Επίσημος Παραλήπτης και Διαχειριστής της περιουσίας του Κώστα Λουλλά ν. Cyprus Investment & Securities Corporation Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 1899

ECLI:CY:AD:2014:A637

(2014) 1 ΑΑΔ 1899

[*1899]3 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ

ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΛΟΥΛΛΑ,

 

Εφεσείοντας-Εναγόμενος,

 

v.

 

CYPRUS INVESTMENT & SECURITIES CORPORATION LTD.,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 275/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Αγωγή για οφειλόμενο υπόλοιπο χρεωπιστώσεων σε λογαριασμό του εφεσείοντα, από χρηματιστηριακές πράξεις που έγιναν με εντολές του και διοχετεύτηκαν στους εφεσίβλητους μέσω τρίτου προσώπου, ο οποίος κρίθηκε ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή.

 

Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν πρωτοδίκως εναντίον του εφεσείοντα ποσό Λ.Κ. 34.849,10 πλέον τόκους, ισχυριζόμενοι ότι ο εναγόμενος εφεσείοντας συνεργαζόταν με τους ενάγοντες μέσω ενός τρίτου προσώπου και αγόραζαν και πουλούσαν μετοχές για λογαριασμό του.

 

Κατά την περίοδο του έτους 2000 διενήργησαν κατόπιν εντολών του πιο πάνω προσώπου, πράξεις σε σχέση με τις οποίες γίνονταν οι ανάλογες χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό που ο εφεσείοντας/εναγόμενος διατηρούσε με τους εφεσίβλητους/ενάγοντες και ο οποίος κατά την 31.12.2002 είχε υπόλοιπο οφειλόμενο στους ενάγοντες ποσό Λ.Κ. 34.849,10.

 

Οι εφεσίβλητοι κάλεσαν τον εφεσείοντα να πληρώσει το προαναφερόμενο ποσό, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να το πράξει.

 

Ο εφεσείοντας αρνήθηκε με την υπεράσπιση του στην εγερθείσα αγωγή, τους σχετικούς ισχυρισμούς.

 

Ήταν η θέση του ότι οι εφεσίβλητοι δεν ζήτησαν προηγουμένως [*1900]για κάθε πράξη ξεχωριστά γραπτή συγκατάθεση ή πληρεξούσιο, και αν ακόμη το τρίτο αυτό πρόσωπο τους έδωσε οδηγίες για την διενέργεια πράξεων, καμία τέτοια πράξη δεν μπορούσε να γίνει άνευ της ρητής ή έγγραφης εξουσιοδότησης του εφεσείοντα.

 

Η δε πράξη των εφεσιβλήτων να χρεώνουν ή πιστώνουν τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα του εφεσείοντα αποτελούσε όπως προέβαλε, παραβίαση των Νόμων και Κανονισμών του Χ.Α.Κ. και καθιστούσε την κάθε αγορά μετοχών επί πιστώσει, παράνομη.

 

Στην ακρόαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, κατέθεσαν για τους εφεσίβλητους τρεις μάρτυρες, ενώ για τον εφεσείοντα έδωσε μαρτυρία μόνο ο ίδιος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολογώντας θετικά τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων, έκαμε δεκτή την εκδοχή των τελευταίων, τους οποίους και δικαίωσε εκδίδοντας απόφαση υπέρ τους για €48.813,82 (ΛΚ28.565,85), πλέον νόμιμο τόκο από 23/9/2003, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, θεωρώντας ότι ο εφεσείων προσπαθούσε να αποφύγει τις ευθύνες του με εκ των υστέρων σκέψεις.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, αγνοώντας και μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη ότι, απαιτείτο να προσκομιστεί θετική μαρτυρία από την πλευρά των εφεσιβλήτων/εναγόντων, προς απόδειξη των δεδομένων που καταγράφονταν στον λογαριασμό και αναπόφευκτα απαιτείτο συγκεκριμένη μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι, για την αντίστοιχη αγορά ή πώληση μετοχών στο όνομα του εφεσείοντα υπήρχε η ανάλογη εντολή του.

 

β)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις έγιναν με εντολές του εφεσείοντα που διοχετεύτηκαν στους εφεσίβλητους μέσω του τρίτου προσώπου, ο οποίος κατά τη διοχέτευση των εν λόγω εντολών στους εφεσιβλήτους, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα.

 

γ)  Είχαν παραβιαστεί τα απορρέοντα από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαιώματά του, για ακριβοδίκαιη δίκη.

[*1901]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν εσφαλμένη η θέση του εφεσείοντα ότι  ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων, ότι το τρίτο πρόσωπο κατά τη διοχέτευση σε αυτούς, των κατ’ ισχυρισμό εντολών του εφεσείοντα  ενεργούσε ως δεόντως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του τελευταίου, δεν δικογραφείτο από τους εφεσίβλητους. Στην παρούσα, οι συγκεκριμένες αναφορές στην έκθεση απαίτησης, ικανοποιούσαν πλήρως τις απαιτήσεις των προνοιών του Θ. 4, της Δ.19.

2.  Το κατά πόσο οι εν λόγω δικογραφημένοι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων είχαν αποδειχθεί με μαρτυρία στην οποία τα επί του προκειμένου αμφισβητούμενα πρωτόδικα ευρήματα, εύρισκαν έρεισμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα σχετικά ευρήματα του, ουσιαστικά, στη βάση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, την οποία αφού έκρινε αξιόπιστη, δέχθηκε.

3.  Η δε ορθότητα της κρίσης του αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας, ήτοι, να κάνει δεκτή τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και να απορρίψει ως αναξιόπιστη αυτή του εφεσείοντα, δεν αμφισβητήθηκε με την παρούσα έφεση.

4.  Από την προσεκτική εξέταση της σχετικής μαρτυρίας που τέθηκε πρωτοδίκως προέκυπτε ότι το κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο προήλθε από 27 συνολικά πράξεις, οι οποίες κάλυπταν δύο περιόδους.

5.  Η δε σχετική μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν περιοριζόταν  στο ζήτημα των εντολών μόνο αλλά επεκτεινόταν και σε άλλες ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης.

6.  Επίσης, τα υπό αμφισβήτηση ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχαν σαν έρεισμα αποκλειστικά τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, αλλά και σωρεία άλλης μαρτυρίας η οποία αφού αξιολογήθηκε και έγινε δεκτή, αποτέλεσε μαζί με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 το πραγματικό υπόβαθρο των πρωτόδικων ευρημάτων.

7.  Η μαρτυρία του Μ.Ε.1 κρίθηκε ως αξιόπιστη στο σύνολό της, και η ορθότητα της επί του προκειμένου κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν είχε αμφισβητηθεί με την έφεση.

8.  Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της γεγονότα, στη βάση του συνόλου της αποδεκτής μαρτυρίας, της απουσίας από το εδώλιο του μάρτυρα του εμπλεκόμενου χρηματιστή να καθίσταται άνευ ουσιαστικά αποχρώσας σημασίας, εφόσον η προσαχθείσα αποδεκτή μαρτυρία, αξιολογούμενη στο σύνολο της, κρίνεται ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

9.  Το άνευ αποχρώσας σημασίας στοιχείο, αναδύεται πολύ πιο έντονα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου ο επενδυτής διοχετεύει τις εντολές του μέσω χρηματιστή ο οποίος ενεργεί ως αντιπρόσωπος του κατά τη διοχέτευση των εντολών του, όπως και σε περι[*1902]πτώσεις όπου το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ενεργεί ως δανειοδότης του επενδυτή, του ρόλου του μη επεκτεινομένου και στη διεξαγωγή των χρηματιστηριακών πράξεων συνεπεία των οποίων προέκυψε η επίδικη διαφορά.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Σαλουμή κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1347.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, ??, Κίτσιος ??), (Αγωγή Αρ. 10103/02), ημερομηνίας 7/8/2009 και 16/6/2009.

 

Θ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ι. Μαλέκκου (κα) για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι δικογραφημένες θέσεις των δύο διαδίκων, θέσεις τις οποίες προώθησαν και κατά την ακρόαση, συνοψίζονται στην εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη απόφαση, με σαφήνεια. Τις παραθέτουμε:

 

“Με το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, οι Ενάγοντες (εφεσίβλητοι) αξιούν εναντίον του Εναγομένου (Εφεσείοντα) ποσό Λ.Κ. 34.849,10 πλέον τόκους προς 8% ετησίως επί του ποσού αυτού από 1.1.2003. Σύμφωνα με την Έκθεση Απαιτήσεως, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο Εναγόμενος συνεργαζόταν με τους Ενάγοντες μέσω του κ. Χαραλάμπου Κρασάρη και του αγόραζαν και πουλούσαν μετοχές. Κατά την περίοδο του έτους 2000 διενήργησαν κατόπιν εντολών του κ. Κρασάρη πράξεις σε σχέση με τις οποίες γίνονταν οι ανάλογες χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό που ο Εναγόμενος διατηρούσε με τους Ενάγοντες, ο οποίος κατά την 31.12.2002 είχε υπόλοιπο οφειλόμενο στους Ενάγοντες ποσό Λ.Κ. [*1903]34.849,10. Οι Ενάγοντες κάλεσαν τον Εναγόμενο να πληρώσει το προαναφερόμενο ποσό, πλην όμως ο Εναγόμενος αρνείται ή παραλείπει να το πράξει μέχρι σήμερα.

 

Ο Εναγόμενος με την Υπεράσπιση του αρνείται την απαίτηση των Εναγόντων. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έδωσε συγκατάθεση σε οποιοδήποτε πρόσωπο περιλαμβανομένου του Χαράλαμπου Κρασάρη να δίδει εντολές επ’ ονόματι του, και ουδέποτε συγκατατέθηκε ή έδωσε οδηγίες στους Ενάγοντες να ανοίξουν λογαριασμό στο όνομα του ή να διενεργούν χρεοπιστώσεις σε τέτοιο λογαριασμό. Είναι η θέση του Εναγομένου, όπως προκύπτει από το δικόγραφο, ότι οι Ενάγοντες δεν ζήτησαν προηγουμένως για κάθε πράξη ξεχωριστά γραπτή συγκατάθεση ή πληρεξούσιο, και αν ακόμη ο Χαράλαμπος Κρασάρης τους έδωσε οδηγίες για την διενέργεια πράξεων καμία τέτοια πράξη δεν μπορούσε να γίνει άνευ της ρητής ή έγγραφης εξουσιοδότησης του Εναγομένου. Η δε πράξη των Εναγόντων να χρεώνουν ή πιστώνουν τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα του Εναγομένου αποτελεί παραβίαση των Νόμων και Κανονισμών του Χ.Α.Κ. και καθιστά την κάθε αγορά μετοχών επί πιστώσει παράνομη.”

 

Στην ακρόαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για τους εφεσιβλήτους κατέθεσαν τρεις μάρτυρες, ενώ για τον εφεσείοντα έδωσε μαρτυρία μόνο ο ίδιος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολογώντας θετικά τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων, έκαμε δεκτή την εκδοχή των τελευταίων, τους οποίους και δικαίωσε εκδίδοντας απόφαση υπέρ τους για €48.813,82 (ΛΚ28.565,85), πλέον νόμιμο τόκο από 23/9/2003, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα. Αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο την απέρριψε θεωρώντας ότι ο εφεσείων προσπαθούσε να αποφύγει τις ευθύνες του με εκ των υστέρων σκέψεις.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους έφεσης, κοινή συνισταμένη των οποίων συνιστά η θέση, θέση η οποία καταλαμβάνει και τη μερίδα του λέοντος στην όλη επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, αγνοώντας και μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη ότι, απαιτείτο να προσκομιστεί θετική μαρτυρία από την πλευρά των Εφεσιβλήτων/Εναγόντων, προς απόδειξη των δεδομένων που καταγράφονται στον λογαριασμό και αναπόφευκτα [*1904]απαιτείτο συγκεκριμένη μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι, για την αντίστοιχη αγορά ή πώληση μετοχών στο όνομα του Εφεσείοντα/Εναγόμενου υπήρχε η ανάλογη εντολή του».

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται επίσης η ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι οι συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις έγιναν με εντολές του εφεσείοντα που διοχετεύτηκαν στους εφεσιβλήτους μέσω του Κρασάρη, ο οποίος κατά τη διοχέτευση των εν λόγω εντολών στους εφεσιβλήτους, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα, ενώ στα πλαίσια του πέμπτου λόγου έφεσης, ο εφεσείων προβάλλει και τη θέση ότι έχουν παραβιαστεί τα απορρέοντα από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαιώματά του, «για ακριβοδίκαιη δίκη και/ή για υπεράσπιση και/ή για αντεξέταση και/ή δεν διασφάλισε (το πρωτόδικο δικαστήριο) την ισότητα των όπλων ανάμεσα στους διαδίκους».

 

Επειδή τα εγειρόμενα στα πλαίσια και των πέντε λόγων έφεσης ζητήματα χαρακτηρίζονται από συνάφεια, μάλιστα στην ουσία τους συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται, οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να εκφράσουμε τη διαφωνία μας με τη θέση που ο εφεσείων προβάλλει στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, και συγκεκριμένα με τη θέση, ότι ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων, ότι ο Κρασάρης κατά τη διοχέτευση σε αυτούς των κατ’ ισχυρισμό εντολών του εφεσείοντα  ενεργούσε ως δεόντως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του τελευταίου, δεν δικογραφείται από τους εφεσιβλήτους.

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά την ειδικά οπισθογραφημένη στο κλητήριο ένταλμα, λιτή, πλην όμως περιεκτική, έκθεση απαίτησης, στις λεπτομέρειες της οποίας αναφέρεται ρητά όχι μόνο ότι ο εφεσείων συνεργαζόταν με τους εφεσιβλήτους μέσω αντιπροσώπου και συγκεκριμένα μέσω του Κρασάρη, αλλά και ότι οι επίδικες χρηματιστηριακές πράξεις έγιναν κατόπιν εντολών που ο εφεσείων έδωσε στους εφεσιβλήτους μέσω του εν λόγω αντιπροσώπου του. Μάλιστα, δικογραφείται και ισχυρισμός ότι ουδέποτε ο εφεσείων διαμαρτυρήθηκε για το ρόλο του Κρασάρη και ιδιαίτερα ότι ο τελευταίος ενεργούσε στη βάση οδηγιών του.

 

Πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε τα τετριμμένα επισημαίνοντας για πολλοστή φορά το θεμελιακό κανόνα, ότι τα δικόγρα[*1905]φα καθορίζουν το πλαίσιο της δίκης και πως μαρτυρία για απόδειξη των επίδικων θεμάτων δεν έχει θέση στο δικόγραφο, το περιεχόμενο του οποίου πρέπει να περιορίζεται σε λιτή, πλην όμως περιεκτική, αναφορά στα ουσιαστικά γεγονότα. Στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι οι συγκεκριμένες αναφορές στην έκθεση απαίτησης, ικανοποιούν πλήρως τις απαιτήσεις των προνοιών του Θ. 4, της Δ.19, σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα που εγείρεται στα πλαίσια του λόγου έφεσης 3. Έχουμε την άποψη ότι ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων περί αντιπροσώπευσης του εφεσείοντα από τον Κρασάρη, στις μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων επίδικες δοσοληψίες, που εδώ είναι και το ουσιαστικό γεγονός, δικογραφείται επαρκώς στην έκθεση απαίτησης. Συνεπώς, η επί του προκειμένου θέση του εφεσείοντα κρίνεται αβάσιμη. Το κατά πόσο βέβαια, οι εν λόγω δικογραφημένοι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία στην οποία τα επί του προκειμένου αμφισβητούμενα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, βρίσκουν έρεισμα, συνιστά θέμα που παραμένει προς εξέταση.

 

Έχοντας καταλήξει ως πιο πάνω, στρεφόμαστε στη βασική θέση του εφεσείοντα, η οποία αποτελεί και την κοινή, όπως έχουμε ήδη επισημάνει πιο πάνω, συνισταμένη των λόγων έφεσης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, επισημαίνοντας το κοινά αποδεκτό γεγονός ότι ο λογαριασμός, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων αφορούσε τις μεταξύ των ιδίων και του εφεσείοντα δοσοληψίες και στον οποίο εκκρεμούσε το σε βάρος του εφεσείοντα κατ’ ισχυρισμό υπόλοιπο, δεν ήταν εκκαθαρισμένος λογαριασμός (account stated), ο οποίος υπενθυμίζουμε παρέχει έρεισμα για αυτοτελές αγώγιμο δικαίωμα, αλλά απλός λογαριασμός, υπέβαλε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε, δεν το έπραξε όμως, με καταλυτικές, σύμφωνα με τον ίδιο συνέπειες για την πρωτόδικη απόφαση, να προσεγγίσει την προσκομισθείσα μαρτυρία με γνώμονα τη βάση της αγωγής, έχοντας κατά νου ότι εκείνο που απαιτείται σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, είναι η απόδειξη με θετική μαρτυρία ενός εκάστου των δεδομένων που βρίσκονται καταχωρημένα στον εν λόγω λογαριασμό. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παραπέμποντας στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 16th ed., σελ. 127-128, κάτω από τον τίτλο “Burden of Proof in Civil Cases”, υποστήριξε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση, απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε μαρτυρία που να τεκμηριώνει κατά τρόπο θετικό, όχι μόνο ότι ο Κρασάρης ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα, αλλά και ότι οι εντολές στη βάση των οποίων [*1906]εκτελέστηκε η κάθε επίδικη πράξη χωριστά, δόθηκαν από τον εφεσείοντα, μέσω του εν λόγω αντιπροσώπου. Η μαρτυρία την οποία έκανε δεκτή το πρωτόδικο δικαστήριο κάθε άλλο παρά τεκμηριώνει κάτι τέτοιο. Επισημαίνοντας την απουσία του Κρασάρη από το εδώλιο του μάρτυρα, ο κ. Ανδρέου εισηγήθηκε ότι πρόκειται για μαρτυρία η οποία κινείται αποκλειστικά στη σφαίρα της αβεβαιότητας και των εικασιών.

 

Τίθεται επομένως ζήτημα για εξέταση το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης, με το οποίο βαρύνονταν.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα σχετικά ευρήματα του, ουσιαστικά, στη βάση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, την οποία αφού έκρινε αξιόπιστη, δέχθηκε. Να σημειωθεί ότι η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας, ήτοι, να κάνει δεκτή τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και να απορρίψει ως αναξιόπιστη αυτή του εφεσείοντα, δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. Παραθέτουμε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

“Της πιο πάνω αξιολόγησης δεδομένης, αποτελεί εύρημα μου ότι οι Ενάγοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία ασχολείται μεταξύ άλλων με χρηματιστηριακές εργασίες. Κατά τον Αύγουστο 1999 άρχισε συνεργασία μεταξύ των εναγόντων και του Εναγομένου, στα πλαίσια της οποίας ο Εναγόμενος έδιδε εντολές στους ενάγοντες, και αυτοί διενεργούσαν είτε αγορές είτε πωλήσεις επ’ ονόματι του στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή το σύστημα ηχογράφησης εντολών, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή την 27.10.2000, και οι εντολές δίδονταν τόσο προφορικώς όσο και γραπτώς. Σε περίπτωση όπου η εντολή αφορούσε αγορά, οι Ενάγοντες κατέβαλλαν το τίμημα της αγοράς στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, και χρέωναν τον λογαριασμό του Εναγομένου, ενώ σε περίπτωση που η πράξη αφορούσε πώληση μετοχών του Εναγομένου εξέδιδαν επιταγή στο όνομα του. Τον Ιούνιο 2000 οι Ενάγοντες άρχισαν συνεργασία με την A.A. Kyprianou Financial Services ως αντιπροσώπους τους, υπάλληλος της οποίας ήταν ο κ. Χαράλαμπος Κρασάρης, εξάδελφος του Εναγομένου, οπόταν και το όνομα του Εναγομένου προστέθηκε στον κατάλογο των ατόμων σε σχέση με τις πράξεις των οποίων η A.A. Kyprianou Financial Services θα πληρωνόταν προμήθεια από τους Ενάγοντες, και έκτοτε οι εντολές του Εναγομένου προς τους Ενάγοντες δίδονταν μέσω του κ. Κρασάρη. Στο εύρημα [*1907]αυτό οδηγούμαι από το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας, και ιδιαίτερα το ότι ο Μ.Ε.1 με έπεισε ότι οι εντολές για τις επίδικες πράξεις δόθησαν από τον κ. Κρασάρη στους Ενάγοντες, καθώς και από το ότι οι μετοχές αυτές πλην των μετοχών της Δωδώνης, αφού ενεγράφησαν επ’ ονόματι του Εναγομένου, μετέπειτα πουλήθηκαν. Ο Εναγόμενος διενήργησε τοιουτοτρόπως αριθμό πράξεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο οφειλόμενο στους Ενάγοντες για τις αγορές αυτές να ανέρχεται κατά την 22.9.2000 σε Λ.Κ.28.565,85.  Το πιο πάνω ποσό δεν έχει αποπληρωθεί. ... Ο Κρασάρης ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του Εναγομένου κατά τη διοχέτευση των εντολών του προς τους Ενάγοντες.”

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά τη σχετική μαρτυρία. Όπως από την εν λόγω μαρτυρία προκύπτει, το κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο προέκυψε από 27 συνολικά πράξεις, οι οποίες κάλυπταν δύο περιόδους. Η πρώτη κάλυπτε τις ημερομηνίες 27 και 28/6/2000, και η δεύτερη το χρονικό διάστημα από 7/9/2000 μέχρι 22/9/2000. Κατά την πρώτη περίοδο διενεργήθηκαν οι 12 από τις 27 επίδικες χρηματιστηριακές πράξεις. Στα πλαίσια τους αγοράστηκαν συνολικά 14.000 Δικαιώματα Αγοράς της εταιρείας Louis Cruise Lines Ltd και 10.000 μετοχές της εταιρείας Chris Cash & Carry Limited, συνολικής αξίας Λ.Κ.27.688,86. Οι υπόλοιπες 15 επίδικες χρηματιστηριακές πράξεις διενεργήθηκαν κατά τη δεύτερη περίοδο. Στα πλαίσια τους αγοράστηκαν και πωλήθηκαν χρηματιστηριακές αξίες διαφόρων εταιρειών. Μεταξύ των αξιών που αγοράστηκαν, είναι και 100.000 μετοχές στην εταιρεία Δωδώνη συνολικής αξίας Λ.Κ.13.249,94. Και οι 27 επίδικες πράξεις εκτελέστηκαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία, από τους εφεσιβλήτους για λογαριασμό του εφεσείοντα στη βάση εντολών που τους διαβίβασε ο Κρασάρης. Στον Κρασάρη επίσης οι εφεσίβλητοι παρέδιδαν τα σχετικά με τις επίδικες πράξεις πινακίδια συναλλαγής (Contract Notes).

 

Επομένως, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι εντολές, στη βάση των οποίων εκτελέστηκαν οι επίδικες χρηματιστηριακές πράξεις, ήταν εντολές του εφεσείοντα που διαβιβάστηκαν στους εφεσιβλήτους μέσω του Κρασάρη. Υπενθυμίζουμε ότι ο εφεσείων αρνείται ότι έδωσε τέτοιες εντολές.

 

Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι εκείνο που προκύπτει από τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, η οποία αποτελεί και το βασικό μέρος του πραγματικού υπόβαθρου επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο βάσισε τα πιο πάνω ευρήματα [*1908]του, είναι πως η προσωπική γνώση του συγκεκριμένου μάρτυρα στο ζήτημα των εντολών, περιορίζεται, όπως εξάλλου ορθά και το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε, αποκλειστικά στα όσα ο Κρασάρης διαβίβαζε στους εφεσιβλήτους και δεν επεκτείνεται στα όσα κατ’ ισχυρισμό ο εφεσείων έλεγε στον Κρασάρη. Ενώ, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία, στις πλείστες των περιπτώσεων, οι εντολές διαβιβάζοντο στους εφεσιβλήτους από τον Κρασάρη στην παρουσία του Μ.Ε.1, ουδεμία από τις κατ’ ισχυρισμό εντολές του εφεσείοντα προς τον Κρασάρη δόθηκε στην παρουσία του μάρτυρα ή οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα των εφεσιβλήτων. Συμφωνούμε επίσης με την επισήμανση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ούτε εξ ακοής μαρτυρία τέθηκε από το Μ.Ε.1, η οποία να παραπέμπει σε αρχική δήλωση του Κρασάρη ότι τις εντολές, στη βάση των οποίων εκτελέστηκαν οι επίδικες πράξεις ή οποιαδήποτε από αυτές, τις έδωσε ο εφεσείων, ή έστω ότι ο Κρασάρης δεχόταν εντολές από τον εφεσείοντα. Εξ’ ου και το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά την άποψή μας, απέρριψε αίτημα του εφεσείοντα όπως κλητευθεί ο Κρασάρης για σκοπούς αντεξέτασής του, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου.

 

Από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία όμως, δεν προκύπτουν μόνο τα πιο πάνω. Προκύπτουν και τα πιο κάτω.

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν περιορίζεται στο ζήτημα των εντολών μόνο αλλά επεκτείνεται και σε άλλες ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης. Επίσης, τα υπό αμφισβήτηση ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν έχουν σαν έρεισμα αποκλειστικά τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, αλλά και σωρεία άλλης μαρτυρίας η οποία αφού αξιολογήθηκε και έγινε δεκτή, αποτέλεσε μαζί με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 το πραγματικό υπόβαθρο των πρωτόδικων ευρημάτων. Συγκεκριμένα, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, τέθηκε ως γεγονός και ότι οι αξίες που αγοράστηκαν και στις δύο περιόδους, πλην των 100.000 μετοχών Δωδώνης, αφού ενεγράφησαν στο όνομα του εφεσείοντα, στη συνέχεια πωλήθηκαν, του επίδικου λογαριασμού πιστωθέντος ανάλογα. Αναφορικά με τις μετοχές Δωδώνης, αυτές, με την αγορά τους ενεγράφησαν στο όνομα του εφεσείοντα, όπου και εξακολουθούν να βρίσκονται εγγεγραμμένες. Ο εφεσείων με σχετικό έγγραφο το οποίο υπέγραψε στις 8/11/1999, πριν δηλαδή την εκτέλεση των επίδικων πράξεων, και το οποίο βρισκόταν σε ισχύ κατά τον χρόνο εκτέλεσης τους, διόρισε ως πληρεξούσιους αντιπροσώπους του τους εφεσιβλήτους τους οποίους και εξουσιο[*1909]δότησε όπως, εξ ονόματος και για λογαριασμό του, προβαίνουν, μεταξύ άλλων, στην αγοραπωλησία χρηματιστηριακών αξιών. Τέλος, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία, σε συνάντηση που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2001 με τους εφεσιβλήτους, με στόχο την εξεύρεση τρόπου διευθέτησης της επίδικης οφειλής, ο εφεσείων, στην παρουσία και υπαλλήλου της Υπηρεσίας Recoveries της Τράπεζας Κύπρου, στην οποία το όλο θέμα είχε παραπεμφθεί, έδειξε να είναι ενήμερος για τις επίδικες πράξεις, τις οποίες δεν αμφισβήτησε, αρνήθηκε όμως να προχωρήσει σε διευθέτηση της οφειλής.  Δεν διαφεύγει βέβαια της προσοχής μας ότι, η πλευρά του εφεσείοντα, αντεξετάζοντας τον Μ.Ε.1, αμφισβήτησε έντονα την εν λόγω πτυχή της μαρτυρίας του τελευταίου, ενώ ο ίδιος, καταθέτοντας ως μάρτυρας, αρνήθηκε ότι έλαβε μέρος σε μια τέτοια συνάντηση. Τούτο όμως είναι άνευ σημασίας εφόσον η μαρτυρία του Μ.Ε.1 κρίθηκε ως αξιόπιστη στο σύνολό της, και η ορθότητα της επί του προκειμένου κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση.

 

Για υποστήριξη των επί του προκειμένου θέσεων του, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Σαλουμή κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1347, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση περί αποτυχίας της τράπεζας να αποδείξει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγομένου, απέρριψε την έφεση που η τράπεζα είχε καταχωρίσει. Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, η εν λόγω υπόθεση δεν βοηθά τον εδώ εφεσείοντα. Σε εκείνη την υπόθεση, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της τράπεζας, τους οποίους ο εκεί εναγόμενος απέρριπτε στο σύνολο τους. Όπως κρίθηκε, η μοναδική μάρτυρας της τράπεζας ουδεμία ουσιαστική εμπλοκή είχε στην υπόθεση, αλλά ούτε και ουσιαστική γνώση για την υπόθεση είχε. Η μαρτυρία της ήταν καθαρά τυπική και συνίστατο βασικά στην απλή παρουσίαση των εγγράφων τεκμηρίων. Στην παρούσα υπόθεση όμως, σε αντίθεση με την υπόθεση Σαλουμή, ο Μ.Ε.1, του οποίου η μαρτυρία υπενθυμίζουμε έγινε δεκτή στο σύνολο της, και ουσιαστική εμπλοκή στην υπόθεση είχε αλλά και ουσιαστική γνώση για τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, είχε.

 

Πολύς λόγος έγινε και για την απουσία του Κρασάρη από το εδώλιο του μάρτυρα. Ούτε η πτυχή αυτή της υπόθεσης βοηθά τον εφεσείοντα. Καταρχάς θα πρέπει να πούμε πως η αβεβαιότητα η οποία, όπως έχουμε διαπιστώσει από τις εφέσεις που κατά καιρούς έχουμε εκδικάσει, χαρακτηρίζει τις πρωτόδικες αποφά[*1910]σεις, σε υποθέσεις χρηματιστηριακής φύσης σε σχέση με την απουσία από το εδώλιο του μάρτυρα του εμπλεκόμενου στις χρηματιστηριακές πράξεις χρηματιστηριακού γραφείου ή χρηματιστή, και τις συνέπειες από μια τέτοια απουσία, για την υπόθεση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, είναι αδικαιολόγητη. Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της γεγονότα, στη βάση του συνόλου της αποδεκτής μαρτυρίας, της απουσίας από το εδώλιο του μάρτυρα του εμπλεκόμενου χρηματιστή να καθίσταται άνευ ουσιαστικά αποχρώσας σημασίας, εφόσον η προσαχθείσα αποδεκτή μαρτυρία, αξιολογούμενη στο σύνολο της, κρίνεται ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Το άνευ αποχρώσας σημασίας στοιχείο, αναδύεται πολύ πιο έντονα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου ο επενδυτής διοχετεύει τις εντολές του μέσω χρηματιστή ο οποίος ενεργεί ως αντιπρόσωπος του κατά τη διοχέτευση των εντολών του, όπως και σε περιπτώσεις όπου το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ενεργεί ως δανειοδότης του επενδυτή, του ρόλου του μη επεκτεινομένου και στη διεξαγωγή των χρηματιστηριακών πράξεων συνεπεία των οποίων προέκυψε η επίδικη διαφορά.

 

Τέλος, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε και στο παράδειγμα που ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικαλείται στα πλαίσια της αγόρευσης του για να καταστήσει πιο κατανοητές τις επί του προκειμένου θέσεις του. Ισχυρίζεται ο κ. Ανδρέου ότι η παρούσα περίπτωση προσομοιάζει με την περίπτωση πελάτη της τράπεζας, του οποίου ο λογαριασμός χρεώνεται χωρίς τη συγκατάθεση του, με διάφορα ποσά τα οποία αφού αποσύρθηκαν από το λογαριασμό του καταβλήθηκαν σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς τη δική του εξουσιοδότηση. Σε μια τέτοια περίπτωση, εισηγήθηκε ο κ. Ανδρέου, η τράπεζα θα υποστεί τις συνέπειες αποζημιώνοντας τον πελάτη της. Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, το συγκεκριμένο παράδειγμα του δεν έχει θέση στην παρούσα περίπτωση. Το κατά πόσο η τράπεζα θα υποχρεωθεί να αποζημιώσει τον πελάτη της σε μια τέτοια περίπτωση, εξαρτάται από σωρεία παραγόντων άσχετων με την παρούσα περίπτωση.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους και συνακόλουθα την υπόθεση τους, είναι, κατά την κρίση μας, ορθή.

 

Ως αποτέλεσμα, κανένας από τους λόγους έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσι[*1911]βλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον το αναλογούν ΦΠΑ.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο