Χριστοδούλου Χρίστος ν. Sanya Χριστοδούλου (2014) 1 ΑΑΔ 2163

ECLI:CY:DOD:2014:14

(2014) 1 ΑΑΔ 2163

[*2163]7 Οκτωβρίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

 

v.

 

SANYA ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

 

(Έφεση Αρ. 21/2012)

 

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές διαφορές ― Διεκδίκηση μεριδίου από τη σύζυγο, επί της επαύξησης της περιουσίας του συζύγου της, η οποία δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου ως αποτέλεσμα της κατ’ ισχυρισμό συνεισφοράς της ― Απόδοση του τεκμηρίου του 1/3 με βάση το Άρθρο 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91) ως εκ της απουσίας δυνατότητας προσδιορισμού της επακριβούς συνδρομής της εφεσίβλητης ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση με μερική εφετειακή επέμβαση σε ποσό το οποίο θα έπρεπε να μην συνυπολογιστεί ― Επέμβαση Εφετείου και ως προς την ημερομηνία έναρξης του επιδικασθέντος τόκου, λαμβανομένης υπόψη των ενεργειών της εφεσίβλητης στην καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές διαφορές ― Επαύξηση περιουσίας ― Ο καθορισμός της επαύξησης της περιουσίας έχει ως αφετηρία, την αξία της κατά το χρόνο δημιουργίας της και στο άλλο άκρο της, την αξία κατά το χρόνο διάστασης, ή ακύρωσης ή λύσης του γάμου.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές διαφορές ― Αξία προσωπικής εργασίας του συζύγου και του πατέρα του στην ανέγερση συζυγικού οίκου ― Ένας διάδικος σε υποθέσεις, αυτής της φύσης είναι υποχρεωμένος ν’ αποδεικνύει τα ποσά που διεκδικεί και το Δικαστήριο δεν μπορεί να καλύπτει τις τυχόν ατέλειες ή παραλείψεις στη μαρτυρία.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρί[*2164]ου με την οποία αποφασίστηκε αίτηση περιουσιακών διαφορών, εφεσείοντα και εφεσίβλητης.

 

Η εφεσίβλητη/αιτήτρια με την αίτηση της αξίωσε την απόδοση του ποσού των €159.310 ως συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα/καθ’ ου η αίτηση η οποία αποκτήθηκε μετά το γάμο τους και προερχόταν όπως ισχυρίστηκε από τη συμβολή της.

 

Συγκεκριμένα αξίωσε το ½ μερίδιο του συζυγικού οίκου που ανηγέρθη μετά το γάμο τους σε τεμάχιο γης, το οποίο ανήκει κατά ½ μερίδιο στον εφεσείοντα.

 

Διαζευκτικά αξίωσε το ποσό των €159.310 που αντιπροσωπεύει το 50% της αξίας της οικίας κατά ή αμέσως μετά τη διάσταση των διαδίκων και/ή κατά τις αρχές Φεβρουαρίου 2007 και τη συνεισφορά της αιτήτριας στην ανέγερση και/ή απόκτηση της, πλέον τόκο επί του επιδικασθεισόμενου ποσού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη μερικώς.  Έκρινε ότι η αιτήτρια υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν δικαιούτο στη θεραπεία της μεταβίβασης και εγγραφής του ½ μεριδίου της οικίας αλλά  ότι εφαρμοζόταν στην υπόθεση το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91), λόγω της συνδρομής της εφεσίβλητης στην αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση μετά το γάμο.  Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να προσδιορισθεί με ακρίβεια η συνδρομή και συνεπώς επιδικάσθηκε προς όφελος της το 1/3 της περιουσίας η οποία αυξήθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τελικά στην εφεσίβλητη το ποσό των €54.837 πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αίτησης. Στο ποσό αυτό κατέληξε αφού δέκτηκε ότι η επίδικη οικία κατά το χρόνο της διάστασης είχε αξία €318.620 και αφού αφαίρεσε διάφορα ποσά προς όφελος του καθ’ ου η αίτηση, προκειμένου να εξευρεθεί η «καθαρή» αύξηση της περιουσίας του, η οποία τελικά κρίθηκε ότι ήταν €164.513.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης:

 

α)  Δεν δικαιολογείτο η πρωτόδικη κατάληξη για συμβολή της εφεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση και αυτό καθ’ ότι δικογραφικά αλλά και με το μαρτυρικό υλικό, δεν τέ[*2165]θηκε η αρχική αξία της περιουσίας.

 

β)  Καμιά μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο αναφορικά με την αξία της επίδικης περιουσίας, κατά το χρόνο της διάστασης των μερών.

 

γ)  Η εφεσίβλητη δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο θετική και ουσιαστική μαρτυρία σε σχέση με τα εισοδήματα της κατά την έγγαμη συμβίωση της με τον εφεσείοντα.

 

δ)  Δεν δόθηκε καμιά εξήγηση πως η εφεσίβλητη αξιοποίησε τα όποια εισοδήματα της και πως αυτά συνέβαλαν και σε ποιο ποσοστό, στην απόκτηση της περιουσίας του εφεσείοντα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία, μεταξύ της οποίας ήταν και οι φορολογικές δηλώσεις της εφεσίβλητης για τα έτη 2003-2006,  αυτή είχε εισοδήματα περίπου £3211, £13,588, £13516 και £19098 αντίστοιχα.  Πρόσθετα σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εφεσίβλητη μαζί με τον εφεσείοντα προέβησαν σε σύναψη δανείου ύψους £50000 γι’ ανέγερση του συζυγικού οίκου. 

2.  Όπως ήταν παραδεκτό, η ανέγερση της οικίας αυτής άρχισε περί τα τέλη 2004 αρχές 2005, ενώ η συμβίωση των διαδίκων περί τα έτη 2002-2003.

3.  Συνεπώς πολύ ορθά θεωρήθηκε ο συζυγικός οίκος ως επαύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, όπως πολύ ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και έγιναν τα σχετικά ευρήματα ότι η εφεσίβλητη συνέβαλε στην ανέγερση της συζυγικής κατοικίας, πληρωμή δανείων και ποσό εξόδων από τα εισοδήματα της.

4.  Με δεδομένη την αδυναμία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης να καθορίσει το ακριβές ποσοστό της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Ν. 232/91 και ο εφεσείοντας αβάσιμα παραπονείτο περί τούτου.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Υπήρξε παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προσδιορίσει με εύρημα του, τον χρόνο διάστασης των διαδίκων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ναι μεν δεν γινόταν ρητά εύρημα αναφορικά με το χρόνο διάστα[*2166]σης των διαδίκων αλλά συναγόταν από τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε.

2.  Συγκεκριμένες αναφορές στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν άφηναν αμφιβολία περί της αποδοχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής της καθ’ ης η αίτηση/εφεσίβλητης αναφορικά με το χρόνο διάστασης.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης:

 

Υπήρξε αποτυχία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να συνυπολογίσει προς όφελος του εφεσείοντα το ποσό των ΛΚ 5500 που θα καταβάλλετο στον εργολάβο, ΜΑ3, πλην όμως δεν κατεβλήθη λόγω του ότι την εργασία που θα εκτελούσε ο μάρτυρας για το ποσό αυτό, τελικά την εκτέλεσαν ο εφεσείων και πατέρας του (Μ.Υ.5).

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Διέφυγε προφανώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αναφορικά με τις εργασίες που θα εκτελούσε ο Μ.Α.3 είχε σαφή μαρτυρία ότι οι εργασίες που δεν εκτελέστηκαν τελικά απ’ αυτόν και εκτελέστηκαν από τον εφεσείοντα και πατέρα του (Μ.Υ.5) είχαν αποτίμηση και αυτή ήταν £5.500 (€9397,31) και συνεπώς το ποσό αυτό θα έπρεπε να προσμετρήσει μαζί με τα’ άλλα ποσά ως οικονομική προσφορά του εφεσείοντα γι’ ανέγερση της επίδικης οικίας.

2.  Ο λόγος έφεσης  ήταν βάσιμος, με αποτέλεσμα την αναγκαιότητα για ανάλογη αναπροσαρμογή στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Έκτος λόγος έφεσης:

 

Αναφορικά με το ποσό των £27337,25 που κατατέθηκε σε κοινό λογαριασμό από τους διαδίκους, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε μεν ότι το ποσό αυτό δεν ήταν προϊόν από δώρα γάμου, πλην όμως δεν συνοπολόγισε μέρος του και συγκεκριμένα το ποσό των £5,337,25 προς όφελος του εφεσείοντα εφ’ όσον είναι παραδεκτό ότι το εν λόγω ποσό χρησιμοποιήθηκε εξ’ ολοκλήρου για την ανέγερση του συζυγικού οίκου. Το δε υπόλοιπο ποσό £22.000 σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν δώρο του πατέρα του εφεσείοντα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο πουθενά δεν έκανε εύρημα ότι το ποσό των £5337,25 χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση του συζυγικού οίκου αλλά ούτε ήταν παραδεκτό αυτό από τους διαδίκους και ειδικότερα από τον ίδιο τον εφεσείοντα.

[*2167]2.    Η θέση του τελευταίου κατά την ακρόαση ήταν ότι τα δώρα του γάμου ήταν περιορισμένα και μόλις κάλυψαν τα έξοδα του. Περαιτέρω το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο πατέρας του εφεσείοντα έδωσε σ’ αυτόν το ποσό των £22.000 χωρίς όμως να συνδέσει αυτό με το ποσό των £27337 το οποίο απέρριψε ως προϊόν γάμου.

 

Έβδομος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου να μην συνυπολογίσει προς όφελος του το ποσό των €10000 που είναι η αξία των επίπλων που έλαβε η εφεσίβλητη από την επίδικη οικία μετά την διάσταση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Από τη στιγμή που δεν προσβάλλονταν και δεν εφεσιβάλλονταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου «για το πότε, πως και από ποιόν αγοράστηκε για να μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο σε ασφαλή συμπεράσματα, ή να προσδιοριστεί η αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση…..» ο λόγος έφεσης ήταν μετέωρος χωρίς καμιά αξία.

 

Όγδοος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ότι δεν προέβη σε εκτίμηση της αξίας της επίδικης οικίας με βάση την αποδεχτή υπό του Δικαστηρίου μαρτυρία της Μ.Α.5, σύμφωνα με την οποία το κόστος κατασκευής της είναι £463,40 ανά τετραγωνικό μέτρο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην παρούσα υπόθεση οι διάδικοι παρουσίασαν, μέσω των εμπειρογνωμόνων τους, την αξία της επίδικης οικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάστασης και που δεν είχε μεγάλη διαφορά.

2.  Όπως είναι νομολογημένο ο καθορισμός της επαύξησης της περιουσίας έχει ως αφετηρία, την αξία της κατά το χρόνο δημιουργίας της και στο άλλο άκρο της, την αξία κατά το χρόνο διάστασης, ή ακύρωσης ή λύσης του γάμου.

3.  Συνεπώς ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην ανεύρεση της αξίας της οικίας κατά το χρόνο της διάστασης και όχι στο κόστος κατασκευής της ως η εισήγηση του εφεσείοντα.

 

Ένατος λόγος έφεσης:

 

Αναφορικά με τη λανθασμένη αναφορά στην σελ. 16 της απόφα[*2168]σης ως αξία της επίδικης κατοικίας το ποσό των £300000 αντί €300000:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Πρόκειται καθαρά για τυπογραφικό λάθος που σε καμιά περίπτωση δεν επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου ή τα δικαιώματα του εφεσείοντα.

 

Δέκατος λόγος έφεσης:

 

Αναφορικά με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ν’ αναλογίσει κατά 50% σ’ έκαστο των διαδίκων το ποσό των £9004 το οποίο είχαν κατατεθειμένο στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο λόγος ήταν αβάσιμος και θα έπρεπε ν’ απορριφθεί.

2.  Προέκυπτε ότι ο χρόνος του λογαριασμού είναι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2004 και αφ’ ετέρου ότι η εφεσίβλητη είχε έσοδα κατά το 2003, £3.211 και το 2004, £13.588.

3.  Με βάση τα δεδομένα αυτά, ήταν ανοικτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε.

 

Ενδέκατος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένο το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο το Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε προς όφελος του μόνο, το ποσό των £12966 που πληρώθηκε μέχρι το χρόνο της διάστασης, έναντι του δανείου των £50.000.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία  και κατέληξε ότι δεν μπορούσε η εφεσίβλητη ν’ αποκλειστεί επί ποσοστού επί του ποσού που πληρώθηκε καθ’ ότι δέχτηκε τη μαρτυρία της ότι από τα έσοδα της συνέβαλε και στην αποπληρωμή του δανείου.

 

Δωδέκατος λόγος έφεσης:

 

Παρ’ όλο που δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποσά ως αξία της προσωπικής εργασίας του καθ’ ου η αίτηση και πατέρα του, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε και όφειλε να προσδώσει χρηματική αξία σ’ όλη την προσωπική εργασία του που [*2169]αποδείχτηκε.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο λόγος έφεσης ήταν εντελώς ανεδαφικός. Ένας διάδικος σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, είναι υποχρεωμένος ν’ αποδεικνύει τα ποσά που διεκδικεί και το Δικαστήριο δεν μπορεί να καλύπτει τις τυχόν ατέλειες ή παραλείψεις στη μαρτυρία.

2.  Ειδικότερα, εκεί όπου μέχρι την δίκη τα διεκδικούμενα ποσά έχουν αποκρυσταλλωθεί θα πρέπει αυτά να αποδεικνύονται με αυστηρότητα και δεν πρέπει ν’ αναμένεται ότι το Δικαστήριο όπου ελλείπουν τα’ αναγκαία στοιχεία να καταλήγει στην επιδίκαση κατ’ αποκοπή ή κατά προσέγγιση οιουδήποτε ποσού.

3.  Εδώ είναι παραδεκτό ότι ο εφεσείων ουδεμία μαρτυρία προσεκόμισε για τη χρηματική αξία της εργασίας υπό αναφορά. Το μόνο ποσό που αποδείχθηκε είναι αυτό που αναφέρεται νωρίτερα στον πέμπτο λόγο έφεσης.

 

Δέκατος τρίτος λόγος έφεσης:

 

Αναφορικά με την επιδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο τόκου επί του επιδικασθέντος ποσού από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης  παρ’ όλο που η εφεσίβλητη προκάλεσε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης με την καταχώρηση την 1/6/2009 αίτησης για τροποποίηση της κυρίως αίτησης:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην προκειμένη ετύγχαναν εφαρμογής τα όσα λέχθησαν στην απόφαση Μουστάκα ν. Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 173. Από το φάκελο της υπόθεσης προέκυπτε ότι η κυρίως αίτηση καταχωρήθηκε την 26/9/2007, ορίστηκε στις 30/10/2007 και η έκθεση υπεράσπισης καταχωρήθηκε στις 13/11/2007.

2.  Η εφεσίβλητη έκτοτε με διάφορα αιτήματα όπως, μεταξύ άλλων, χρόνο για καταχώρηση απάντησης, για σκοπούς συμβιβασμού, αναβολή ακρόασης λόγω απουσίας της εφεσίβλητης στο εξωτερικό  και ότι θα καταχωρούσε αίτηση για τροποποίηση της αίτησης  καθυστερούσε τη διαδικασία.

3.  Αυτή άρχισε να προχωρεί με την καταχώρηση της νέας τροποποιημένης αίτησης στις 3/11/09. Από τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαινόταν ότι η εφεσίβλητη δεν έφερε ευθύνη για την καθυστέρηση που παρατηρείτο για το διάστημα από την καταχώρηση της αίτησης στις 26/9/2007 μέχρι την καταχώρηση της τροποποιημένης αίτησης στις 3/11/2009.

[*2170]4.    Ήταν συνεπώς βάσιμο το παράπονο του εφεσείοντα και επιδικάστηκε τόκος από 3/11/2009.

 

Η έφεση πέτυχε κατά τον πέμπτο και δέκατο τρίτο λόγο.

Εκδόθηκε απόφαση για σχετική αναπροσαρμογή των επιδικασθέντων ποσών.

 

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς, με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179,

 

Μουστάκα ν. Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 173.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Καθ’ ου η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λιασίδης, Δ.) (Αίτηση Αρ. 10/07), ημερομηνίας 16/4/2012.

 

Ν. Νικολάου, για Eφεσείοντα.

 

Κων. Νικολαϊδης, για την Eφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Παρπαρίνο.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η διάσταση στη συζυγική συμβίωση και η ασυνεννοησία που ακολούθησε μεταξύ των διαδίκων σχετικά με τα δικαιώματα τους στην περιουσία που αποκτήθηκε μετά το γάμο τους, τους οδήγησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Η εφεσίβλητη/αιτήτρια με την αίτηση της αξιώνει την απόδοση του ποσού των €159.310 ως συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα/καθ’ ου η αίτηση η οποία αποκτήθηκε μετά το γάμο τους και προέρχεται από τη συμβολή της. Συγκεκριμένα αξιώνει το ½ μερίδιο του συζυγικού οίκου που ανηγέρθηκε μετά το γάμο τους σε τεμάχιο γης στην Δερύνεια, Αμμοχώστου και το οποίο ανήκει κατά ½ μερίδιο στον εφεσείοντα. Διαζευκτικά αξιώνει το ποσό των €159.310 (Λ.Κ. 93240) που αντιπροσωπεύει το 50% της αξίας της πιο πάνω οικίας κατά ή αμέσως μετά τη διάσταση των διαδίκων [*2171]και/ή κατά τις αρχές Φεβρουαρίου 2007 και τη συνεισφορά της αιτήτριας στην ανέγερση και/ή απόκτηση της, πλέον τόκο επί του επιδικασθεισόμενου ποσού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη μερικώς.  Συγκεκριμένα έκρινε μεν ότι η αιτήτρια υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν δικαιούται στη θεραπεία της μεταβίβασης και εγγραφής του ½ μεριδίου της οικίας αλλά έκρινε ότι εφαρμόζεται στην υπόθεση το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91), λόγω της συνδρομής της εφεσίβλητης στην αύξηση της περιουσία του καθ’ ου η αίτηση μετά το γάμο. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να προσδιορισθεί με ακρίβεια η συνδρομή και συνεπώς επιδικάσθηκε προς όφελος της το 1/3 της περιουσίας η οποία αυξήθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τελικά στην εφεσίβλητη το ποσό των €54.837 πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αίτησης. Στο ποσό αυτό κατέληξε αφού δέκτηκε ότι η επίδικη οικία κατά το χρόνο της διάστασης είχε αξία €318.620 και αφού αφαίρεσε διάφορα ποσά προς όφελος του καθ’ ου η αίτηση προκειμένου να εξευρεθεί η «καθαρή» αύξηση της περιουσίας του, η οποία τελικά κρίθηκε ότι ήταν €164.513.

 

Ο εφεσείων/καθ’ ου η αίτηση με την έφεση του προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δεκατρείς (13) λόγους έφεσης.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους τρεις (3) πρώτους λόγους καθ’ ότι αποτελούν μια ενότητα και αφορούν την εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του προβλεπόμενου υπό του Άρθρου 14(2) του Ν. 232/91 τεκμηρίου. Ειδικότερα λόγω μη αποδείξεως από την εφεσίβλητη του ύψους της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέφυγε στο τεκμήριο του άνω άρθρου που καθορίζει ότι η συνεισφορά αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης.

 

Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, στην πρωτόδικη απόφαση δεν δικαιολογείται η κατάληξη του για συμβολή της εφεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση και αυτό καθ’ ότι δικογραφικά αλλά και με το μαρτυρικό υλικό δεν τέθηκε η αρχική αξία της περιουσίας. Η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια η ετυμηγορία του Δικαστηρίου να είναι εσφαλμένη αναφορικά με τα οικονομικά μεγέθη, την αξία της οικίας, ποσά που χρησιμοποιήθηκαν από τον εφεσείοντα γι’ ανέγερση της [*2172]και ποσό που δικαιούται η εφεσίβλητη. Υποστήριξε περαιτέρω δεν ήταν δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σ’ αυτά και ειδικά στην αξία του συζυγικού οίκου, εφ’ όσον καμιά μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο αναφορικά με την αξία του, κατά το χρόνο της διάστασης των μερών που ήταν η 20/3/2007.

 

Είναι επίσης η θέση του ότι η εφεσίβλητη δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο θετική και ουσιαστική μαρτυρία σε σχέση με τα εισοδήματα της κατά την έγγαμη συμβίωση της με τον εφεσείοντα και κατ’ αναλογία τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία και ουδόλως συνάδουν με τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης. Επίσης δεν δόθηκε καμιά εξήγηση πως η εφεσίβλητη αξιοποίησε τα όποια εισοδήματα της και πως αυτά συνέβαλαν και σε ποιο ποσοστό, στην απόκτηση της περιουσίας του εφεσείοντα. Ήταν ουσιαστικά η εισήγηση του ότι η αιτήτρια δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου με θετικό τρόπο τα εισοδήματα της, το ύψος τους και τον τρόπο διάθεσης τους κατά την περίοδο της έγγαμης συμβίωσης, με αποτέλεσμα ο υπολογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τον οποίο κατάληξε στο επιδικασθέν ποσό προς όφελος εφεσίβλητης να είναι λανθασμένο.

 

Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την εφεσίβλητη. Σύμφωνα με αυτόν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκε επαρκής και ικανοποιητική μαρτυρία από την αιτήτρια και ορθά εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο. Τα δε συμπεράσματα του είναι ορθά.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ζητήματα που εγείρονται από τους πιο πάνω λόγους έφεσης και είναι η κατάληξη μας ότι δεν δύναται να επιτύχουν.

 

Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία, μεταξύ της οποίας είναι και οι φορολογικές δηλώσεις της εφεσίβλητης για τα έτη 2003-2006 (τεκμ. 14-17), αυτή είχε εισοδήματα περίπου £3211, £13,588, £13516 και £19098 αντίστοιχα. Πρόσθετα σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εφεσίβλητη μαζί με τον εφεσείοντα προέβησαν σε σύναψη δανείου ύψους £50000 γι’ ανέγερση του συζυγικού οίκου. Ο συζυγικός οίκος είναι και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του καθ’ ου η αίτηση/εφεσείοντα που θεωρήθηκε ως επαύξηση της περιουσίας του μετά την συμβίωση των διαδίκων, δεδομένης της απόρριψης της απαίτησης της εφεσίβλητης επί ποσοστού επί του οικιακού εξοπλισμού και επίπλων. Όπως είναι παραδεκτό η ανέγερση της οικίας αυτής άρχισε περί τα τέλη [*2173]2004 αρχές 2005, ενώ η συμβίωση των διαδίκων περί τα έτη 2002-2003. Συνεπώς πολύ ορθά θεωρήθηκε ο συζυγικός οίκος ως επαύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, όπως πολύ ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και έγιναν τα σχετικά ευρήματα ότι η εφεσίβλητη «συνέβαλε στην ανέγερση της συζυγικής κατοικίας, πληρωμή δανείων και ποσό εξόδων από τα εισοδήματα της».

 

Περαιτέρω κρίνουμε ότι με δεδομένη την αδυναμία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης να καθορίσει το ακριβές ποσοστό της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Ν. 232/91 και ο εφεσείοντας αβάσιμα παραπονείται περί τούτου.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προσδιορίσει με εύρημα του τον χρόνο διάστασης των διαδίκων.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα στην αγόρευση του εισηγήθηκε ότι η όλη μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης αναφορικά με την αξία της επίδικης οικίας παραπέμπει στον Ιανουάριο 2007 που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ήταν ο χρόνος διάστασης των διαδίκων. Ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την αξία της οικίας στις 20 Μαρτίου 2007 που σύμφωνα με τον εφεσείοντα επήλθε η διάσταση ούτε και παρουσιάστηκε μαρτυρία ότι η αξία της οικίας κατά το τέλος Ιανουαρίου 2007 ήταν η ίδια με αυτή της 20ης Μαρτίου 2007.  Συνεπώς κατά το συνήγορο δεν μπορούσε το πρωτόδικο δικαστήριο να προβεί σε εύρημα αναφορικά με την αξία της οικίας την 20/3/2007 με βάση τη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη.

 

Αντίθετη ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ο οποίος εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε καθορισμό του χρόνου της διάστασης των διαδίκων και παρέπεμψε προς τούτο σε διάφορες σελίδες της πρωτόδικης απόφασης (σελ. 2, 4, 15 και 16).  Επίσης ήταν η εισήγηση του ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του εκτιμητή της εφεσίβλητης για την αξία της επίδικης οικίας και η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόριζε ξεκάθαρα τον Φεβρουάριο 2007 ως το χρόνο που η επίδικη οικία είχε την αξία αυτή και ήταν €318.620.

 

Εξετάσαμε πολύ προσεκτικά τα όσα τέθησαν ενώπιον μας και αφού ανατρέξαμε και στα δικόγραφα και πρακτικά της υπόθεσης κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης θα πρέπει να αποτύχει. Εξετάσαμε τα [*2174]μέρη της απόφασης που μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης και διαπιστώνουμε ότι σ’ αυτά δεν γίνεται μεν ρητά εύρημα αναφορικά με το χρόνο διάστασης των διαδίκων αλλά συνάγεται από τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε.

 

Η εφεσίβλητη στην αίτηση της καθορίζει ως χρόνο διάστασης «το τέλος Ιανουαρίου». Σχετικές είναι οι παράγρ. 2(α), 3(α) και 4(α) της αίτησης και 8(γ) της απάντησης.

 

Ο εφεσείων στην έκθεση υπεράσπισης του καθορίζει ως χρόνο της διάστασης τους την 20/3/2007. (Βλ. τις παραγρ. 2, 8 και 9 της έκθεσης υπεράσπισης).

 

Επίσης θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι η εφεσίβλητη στην αίτηση της καθόρισε την αξία της οικίας σε €318.620 κατά τις αρχές Φεβρουαρίου 2007 ενώ ο εφεσείων καθόρισε αυτή κατά τον υπ’ αυτού ισχυριζόμενο χρόνο της διάστασης σε όχι περισσότερη των €102.516,09.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του και ειδικότερα στο μέρος της που τιτλοφορείται «ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ–ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ» αναφέρει σχετικά στις σελ. 13, 15, 16:

 

σελ. 13

«Όπως επισημάνθηκε και πιο πάνω, η αιτήτρια, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών που υποστηρίζουν την απαίτηση της, θα πρέπει να αποδείξει, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε α) διάσταση, β) αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση και γ) τη δική της συμβολή στην αύξηση της περιουσίας (σχετ. Pashkouskiy v. Pashkouskaya, Εφ. Αρ. 8/2009, Δ.Ο.Δ., 30.3.2011).

 

(α) Διάσταση:

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι οι διάδικοι τέθηκαν σε διάσταση μέσα στο έτος 2007, φυσικά ο καθένας αναφέρεται σε διαφορετικό μήνα, αλλά η προϋπόθεση αυτή, αναμφίβολα, πληρούται.»

 

Σελ. 15:

«Συνεπώς, τα δύο χρονικά σημεία που είναι ουσιώδη για τον καθορισμό της αύξησης της περιουσίας είναι το έτος 2002 – 2003 ως αφετηρία της έναρξης της κοινής τους ζωής και ο χρόνος της διάστασης, ο οποίος προσδιορίζεται στις αρχές του 2007.»

[*2175]Σελ. 16

«Ο Φ. Ιωάννου (ΜΑ2), εκτίμησε την κατοικία τον Αύγουστο του 2007  με αξίες Φεβρουαρίου 2007 σε £186,480 (€318.620) ενώ ο Μ. Φιλώτας (ΜΥ3) εκτίμησε την κατοικία τον Ιούλιο του 2009 αλλά με αξίες Μαρτίου του 2007 στο ποσό των £300,000.  Και στις δύο περιπτώσεις, αφαιρούμενης της αξίας του οικοπέδου το οποίο ανήκει στον καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………………………………………………»

 

«Θα κάνω αποδεκτή τη μαρτυρία του Φ. Ιωάννου (ΜΑ2) ότι το ποσό των €318.620 (Τεκμήριο 3) ήταν η αξία της επίδικης κατοικίας κατά το χρόνο της διάστασης….»

 

Το τελευταίο πιστεύουμε ότι καταδεικνύει και την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής της εφεσίβλητης.  Το ίδιο συμβαίνει και στην σελ. 27 όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει «Αξία κατοικίας κατά τη διάσταση £318.620».  Οι αναφορές αυτές δεν αφήνουν αμφιβολία περί της αποδοχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής της καθ’ ης η αίτηση/εφεσίβλητης αναφορικά με το χρόνο διάστασης.  Συνεπώς ο τέταρτος λόγος δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην αποτυχία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να συνυπολογίσει προς όφελος του εφεσείοντα το ποσό των ΛΚ 5500 που θα καταβάλλετο στον εργολάβο, ΜΑ3, πλην όμως δεν κατεβλήθη λόγω του ότι την εργασία που θα εκτελούσε ο μάρτυρας για το ποσό αυτό, τελικά την εκτέλεσαν ο εφεσείων και πατέρας του (Μ.Υ.5).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη εισηγήθηκε ότι θα ήταν άδικο να ζητείται η αφαίρεση του άνω ποσού που χρησιμοποιήθηκε γι’ ανέγερση της οικίας καθ’ ότι την κατακρατεί μέχρι σήμερα.

 

Η μαρτυρία του Μ.Α3 κ. Μ. Γιασεμή είναι ότι ως εργολάβος ανέλαβε την ανέγερση της οικίας με βάση συμφωνητικό έγγραφο (τεκμ. 19) που συνήψε με τον εφεσείοντα έναντι του ποσού των £18.000. Το ποσό αυτό αφορούσε μόνο εργατικά και όχι τα υλικά.  Τελικά πληρώθηκε μόνο £12.500 αφού ο εφεσείων και ο πατέρας  του εκτέλεσαν το υπόλοιπο μέρος των συμφωνηθέντων εργασιών.

 

Η μαρτυρία του Μ.Α.3 έγινε αποδεκτή όπως και εύρημα ότι «στην ανέγερση της κατοικίας προσέφεραν προσωπική εργασία ο καθ’ ου η αίτηση και ο πατέρας του».

[*2176]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα’ ακόλουθα στη σελ. 18 της απόφασης:

 

«Λογικό είναι όπως μη περιληφθεί στο ποσό της διανομής και η αποτίμηση για τις εργασίες τις οποίες πρόσφερε προσωπικά ο καθ’ ου η Αίτηση και τρίτα άτομα στην οικοδομή προς όφελός του, αλλά δεν προσκομίστηκε ικανοποιητική μαρτυρία επ’ αυτών για να μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.»

 

Διέφυγε προφανώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αναφορικά με τις εργασίες που θα εκτελούσε ο Μ.Α.3 είχε σαφή μαρτυρία ότι οι εργασίες που δεν εκτελέστηκαν τελικά απ’ αυτόν και εκτελέστηκαν από τον εφεσείοντα και πατέρα του (Μ.Υ.5) είχαν αποτίμηση και αυτή ήταν £5.500 (€9397,31) και συνεπώς το ποσό αυτό θα έπρεπε να προσμετρήσει μαζί με τα’ άλλα ποσά ως οικονομική προσφορά του εφεσείοντα γι’ ανέγερση της επίδικης οικίας.

 

Ο λόγος έφεσης αρ. 5 είναι βάσιμος, με αποτέλεσμα την αναγκαιότητα για ανάλογη αναπροσαρμογή στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Ο έκτος (6ος) λόγος αναφέρεται στο ποσό των £27337,25 που κατατέθηκε σε κοινό λογαριασμό από τους διαδίκους. Σύμφωνα με το λόγο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε μεν ότι το ποσό αυτό δεν ήταν προϊόν από δώρα γάμου, πλην όμως δεν συνοπολόγισε μέρος του και συγκεκριμένα το ποσό των £5,337,25 προς όφελος του εφεσείοντα εφ’ όσον είναι παραδεκτό ότι το εν λόγω ποσό χρησιμοποιήθηκε εξ’ ολοκλήρου για την ανέγερση του συζυγικού οίκου. Να σημειωθεί ότι το υπόλοιπο ποσό £22.000 σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν δώρο του πατέρα του εφεσείοντα.

 

Αντίθετη ήταν η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσίβλητη, ο οποίος παρέπεμψε σε διάφορα μέρη της απόφασης προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση.

 

Ο 6ος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και ως τέτοιος θα πρέπει ν’ απορριφθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πουθενά δεν κάνει εύρημα ότι το ποσό των £5337,25 χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση του συζυγικού οίκου αλλά ούτε είναι παραδεκτό αυτό από τους διαδίκους και ειδικότερα από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Η θέση του τελευταίου κατά την ακρόαση ήταν ότι τα δώρα του γάμου ήταν περιορισμένα και μόλις κάλυψαν τα έξοδα του. Περαιτέρω το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο πατέρας του εφεσείοντα έδωσε σ’ αυτόν το [*2177]ποσό των £22.000 χωρίς όμως να συνδέσει αυτό με το ποσό των £27337 το οποίο απέρριψε ως προϊόν γάμου.

 

Με τον έβδομο λόγο ο εφεσείων προσβάλει την κρίση του Δικαστηρίου να μην συνυπολογίσει προς όφελος του το ποσό των €10000 που είναι η αξία των επίπλων που έλαβε η εφεσίβλητη από την επίδικη οικία μετά την διάσταση.

 

Σύμφωνα με την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε με βάση την δοθείσα μαρτυρία ν’ αφαιρέσει από το ποσό που επιδίκασε στην εφεσίβλητη το άνω ποσό των 10000 που είναι η αξία εξοπλισμού, ηλεκτρικών συσκευών κ.α. που η εφεσίβλητη δεν δικαιούται και πήρε από τον συζυγικό οίκο. Στηρίζει την όλη εισήγηση του στο μέρος της πρωτόδικης απόφασης στη σελ. 27 όπου αναφέρεται:

 

«Μπορεί να συναχθεί από τη μαρτυρία της Αιτήτριας ότι διεκδικεί και ποσοστό επί του οικιακού εξοπλισμού και των επίπλων.  Από την άλλη, η θέση του καθ’ ου η Αίτηση είναι ότι ο ίδιος αποκλειστικά αγόρασε αυτό τον εξοπλισμό. Δεδομένου ότι η απαίτηση αυτή της Αιτήτριας δεν συγκεκριμενοποιείται στο δικόγραφό της, δεν προσκομίστηκε ικανοποιητική μαρτυρία για το πότε, πώς και από ποιόν αγοράστηκε για να μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο σε ασφαλή συμπεράσματα, ή να προσδιοριστεί η αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η Αίτηση, η αξίωση αυτή της Αιτήτριας δεν μπορεί να αξιολογηθεί και συνεπώς απορρίπτεται.»

 

Η άλλη πλευρά απορρίπτει τα πιο πάνω προβάλλοντας τη μη δικογράφηση του θέματος, την απόρριψη της σχετικής μαρτυρίας του εφεσείοντα επί του θέματος και ότι το ποσό είναι αυθαίρετο.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα από τη στιγμή που δεν προσβάλλονται και δεν εφεσιβάλλει τα ευρήματα του Δικαστηρίου «για το πότε, πως και από ποιόν αγοράστηκε για να μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο σε ασφαλή συμπεράσματα, ή να προσδιοριστεί η αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση…..» ο λόγος έφεσης είναι μετέωρος χωρίς καμιά αξία και συνεπώς απορρίπτεται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ότι δεν προέβη σε εκτίμηση της αξίας της επίδικης οικίας με βάση την αποδεχτή υπό του Δικαστηρίου μαρτυρία της κας Ν. Ανατολίτου (Μ.Α.5), σύμφωνα με [*2178]την οποία το κόστος κατασκευής της είναι £463,40 ανά τετραγωνικό μέτρο.

 

Χωρίς να χρειάζεται να ειπωθούν πολλά και αυτός ο λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.  Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της πιο πάνω μάρτυρος το μέσο κόστος κατασκευής ανά τ.μ. για το 2006 ήταν £463,4 ανά κατοικία και όχι το κόστος όπως διατείνεται ο εφεσείων.  Οι δυο έννοιες είναι διαφορετικές. Το κόστος είναι το πραγματικό κόστος ενώ το μέσο κόστος είναι το υπολογιζόμενο στη βάση ικανού αριθμού δείγματος.

 

Στην παρούσα υπόθεση οι διάδικοι παρουσίασαν, μέσω των εμπειρογνωμόνων τους, την αξία της επίδικης οικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάστασης και που δεν είχε μεγάλη διαφορά.  Όπως είναι νομολογημένο (βλ. Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179), ο καθορισμός της επαύξησης της περιουσίας έχει ως αφετηρία, την αξία της κατά το χρόνο δημιουργίας της και στο άλλο άκρο της αξία κατά το χρόνο διάστασης, ή ακύρωσης ή λύσης του γάμου. Συνεπώς πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην ανεύρεση της αξίας της οικίας κατά το χρόνο της διάστασης και όχι στο κόστος κατασκευής της ως η εισήγηση του εφεσείοντα.

 

Ο ένατος λόγος αφορά την λανθασμένη αναφορά στην σελ. 16 της απόφασης ως αξία της επίδικης κατοικίας το ποσό των £300000 αντί €300000.

 

Πρόκειται καθαρά για τυπογραφικό λάθος που σε καμιά περίπτωση δεν επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου ή τα δικαιώματα του εφεσείοντα. Όπως φαίνεται σ’ άλλα μέρη της απόφασης (βλ. σελ. 9, 20) καταγράφεται το ορθό σύμβολο του νομίσματος και πολύ περισσότερο από την όλη απόφαση φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο πρωτόδικος Δικαστής κατά το χρόνο της διεργασίας του για την έκδοση της απόφασης είχε κατά νούν το ορθό ποσό που ήταν €300000.

 

Εξ’ άλλου και ο ίδιος ο συνήγορος για τον εφεσείοντα δέχεται στη γραπτή του αγόρευση ότι πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους χωρίς ν’ αναφέρει ότι προκλήθηκε οιανδήποτε ζημιά ή βλάβη στον εφεσείοντα.

 

Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ν’ αναλογίσει κατά 50% σ’ έκαστον τον διαδίκων το ποσό των £9004 το οποίο είχαν κατατεθειμένο στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου).

[*2179]Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η κατανομή κατά 50% σε έκαστο των διαδίκων είναι λανθασμένη καθ’ ότι η εφεσίβλητη σύμφωνα με τη φορολογική της δήλωση για το 2003 τα εισοδήματα της ήταν γύρω στις £3.000 Συνεπώς δεν θα μπορούσε η συνεισφορά της στο λογαριασμό να είναι πέραν του ποσού αυτού. Σύμφωνα με αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλογίσει όλο το ποσό προς όφελος του εφεσείοντα.

 

Η θέση της άλλης πλευράς είναι ότι είναι ορθή η κρίση του Δικαστηρίου εν’ όψει του ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν έγινε αποδεκτή.

 

Ο λόγος είναι αβάσιμος και θα πρέπει ν’ απορριφθεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ. 17-18 της απόφασης του αναφέρει:

 

«Θα πρέπει, παράλληλα, να πιστωθεί στον καθ’ ου η Αίτηση οποιοδήποτε ποσό χρημάτων είχε πριν τη γνωριμία του με την Αιτήτρια και διατέθηκε για την ανέγερση της κατοικίας. Ο καθ’ ου η Αίτηση ανεβάζει το ποσό αυτό στις £15.000 ενώ η Αιτήτρια αναφέρει ότι είχαν κατατιθέμενο το ποσό των £7.570 (τεκμ. 6) σε κοινό λογαριασμό το οποίο ποσό κατά το Σεπτέμβριο 2004 έφθασε τις £9,004 και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση της κατοικίας. Συνεπώς η εύλογη κατάληξη είναι ότι ο καθ’ ου η Αίτηση είναι δικαιούχος του 50% δηλ. £4.500 και ότι τα υπόλοιπα ανήκουν στην Αιτήτρια.»

 

Παρατηρούμε συνεπώς κατ’ αρχή ότι ο χρόνος του λογαριασμού είναι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2004 και αφ’ ετέρου ότι η εφεσίβλητη όπως προαναφέραμε είχε έσοδα κατά το 2003, £3.211 και το 2004, £13.588. Με βάση τα δεδομένα αυτά ήταν ανοικτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε κατά το μέρος που αφορά ο λόγος έφεσης.

 

Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλει το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο το Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε προς όφελος του μόνο, το ποσό των £12966 που πληρώθηκε μέχρι το χρόνο της διάστασης, έναντι του δανείου των £50.000 στην ΣΠΕ Σωτήρας.

 

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η αιτήτρια δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία προς απόδειξη καταβολής υπό της ιδίας οποιουδήποτε ποσού για εξόφληση του δανείου. Η μόνη μαρτυρία που [*2180]δόθηκε σύμφωνα πάντοτε με τον εφεσείοντα είναι του Μ.Α.4 Χρ. Μάρτη ότι η δόση του δανείου εμβάζετο από προσωπικό λογαριασμό του εφεσείοντα.

 

Η εφεσίβλητη από την άλλη εισηγείται ότι η κρίση του Δικαστηρίου είναι ορθή και παρέπεμψε προς υποστήριξη της εισήγησης της σε μέρος της μαρτυρίας και ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Εξετάσαμε προσεκτικά τη σχετική μαρτυρία και ευρήματα του πρωτόδικο Δικαστηρίου και κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η εφεσίβλητη με τη μαρτυρία της πρόβαλε μεταξύ άλλων ότι πλήρωνε κατά 50% τις δόσεις του δανείου και ο Μ.Α.4 ότι πληρώθηκαν διάφορα ποσά σε μετρητά έναντι του δανείου κατά το χρόνο που ενδιαφέρει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία αυτή και κατάληξε ότι δεν μπορούσε η εφεσίβλητη ν’ αποκλειστεί επί ποσοστού επί του ποσού που πληρώθηκε καθ’ ότι δέχτηκε τη μαρτυρία της ότι από τα έσοδα της συνέβαλε και στην αποπληρωμή του δανείου (σελ. 22 και 24).

 

Έχοντας υπόψη την αποδεχτή μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνουμε ότι το τελευταίο ορθά κατέληξε στ’ ευρήματα του και ορθά δεν συνυπολόγισε το ποσό των £12.966 προς όφελος μόνο του εφεσείοντα. Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι παρ’ όλο που δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποσά ως αξία της προσωπικής εργασίας του καθ’ ου η αίτηση και πατέρα του, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε και όφειλε να προσδώσει χρηματική αξία σ’ όλη την προσωπική εργασία του άνω που αποδείχτηκε.

 

Αυτός ο λόγος έφεσης είναι εντελώς ανεδαφικός. Ένας διάδικος σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, είναι υποχρεωμένος ν’ αποδεικνύει τα ποσά που διεκδικεί και το Δικαστήριο δεν μπορεί να καλύπτει τις τυχόν ατέλειες ή παραλείψεις στη μαρτυρία. Ειδικότερα, εκεί όπου μέχρι την δίκη τα διεκδικούμενα ποσά έχουν αποκρυσταλλωθεί θα πρέπει αυτά να αποδεικνύονται με αυστηρότητα και δεν πρέπει ν’ αναμένεται ότι το Δικαστήριο όπου ελλείπουν τα’ αναγκαία στοιχεία να καταλήγει στην επιδίκαση κατ’ αποκοπή ή κατά προσέγγιση οιουδήποτε ποσού. Εδώ είναι παραδεκτό ότι ο εφεσείων ουδεμία μαρτυρία προσεκόμισε για τη χρηματική αξία της εργασίας υπό αναφορά και συνεπώς απέτυχε εντελώς ν’ απο[*2181]δείξει οιονδήποτε ποσό που θα μπορούσε να συνυπολογισθεί προς όφελος του. Το μόνο ποσό που αποδείχθηκε είναι αυτό που αναφέρεται νωρίτερα στον πέμπτο λόγο έφεσης, ποσό το οποίο θα του επιδικασθεί.

 

Ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης αφορά την επιδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο τόκου επί του επιδικασθέντος ποσού από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης (26/9/2007) παρ’ όλο που η εφεσίβλητη προκάλεσε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης με την καταχώρηση την 1/6/2009 αίτησης για τροποποίηση της κυρίως αίτησης.

 

Το Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) όπως τροποποιήθηκε προβλέπει ως ακολούθως:

 

«(2) Εκάστη απόφασις, περιλαμβανομένου του μέρους αυτής το οποίον αφορά εις τα δικηγορικά έξοδα, εκτός εάν άλλη πρόβλεψις εγένετο εν τη αποφάσει δυνάμει του εδαφίου (1), θα φέρει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) τόκο προς 5,5% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ή εν σχέσει με εκκρεμούσες αγωγές, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2008, μέχρι τελικής αποπληρωμής του χρέους:

 

Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, όταν συντρέχουν λόγοι, να επιδικάσει τόκο  –

 

(α) Σε ολόκληρο το επιδικαζόμενο με την απόφαση ποσό, για μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης ή

 

(β) σε μέρος μόνο του επιδικαζόμενου με την απόφαση ποσού, για ολόκληρη ή μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περιπτώσεις δόλου ή απάτης εκ μέρους του εναγομένου, ο τόκος αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία δημιουργίας του αγώγιμου δικαιώματος, ανεξαρτήτως του κατά πόσο εκκρεμεί ή όχι αγωγή:

 

Νοείται έτι περαιτέρω ότι ουδέν των εν τω παρόντι εδαφίω προβλεπομένων θα εφαρμόζεται εις οιανδήποτε απόφασιν εκδοθείσαν προ της 16ης Νοεμβρίου, 1944, και πάσα τοιαύτη από[*2182]φασις θα φέρη τοιούτον τόκον ως εξειδικεύεται εν αυτή και συμφώνως προς τους όρους αυτής.»

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως (σελ. 28):

 

«……. Έχοντας υπόψη τη διάταξη του Άρθρου 33(2) του Ν. 14/60 καθώς και τη σχετική νομολογία που αφορά στην επιδίκαση τόκου (Μουστάκα ν. Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 173), κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως η επιδίκαση του τόκου αρχίσει από την καταχώρηση της αίτησης.»

 

Όπως φαίνεται από το πιο πάνω μέρος της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την Μουστάκα (άνω) προκειμένου να εφαρμόσει την πιο πάνω διάταξη.

 

Ανατρέξαμε στην υπόθεση Μουστάκας (άνω) και παρατηρούμε ότι και εκεί τα γεγονότα ήταν περίπου τα ίδια. Αφορούσε περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων και το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε νόμιμο τόκο επί του επιδικασθέντος ποσού από την ημερομηνία της απόφασης αντί της ημερομηνίας καταχώρησης της αίτησης που είναι ο κανόνας της πιο πάνω διάταξης. Παρεμπιπτόντως να σημειωθεί ότι επρόκειτο περί του ιδίου Δικαστή όπως και στην παρούσα υπόθεση.

 

Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση ανέφερε τ’ ακόλουθα στη σελ. 179:

 

«Επανερχόμενοι στο θέμα της επιδίκασης τόκου επί του εξ αποφάσεως χρέους και στην ήδη διαπιστωθείσα ανάγκη για τη διόρθωση του σφάλματος του πρωτόδικου δικαστηρίου που εντοπίσαμε, ερευνήσαμε το φάκελο της υπόθεσης για να δούμε την πορεία της διαδικασίας. Έχουμε τη γνώμη ότι η πορεία της διαδικασίας είναι παράγων ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου για σκοπούς καθορισμού της χρονικής περιόδου κατά την οποία επιδικάζεται νόμιμος τόκος επί του εξ αποφάσεως χρέους. Διαπιστώσαμε πως μετά την καταχώρηση της αρχικής αίτησης στις 6.4.1999 υπήρξε αδράνεια στη διαδικασία η οποία, άρχισε να προχωρεί με την καταχώρηση νέας τροποποιημένης αίτησης στις 15.5.2003. Για τη χρονική περίοδο από 6.4.1999 μέχρι 15.5.2003 δεν φαίνεται ότι ευθύνεται η εφεσίβλητη. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο δεν επιδικάζουμε τόκο επί του ποσού της απόφασης από της καταχωρή[*2183]σεως της αρχικής αίτησης. Κατά την κρίση μας είναι ορθό όπως το εξ αποφάσεως χρέος φέρει νόμιμο τόκο από 15.5.2003 που καταχωρήθηκε η τροποποιημένη αίτηση η οποία έδωσε ώθηση στη διαδικασία.»

 

Τα πιο πάνω εφαρμόζονται και στην υπό εξέταση υπόθεση.  Από το φάκελο της παρατηρούμε ότι η κυρίως αίτηση καταχωρήθηκε την 26/9/2007, ορίστηκε στις 30/10/2007 και η έκθεση υπεράσπισης καταχωρήθηκε στις 13/11/2007. Η εφεσίβλητη έκτοτε με διάφορα αιτήματα όπως, μεταξύ άλλων, χρόνο για καταχώρηση απάντησης (καταχωρήθηκε την 3/3/2008), για σκοπούς συμβιβασμού, (3/3/2008, 10/6/2008), αναβολή ακρόασης λόγω απουσίας της εφεσίβλητης στο εξωτερικό (16/12/2008) και ότι θα καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση της αίτησης (16/3/09, 1/6/09) καθυστερούσε τη διαδικασία. Αυτή άρχισε να προχωρεί με την καταχώρηση της νέας τροποποιημένης αίτησης στις 3/11/09. Από τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται ότι η εφεσίβλητη δεν έφερε ευθύνη για την καθυστέρηση που παρατηρείται για το διάστημα από την καταχώρηση της αίτησης στις 26/9/2007 μέχρι την καταχώρησης της τροποποιημένης αίτησης στις 3/11/2009. Κρίνουμε συνεπώς, βασιμο το παράπονο του εφεσείοντα και επιδικάζουμε τόκο από 3/11/2009.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει κατά τον πέμπτο και δεκατοτρίτο λόγο. Ως αποτέλεσμα και αφού συνυπολογίζουμε προς όφελος του εφεσείοντα το ποσό των €9.397,31 (£5.500) το σύνολο του ποσού των αφαιρέσεων που δικαιούται είναι €163.504,31 το οποίο αφαιρούμενο από το ποσό των €318.620 (αξία κατοικίας κατά τη διάσταση) δίδει υπόλοιπο €155.115,69.  Το 1/3 του ποσού αυτού είναι €51.705,23.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €51.705,23 πλέον νόμιμο τόκο από 3/11/2009 και με €500 έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει κατά τον πέμπτο και δέκατο τρίτο λόγο.

Εκδίδεται απόφαση για σχετική αναπροσαρμογή των επιδικασθέντων ποσών.

 

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς, με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο