναφορικά με το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας, δηλαδή των εφεσίβλητων 2 και 3 στην περίπτωση εκείνη, το Εφετείο ανέφερε, σε μια παράγραφο, τα εξής:

 

«Ως προς του εφεσίβλητους 2 και 3 εφαρμόζεται το Άρθρου 58Β του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο εκδότης ή εταιρεία ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας έγινε η είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων, καθίστανται προσωπικά αλληλέγγυοι για την επιστροφή οποιονδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.»

 

Μας φαίνεται ότι η προαναφερόμενη συνοπτική αναφορά στην ευθύνη των δύο μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, δυνάμει του Άρθρου 58Β του Νόμου, δεν καθιερώνει οποιαδήποτε αρχή δικαίου αλλά ούτε και συνιστά το λόγο της απόφασης εκείνης. Έστω όμως και αν η προαναφερόμενη αναφορά καθιέρωνε αρχή δικαίου, ενόψει των προαναφερθέντων σε σχέση με την ορθή ερμηνεία του Άρθρου 58Β, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Άρθρο 58Α του Νόμου, κρίνουμε ότι τα όσα λέχθηκαν στην πρώτη απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένα και οδηγούν σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα, εφόσον προσδίδουν προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη σε όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας εισπράχθηκαν ποσά ή ανταλλάγματα για τους προαναφερόμενους σκοπούς, χωρίς όμως τα μέλη αυτά να έχουν εισπράξει οποιονδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, κατά παράβαση θεμελιώδους αρχής του εταιρικού δικαίου.

 

Σημειώνεται συναφώς ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι κανένας από τους εφεσίβλητους Διοικητικούς Συμβούλους δεν είσπραξε οποιονδήποτε ποσό για λογαριασμό της εταιρείας του.

[*1444]Η δεύτερη απόφαση παρερμηνεύει, κατά την εκτίμηση μας, και με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, το Άρθρο 58Β του Νόμου, αλλά επίσης δεν καθιερώνει αρχή δικαίου. Το παρερμηνεύει επειδή θεωρεί ότι η αναφορά σε «μέλος» Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας είναι αναφορά σε «κάθε Μέλος» του Διοικητικού Συμβουλίου και αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην εσφαλμένη αυτή θεώρηση του Άρθρου 58Β, εφόσον το ερμηνεύει πώς σημαίνει ότι «το κάθε ένα Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι προσωπικά υπεύθυνο για επιστροφή ολόκληρου του ποσού που καταβλήθηκε, ….».   Κατά την εκτίμηση μας, όμως, το Εφετείο, στη δεύτερη απόφαση, αδιαμφισβήτητα έσφαλε και επειδή δεν έδωσε οποιαδήποτε σημασία στη σημαντική φράση ότι το Άρθρο 58Β εφαρμόζεται «σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Άρθρου 58Α». Ερμήνευσε δηλαδή το Άρθρο 58Β εντελώς ανεξάρτητα και ασύνδετα με το Άρθρο 58Α και αυτό, κατά την εκτίμηση μας, συνιστά αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη ερμηνεία, η οποία οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα καθότι αποδίδει ευθύνη εκεί που δεν υπάρχει.

 

Υπάρχει, όμως, και άλλη σχετική απόφαση Εφετείου, η οποία συμφωνεί με την προαναφερόμενη ερμηνεία μας. Είναι η CAF Computers Ltd κ.ά. ν. Παττίχη κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 815 (ημερ. 16.6.2010) στην οποία (προφανώς εκ παραδρομής) δεν έγινε αναφορά στις προαναφερόμενες δύο αποφάσεις. Στην CAF (ανωτέρω) συζητήθηκε το Άρθρο 58Α (3) (β) του Ν 14(Ι)/93, αλλά τέθηκε ευθέως ζήτημα προσωπικής ευθύνης του Διευθύνοντα Συμβούλου εταιρείας, να επιστρέψει ο ίδιος ποσό που εισέπραξε η εταιρεία από  μέτοχο και είχε υποχρέωση να του το επιστρέψει. Αποφασίστηκε ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος δεν μπορούσε να έχει οποιανδήποτε (προσωπική) ευθύνη, εφόσον ενεργούσε εκ μέρους της εταιρείας.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε ότι συντρέχουν και οι προϋποθέσεις απόκλισης από το δικαστικό προηγούμενο και συγκεκριμένα από τις δύο αποφάσεις των Εφετείων, αν αυτό είναι απαραίτητο για την απόφανση μας στην παρούσα έφεση.

 

Θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και ως εκ τούτου θα απορρίπταμε την έφεση, χωρίς διαταγή για έξοδα, εν όψει των δύο προαναφερόμενων αποφάσεων του Εφετείου.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο