Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργου Οικονόμου (2014) 1 ΑΑΔ 2287

ECLI:CY:AD:2014:A786

(2014) 1 ΑΑΔ 2287

[*2287]17 Οκτωβρίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

 

v.

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 335/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση τραπεζικού δανείου ― Κατά πόσον ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε λογιστικούς και μαθηματικούς υπολογισμούς ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο, ενώ δεν είχε αμφισβητηθεί η καταχώρηση σχετικών τεκμηρίων και ουδεμία αντεξέταση έγινε επί του περιεχομένου τους ― Η κατάθεση Τεκμηρίου, το οποίο αποτελούσε μέρος του τραπεζικού βιβλίου και περιείχε όλες τις καταγραφές των πράξεων που έγιναν σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό, δεν άφηνε περιθώριο στο Δικαστήριο να προβεί σε δική του λογιστική έρευνα για επιβεβαίωση των διαφόρων ποσών που περιλαμβάνονταν σ’ αυτό.

 

Τραπεζικό Δίκαιο ― Απαιτήσεις δυνάμει συμβάσεων δανείου ― Η Τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησής της ― Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση.

 

Η εφεσείουσα Τράπεζα, κατόπιν συμφωνίας παραχώρησης στον εφεσίβλητο πελάτη της πιστωτικών διευκολύνσεων μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού με στόχο την αγορά και την πώληση χρηματιστηριακών αξιών, αξίωσε με αγωγή το ποσό των €190.098,74, πλέον τόκους, ως το χρεωστικό υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού. Αξίωσε επίσης την πώληση των μετοχών του εφεσιβλήτου που αυτός ενεχυρίασε προς όφελός της, προς ικανοποίηση της χρηματικής της αξίωσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσείουσα μερικώς και εξέδωσε απόφαση υπέρ της για το ποσό των €63.809,74, πλέον τό[*2288]κους καθώς και διατάγματα για πώληση των μετοχών, ενώ απέρριψε την εγερθείσα από τον εφεσίβλητο ανταπαίτηση.

 

Αντικείμενο της παρούσας έφεσης ήταν η μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο δύο χρεώσεων και των αναλογούντων σε αυτές τόκων, ως μέρος του αποδεδειγμένου χρέους του εφεσιβλήτου. Δηλαδή, του ποσού των ΛΚ35.860,43 που αφορούσε φερόμενες αγορές αξιών οι οποίες κρίθηκε ότι δεν καλύπτονται από εξουσιοδοτήσεις χρέωσης και του ποσού των ΛΚ6.376,88 για το οποίο κρίθηκε ότι δεν υπάρχει κανένα δικαιολογητικό. Περαιτέρω, αμφισβητείται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ενημερώθηκε για την επιβάρυνση τόκου υπερημερίας σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου του, με αποτέλεσμα να αφαιρεθούν οι χρεώσεις αυτές από το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν μπορούσε να αποδεχτεί την χρέωση των ΛΚ6.376,88 στις 27.5.98», όπως επίσης και τους αναλογούντες τόκους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρει στην απόφασή του ότι είχε ικανοποιηθεί για την τήρηση όλων των προϋποθέσεων του Άρθρου 22, του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, και αποδέχθηκε την κατάθεση του Τεκμηρίου 21, ως αντιγράφου τραπεζικού βιβλίου.

  2.   Παρά τη διαπίστωσή του όμως αυτή, και παρά το ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη αντίθετη μαρτυρία, προχώρησε και αντιπαρέβαλε το Τεκμήριο 21 με τα Τεκμήρια 22 και 23, που αποτελούσαν αναλυτική κατάσταση των πράξεων (transactions analytical report) και κατέληξε πως η χρέωση των ΛΚ6.376,88 δεν έχει κανένα δικαιολογητικό.

  3.   Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη. Με τα στοιχεία που τέθηκαν από την ΜΕ1, η αποδοχή από το Δικαστήριο του Τεκμηρίου 21 ως αντιγράφου τραπεζικού βιβλίου και η διαπίστωσή του ότι «τεκμηριώνει εκ πρώτης όψεως την υπόθεση της ενάγουσας και θα αποδεικνύει τούτη εκτός στην έκταση που ανατρέπεται από άλλη μαρτυρία που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων» είναι ορθή.

[*2289]  4.  Αυτό προκύπτει ευθέως από το Άρθρο 22 του Κεφ. 9. Το Τεκμήριο 21 καλύπτεται επίσης από το Bankers’ Books Evidence Act 1879,  το οποίο εφαρμόζεται στην Κύπρο, με βάση το Άρθρο 3 του Κεφ. 9. Η χρέωση του ποσού των ΛΚ6.376,88 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση, όπως άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε οποιαδήποτε χρέωση που περιλαμβάνεται στο εν λόγω Τεκμήριο.

  5.   Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπισή του, πέραν της γενικής άρνησης ως προς το οφειλόμενο ποσό, δεν αμφισβήτησε συγκεκριμένες χρεώσεις του εν λόγω λογαριασμού. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε  δεν ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να υπεισέλθει σε λεπτομερή έλεγχο της απαίτησης και να προβεί σε λογιστικούς και μαθηματικούς υπολογισμούς ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο, ενώ ουδεμία καταχώρηση του Τεκμηρίου 21 είχε αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση και ουδεμία αντεξέταση έγινε στη ΜΕ1 επί του περιεχομένου του εν λόγω Τεκμηρίου.

  6.   Η Τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησής της. Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση.

  7.   Σε περίπτωση όπου υπάρχει μόνο μία εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα, όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.

  8.   Συνήθως τέτοια θέματα εγείρονται σε υποθέσεις όπου δεν εμφανίζεται ο αντίδικος.

  9.   Στην προκείμενη όμως περίπτωση, ο εφεσίβλητος έλαβε μέρος στη διαδικασία.

10. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να παραμείνει μόνο μία εκδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κατάθεση του Τεκμηρίου 21, το οποίο αποτελούσε μέρος του τραπεζικού βιβλίου και περιείχε όλες τις καταγραφές των πράξεων που έγιναν σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό, δεν άφηνε περιθώριο στο Δικαστήριο να προβεί σε δική του λογιστική έρευνα για επιβεβαίωση των διαφόρων ποσών που περιλαμβάνονταν σ’ αυτόν.

11. Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες προέβησαν στην πιο πάνω χρέωση χωρίς δικαιολογητικό και αφαίρεσε το ποσό αυτό και τους αναλογούντες τόκους από το αποδεδειχθέν χρέος.

 

Δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι εφόσον «για τη χρέωση των ΛΚ35.928,60 στις 19.11.1999 δεν υπάρχει κανένα δικαιο[*2290]λογητικό πέραν της αναφοράς σε ανάληψη», και εφόσον η ΜΕ1 «μαρτυρά με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ποιες είναι οι αναλήψεις που πράγματι έκανε ο εφεσίβλητος και δεν αναφέρεται σε ανάληψη ημερομηνίας 19.11.1999 για το πιο πάνω ποσό, το τεκμήριο που δημιουργήθηκε με την κατάθεση του Τεκμηρίου 21 ανατράπηκε από τη μαρτυρία της ΜΕ1». Συναφής είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι «δεν αποδείχθηκε ανάληψη 35.928,60 στις 19.11.1999».

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ετύγχαναν εφαρμογή τα όσα αναφέρθησαν, σε συνάρτηση με το λόγο έφεσης 1. Το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 21 το πιο πάνω ποσό χαρακτηρίζεται ως ανάληψη, δεν δικαιολογεί το εύρημα του Δικαστηρίου περί ανατροπής του τεκμηρίου που δημιουργείται με το Τεκμήριο 21.

2.  Η αποδοχή του Τεκμηρίου 21 ως τραπεζικό βιβλίο και η απουσία αντεξέτασης ή άλλης μαρτυρίας ως προς την συγκεκριμένη καταχώρηση, απολήγει στο ότι το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του μόνο μία εκδοχή, αυτήν των εφεσειόντων.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ενημερώθηκε ότι σε περίπτωση που υπήρχε υπέρβαση του ορίου του, τότε ο λογαριασμός του θα επιβαρυνόταν με επιπλέον επιτόκιο υπερημερίας και αφαίρεσε τις χρεώεις αυτές από το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην κατάθεση της η ΜΕ1 αναφέρθηκε ότι, σύμφωνα με τον όρο 4 της επίδικης σύμβασης και κατ’ εφαρμογή του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (160(Ι)/1999), με γνωστοποίηση στον ημερήσιο τύπο, γνωστοποιήθηκε η μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου, όπως με λεπτομέρεια αναφέρεται στην κατάθεση.

2.  Οι δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο καταχωρίστηκαν ως Τεκμήριο 13. Πέραν τούτου, ο εφεσίβλητος ενημερωνόταν μέσα από τις καταστάσεις λογαριασμού οι οποίες του αποστέλλοντο μηνιαίως για την αύξηση του επιτοκίου και μετά τον τερματισμό που επήλθε με επιστολή προς τον εφεσίβλητο, ημερομηνίας 17.2.2005, Τεκμήριο 14, αυτός ενημερώθηκε ότι το χρεωστικό επιτόκιο αυξήθηκε σε 11.5%.

[*2291]3.    Η απουσία αντεξέτασης της μάρτυρος και αμφισβήτησης των θέσεών της, δεν άφηνε περιθώρια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να ερευνήσει το ίδιο το θέμα και να καταλήξει το ίδιο σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν ενημερωνόταν για την χρέωση τόκου υπερημερίας.

4.  Κατά συνέπεια, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η μάρτυρας ανέφερε πως η πρώτη ανακοίνωση δόθηκε στον τύπο χωρίς να παρουσιάσει τη δημοσίευση, έχοντας υπόψη ότι η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε επί του θέματος. Επιπρόσθετα, οι καταστάσεις λογαριασμού αποστέλλονταν στον εφεσίβλητο και σ’ αυτούς καταγραφόταν η αύξηση του επιτοκίου.

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν η εφεσείουσα δικαιούτο σε απόφαση επί ολοκλήρου του υπολοίπου απαιτούμενου ποσού και των τόκων.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Attorney General of the Republic v. Theocharides a.o. (1973) 2 C.L.R. 75,

 

Williams & Clyn’s Bank v. Ship Maria (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 309,

 

Σιάτης v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1598,

 

Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858,

 

Wynne v. Mavronicola ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138,

 

Χαριλάου ν. Τινέντη (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1677.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαλαχτός, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3341/05), ημερομηνίας 9/9/2009.

 

Χρ. Κότσαπα (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για την Εφεσείουσα.

 

Αρ. Εξήντα (κα) για Χρ. Παύλου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*2292]δώσει η Σταματίου, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα Τράπεζα, κατόπιν συμφωνίας παραχώρησης στον εφεσίβλητο πελάτη της πιστωτικών διευκολύνσεων μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού με στόχο την αγορά και την πώληση χρηματιστηριακών αξιών, αξίωσε με αγωγή το ποσό των €190.098,74, πλέον τόκους, ως το χρεωστικό υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού. Αξίωσε επίσης την πώληση των μετοχών του εφεσιβλήτου που αυτός ενεχυρίασε προς όφελός της προς ικανοποίηση της χρηματικής της αξίωσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσείουσα μερικώς και εξέδωσε απόφαση υπέρ της για το ποσό των €63.809,74, πλέον τόκους καθώς και διατάγματα για πώληση των μετοχών, ενώ απέρριψε την εγερθείσα από τον εφεσίβλητο ανταπαίτηση.

 

Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο δύο χρεώσεων και των αναλογούντων σε αυτές τόκων, ως μέρος του αποδεδειγμένου χρέους του εφεσιβλήτου. Δηλαδή, του ποσού των ΛΚ35.860,43 που αφορούσε φερόμενες αγορές αξιών οι οποίες κρίθηκε ότι δεν καλύπτονται από εξουσιοδοτήσεις χρέωσης και του ποσού των ΛΚ6.376,88 για το οποίο κρίθηκε ότι δεν υπάρχει κανένα δικαιολογητικό. Περαιτέρω, αμφισβητείται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ενημερώθηκε για την επιβάρυνση τόκου υπερημερίας σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου του, με αποτέλεσμα να αφαιρεθούν οι χρεώσεις αυτές από το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης δόθηκε εκ μέρους της Τράπεζας μαρτυρία μόνον από μία μάρτυρα, η οποία, προς απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, τις καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήριο 21), αναφέροντας ότι οι χρεοπιστώσεις που γίνονταν ως αποτέλεσμα των συναλλαγών του εφεσίβλητου, καταχωρούνταν στο λογαριασμό του και κατά το χρόνο αυτό ήταν ένα από τα συνήθη βιβλία της Τράπεζας σε ηλεκτρονική μορφή. Η ΜΕ1 ανέφερε ότι έχει συγκρίνει το Τεκμήριο αυτό με τις αρχικές καταχωρήσεις και διαπίστωσε ότι ήταν ορθό, εφόσον οι καταχωρήσεις ήταν οι ίδιες που αναγράφονταν στον υπολογιστή των εφεσειόντων. Η μαρτυρία της ως προς τις καταστάσεις λογαριασμού και τα ποσά που διαλαμβάνονται σε αυτές δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση, ούτε δόθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση.

 

[*2293]Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν μπορεί να αποδεχτεί την χρέωση των ΛΚ6.376,88 στις 27.5.98», όπως επίσης και τους αναλογούντες τόκους.

 

Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι το εν λόγω εύρημα είναι εσφαλμένο, καθότι στο δικόγραφο της υπεράσπισης του εφεσιβλήτου δεν αμφισβητήθηκε καμία καταχώρηση στο λογαριασμό του, δεν αντεξετάστηκε επί τούτου η ΜΕ1, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να δεικνύει το αντίθετο. Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ζήτησε διευκρινίσεις κατά την ακρόαση της υπόθεσης για τυχόν ασάφειες στην υπόθεση των εφεσειόντων, ανατρέποντας με αυτό τον τρόπο το ισοζύγιο της δικαιοδοσίας υπέρ του εφεσιβλήτου, εφόσον εξέτασε και ανέλυσε αυτές ως δικηγόρος υπεράσπισης κατά τη συγγραφή της απόφασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρει στην απόφασή του ότι έχει ικανοποιηθεί για την τήρηση όλων των προϋποθέσεων του Άρθρου 22, του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, και αποδέχθηκε την κατάθεση του Τεκμηρίου 21, ως αντιγράφου τραπεζικού βιβλίου. Αναφέρεται περαιτέρω στην απόφαση ότι: «Η αποδοχή του Τεκμήριου 21 ως αντιγράφου τραπεζικού βιβλίου τεκμηριώνει εκ πρώτης όψεως την υπόθεση της ενάγουσας και θα αποδεικνύει τούτη εκτός στην έκταση που ανατρέπεται από άλλη μαρτυρία που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων.» Παρά τη διαπίστωσή του όμως αυτή, και παρά το ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη αντίθετη μαρτυρία, προχώρησε και αντιπαρέβαλε το Τεκμήριο 21 με τα Τεκμήρια 22 και 23, που αποτελούσαν αναλυτική κατάσταση των πράξεων (transactions analytical report) και κατέληξε πως η χρέωση των ΛΚ6.376,88 δεν έχει κανένα δικαιολογητικό.

 

Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνουμε ότι είναι εσφαλμένη.

 

Με τα στοιχεία που τέθηκαν από την ΜΕ1, η αποδοχή από το Δικαστήριο του Τεκμηρίου 21 ως αντιγράφου τραπεζικού βιβλίου και η διαπίστωσή του ότι «τεκμηριώνει εκ πρώτης όψεως την υπόθεση της ενάγουσας και θα αποδεικνύει τούτη εκτός στην έκταση που ανατρέπεται από άλλη μαρτυρία που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων» είναι ορθή. Αυτό προκύπτει ευθέως από το Άρθρο 22 του Κεφ. 9. Το Τεκμήριο 21 καλύπτεται επίσης από το Bankers’ Books Evidence Act 1879, το οποίο εφαρμόζεται στην Κύπρο, με βάση το Άρθρο 3 [*2294]του Κεφ. 9. (Attorney General of the Republic v. Theocharides a.o. (1973) 2 C.L.R. 75, Williams & Clyn’s Bank v. Ship Maria (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 309 και Σιάτης v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1598). Η χρέωση του ποσού των ΛΚ6.376,88 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση, όπως άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε οποιαδήποτε χρέωση που περιλαμβάνεται στο εν λόγω Τεκμήριο. Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπισή του, πέραν της γενικής άρνησης ως προς το οφειλόμενο ποσό, δεν αμφισβήτησε συγκεκριμένες χρεώσεις του εν λόγω λογαριασμού. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι δεν ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να υπεισέλθει σε λεπτομερή έλεγχο της απαίτησης και να προβεί σε λογιστικούς και μαθηματικούς υπολογισμούς ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο, ενώ ουδεμία καταχώρηση του Τεκμηρίου 21 είχε αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση και ουδεμία αντεξέταση έγινε στη ΜΕ1 επί του περιεχομένου του εν λόγω Τεκμηρίου.

 

Η Τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησής της. Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση (Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858). Σε περίπτωση όπου υπάρχει μόνο μία εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα, όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο (Wynne v. Mavronicola ως διαχειριστή της περιουσίας του Μαυρονικόλα (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138). Συνήθως τέτοια θέματα εγείρονται σε υποθέσεις όπου δεν εμφανίζεται ο αντίδικος, όπως ήταν και τα γεγονότα στην υπόθεση Barry Wynne (πιο πάνω). Στην προκείμενη όμως περίπτωση, ο εφεσίβλητος έλαβε μέρος στη διαδικασία. Αρχικά με δικηγόρο και στην πορεία, μετά την απόσυρση του δικηγόρου του, αφού ολοκληρώθηκε η μαρτυρία της Τράπεζας, αυτοπροσώπως, χωρίς όμως να δώσει μαρτυρία ή να κλητεύσει άλλο μάρτυρα. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να παραμείνει μόνο μία εκδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κατάθεση του Τεκμηρίου 21, το οποίο αποτελούσε μέρος του τραπεζικού βιβλίου και περιείχε όλες τις καταγραφές των πράξεων που έγιναν σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό, δεν άφηνε περιθώριο στο Δικαστήριο να προβεί σε δική του λογιστική έρευνα για επιβεβαίωση των διαφόρων ποσών που περιλαμβάνονταν σ’ αυτόν.

 

Πέραν και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, όπως υπεδείχθη από τη συνήγορο των εφεσειόντων και προκύπτει από το ίδιο το Τεκμήριο 21, το ποσό των ΛΚ6.376,88 χρεώθηκε στο λογαριασμού του [*2295]εφεσιβλήτου στις 27.4.1998, με κωδικό 51, και το ίδιο ποσό πιστώθηκε στο λογαριασμό του στις 20.5.1998, με κωδικό 41. Οι κωδικοί επεξηγούνται στο ίδιο το Τεκμήριο, όπου ο κωδικός 41 επεξηγείται ως ακύρωση εγγραφής. Συνεπώς, είναι εύλογο να καταλήξει κάποιος ότι η εν λόγω χρέωση καταγράφηκε λανθασμένα και, όταν διαπιστώθηκε το λάθος, έγινε η ανάλογη διόρθωση με την ανάλογη πίστωση του λογαριασμού με το ίδιο ποσό.

 

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες προέβησαν στην πιο πάνω χρέωση χωρίς δικαιολογητικό και αφαίρεσε το ποσό αυτό και τους αναλογούντες τόκους από το αποδεδειχθέν χρέος.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι εφόσον «για τη χρέωση των ΛΚ35.928,60 στις 19.11.1999 δεν υπάρχει κανένα δικαιολογητικό πέραν της αναφοράς σε ανάληψη», και εφόσον η ΜΕ1 «μαρτυρά με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ποιες είναι οι αναλήψεις που πράγματι έκανε ο εφεσίβλητος και δεν αναφέρεται σε ανάληψη ημερομηνίας 19.11.1999 για το πιο πάνω ποσό, το τεκμήριο που δημιουργήθηκε με την κατάθεση του Τεκμηρίου 21 ανατράπηκε από τη μαρτυρία της ΜΕ1». Συναφής είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι «δεν αποδείχθηκε ανάληψη 35.928,60 στις 19.11.1999».

 

Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου, από τη μια, να αποδέχεται το Τεκμήριο 21 ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη των καταχωρήσεων που περιλαμβάνονται σ’ αυτό και, από την άλλη, να θεωρεί ότι αυτό ανατράπηκε από τη μαρτυρία της ίδιας της ΜΕ1, είναι αντιφατικό και η κατάληξή του εσφαλμένη. Και αυτό καθότι το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του άλλη μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η ανάληψη του εν λόγω ποσού δεν ήταν αληθινή. Περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγήθηκε ότι, εφόσον το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως εκ πρώτης όψεως ορθή την ανάληψη του ποσού, έχοντας αποδεχθεί το Τεκμήριο 21, δεν έπρεπε να ασχοληθεί περαιτέρω με το ποσό, εφόσον δεν είχε ενώπιόν του αμφισβήτηση αυτού ή αντίθετη μαρτυρία ή εάν είχε οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, όφειλε να έθετε το θέμα κατά το στάδιο της ακρόασης, ζητώντας περαιτέρω διευκρινίσεις και να μην αφήσει το θέμα στο στάδιο της απόφασης.

 

Υιοθετούμε τα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω, σε συνάρτηση με το λόγο έφεσης 1. Το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 21 το πιο πάνω ποσό χαρακτηρίζεται ως ανάληψη, δεν δικαιολογεί το εύρημα του [*2296]Δικαστηρίου περί ανατροπής του τεκμηρίου που δημιουργείται με το Τεκμήριο 21. Η αποδοχή του Τεκμηρίου 21 ως τραπεζικό βιβλίο και η απουσία αντεξέτασης ή άλλης μαρτυρίας ως προς την συγκεκριμένη καταχώρηση, απολήγει στο ότι το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του μόνο μία εκδοχή, αυτήν των εφεσειόντων.

 

Η θεώρηση του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η εν λόγω χρέωση, στηρίζεται στη δήλωση της ΜΕ1 όπου αναφέρεται στα ποσά των κερδών που απέσυρε ο εφεσίβλητος από τον λογαριασμό του, όπου δεν γίνεται αναφορά στο εν λόγω ποσό. Πέραν του ότι η ίδια η μάρτυρας παραπέμπει στην κατάσταση λογαριασμού για τα ποσά που αποσύρθηκαν, η αναφορά στο Τεκμήριο 21 της λέξης «ανάληψη» κάτω από το ποσό αυτό, υποδηλεί ότι το ποσό αυτό αφαιρέθηκε από τον λογαριασμό. Με δεδομένο ότι η μαρτυρία παρέμεινε αναντίλεκτη, δεν απαιτείτο ενδελεχής έλεγχος των ποσών της απαίτησης (Χαριλάου ν. Τινέντη (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1677).

 

Πέραν και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, επεξηγήθηκε από την συνήγορο των εφεσειόντων πως το ποσό αυτό δικαιολογείτο από το Τεκμήριο 22, ήτοι την αναλυτική κατάσταση των πράξεων. Συνακόλουθα, καταλήγουμε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αφαίρεσε το εν λόγω ποσό από το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του εφεσίβλητου.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ενημερώθηκε ότι σε περίπτωση που υπήρχε υπέρβαση του ορίου του, τότε ο λογαριασμός του θα επιβαρυνόταν με επιπλέον επιτόκιο υπερημερίας και αφαίρεσε τις χρεώσεις αυτές από το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Το εγερθέν από το Δικαστήριο θέμα, δεν αποτελούσε επίδικο θέμα, εισηγήθηκε η συνήγορος, αφού ουδέποτε αμφισβητήθηκε και το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να το εξετάσει.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με το θέμα της αύξησης του επιτοκίου:

 

«Καθ’ όσον αφορά τον τόκο προβλεπόταν στον όρο 4 της συμφωνίας η χρέωση επιτοκίου 8.5%, επί του ημερήσιου χρεωστικού υπολοίπου ή προς το ανώτατο ποσοστό επιτοκίου που θα επιτρεπόταν από τον νόμο.

 

Για την περίοδο μετά τον τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού του Εναγόμενου προβλεπόταν στον όρο 5 της [*2297]συμφωνίας τόκος προς 9% ή το ανώτατο επιτρεπόμενο υπό του Νόμου επιτόκιο.

 

Την 1.1.2001 τέθηκε σε ισχύ ο Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999 (αρ. 160(1) του 1999). Ο Περί Τόκου Νόμος του 1977 (αρ. 2(1) του 1977) καταργήθηκε και στα υφιστάμενα δάνεια ήταν δυνατό να καθορίζεται νέο επιτόκιο νοουμένου ότι η πιστώτρια τράπεζα θα ενημέρωνε τον χρεώστη είτε με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο είτε με γραπτή ειδοποίηση προς αυτόν για την αλλαγή (Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου 160(1) του 1999).

 

Μεταβολές στο επιτόκιο του λογαριασμού του Εναγόμενου σημειώθηκαν από την 1.1.2001. Το συνολικό επιτόκιο περιλάμβανε επιπροσθέτως του νέου καθορισθέντος χρεωστικού επιτοκίου επιτόκιο υπερημερίας, όπως φαίνεται στις παραγράφους 21 και 22 της γραπτής δήλωσης της Λ. Παντελίδου.

 

Το χρεωστικό επιτόκιο αυξήθηκε από 1.1.2001 μέχρι 12.8.2001 σε 9%. Στη συνέχεια και μέχρι τον τερματισμό κινήθηκε σε επίπεδα 8,5% και πιο κάτω. Μαρτύρησε η Λ. Παντελίδου πως υπήρξαν γνωστοποιήσεις στον ημερήσιο τύπο και ενημέρωση των πελατών της Ενάγουσας. Το Τεκμήριο 13 εμπεριέχει μια ανακοίνωση της Ενάγουσας που αφορά στην αύξηση του χρεωστικού επιτοκίου την 1.1.2001 και επτά δημοσιεύσεις στον τύπο που αφορούν τις μεταγενέστερες μεταβολές.

 

Η πρώτη ανακοίνωση δεν μαρτυρείται συγκεκριμένα να αποστάληκε στον Εναγόμενο και ότι η μάρτυρας αναφέρει (παραγρ. 23 της γραπτής δήλωσης Τεκμήριο 1) είναι ότι η ανακοίνωση αυτή δόθηκε σε όλες τις ημερήσιες εφημερίδες για να δημοσιευθεί. Καμιά δημοσίευση της ρηθείσας ανακοίνωσης δεν παρουσιάστηκε.

 

Στην παράγραφο 22 της γραπτής της δήλωσης αναφέρει η Λ. Παντελίδου πώς ο Εναγόμενος ενημερωνόταν ότι σε περίπτωση που υπήρχε υπέρβαση του ορίου του τότε ο λογαριασμός του θα επιβαρυνόταν με επιπλέον επιτόκιο υπερημερίας που και αυτό επιβαλλόταν την περίοδο από 1.1.2001 μέχρι και τον τερματισμό της συμφωνίας.

 

Στις επιστολές της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο που παρουσιάστηκαν (το Τεκμήριο 24 εμπεριέχει 17 τέτοιες) δεν γίνεται καμία αναφορά σε ζήτημα επιτοκίου. Αναφορά σε επιτόκιο [*2298]γίνεται στην επιστολή ημερομηνίας 25.10.2004 των δικηγόρων της Ενάγουσας (Τεκμήριο 25) και στην επιστολή της Ενάγουσας ημερομηνίας 17.2.2005 (Τεκμήριο 14) δηλαδή την επιστολή τερματισμού.»

 

Στην κατάθεση της η ΜΕ1 αναφέρθηκε ότι, σύμφωνα με τον όρο 4 της επίδικης σύμβασης και κατ’ εφαρμογή του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (160(Ι)/1999), με γνωστοποίηση στον ημερήσιο τύπο, γνωστοποιήθηκε η μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου, όπως με λεπτομέρεια αναφέρεται στην κατάθεση. Οι δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο καταχωρίστηκαν ως Τεκμήριο 13. Πέραν τούτου, ο εφεσίβλητος ενημερωνόταν μέσα από τις καταστάσεις λογαριασμού οι οποίες του αποστέλλοντο μηνιαίως για την αύξηση του επιτοκίου και μετά τον τερματισμό που επήλθε με επιστολή προς τον εφεσίβλητο, ημερομηνίας 17.2.2005, Τεκμήριο 14, αυτός ενημερώθηκε ότι το χρεωστικό επιτόκιο αυξήθηκε σε 11.5%. Η απουσία αντεξέτασης της μάρτυρος και αμφισβήτησης των θέσεών της, δεν άφηνε περιθώρια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να ερευνήσει το ίδιο το θέμα και να καταλήξει το ίδιο σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν ενημερωνόταν για την χρέωση τόκου υπερημερίας. Κατά συνέπεια, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η μάρτυρας ανέφερε πως η πρώτη ανακοίνωση δόθηκε στον τύπο χωρίς να παρουσιάσει τη δημοσίευση, έχοντας υπόψη ότι η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε επί του θέματος. Επιπρόσθετα, οι καταστάσεις λογαριασμού αποστέλλονταν στον εφεσίβλητο και σ’ αυτούς καταγραφόταν η αύξηση του επιτοκίου.

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν πιο πάνω και σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν σε συνάρτηση με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, κρίνουμε ότι η αφαίρεση από το Δικαστήριο των χρεώσεων, με επιπλέον επιτόκιο υπερημερίας, ήταν λανθασμένη. Η εφεσείουσα δικαιούται σε απόφαση επί ολοκλήρου του υπολοίπου ποσού και των τόκων, ως αναφέρεται στην παράγραφο 39 της κατάθεσης της ΜΕ1 (Τεκμήριο 1).

 

Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση σε ό,τι αφορά το ποσό και τους τόκους τροποποιείται, με το ποσό να ανέρχεται σε €252.548,13, πλέον τόκο 11.5%, από 1.7.2008 μέχρι εξοφλήσεως κεφαλαιοποιημένου την 30ην Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, ενώ κατά τα λοιπά παραμένει η ίδια. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον του εφεσίβλητου.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο