ECLI:CY:AD:2014:A790
(2014) 1 ΑΑΔ 2308
[*2308]17 Οκτωβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
CONSORTIA EUROPE LTD,
Εφεσείουσα,
v.
FREGATA HOLDINGS LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 387/2011)
Πολιτική Δικονομία ― Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ― Διάταξη 6 Θ.6 ― Ενωσιακό Δίκαιο ― Κανονισμός 1393/2007 ― Διαβίβαση και επίδοση δικαστικών και εξωδικαστικών εγγράφων μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη διαταγή παροχής άδειας επίδοσης του ιδίου του κλητηρίου σε εναγόμενο στο εξωτερικό, αντί της ειδοποίησης αυτού με βάση τη Διάταξη 6 Θ.6 ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για παραμερισμό της επίδοσης ― Απόφανση πλειοψηφίας Εφετείου ότι τίποτε δεν απαγορεύει τη μεθοδολογία που προνοείται από τη Δ.6 θ.6 και δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του Κανονισμού οποιαδήποτε απαγόρευση της επίδοσης ειδοποίησης αντί του κλητηρίου, ούτε και κατάργηση της εσωτερικής ή εθνικής νομοθεσίας ή πολιτικής δικονομίας κάθε κράτους μέλους.
Ενωσιακό Δίκαιο ― Κανονισμός 1393/2007 ― Διαβίβαση και επίδοση δικαστικών και εξωδικαστικών εγγράφων μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης ― Ιστορική αναδρομή ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Λέξεις και φράσεις ― «εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη» («writ of summons or an equivalent document») στο Άρθρο 19 του Κανονισμού 1393/2007/ΕΚ.
Στο επίκεντρο της έφεσης ήταν η ερμηνεία του Κανονισμού 1393/2007/ΕΚ ημερ. 13.11.2007 και η τυχόν επίπτωση της επί της Δ.6 θ. 6.
Πρωτοδίκως είχε δοθεί άδεια επί σχετικής μονομερούς αιτήσεως των εναγόντων-εφεσιβλήτων στο πλαίσιο της αγωγής υπ’ αρ. [*2309]2202/2010 όπως επιδοθεί το κλητήριο ένταλμα και η αίτηση ημερ. 12.08.2010 για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος εκτός δικαιοδοσίας στην εναγόμενη εταιρεία στην Αγγλία σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σε συγκεκριμένη διεύθυνση στο Ηνωμένο Βασίλειο, με οδηγίες όπως καταχωρηθεί σημείωμα εμφάνισης εντός τριάντα ημερών από της επιδόσεως.
Η εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία καταχώρησε εμφάνιση υπό διαμαρτυρία ακολουθούμενη από αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας με κύριο έρεισμα το δεδομένο ότι είχε διαταχθεί η επίδοση του ιδίου του κλητηρίου σε εναγόμενο στο εξωτερικό, αντί της ειδοποίησης αυτού κατά παράβαση της Δ.6 θ.6. Πρόσθετα, κατά παράλειψη των δικονομικών προνοιών δεν επιδόθηκαν, λόγω παράλειψης συμπερίληψης, η αίτηση ημερ. 17.9.2009 δυνάμει της οποίας επιτεύχθηκε η έκδοση του διατάγματος, καθώς και η συνοδευτική ένορκη δήλωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι ο Κανονισμός είχε πλέον ρυθμίσει την απευθείας μεταβίβαση εγγράφων για επίδοση στο εξωτερικό το ταχύτερο δυνατό. Αυτό, στο πλαίσιο επιδίωξης της διατήρησης και ανάπτυξης ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης όπου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων θεσπίζοντας προς το σκοπό αυτό μέτρα δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αυτό προϋποθέτει, όπως υπέδειξε, ταχύτερη διαβίβαση εγγράφων μεταξύ χωρών μελών των δικαστικών και εξωδικαστικών πράξεων. Δημιουργήθηκε έτσι, σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη, μια νέα νομική πραγματικότητα με αποτέλεσμα ως ανέφερε, «…. προκειμένου για επίδοση σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υφίσταται η ανάγκη που οδήγησε στη ρύθμιση να επιδίδεται ειδοποίηση του κλητηρίου ως «μια διακρατική φιλοφρονητική χειρονομία» ή με άλλα λόγια δεν υφίστανται πλέον οι λόγοι που αποτέλεσαν την αιτιολογική βάση της Δ.6 κ.6.».
Η αιτιολογική σκέψη του Δικαστηρίου είχε αναφορά και στο Άρθρο 19 του Κανονισμού το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία σε περίπτωση ερημοδικίας και στο οποίο καθορίζονται ως έγγραφα προς απόδειξη της υπόθεσης «το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη».
Ως προς τη μη επίδοση όλων των εγγράφων συμφώνως της Δ.48 θ.13, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι μια μέρα πριν από την ακρόαση της αίτησης για παραμερισμό, επέδωσαν τα παρα[*2310]ληφθέντα έγγραφα και συνεπώς κανένα δικαίωμα της εφεσείουσας δεν επηρεάστηκε λόγω της μη επίδοσης, αυτής αναγόμενης σε απλή παρατυπία που έχει θεραπευτεί.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Δεν μπορεί η Δ.6 θ.6 να καταργηθεί με έμμεση ανάκληση της λόγω του Κανονισμού, ο οποίος και δεν περιέχει καμιά πρόνοια που στην ουσία να αντιστρατεύεται την ως άνω θεσμική πρόνοια.
β) Δεν υπήρχε στην απόφαση του Δικαστηρίου εύρημα περί οποιασδήποτε αντίφασης μεταξύ των προνοιών της Οδηγίας και της Δ.6 θ.6, ώστε οι δύο διατάξεις να αδυνατούσαν να συνυπάρξουν, ούτε και ο Κανονισμός ρυθμίζει εξαντλητικά τον τρόπο επίδοσης ή τη μορφή που λαμβάνουν τα έγγραφα προς επίδοση.
γ) Η Δ.6 οριοθετεί τις περιπτώσεις επέκτασης της δικαιοδοσίας, και η εκτός Κύπρου επίδοση δικαστικών εγγράφων δεν είναι δικαιωματική, αλλά δίδεται κατά διακριτική ευχέρεια, με τη διακρατική αβρότητα μεταξύ χωρών ως στοιχείο σεβασμού της ανεξαρτησίας κάθε κράτους να μην καταργείται με την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ύπαρξη της Οδηγίας.
δ) Ο Κανονισμός δεν καθορίζει τον τύπο ή τη μορφή των προς επίδοση εγγράφων και λανθασμένα ερμηνεύτηκε το Άρθρο 19 αυτού, όπως επίσης λανθασμένα αποφασίστηκε ότι η επίδοση του κλητηρίου αποτελεί παρατυπία εύκολα θεραπεύσιμη.
ε) Το ίδιο ισχύει και για την μη επίδοση των υπολοίπων εγγράφων η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύτηκε μεταγενέστερα με την εκ των υστέρων επίδοση τους, ιδιαιτέρως εφόσον η εφεσείουσα εμφανίστηκε υπό διαμαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Ναθαναήλ Δ., συμφωνούντος και του Παρπαρίνου Δ.:
1. Από την ανάλυση του Κανονισμού, διαφαινόταν ότι τίποτε δεν αναιρεί την δυνατότητα επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου, αντί του ιδίου του κλητηρίου.
2. Τίποτε δεν απαγορεύει τη μεθοδολογία που προνοείται από τη Δ.6 θ.6 και όλα όσα αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξισούνται με οποιαδήποτε απαγόρευση της επίδοσης ειδοποίησης αντί του κλητηρίου, ούτε και ισοδυναμούν με κατάργηση της εσω[*2311]τερικής ή εθνικής νομοθεσίας ή πολιτικής δικονομίας κάθε κράτους μέλους.
3. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την εθνική κυριαρχία από την άποψη ότι ο Κανονισμός, όπως και όλες οι προηγούμενες προσπάθειες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, είχαν και έχουν σκοπό να συγκλίνουν όσο το δυνατό τις διαδικασίες επίδοσης εγγράφων μεταξύ των μελών της Ένωσης και όχι να υποκαταστήσουν όλες τις πολιτικές δικονομίες των κρατών της.
4. Αυτό αναγνωρίζεται και από την αιτιολογική σκέψη (15), όπου γίνεται αναφορά στις δικονομικές διαφορές που υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη σε συνάρτηση με τη ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για την επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων. Και βεβαίως δεν είναι η μόνη διάταξη από δικονομικής πλευράς που διαφέρει από κράτος σε κράτος.
5. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κατάργησης ουσιαστικά της Δ.6 θ.6, λόγω της ύπαρξης του Κανονισμού αφαιρεί αυτή την άμυνα που οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί της Δημοκρατίας δίδουν στον παραλήπτη της επίδοσης των εγγράφων, ο οποίος και υποχρεώνεται, μετά από την επέκταση της δικαιοδοσίας του Κυπριακού Δικαστηρίου σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης, να εμφανιστεί στην επικράτεια της Δημοκρατίας για να υπερασπιστεί εαυτόν.
6. Θα ήταν συνεπώς άδικο να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί τις δικονομικές πρόνοιες του κράτους στο οποίο καλείται να υπερασπιστεί με βάση το δικονομικό δίκαιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον αντίδικο του για να υπαχθεί στη δική του δικαιοδοσία.
7. Αυτή η ανάλυση έδειχνε και την ουσιαστική αδυναμία στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διαπιστωνόταν εγγενής αντιφατικότητα μεταξύ της δυνατότητας να χρησιμοποιείται η Δ.6 για επίδοση στο εξωτερικό, έστω και αν αυτή η χώρα είναι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά να παρακάμπτεται ή να παραγνωρίζεται μέρος της Δ.6 και συγκεκριμένα ο θεσμός 6, επιδίδοντας το κλητήριο και όχι την ειδοποίηση αυτού.
8. Ο Ευρωπαϊκός χώρος δεν κατέστη ακόμη τόσο ενιαίος ώστε να εξουδετερώνονται όλα τα δικονομικά μέτρα που ισχύουν σε κάθε χώρα ως εθνική χωριστή οντότητα.
9. Ο Κανονισμός πουθενά δεν επιτάσσει την επίδοση του ιδίου του κλητηρίου αντί της ειδοποίησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Κανονισμός έχει εμμέσως πλην σαφώς καταργήσει τη Δ.6 θ.6. Αυτό όμως δεν ισχύει.
10. Χρειάζεται ρητή τροποποίηση της συγκεκριμένης δικονομικής πρόνοιας για να εκλείψει η ισχύς της από το δικονομικό πλαίσιο των Θεσμών. Αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα και δεν νοείται έμμεση τροποποίηση ή κατάργηση.
[*2312]11. Ούτε και η τροποποίηση του Συντάγματος με το Νόμο αρ. 127(Ι)/2006 και την ενσωμάτωση σ’ αυτό του Άρθρου 1Α, διαφοροποιεί τα πράγματα διότι ο Κανονισμός 1393/2007 έχει βεβαίως νομική ισχύ στη Δημοκρατία, που είναι και η ρητή πρόνοια του εν λόγω Άρθρου, αλλά δεν σημαίνει ότι αντικαθιστά την ημεδαπή δικονομία σ’ όλες τις εκφάνσεις της.
12. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τις πρόνοιες του Άρθρου 19 του Κανονισμού που αφορά την ερημοδικία. Σ’ αυτό το Άρθρο γίνεται για πρώτη φορά μνεία των λέξεων «εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη» που διαβιβάζεται προς άλλο κράτος μέλος για σκοπούς επίδοσης, οπότε αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί, δεν θα εκδοθεί απόφαση εκτός και αν τηρηθούν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
13. Η χρήση των λέξεων «εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη» («writ of summons or an equivalent document»), ουδόλως επιβάλλει την επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε αποκλεισμό της ειδοποίησης του κλητηρίου.
14. Κατ’ αρχάς παρατηρείται ότι στην παράγραφο 1(α) του Άρθρου 19 προνοείται ότι η επίδοση θα πρέπει να έχει επιτευχθεί «όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής» όπως και για την επίδοση εγγράφων σε αγωγές εντός της επικράτειας του. Απορρέει ότι για σκοπούς αμοιβαιότητας, αλλά και αναλογικότητας, εξυπακούεται ότι και η μεθοδολογία έναρξης της διαδικασίας επίδοσης από το κράτος μέλος, από όπου εκδίδεται το σχετικό διάταγμα, θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το δικό του ημεδαπό δίκαιο, εφόσον βεβαίως δεν αντιστρατεύεται τον Κανονισμό.
15. Μετέπειτα, η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο με αναφορά στις λέξεις «εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη λέξη» είναι περιοριστική διότι δεν έστρεψε την προσοχή του και στην ουσιαστική ρύθμιση στο τέλος της παραγράφου 1, ότι η επίδοση, κοινοποίηση ή παράδοση του εγγράφου «έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί».
16. Με άλλα λόγια, η έμφαση εδώ είναι ότι σε περίπτωση ερημοδικίας, το Δικαστήριο πρέπει προτού εκδώσει απόφαση να ικανοποιηθεί ότι ο εναγόμενος ειδοποιήθηκε έγκαιρα ώστε να δυνηθεί να αμυνθεί. Η άμυνα βεβαίως ορίζεται και τροχοδρομείται στη βάση του δικονομικού δικαίου της χώρας στην οποία καλείται να υπερασπιστεί.
17. Όσον αφορούσε στην παράβαση της Δ.48 θ.13, η οποία επιβάλλει την επίδοση ταυτόχρονα με το διάταγμα που εκδίδεται μετά από μονομερή αίτηση, και της ίδιας της μονομερούς αιτήσεως, μαζί με τη συνοδευτική ένορκη δήλωση της, το μόνο που έπρεπε να τονισθεί είναι ότι το λεκτικό της είναι σαφές και επιτακτικό και δεν χωρεί απόκλιση από αυτό ώστε η απόκλιση αυτή να θεωρείται θεραπεύσιμη κάτω από τη Δ.64 ως παρατυπία.
[*2313]Β. Υπό Γιασεμή Δ.:
1. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ερώτημα το οποίο ετίθετο προς απάντηση ήταν κατά πόσο η Δ.6, κ. 6, έχει καταργηθεί από τον Κανονισμό 1393/2007, προκειμένου για επίδοση αγωγής η οποία διενεργείται σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, ο Κανονισμός δεν έχει καθιερώσει ένα κοινό τύπο δικαστικής πράξης, ο οποίος να χρησιμοποιείται ο ίδιος σε όλα τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο, όμως, του Άρθρου 19, προβλέπεται ότι η προς επίδοση δικαστική πράξη θα πρέπει να είναι έγγραφο εισαγωγικό της δίκης, με την έννοια, βέβαια, που η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., έχει αποδώσει στον όρο αυτό, βασικά, εξετάζοντας το θέμα σε συνάρτηση με την κατοχύρωση του δικαιώματος του εναγομένου να λάβει επαρκή γνώση της εναντίον του δικαστικής διαδικασίας, προκειμένου να μπορεί να αμυνθεί.
3. Συγκεκριμένα, το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση C-14/2007 Ingenieubüro Michael Weiss and Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin, ως επίσης και στην υπόθεση C-325/11 Krystyna Alder and another v. Sabina Orlowska and another.
4. Είναι, φανερό, από την πιο πάνω νομολογία, ότι ένα έγγραφο εξετάζεται πότε αποτελεί δικαστική πράξη στα πλαίσια του Κανονισμού, και, δη, «εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη», ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το Άρθρο 19 αφορά στην περίπτωση της ερημοδικίας.
5. Όπως διαπιστώθηκε και προηγουμένως, το θέμα της διατύπωσης του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου παραμένει στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών του κάθε κράτους μέλους, με ό,τι η οικεία δικαστική δικονομία προβλέπει για γενική χρήση σε αστικές υποθέσεις. Αυτό συνάγεται και από την υπόθεση Ingenieubüro Michael Weiss and Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin, ανωτέρω.
6. Στην προκειμένη περίπτωση, η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος, ορώμενη υπό το φως των ημεδαπών Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας, σαφώς, δεν αποτελεί εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ούτε αποτελεί άλλη ισοδύναμη πράξη. Επομένως, δε θα μπορούσε να περάσει τον έλεγχο του δικαστή του κράτους μέλους προέλευσης, που προβλέπει το Άρθρο 19, σε περίπτωση ερημοδικίας.
7. Άλλωστε, δεν ήταν ποτέ αυτός ο σκοπός της υιοθέτησής της. Μάλιστα, στην απόφαση Τηλέτυπος Α.Ε. ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1863, στη σελίδα 1865, επισημαίνεται ότι η ειδοποίηση αποτελεί, απλώς, ενημέρωση του εναγομένου «πως εκκρεμεί κάποια διαδικασία εις βάρος του στη χώρα από την [*2314]οποία εκδίδεται η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος».
8. Επιπρόσθετα, το περιεχόμενο της ειδοποίησης, ως έχει στον τύπο 6, δεν διέπεται από τους δικογραφικούς κανόνες που προβλέπει η Δ.19. Επομένως, επαφίεται, βασικά, στον κάθε ενάγοντα τι θα περιλάβει σ’ αυτήν, ως περιγραφή της απαίτησής του.
9. Η συνέπεια θα είναι να τίθεται σε αβεβαιότητα η εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής, που θέλει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο να παρέχει στον εναγόμενο όλες τις πληροφορίες σε σχέση με την απαίτηση, οι οποίες είναι αναγκαίες προς διασφάλιση του δικαιώματός του να αμυνθεί.
10. Το συμπέρασμα είναι ότι, σε τέτοια περίπτωση, όπως η παρούσα, ό,τι θα πρέπει να επιδίδεται σε μη Κύπριο πολίτη, ο οποίος βρίσκεται σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι το κλητήριο ένταλμα, το οποίο συνιστά το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο.
11. Ο Κανονισμός, οπωσδήποτε, θέτει αυτόν τον περιορισμό με το Άρθρο 19 και δε δικαιολογείται υπαναχώρηση, ακόμα και με δεδομένο το λεκτικό, στο οποίο είναι διατυπωμένο το υπό χρήση κλητήριο ένταλμα στην Κύπρο. Στο ίδιο πλαίσιο είναι και ο περιορισμός ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο θα πρέπει να είναι συνταγμένο στη γλώσσα, την οποία κατανοεί ο παραλήπτης, εναγόμενος, ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής, όπου πρόκειται να γίνει επίδοση.
12. Ουσιαστικά, με τη θέσπιση σε ισχύ του Κανονισμού 1393/2007, έχει εκλείψει, πλέον, η ανάγκη για τήρηση των κανόνων διακρατικής αβρότητας σε σχέση με την επίδοση κλητηρίου σε μη Κύπριο πολίτη, ο οποίος βρίσκεται σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· υπενθυμίζεται ότι αυτός ήταν και ο μοναδικός σκοπός υιοθέτησης της ειδοποίησης.
13. Επισημαίνεται δε ότι, με την εμμονή στη χρήση της, ουσιαστικά, γίνεται διάκριση μεταξύ Κυπρίων πολιτών και πολιτών άλλων κρατών μελών της Ένωσης, ευρισκομένων εντός των γεωγραφικών της συνόρων. Η διάκριση αυτή, βέβαια, εξακολουθεί να υφίσταται σε σχέση με πρόσωπα τα οποία δεν είναι πολίτες κράτους μέλους και ευρίσκονται εκτός των συνόρων της. Σε σχέση, όμως, με πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υφίσταται, πλέον, οποιοσδήποτε τέτοιος περιορισμός, ούτε δικαιολογείται η διατήρηση της προαναφερθείσας διάκρισης σε ισχύ.
14. Σχετικά είναι και τα Άρθρα 18 και 20 (1) της Σ.Λ.Ε.Ε.
15. Σύμφωνα με την καθοδήγηση που παρέχεται και δεδομένων των πιο πάνω προνοιών της Σ.Λ.Ε.Ε. και του Συντάγματος, η Δ.6, κ. 6, θα πρέπει να τύχει και δεύτερης προσαρμογής, μετά από την ερμηνεία την οποία της έδωσε η E. Philippou Ltd. v. Littner Hampton Ltd. κατωτέρω, κατά τρόπο ώστε ο όρος «πολίτης της Κύπρου (Cypriot national)», να αντικατασταθεί με τον όρο «πολίτης της [*2315]Ευρωπαϊκής Ένωσης».
16. Αυτό σημαίνει πως, όταν ο εναγόμενος σε μια αγωγή φέρει την πιο πάνω ιδιότητα και διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να του επιδίδεται το «εισαγωγικό δίκης έγγραφο», δηλαδή το κλητήριο ένταλμα, όπως προβλέπεται στη Δ.5, κ. 1, και όχι ειδοποίησή του. Σε διαφορετική περίπτωση, η επίδοση θα είναι αντικανονική και, κατά συνέπεια, άκυρη.
17. Δεν ήταν αναγκαία η εξέταση των λόγων έφεσης που σχετίζονταν με τη Δ.48, κ. 13, δεδομένης της αποδοχής της με την απόφαση της πλειοψηφίας.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Plumex v Young Sports NV (Case C-473/04) ημερ. 9.2.2006,
Alder & Alder v. Orlowska & Orlowski C-325/11, ημερ. 19.12.2012, ΔΕΕ,
E-Philippou Ltd v. Littner Hampton Ltd (1984) 1 C.L.R. 716,
Τηλέτυπος Α.Ε. ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1863,
Geo. Monro, Ltd. v. American Cuanamid Corpn. [1944] 1 All E. R. 386,
Ingenieubüro Michael Weiss and Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin C-14/2007,
Alder a.o. v. Orlowska a.o. C-325/11,
Διογένης Χριστοφόρου Λτδ ν. Giosa (2012) 1 Α.Α.Δ. 1196.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Οικονόμου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2202/10), ημερομηνίας 30/9/2011.
Μ. Μάρκου με Π. Κολατσή (κα), για την Εφεσείουσα.
Κ. Χατζηδημητρίου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
[*2316]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και ο Παρπαρίνος, Δ., θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ. Απόφαση μειοψηφίας θα δοθεί από τον Δικαστή Γιασεμή.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στο επίκεντρο της έφεσης είναι η ερμηνεία του Κανονισμού 1393/2007/ΕΚ ημερ. 13.11.2007 και η τυχόν επίπτωση της επί της Δ.6 θ. 6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε την εξής περίπτωση. Είχε δοθεί άδεια επί σχετικής μονομερούς αιτήσεως των εναγόντων-εφεσιβλήτων στο πλαίσιο της αγωγής υπ’ αρ. 2202/2010 όπως επιδοθεί το κλητήριο ένταλμα και η αίτηση ημερ. 12.08.2010 για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος εκτός δικαιοδοσίας στην εναγόμενη εταιρεία στην Αγγλία σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σε συγκεκριμένη διεύθυνση στο Ηνωμένο Βασίλειο, με οδηγίες όπως καταχωρηθεί σημείωμα εμφάνισης εντός τριάντα ημερών από της επιδόσεως.
Η εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία καταχώρησε εμφάνιση υπό διαμαρτυρία ακολουθούμενη από αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας με κύριο έρεισμα το δεδομένο ότι είχε διαταχθεί η επίδοση του ιδίου του κλητηρίου σε εναγόμενο στο εξωτερικό, αντί της ειδοποίησης αυτού κατά παράβαση της Δ.6 θ.6. Πρόσθετα, κατά παράλειψη των δικονομικών προνοιών δεν επιδόθηκαν, λόγω παράλειψης συμπερίληψης, η αίτηση ημερ. 17.9.2009 δυνάμει της οποίας επιτεύχθηκε η έκδοση του διατάγματος, καθώς και η συνοδευτική ένορκη δήλωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι ο Κανονισμός είχε πλέον ρυθμίσει την απευθείας μεταβίβαση εγγράφων για επίδοση στο εξωτερικό το ταχύτερο δυνατό. Αυτό, στο πλαίσιο επιδίωξης της διατήρησης και ανάπτυξης ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης όπου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων θεσπίζοντας προς το σκοπό αυτό μέτρα δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αυτό προϋποθέτει ταχύτερη διαβίβαση εγγράφων μεταξύ χωρών μελών των δικαστικών και εξωδικαστικών πράξεων. Δημιουργήθηκε έτσι μια νέα νομική πραγματικότητα με αποτέλεσμα ως ανέφερε, «…. προκειμένου για επίδοση σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υφίσταται η ανάγκη που οδήγησε στη ρύθμιση να επιδίδεται ειδοποίηση του κλητηρίου ως «μια διακρατική φιλοφρονητική χειρονομία» ή με άλλα λόγια δεν υφίστανται πλέον οι λόγοι που αποτέλεσαν την αιτιολογική βάση της Δ.6 κ.6.».
[*2317]Η αιτιολογική σκέψη του Δικαστηρίου είχε αναφορά και στο Άρθρο 19 του Κανονισμού το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία σε περίπτωση ερημοδικίας και στο οποίο καθορίζονται ως έγγραφα προς απόδειξη της υπόθεσης «το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη.». Το Άρθρο 19 είναι το μόνο που προσδιορίζει την επίδοση δικαστικών πράξεων από ολόκληρο τον Κανονισμό και, κατά το Δικαστήριο, ήταν επιβεβαιωτικό της θέσης του ότι τα κράτη μέλη έχουν συμφωνήσει να αποδέχονται για επίδοση το ίδιο το κλητήριο έχοντας παραιτηθεί από το «δικαίωμα» να επιδίδεται στο έδαφος τους ειδοποίηση και όχι το ίδιο το κλητήριο. Η επίδοση γνωστοποίησης ή ειδοποίησης δυνάμει της Δ.6 θ.6, δεν ισχύει πια έχοντας υπόψη ότι θεσπίστηκε σε άλλες εποχές για να εξυπηρετήσει άλλες ανάγκες. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η Δ.6 θ.6, θα πρέπει να θεωρείται ως καταργηθείσα από τον Κανονισμό, ο οποίος έχει αυξημένη ισχύ. Ιδιαιτέρως εφόσον με την επίδοση του κλητηρίου και όχι της ειδοποίησης, η εφεσείουσα ουδόλως επηρεάζεται αφού το ζήτημα αφορά πρωτίστως το κράτος και την κυριαρχία του.
Ως προς τη μη επίδοση όλων των εγγράφων συμφώνως της Δ.48 θ.13, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι μια μέρα πριν την ακρόαση της αίτησης για παραμερισμό, επέδωσαν τα παραληφθέντα έγγραφα και συνεπώς κανένα δικαίωμα της εφεσείουσας δεν επηρεάστηκε λόγω της μη επίδοσης, αυτής αναγόμενης σε απλή παρατυπία που έχει θεραπευτεί.
Τα ίδια επιχειρήματα που η εφεσείουσα εταιρεία ανέπτυξε πρωτοδίκως επαναλήφθηκαν και κατ’ έφεση. Η εφεσείουσα θεωρεί ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην απόφαση του. Το εκτεταμένο περίγραμμα αγόρευσης της συνηγόρου της, στο οποίο λεπτομερώς και με ιδιαίτερη σπουδή αναπτύσσονται οι δέκα λόγοι έφεσης, με παραπομπή στις συνημμένες αυθεντίες, μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: δεν μπορεί η Δ.6 θ.6 να καταργηθεί με έμμεση ανάκληση της λόγω του Κανονισμού, ο οποίος και δεν περιέχει καμιά πρόνοια που στην ουσία να αντιστρατεύεται την ως άνω θεσμική πρόνοια. Δεν υπάρχει στην απόφαση του Δικαστηρίου εύρημα περί οποιασδήποτε αντίφασης μεταξύ των προνοιών της Οδηγίας και της Δ.6 θ.6, ώστε οι δύο διατάξεις να αδυνατούν να συνυπάρξουν, ούτε και ο Κανονισμός ρυθμίζει εξαντλητικά τον τρόπο επίδοσης ή τη μορφή που λαμβάνουν τα έγγραφα προς επίδοση. Η Δ.6 οριοθετεί τις περιπτώσεις επέκτασης της δικαιοδοσίας, και η εκτός Κύπρου επίδοση δικαστικών εγγράφων δεν είναι δικαιωματική, αλλά δίδεται κατά διακριτική ευχέρεια, με τη διακρατική αβρότητα μεταξύ χωρών ως στοιχείο σεβασμού της ανεξαρτησίας κάθε κράτους να [*2318]μην καταργείται με την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ύπαρξη της Οδηγίας. Ο Κανονισμός δεν καθορίζει τον τύπο ή τη μορφή των προς επίδοση εγγράφων και λανθασμένα ερμηνεύτηκε το Άρθρο 19 αυτού, όπως επίσης λανθασμένα αποφασίστηκε ότι η επίδοση του κλητηρίου αποτελεί παρατυπία εύκολα θεραπεύσιμη. Το ίδιο ισχύει και για την μη επίδοση των υπολοίπων εγγράφων η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύτηκε μεταγενέστερα με την εκ των υστέρων επίδοση τους, ιδιαιτέρως εφόσον η εφεσείουσα εμφανίστηκε υπό διαμαρτυρία στην όλη διαδικασία ακριβώς για να ελέγξει το βάσιμο του διατάγματος και της επίδοσης, γεγονός που παραγνωρίστηκε πλήρως από το Δικαστήριο.
Οι εφεσίβλητοι αντικρούουν τα ως άνω επιχειρήματα υποστηρίζοντας την πρωτόδικη κρίση. Η δεσμευτικότητα του Κανονισμού καθιστά ανενεργή τη Δ.6 θ.6 και ουσιαστικά καταργηθείσα, χωρίς να απαιτείται ανάκληση ή κανονιστική διαφορετική ρύθμιση στο ημεδαπό δίκαιο. Κανένα δικαίωμα της εφεσείουσας εταιρείας δεν έχει παραβιαστεί με την επίδοση του κλητηρίου και όχι της ειδοποίησης. Η ανάγκη για επέκταση της δικαιοδοσίας έχει ουσιαστικά παραμεριστεί με τον Κανονισμό εφόσον τα κράτη μέλη έχουν δεχθεί την επίδοση εγγράφων απευθείας, θα ήταν δε και αντιφατικό η Κυπριακή Δημοκρατία να αποδέχεται κλητήρια επιδοθέντα εντός αυτής από άλλη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ταυτόχρονα να υφίσταται ανάγκη για επίδοση ειδοποίησης από τη Δημοκρατία προς άλλες χώρες-μέλη της Ένωσης. Μετέπειτα, το κλητήριο ένταλμα ρητά καθορίζεται ως το μέσο απόδειξης της υπόθεσης του ενάγοντα σε περίπτωση μη εμφάνισης από τον εναγόμενο κατά το Άρθρο 19 του Κανονισμού και επομένως δεν χρειάζεται η επίδοση ειδοποίησης. Εν πάση περιπτώσει, η όποια λανθασμένη επίδοση του κλητηρίου είναι παρατυπία θεραπεύσιμη κάτω από τη Δ.64 θ.2, εφόσον η κυριαρχία άλλου κράτους δεν επηρεάζεται. Όσον αφορά την επίδοση των εγγράφων μαζί με το κλητήριο, αυτή δεν επιβαλλόταν να γίνει την ίδια ημέρα επίδοσης του κλητηρίου και εν πάση περιπτώσει επιδόθηκαν μεταγενέστερα, η δε εφεσείουσα εταιρεία έλαβε γνώση πλήρως όλων των εγγράφων ώστε να μην παρέχεται πεδίο αμφισβήτησης της ορθότητας της εκ των υστέρων επίδοσης.
Εξετάζοντας το όλο θέμα που προέκυψε θα πρέπει κατ’ αρχάς να τεθεί το υπόβαθρο της έκδοσης του Κανονισμού («Regulation (EC) No. 1393/2007 of the European Parliament and of the Council of 13 November 2007 on the service in the Member States of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters (service of documents), and repealing Council [*2319]Regulation (EC) No. 1348/2000»). Όπως αναφέρεται στον τίτλο, ο Κανονισμός που αναφέρεται και ως «Service Regulation», (C.M. V. Clarkson & Jonathan Hill: The Conflict of Laws, 4η έκδ. σελ. 5 και Collier’s Conflict of Laws, 4η έκδ. σελ. 163), αντικατέστησε τον προηγούμενο Κανονισμό 1348/2000, η έκδοση του οποίου είχε βασιστεί στη Σύμβαση του 1997 για την επίδοση εγγράφων η οποία και δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή. Ο Κανονισμός 1348/2000 βελτίωσε γενικά, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη (5) του Κανονισμού 1393/2007, τη διαβίβαση, επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων παρόλο που δεν ήταν ικανοποιητική η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του. Κατά την αιτιολογική σκέψη (6), η αποτελεσματικότητα και ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα προϋποθέτει «την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ τοπικών υπηρεσιών οριζομένων από τα κράτη μέλη.». Κατά την αιτιολογική σκέψη (7), η «ταχύτητα της διαβίβασης δικαιολογεί τη χρήση κάθε ενδεδειγμένου μέσου …..» και «η ασφάλεια της διαβίβασης απαιτεί να συνοδεύεται η πράξη από ένα τυποποιημένο έντυπο που συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα …… του τόπου όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επίδοση ….». Και στην αιτιολογική σκέψη (11), γίνεται μνεία της θέσης ότι, «Για να διευκολυνθεί η διαβίβαση και η επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα τυποποιημένα έντυπα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού.».
Αναφέρθηκαν τα πιο πάνω με κάποια λεπτομέρεια για να καταδειχθεί ότι πρωταρχικός σκοπός του Κανονισμού είναι η κατά το δυνατό τυποποίηση της μεθοδολογίας διαβίβασης εγγράφων μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης καθιερώνοντας υπηρεσία παραλαβής, η οποία αναφέρεται στο προοίμιο στην αιτιολογική σκέψη (9) και καθιδρύεται με το Άρθρο 2 του Κανονισμού, αποτελούμενη από δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα που θα είναι αρμόδια σε κάθε κράτος για την παραλαβή δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων (στο Αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται το ορθότερο «extrajudicial documents»). Αυτή η υπηρεσία μπορεί να είναι υπηρεσία διαβίβασης ή υπηρεσία παραλαβής ή και τα δύο. Το έτερο σημαντικό είναι ότι ο Κανονισμός δεν καθιερώνει ένα αποκλειστικό τρόπο ή μέσο διαβίβασης εγγράφων. Κατά το Κεφάλαιο ΙΙ, που αφορά άλλους τρόπους διαβίβασης και επίδοσης δικαστικών εγγράφων, ορίζονται έτεροι τρόποι όπως, κατά το Άρθρο 12, διαβίβαση μέσω προξενικής ή διπλωματικής υπηρεσίας, κατά το Άρθρο 13, μέσω διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων, κατά το Άρθρο 14, μέσω ταχυδρομικών υπηρεσιών, και κατά το Άρθρο 15, με απευθείας επίδοση.
[*2320]Επομένως, η διαβίβαση και επίδοση εγγράφων δύναται να επιτευχθεί με ένα ή περισσότερους τρόπους που επιτρέπει ο Κανονισμός και δεν αποκλείεται ο ένας τρόπος έναντι του άλλου, ούτε δίδεται κάποια προτεραιότητα σε ένα από αυτούς, (απόφαση C-473/04, ημερ. 9.2.2006, Plumex, Συλλογή 2006, σελ. Ι-1417, σκέψεις 19-22). Αυτό ρητά διασφαλίζεται και από το προοίμιο του Κανονισμού στις αιτιολογικές σκέψεις (17) και (18), ενώ με την αιτιολογική σκέψη (21), ο Κανονισμός καθορίζεται να υπερισχύει άλλων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διευθετήσεων μεταξύ κρατών-μελών χωρίς να αποκλείεται η διατήρηση ή συνομολόγηση συμφωνιών για επιτάχυνση ή απλοποίηση της διαδικασίας διαβίβασης εφόσον είναι συμβατές με τον Κανονισμό. Ο όλος σκοπός του Κανονισμού είναι να καθορίσει ένα σύγχρονο και ευέλικτο επίσημο τρόπο επίδοσης εγγράφων μέσω εγκριμένων υπηρεσιών, συνήθως κυβερνητικών, καταθέτοντας τα επίσημα έγγραφα που προνοούνται από τον Κανονισμό, (O’ Hare & Browne: Civil Litigation 12η έκδ. σελ. 161-162).
Με την πιο πάνω ανάλυση του Κανονισμού, διαφαίνεται ότι τίποτε δεν αναιρεί την δυνατότητα επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου, αντί του ιδίου του κλητηρίου. Τίποτε δεν απαγορεύει τη μεθοδολογία που προνοείται από τη Δ.6 θ.6 και όλα όσα αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξισούνται με οποιαδήποτε απαγόρευση της επίδοσης ειδοποίησης αντί του κλητηρίου, ούτε και ισοδυναμούν με κατάργηση της εσωτερικής ή εθνικής νομοθεσίας ή πολιτικής δικονομίας κάθε κράτους μέλους. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την εθνική κυριαρχία από την άποψη ότι ο Κανονισμός, όπως και όλες οι προηγούμενες προσπάθειες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, είχαν και έχουν σκοπό να συγκλίνουν όσο το δυνατό τις διαδικασίες επίδοσης εγγράφων μεταξύ των μελών της Ένωσης και όχι να υποκαταστήσουν όλες τις πολιτικές δικονομίες των κρατών της. Αυτό αναγνωρίζεται και από την αιτιολογική σκέψη (15), όπου γίνεται αναφορά στις δικονομικές διαφορές που υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη σε συνάρτηση με τη ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για την επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων. Και βεβαίως δεν είναι η μόνη διάταξη από δικονομικής πλευράς που διαφέρει από κράτος σε κράτος. Στο σύγγραμμα των Clarkson & Hill: The Conflict of Laws – ανωτέρω – σελ. 6-7, αναγνωρίζεται ότι η Ευρωπαϊκή ρύθμιση δεν είναι ούτε απόλυτα ενοποιημένη, ούτε απόλυτα περιεκτική. Υπάρχει έδαφος για εφαρμογή εθνικών κανόνων και ρυθμίσεων.
Ο Κανονισμός ουδόλως αντιστρατεύεται τα δικαιώματα των αποδεκτών της επίδοσης των δικαστικών εγγράφων. Στην υπό[*2321]θεση Krystyna Alder και Edward Alder v. Sabina Orlowska και Czeslaw Orlowski C-325/11, ημερ. 19.12.2012, του ΔΕΕ (Πρώτο Τμήμα), αναγνωρίστηκε στη σκέψη 35, με αναφορά στη σκέψη 34 περί του σκοπού του Κανονισμού για καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών πράξεων, ότι
«…. οι σκοποί αυτοί δεν θα πρέπει να επιτυγχάνονται με την καθ οιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών τους, τα οποία απορρέουν από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ……»
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κατάργησης ουσιαστικά της Δ.6 θ.6, λόγω της ύπαρξης του Κανονισμού αφαιρεί αυτή την άμυνα που οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί της Δημοκρατίας δίδουν στον παραλήπτη της επίδοσης των εγγράφων, ο οποίος και υποχρεώνεται, μετά από την επέκταση της δικαιοδοσίας του Κυπριακού Δικαστηρίου σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης, να εμφανιστεί στην επικράτεια της Δημοκρατίας για να υπερασπιστεί εαυτόν. Θα ήταν συνεπώς άδικο να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί τις δικονομικές πρόνοιες του κράτους στο οποίο καλείται να υπερασπιστεί με βάση το δικονομικό δίκαιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον αντίδικο του για να υπαχθεί στη δική του δικαιοδοσία. Αυτή η ανάλυση δείχνει, με όλη την εκτίμηση, και την ουσιαστική αδυναμία στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διαπιστώνεται εγγενής αντιφατικότητα μεταξύ της δυνατότητας να χρησιμοποιείται η Δ.6 για επίδοση στο εξωτερικό, έστω και αν αυτή η χώρα είναι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά να παρακάμπτεται ή να παραγνωρίζεται μέρος της Δ.6 και συγκεκριμένα ο θεσμός 6, επιδίδοντας το κλητήριο και όχι την ειδοποίηση αυτού. Ο Ευρωπαϊκός χώρος δεν κατέστη ακόμη τόσο ενιαίος ώστε να εξουδετερώνονται όλα τα δικονομικά μέτρα που ισχύουν σε κάθε χώρα ως εθνική χωριστή οντότητα.
Ο Κανονισμός πουθενά δεν επιτάσσει την επίδοση του ιδίου του κλητηρίου αντί της ειδοποίησης, γι’ αυτό και το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Κανονισμός έχει εμμέσως πλην σαφώς καταργήσει τη Δ.6 θ.6. Αυτό όμως δεν ισχύει. Χρειάζεται ρητή τροποποίηση της συγκεκριμένης δικονομικής πρόνοιας για να εκλείψει η ισχύς της από το δικονομικό πλαίσιο των Θεσμών. Αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα και δεν νοείται έμμεση τροποποίηση ή κατάργηση. Ούτε και η τροποποίηση του Συντάγματος με το Νόμο αρ. 127(Ι)/2006 και την ενσωμάτωση σ’ αυτό του Άρθρου 1Α, διαφοροποιεί τα πράγματα διότι ο Κανονισμός 1393/2007 [*2322]έχει βεβαίως νομική ισχύ στη Δημοκρατία, που είναι και η ρητή πρόνοια του εν λόγω Άρθρου, αλλά δεν σημαίνει ότι αντικαθιστά την ημεδαπή δικονομία σ’ όλες τις εκφάνσεις της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τις πρόνοιες του Άρθρου 19 του Κανονισμού που αφορά την ερημοδικία. Σ’ αυτό το Άρθρο γίνεται για πρώτη φορά μνεία των λέξεων «εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη» που διαβιβάζεται προς άλλο κράτος μέλος για σκοπούς επίδοσης, οπότε αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί, δεν θα εκδοθεί απόφαση εκτός και αν τηρηθούν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1). Επί λέξει το Άρθρο 19(1), έχει ως εξής:
«Άρθρο 19
Ερημοδικία εναγομένου
1. Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί:
α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του· ή
β) ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό,
καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.»
Το Αγγλικό κείμενο έχει ως εξής:
«Article 19
Defendant not entering an appearance
1.Where a writ of summons or an equivalent document has [*2323]had to be transmitted to another Member State addressed for the purpose of service, under the provisions of this Regulation, and the defendant has not appeared, judgment shall not be given until it is established that:
(a) the document was served by a method prescribed by the internal law of the Member State addressed for the service of documents in domestic actions upon persons who are within its territory; or
(b) the document was actually delivered to the defendant or to his residence by another method provided for by this Regulation;
and that in either of these cases the service or the delivery was effected in sufficient time to enable the defendant to defend.»
Το Άρθρο 19(1) είναι πανομοιότυπο με το Άρθρο 19 του καταργηθέντος Κανονισμού 1348/2000 της 29.5.2000. Επομένως μπορεί να αντληθεί βοήθεια από αποφάσεις που εκδόθηκαν επί του Άρθρου 19 όταν ήταν σε ισχύ ο Κανονισμός 1348/2000. Εντοπίζεται βεβαίως κατ’ αρχάς το γεγονός ότι το Άρθρο 19 αφορά την περιπτωσιολογία της «ερημοδικίας εναγομένου» όπως και είναι ο σχετικός τίτλος του άρθρου. Η χρήση των λέξεων «εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη» («writ of summons or an equivalent document»), ουδόλως επιβάλλει την επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε αποκλεισμό της ειδοποίησης του κλητηρίου. Κατ’ αρχάς παρατηρείται ότι στην παράγραφο 1(α) του Άρθρου 19 προνοείται ότι η επίδοση θα πρέπει να έχει επιτευχθεί «όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής» όπως και για την επίδοση εγγράφων σε αγωγές εντός της επικράτειας του. Απορρέει ότι για σκοπούς αμοιβαιότητας, αλλά και αναλογικότητας, εξυπακούεται ότι και η μεθοδολογία έναρξης της διαδικασίας επίδοσης από το κράτος μέλος, από όπου εκδίδεται το σχετικό διάταγμα, θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το δικό του ημεδαπό δίκαιο, εφόσον βεβαίως δεν αντιστρατεύεται τον Κανονισμό.
Μετέπειτα, η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο με αναφορά στις λέξεις «εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη λέξη» είναι περιοριστική διότι δεν έστρεψε την προσοχή του και στην ουσιαστική ρύθμιση στο τέλος της παραγράφου 1, ότι η επίδοση, κοινοποίηση ή παράδοση του εγγράφου «έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί». Με άλλα λόγια, η έμ[*2324]φαση εδώ είναι ότι σε περίπτωση ερημοδικίας, το Δικαστήριο πρέπει προτού εκδώσει απόφαση να ικανοποιηθεί ότι ο εναγόμενος ειδοποιήθηκε έγκαιρα ώστε να δυνηθεί να αμυνθεί. Η άμυνα βεβαίως ορίζεται και τροχοδρομείται στη βάση του δικονομικού δικαίου της χώρας στην οποία καλείται να υπερασπιστεί.
Οι υποθέσεις αρ. 4949/2004 του Εφετείου Αθηνών και 1392/2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως δημοσιεύονται στο Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο: Σχολιασμένη Νομολογία σελ. 276 κ.ε. και 290 κ.ε. της Νομικής Βιβλιοθήκης έκδ. 2008, υποδεικνύουν ακριβώς επί του Άρθρου 19 ότι το δικαίωμα άμυνας είναι προεξάρχον ζητούμενο και ότι δεν θεωρείται ότι υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση κατά την οποία παραβιάστηκαν διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία «όταν από τη σημειωθείσα παράβαση δεν επηρεάζεται ούτε ήταν δυνατόν να επηρεασθεί η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας του διαδίκου.». Όπως δεν πρέπει να επηρεάζεται η άμυνα του εναγομένου όταν αυτός ερημοδικεί, πόσον μάλλον δεν θα πρέπει να επηρεάζεται όταν του έχει επιδοθεί το δικαστικό έγγραφο. Όπως λέχθηκε και προηγουμένως η επίδοση του ιδίου του κλητηρίου, αντί της ειδοποίησης, αποστερεί στην εφεσείουσα τη δυνατότητα να προβάλει τις θέσεις της όσον αφορά την λανθασμένη έκδοση του διατάγματος για επίδοση στο εξωτερικό και το διάταγμα για επίδοση του κλητηρίου αντί της ειδοποίησης. Είναι γι’ αυτό άλλωστε που η εφεσείουσα καταχώρησε εμφάνιση υπό διαμαρτυρία και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ουσιαστικά κατάργησε τον ίδιο τον σκοπό της εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, που είναι μια άλλη δικονομική δυνατότητα που δίδεται σε εναγόμενο να αμφισβητήσει τον τρόπο που το Κυπριακό Δικαστήριο έχει επεκτείνει τη δικαιοδοσία του.
Ούτε είναι λογικός ο αποκλεισμός της θέσης ότι η ειδοποίηση κλητηρίου δεν εμπίπτει στην έννοια της «άλλης ισοδύναμης πράξης.». Η Ελληνική απόδοση του λεκτικού του Κανονισμού 1393/2007 στο Άρθρο 19, που είναι εξίσου αυθεντικό κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L324/79, ημερ. 10.12.2007, δίνει το στίγμα ότι οι λέξεις «writ of summons» δεν είναι κατ’ ανάγκη έννοια αποδεκτή ή ταυτόσημη σε κάθε κράτος μέλος της Ένωσης, εφόσον στα Ελληνικά αποδίδεται με τις λέξεις «εισαγωγικό δίκης έγγραφο», το οποίο επίσης θα μπορούσε να περιλαμβάνει για σκοπούς της Κυπριακής δικονομικής τάξης και «ειδοποίηση» του κλητηρίου.
Συνεπώς η υπόθεση E-Philippou Ltd v. Littner Hampton [*2325]Ltd (1984) 1 C.L.R. 716, παραμένει ισχυρή ασχέτως της ένταξης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της εφαρμογής του Κανονισμού 1393/2007. Την αυθεντία αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε από την παρούσα λόγω του ότι δεν επηρεάζεται πλέον η κυριαρχία του κράτους υπό το φως των διατάξεων του Κανονισμού. Εξηγήθηκε όμως ανωτέρω ο τρόπος με τον οποίο δεν καταργείται η κυριαρχία. Και η αναφορά από το Εφετείο στην ως άνω υπόθεση ότι: «He must have been served with process. More precisely, a writ of summons, or its equivalent such as an originating summons, must have been served upon him in person», έχει σαφώς παρερμηνευθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν απεφάσισε ότι, «Όμως, στη νομολογία και μάλιστα στην υπόθεση E-Philippou Ltd (ανωτέρω), υπάρχει σχετική αναφορά, εφόσον ως «ισοδύναμο έγγραφο» προσδιορίστηκε εκεί η εναρκτήρια κλήση (originating summons)». Δεν υπήρχε όμως τότε ο Κανονισμός 1393/2007, το Εφετείο δεν κλήθηκε να ερμηνεύσει τις λέξεις, «εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη» και ό,τι ανωτέρω λέχθηκε ήταν σαφώς στο πλαίσιο εξήγησης ότι στον εναγόμενο πρέπει να επιδίδεται το κλητήριο ένταλμα ή το ισοδύναμο του, (ως τρόπος, δηλαδή, έναρξης διαδικασίας), η εναρκτήρια κλήση.
Αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα και την απόφαση στην Τηλέτυπος Α.Ε. ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1863, όπου επιβεβαιώθηκε πολλά χρόνια μετά την E-Philippou Ltd – πιο πάνω – ότι πράγματι χρειάζεται επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου και όχι το ίδιο το κλητήριο σε διάδικο στο εξωτερικό, «που αποτελεί μια διακρατική φιλοφρονητική χειρονομία να ειδοποιείται ο διάδικος που μένει στο εξωτερικό πως εκκρεμεί κάποια διαδικασία εις βάρος του στη χώρα από την οποία εκδίδεται η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος». Πουθενά στην Τηλέτυπος δεν ειπώθηκε ότι η ειδοποίηση του κλητηρίου είναι μια «απλή όπως η φύση της εξηγείται στην Τηλέτυπος Α.Ε.», όπως τη χαρακτήρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πράξη κλήσεως διαδίκου, υποβιβάζοντας έτσι τη σημασία της (έμφαση προστέθηκε). Αντίθετα, η ειδοποίηση επενεργεί ως κανονική κλήση για όλους τους σκοπούς έναρξης της διαδικασίας.
Όσον αφορά την παράβαση της Δ.48 θ.13, η οποία επιβάλλει την επίδοση ταυτόχρονα με το διάταγμα που εκδίδεται μετά από μονομερή αίτηση, και της ίδιας της μονομερούς αιτήσεως, μαζί με τη συνοδευτική ένορκη δήλωση της, το μόνο που οφείλεται να τονισθεί είναι ότι το λεκτικό της είναι σαφές και επιτακτικό και [*2326]δεν χωρεί απόκλιση από αυτό ώστε η απόκλιση αυτή να θεωρείται θεραπεύσιμη κάτω από τη Δ.64 ως παρατυπία.
Η έφεση συνεπώς επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Η πρωτόδικη αίτηση ημερομηνίας 18.5.2011 επιτυγχάνει.
Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, το οποίο, κατόπιν σχετικής αδείας, είχε επιδοθεί προς αυτούς στο Ηνωμένο Βασίλειο και, δη, στην Αγγλία. Κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση, αφού έκρινε ότι η σχετική πρόνοια στη Δ.6, κ. 6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία προβλέπει για επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου, δεν εφαρμόζεται, πλέον, όταν αυτό προορίζεται για επίδοση σε χώρα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως εξηγεί, για την πιο πάνω εξέλιξη, ευθύνεται, γενικά, η στόχευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ένα ενιαίο χώρο δικανικής συνεργασίας, σε διάφορους τομείς του δικαίου, έχοντας, ήδη, υιοθετήσει, συναφώς, ένα ευρύ δίκτυο Κανονισμών, αποσκοπώντας, έτσι, στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αλλά και, ειδικά, ο Κανονισμός (ΕΚ) Αρ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο οποίος έχει καθιερώσει ένα ενδοκοινοτικό σύστημα επιδόσεως δικαστικών πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Η απόφαση επί του πιο πάνω θέματος αποτελεί το κύριο αντικείμενο προς εξέταση στην παρούσα έφεση. Με τους διάφορους δε λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν, οι οποίοι συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, ουσιαστικά, προβάλλεται η θέση ότι ουδόλως έχει επηρεαστεί, πολύ περισσότερο δεν έχει καταργηθεί η Δ.6, κ. 6, από το νομοθετικό καθεστώς το οποίο εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με θέματα που αφορούν στην απονομή της Δικαιοσύνης και, δη, από τον προαναφερθέντα Κανονισμό. Τη θέση αυτή ανέπτυξε ποικιλοτρόπως, κατά την αγόρευσή της, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, ερχόμενη, έτσι, αντιμέτωπη με τις θέσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου των εφεσιβλήτων, η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σε όλα της τα σημεία.
Με βάση τα κυπριακά νομικά θέσμια, η επίδοση του κλητηρίου [*2327]εντάλματος στον εναγόμενο σηματοδοτεί την ανάληψη δικαιοδοσίας από το δικαστήριο από το οποίο αυτό έχει εκδοθεί. Βέβαια, όπως είναι γνωστό, το κλητήριο ένταλμα είναι το ένδικο μέσο με το οποίο άρχεται μια αγωγή. Ό,τι δε επιδίδεται σε Κύπριο πολίτη ή σε πολίτη άλλης χώρας, ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι το ίδιο το κλητήριο. Στην περίπτωση, όμως, αλλοδαπού, ο οποίος βρίσκεται σε άλλη χώρα, θα πρέπει, σύμφωνα με τη Δ.6, κ. 6, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την E. Philippou Ltd. v. Littner Hampton Ltd. (1984) 1 C.L.R. 716, να του επιδοθεί ειδοποίηση του κλητηρίου στον καθορισμένο τύπο.
Το κλητήριο ένταλμα, με την υφιστάμενη διατύπωσή του, απευθύνεται προς τον εναγόμενο, διατάσσοντάς τον να υποβάλει, ουσιαστικά, εαυτόν στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, όπου έχει αρχίσει η αγωγή, στην οποία αυτό αφορά. Ως εκ τούτου, η επίδοσή του, στον πιο πάνω τύπο, σε υπήκοο άλλης χώρας στο εξωτερικό θεωρείται ότι αποτελεί επέμβαση στην κυριαρχία της χώρας στην οποία πραγματοποιείται η επίδοση. Συνακόλουθα, αυτό συνιστά παραβίαση της οφειλόμενης διακρατικής αβρότητας σε θέματα κρατικής κυριαρχίας, όπως αυτή υφίσταται με βάση άτυπους κανόνες του διεθνούς δικαίου, (βλ. Geo. Monro, Ltd. v. American Cuanamid Corpn. [1944] 1 All E. R. 386). Με την επίδοση δε ειδοποίησης, αντί του ίδιου του κλητηρίου, αποφεύγεται, κατά ένα εύσχημο τρόπο, το πιο πάνω ενδεχόμενο.
Με τη θέση, όμως, σε ισχύ, ειδικά, του Κανονισμού 1393/2007, η πιο πάνω κατάσταση έχει, προφανώς, αλλάξει σε σχέση με την επίδοση δικαστικών πράξεων σε χώρες κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός αφορά στα «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις». Στο εισαγωγικό μέρος του, στην αιτιολογική σκέψη 1, αναφέρεται, ως εκτίμηση, ότι: -
«(1) Η Ένωση επιδιώκει τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και προς τούτο θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»
Καθορίζεται, έτσι, ο σκοπός του Κανονισμού, ενώ, στην αιτιολογική σκέψη 2 του ίδιου μέρους, αναφέρεται, σε σχέση με την εφαρμογή του, ότι:-
[*2328]«(2) Η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων που επιδίδονται ή κοινοποιούνται σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.»
Στη συνέχεια, στις υπόλοιπες αιτιολογικές παραγράφους, καταγράφονται οι γενικές εκτιμήσεις του ευρωπαίου νομοθέτη σε σχέση με το τι θα πρέπει να διαλαμβάνει ο Κανονισμός, ώστε να εξυπηρετείται, με τον καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο, ο προαναφερθείς σκοπός· τουτέστιν, η «διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης» για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους πολίτες αυτών, ειδικά, μετά και από τη θέσπιση, με το Άρθρο 20(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), του καθεστώτος του Πολίτη της Ένωσης.
Σε σχέση με το εξειδικευμένο αντικείμενο του Κανονισμού, η μόνη αναφορά που υπάρχει στις πιο πάνω παραγράφους και προσδιορίζει το είδος των εγγράφων τα οποία διαβιβάζονται, προς επίδοση, μεταξύ των κρατών μελών, είναι ότι αυτά θα πρέπει να αφορούν «δικαστικές ή εξώδικες πράξεις», σε σχέση με αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Ακολούθως, το Κεφάλαιο II αναφέρεται, ειδικά, στις δικαστικές πράξεις. Σε κανένα, όμως, σημείο των προνοιών του δεν αναφέρει ο Κανονισμός αν θα πρέπει, σε σχέση με το περιεχόμενο και τη διατύπωσή τους, να εφαρμόζονται οι δικονομικοί κανόνες των κρατών μελών. Προφανώς, αυτό θεωρείται ως δεδομένο, διαφορετικά το πρώτο μέλημα του Κανονισμού θα έπρεπε να ήταν η υιοθέτηση ενός κοινού τύπου δικαστικής πράξης, ειδικά, όταν πρόκειται για «εισαγωγικό δίκης έγγραφο». Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έχει προβλεφθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, το ερώτημα το οποίο ετίθετο προς απάντηση ήταν κατά πόσο η Δ.6, κ. 6, έχει καταργηθεί από τον Κανονισμό 1393/2007, προκειμένου για επίδοση αγωγής η οποία διενεργείται σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, ο Κανονισμός δεν έχει καθιερώσει ένα κοινό τύπο δικαστικής πράξης, ο οποίος να χρησιμοποιείται ο ίδιος σε όλα τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο, όμως, του Άρθρου 19, προβλέπεται ότι η προς επίδοση δικαστική πράξη θα πρέπει να είναι έγγραφο εισαγωγικό της δίκης, με την έννοια, βέβαια, που η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., έχει αποδώσει στον όρο αυτό, βασικά, εξετάζοντας το θέμα σε συνάρτηση με την κατοχύρωση του δικαιώματος του εναγομένου να λάβει επαρκή γνώση της εναντίον του δικαστικής διαδικασίας, προκειμένου να μπορεί να αμυνθεί. Συγκεκριμένα, το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση C-14/2007 Ingenieubüro Michael Weiss and Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin, όπου, στη σκέψη 73, αναφέρονται, σχετικά, τα εξής:-
"73. ... a document instituting the proceedings, must be interpreted as meaning the document or documents which must be served on the defendant in due time in order to enable him to assert his rights in legal proceedings in the State of transmission. Such a document must make it possible to identify with a degree of certainty at the very least the subject-matter of the claim and the cause of action as well as the summons to appear before the court or, depending on the nature or the pending proceedings, to be aware that it is possible to appeal."
Ενώ, στην αμέσως επόμενη σκέψη, 74, της απόφασης, επισημαίνεται ότι:-
"That interpretation is consistent with the objectives of Regulation No 1348/2000* to improve and expedite the transmission of documents."
Στην πιο πάνω υπόθεση, το Δικαστήριο είχε εξετάσει κατά πόσο έγγραφα, τα οποία περιείχαν μαρτυρικό υλικό και είχαν επισυναφθεί στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, επειδή το επέβαλλε δικονομικός κανονισμός του εμπλεκόμενου κράτους μέλους, αποτελούσαν δικαστική πράξη, ώστε να έπρεπε, για τους σκοπούς επίδοσής τους, να είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα του εναγομένου. Υπό το φως της πιο πάνω ερμηνείας, η απάντηση που δόθηκε ήταν αρνητική.
Περαιτέρω, στην υπόθεση C-325/11 Krystyna Alder a.o. v. Sabina Orlowska a.o. το Δικαστήριο είχε να εξετάσει κατά πόσο δικαστική πράξη, η οποία απευθυνόταν σε διάδικο ο οποίος είχε τη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος, μπορούσε, υπό τις περιστάσεις που προέβλεπε δικονομικός κανονισμός της χώρας στην οποία αυτή είχε εκδοθεί, να τηρηθεί στο φάκελο της δικογραφίας και να λογισθεί ως επιδοθείσα, σύμφωνα με το Άρθρο 1, παράγραφο (1) του Κανονισμού. Η απάντηση, βέβαια, του Δικαστηρίου στο προδικαστικό ερώτημα το οποίο του είχε τεθεί, ήταν αρνητική. Σχετικές και ως προς το θέμα το οποίο εξετάζε[*2330]ται εδώ είναι οι σκέψεις 29, 34, 35 και 36 της απόφασης, στις οποίες αναφέρονται τα εξής:-
«29 Συναφώς, όσον αφορά καταρχάς το σύστημα του κανονισμού 1393/2007, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός αυτός, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ, αποσκοπεί στην καθιέρωση, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική του σκέψη 2, ενός ενδοκοινοτικού συστήματος επιδόσεως και κοινοποιήσεως που σκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2009, C-14/08, Roda Golf & Beach Resort, Συλλογή 2009, σ. I-5439, σκέψεις 53 έως 55).»
«34 Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί, συναφώς, ότι ο κανονισμός αυτός, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 2, αποσκοπεί, βεβαίως, στην καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών πράξεων μεταξύ των κρατών μελών (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, C-14/07, Weiss und Partner, Συλλογή 2008, σ. I-3367, σκέψη 46, καθώς και Roda Golf & Beach Resort, προαναφερθείσα, σκέψη 54).»
«35 Ωστόσο, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, οι σκοποί αυτοί δεν θα πρέπει να επιτυγχάνονται με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών τους, τα οποία απορρέουν από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που καθιερώνουν τα Άρθρα 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Weiss und Partner, προαναφερθείσα, σκέψη 47).»
«36 Υπό το πρίσμα αυτό, όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 46 και 47 των προτάσεών του, διάφορες διατάξεις του κανονισμού 1393/2007 αποσκοπούν ρητώς στο να συμβιβάσουν την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της διαβιβάσεως των δικαστικών πράξεων με την απαίτηση εξασφαλίσεως προσήκουσας προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών, τούτο δε μέσω, μεταξύ άλλων, της διασφαλίσεως πραγματικής και ουσιαστικής παραλαβής των πράξεων αυτών.»
[*2331]Συνεχίζοντας, περαιτέρω, η απόφαση αναφέρει, στη σκέψη 39:-
«39 Υπό το ίδιο αυτό πρίσμα, το Άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού υποχρεώνει τον δικαστή του κράτους μέλους προελεύσεως να αναστείλει την έκδοση απόφασης, αν ο εναγόμενος ερημοδικήσει, μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε εμπροθέσμως, όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής ή ότι το έγγραφο αυτό επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον εν λόγω κανονισμό, εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.»
Είναι, βέβαια, φανερό, από την πιο πάνω νομολογία, ότι ένα έγγραφο εξετάζεται πότε αποτελεί δικαστική πράξη στα πλαίσια του Κανονισμού, και, δη, «εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη», ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το Άρθρο 19 αφορά στην περίπτωση της ερημοδικίας.
Όπως διαπιστώθηκε και προηγουμένως, το θέμα της διατύπωσης του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου παραμένει στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών του κάθε κράτους μέλους, με ό,τι η οικεία δικαστική δικονομία προβλέπει για γενική χρήση σε αστικές υποθέσεις. Αυτό συνάγεται και από την υπόθεση Ingenieubüro Michael Weiss and Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin, ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος, ορώμενη υπό το φως των ημεδαπών Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας, σαφώς, δεν αποτελεί εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ούτε αποτελεί άλλη ισοδύναμη πράξη. Επομένως, δε θα μπορούσε να περάσει τον έλεγχο του δικαστή του κράτους μέλους προέλευσης, που προβλέπει το Άρθρο 19, σε περίπτωση ερημοδικίας. Άλλωστε, δεν ήταν ποτέ αυτός ο σκοπός της υιοθέτησής της, όπως, έχει, ήδη, εξηγηθεί. Μάλιστα, στην Τηλέτυπος Α.Ε. ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1863, στη σελίδα 1865, επισημαίνεται ότι η ειδοποίηση αποτελεί, απλώς, ενημέρωση του εναγομένου «πως εκκρεμεί κάποια διαδικασία εις βάρος του στη χώρα από την οποία εκδίδεται η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος.».
Επιπρόσθετα, το περιεχόμενο της ειδοποίησης, ως έχει στον τύπο 6, δε διέπεται από τους δικογραφικούς κανόνες που προβλέπει η Δ.19. Επομένως, επαφίεται, βασικά, στον κάθε ενάγοντα τι θα περιλάβει σ’ αυτήν, ως περιγραφή της απαίτησής του. Η συνέπεια θα είναι να τίθεται σε αβεβαιότητα η εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής, [*2332]που θέλει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο να παρέχει στον εναγόμενο όλες τις πληροφορίες σε σχέση με την απαίτηση, οι οποίες είναι αναγκαίες προς διασφάλιση του δικαιώματός του να αμυνθεί.
Το συμπέρασμα είναι ότι, σε τέτοια περίπτωση, όπως η παρούσα, ό,τι θα πρέπει να επιδίδεται σε μη Κύπριο πολίτη, ο οποίος βρίσκεται σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι το κλητήριο ένταλμα, το οποίο συνιστά το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Ο Κανονισμός, οπωσδήποτε, θέτει αυτόν τον περιορισμό με το Άρθρο 19 και δε δικαιολογείται υπαναχώρηση, ακόμα και με δεδομένο το λεκτικό, στο οποίο είναι διατυπωμένο το υπό χρήση κλητήριο ένταλμα στην Κύπρο. Στο ίδιο πλαίσιο είναι και ο περιορισμός ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο θα πρέπει να είναι συνταγμένο στη γλώσσα, την οποία κατανοεί ο παραλήπτης, εναγόμενος, ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής, όπου πρόκειται να γίνει επίδοση.
Ουσιαστικά, με τη θέσπιση σε ισχύ του Κανονισμού 1393/2007, έχει εκλείψει, πλέον, η ανάγκη για τήρηση των κανόνων διακρατικής αβρότητας σε σχέση με την επίδοση κλητηρίου σε μη Κύπριο πολίτη, ο οποίος βρίσκεται σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· υπενθυμίζεται ότι αυτός ήταν και ο μοναδικός σκοπός υιοθέτησης της ειδοποίησης. Επισημαίνεται δε ότι, με την εμμονή στη χρήση της, ουσιαστικά, γίνεται διάκριση μεταξύ Κυπρίων πολιτών και πολιτών άλλων κρατών μελών της Ένωσης, ευρισκομένων εντός των γεωγραφικών της συνόρων. Η διάκριση αυτή, βέβαια, εξακολουθεί να υφίσταται σε σχέση με πρόσωπα τα οποία δεν είναι πολίτες κράτους μέλους και ευρίσκονται εκτός των συνόρων της. Σε σχέση, όμως, με πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υφίσταται, πλέον, οποιοσδήποτε τέτοιος περιορισμός, ούτε δικαιολογείται η διατήρηση της προαναφερθείσας διάκρισης σε ισχύ. Σε σχέση με το θέμα αυτό, το Άρθρο 18 της Σ.Λ.Ε.Ε., προβλέπει ότι:-
«Εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας.»
Επιπρόσθετα, το Άρθρο 20(1) προβλέπει και το εξής, πολύ σημαντικό:-
«1. Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθι[*2333]στά την εθνική ιθαγένεια.»
Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Διογένης Χριστοφόρου Λτδ ν. Giosa Victoria Mikaela (2012) 1 Α.Α.Δ. 1196 με το Άρθρο 1Α του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατοχυρώνεται: «η υπέρτερη ισχύς του κοινοτικού δικαίου σ’ όλους τους τομείς, ...» και δεσμεύει τη Δημοκρατία από την ημερομηνία ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, (βλ. τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006, (Ν. 127(Ι)/2006). Στην ίδια πιο πάνω υπόθεση, αναφέρονται, πρόσθετα, και τα εξής:-
«Τα Δικαστήρια της Κύπρου έχουν συνεπώς υποχρέωση να προσαρμόζουν τους ημεδαπούς νόμους κατά τρόπο που να μην αφίστανται του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, μέρος του οποίου είναι βέβαια και η ελευθερία διακίνησης και εγκατάστασης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς περιορισμούς ή διακρίσεις.»
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι άμεσα σχετικό το πρώτο μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος. Σύμφωνα με την καθοδήγηση που παρέχεται και δεδομένων των πιο πάνω προνοιών της Σ.Λ.Ε.Ε. και του Συντάγματος, η Δ.6, κ. 6, θα πρέπει να τύχει και δεύτερης προσαρμογής, μετά από την ερμηνεία την οποία της έδωσε η E. Philippou Ltd. v. Littner Hampton Ltd., ανωτέρω, κατά τρόπο ώστε ο όρος «πολίτης της Κύπρου (Cypriot national)», να αντικατασταθεί με τον όρο «πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αυτό σημαίνει πως, όταν ο εναγόμενος σε μια αγωγή φέρει την πιο πάνω ιδιότητα και διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να του επιδίδεται το «εισαγωγικό δίκης έγγραφο», δηλαδή το κλητήριο ένταλμα, όπως προβλέπεται στη Δ.5, κ. 1, και όχι ειδοποίησή του. Σε διαφορετική περίπτωση, η επίδοση θα είναι αντικανονική και, κατά συνέπεια, άκυρη.
Επομένως, για τους πιο πάνω λόγους, θα απέρριπτα τους λόγους έφεσης οι οποίοι σχετίζονται με το θέμα της επίδοσης ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος. Θεωρώντας δε ότι αυτό ήταν το πιο σημαντικό θέμα που έπρεπε να εξεταστεί, το οποίο και εξετάστηκε στα πλαίσια της έφεσης αυτής, και δεδομένης της αποδοχής της με την απόφαση της πλειοψηφίας, δεν κρίνω αναγκαίο να προβώ στην εξέταση των λόγων έφεσης που σχετίζονται με τη Δ.48, κ. 13.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο