Loizias & Sons Contracting Building (Overseas) Ltd και Άλλοι, Μιχαλάκης Π. Λοϊζιάς διά της πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Προκοπίας Σάββα (2014) 1 ΑΑΔ 1710

ECLI:CY:AD:2014:A536

(2014) 1 ΑΑΔ 1710

[*1710]17 Ιουλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Π. ΛΟΪΖΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΑΣ ΣΑΒΒΑ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

1. LOIZIAS & SONS CONTRACTING BUILDING

   (OVERSEAS) LTD,

2. ΛΟΪΖΟΥ Π. ΛΟΪΖΙΑ,

3. ΜΑΡΙΟΥ Π. ΛΟΪΖΙΑ,

4. ΜΑΡΚΟΥ Π. ΛΟΪΖΙΑ,

5. ΜΑΡΩΣ ΜΑΚΡΗ,

6. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

7. LOIZIANA HOTELS LTD,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2010)

 

 

Κληρονομικό Δίκαιο ― Η κατάργηση του δικαιώματος των κληρονόμων για τη διεκδίκηση περιουσίας αποβιώσαντος δυνάμει κληρονομικού δικαιώματος ― Άρθρο 25 του περί Διαχείρισης Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Εταιρείες ― Παράγωγη αγωγή ― Από τη στιγμή που ο εφεσείων δεν ήταν εγγεγραμμένος μέτοχος στις εφεσίβλητες 1 και 7, αλλά τα όποια δικαιώματα του πήγαζαν από το κληρονομικό του δικαίωμα επί των μετοχών που του κατέλειπε ο αποβιώσας πατέρας του με τη διαθήκη, δεν μπορούσε να κάνει χρήση της παράγωγης αγωγής.

 

Έφεση ― Περίγραμμα αγόρευσης ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με την υποχρέωση των δικηγόρων να τηρούν σχολαστικά τις αρχές που διέπουν τον καταρτισμό του περιγράμματος αγόρευσης τους.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινό διάταγμα ― Η έκδοση ενός του μονομερώς, δεν μεταθέτει το βάρος της απόδειξης κατά την ακρόαση ― Ο αιτητής σε κάθε περίπτωση έχει το βάρος να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία για να καταδείξει, είτε ότι [*1711]το διάταγμα θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ, είτε αναλόγως της περίπτωσης, να εκδοθεί.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση πρωτόδικη απορριπτική απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας προσωρινό διάταγμα το οποίο εξεδόθη στο πλαίσιο παράγωγης αγωγής που είχε εγείρει.

 

Σύμφωνα με τα όσα καταγράφηκαν από το  πρωτόδικο Δικαστήριο οι γονείς του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων 2-4, απεβίωσαν καταλείποντας διαθήκη, σύμφωνα με την οποία όλη η περιουσία αντικείμενο του υπό κρίση διατάγματος, είναι περιουσία που καταλείπεται με τη διαθήκη αυτή. Στην εν λόγω διαθήκη κατονομαζόταν ως εκτελεστής της περιουσίας του αποβιώσαντα,  δικηγόρος, ο οποίος σε ουδεμία διανομή της περιουσίας είχε προβεί προς τους κληρονόμους μέχρι και την ημέρα της εκδίκασης.

 

Το Δικαστήριο αφού εξέτασε τις προϋποθέσεις που πρέπει να συνυπάρχουν για την χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας όπως ορίζει το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, προχώρησε να εξετάσει τη θέση που προβαλλόταν στην έκθεση απαιτήσεως του εφεσείοντος, που καταχωρίστηκε πριν από την έκδοση της απόφασης, με βάση τον οποίο ο ενάγοντας νομιμοποιείτο στην καταχώριση της  παράγωγης αγωγής προς διασφάλιση των συμφερόντων των εναγομένων 1 και 7.

 

Αφού ανέλυσε τον ορισμό της παράγωγης αγωγής, κατέληξε ότι, δεδομένου ότι ο ενάγοντας δεν ήταν εγγεγραμμένος μέτοχος των εναγομένων 1 και 7, δεν μπορούσε να κάνει χρήση παράγωγης αγωγής και ότι  η πλειονότητα των αιτούμενων θεραπειών δεν ήταν συμβατές με παράγωγη αγωγή.

 

Όπως επισημάνθηκε περαιτέρω πρωτοδίκως,  η περιουσία αποθανόντος μπορούσε να εκπροσωπηθεί μόνο από τους προσωπικούς αντιπροσώπους του, ήτοι τον διαχειριστή.

 

Λαμβανομένου ακόμα υπόψη ότι αναφορικά με την εμπλεκομένη εταιρεία δεν απεδείχθησαν στον αναγκαίο βαθμό για την παρούσα διαδικασία στοιχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε συνακόλουθα, ότι έπασχε η νομιμοποίηση του ενάγοντα να εγείρει την παρούσα αγωγή υπό τον μανδύα που ο ίδιος επέλεξε.

 

Απέρριψε τελικά την αίτηση κρίνοντας ότι η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 δεν ικανοποιούνταν, όπως και δεν ικα[*1712]νοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 4 του Κεφ.6.

 

Ο εφεσείων προέβαλε ένα και μοναδικό λόγο έφεσης του οποίου η αιτιολογία υποστηριζόταν από σειρά αιτιάσεων: Ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν ικανοποιούνταν η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε. Από τη στιγμή που ο εφεσείων δεν ήταν εγγεγραμμένος μέτοχος στις εφεσίβλητες 1 και 7, αλλά τα όποια δικαιώματα του πήγαζαν από το κληρονομικό του δικαίωμα επί των μετοχών που του κατέλειπε ο αποβιώσας πατέρας του με τη διαθήκη, ήταν ορθό ότι δεν μπορούσε να κάνει χρήση της παράγωγης αγωγής.

  2.   Σύμφωνα με το Άρθρο 25 του περί Διαχείρισης Περιουσιών Νόμου, ΚΕΦ. 189, το δικαίωμα των κληρονόμων για τη διεκδίκηση περιουσίας αποβιώσαντος δυνάμει κληρονομικού δικαιώματος, που είχε αναγνωριστεί με προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου καταργήθηκε.

  3.   Σύμφωνα δε με το Άρθρο 34(7) του ιδίου Κεφαλαίου, προνοείται ότι για τους σκοπούς λήψης δικαστικού μέτρου κανένα πρόσωπο δεν δύναται να αντιπροσωπεύει την περιουσία του αποθανόντος προσώπου εκτός από τον προσωπικό αντιπρόσωπο.

  4.   Στη βάση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών και τη νομολογία, ήταν προφανές ότι μετά το θάνατο του πατέρα του εφεσείοντος και τη χορήγηση εγγράφων διαχείρισης στον κατονομαζόμενο εκτελεστή της, τα όποια δικαιώματα και υποχρεώσεις που πηγάζουν από την εν λόγω περιουσία περιήλθαν στον διαχειριστή από την ημέρα του θανάτου του αποβιώσαντος.

  5.   Από τη στιγμή δε που δεν έγινε διανομή της περιουσίας, των μετοχών ή της ακίνητης περιουσίας επί της οποίας ο εφεσείων και τα αδέλφια του, εφεσίβλητοι 2-4, έχουν κληρονομικό δικαίωμα σε εξ αδιαιρέτου μερίδια, δεν ήταν δυνατή η νομιμοποίηση του εφεσείοντος στην έγερση της αγωγής.

  6.   Η δικαιολογία που προέβαλλε ο εφεσείων ότι ο διαχειριστής δήλωνε απροθυμία να συνεχίσει τα καθήκοντα του ή να προασπίσει τα συμφέροντα της περιουσίας και κατ’ επέκταση τα δικαιώματα του ιδίου κληρονομικώ δικαιώματι, δεν νομιμοποιούσε δια της εμμέσου οδού τον εφεσείοντα, εν όψει των ρητών προνοιών του Νόμου και της νομολογίας.

  7.   Η ποιότητα της μαρτυρίας θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ως προς την πλήρωση των τριών προϋποθέσεων και σχετίζεται με τη γενική αξιολόγηση της υπόθεσης του και της αποδει[*1713]κτικής της αξίας.

8.  Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι η αγωγή στην ουσία στηριζόταν σε δόλο και απάτη, το ζήτημα δεν μπορούσε να περισωθεί, ακόμη και αν η αγωγή συνενώνει δύο ή περισσότερες βάσεις αγωγής.

9.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε με όλα τα ενώπιον του στοιχεία και αδιαμφισβήτητα γεγονότα ότι δεν στοιχειοθετείτο η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κουή ν. Πυριλλή κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 136,

 

Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448,

 

Cacoyiannis v. Republic (1988) 3 A.A.Δ. 1860,

 

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου κ.ά. ν. Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364,

 

Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,

 

Dolego Estates Ltd κ.ά. ν. Φιλίππου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1217,

 

Fashion Box S.R.L. v. Ferro Fashions Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 1858,

 

Ευθυμίου ν. Δημητρίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1721.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1696/09), ημερομηνίας 11/12/2009.

 

Θ. Λεχνού Λουκαΐδου, για τον Εφεσείοντα.

 

Γ. Ερωτοκρίτου για Κ. Π. Ερωτοκρίτου & Σία, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Μιχαηλίδου, Δ..

[*1714]ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Ο.2 r.1) ο εφεσείων αξίωνε κατά των εφεσιβλήτων, μεταξύ άλλων, και τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Αποζημιώσεις για ζημία η οποία προεκλήθη στον Ενάγοντα ένεκα δόλιας συμπεριφοράς των Εναγομένων και/ή απάτης εις βάρος του Ενάγοντα και/ή δόλιας αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων της περιουσίας του αποβιώσαντα πατρός και μητρός του και/ή της Εναγομένης 1 στην οποία ο Ενάγων είναι μέτοχος και/ή των μετοχών του Ενάγοντα στην Εταιρεία Loizias Property Developments (Larnaka) Ltd και/ή των περιουσιακών στοιχείων της εν λόγω εταιρείας και/ή εκμετάλλευσης της κυρίαρχης θέσης των Εναγομένων εις βάρος του Ενάγοντα και/ή συνεπεία ψευδών παραστάσεων και/ή συνωμοσίας των Εναγομένων εις βάρος του Ενάγοντα.

 

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι συγκαταθέσεις του Ενάγοντα που εδόθησαν προς τους Εναγόμενους και/ή τα έγγραφα τα οποία ο Ενάγων υπέγραψε προς τους Εναγόμενους σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του μετά το θάνατο του πατέρα του είναι άκυρες ως αποσπασθείσες με δόλο και/ή απάτη.

 

Γ. Ακύρωση όλων των Συμφωνιών που έγιναν σε σχέση με την περιουσία των αποβιωσάντων γονέων του Ενάγοντα και/ή των κληρονομικών δικαιωμάτων του Ενάγοντα και/ή των δικαιωμάτων του στην Εναγομένη 1 και/ή σε σχέση με την Εταιρεία Loizias Property Developments (Larnaka) Ltd.»

 

καθώς και άλλες θεραπείες και ή διατάγματα όπως με λεπτομέρεια καταγράφονται εκεί.

 

Αυθημερόν καταχωρίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντος-αιτητή και αίτηση με την οποία επιζητείτο η έκδοση διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στην εφεσίβλητη 1 να αποξενώσει ακίνητη περιουσία, καθώς και απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο να εμποδίζονται οι εφεσίβλητοι να πωλήσουν και ή παραχωρήσουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο τις μετοχές της εφεσίβλητης 1 και 7, τις οποίες «κατέχει» ο εφεσείων και ή οι εφεσίβλητοι στις εν λόγω εταιρείες. Θεωρεί ο εφεσείων ότι οι εφεσίβλητοι με δόλο και απάτη ενήργησαν ώστε να αποξενωθεί η επίδικη περιουσία - μετοχές και ακίνητα, και ή περιουσιακά στοιχεία της Loizias Property - με αποτέλεσμα να προκληθεί στον ίδιο ζημιά. Ήταν η θέση του ότι οι συγκαταθέσεις που έδωσε προς τους εφεσίβλητους και όλα τα σχετικά έγγραφα τα οποία υπέγραψε αναφορικά με «τα περιουσιακά [*1715]του στοιχεία μετά το θάνατο του πατέρα του», είναι άκυρες ως αποσπασθείσες με δόλο και ή απάτη.

 

Το διάταγμα εξεδόθη στην απουσία των εφεσιβλήτων και στη συνέχεια ακυρώθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας με την υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση.

 

Οι εφεσίβλητοι στήριξαν την ένσταση τους κατά κύριο λόγο στο ότι ο εφεσείων εμποδιζόταν στην καταχώριση της αίτησης, εφόσον μόνο ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος και μοναδικός μέτοχος της εφεσίβλητης 1 είχε το δικαίωμα να προβεί σε διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της, αλλά και ότι δεν ικανοποιούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα γεγονότα που συνιστούν κοινό έδαφος για τα διάδικα μέρη: Ότι οι γονείς του εφεσείοντα και εφεσιβλήτων 2-4 απεβίωσαν καταλείποντας διαθήκη, σύμφωνα με την οποία όλη η περιουσία αντικείμενο των υπό κρίση διαταγμάτων, είναι περιουσία που καταλείπεται με τη διαθήκη αυτή. Στην εν λόγω διαθήκη κατονομάζεται ως εκτελεστής της περιουσίας του αποβιώσαντα ο Χαράλαμπος Ιερείδης, δικηγόρος, ο οποίος σε καμιά διανομή της περιουσίας έχει προβεί προς τους κληρονόμους μέχρι και την ημέρα της εκδίκασης.

 

Το Δικαστήριο αφού εξέτασε τις προϋποθέσεις που πρέπει να συνυπάρχουν για την χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας όπως ορίζει το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, με παραπομπή σε σωρεία αποφάσεων  προχώρησε να εξετάσει τη θέση που προβάλλεται στην έκθεση απαιτήσεως του εφεσείοντος, που καταχωρίστηκε πριν την έκδοση της απόφασης, «ότι ο ενάγοντας νομιμοποιείται στην καταχώριση της παρούσης ως παράγωγης αγωγής προς διασφάλιση των συμφερόντων των εναγομένων 1 και 7.» Αφού ανέλυσε τον ορισμό της παράγωγης αγωγής με παραπομπή στο σύγγραμμα Gower’ s Principles of Modern Company Law, 4η έκδοση, σελ. 652 και σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου υιοθετώντας την Κουή ν. Πυριλλή κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 136, κατέληξε:

 

«Λαμβάνω υπόψη τα πιο πάνω. Ιδιαίτερα λαμβάνω υπόψη ότι ο ενάγοντας δεν είναι εγγεγραμμένος μέτοχος των εναγομένων 1 και 7, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κάνει χρήση παράγωγης αγωγής. Ότι η πλειονότης των αιτούμενων θεραπειών δεν είναι συμβατές με παράγωγη αγωγή. Επίσης ότι η περιουσία αποθανόντος μπορεί να εκπροσωπηθεί μόνο από τους προσωπικούς αντιπροσώπους του, ήτοι τον διαχειριστή, εδώ τον κ. [*1716]Ιερείδη, και ακόμη λαμβάνοντας υπόψη ότι αναφορικά με την εταιρεία Loizias Property Developments (Larnaka) Ltd, δεν απεδείχθησαν στον αναγκαίο βαθμό για την παρούσα διαδικασία στοιχεία (ως έχουν αναλυθεί πιο πάνω), είμαι της γνώμης ότι η νομιμοποίηση του ενάγοντα να εγείρει την παρούσα αγωγή υπό τον μανδύα που ο ίδιος επέλεξε φαίνεται ότι πάσχει.»

 

Για να απορρίψει τελικά την αίτηση κρίνοντας ότι η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 δεν ικανοποιούνται, όπως και δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 4 του ΚΕΦ. 6.

 

Ο εφεσείων πρόβαλε ένα και μοναδικό λόγο έφεσης του οποίου η αιτιολογία υποστηρίζεται από σειρά αιτιάσεων: Ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν ικανοποιούνται η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

Είναι η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι η κρίση του Δικαστηρίου πάσχει:ο ενάγων ήγειρε την αγωγή επί τη βάση απάτης από την οποία ζημιώθηκε από τους εφεσίβλητους 2, 3 και 4, επίσης κληρονόμους και από την εφεσίβλητη 5, κληροδόχο του αποβιώσαντος οι οποίοι «παραχώρησαν» την εταιρεία Loizias σε τρίτη εταιρεία, συναλλαγή η οποία κατά τον εφεσείοντα συνιστά απάτη. Το σφάλμα του Δικαστηρίου προκύπτει από το ότι το Δικαστήριο οδηγήθηκε σε λανθασμένη συλλογιστική κρίνοντας ότι ο εφεσείων, επειδή δεν ήταν εγγεγραμμένος μέτοχος των εφεσίβλητων 1 και 7, δεν μπορούσε να κάνει χρήση της παράγωγης αγωγής, ενώ εκ πρώτης όψεως στοιχειοθετείτο το αγώγιμο δικαίωμα της απάτης. Διερωτάται ο συνήγορος, χωρίς οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη από τη νομολογία ή από συγγράμματα αφήνοντας το ερώτημα στη ρητορική του διάσταση, πώς είναι δυνατόν μια εταιρεία να αγοράζει το χρέος μιας άλλης εταιρείας και μάλιστα ένα χρέος το οποίο ουδέποτε αποκαλύφθηκε στον εφεσείοντα. To γεγονός ότι ο εφεσείων δεν ήταν εγγεγραμμένος μέτοχος των εφεσίβλητων 1 και 7 αλλά κληρονόμος, δεν θα έπρεπε είναι η θέση που προώθησε, να επηρεάσει την κρίση του Δικαστηρίου διότι για τη στοιχειοθέτηση του εννόμου συμφέροντος του εφεσείοντος δεν ήταν απαραίτητο να δηλωθούν οι μετοχές του, ούτε και ο τρόπος κτήσης τους.

 

Εξετάσαμε με προσοχή την κατάληξη και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού για τους περιορισμένους σκοπούς της αίτησης. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Από τη στιγμή που ο εφεσείων δεν ήταν εγγεγραμμένος μέτοχος στις εφεσίβλητες 1 και 7, αλλά τα όποια δικαιώματα του πηγάζουν από το κληρονομικό του δικαίωμα [*1717]επί των μετοχών που του κατέλειπε ο αποβιώσας πατέρας του με τη διαθήκη, είναι ορθό ότι δεν μπορούσε να κάνει χρήση της παράγωγης αγωγής.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 25 του περί Διαχείρισης Περιουσιών Νόμου, ΚΕΦ. 189, το δικαίωμα των κληρονόμων για τη διεκδίκηση περιουσίας αποβιώσαντος δυνάμει κληρονομικού δικαιώματος, που είχε αναγνωριστεί με προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου καταργήθηκε. Στην απόφαση Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, 455-456 με την οποία αξιώνονταν περιουσιακά δικαιώματα αποθανόντος σε ακίνητη ιδιοκτησία λόγω εχθρικής κατοχής, ρητά διατυπώθηκε ότι:

 

«Μετά τη θέσπιση του περί Διαχειρίσεων Περιουσιών Νόμου του 1954 – Κεφ. 189, καταργήθηκε και το δικαίωμα των κληρονόμων για τη διεκδίκηση περιουσίας του αποβιώσαντος κληρονομικώ δικαιώματι που είχε αναγνωριστεί στην Α. G. Patiki & Co and others v. Demetra Georghiou Patiki, XX (II) 77, και στην Demetra G. Patiki v. A.G. Patiki & Co and others, XX (I) C.L.R. 36.  H κατάληξη αυτή καταρρίπτει κάθε διεκδίκηση των εφεσειόντων για την εγγραφή του διαφιλονικούμενου κτήματος επ’ ονόματι τους λόγω εχθρικής κατοχής.»

 

Για την εμβέλεια της εφαρμογής του Άρθρου 25 απολύτως σχετικά είναι όσα παρατίθενται στην Cacoyiannis v. Republic (1988) 3 A.A.Δ. 1860, σύμφωνα δε με το Άρθρο 34(7) του ιδίου Κεφαλαίου, προνοείται ότι για τους σκοπούς λήψης δικαστικού μέτρου κανένα πρόσωπο δεν δύναται να αντιπροσωπεύει την περιουσία του αποθανόντος προσώπου εκτός από τον προσωπικό αντιπρόσωπο.

 

Στη βάση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών και τη νομολογία ανωτέρω είναι προφανές ότι μετά το θάνατο του πατέρα του εφεσείοντος και τη χορήγηση εγγράφων διαχείρισης στον κατονομαζόμενο εκτελεστή της, τα όποια δικαιώματα και υποχρεώσεις που πηγάζουν από την εν λόγω περιουσία περιήλθαν στον διαχειριστή από την ημέρα του θανάτου του αποβιώσαντος. Από τη στιγμή δε που δεν έγινε διανομή της περιουσίας, των μετοχών ή της ακίνητης περιουσίας επί της οποίας ο εφεσείων και τα αδέλφια του, εφεσίβλητοι 2-4, έχουν κληρονομικό δικαίωμα σε εξ αδιαιρέτου μερίδια, δεν είναι δυνατή η νομιμοποίηση του εφεσείοντος στην έγερση της αγωγής. Η δικαιολογία που προβάλλει ο εφεσείων ότι ο διαχειριστής δήλωνε απροθυμία να συνεχίσει τα καθήκοντα του ή να προασπίσει τα συμφέροντα της περιουσίας και κατ’ επέκταση τα δικαιώματα του ιδίου κληρονομικώ δικαιώματι, δεν νο[*1718]μιμοποιεί δια της εμμέσου οδού τον εφεσείοντα, εν όψει των ρητών προνοιών του Νόμου και της νομολογίας.

 

Η ποιότητα της μαρτυρίας θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ως προς την πλήρωση των τριών προϋποθέσεων και σχετίζεται με τη γενική αξιολόγηση της υπόθεσης του και της αποδεικτικής της αξίας.

 

Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και αν δεχθούμε ότι η αγωγή στην ουσία στηριζόταν σε δόλο και απάτη, το ζήτημα δεν μπορούσε να περισωθεί ακόμη και αν η αγωγή συνενώνει δύο ή περισσότερες βάσεις αγωγής (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου κ.ά. ν. Άνδρου Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364).

 

Το Δικαστήριο ορθά κατέληξε με όλα τα ενώπιον του στοιχεία και αδιαμφισβήτητα γεγονότα ότι δεν στοιχειοθετείτο η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου. Ο εφεσείων όχι μόνο δεν νομιμοποιείτο στην έγερση της αγωγής στη βάση των σχετικών προνοιών του ΚΕΦ. 189, αλλά και δεν ικανοποίησε στον αναγκαίο βαθμό τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για πλήρωση των δύο πρώτων προϋποθέσεων του Άρθρου 32 όπως τα κατέγραψε το Δικαστήριο, τρόπος απόκτησης των μετοχών, ποσοστό μετοχικής συμμετοχής του εφεσείοντα στην εταιρεία, ότι ο εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος μέτοχος στις εφεσίβλητες εταιρείες κ.α.

 

Με σαφήνεια προκύπτει από τη νομολογία, ότι η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος μονομερώς, δεν μεταθέτει το βάρος της απόδειξης κατά την ακρόαση. Ο αιτητής σε κάθε περίπτωση έχει το βάρος να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία για να καταδείξει, είτε ότι το διάταγμα θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ, είτε αναλόγως της περίπτωσης, να εκδοθεί (Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, Dolego Estates Ltd κ.ά. ν.  Φιλίππου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1217, και Fashion Box S.R.L. v. Ferro Fashions Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 1858).

 

Ο εφεσείων με το περίγραμμα αγόρευσης του εισηγείται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφόσον ο διαχειριστής της εταιρείας δεν κατέστη διάδικος δεν εκπροσωπείται η περιουσία του αποθανόντος. Το Δικαστήριο, ακόμη και σε τέτοια περίπτωση, είχε εξουσία στα πλαίσια των κανόνων της επιείκειας να δώσει οδηγίες για προσθήκη του διαχειριστή ως αναγκαίου διαδίκου. Σε κάθε όμως περίπτωση προεκτείνει το συλλογισμό του, επειδή η αιτία της αγωγής είναι η επικαλούμενη απάτη δεν ήταν απαραίτητη η προσθήκη του. Τα πιο πάνω θέματα έχουν ήδη απα[*1719]ντηθεί. Για σκοπούς τάξης όμως σημειώνουμε ότι τα ανωτέρω δεν καλύπτονται από το μοναδικό λόγο έφεσης αλλά ούτε και από την αιτιολογία που τον συνοδεύει.

 

Θεωρούμε επιβεβλημένο να επαναλάβουμε ότι οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται και να τηρούν σχολαστικά τις αρχές που διέπουν τον καταρτισμό του περιγράμματος αγόρευσης τους (Ευθυμίου ν. Δημητρίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1721).

 

Σύμφωνα με τη Δ.35 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών ο εφεσείων θα πρέπει με την ειδοποίηση έφεσης να αναφέρει κατά πόσο προσβάλλεται το σύνολο ή μέρος μόνο της απόφασης ή του διατάγματος και να εκθέτει πλήρως τις αιτίες στις οποίες στηρίζεται ο κάθε λόγος έφεσης, για τον οποίο θα πρέπει να καταγράφεται ξεχωριστά η αιτιολογία του. Σύμφωνα δε με τον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996, Καν.10(v)(iv)(γ):

 

«10(v)(iv)(γ) Όπου το σημείο της έφεσης αφορά ευρήματα γεγονότων ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στα σχετικά αποσπάσματα της μαρτυρίας στα πρακτικά και στις αρχές δικαίου που τείνουν να δικαιολογήσουν ή που καθιστούν απαράδεκτη, ανάλογα με την περίπτωση, την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο