Φιλελεύθερος Λτδ (Ο) ν. Δώρου Γεωργιάδη και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 1621

ECLI:CY:AD:2014:A541

(2014) 1 ΑΑΔ 1621

[*1621]17 Ιουλίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα-Εναγόμενη αρ. 3,

 

v.

 

1. ΔΩΡΟY ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα,

 

2. ΕΥΘΥΜΙΟY Χ”ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

3. ΓΑΒΡΙΕΛΛΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων 1 & 2.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 335/2008)

 

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Δημοσιεύματα σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας, με τα οποία γίνονταν για τον ενάγοντα, επώνυμο μουσικό, αναφορές για σεξουαλική παρενόχληση, εκμετάλλευση κοριτσιών και ότι βρισκόταν υπό τη διερεύνηση της Αστυνομίας ― Εκρίθη πρωτοδίκως ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον ενάγοντα και απορρίφθηκαν οι σχετικές υπερασπίσεις ― Επέμβαση Εφετείου και παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης επί τω ότι, στα επίδικα δημοσιεύματα παραθέτονταν γεγονότα που ήταν ουσιωδώς αληθινά και ασκείτο σ’ αυτά καλόπιστη κριτική επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος ― Απόφανση Εφετείου ότι η αναφορά σε «παιδεραστία» δεν υπονοούσε την ενοχή του εφεσίβλητου, αλλά το ότι διερευνάτο υπόθεση.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Περιπτώσεις όπου τα επίδικα δημοσιεύματα, αποδίδουν στον παραπονούμενο κάποια συμμετοχή σε σχέση με ποινικά αδικήματα ― Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί, είναι μέχρι ποιο βαθμό συμμετοχή σε αυτό, αποδίδεται στον παραπονούμενο.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό.

 

[*1622]Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Υπερασπίσεις ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Κάποιo περιθώριο για υπερβολή και σφάλμα παρέχεται μέσα από την υπεράσπιση του δίκαιου σχολίου και του προνομίου υπό επιφύλαξη ― Αν ο εναγόμενος αποδείξει ότι η κυρίως κατηγορία ή η ουσία της δυσφήμισης αληθεύει, δεν απαιτείται να δικαιολογήσει τις δηλώσεις ή τα σχόλια εκείνα που δεν προσθέτουν στην κατηγορία ή δεν εισάγουν ισχυρισμό που από μόνος του θα ήταν αγώγιμος.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Υπεράσπιση της αλήθειας ― Οι δημοσιογράφοι πρέπει να δικαιούνται κάποιο βαθμό υπερβολής ακόμη και σε σχέση με ισχυρισμούς γεγονότων.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Υπεράσπιση της αλήθειας ― Είναι επαρκές εάν η υπεράσπιση της αλήθειας καλύπτει την κύρια κατηγορία ή την ουσία της δυσφήμησης ― Έστω και αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια κάποιων από τους ισχυρισμούς, εν τούτοις μπορεί να στοιχειοθετηθεί και να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Σχόλιο ― Έννοια ― Είναι ή μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι αποτελεί συμπέρασμα, κριτική, διαπίστωση, παρατήρηση.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Έντιμο Σχόλιο ― Από τα βασικά δικαιώματα του ελεύθερου προφορικού και γραπτού λόγου ― Ζωτικής σημασίας στην επικράτηση του δικαίου για την προσωπική μας ελευθερία ― Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιηθούν σωρευτικά για την επιτυχία της σχετικής υπεράσπισης.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης ― Η στάθμιση των δύο δικαιωμάτων ― Νομολογία Ε.Δ.Α.Δ.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία επιδικάστηκαν εναντίον τους αποζημιώσεις ύψους €40.000 για δυσφήμηση μέσω δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Απογευματινή» που έλαβαν χώρα μεταξύ 4.8.2001 και 17.8.2001, και περαιτέρω €150 ονομαστικές αποζημιώσεις για παραβίαση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του εφεσίβλητου-ενάγοντα λόγω των δημοσιευμάτων. Η απόφαση εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων – εναγομένων 3, ενώ η αγωγή απορρίφθηκε εναντίον των εφεσιβλήτων – εναγομένων 1 και 2, αφού κρίθηκε ότι αυτοί δεν είχαν οποιαδήποτε συμμετοχή στην έκδοση της εφημερίδας κατά τον ουσιώδη χρόνο.

[*1623]Ο εφεσίβλητος, με ειδοποίηση αντέφεσης, αμφισβήτησε την ορθότητα του ποσού των επιδικασθεισών αποζημιώσεων ως έκδηλα ανεπαρκές, καθώς και την παράλειψη επιδίκασης ξεχωριστών αποζημιώσεων για παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής και τιμωρητικών και/ή επαυξημένων αποζημιώσεων.

 

Ο εφεσίβλητος, έγγαμος, γνωστός μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και μουσικός παραγωγός, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, ο οποίος διατηρούσε στούντιο ηχογραφήσεων στη Λευκωσία, ενεργούσε ως καλλιτεχνικός διευθυντής και συμμετείχε στο τηλεοπτικό πρόγραμμα «Αφετηρίες». Ήγειρε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 2 και 3 ως ιδιοκτητών της εφημερίδας «Απογευματινή», η οποία εκδιδόταν καθημερινά και διανεμόταν και διατίθετο προς πώληση σε όλη την Κύπρο, λόγω των επίδικων δημοσιευμάτων.

 

Τα δημοσιεύματα αφορούσαν υπόθεση που διερευνούσε η Αστυνομία εναντίον του εφεσίβλητου και κάποιου άλλου προσώπου, σε σχέση με καταγγελίες νεαρών κοριτσιών για αδικήματα κατά των ηθών. Ο εφεσίβλητος, στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας, συνελήφθηκε στις 6.8.2001, προφυλακίστηκε στις 7.8.2001 μέχρι και τις 17.8.2001 και προσήχθη σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όπου βρέθηκε ένοχος σε κάποιες κατηγορίες. Η καταδίκη του παραμερίσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για λόγους που αφορούσαν στη μόλυνση της μαρτυρίας ως εκ της δημοσιότητας που είχε δοθεί στο θέμα.

 

Κατά το χρόνο που οι έρευνες της Αστυνομίας βρίσκονταν σε εξέλιξη, τα επίδικα δημοσιεύματα έκαναν μεταξύ άλλων επανειλημμένα λόγο για υπό διερεύνηση υπόθεση παιδεραστίας, αναμεταδίδοντας και σχετικές δηλώσεις που έγιναν από επίσημα πρόσωπα.

 

Ο εφεσίβλητος στην έκθεση απαίτησης του ισχυρίστηκε ότι με τα ως άνω δημοσιεύματα οι εφεσείοντες παραβίασαν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του, το τεκμήριο της αθωότητάς του, το δικαίωμά του για δίκαιη και ανεπηρέαστη δίκη, το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής, και πρόσβαλαν την τιμή και την υπόληψή του κ.α.

 

Οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν τα δημοσιεύματα, ισχυρίστηκαν  όμως ότι δεν μπορούσε να είχαν δυσφημιστικό νόημα για τον εφεσίβλητο. Περαιτέρω, ότι αποτελούσε την αλήθεια και/ή εύλογο σχόλιο επί θέματος δημοσίου συμφέροντος και/ή ενδιαφέροντος που έγινε καλόπιστα. Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν προνομιούχα υπό επιφύλαξη και δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Απογευματινή», όπως και σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καλό[*1624]πιστα. Οι εφεσείοντες είχαν ηθικό και κοινωνικό καθήκον όπως ανέφεραν να δημοσιοποιήσουν τα επίδικα δημοσιεύματα στους αναγνώστες της εφημερίδας οι οποίοι είχαν αντίστοιχο ενδιαφέρον.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα, πλην ενός, ήταν δυσφημιστικά στο σύνολό τους και απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας.

 

Για δύο άλλα δημοσιεύματα έγινε αποδεκτό από το συνήγορο του εφεσίβλητου κατά το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης, ότι ήταν προνομιούχα και δεν απετέλεσαν αντικείμενο περαιτέρω εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε και τις επιπρόσθετες υπερασπίσεις που εγέρθηκαν.

 

Κατέληξε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα απέδιδαν στον εφεσείοντα- ενάγοντα ότι τα όσα κατάγγειλαν οι νεαρές είναι αλήθεια, τον παρουσίαζαν  ως παιδεραστή, και μέρος ενός κυκλώματος παιδεραστίας το οποίο συγκλόνιζε την Κυπριακή κοινωνία, μέχρι του σημείου που και ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκφράστηκε και πιστοποίησε την ενοχή του.

 

Η συνεχής, υπέδειξε μεταξύ άλλων, χρήση της λέξης παιδεραστής και παιδεραστία, η οποία από τα δημοσιεύματα χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο ζοφερά και απεχθέστερα εγκλήματα, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των πιο πάνω δημοσιευμάτων, κατεδείκνυε την ανηθικότητα και την αισχρότητα της συμπεριφοράς του ενάγοντα. Του απέδιδαν αδικήματα επίσης, όπως διαφθορά ανηλίκων σαν υπαρκτά ενώ από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, ο ενάγοντας κατά το χρόνο των πιο πάνω δημοσιευμάτων ήταν ύποπτος για παράνομη άσεμνη επίθεση κατά ανηλίκων.

 

Ο τρόπος που χρησιμοποιούνταν στα δημοσιεύματα οι δηλώσεις τόσο του Υπουργού όσο και του τότε Προέδρου έτεινε να στοιχειοθετήσει υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα όσα  αποδίδονταν στον ενάγοντα.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, η αναφορά επίσης που γινόταν στην ύπαρξη σωρείας καταγγελιών, και η περιγραφή των νεαρών κοριτσιών ως θύματα, θεμελιώνει στο μυαλό του αναγνώστη ότι τα όσα καταγγέλθηκαν ήταν αλήθεια και ο ενάγοντας ένοχος για όσα του καταλογίζονταν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης την υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, αναφέροντας μεταξύ άλλων, ότι τα δημοσιεύμα[*1625]τα αποτελούνταν κατά το πλείστον από ανακριβή και παραποιημένα γεγονότα.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα κρίθηκε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα  έγιναν αντιληπτά ότι αναφέρονταν στον εφεσίβλητο.

 

β)  Εσφαλμένα κρίθηκε ότι ήταν δυσφημιστικά εξετάζοντας το καθένα από αυτά μεμονωμένα, χωρίς να εξεταστούν στην ολότητά τους και χωρίς να εξεταστούν οι περιβάλλουσες συνθήκες κατά το χρόνο δημοσιοποίησής τους, παραγνωρίζοντας και μη σταθμίζοντας το δικαίωμα φήμης με το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης και το δικαίωμα ενημέρωσης και λήψης πληροφορίας.

 

γ)  Εσφαλμένα κρίθηκε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και, περαιτέρω, ότι περιελάμβαναν ανακριβή και παραποιημένα γεγονότα και εσφαλμένα κρίθηκε ότι τα καταγεγραμμένα σε αυτά γεγονότα, έπρεπε να ήταν απολύτως ορθά.

 

δ)  Εσφαλμένα δεν έγινε αποδεκτή η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος που έγινε καλόπιστα και ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν κατά την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Σε υποθέσεις δυσφήμισης εξετάζεται το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων και το νόημα που αποδίδεται στο μέσο λογικό άνθρωπο προς τον οποίο απευθύνεται.

  2.   Αρχικά, τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τρία επίδικα δημοσιεύματα ήταν εσφαλμένα. Και στις τρεις περιπτώσεις γινόταν αναφορά στις έρευνες που διεξάγονταν, καθώς και στην πορεία της υπόθεσης. Είναι προφανές ότι εκείνο που αποδιδόταν στον εφεσίβλητο δεν ήταν ενοχή, αλλά καταγγελίες εις βάρος του.

  3.   Σύμφωνα με τις νομολογημένες αρχές, το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών.

  4.   Κατά την απόφαση ως προς το νόημα, το Δικαστήριο δεν καθορίζει την πραγματική σημασία των λέξεων, αλλά προσδιορίζει τα [*1626]ακραία όρια του δυνατού εύρους των εννοιών και θέτει τους «βασικούς κανόνες» για τη δίκη.

  5.   Η βασική αρχή είναι η λογική. Ο υποθετικός λογικός αναγνώστης δεν είναι αφελής αλλά ούτε υπερβολικά καχύποπτος. Μπορεί να διαγιγνώσκει. Το άρθρο πρέπει να αναγνωστεί ως σύνολο και «το δηλητήριο με το αντίδοτο» να συνεξεταστούν. Ο υποθετικός αναγνώστης θεωρείται αντιπροσωπευτικός εκείνων που θα διάβαζαν το επίμαχο δημοσίευμα.

  6.   Δεν αρκεί να πούμε ότι, από ορισμένους, οι λέξεις θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως  δυσφημιστικές.

  7.   Στις περιπτώσεις όπου τα επίδικα δημοσιεύματα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αποδίδουν στον παραπονούμενο κάποια συμμετοχή σε σχέση με ποινικά αδικήματα, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί με βάση τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές, είναι μέχρι ποιο βαθμό συμμετοχή σε αυτό, αποδίδεται στον παραπονούμενο.

  8.   Αν αναφέρεται στο δημοσίευμα ότι ο παραπονούμενος είναι υπό υποψία ή ότι διερευνάται γι’ αυτόν υπόθεση, δεν μπορεί ευλόγως να ερμηνευτεί ή να γίνει αντιληπτό ότι σημαίνει πως αυτός είναι ένοχος γιατί αν ο κοινός λογικός άνθρωπος σκεφτόταν πως όποτε υπάρχει αστυνομική έρευνα ο υπό διερεύνηση είναι ένοχος, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να δοθεί ακριβής πληροφόρηση για ο,τιδήποτε για το οποίο το κοινό ενδιαφέρεται να γνωρίζει και να πληροφορείται.

  9.   Συνάγεται επίσης πως σε περίπτωση που τα επίδικα δημοσιεύματα επιδέχονται μιας πιο «αθώας» ερμηνείας από την πιο σοβαρή που εισηγείτο ο παραπονούμενος, τότε θα προτιμηθεί η πρώτη.

10. Τα όσα αναφέρονται από τη νομολογία εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει τη νομολογημένη «γενική προσέγγιση» και να αποφασίσει σε ποιο βαθμό αποδίδεται στον εφεσίβλητο συμμετοχή σε σχέση με ποινικά αδικήματα.

11. Λανθασμένα, εξέτασε το κάθε δημοσίευμα χωριστά, αναζητώντας μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις το νόημα μεμονωμένων λέξεων. Εν πάση περιπτώσει, είτε ξεχωριστά ειδομένα είτε συνολικά, δεν μπορούσαν να κριθούν ως δυσφημιστικά.

12. Εξετάζοντας τα δημοσιεύματα ως σύνολο, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί ότι κατά τον επίδικο χρόνο εξετάζονταν εναντίον του εφεσίβλητου και ενός άλλου προσώπου, καταγγελίες για άσεμνες επιθέσεις σε νεαρές κοπέλες και η Αστυνομία είχε στα χέρια της καταθέσεις οι οποίες δημιουργούσαν υποψίες εναντίον τόσο του εφεσίβλητου όσο και του άλλου προσώπου.

13. Στα δημοσιεύματα γινόταν αναφορά στο ερευνητικό έργο της Αστυνομίας, καθώς και στις διαδικασίες προσωποκράτησης και [*1627]παραπομπής των δύο προσώπων σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και πως η όλη υπόθεση πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης. Δινόταν επίσης η θέση του εφεσίβλητου για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

14. Στα επίδικα δημοσιεύματα δε εκφραζόταν άποψη ούτε  αφηνόταν υπονοούμενο ότι ο εφεσίβλητος ήταν ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος.

15. Ήταν ενδεικτικό ότι στα δημοσιεύματα αναφερόταν ότι η όλη υπόθεση έπαιρνε το δρόμο της δικαιοσύνης, καθώς παρατίθεντο και οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, σύμφωνα με τις οποίες μόνο η δικαιοσύνη θα αποφασίσει για την υπόθεση.

16. Η αναφορά σε «παιδεραστία» δεν υπονοούσε την ενοχή του εφεσίβλητου, αλλά το ότι διερευνάτο υπόθεση παιδεραστίας εναντίον του και ότι υπήρχαν καταγγελίες επιβαρυντικές για τον ίδιο.

17. Αναφορικά με την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο  της υπεράσπισης της αλήθειας το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εξέταση της  ουσιαστικής αλήθειας, είναι βασικό να απομονωθεί ο αναγκαίος πυρήνας του λιβέλου και όχι να αποσπαστεί η προσοχή από ανακρίβειες σε σχέση με περιθωριακές λεπτομέρειες - έστω και ουσιαστικές. Οι δημοσιογράφοι «πρέπει να δικαιούνται κάποιο βαθμό υπερβολής ακόμη και σε σχέση με ισχυρισμούς γεγονότων.

18. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως και εδώ, κάποιο δημοσίευμα περιέχει περισσότερους από ένα δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, έστω και αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια κάποιων από τους ισχυρισμούς, εν τούτοις μπορεί να στοιχειοθετηθεί και να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας.

19. Το κριτήριο το οποίο θέτει ο ίδιος ο νομοθέτης σε μια τέτοια περίπτωση είναι η διακρίβωση κατά πόσο το μέρος ή τα μέρη του δημοσιεύματος που δεν αποδείχτηκε ότι είναι αληθινά, βλάπτουν ουσιωδώς την υπόληψη του εφεσίβλητου, λαμβανομένου όμως υπόψη του αληθούς των υπόλοιπων κατηγοριών.

20. Είναι επαρκές εάν η υπεράσπιση της αλήθειας καλύπτει την κύρια κατηγορία ή την ουσία της δυσφήμησης και ο εναγόμενος δεν χρειάζεται όπως δικαιολογήσει επουσιώδεις λεπτομέρειες ή καταχρηστικές εκφράσεις, οι οποίες δεν προσθέτουν στο κεντρί της δυσφήμησης, ή οι οποίες δεν προκαλούν στον αποδέκτη επίπτωση διαφορετική απ’ εκείνη η οποία προκλήθηκε από το ουσιώδες μέρος το οποίο αποδεικνύεται αληθές. Είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημιστικής δήλωσης δικαιολογείται.

21. Η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσιβλήτου για τα αδικήματα της άσεμνης επίθεσης εναντίον νεαρών γυναικών, [*1628]η έκδοση διατάγματος προσωποκράτησής του, το οποίο ανανεώθηκε μία φορά μέχρι την καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον του με οκτώ κατηγορίες και η παραπομπή του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και η καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο, υποδηλούσαν ότι υπήρχαν εύλογες υποψίες εναντίον του για τη σύνδεσή του με την διάπραξη των αδικημάτων κατά τον χρόνο δημοσίευσης των επίδικων δημοσιευμάτων.

22. Περαιτέρω, είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια οι καταθέσεις που δόθηκαν στην Αστυνομία από οκτώ κοπέλες, οι οποίες ισχυρίζονταν ότι υπήρξαν θύματα άσεμνων επιθέσεων από τον εφεσίβλητο και το άλλο προαναφερόμενο πρόσωπο.

23. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι εφεσείοντες απέδειξαν το αληθές του κεντρικού σημείου των δημοσιευμάτων που δεν ήταν άλλο από την ύπαρξη καταγγελιών εναντίον του εφεσίβλητου και του άλλου προσώπου για άσεμνες επιθέσεις εναντίον νεαρών κοριτσιών και την ύπαρξη εύλογων υπονοιών για τη διάπραξη των αδικημάτων και, συνακόλουθα, η προβαλλόμενη υπεράσπιση της αλήθειας θα έπρεπε να επιτύχει.

24. Αναφορικά με την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου, όπως είχε αναφερθεί, το  ουσιαστικό μέρος των γεγονότων που παρατίθεντο στα δημοσιεύματα είναι αληθές.

25. Κατά το χρόνο των δημοσιευμάτων υπήρχαν στα χέρια της Αστυνομίας καταθέσεις από νεαρές κοπέλες στις οποίες περιέγραφαν άσεμνες επιθέσεις τόσο από τον εφεσίβλητο όσο και από το άλλο πρόσωπο. Η δε φύση των αδικημάτων που διερευνούσε η Αστυνομία και η ιδιότητα του εφεσίβλητου ως γνωστού μουσικοσυνθέτη, καθώς και η σχέση του με τις παραπονούμενες, καθιστούσαν το εγειρόμενο με τα δημοσιεύματα θέμα, θέμα γενικού ενδιαφέροντος επί του οποίου μπορούσε να ασκηθεί κριτική.

26. Η προστασία της φήμης ενός ατόμου πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης.

27. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, στα επίδικα δημοσιεύματα παρατίθεντο γεγονότα που ήταν ουσιωδώς αληθινά και ασκείτο σ’ αυτά καλόπιστη κριτική επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Εκδόσεις Αρκτίνος ν. Γεωργιάδη (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 407,

 

Εκδόσεις Αρκτίνος ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856,

[*1629]Lingens v. Austria, App. No. 9815/82, Ser. A, vol. 103 [1986] 8 Ε.Η.R.R. 407 para. 41.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καπετάνιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5537/03), ημερομηνίας 16/4/2008.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

 

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο 1.

 

Σ. Δράκος, για τους Εφεσίβλητους 1 & 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία επιδικάστηκαν εναντίον τους αποζημιώσεις ύψους €40.000 για δυσφήμιση μέσω δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Απογευματινή», που έλαβαν χώρα μεταξύ 4.8.2001 και 17.8.2001, και, περαιτέρω, €150 ονομαστικές αποζημιώσεις για παραβίαση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του εφεσίβλητου-ενάγοντα λόγω των ίδιων δημοσιευμάτων. Η απόφαση εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων – εναγομένων 3, ενώ η αγωγή απορρίφθηκε εναντίον των εφεσιβλήτων – εναγομένων 1 και 2, αφού κρίθηκε ότι αυτοί δεν είχαν οποιαδήποτε συμμετοχή στην έκδοση της εφημερίδας κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Ο εφεσίβλητος, με ειδοποίηση αντέφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα του ποσού των επιδικασθεισών αποζημιώσεων ως έκδηλα ανεπαρκές, καθώς και την παράλειψη επιδίκασης ξεχωριστών αποζημιώσεων για παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής και τιμωρητικών και/ή επαυξημένων αποζημιώσεων.

 

Ο εφεσίβλητος είναι έγγαμος, γνωστός μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και μουσικός παραγωγός, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, ο οποίος διατηρούσε στούντιο ηχογραφήσεων στη Λευκωσία, ενεργούσε ως καλλιτεχνικός διευθυντής και συμμετείχε στο πρόγραμμα «Αφετηρίες». Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 2 και 3 ως ιδιοκτητών της εφη[*1630]μερίδας «Απογευματινή», η οποία εκδίδετο καθημερινά και διανέμετο και διατίθετο προς πώληση σε όλη την Κύπρο, λόγω δημοσιευμάτων που έγιναν την περίοδο από 4.8.2001 μέχρι και 18.8.2001.

 

Τα δημοσιεύματα αφορούσαν υπόθεση που διερευνούσε η Αστυνομία εναντίον του εφεσίβλητου και κάποιου άλλου προσώπου, σε σχέση με καταγγελίες νεαρών κοριτσιών για αδικήματα κατά των ηθών. Ο εφεσίβλητος, στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας, συνελήφθηκε στις 6.8.2001, προφυλακίστηκε στις 7.8.2001 μέχρι και τις 17.8.2001 και προσήχθη σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όπου βρέθηκε ένοχος σε κάποιες κατηγορίες. Η καταδίκη του παραμερίσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για λόγους που αφορούσαν τη μόλυνση της μαρτυρίας ως εκ της δημοσιότητας που είχε δοθεί στο θέμα.

 

Κατά το χρόνο που οι έρευνες της Αστυνομίας βρίσκονταν σε εξέλιξη, η εφημερίδα «Απογευματινή» του Σαββατοκυρίακου 4 - 5.8.2001, δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα δημοσιεύματα με τίτλους – υποτίτλους «ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ. ΑΛΛΕΣ ΤΡΕΙΣ ΝΕΑΡΕΣ ΚΑΤΗΓΓΕΙΛΑΝ ΑΣΕΜΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ – ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΗ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ – ΠΕΜΠΤΟΣ ΚΡΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ» και με σχόλιο κάτω από φωτογραφία νεαρής κοπέλας: «Νέα αποκαλυπτικά στοιχεία για την παιδεραστία βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Η δράση των δύο καλλιτεχνών που κατηγορούνται για σεξουαλική παρενόχληση νεαρών κοριτσιών φαίνεται πως τελικά ήταν πλουσιότατη». Στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι προστίθεται ακόμα ένας κρίκος στην αλυσίδα των καταγγελιών στην υπόθεση παιδεραστίας, αναφέροντας ότι πέμπτη νεαρή προσήλθε στο ΤΑΕ Λάρνακας και κατήγγειλε άσεμνη επίθεση «από τα δύο πρόσωπα του καλλιτεχνικού κόσμου τα οποία φέρονται αναμειγμένα στην υπόθεση.». Και ενώ η όλη υπόθεση τείνει να προσλάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, η Αστυνομία παρουσιάζεται πολύ επιφυλακτική και ενεργεί με πολλή περίσκεψη και αποφεύγει πολλά σχόλια και πολύ περισσότερο συλλήψεις. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά σε δήλωση του Αστυνομικού Διευθυντή Λάρνακας ότι δεν υπάρχει επί του παρόντος οτιδήποτε για να παρουσιαστεί έστω και ένας ύποπτος στο Δικαστήριο και πως, για να προχωρήσει η Αστυνομία σε συλλήψεις, πρέπει να είναι βέβαιη ότι θα μπορέσει να στοιχειοθετήσει νομικά υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι, τόσο ο Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας όσο και το Αρχηγείο Αστυνομίας τηρούνται ενήμεροι για το περιεχόμενο των καταθέσεων τριών νεαρών και πως την προηγούμενη μέρα προσήλθαν στην Αστυνομία Λάρνακας άλλες τρεις νεαρές οι οποίες [*1631]κατήγγειλαν τους δύο καλλιτέχνες ότι τους εκμεταλλεύονταν σεξουαλικά όταν ήταν 13 χρόνων, υποσχόμενοι σε αυτές ότι θα τις κάνουν «φίρμες» στο τραγούδι.

 

Σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στην ίδια εφημερίδα που έγινε στις 6.8.2001, με τίτλους «ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ: ΒΙΝΤΕΟΚΑΣΕΤΕΣ ΨΑΧΝΕΙ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ – ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ ΣΤΟ ΚΥΚΛΩΜΑ ΕΝΩ ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΙ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ – Ημίγυμνες μπροστά στο φακό», και με υπότιτλο «Κόσης: Δεν πρόκειται να κουκουλωθεί η υπόθεση», αναφέρεται, «Ενώ οι ψίθυροι περί κουκουλώματος της υπόθεσης παιδεραστίας που συγκλονίζει αυτή τη στιγμή την Κύπρο, δίνουν και παίρνουν, ο Νίκος Κόσης έσπευσε χθες κατηγορηματικά ν’ αποκλείσει τέτοιο ενδεχόμενο τονίζοντας ότι το «μαχαίρι θα φτάσει μέχρι το κόκκαλο».» Στο εν λόγω δημοσίευμα γίνεται αναφορά σε πληροφορίες που κάνουν λόγο για συλλήψεις ανά πάσα στιγμή, ενώ μεγαλώνει ο κύκλος των νεαρών κοριτσιών που ζητούν να δώσουν στοιχεία, και πως άλλες 11 νεαρές, όπως μετέδωσε το ΣΙΓΜΑ, ζητούν να δώσουν κατάθεση στην Αστυνομία. Γίνεται επίσης αναφορά στις έρευνες της Αστυνομίας η οποία αναζητεί βιντεοκασέτες σεξουαλικού περιεχομένου, ενώ στην υπόθεση φαίνεται να εμπλέκεται και τρίτο πρόσωπο, καθώς και σε απόσπασμα από κατάθεση νεαρής κοπέλας στην Αστυνομία.

 

Σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα ημερομηνίας 7.8.2001 με τίτλους – υπότιτλους «ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ: ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΣΕΡΔΑΡΗΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ, ΕΝΩ ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ – Κατοχή «σύνθεση» για τρεις – Καταγγελίες για θωπείες, φιλιά και στοματικό έρωτα», αναφέρεται, «Δώρος Γεωργιάδης και Γιώργος Σερδάρης πέρασαν χθες την πρώτη μέρα τους στο κελί, αλλά σύντομα, ίσως και από σήμερα, δεν θα είναι μόνοι. Και τρίτο πρόσωπο αναμένεται να τους κάμει «παρέα», καθώς η Αστυνομία ετοιμάζεται να συλλάβει τον «άγνωστο Χ» που εμπλέκεται στο σκάνδαλο παιδεραστίας και το οποίο φέρεται να έχει σχέση με στούντιο ηχογραφήσεων στη Λευκωσία.» Στο δημοσίευμα παρατίθενται φωτογραφίες του στούντιο του εφεσίβλητου, από το οποίο αναφέρεται ότι παραλήφθηκαν κασέτες και άλλα τεκμήρια, καθώς και δύο φωτογραφίες του εφεσίβλητου συνοδευόμενου από αστυνομικό του ΤΑΕ. Στο δημοσίευμα γίνεται αναφορά στη σύλληψη του εφεσίβλητου και κάποιου Σερδάρη για διερευνόμενες υποθέσεις άσεμνων επιθέσεων εναντίον ανηλίκων κοριτσιών, με αναφορά στις καταθέσεις που βρίσκονται στα χέρια της Αστυνομίας, καθώς και στο γεγονός ότι το κλιμάκιο του ΤΑΕ Λάρνακας ενισχύθηκε από ειδικούς ψυχολόγους και κοινωνιολόγους, οι οποίοι βοηθούν στο ανακριτικό έργο, κυρίως στη [*1632]λήψη καταθέσεων από τις νεαρές. Αναφέρεται επίσης ότι ο εφεσίβλητος και ο Σερδάρης δηλώνουν μέσω των δικηγόρων τους αθώοι και πως, πίσω από την όλη υπόθεση, υπάρχει το στοιχείο της εκδίκησης από τις κοπέλες που δεν έχουν σταδιοδρομήσει. Στο ίδιο δημοσίευμα, κάτω από τον τίτλο «Η αυτοκτονία άνοιξε το φάκελο», γίνεται αναφορά στην αυτοκτονία ενός προσώπου με στόχο την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, καθότι δύο κοπέλες τις οποίες γνώριζε είχαν εμπλακεί στα δίχτυα των παιδεραστών και σε αναφορές του δημοσιογράφου Δημήτρη Μάμα, ο οποίος έφερε την υπόθεση στο φως στο δελτίο ειδήσεων του ΣΙΓΜΑ.

 

Στην πέμπτη σελίδα της ίδιας εφημερίδας, κάτω από τον τίτλο – υπότιτλο «ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΕΣ ΗΤΑΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΠΟΥ ΦΕΡΟΝΤΑΙ ΝΑ ΕΠΕΣΑΝ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ – Η ώρα της αλήθειας και για τους δύο!» αναφέρεται, «Το δρόμο της δικαιοσύνης πήρε τελικά η συγκλονιστική υπόθεση παιδεραστίας, αφού χθες η Αστυνομία συνέλαβε και έθεσε υπό κράτηση τους Γεώργιο Σερδάρη, 65 ετών, μουσικό, από τη Λάρνακα, και Δώρο Γεωργιάδη, 52 ετών, μουσικοσυνθέτη από τη Λευκωσία για διευκόλυνση των ανακρίσεων σχετικά με τις καταγγελίες που είδαν το φως της δημοσιότητας. Η “Α” επιχειρεί να ανοίξει τον φάκελο της συγκεκριμένης υπόθεσης που συγκλονίζει το παγκύπριο και που αποτελεί ένα από τα απεχθέστερα, τα πιο ζοφερά εγκλήματα, αυτό της παιδεραστίας, της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης ανήλικων κοριτσιών.» Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται αναφορά στο χρονικό της υπόθεσης το οποίο ξεκίνησε με την αυτοκτονία ενός 70χρονου, ο οποίος μάζεψε στοιχεία και μαρτυρίες από τέσσερα κορίτσια και τα παρέδωσε στην Αστυνομία και στις αρμόδιες Αρχές, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Περαιτέρω, γίνονται αναφορές σε καταθέσεις που δόθηκαν στην Αστυνομία από νεαρές κοπέλες, καταλήγοντας ότι «Οι καταγγελίες παίρνουν την μορφή χιονοστιβάδας καθώς και άλλες κοπέλες που έπεσαν θύματα στην ίδια υπόθεση φέρονται έτοιμες να καταθέσουν στην Αστυνομία.»

 

Στα μεσαία φύλλα της ίδιας εφημερίδας, κάτω από τον τίτλο «Χιονοστιβάδα εξελίξεων», αναφέρεται ότι καθημερινά εμφανίζονται νέες καταγγελίες από νεαρές κοπέλες, ενώ η Αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη των δύο υπόπτων και, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, υπάρχει και τρίτο άτομο που εμπλέκεται στην υπόθεση.

 

Στο πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας ημερομηνίας 8.8.2001, με τίτλους – υπότιτλους, «ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ: ΒΟΡΑ ΣΕ ΑΝΩΜΑΛΕΣ ΟΡΕΞΕΙΣ ΑΝΗΛΙΚΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ – ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ [*1633]ΕΜΠΕΙΡΟ ΕΡΩΤΙΑΡΗ» ΕΛΕΓΑΝ ΣΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΟΙ ΥΠΟΠΤΟΙ – Άντρο διαφθοράς το στούντιο – Ψύχραιμος ο ένας, στον ψυχίατρο ο άλλος», γίνεται αναφορά στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την παρουσίαση του εφεσίβλητου και του Σερδάρη ως υπόπτων, σχολιάζοντας ότι ο ένας ύποπτος ήταν ψύχραιμος, ενώ αντίθετα ο εφεσίβλητος ξεσπούσε σε λυγμούς και, ακολούθως, ενώ βρισκόταν στα κρατητήρια, αισθάνθηκε κατάθλιψη και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου εξετάστηκε από ψυχίατρο, και γίνεται παραπομπή στη σελίδα 5 της ίδιας εφημερίδας. Στη σελίδα 5 δημοσιεύεται κάτω από τον τίτλο – υπότιτλο «ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ: ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑ ΚΑΤΕΓΡΑΦΕ ΤΙΣ ΒΡΩΜΙΕΣ – «ΕΜΠΕΙΡΟ ΕΡΩΤΙΑΡΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ» - Σόδομα και Γόμορρα στο στούντιο!», γίνεται εκτενής αναφορά στα όσα κατατέθηκαν στο Δικαστήριο Λάρνακας κατά τη διαδικασία έκδοσης διατάγματος τετραήμερης κράτησης εναντίον του εφεσιβλήτου και του Σερδάρη.

 

Στο πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας ημερομηνίας 9.8.2001, κάτω από τον τίτλο – υπότιτλο «ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ: ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ ΝΕΡΑ ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ – ΟΙ ΕΡΕΥΝΕΣ ΑΓΓΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΡΙΚ ΕΝΩ ΕΜΠΛΕΚΕΤΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ – Καρνέ με ονόματα 200 κοριτσιών – Απειλούν να σκοτώσουν το Δώρο Γεωργιάδη!», γίνεται αναφορά στο ανακριτικό έργο που γίνεται από την Αστυνομία και σε κατάθεση έβδομης κοπέλας, η οποία προέβη σε πολυσέλιδη κατάθεση, αναφέροντας ταυτόχρονα ότι ο εφεσίβλητος αρνείται τα πάντα, καθώς και στο ότι οδηγήθηκε δύο φορές στο Νοσοκομείο Λάρνακας με συμπτώματα κλειστοφοβίας και κατάθλιψης. Επίσης, αναφέρεται σε μέτρα προστασίας των μελών της οικογένειας του εφεσίβλητου από την Αστυνομία μετά από απειλητικό τηλεφώνημα που δέχτηκαν.

 

Στη σελίδα 4 της ίδιας εφημερίδας, κάτω από τον τίτλο – υπότιτλο «Έχουμε δύο παιδεραστές…»! Δήλωση-γκάφα του Προέδρου Κληρίδη», γίνεται αναφορά στη δήλωση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, «Έχουμε δύο παιδεραστές, δεν σημαίνει ότι η Κυπριακή κοινωνία είναι παιδεραστές. Αλλού συμβαίνουν πολύ χειρότερα και υπάρχουν περισσότεροι παιδεραστές»,  απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικά με το σκάνδαλο της παιδεραστίας που συγκλονίζει την Κύπρο και στις δηλώσεις που έγιναν από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, ο οποίος ανέφερε ότι ο Πρόεδρος αναφερόταν σε υπόπτους, καθώς και στην έκκληση του ιδίου να αφεθούν τα εντεταλμένα όργανα της πολιτείας να επιτελέσουν απρόσκοπτα το καθήκον τους, χωρίς πιέσεις και παρεμβάσεις από οποιονδήποτε.

[*1634]Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ημερομηνίας 10.8.2001, κάτω από τον τίτλο «ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ – 15χρονη «κάρφωσε» Γεωργιάδη – Σερδάρη», γίνεται αναφορά σε δύο νέες καταγγελίες σχετικά με την υπόθεση διαφθοράς ανήλικων κοριτσιών από τους δύο υπόπτους, όπου η μία εμπλέκει τον εφεσίβλητο, τις ενέργειες του ΤΑΕ Λάρνακας όπου καλούνται για κατάθεση άτομα τα ονόματα των οποίων βρέθηκαν στα σημειωματάρια των δύο υπόπτων, καθώς και την παρακολούθηση του σπιτιού του εφεσίβλητου μετά από απειλές που δέχθηκε και γίνεται αναφορά στην άρνηση του εφεσίβλητου να μιλήσει στους ανακριτές, λέγοντας ότι δεν έχει να πει τίποτε.

 

Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ημερομηνίας 11.8.2001, κάτω από τίτλο – υπότιτλο «ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΧΘΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ – ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΤΟΥ – Και νέες απειλές κατά Γεωργιάδη», αναφέρεται σε έρευνες που διεξήγαγε η Αστυνομία στην οικία του εφεσίβλητου μετά από νέα απειλητικά τηλεφωνήματα και στις ανησυχίες της Αστυνομίας μετά από επίθεση που υπέστη το στούντιο του εφεσίβλητου. Αναφέρεται επίσης ότι αναμένεται να ακουστούν στο Δικαστήριο νέες συγκλονιστικές μαρτυρίες κατά την ανανέωση του διατάγματος κράτησης των δύο υπόπτων, αφού οι καταθέσεις νεαρών κοπέλων, γραπτές και προφορικές, αυξάνονται και «καίει τους δύο υπόπτους». Αναφέρεται επίσης ότι ο εφεσίβλητος εξετάστηκε και πάλι από ψυχίατρο, ο οποίος δήλωσε ότι ο εφεσίβλητος αισθάνεται καλύτερα και ότι από το 1995 υποφέρει από κατάθλιψη και κλειστοφοβία, ενώ ο εφεσίβλητος δήλωσε «Είμαι καλά.».

 

Στα μεσαία φύλλα της εφημερίδας ημερομηνίας 13.8.2001, κάτω από τον τίτλο – υπότιτλο «Εντεκα καταγγελίες «καίνε» τους δύο – Για την υπόθεση παιδεραστίας», όπου γίνεται αναφορά στις καταγγελίες γυναικών σε βάρος του εφεσίβλητου και του δεύτερου ύποπτου, αναφέροντας ότι ο κύκλος της διερεύνησης των υποθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης δείχνει ότι φτάνει στο τέλος του, και θα αποσταλεί ο φάκελος στη Νομική Υπηρεσία για να κρίνει κατά πόσο υπάρχει ή όχι επαρκής μαρτυρία που να δικαιολογεί την απαγγελία των κατηγοριών. Γίνεται επίσης αναφορά σε πληροφορίες ότι εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί παραπομπή των υπόπτων στο Κακουργιοδικείο και ότι η δίκη θα γίνει μάλλον στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας ημερομηνίας 16.8.2001, με τίτλο – υπότιτλο «Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ ΒΑΖΕΙ «ΦΡΑΓΜΟ» ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ – Εισαγγελική προστασία σε Γεωργιάδη – Σερδάρη», γίνεται αναφορά στις δηλώσεις του τότε Αναπληρωτή [*1635]Γενικού Εισαγγελέα με τις οποίες καλεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να σταματήσουν οποιαδήποτε αναφορά στην υπόθεση που αφορά τις καταγγελίες για άσεμνες επιθέσεις εναντίον του εφεσίβλητου και του Σερδάρη, διευκρινίζοντας ότι «δεν παραβλέπεται το δικαίωμα του κοινού για πληροφόρηση, αλλά επιβάλλεται να παύσει, είπε, η οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα, με τρόπο που ενδέχεται να επηρεάσει την απονομή της δικαιοσύνης και ιδιαίτερα, προκαλώντας την πίστη για ενοχή των δύο υπόπτων, αναφορικά με τα όποια αδικήματα τελούν υπό διερεύνηση.» Ο κ. Κληρίδης σημείωσε, περαιτέρω, ότι, παρά το γεγονός ότι το θέμα έπαυσε να αποτελεί πλέον πρώτη είδηση, εξακολουθεί να γίνεται προβολή του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα διατάγματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για διεξαγωγή της διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών. Ανέφερε περαιτέρω ότι, «Το δικαίωμα του κάθε προσώπου να θεωρείται αθώο μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, πρέπει να γίνεται απόλυτα σεβαστό από τα ΜΜΕ και να αποφεύγεται η οποιαδήποτε εντύπωση για ενοχή των υπόπτων, πράγμα το οποίο αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαιοσύνης.»

 

Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ημερομηνίας 17.8.2001, κάτω από τίτλο – υπότιτλο «ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ: ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ – Κακουργιοδικείο για δύο – Ο νόμος 3/2000 καίει Σερδάρη και Γεωργιάδη», όπου γίνεται αναφορά στην απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας να παραπέμψει τους Σερδάρη και Γεωργιάδη σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου με βάση το Νόμο 3/2000, ενώ αρχικά η σκέψη ήταν οι δύο ύποπτοι να παραπεμφθούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Σε δημοσίευμα στη σελίδα 7 της ίδιας εφημερίδας, με τίτλο – υπότιτλους «ΟΙ ΥΠΟΠΤΟΙ ΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΡΔΑΡΗΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΔΙΚΗ – Στο Κακουργιοδικείο τελικά οι δύο – Σε σύσκεψη χθες στην Γενική Εισαγγελία αποφασίστηκε αλλαγή τακτικής», επεξηγείται πού βασίστηκε η απόφαση της Εισαγγελίας να παραπέμψει τους δύο σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Σημειώνεται ότι οι δύο ύποπτοι αρνούνται τις εναντίον τους καταγγελίες, τις οποίες και απορρίπτουν.

 

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας ημερομηνίας 18.8.2001, με τίτλο «25 κατηγορίες «καίνε» Δώρο και Σερδάρη – Ελεύθεροι υπό όρους οι δύο μουσικοί», γίνεται αναφορά στην παραπομπή των δύο υπόπτων σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και τους όρους υπό τους οποίους [*1636]αφέθησαν ελεύθεροι.

 

Ο εφεσίβλητος στην έκθεση απαίτησης ισχυρίζεται ότι με τα ως άνω δημοσιεύματα οι εφεσείοντες παραβίασαν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του, το τεκμήριο της αθωότητάς του, το δικαίωμά του για δίκαιη και ανεπηρέαστη δίκη, το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής, το δικαίωμα να απολαμβάνει τα δικαιώματά του αυτά και πρόσβαλαν την τιμή και την υπόληψή του. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η δημοσίευση των πιο πάνω δημοσιευμάτων συνιστούσε και συνιστά δυσφήμισή του, καθότι αυτά, στη φυσική και συνηθισμένη τους σημασία, απέδιδαν σ’ αυτόν έγκλημα και έτειναν στο να βλάψουν και να επηρεάσουν την υπόληψή του στο επάγγελμά του και τον εξέθεταν σε γενικό μίσος, περιφρόνηση και χλεύη και ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσουν και προκάλεσαν την αποστροφή ή αποφυγή του από του άλλους.

 

Τα επίδικα δημοσιεύματα, σύμφωνα πάντοτε με την έκθεση απαίτησης, εννοούσαν ή υπονοούσαν ότι ο εφεσίβλητος:

 

«(α) Είναι παιδεραστής και/ή άτομο που εκμεταλλευόταν και/ή κακοποιούσε σεξουαλικά ανήλικα κορίτσια και/ή άτομο ανήθικο και/ή σεξουαλικά διεστραμμένο και/ή που ανήκε σε κύκλωμα παιδεραστών.

 

  (β) Ήταν άτομο που εκμεταλλευόταν τη θέση του και/ή το επάγγελμά του και/ή την ιδιότητά του και/ή την αθωότητα νεαρών κοριτσιών για να ικανοποιήσει σεξουαλικές και/ή ανώμαλες του ορέξεις και/ή

 

  (γ) Ήταν ένοχος για ποινικά αδικήματα και/ή ήταν εγκληματίας κατά συρροή και/ή

 

  (δ) Ήταν άτομο που διέφθειρε με τις πράξεις του και/ή τη συμπεριφορά του και/ή τραυμάτιζε ανεπανόρθωτα νεαρά κορίτσια και/ή

 

  (ε) Αποπειράθηκε να παρέμβει στην αστυνομική έρευνα και/ή να κουκουλώσει την υπόθεση.

 

(στ) Ήταν γενικά ένας άνδρας ανήθικος και αισχρός.»

 

Οι εφεσείοντες παραδέχονται τα δημοσιεύματα, ισχυρίζονται όμως ότι δεν μπορεί να έχουν δυσφημιστικό νόημα για τον εφεσίβλητο. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι αποτελεί την αλήθεια και/ή εύ[*1637]λογο σχόλιο επί θέματος δημοσίου συμφέροντος και/ή ενδιαφέροντος που έγινε καλόπιστα. Επίσης, ισχυρίζονται ότι τα επίδικα δημοσιεύματα είναι προνομιούχα υπό επιφύλαξη και δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Απογευματινή», όπως και σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καλόπιστα. Οι εφεσείοντες είχαν ηθικό και κοινωνικό καθήκον να δημοσιοποιήσουν τα επίδικα δημοσιεύματα στους αναγνώστες της εφημερίδας οι οποίοι είχαν αντίστοιχο ενδιαφέρον. Οι εφεσείοντες, περαιτέρω, με την υπεράσπισή τους αμφισβητούν ότι ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, ιδιοκτήτες ή εκδότες της εν λόγω εφημερίδας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα, πλην του δημοσιεύματος ημερομηνίας 16.8.2001, είναι δυσφημιστικά στο σύνολό τους. Σημειώνεται ότι τα δύο δημοσιεύματα ημερομηνίας 17.8.2001, έγινε αποδεκτό από το συνήγορο του εφεσιβλήτου κατά το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης, είναι προνομιούχα και δεν απετέλεσαν αντικείμενο περαιτέρω εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις υπερασπίσεις που εγέρθηκαν, ως αναφέρονται ανωτέρω.

 

Συνοψίζουμε τους λόγους έφεσης 9 μέχρι 14, οι οποίοι αφορούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς το δυσφημιστικό χαρακτήρα των δημοσιευμάτων και τις εγερθείσες υπερασπίσεις:

 

•   Εσφαλμένα κρίθηκε ότι τα δημοσιεύματα ημερομηνίας 4 – 5.8.2001 και 6.8.2001 έγιναν αντιληπτά ότι αναφέρονται στον εφεσίβλητο.

•   Εσφαλμένα κρίθηκε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά εξετάζοντας το καθένα από αυτά μεμονωμένα, χωρίς να εξεταστούν στην ολότητά τους και χωρίς να εξεταστούν οι περιβάλλουσες συνθήκες κατά το χρόνο δημοσιοποίησής τους, παραγνωρίζοντας και μη σταθμίζοντας το δικαίωμα φήμης με το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης και το δικαίωμα ενημέρωσης και λήψης πληροφορίας.

•   Εσφαλμένα κρίθηκε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και, περαιτέρω, ότι περιελάμβαναν ανακριβή και παραποιημένα γεγονότα και εσφαλμένα κρίθηκε ότι τα καταγεγραμμένα στα δημοσιεύματα γεγονότα έπρεπε να ήταν απολύτως ορθά.

•   Εσφαλμένα δεν έγινε αποδεκτή η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος που έγινε καλόπιστα και ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν κατά την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.

 

[*1638]Κατά την ακρόαση της έφεσης ο κ. Αγγελίδης παρέπεμψε σε πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος ν. Δώρου Γεωργιάδη (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 407, που μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος, αφορά σε δημοσιεύματα της ίδιας χρονικής περιόδου στην εφημερίδα «Πολίτης», σε σχέση με την ίδια υπόθεση που διερευνάτο εναντίον του εφεσίβλητου. Ο κ. Πουργουρίδης, από την άλλη, ζήτησε να αποκλίνουμε από αυτή τη νομολογία, η οποία, κατά την εισήγηση του, έρχεται σε αντίθεση με όλη την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος που εξετάζουμε, χωρίς όμως να μας παραπέμψει σε αρχή δικαίου η οποία ανετράπη με την πιο πάνω απόφαση.

 

Σε υποθέσεις δυσφήμισης εξετάζεται το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων και το νόμημα που αποδίδεται, στο μέσο λογικό άνθρωπο προς τον οποίο απευθύνεται.

 

Έχοντας αναφερθεί στα επίδικα δημοσιεύματα, παραθέτουμε συνοπτικά τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, σε συνάρτηση με το κάθε δημοσίευμα ξεχωριστά:

 

Για το δημοσίευμα ημερομηνίας 4 – 5.8.2001 αναφέρεται, «Βλέποντας και διαβάζοντας το δημοσίευμα αυτό στο σύνολο του, περιλαμβανομένου του τίτλου και της φωτογραφίας, ο κοινός αναγνώστης, παρά το ότι στο κείμενο του δημοσιεύματος αναφέρεται ότι η Αστυνομία διερευνά καταγγελίες νεαρών για άσεμνη επίθεση και παρουσιάζεται επιφυλακτική, δεν μπορεί να μην το εκλάβει ως ενοχοποιητικό για τους δύο καλλιτέχνες περιλαμβανομένου και του ενάγοντα. Η λέξη παιδεραστία είναι διάχυτη στο δημοσίευμα αυτό σε όλα του τα σημεία. Η λέξη αυτή από μόνη της αποδίδει στους δύο καλλιτέχνες και κατ’ επέκταση στον ενάγοντα, τον οποίο θεωρώ για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω ότι φωτογραφίζει, ότι είναι παιδεραστής, λέξη που από μόνη της προκαλεί απέχθεια στους άλλους αφού αποδίδει στον άλλο την έννοια ατόμου που είτε έχει σεξουαλικές σχέσεις με παιδιά είτε παρενοχλεί σεξουαλικά παιδιά και η διάπραξη του αποτελεί ποινικό αδίκημα (Βλ. Νόμος 3(1)/2000 όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 87(1)/2007).»

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε πως το γεγονός ότι στο εν λόγω δημοσίευμα περιέχεται απόσπασμα από το τι είπε ο Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας για την επιφυλακτικότητα της Αστυνομίας, δεν αναιρεί ή εξομαλύνει με οποιοδήποτε τρόπο το δυσφημιστικό χαρακτήρα του συνόλου του δημοσιεύματος και την έννοια που αυτό αποδίδει στον αναγνώστη.

 

[*1639]Κρίνουμε ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένες. Το δημοσίευμα αναφέρεται ρητά σε καταγγελίες νεαρών κοπέλων για τις οποίες υπάρχει επιφυλακτικότητα εκ μέρους της Αστυνομίας. Η δημοσίευση της επιφυλακτικότητας της Αστυνομίας, καθώς και η ρητή αναφορά σε «καταγγελίες» των νεαρών κοριτσιών και σε άτομα που «φέρονται αναμεμειγμένα στην υπόθεση» και σε καλλιτέχνες που «κατηγορούνται για σεξουαλική παρενόχληση», δεν μπορεί να προσδώσει στο κείμενο το νόημα που δίδει το Δικαστήριο, ότι δηλαδή οι δύο καλλιτέχνες, ένας εκ των οποίων είναι ο εφεσείων, είναι παιδεραστής.

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 6.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «Βλέποντας το δημοσίευμα στο σύνολο του ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κύκλωμα παιδεραστίας και ο ενάγοντας για τους λόγους που ανέφερα και πιο πάνω αποτελεί μέρος του.» Περαιτέρω, θεώρησε ότι ο κοινός αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση αυτή της παιδεραστίας έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις αφού συγκλονίζει την Κύπρο, και πως υπάρχει προσπάθεια συγκάλυψης και απόκρυψης του  βρώμικου παρασκηνίου του κυκλώματος παιδεραστίας. Επίσης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι από τα δύο δημοσιεύματα συνάγεται πως, «Ο ενάγοντας ή και οι δύο καλλιτέχνες χρησιμοποιώντας την επαγγελματική τους ιδιότητα εκμεταλλεύονταν νεαρά κορίτσια τα οποία ευελπιστούσαν να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο βιντεογραφώντας τα ενώ επιδίδοντο σε σεξουαλικές πράξεις ή βάζοντάς τα να στηθούν ημίγυμνα μπροστά το φακό.»

 

Από το σύνολο του δημοσιεύματος ή των δημοσιευμάτων 4-5.8.2001 και 6.8.2011 θεωρούμε ότι αυτό που προκύπτει είναι η ύπαρξη καταγγελιών για υπόθεση παιδεραστίας και πως αναμένονται συλλήψεις και δεν πρόκειται να υπάρξει κουκούλωμα της υπόθεσης. Στο κείμενο του εν λόγω δημοσιεύματος, όπως και του προηγούμενου, δεν γίνεται αναφορά στο όνομα του εφεσίβλητου, όμως, έχοντας υπόψη ότι στα επόμενα δημοσιεύματα της ίδιας εφημερίδας κατονομάζεται ο εφεσίβλητος ως ένας από τους δύο καλλιτέχνες που εμπλέκονται στις κατηγορίες, είναι φανερό ότι τα δύο αυτά δημοσιεύματα φωτογραφίζουν τον εφεσίβλητο. Στο εν λόγω δημοσίευμα γίνεται επίσης λόγος για ψιθύρους περί κουκουλώματος της υπόθεσης. Διαβάζοντας ο αναγνώστης το σύνολο του δημοσιεύματος, δεν θεωρούμε ότι αυτό που μεταδίδεται είναι προσπάθεια κουκουλώματος της υπόθεσης από τον εφεσίβλητο, ούτε βέβαια κάτι τέτοιο αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου.

 

Για το δημοσίευμα ημερομηνίας 7.8.2011, το Δικαστήριο έκρινε [*1640]ότι: «Ο τίτλος του άρθρου πάλιν είναι «παιδεραστία». Από το περιεχόμενο του δημοσιεύματος αυτού φαίνεται ότι, μετά τη σύλληψη του ενάγοντα και του Γ. Σερδάρη αναμένοντο και άλλες συλλήψεις συγκεκριμένα τρίτου προσώπου αναμεμιγμένου στο σκάνδαλο παιδεραστίας. Αυτό από μόνο του αποδίδει στον κοινό αναγνώστη ότι η κυπριακή κοινωνία είναι αντιμέτωπη με ένα κύκλωμα παιδεραστίας το οποίο ολοένα και μεγαλώνει.».

 

Θεωρούμε ότι το εν λόγω δημοσίευμα, ειδωμένο στο σύνολο του και με την συγκεκριμενοποίηση ότι οι συλλήψεις που αναμένονται είναι ενός τρίτου προσώπου, αποδίδει στον μέσο αναγνώστη ότι αναζητείται και τρίτο πρόσωπο στην υπό διερεύνηση υπόθεση, ο οποίος μάλιστα είναι άγνωστος. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι το άρθρο αναφερόταν σε καταγγελίες και σε υπό διερεύνηση υπόθεση.

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 7.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε: «Πάλιν ο τίτλος και το περιεχόμενο του δημοσιεύματος αναφέρεται σε υπόθεση παιδεραστίας η οποία από το ίδιο άρθρο χαρακτηρίζεται ως ένα από τα απεχθέστερα και ζοφερά εγκλήματα. Ο κοινός αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι «τελικά» η συγκλονιστική υπόθεση παιδεραστίας πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης με την σύλληψη του ενάγοντα και του Γ. Σερδάρη. Το άρθρο αυτό αναφέρει μεν ότι η σύλληψη έγινε με σκοπό τη διευκόλυνση των ανακρίσεων αλλά με το σύνολο του και τον τρόπο γραφής του όσον αφορά την επανάληψη της λέξης παιδεραστίας, το χαρακτηρισμό του με τον τρόπο που ανέφερα και πιο πάνω, σε συνδυασμό με την αναφορά των ανηλίκων ως θυμάτων, δίδει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι τα όσα καταγγέλθηκαν είναι αλήθεια. Ο αναγνώστης επίσης αντιλαμβάνεται αυτό και από την αναφορά στα σημάδια στις ψυχές των ανήλικων κοριτσιών τα οποία βασανίζονταν σε τέτοιο βαθμό που σκεφτόντουσαν να οδηγηθούν και στην αυτοκτονία.»

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 7.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε: «Η θέση μου για το δημοσίευμα αυτό το οποίο βρίσκεται στο μέσο της έκδοσης της εφημερίδας στις 7.8.2001 είναι η ίδια με πιο πάνω.»

 

Στο δημοσίευμα γίνεται ρητή αναφορά σε συλλήψεις «με σκοπό τη διευκόλυνση των ανακρίσεων» στο ότι η υπόθεση παίρνει το δρόμο της δικαιοσύνης και σε καταγγελίες κοπέλων. Το σύνολο των κειμένων του δημοσιεύματος δεν παραπέμπει σε ενοχή του εφεσίβλητου, αλλά σε υπόθεση που βρίσκεται στο στάδιο της διερεύνησης και των ανακρίσεων.

[*1641]Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 8.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε: «Πάλιν εδώ ο τίτλος προδιαθέτει τον αναγνώστη για την ενοχή του ενάγοντα.».

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 8.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε: «Εδώ το περιεχόμενο του άρθρου φαίνεται να ενημερώνει τους αναγνώστες για το τι λέχθηκε στη διαδικασία της προσωποκράτησης του ενάγοντα και του Γ. Σερδάρη, οι οποίοι σύμφωνα με το δημοσίευμα αυτό συνελήφθησαν για διαφθορά, άσεμνη επίθεση και προβολή άσεμνων θεαμάτων. Παρατηρώ επίσης ότι ο τίτλος του δημοσιεύματος αυτού όπως είναι διατυπωμένος δεικνύει ότι οι δύο καλλιτέχνες και κατ’ επέκταση ο ενάγοντας ως μέλος πλέον του σκανδάλου παιδεραστίας βιντεογραφούσε τις πράξεις του οι οποίες περιγράφονται ως «βρωμιές» που έκανε, πάλιν εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του. Το περιεχόμενο του δημοσιεύματος στο σύνολο του κρίνω ότι αποτελεί δυσφήμηση για το πρόσωπο του ενάγοντα.».

 

Θεωρούμε ότι με τα πιο πάνω δημοσιεύματα γίνεται μια ενημέρωση του τι λέχθηκε στο Δικαστήριο από την πλευρά της Αστυνομίας, κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης του εφεσίβλητου και του Σερδάρη και δεν μπορεί να εκληφθεί ως τίποτε περισσότερο, ούτε βέβαια και ως διαπιστωθέντα γεγονότα.

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 9.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε ότι: «Το δημοσίευμα αυτό πάλιν αναφέρεται στη πολύκροτη υπόθεση της παιδεραστίας η οποία φαίνεται ολοένα να παίρνει και μεγαλύτερες διαστάσεις «αγγίζοντας» το ΡΙΚ, με επέκταση του και στην Ελλάδα. Η αναφορά επίσης στην ανάγκη προστασίας του ενάγοντα και της οικογένειας του μετά από απειλές «πονεμένου» πατέρα προσδίδει στα μάτια του κοινού αναγνώστη την ενοχή στον ενάγοντα για τα καταγγελθέντα. Κατ΄ επέκταση η κατάληξη μου για το σύνολο του δημοσιεύματος αυτού είναι ότι αποτελεί δυσφήμηση για τον ενάγοντα.».

 

Η ανάγκη προστασίας του ενάγοντα, όπως προκύπτει από το δημοσίευμα, ήταν το αποτέλεσμα απειλητικού τηλεφωνήματος που δέχθηκαν και δεν θεωρούμε ότι προσδίδει στα μάτια του κοινού αναγνώστη την ενοχή του ενάγοντα στα καταγγελθέντα.

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 9.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε ότι: «Ο τίτλος του δημοσιεύματος με τα δεδομένα που έχω ενώπιον μου είναι καθαρά δυσφημιστικός και δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω αφού υιοθετώ την θέση που ανέφε[*1642]ρα σε σχέση με τα προηγούμενα δημοσιεύματα. ….. Η δημοσίευση του τι λέχθηκε από τον κ. Παπαπέτρου δεν θεωρώ πάλιν ότι αποτελεί αντίδοτο στο δυσφημιστικό χαρακτήρα που δίδεται από το σύνολο του δημοσιεύματος και τον τρόπο σύνταξης του (βλ. Gatley (πιο πάνω, παρ. 102). Ο ενάγοντας πλέον παρουσιάζεται ως ένας από τους δύο παιδεραστές που έχει η Κυπριακή κοινωνία.)».

 

Η αναφορά του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποδίδει στον εφεσίβλητο ενοχή, οι διορθωτικές δηλώσεις όμως του Κυβερνητικού Εκπροσώπου στο ίδιο δημοσίευμα και γενικά ο τρόπος που είναι συνταγμένο το δημοσίευμα θεωρούμε ότι αποτελεί το «αντίδοτο» στις προηγούμενες δηλώσεις.

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 10.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε: «Θεωρώ ότι το σύνολο του δημοσιεύματος αυτού αποτελεί δυσφήμιση για το πρόσωπο του ενάγοντα».

 

Τόσο ο τίτλος του δημοσιεύματος όσο και το περιεχόμενο του, θεωρούμε ότι προσδίδει αυτό ακριβώς που αποδίδεται με τη φυσική έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούνται, ότι δηλαδή υπάρχουν καταγγελίες από νεαρές κοπέλες εναντίον του εφεσίβλητου.

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 11.8.2001 με 12.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε: «Η φράση που χρησιμοποιείται ότι «αναμένεται … θα ακουστούν νέες συγκλονιστικές μαρτυρίες … αυτές αυξάνονται και καίνε τους δύο υπόπτους» αποδίδει στον κοινό αναγνώστη την τεράστια έκταση που λαμβάνει η υπόθεση της παιδεραστίας και με τις νέες μαρτυρίες στοιχειοθετείται η ενοχή του ενάγοντα και το δέσιμο της υπόθεσης σε βάρος του. Η ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού επίσης με τον τρόπο που γίνεται για την επίθεση που υπέστη το στούντιο του ενάγοντα και η ύπαρξη των νέων απειλών με την ανάγκη για προστασία του ενάγοντα, δίδουν στον αναγνώστη την εντύπωση της αλήθειας των καταγγελθέντων.»

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 13.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε: «Το άρθρο αυτό από μόνο του πλην του τίτλου φαίνεται να ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό για την εξέλιξη διερευνώμενης υπόθεσης η οποία μετά την συμπλήρωση της θα σταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα για να αποφασίσει κατά πόσο οι ύποπτοι θα κατηγορηθούν. Διαβάζοντας το άρθρο αυτό το κοινό αντιλαμβάνεται ότι ολοένα και πληθαίνουν οι καταγγελίες. Ο τίτλος του δημοσιεύματος αποδίδει στον κοινό αναγνώστη την εντύπωση ότι με τις καταγγελίες που έγιναν στοιχειοθετείτε η υπόθεση εναντίον του ενάγοντα, η οποία μάλιστα τον καταδικάζει. Επομένως [*1643]και αυτό το δημοσίευμα στο σύνολο του θεωρώ ότι αποτελεί δυσφήμιση για τον ενάγοντα.».

 

Σε συνάρτηση με το δημοσίευμα ημερομηνίας 18.8.2001, το Δικαστήριο έκρινε: «Από το δημοσίευμα αυτό ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται και πληροφορείται ότι ο ενάγοντας και ο Γ. Σερδάρης θα παραπεμφθούν για δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για συγκεκριμένες κατηγορίες. Παρόλο που κατά το πλείστον το δημοσίευμα αυτό αποτελεί πληροφόρηση του κοινού για τα πιο πάνω, θεωρώ ότι με την τελευταία πρόταση του και τον τρόπο σύνταξης της δίνουν την εντύπωση ότι ο ενάγοντας ντροπιασμένος απέφευγε τα μέσα όπως επίσης απέφευγε να προβεί και σε δηλώσεις και έφυγε από την και Σερδάρη», πάλιν δίδει την εντύπωση στον κοινό αναγνώστη ότι ο ενάγοντας είναι ένοχος και η ενοχή του αυτή δένεται και στοιχειοθετείται με τις 25 καταγγελίες. Καταλήγω με βάση τα πιο πάνω ότι το σύνολο του δημοσιεύματος είναι δυσφημιστικό για τον ενάγοντα.».

 

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε συνάρτηση και με τα τρία πιο πάνω δημοσιεύματα θεωρούμε ότι είναι εσφαλμένα. Και στις τρεις περιπτώσεις γίνεται αναφορά στις έρευνες που διεξάγονται, καθώς και στην πορεία της υπόθεσης. Είναι προφανές ότι εκείνο που αποδίδεται στον εφεσίβλητο δεν είναι ενοχή, αλλά καταγγελίες εις βάρος του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αντιπαρέθεσε τα δημοσιεύματα και έλαβε υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον επίδικο χρόνο, κατέληξε ότι τα δημοσιεύματα «… αποδίδουν στον Ενάγοντα ότι τα όσα κατάγγειλαν οι νεαρές είναι αλήθεια, παρουσιάζουν τον ενάγοντα ως παιδεραστή, και μέρος ενός κυκλώματος παιδεραστίας το οποίο συγκλόνιζε την Κυπριακή κοινωνία, μέχρι του σημείου που και ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξεφράστηκε και πιστοποίησε την ενοχή του. Η συνεχής χρήση της λέξης παιδεραστής και παιδεραστία, η οποία από τα δημοσιεύματα χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο ζοφερά και απεχθέστερα εγκλήματα, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των πιο πάνω δημοσιευμάτων, δεικνύει την ανηθικότητα και την αισχρότητα της συμπεριφοράς του ενάγοντα. Του αποδίδουν αδικήματα επίσης, όπως διαφθορά ανηλίκων σαν υπαρκτά ενώ από τα ενώπιον μου γεγονότα ο ενάγοντας κατά το χρόνο των πιο πάνω δημοσιευμάτων ήταν ύποπτος για παράνομη άσεμνη επίθεση κατά ανηλίκων. Επιπλέον, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο ενάγοντας συστηματικά χρησιμοποιούσε την ιδιότητα του ως γνωστός μουσικοσυνθέτης για να εκμεταλλευτεί ανήλικες νεαρές οι οποίες ευελπιστούσαν να πετύ[*1644]χουν στο τραγούδι και γενικά στον καλλιτεχνικό χώρο με την υπόσχεση να τις κάνει φίρμες στο τραγούδι, στήνοντας αυτές ημίγυμνες μπροστά στο φακό και ακόμη χρησιμοποιώντας αυτές ως πρωταγωνίστριες σε βιντεοταινίες σεξουαλικού περιεχομένου, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό και τις ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις του. Ο ενάγοντας επίσης μπορεί να εκληφθεί ότι προσπάθησε να κουκουλώσει το σκάνδαλο αυτό της παιδεραστίας και αναμείχθηκε προς τούτο και ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, με σκοπό να διαβεβαιώσει και να καθησυχάσει το κυπριακό αναγνωστικό κοινό ότι κάτι τέτοιο δεν θα επιτραπεί. Ο τρόπος που χρησιμοποιούνται στα δημοσιεύματα οι δηλώσεις τόσο του Υπουργού όσο και του τότε Προέδρου τείνει να στοιχειοθετήσει ότι τα όσα ανέφερα πιο πάνω αποδίδονται στον ενάγοντα. Η αναφορά επίσης που γίνεται στην ύπαρξη σωρείας καταγγελιών, σε πολύκροτο σκάνδαλο παιδεραστίας το οποίο συγκλόνισε την Κυπριακή κοινωνία, σε κύκλωμα της παιδεραστίας το οποίο εξαπλώθηκε μέχρι και την Ελλάδα, και η περιγραφή των νεαρών κοριτσιών ως θύματα θεμελιώνει στο μυαλό του αναγνώστη ότι τα όσα καταγγέλθηκαν είναι αλήθεια και ο ενάγοντας ένοχος για όσα του καταλογίζονται.»

 

Στην υπόθεση Αρκτίνος ν. Δώρου Γεωργιάδη (πιο πάνω) αναλύονται οι αρχές που διέπουν το θέμα της δυσφήμισης σε υποθέσεις όπως η παρούσα, τις οποίες παραθέτουμε:

 

«Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά την εξέταση του κειμένου, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά εξετάζει το κείμενο στην ολότητά του με αναφορά στον χρόνο και τον τόπο του δημοσιεύματος αλλά και την κρατούσα κοινή γνώμη για το θέμα. Στον Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ. 103 αναφέρονται τα εξής:

 

«The general approach. In ruling on meaning, the court is not determining the actual meaning of the words but delimiting the outside boundaries of the possible rance of meaning and setting the "ground rules" for the trial.

 

Thus in Shan v Standard Chartered Bank the allegations were capable of bearing the meaning that the plaintiffs were [*1645]guilty of money laundering; but the use of miscellaneous qualifying words such as "alleged" or "apparently" meant that in the alternative they were capable of imputing no more than reasonable suspicion. The nature of the exercise has been summarized as follows (citations omitted):

 

"(1) The governing principle is reasonableness. (2) The hypothetical reasonable reader is not naïve but he is not unduly suspicious. He can read between the lines. He can read in an implication more readily than a lawyer and may indulge in a certain amount of loose thinking but he must be treated as being a man who is not avid for scandal and someone who does not, and should not, select one bad meaning where other non-defamatory meanings are available. (3) Over-elaborate analysis is best avoided. (4) The intention of the publisher is irrelevant. (5) The article must be read as a whole, and any "bane and antidote" taken together. (6) Τhe hypothetical reader is taken to be representative of those who would read the publication in question. (7) In delimiting the range of permissible defamatory meanings, the court should rule out any meaning which, can only emerge as the produce of some strained, or forced, or utterly unreasonable interpretation. (8) It follows that it is not enough to say that by some person or another the words might to be understood in a defamatory sense". (Jeynes v New Magazines Ltd [2008] EWCA Civ 130

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Η γενική προσέγγιση: Κατά την απόφαση ως προς το νόημα, το δικαστήριο δεν καθορίζει την πραγματική σημασία των λέξεων, αλλά προσδιορίζει τα ακραία όρια του δυνατού εύρους των εννοιών και θέτει τους «βασικούς κανόνες» για τη δίκη. Έτσι, στην υπόθεση Shαh ν Standαrd Chartered Bαnk, οι ισχυρισμοί ήταν ικανοί να αποδώσουν το νόημα ότι οι ενάγοντες ήταν  ένοχοι για ξέπλυμα χρήματος. αλλά η χρήση των διαφόρων διακριτικών λέξεων όπως "κατ’ ισχυρισμόν" ή "προφανώς" σήμαινε εναλλακτικά ότι δεν μπορούσαν να προσδώσουν τίποτε περισσότερο πέραν της εύλογης υποψίας. Η φύση του θέματος έχει συνοψιστεί ως εξής (οι αναφορές παραλείπονται):

 

«(1) Η βασική αρχή είναι η λογική. (2) Ο υποθετικός λογικός αναγνώστης δεν είναι αφελής αλλά ούτε υπερβολικά καχύποπτος. Μπορεί να διαγιγνώσκει. Μπορεί να αντιλη[*1646]φθεί ένα υπονοούμενο πιο εύκολα από ότι ένας δικηγόρος και μπορεί  να ενδώσει σε ένα πιο χαλαρό (ελεύθερο) τρόπο σκέψης αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένας άνθρωπος που δεν διψά  για σκάνδαλα και ως κάποιος που δεν επιλέγει ή δεν θα πρέπει να επιλέγει μόνο την κακή σημασία, όπου υπάρχουν άλλες μη δυσφημιστικές σημασίες. (3) Υπερβολικά λεπτομερής ανάλυση είναι καλύτερα να αποφεύγεται. (4) Η πρόθεση του δημοσιεύοντος είναι άσχετη. (5) Το άρθρο πρέπει να αναγνωστεί ως σύνολο και «το δηλητήριο με το αντίδοτο» να συνεξεταστούν.(6) Ο υποθετικός αναγνώστης θεωρείται αντιπροσωπευτικός εκείνων που θα διάβαζαν το επίμαχο δημοσίευμα. (7) Οριοθετώντας το φάσμα των επιτρεπτών δυσφημιστικών σημασιών, το δικαστήριο θα πρέπει να αποκλείει κάθε έννοια η οποία μπορεί να προκύψει μόνο και μόνο ως παράγωγο ορισμένης παρατραβηγμένης, εξαναγκαστικής ή εντελώς παράλογης ερμηνείας. (8) Επομένως, δεν αρκεί να πούμε ότι, από ορισμένους, οι λέξεις θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως δυσφημιστικές.

 

Στις περιπτώσεις όπου τα επίδικα δημοσιεύματα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αποδίδουν στον παραπονούμενο κάποια συμμετοχή σε σχέση με ποινικά αδικήματα, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί με βάση τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές είναι μέχρι ποιο βαθμό συμμετοχή σε αυτό αποδίδεται στον παραπονούμενο.»

 

Στον Gatley (ανωτέρω), σελ. 124 αναφέρονται τα εξής:

 

«It is usually said that there are two levels of imputation below that of guilt ("Level 1") which are possible in such a situation, both of which are defamatory, though in different degrees: that there are reasonable grounds to suspect that the claimant is involved ("Level 2") or that there are grounds to investigate what the claimant has done ("Level 3"). In Lewis v. Daily Telegraph [1964] A.C. 234 it was admitted that the words were defamatory in the last sense (or something like it) but the defendants could justify that by showing that the investigation was taking place.»

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Συνήθως λέγεται ότι υπάρχουν δύο επίπεδα καταλογισμού, κάτω από εκείνο της ενοχής (επίπεδο 1), τα οποία είναι δυνατόν σε μια τέτοια περίπτωση, να είναι και τα δύο δυσφη[*1647]μιστικά, διαφορετικού όμως βαθμού σοβαρότητας : ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι για να υποψιαστεί κανείς την εμπλοκή του ενάγοντος (επίπεδο 2) ή ότι υπάρχει βάσιμος λόγος για να διερευνηθεί τί έπραξε ο ενάγων (επίπεδο 3). Στην υπόθεση Lewis ήταν παραδεκτό ότι οι λέξεις ήταν δυσφημιστικές με την τελευταία έννοια (ή κατά τρόπο ανάλογο), αλλά οι εναγόμενοι μπόρεσαν να το αιτιολογήσουν, προβάλλοντας ότι η διεξαγωγή  της έρευνας ελάμβανε χώρα. »

 

Εν ολίγοις, συνάγεται από τα πιο πάνω πως αν αναφέρεται στο δημοσίευμα ότι ο παραπονούμενος είναι υπό υποψία ή ότι διερευνάται γι’ αυτόν υπόθεση δεν μπορεί ευλόγως να ερμηνευτεί ή να γίνει αντιληπτό ότι σημαίνει πως αυτός είναι ένοχος γιατί αν ο κοινός λογικός άνθρωπος σκεφτόταν πως όποτε υπάρχει αστυνομική έρευνα ο υπό διερεύνηση είναι ένοχος, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να δοθεί ακριβής πληροφόρηση για ο,τιδήποτε για το οποίο το κοινό ενδιαφέρεται να γνωρίζει και να πληροφορείται. Συνάγεται επίσης πως σε περίπτωση που τα επίδικα δημοσιεύματα επιδέχονται μιας πιο «αθώας» ερμηνείας από την πιο σοβαρή που εισηγείται ο παραπονούμενος, τότε θα προτιμηθεί η πρώτη.»

 

Τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω υπόθεση εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση. Το Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει τη «γενική προσέγγιση» και να αποφασίσει σε ποιο βαθμό αποδίδεται στον εφεσίβλητο συμμετοχή σε σχέση με ποινικά αδικήματα. Λανθασμένα, κατά τη κρίση μας, το Δικαστήριο εξέτασε το κάθε δημοσίευμα χωριστά, αναζητώντας μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις το νόημα μεμονωμένων λέξεων. Εν πάση περιπτώσει, είτε ξεχωριστά ειδωμένα είτε συνολικά, δεν μπορούν να κριθούν ως δυσφημιστικά.

 

Εξετάζοντας τα δημοσιεύματα ως σύνολο, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί ότι κατά τον επίδικο χρόνο εξετάζονταν εναντίον του εφεσίβλητου και του Σερδάρη καταγγελίες για άσεμνες επιθέσεις σε νεαρές κοπέλες και η Αστυνομία είχε στα χέρια της καταθέσεις οι οποίες δημιουργούσαν υποψίες εναντίον τόσο του εφεσίβλητου όσο και του Σερδάρη. Στα δημοσιεύματα γίνεται αναφορά στο ερευνητικό έργο της Αστυνομίας, καθώς και στις διαδικασίες προσωποκράτησης και παραπομπής των δύο προσώπων σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και πως η όλη υπόθεση πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης. Δίδεται επίσης η θέση του εφεσίβλητου για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Δεν κρίνουμε ότι στα δημοσιεύματα εκφράζεται άποψη ή αφήνεται υπονοούμενο ότι ο εφεσίβλητος ήταν ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος. Είναι ενδει[*1648]κτικό ότι στα δημοσιεύματα αναφέρεται ότι η όλη υπόθεση παίρνει το δρόμο της δικαιοσύνης, καθώς και οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, πως μόνο η δικαιοσύνη θα αποφασίσει για την υπόθεση. Η αναφορά σε «παιδεραστία» δεν υπονοούσε την ενοχή του εφεσίβλητου, αλλά το ότι διερευνάτο υπόθεση παιδεραστίας εναντίον του και ότι υπήρχαν καταγγελίες επιβαρυντικές για τον ίδιο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τα δημοσιεύματα δυσφημιστικά και απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι τα δημοσιεύματα ήταν ουσιωδώς αληθή και λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση αυτή, η οποία προνοείται από το Άρθρο 19 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

 

Το θέμα έτυχε εξέτασης στην υπόθεση Αρκτίνος ν. Δώρου Γεωργιάδη (πιο πάνω) ως ακολούθως:

 

«Με βάση το Άρθρο 19 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, αποτελεί υπεράσπιση ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν αληθές.

 

Στον Gatley (ανωτέρω) σελ. 320 αναφέρονται τα εξής:

 

«Substantial justification sufficient. Some leeway for exaggeration and error is given by the defences of fair comment and qualified privilege. However, for the purposes of justification, if the defendant proves that "the main charge, or gist, of the libel is true, he may not justify statements or comments which do not add to the sting of the charge or introduce any matter by itself actionable.

 

........................................................................

 

When considering substantial truth it is important to «isolate the essential core of the libel and not to be distracted by inaccuracies around the edge - however substantial». Journalists «need to be permitted a degree of exaggeration even in the context of actual assertions» (Turn v. New Group  Newspapers Ltd [2005] EWHC 799 QBD) ...»

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Ουσιαστική αλήθεια επαρκής. Κάποιo περιθώριο για υπερβολή και σφάλμα παρέχεται μέσα από την υπεράσπιση του δίκαιου σχολίου και του προνομίου υπό επιφύλαξη. Ωστόσο, για [*1649]σκοπούς της υπεράσπισης της αλήθειας, αν ο εναγόμενος αποδείξει ότι η κυρίως κατηγορία ή η ουσία της δυσφήμισης αληθεύει, δεν απαιτείται να δικαιολογήσει τις δηλώσεις ή τα σχόλια εκείνα που δεν προσθέτουν στην κατηγορία ή δεν εισάγουν ισχυρισμό που από μόνος του θα ήταν αγώγιμος.

 

....................................

 

Κατά την εξέταση της  ουσιαστικής αλήθειας,  είναι βασικό να απομονωθεί ο αναγκαίος πυρήνας του λιβέλου και όχι να αποσπαστεί η προσοχή από ανακρίβειες σε σχέση με περιθωριακές λεπτομέρειες - έστω και ουσιαστικές. Οι δημοσιογράφοι «πρέπει να δικαιούνται κάποιο βαθμό υπερβολής ακόμη και σε σχέση με ισχυρισμούς γεγονότων .»

 

Στην Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. Καψού (2009) 1 Α.Α.Δ. 1175 τα εξής:

 

«Η υπεράσπιση της αλήθειας έχει καταχωρηθεί νομοθετικά μέσω του Άρθρου 19(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«19. Σε αγωγή για δυσφήμηση αποτελεί υπεράσπιση -

 

(α) ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν αληθές.

 

Νοείται ότι, όταν το δυσφημιστικό δημοσίευμα περιέχει δύο ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγορίες κατά του ενάγοντα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφου αυτής δεν καταρρίπτεται για μόνο το λόγο ότι δεν αποδεικνύεται το αληθές κάθε μιας κατηγορίας, αν το μέρος του δημοσιεύματος που δεν αποδείκτηκε ως αληθές, δεν βλάπτει ουσιωδώς την υπόληψη του ενάγοντα, αφού ληφθεί υπόψη το αληθές των υπόλοιπων κατηγοριών.»

 

Όπως προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό του προαναφερθέντος άρθρου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως και εδώ, κάποιο δημοσίευμα περιέχει περισσότερους από ένα δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, έστω και αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια κάποιων από τους ισχυρισμούς, εν τούτοις μπορεί να στοιχειοθετηθεί και να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας.

 

Το κριτήριο το οποίο θέτει ο ίδιος ο νομοθέτης σε μια τέτοια περίπτωση είναι η διακρίβωση κατά πόσο το μέρος ή τα μέρη του δημοσιεύματος που δεν αποδείχτηκε ότι είναι αληθινά, βλά[*1650]πτουν ουσιωδώς την υπόληψη του εφεσίβλητου, λαμβανομένου όμως υπόψη του αληθούς των υπόλοιπων κατηγοριών. Νομοθετική πρόνοια με παρόμοιο λεκτικό συναντάτο και στο Αγγλικό Defamation Act 1952, Άρθρο 5. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Pumplin v. Express Newspapers Ltd (No. 2) [1998] 1 All E.R. 282, μια υπεράσπιση η οποία βασίζεται στη μερική αλήθεια των προβληθέντων ισχυρισμών, μπορεί να ευσταθήσει, εάν δε αυτό δεν καταστεί δυνατό, ο εναγόμενος μπορεί να βασισθεί στα αποδειχθέντα ως αληθή γεγονότα, έτσι ώστε να μειώσει και σχεδόν να εκμηδενίσει το ποσό των επιδικασθησόμενων αποζημιώσεων. Όπως δε τονίστηκε και στην υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers Ltd and others [1999] 4 All E.R. 609, η απόδειξη της αλήθειας συνιστά μια ολοκληρωμένη υπεράσπιση. Εάν ο εναγόμενος αποδείξει ουσιωδώς την αλήθεια των ισχυρισμών του αυτό είναι αρκετό. Στην απόφαση του House of Lords στην υπόθεση Grobbelaar v. News Group Newspapers Ltd a.o. [2002] 4 All E.R. 732, τονίστηκε ότι είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι για να επιτύχει υπεράσπιση της αλήθειας, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να αποδείξει την αλήθεια ενός εκάστου επιβλαβούς ισχυρισμού στον οποίο έχει προβεί. Είναι αρκετό εάν αποδείξει το κεντρί (sting) των ισχυρισμών του και οι ένορκοι (εδώ το Δικαστήριο) θα πρέπει να διακριβώσουν ποιο είναι το κεντρικό σημείο (sting) του δημοσιεύματος.

 

Όπως περαιτέρω αναφέρεται και στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 6th Edition, para 1053, είναι επαρκές εάν η υπεράσπιση της αλήθειας καλύπτει την κύρια κατηγορία ή την ουσία της δυσφήμησης και ο εναγόμενος δεν χρειάζεται όπως δικαιολογήσει επουσιώδεις λεπτομέρειες ή καταχρηστικές εκφράσεις, οι οποίες δεν προσθέτουν στο κεντρί της δυσφήμησης, ή οι οποίες δεν προκαλούν στον αποδέκτη επίπτωση διαφορετική απ’ εκείνη η οποία προκλήθηκε από το ουσιώδες μέρος το οποίο αποδεικνύεται αληθές. Είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημιστικής δήλωσης δικαιολογείται.»

 

Η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσιβλήτου για τα αδικήματα της άσεμνης επίθεσης εναντίον νεαρών γυναικών, η έκδοση διατάγματος προσωποκράτησής του, το οποίο ανανεώθηκε μία φορά μέχρι την καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον του με οκτώ κατηγορίες και η παραπομπή του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και η καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο, υποδηλούν ότι υπήρχαν εύλογες υποψίες εναντίον του για τη σύνδεσή του με την διάπραξη των αδικημάτων κατά τον χρόνο δημοσίευσης των επίδικων δημοσιευμάτων. Περαιτέρω, έχουν κατατεθεί ως [*1651]τεκμήρια οι καταθέσεις που δόθηκαν στην Αστυνομία από οκτώ κοπέλες, οι οποίες ισχυρίζονταν ότι υπήρξαν θύματα άσεμνων επιθέσεων από τον εφεσίβλητο και το Σερδάρη, Τεκμήρια 23-30. Υπό τις περιστάσεις αυτές θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες απέδειξαν το αληθές του κεντρικού σημείου των δημοσιευμάτων που δεν ήταν άλλο από την ύπαρξη καταγγελιών εναντίον του εφεσίβλητου και του Σερδάρη για άσεμνες επιθέσεις εναντίον νεαρών κοριτσιών και την ύπαρξη εύλογων υπονοιών για τη διάπραξη των αδικημάτων και, συνακόλουθα, η προβαλλόμενη υπεράσπιση της αλήθειας θα έπρεπε να επιτύχει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης την υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, αναφέροντας τα εξής:

 

«Το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων σε σχέση με τα παραδεκτά γεγονότα και τα κατατεθειμένα τεκμήρια, όπως έχω αναφέρει και πιο πάνω, προκύπτει ότι αποτελείται κατά το πλείστον από ανακριβή και παραποιημένα γεγονότα με κάποια σχόλια σε σχέση με αυτά, για τα οποία φυσικά καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από την πλευρά των εναγομένων 3, οι οποίοι και φέρουν το βάρος της απόδειξης της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου επί συγκεκριμένων γεγονότων. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο. Κατάληξη μου είναι ότι, ούτε η υπεράσπιση αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.»

 

Στην υπόθεση Αρκτίνος ν. Δώρου Γεωργιάδη (πιο πάνω) η υπεράσπιση αυτή αναλύεται ως ακολούθως:

 

«Στον Gatley (ανωτέρω) αποδίδεται στον όρο «σχόλιο» η εξής έννοια:

 

«Though "comment" is often equated with "opinion" this is an over - simplification. More accurately it has been said that the sense of comment is "something which is or can be reasonably be inferred to be deduction, inference, conclusion, criticism, remark, observation etc. Clark v. Norton [1910] VLR 494.»

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Αν και το «σχόλιο» συχνά ταυτίζεται με την «γνώμη», αυτό αποτελεί μια υπεραπλούστευση. Ακριβέστερα έχει ειπωθεί ότι , η έννοια του σχολίου «είναι ή μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι αποτελεί συμπέρασμα, κριτική, διαπίστω[*1652]ση, παρατήρηση κ.λ.π.»

 

Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου για να πετύχει πρέπει σωρευτικά να ικανοποιήσει ότι οι πιο κάτω τρεις προϋποθέσεις (βλ. Gatley, 10η έκδ., σελ. 289),

 

(α) τα γεγονότα για τα οποία έγινε το σχόλιο να είναι ουσιωδώς αληθή,

(β) το σχόλιο να είναι εύλογο και καλόπιστο,

(γ) το σχόλιο να αφορά θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος ή συμφέροντος.

 

Στην Lyon v. Daily Telegraph [1943] 1 KB 746 τονίστηκε ότι το δικαίωμα έντιμου σχολίου είναι ένα από τα βασικά δικαιώματα του ελεύθερου προφορικού και γραπτού λόγου και είναι ζωτικής σημασίας στην επικράτηση του δικαίου στο οποίο βασιζόμαστε για την προσωπική μας ελευθερία.»

 

Όπως έχουμε προαναφέρει, το ουσιαστικό μέρος των γεγονότων που παρατίθενται στα δημοσιεύματα είναι αληθές. Κατά το χρόνο των δημοσιευμάτων υπήρχαν στα χέρια της Αστυνομίας καταθέσεις από νεαρές κοπέλες στις οποίες περιέγραφαν άσεμνες επιθέσεις τόσο από τον εφεσίβλητο όσο και από τον Σερδάρη (Τεκμήρια 23-30). Η δε φύση των αδικημάτων που διερευνούσε η Αστυνομία και η ιδιότητα του εφεσίβλητου ως γνωστού μουσικοσυνθέτη, καθώς και η σχέση του με τις παραπονούμενες, καθιστούν το εγειρόμενο με τα δημοσιεύματα θέμα, θέμα γενικού ενδιαφέροντος επί του οποίου μπορούσε να ασκηθεί κριτική.

 

Η προστασία της φήμης ενός ατόμου πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης. Στην υπόθεση Αρκτίνος ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856 τονίστηκε ότι, «Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Στην υπόθεση Lingens v. Austria, App. No. 9815/82, Ser. A, vol. 103 [1986] 8 Ε.Η.R.R. 407 para. 41, το Δικαστήριο παρατήρησε πως η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του Άρθρου 10, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων. Η ελευθερία αυτή, με τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή του[*1653]λάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες, αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία. Όπως όμως ανάφερε το Ε.Δ.Δ.Α., η ελευθερία της έκφρασης ρητά περιορίζεται προς όφελος της προστασίας της φήμης ενός ατόμου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 10. Το στάθμισμα αυτών των δύο δικαιωμάτων έχει εξεταστεί σε σειρά αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α., σύμφωνα με τις οποίες οιοσδήποτε περιορισμός του ενός δικαιώματος πρέπει να είναι ανάλογος και απαραίτητος για την προστασία του άλλου δικαιώματος.»

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, θεωρούμε ότι στα επίδικα δημοσιεύματα παρατίθενται γεγονότα που είναι ουσιωδώς αληθινά και ασκείται σ’ αυτά καλόπιστη κριτική επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος. Τονίζουμε ότι κατά τον επίδικο χρόνο, υπήρχαν εύλογες υποψίες εναντίον του εφεσίβλητου για τη διάπραξη αδικημάτων και αυτό είναι που απεικονίζεται στα δημοσιεύματα. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί. Ενόψει της απόφασής μας αυτής δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι μόνο θεωρητική σημασία έχουν.

 

Προτού τελειώσουμε, θεωρούμε σκόπιμο να παρατηρήσουμε ότι σε υποθέσεις δυσφήμισης, αποτελεί επιταγή των διαδικαστικών κανονισμών όπως στην οπισθογράφηση του κλητηρίου περιέχονται λεπτομέρειες των δημοσιευμάτων που σχετίζονται με την έγερση της αγωγής. Είναι δε απαραίτητο όπως καθορίζονται οι ακριβείς λέξεις και φράσεις επί των οποίων εδράζεται η απαίτηση. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε συμμόρφωση με αυτή τη δικογραφική απαίτηση. Παρά το ότι υπήρξε προδικαστική ένσταση επί του θέματος από τους εφεσείοντες, το θέμα αφέθηκε να αποφασιστεί στο τέλος και για τους λόγους που παρατίθενται στην απόφαση απορρίφθηκε. Δεν αποτέλεσε όμως λόγο έφεσης και, συνεπώς, δεν θα προχωρήσουμε σε περαιτέρω εξέταση του θέματος.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και αυτά της έφεσης μέχρι την ημερομηνία ακρόασης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον του εφεσίβλητου 1. Δεν εκδίδουμε διαταγή για τα έξοδα της ακροαματικής διαδικασίας της έφεσης, ως έχει συμφωνηθεί από τους συνηγόρους, κατά την ημέρα ακρόασης της [*1654]έφεσης.

 

Η αντέφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται, χωρίς έξοδα, υπό τις περιστάσεις.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο