Χατζηκυπριανού Ρογήρος Μιχαήλ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 ΑΑΔ 1782

ECLI:CY:AD:2014:A546

(2014) 1 ΑΑΔ 1782

[*1782]18 Ιουλίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΑΤ’ ΕΦΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 12/14,

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, Ν 133(Ι)/2004,

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΡΟΓΗΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ

ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

 

Eφεσείοντα

 

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 193/2014)

 

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Ε.Ε.Σ. εκδοθέν από αρμόδια Δικαστική Αρχή της Ελλάδας, για τη σύλληψη και παράδοση στις Ελληνικές αρχές Κύπριου πολίτη ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης για παράδοση του εκζητουμένου στις Ελληνικές αρχές ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ δυνάμει της πρόνοιας του Άρθρου 13 (ε) του Νόμου 133(Ι)/2004).

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Στόχος να αποτελέσει ενιαίο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στοιχείο που συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης φυγοδίκων μεταξύ Κρατών Μελών και την αντικατάσταση της από σύστημα παράδοσης, μεταξύ Δικαστικών Αρχών.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Άρνηση εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. ― Τα εφαρμοστέα κριτήρια ― Η νομολογία του Δ.Ε.Ε.

 

[*1783]Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν παραγνωρίζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 2(2) του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Στις 10.4.13 η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών εξέδωσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) εναντίον του εκζητούμενου. Το ένταλμα εκδόθηκε για τη σύλληψη και παράδοση του με σκοπό την εκτέλεση δύο ποινών, στερητικών της ελευθερίας του, που του επιβλήθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, αντίστοιχα.

 

Με βάση το Ε.Ε.Σ. ο εκζητούμενος συνελήφθη στις 26.5.14 σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των διαδικασιών παράδοσης εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν 133(Ι)/2004) και οδηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 27.5.14.

 

Οι καταδίκες του εφεσείοντα αφορούσαν σε αδικήματα σχετιζόμενα με την υποχρέωση καταβολής φόρου προστιθέμενης αξίας.

 

Το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι ο συλληφθείς ήταν το πρόσωπο που αναφερόταν στο ΕΕΣ και ακολούθησε τις προβλεπόμενες διαδικασίες.

 

Ο εκζητούμενος-εφεσείων δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία. Έδωσε μαρτυρία ο αρμόδιος Λειτουργός της Κεντρικής Αρχής, και για την πλευρά του εφεσείοντα έδωσε μαρτυρία εμπειρογνώμονας Ελληνικού Δικαίου ως επίσης και ο ίδιος ο εφεσείων.

 

Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του προαναφερόμενου λειτουργού η οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, θεώρησε όμως τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εκτός των πλαισίων της διαδικασίας. Τόνισε ότι το Δικαστήριο δεν εξετάζει και δεν υπεισέρχεται στην ουσία του Ελληνικού Δικαίου και επομένως έκρινε τη μαρτυρία του μη σχετική και μη βοηθητική για τα επίδικα θέματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι οι  εγγυήσεις, που δόθηκαν από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 14(2) (δ) του Νόμου. Αναφέρθηκε σε σχετική Κυπριακή νομολογία αναφορικά με την εκτέλεση Ε.Ε.Σ. και [*1784]κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε από αρμόδια Δικαστική Αρχή και ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση του.  Διέταξε επομένως την εκτέλεση του και την παράδοση του εκζητούμενου στις Ελληνικές Αρχές εντός 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση  η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Δεν αποδείχθηκαν οι προϋποθέσεις έκδοσης Ε.Ε.Σ. με βάση τις πρόνοιες του Νόμου.  Δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι η Αρχή, η οποία φαίνεται ότι εξέδωσε το σχετικό ένταλμα είναι αρμόδιο Δικαστήριο.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των στοιχείων και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.

 

γ)  Ήταν εσφαλμένη ερμηνεία του Άρθρου 14(2) (δ) του Νόμου.  Υπήρχαν, κατά τον εφεσείοντα, πολλά στοιχεία που μπορούσε να λάβει υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο προς άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τρόπο ώστε να αρνηθεί την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. Η εκδίκαση του εφεσείοντα από τα προαναφερόμενα Ελληνικά Δικαστήρια ερήμην του και χωρίς να κλητευθεί συνιστούσε παράβαση των Άρθρων 5 και 6 της Ε.Σ.Δ.Α.

 

δ)  Ήταν εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να απαντήσει γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει ο εκζητούμενος την ποινή του σύμφωνα με τους Κυπριακούς Ποινικούς Νόμους. 

 

ε)  Υπήρξε εσφαλμένη στάθμιση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, όπως διασφαλίζονται από τα Άρθρα 6 και 8 της ΕΣΔΑ, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Δεν παραγνωριζόταν, ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν επιδόθηκε κλητήριο ή κατηγορητήριο στον εφεσείοντα, ο οποίος, επομένως, ουδέποτε έλαβε γνώση των εναντίον του κατηγοριών, δεν είχε την ευκαιρία να υπερασπίσει τον εαυτό του, δικάστηκε ερήμην και ερήμην καταδικάστηκε σε, στερητικές της ελευθερίας, ποινές.

  2.   Σε αντιστάθμισμα, όμως, των προαναφερόμενων ελλείψεων, το Άρθρο 14(2) (δ) του Νόμου, παρέχει εγγυήσεις και εχέγγυα για ακριβώς τις περιπτώσεις στις οποίες κατηγορούμενος δικάζεται [*1785]και καταδικάζεται ερήμην του και χωρίς να έχει  πληροφορηθεί τις εναντίον του κατηγορίες και το χρόνο της δικασίμου.

  3. Τα εχέγγυα του Άρθρου 14(2) (δ) θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά και πιστά. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε απόλυτα ορθά και κατέληξε σε ορθή και δίκαιη απόφαση.

  4.   Βεβαιώθηκε, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε από αρμόδια Δικαστική Αρχή της Ελλάδας. Ήταν δε ορθή η θέση του αναφορικά με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα για το Ελληνικό Δίκαιο.

  5.   Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη εφαρμογή του Άρθρου 14(2) (δ) του Νόμου, δεν ήταν ορθή η σχετική θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε πλήρη επίγνωση των υποχρεώσεων του δυνάμει του Νόμου και εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 14(2) (δ) ευλαβικά.

  6.   Παρόλο που στο Ε.Ε.Σ. δεν αναφέρονται οι νομικές εγγυήσεις που παρέχονται στον εκζητούμενο-εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κάλυψε αυτό το κενό, πλήρως, με την πληροφόρηση που ζήτησε και έλαβε από τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές.

  7.   Επιπρόσθετα οι αρμόδιες Ελληνικές Αρχές περιέλαβαν στην πληροφόρησή τους ότι ο εκζητούμενος θα έχει δικαίωμα να παρίσταται ο ίδιος αυτοπροσώπως ή με συνήγορο της επιλογής του, κατά την εξέταση της αίτησης ακυρώσεως ή άλλου ένδικου μέσου που έχει δικαίωμα να λάβει. Το παρόν Δικαστήριο, όπως και το πρωτόδικο, έχουν υποχρέωση να βεβαιωθούν ότι, στον εκζητούμενο, θα παρασχεθεί δικαίωμα επανεξέτασης της ουσίας των εναντίον του κατηγοριών, στις οποίες καταδικάστηκε ερήμην, αλλά δεν θα ασχοληθεί με τα δικαιώματά του, δυνάμει του  ουσιαστικού Ελληνικού Δικαίου, θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Ελληνικών Δικαστηρίων.

  8.   Οι προαναφερόμενες εγγυήσεις και εχέγγυα διασφαλίζουν επαρκώς τα δικαιώματα του εφεσείοντα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Νόμο αλλά και από τα Άρθρα 5 και 6 της ΕΣΔΑ.

  9.   Αναφορικά με την ερμηνεία του Άρθρου 13 του Νόμου, το οποίο προνοεί, στην παράγραφο (ε), ότι ένα Ε.Ε.Σ. δεν εκτελείται αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ένταλμα είναι ημεδαπό και η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους Ποινικούς της Νόμους.

10. Ο εφεσείων είναι ημεδαπός, όμως δεν υπάρχει  οποιαδήποτε ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Άρθρο 13(ε), και επομένως ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. δυνάμει της προαναφερόμενης πρόνοιας.

11. Σημειώνεται ότι σε περίπτωση επικύρωσης των καταδικών και των [*1786]ποινών του εφεσείοντα, οι Ελληνικές Αρχές ανέλαβαν δέσμευση να συγκατατεθούν στην έκτιση των ποινών του, στην Κύπρο.

12. Δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εγγυήσεις και τα εχέγγυα για την άσκηση των εκ του νόμου απορρεόντων δικαιωμάτων του εφεσείοντα και επομένως η εκτέλεση του ΕΕΣ δεν ήταν άδικο και καταπιεστικό  μέτρο, ούτε και καταστρατηγούσε τα προαναφερόμενα άρθρα της ΕΣΔΑ.

13. Αναφορικά με τα κριτήρια άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ και την αυστηρότητα εφαρμογής τους, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στη σημαντική απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Ciprian Vasile Radu, Υπόθεση C-396/11, ημερ. 29.1.13.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, (2013) 1(Β) Α.Α.Δ.1764,

 

Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1977,

 

Leonid-Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ. 937, ECLI:CY:AD:2014:A313,

 

James v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ. 1680, ECLI:CY:AD:2014:A537,

 

Ciprian Vasile Radu, Υπόθεση C-396/11, ημερ. 29.1.13.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εκζητούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 12/14), ημερομηνίας 1/7/2014.

 

Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 10.4.13 η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών εξέδωσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) εναντίον του εκ[*1787]ζητούμενου. Το ένταλμα εκδόθηκε για τη σύλληψη και παράδοση του με σκοπό την εκτέλεση δύο ποινών, στερητικών της ελευθερίας του, που του επιβλήθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, αντίστοιχα.

 

Με βάση το ΕΕΣ ο εκζητούμενος συνελήφθη στις 26.5.14 σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των διαδικασιών παράδοσης εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν 133(Ι)/2004) (στη συνέχεια ο Νόμος) και οδηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 27.5.14.

 

Το δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι ο συλληφθείς είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στο ΕΕΣ, τον ενημέρωσε για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του εντάλματος, για το δικαίωμα του να διορίσει δικηγόρο και το δικαίωμα του να λάβει αντίγραφα των σχετικών εγγράφων της διαδικασίας. Επιπρόσθετα το δικαστήριο πληροφόρησε τον εκζητούμενο-εφεσείοντα στην παρούσα διαδικασία και το δικηγόρο του για το δικαίωμα του να λάβει αντίγραφο και των προαναφερόμενων αποφάσεων με τις οποίες του επιβλήθηκαν οι στερητικές της ελευθερίας του ποινές.

 

Ο εκζητούμενος-εφεσείων δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία. Έδωσε μαρτυρία ο κ. Προκόπης Χίντικος, αρμόδιος Λειτουργός της Κεντρικής Αρχής, και για τον εφεσείοντα έδωσε μαρτυρία ο κ. Ευθύμιος Γραμμένος, Εμπειρογνώμονας Ελληνικού Δικαίου. Μαρτυρία έδωσε και ο ίδιος ο εφεσείων.

 

Το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του κ. Χίντικου, η οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, θεώρησε όμως τη μαρτυρία του κ. Γραμμένου εκτός των πλαισίων της διαδικασίας, τόνισε ότι το δικαστήριο δεν εξετάζει και δεν υπεισέρχεται στην ουσία του Ελληνικού Δικαίου και επομένως θεώρησε τη μαρτυρία του μη σχετική και μη βοηθητική για τα επίδικα θέματα.

 

Στη μαρτυρία του ο ίδιος ο εκζητούμενος-εφεσείων ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι δεν έλαβε γνώση ότι εκκρεμούσε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον του, ούτε και του επιδόθηκε οποιοδήποτε «φύλλο ελέγχου» από τις Αρχές Φόρου Προστιθέμενης Αξίας της Ελλάδος. Σημειώνεται ότι οι καταδίκες του εφεσείοντα αφορούσαν σε αδικήματα σχετιζόμενα με την υποχρέωση καταβολής φόρου προστιθέμενης αξίας. Το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυ[*1788]ρία και του εφεσείοντα.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο Νόμο.  Ειδικά αναφέρθηκε στο Άρθρο 14(2) (δ) του Νόμου σε σχέση με τους  λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης ενός ΕΕΣ. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόνοια η Δικαστική Αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ΕΕΣ δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του σε περίπτωση που αυτό αφορά στην εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφάλειας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της εναντίον του απόφασης, εκτός εάν στο ΕΕΣ αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το Εθνικό Δίκαιο του Κράτους Μέλους Έκδοσης, ο εκζητούμενος δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης, αλλά (α)  η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητή μετά την παράδοση του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμα του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η διαδικασία αυτή δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης, και (β) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπως προβλέπεται στο σχετικό ΕΕΣ.

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι ο εκζητούμενος-εφεσείων δικάστηκε ερήμην και ερήμην του επιβλήθηκε και η ποινή. Δεν αμφισβητείται ακόμα ότι ο εφεσείων είχε αναζητηθεί και κλητευθεί στη διεύθυνση κατοικίας του, αλλά δεν ανευρέθη ούτε και του γνωστοποιήθηκε ποτέ η ημερομηνία και ο τόπος της δικασίμου. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, ισχύει η πρόνοια του προαναφερόμενου Άρθρου 14(2) (δ) του Νόμου, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Επειδή όμως η Ελλάδα δεν έχει ενσωματώσει την απόφαση-πλαίσιο 2009/299 από την οποίαν προέκυψαν οι πρόσφατες τροποποιήσεις που έγιναν στο Νόμο, περιλαμβανομένης και της προσθήκης του Άρθρου 14(2) (δ),  και επειδή στο ΕΕΣ δεν αναφερόταν οτιδήποτε αναφορικά με εγγυήσεις ή εχέγγυα που παρέχονταν στον εκζητούμενο-εφεσείοντα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 14(2) (δ), το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, ζήτησε και έλαβε επιπρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες από την Αρχή που εξέδωσε το ΕΕΣ. Σ’ απάντηση η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, η οποία εξέδωσε το ΕΕΣ, πληροφόρησε τις αρμόδιες Κυπριακές Αρχές και στη συνέχεια το Δικαστήριο, ότι δεν επιδόθηκε η κλήση στον εφεσείοντα διότι αυτός δεν ανευρέθη στη διεύθυνση κατοικίας του, αλλά, σύμφωνα με το Άρθρο 430 (1) του Ελληνικού [*1789]Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτημα για ακύρωση των εναντίον του αποφάσεων. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόνοια, κατηγορούμενος που δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, εφόσον δεν άσκησε ένδικο μέσο που επιτρέπεται από το Νόμο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της για το λόγο ότι, κατά την επίδοση του κλητηρίου δεν συνέτρεχαν οι όροι του Άρθρου 428 καθορίζοντας συγχρόνως και τον τόπο στον οποίο τότε διέμενε, διαφορετικά η αίτηση του είναι απαράδεκτη. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 8 ημερών από την εκτέλεση της απόφασης ή και πριν από αυτή, με έκθεση που συντάσσεται από το Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή του Δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης. Η αίτηση εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο, χωρίς να προσκαλείται εκείνος που υπέβαλε την αίτηση. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας οφείλει να κλητεύσει, χωρίς να τηρήσει οποιαδήποτε προθεσμία, τους μάρτυρες που τυχόν προτάθηκαν από εκείνο που υπέβαλε την αίτηση.

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο τέλος της ενημέρωσης της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών αναγράφεται ρητά ότι «στα ένδικα μέσα ο εκζητούμενος έχει δικαίωμα να παρασταθεί ο ίδιος είτε αυτοπροσώπως, είτε με συνήγορο της επιλογής του».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι προαναφερόμενες εγγυήσεις, που δόθηκαν από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 14(2) (δ) του Νόμου.  Αναφέρθηκε σε σχετική Κυπριακή νομολογία αναφορικά με την εκτέλεση ΕΕΣ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε από αρμόδια Δικαστική Αρχή και ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση του.  Διέταξε επομένως την εκτέλεση του και την παράδοση του εκζητούμενου στις Ελληνικές Αρχές εντός 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης, που δόθηκε την 1.7.14.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση και με πέντε λόγους προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης (Ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν προωθήθηκε και εγκαταλείφθηκε, από τον εφεσείοντα). 

 

Ο πρώτος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμό μη απόδειξη των τυπικών προϋποθέσεων έκδοσης ΕΕΣ με βάση τις πρόνοιες του Νόμου. Κατά τον εφεσείοντα δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι η Αρχή, η οποία φαίνεται ότι εξέδωσε το σχετικό ένταλμα είναι αρμόδιο δικαστήριο.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη [*1790]εκτίμηση των στοιχείων και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία του Άρθρου 14(2) (δ) του Νόμου. Υπήρχαν, κατά τον εφεσείοντα, πολλά στοιχεία που μπορούσε να λάβει υπόψιν του το πρωτόδικο δικαστήριο προς άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τρόπο ώστε να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ. Κατά τον εφεσείοντα, η εκδίκαση του από τα προαναφερόμενα Ελληνικά Δικαστήρια ερήμην του και χωρίς να κλητευθεί συνιστά παράβαση των Άρθρων 5 και 6 της ΕΣΔΑ.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να απαντήσει γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει ο εκζητούμενος την ποινή του σύμφωνα με τους Κυπριακούς Ποινικούς Νόμους, καταλήγοντας έτσι στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν υπήρχε τέτοια ανάληψη υποχρέωσης, από την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν υφίσταται ο αντίστοιχος λόγος υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ που προνοείται από το Άρθρο 13(ε) του Νόμου.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη στάθμιση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, όπως διασφαλίζονται από τα Άρθρα 6 και 8 της ΕΣΔΑ, από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία. Καταρχάς παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία μας, η Δικαστική Εξουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας σέβεται πλήρως τα Άρθρα 5 και 6 του προοιμίου της προαναφερόμενης απόφασης-πλαίσιο.  Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα άρθρα, ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να αποτελέσει ενιαίο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στοιχείο που συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης φυγοδίκων μεταξύ Κρατών Μελών και την αντικατάσταση της από σύστημα παράδοσης, μεταξύ Δικαστικών Αρχών.   Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης συνιστά εφαρμογή, στον τομέα του Ποινικού Δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μελών (Δέστε: Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764 και Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1977 – Δέστε, επίσης: Leonid-Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ. 937, ECLI:CY:AD:2014:A313 και James v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ. 1680, ECLI:CY:AD:2014:A537).

 

[*1791]Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν παραγνωρίζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 2(2) του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Άρθρο 6 της Συνθήκης προνοεί ότι η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών Μελών, ως γενικές αρχές του Κοινοτικού Δικαίου. Το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης. Η παράγραφος (3) του άρθρου εκείνου προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθεί, το συντομότερο δυνατό, σε γλώσσα κατανοητή και σε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας. Έχει επίσης δικαίωμα για προετοιμασία της υπεράσπισης του και την ανάθεση της σε συνήγορο της επιλογής του.

 

Δεν παραγνωρίζουμε, ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν επιδόθηκε κλητήριο ή κατηγορητήριο στον εφεσείοντα, ο οποίος, επομένως, ουδέποτε έλαβε γνώση των εναντίον του κατηγοριών, δεν είχε την ευκαιρία να υπερασπίσει τον εαυτό του, δικάστηκε ερήμην και ερήμην καταδικάστηκε σε, στερητικές της ελευθερίας, ποινές.  Σε αντιστάθμισμα, όμως, των προαναφερόμενων ελλείψεων, το Άρθρο 14(2) (δ) του Νόμου παρέχει εγγυήσεις και εχέγγυα για ακριβώς τις περιπτώσεις στις οποίες κατηγορούμενος δικάζεται και καταδικάζεται ερήμην του και χωρίς να έχει  πληροφορηθεί τις εναντίον του κατηγορίες και το χρόνο της δικασίμου. Τα εχέγγυα λοιπόν του Άρθρου 14(2) (δ) θεωρούμε ότι θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά και πιστά. Στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε απόλυτα ορθά και κατέληξε σε ορθή και δίκαιη απόφαση.

 

Βεβαιώθηκε, συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε από αρμόδια Δικαστική Αρχή της Ελλάδας, στοιχείο που διαπιστώνεται από το ίδιο το ΕΕΣ στο οποίο βεβαιώνεται ρητά η έκδοση του από αρμόδια Δικαστική Αρχή της εκδίδουσας χώρας.  Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά, ουσιαστικά, στο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η  μαρτυρία του κ. Γραμμένου, σε σχέση με το Ελληνικό Δίκαιο, και ειδικά αναφορικά με τον τρόπο προσβολής των αποφάσεων των Αρχών του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας της Ελλάδας, δεν ήταν ζήτημα για το οποίο το δικαστήριο της χώρας εκτέλεσης θα έπρεπε να ασχοληθεί και μάλιστα να προβεί σε ευρή[*1792]ματα και συμπεράσματα. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο. Το ζήτημα αφορά στις πρόνοιες του ουσιαστικού Ελληνικού Δικαίου και θεωρούμε πως, τέτοια θέματα, θα πρέπει να τεθούν ενώπιον των κατάλληλων Ελληνικών Δικαστηρίων που είναι και τα αρμόδια. Άρα και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά ουσιαστικά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη εφαρμογή του Άρθρου 14(2) (δ) του Νόμου από το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν συμφωνούμε ούτε και με αυτόν το λόγο. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε πλήρη επίγνωση των υποχρεώσεων του δυνάμει του Νόμου και εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 14(2) (δ) ευλαβικά, θα λέγαμε. Παρόλο που στο ΕΕΣ δεν αναφέρονται οι νομικές εγγυήσεις που παρέχονται στον εκζητούμενο-εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο κάλυψε αυτό το κενό, πλήρως, με την πληροφόρηση που ζήτησε και έλαβε από τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη πληροφόρηση, κυρίως εκείνη της 23.6.14, ο εφεσείων έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση ακυρώσεως των εναντίον του εκδοθεισών αποφάσεων, μέσα σε 8 μέρες από την εκτέλεση των αποφάσεων. Είναι γεγονός ότι στη σχετική πρόνοια του Ελληνικού Νόμου τίθενται κάποιοι όροι αναφορικά με την υποβολή αίτησης ακυρώσεως, όσον αφορά τη διεύθυνση στην οποία διέμενε ο εκζητούμενος, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Οι όροι αυτοί, όμως, είναι μάλλον τυπικοί και δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος. Η αίτηση ακυρώσεως, κρίνουμε ότι, ισοδυναμεί με δίκη, εκ νέου, στην οποία θα εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης. Αυτό διαφαίνεται από το ότι ο αρμόδιος Εισαγγελέας οφείλει να κλητεύσει όλους τους μάρτυρες που θα προτείνει ο αιτητής. Είναι προφανές ότι αυτή η διαδικασία επανεξέτασης της ουσίας της υπόθεσης μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή των αρχικών αποφάσεων. Επιπρόσθετα οι αρμόδιες Ελληνικές Αρχές περιέλαβαν στην πληροφόρησή τους ότι ο εκζητούμενος θα έχει δικαίωμα να παρίσταται ο ίδιος αυτοπροσώπως ή με συνήγορο της επιλογής του, κατά την εξέταση της αίτησης ακυρώσεως ή άλλου ένδικου μέσου που έχει δικαίωμα να λάβει. Το παρόν δικαστήριο, όπως και το πρωτόδικο, έχουν υποχρέωση να βεβαιωθούν ότι, στον εκζητούμενο, θα παρασχεθεί δικαίωμα επανεξέτασης της ουσίας των εναντίον του κατηγοριών, στις οποίες καταδικάστηκε ερήμην, αλλά δεν θα ασχοληθεί με τα δικαιώματά του, δυνάμει του ουσιαστικού Ελληνικού Δικαίου, θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστικήν αρμοδιότητα των Ελληνικών Δικαστηρίων.  Κατά την κρίση μας οι προαναφερόμενες εγγυήσεις και εχέγγυα διασφαλίζουν επαρκώς τα δικαιώματα του εφεσείοντα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Νόμο αλλά και από τα Άρθρα 5 και 6 της ΕΣΔΑ.

[*1793]Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην ερμηνεία του Άρθρου 13 του Νόμου, το οποίο προνοεί, στην παράγραφο (ε), ότι ένα ΕΕΣ δεν εκτελείται αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ένταλμα είναι ημεδαπό και η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους Ποινικούς της Νόμους. Ο εφεσείων είναι ημεδαπός, όμως δεν υπάρχει οποιαδήποτε ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Άρθρο 13(ε), και επομένως ορθά, κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ δυνάμει της προαναφερόμενης πρόνοιας. Επομένως και ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Σημειώνουμε, όμως, ότι σε περίπτωση επικύρωσης των καταδικών και των ποινών του εφεσείοντα, οι Ελληνικές Αρχές ανέλαβαν δέσμευση να συγκατατεθούν στην έκτιση των ποινών του, στην Κύπρο.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ’ ισχυρισμό σφάλμα του  πρωτόδικου δικαστηρίου να διαπιστώσει ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ εναντίον του εφεσείοντα είναι άδικο και καταπιεστικό μέτρο, κατά παράβαση των Άρθρων 6 και 8 της ΕΣΔΑ.  Για τους λόγους που εξηγήσαμε προηγουμένως θεωρούμε ότι δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εγγυήσεις και τα εχέγγυα για την άσκηση των εκ του νόμου απορρεόντων δικαιωμάτων του εφεσείοντα και επομένως ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ δεν είναι άδικο και καταπιεστικό μέτρο, ούτε και καταστρατηγεί τα προαναφερόμενα Άρθρα της ΕΣΔΑ.

 

Αναφορικά με τα κριτήρια άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ και την αυστηρότητα εφαρμογής τους, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στη σημαντική απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Ciprian Vasile Radu, Υπόθεση C-396/11, ημερ. 29.1.13.

 

Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, η έφεση απορρίπτεται και διατάσσεται η εκτέλεση του ΕΕΣ το αργότερο μέσα σε 10 μέρες από σήμερα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου. Στο μεταξύ ο εφεσείων να παραμείνει υπό κράτηση.

 

Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής (Γραμματέας του Δικαστηρίου) να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο