Χαρατσίδης Γεώργιος (2014) 1 ΑΑΔ 2511

ECLI:CY:AD:2014:D865

(2014) 1 ΑΑΔ 2511

[*2511]14 Νοεμβρίου, 2014

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗ

ΝΥΝ ΕΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗΣ

ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 1ΗΣ AΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ ΩΣ ΤΟΝ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ ΥΠΕΥΘΥΝΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΜΩΝ, ΩΣ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 148/2014)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Φυγόδικοι ― Αίτηση για απελευθέρωση φυγόδικου η έκδοση του οποίου είχε διαταχθεί από Επαρχιακό Δικαστήριο ― Άρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970 ― Επιτρεπτική κατάληξη επί τω ότι, η παρέλευση έξι και πλέον χρόνων από την επιβολή, στον αιτητή της ποινής πενταετούς ποινής φυλάκισης, την οποία αυτός θα υποχρεωνόταν να εκτίσει, αν αποδιδόταν στην αιτήτρια χώρα, αποτελoύσε, αναμφίβολα, μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να δημιουργείτο, χωρίς άλλο, η εντύπωση ενός αισθήματος αδικίας· πόσο μάλλον, από το γεγονός ότι η εν λόγω ποινή επιβλήθηκε στον αιτητή στην απουσία και εν αγνοία του.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Φυγόδικοι ― Άρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970 ς Η αίτηση για αποφυλάκιση υπό έκδοσιν προσώπου με την έκδοση διαταγής Habeas Corpus και οι σχετικές [*2512]εφαρμοστέες αρχές.

 

Με αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, επιζητήθηκε ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή, Ρώσου πολίτη, η οποία ήταν αποτέλεσμα  απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου για την έκδοσή του στις αρμόδιες αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δυνάμει της συνδυασμένης εφαρμογής του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/1970 ως έχει τροποποιηθεί και της σχετικής Σύμβασης. Σκοπός της έκδοσης, ήταν όπως εκτίσει ο αιτητής την πενταετή ποινή φυλάκισης, που του επιβλήθηκε στις 21.7.2008 από δικαστήριο της προαναφερθείσας χώρας, σε σχέση με το αδίκημα της σκόπιμης πρόκλησης σε άλλο πρόσωπο βαριάς κάκωσης στην υγεία, κατά παράβαση του εδαφίου 1 του Άρθρου 111 του Ποινικού Κώδικα της εν λόγω χώρας, το οποίο αυτός είχε διαπράξει στις 19.1.2000.

 

Στις 11.3.2013, ο αιτητής συνελήφθη με ένταλμα σύλληψης, προς ικανοποίηση ανάλογου αιτήματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επί τω ότι επίκειτο η προσκόμιση της προαναφερθείσας αίτησης για έκδοσή του, και προσήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στις 12.3.2013.

 

Η Ακρόαση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε την 1.8.2014, με την έκδοση απόφασης, η οποία ενέκρινε το υποβληθέν αίτημα. Ως αποτέλεσμα, διατάχθηκε η έκδοση του αιτητή στη Ρωσική Ομοσπονδία. Σε όλο το διάστημα που μεσολάβησε από τις 11.3.2013, που ο ίδιος συνελήφθη, μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, αυτός τελούσε υπό κράτηση, επειδή δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τους όρους εγγύησης που είχαν τεθεί, ώστε να αφηνόταν ελεύθερος.

 

Με την απόφαση για έκδοση του αιτητή, το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέδωσε, συγχρόνως, νέο διάταγμα κράτησής του, μέχρι την απόδοσή του στη Ρωσική Ομοσπονδία, πληροφορώντας τον, συγχρόνως, για το δικαίωμά του να προσβάλει την κράτησή του, με αίτηση για Habeas Corpus.

 

Περαιτέρω, σημαντικές για τη διαμόρφωση της πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου ήταν, μεταξύ άλλων οι γραπτές διαβεβαιώσεις, υπό μορφή εγγυήσεων, οι οποίες είχαν δοθεί στα πλαίσια της προηγηθείσας ακροαματικής διαδικασίας, από τον Αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ότι ο αιτητής θα δικαιούτο να ασκήσει το δικαίωμα για επανεκδίκαση της υπόθεσής του. Αυτό κατοχυρώνεται από το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης. Επίσης, είχαν δοθεί εγγυήσεις ότι, κατά την εν λόγω διαδικασία, θα τύχουν εφαρμογής όλα τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης.

[*2513]Προέκυπτε περαιτέρω από τα κατατεθέντα στοιχεία ότι δεν κατέστη γνωστός ο χρόνος που ο αιτητής εγκατέλειψε τη Ρωσική Ομοσπονδία και αν, πριν αυτό συμβεί, ο ίδιος είχε πληροφορηθεί για τις διαδικασίες που ακολούθησαν μετά την ποινή που του είχε επιβληθεί από Ρωσικό Δικαστήριο με αναστολή εκτέλεσης και αφορούσαν σε έφεση η οποία ανέτρεψε την εν λόγω ποινή και διέτασσε επανεκδίκαση η οποία και έλαβε χώρα ερήμην του αιτητή.

 

Επιπλέον, δεν υπήρχε στα εν λόγω έγγραφα οποιαδήποτε αναφορά ότι ο αιτητής έφυγε από τη Ρωσική Ομοσπονδία κάτω από παράνομες ή, έστω, ύποπτες συνθήκες, παρά μόνο ότι αυτός παρέβη τους προαναφερθέντες όρους της ποινής με αναστολή, που του είχε επιβληθεί στις 31.3.2000.

 

Η κύρια ένσταση η οποία υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης για έκδοση |Habeas Corpus, ως προς το νόμιμο της κράτησής του, συνδεόταν ευθέως με το χρόνο, ο οποίος μεσολάβησε από την επιβολή σ’ αυτόν της πενταετούς ποινής φυλάκισης, αλλά, κυρίως, από το χρόνο διάπραξης του αδικήματος στις 19.1.2000, μέχρι την απόφαση για έκδοσή του την 1.8.2014.  Επικαλέστηκε  δε, συναφώς, ο αιτητής, ως βάση για την παρούσα αίτησή του για έκδοση habeas corpus, τις πρόνοιες του άρθρου  οι οποίες προβλέπουν τα εξής:

 

«(3) Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, μη επηρεαζομένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι – (…)

 

(β) λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ’ ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ’ ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκην αυτού· ή (..)

η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαμβανομένων υπ’ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.»

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Το ερώτημα το οποίο τίθετο, αρχικά, προς εξέταση ήταν κατά πόσο ευθυνόταν, όντως, ο αιτητής για την καθυστέρηση η οποία έχει σημειωθεί μέχρι την απόφαση για την έκδοσή του.

 

  2.   Με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά είχαν διαπιστωθεί και τα οποία προκύπτουν, βασικά, από τα έγγραφα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προς υποστήριξη της αίτησης [*2514]για έκδοση, αναπόφευκτα, η απάντηση είναι αρνητική.

 

  3.   Δεν προέκυπτε να είχε γνώση ο αιτητής του αποτελέσματος της έφεσης στις 17.5.2000 και του ορισμού της υπόθεσής του για επανεκδίκαση στις 27.6.2000.

 

  4.   Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί  ως υπαίτιος για την καθυστέρηση η οποία σημειώθηκε στη μη έκτιση από αυτόν της ποινής, η οποία του έχει επιβληθεί το 2008.

 

  5.   Λόγω της πιο πάνω κατάληξης, ο χρόνος ο οποίος παρήλθε, τόσο από την καταδίκη και την επιβολή ποινής στον αιτητή στις 21.7.2008 όσο και από τη διάπραξη του αδικήματος στις 19.1.2000, εξακολουθεί να είναι καθοριστικής σημασίας, υπό το πρίσμα των προνοιών που έχει επικαλεστεί ο αιτητής στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, καθώς, επίσης, του Άρθρου 3 του Δευτέρου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

 

  6.   Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Kakis v Republic of Cyprus, κατωτέρω, ο χρόνος συναρτάται ευθέως με τις επιπτώσεις οι οποίες μπορεί να υπάρξουν σε σχέση με το υπό έκδοση πρόσωπο, εάν, τελικώς, αυτό εκδοθεί.

 

  7.   Είναι αξιοσημείωτο ότι πέρασαν, ήδη, από τις 21.7.2008 μέχρι την 1.8.2014, έξι και πλέον χρόνια, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν άλλα οκτώ, που είχαν περάσει από τις 19.1.2000 μέχρι τις 21.7.2008, σύνολο δεκατέσσερα.

 

  8.   Ειδικά, η παρέλευση έξι και πλέον χρόνων από την επιβολή, στις 21.7.2008, στον αιτητή της πενταετούς ποινής φυλάκισης, την οποία αυτός θα υποχρεωθεί να εκτίσει, αν αποδοθεί στην αιτήτρια χώρα, αποτελεί, αναμφίβολα, μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να δημιουργείται, χωρίς άλλο, η εντύπωση ενός αισθήματος αδικίας· πόσο μάλλον, από το γεγονός ότι η εν λόγω ποινή επιβλήθηκε στον αιτητή στην απουσία και εν αγνοία του.

 

  9.   Επιπρόσθετα δε, στις περιστάσεις αυτές, θα πρέπει να προστεθούν και τα εξής:  Ο αιτητής, φεύγοντας από τη Ρωσική Ομοσπονδία, με βάση τα πιο πάνω αποδειχθέντα γεγονότα, γνώριζε ότι του είχε επιβληθεί ποινή με τριετή αναστολή, χρόνος ο οποίος έχει, προ πολλού, παρέλθει.

 

10. Μεταγενέστερα δε της παρέλευσής του, ο αιτητής, δικαίως, θα μπορούσε να θεωρεί ότι τιμωρήθηκε για το αδίκημα το οποίο είχε [*2515]διαπράξει και εξέτισε την ποινή του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ενδεχόμενο να πρέπει αυτός να εκτίσει, για το ίδιο αδίκημα, και μια δεύτερη ποινή άμεσης φυλάκισης, μετά από δεκατέσσερα και πλέον χρόνια, προσθέτει, έτι περαιτέρω, στην, ήδη, διαπιστωθείσα ανωτέρω αδικία. Σε αυτά, θα πρέπει, τέλος, να προστεθεί το γεγονός ότι ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση για την ίδια αυτή υπόθεση τους τελευταίους είκοσι μήνες.

 

11. Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστωθέντων περιστάσεων, η παρέλευση ενός τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του υπό αναφορά αδικήματος θα πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί, πραγματικά, ανυπέρβλητο εμπόδιο στη διεξαγωγή δίκαιης δίκης· και αυτό, ως θέμα λογικής αντίληψης της προοπτικής αυτής, με αναμενόμενο ότι η οποιαδήποτε δίκη θα πρέπει να διεξαχθεί στη βάση μαρτυρίας, η οποία θα πρέπει να προκύψει, απλά, από τις θύμησες των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν βιώσει το συγκεκριμένο επεισόδιο, το βράδυ της 19.1.2000.

 

12. Με αυτό, σημαίνει πως, έστω και αν δε φαίνεται να υπάρχουν κάποιες άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να λεχθεί με βεβαιότητα ότι αυτές θα οδηγήσουν, στην περίπτωση επανεκδίκασης, σε καταστρατήγηση της δίκαιης δίκης, εντούτοις, η παρέλευση ενός τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, δεκατεσσάρων και πλέον χρόνων, από τη διάπραξη του αδικήματος εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι δυνατό να οδηγήσει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

 

13. Η πιο πάνω διαπίστωση λαμβάνει ως δεδομένο ότι, λογικά, ο αιτητής, εφόσον αποδοθεί στην αιτήτρια χώρα, θα ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει το Άρθρο 3 του Δευτέρου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, για επανεκδίκαση της υπόθεσής του, ώστε να προσδοκεί ότι θα επωφεληθεί της πιθανότητας να του επιβληθεί μια πιο επιεικής ποινή από αυτήν η οποία του έχει επιβληθεί ερήμην.

 

14.   Εν ολίγοις, θα πρέπει το δικαίωμα του αιτητή για επανεκδίκαση της υπόθεσής του να μην αποτελεί ουτοπία, λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρόνου, αλλά μια πραγματική προοπτική, κατά την οποία θα διασφαλίζονται όλα τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης και του δίκαιου αποτελέσματός της, μετά από δεκατέσσερα χρόνια.  Με βάση, όμως, όσα έχουν προηγουμένως διαπιστωθεί, δε διαπιστωνόταν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό.

 

15. Το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης αυτής δικαιολογούσε τη διαπίστωση ότι συνέτρεχαν πλήρως οι πρόνοιες, του Άρθρου 10(3)(β) του Ν. 97/1970, ώστε η κράτηση του αιτητή, ελεγχόμενη [*2516]στη βάση αυτή, να κρίνεται ως παράνομη.

 

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα. Εκδόθηκε διάταγμα Habeas Corpus για απελευθέρωση του αιτητή.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Gomes v Trinidad and Tobago [2009] 3 All ER 549,

 

Sejdovic v. Italy, Αίτηση Αρ. 56581/2000, 1.3.2006,

 

Kakis v Republic of Cyprus [1978] 2 All ER 634.

 

Αίτηση.

 

Σ. Αργυρού, για τον Αιτητή.

 

Ε. Λοϊζίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.

 

Αιτητής παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Στις 15.4.2013, η Ρωσική Ομοσπονδία διαβίβασε, μέσω της διπλωματικής οδού, με τελικό αποδέκτη τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, γραπτό αίτημα ημερομηνίας 5.4.2013, της Γενικής Εισαγγελίας της χώρας εκείνης, για την έκδοση του Γιούρη Ιβάνοβιτς Χαρατσίδη, άλλως Γεώργιου Χαρατσίδη· ο οποίος είναι ο αιτητής στην παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus. Πρόκειται για Ρώσο πολίτη, ο οποίος καταδικάστηκε, ερήμην, στις 21.7.2008, από ρωσικό δικαστήριο, σε σχέση με το αδίκημα της σκόπιμης πρόκλησης σε άλλο πρόσωπο βαριάς κάκωσης στην υγεία, κατά παράβαση του εδαφίου 1 του Άρθρου 111 του Ποινικού Κώδικα της εν λόγω χώρας. Του επιβλήθηκε, κατά την ίδια πιο πάνω ημερομηνία, 21.7.2008, ποινή φυλάκισης πέντε ετών. Ζητήθηκε η έκδοσή του, προκειμένου αυτός να εκτίσει την προαναφερθείσα ποινή.

 

Προηγουμένως, στις 11.3.2013, ο αιτητής συνελήφθη με ένταλμα σύλληψης, προς ικανοποίηση ανάλογου αιτήματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επί το ότι επίκειτο η προσκόμιση της προαναφερθείσας αίτησης για έκδοσή του, και προσήχθη ενώπιον του Επαρ[*2517]χιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στις 12.3.2013. Η υπόθεση ορίστηκε στις 11.4.2013, προς το σκοπό παρακολούθησης της πορείας της εν λόγω αίτησης και τέθηκαν όροι εγγύησης για την απελευθέρωσή του μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία. Καθ’ ότι, όμως, αυτός δεν ικανοποίησε τους επιβληθέντες όρους, ώστε να αφηνόταν ελεύθερος, παρέμεινε υπό κράτηση, βασικά, μέχρις ότου υποβαλλόταν η αίτηση. Όταν τα σχετικά έγγραφα ήταν διαθέσιμα, ο Υπουργός εξουσιοδότησε την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης του αιτητή, δυνάμει των προνοιών του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, (Ν. 97/1970), όπως έχει τροποποιηθεί. Αυτό συνέβηκε στις 19.4.2013 και, στις 2.5.2013, ο αιτητής, εκπροσωπούμενος, πλέον, από δικηγόρο, ενέστη στην έκδοσή του. Να σημειωθεί πως η εν λόγω αίτηση έκδοσης υποβλήθηκε με βάση την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν Εκδόσεως Φυγοδίκων, η οποία έγινε στο Παρίσι, στις 13.12.1957. Έχει επικυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον ομώνυμο κυρωτικό Νόμο 95/1970. Οι εν λόγω δύο νομοθεσίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά η μία προς την άλλη, με τη Σύμβαση να προβλέπει τους υιοθετηθέντες από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης ομοιόμορφους κανόνες επί ζητημάτων έκδοσης.

 

Η διαδικασία της ακρόασης, η οποία άρχισε στις 3.6.2013, διάρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, για τους λόγους οι οποίοι αναφέρονται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή. Ολοκληρώθηκε την 1.8.2014, με απόφαση, η οποία ενέκρινε το υποβληθέν αίτημα. Ως αποτέλεσμα, διατάχθηκε η έκδοση του αιτητή στη Ρωσική Ομοσπονδία. Σε όλο το διάστημα που μεσολάβησε από τις 11.3.2013, που ο ίδιος συνελήφθη, μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, αυτός τελούσε υπό κράτηση, για το λόγο ότι δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τους όρους εγγύησης που είχαν τεθεί, ώστε να αφηνόταν ελεύθερος.

 

Με την απόφαση για έκδοση του αιτητή, το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέδωσε, συγχρόνως, νέο διάταγμα κράτησής του, μέχρι την απόδοσή του στη Ρωσική Ομοσπονδία, πληροφορώντας τον, συγχρόνως, για το δικαίωμά του να προσβάλει την κράτησή του, με αίτηση για habeas corpus. Η κράτησή του αυτή είναι, πλέον, απότοκος του διατάγματος έκδοσης και συναρτάται άμεσα με την απόφαση προς τούτο. Η δυνατότητα, όμως, ελέγχου της νομιμότητας της εν λόγω κράτησης με το πιο πάνω μέσο διέπεται από το Άρθρο 10(3) του Ν. 97/1970. Ο αιτητής άσκησε το εν λόγω δικαίωμα και υπέβαλε την παρούσα αίτηση, επιδιώκοντας την απελευθέρωσή του. Επικαλείται, προς τούτο, συγκεκριμένα, τις πρόνοιες του Άρθρου 10(3)(β) του Ν. 97/1970.

 

Ο εκδικάσας Δικαστής ενέκρινε το αίτημα έκδοσης του αιτητή, εκδίδοντας το ανάλογο διάταγμα, αφού ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις και οι όροι τους οποίους θέτουν ο Ν. 97/1970 και η Σύμβαση. Μεταξύ άλλων, ικανοποιήθηκε ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει, όπως και η Κυπριακή Δημοκρατία, επικυρώσει την εν λόγω Σύμβαση, καθώς, επίσης, το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής, το οποίο έγινε στο Στρασβούργο στις 17.3.1978* και ότι ο αιτητής είναι Ρώσος πολίτης. Επιπρόσθετα, ικανοποιήθηκε ότι το άρθρο επί του οποίου ο αιτητής καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε η εν λόγω ποινή φυλάκισης αντιστοιχεί προς τα αδικήματα που προβλέπονται από τα Άρθρα 228(α), 234, 242 και 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, τα οποία αναφέρονται, ειδικά, στην εξουσιοδότηση του Υπουργού.

 

Περαιτέρω, σημαντικές για τη διαμόρφωση της πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου ήταν, επίσης, οι γραπτές διαβεβαιώσεις, υπό μορφή εγγυήσεων, οι οποίες είχαν δοθεί στα πλαίσια της προηγηθείσας ακροαματικής διαδικασίας, από τον Αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτητής θα δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμα για επανεκδίκαση της υπόθεσής του. Αυτό κατοχυρώνεται από το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης. Επίσης, είχαν δοθεί εγγυήσεις ότι, κατά την εν λόγω διαδικασία, θα τύχουν εφαρμογής όλα τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης, που προβλέπει προς όφελος κατηγορουμένου προσώπου η Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών**.

 

Όλα τα πιο πάνω αναφέρονται στα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν μαζί με την αίτηση για έκδοση, αλλά και μεταγενέστερα της καταχώρισή της, στα πλαίσια διευκρινίσεων που είχαν ζητηθεί και είχαν δοθεί από τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας.  Όπως, περαιτέρω, απαιτείται από το Άρθρο 12.2(β) της Σύμβασης, στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνεται και έκθεση «των πράξεων δι’ ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόμον χαρακτηρισμός και αι παραπομπαί εις τας νομοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρμογήν ...». Ειδικά, σε σχέση με το αδίκημα για το οποίο επιβλήθηκε η προαναφερθείσα ποινή, αναφέρεται, στην εν λόγω έκθεση, ότι αυτό διαπράχθηκε από τον αιτητή στις 19.1.2000, όταν, κατά τη διάρκεια συμπλοκής, ο ίδιος τραυμάτισε [*2519]σοβαρά, με μαχαίρι, στην αριστερή πλευρά του θώρακα κάποιο ρόσωπο, το οποίο, επίσης, ενεχόταν στο επεισόδιο.

 

Όπως προκύπτει, περαιτέρω, από την έκθεση, ο αιτητής προέβηκε, μερικώς, σε παραδοχή ενοχής, ενώ, αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης του εν λόγω αδικήματος, δόθηκε και κάποια μαρτυρία. Τελικώς, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Κριμσκ, της Περιφέρειας του Κρασνοντάρ, του επέβαλε, στις 31.3.2000, ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, με τριετή αναστολή. Επίσης, τον δέσμευσε να μην προβεί στην αλλαγή της μόνιμης διαμονής του και της εργασίας του, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής. Ο δημόσιος κατήγορος διαφώνησε με την πιο πάνω ποινή και προσέβαλε την απόφαση ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Κρασνοντάρ. Στις 17.5.2000, επιτεύχθηκε η ακύρωσή της. Οι οδηγίες της ακυρωτικής απόφασης ήταν να διεξαχθεί νέα δίκη από το ίδιο Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο όρισε την 27.6.2000 για το σκοπό αυτό. Λόγω, όμως, της μη εμφάνισης του αιτητή κατ’ εκείνην την ημερομηνία, η υπόθεση ανεστάλη προσωρινά και εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης· δεν υπήρχε, τότε, δυνατότητα για εκδίκασή του ερήμην. Αυτό κατέστη δυνατό το 2006, μετά από τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας, και η υπόθεση του αιτητή τέθηκε, εκ νέου, ενώπιον δικαστηρίου, με εξουσία αυτό να προβεί στην εκδίκασή της.

 

Όπως διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, από τα έγγραφα που υπέβαλε η αιτήτρια χώρα, δεν είχε γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια κλήτευσης του αιτητή στη νέα δίκη, η οποία διεξήχθη στις 21.7.2008.  Επομένως, κατά την ημέρα εκείνη, η υπόθεση εκδικάστηκε στην απουσία του και χωρίς αυτός να έχει οποιαδήποτε νομική εκπροσώπηση. Κατά την εν λόγω διαδικασία, ο αιτητής καταδικάστηκε για το αδίκημα που έχει προαναφερθεί και του επιβλήθηκε άμεση ποινή φυλάκισης πέντε ετών. Όπως διαπιστώνεται από τα εν λόγω έγγραφα, κάπως ίδια ήταν η κατάσταση και κατά το 2000, μετά την πρώτη δίκη, κατά την οποία είχε επιβληθεί στον αιτητή ποινή τετραετούς φυλάκισης με αναστολή. Να σημειωθεί πως, τότε, ο αιτητής ήταν παρών στη δίκη. Δεν ήταν, όμως, παρών κατά την ακρόαση της έφεσης, η οποία διεξήχθη στις 17.5.2000. Όπως αναφέρεται σε ειδοποίηση, η οποία φέρεται να του κοινοποιήθηκε στη διεύθυνση οδός Τσκάλοφ 6, στο Κριμσκ, δεν απαιτείτο η παρουσία του στο Περιφερειακό Δικαστήριο, κατά την πιο πάνω ημερομηνία. Να σημειωθεί πως ήταν «καταχωρημένο», όρος που χρησιμοποιείται στις διευκρινίσεις, ότι, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, ο αιτητής διέμενε σε άλλο τόπο, στην οδό Κρεποστνάγια 6.

 

[*2520]Η ίδια ειδοποίηση φέρεται να κοινοποιήθηκε και σε δικηγόρο, ο οποίος ενεργούσε για τον αιτητή. Δεν επιβεβαιώνεται, όμως, ότι αυτός τον είχε, όντως, εκπροσωπήσει κατά την έφεση· δεν προσκομίστηκε η εφετειακή απόφαση, στην οποία θα πρέπει, κανονικά, να υπάρχει αναφορά σε τέτοιο γεγονός. Συνακόλουθα, παρέμεινε άγνωστο κατά πόσο ο αιτητής είχε ενημερωθεί για το αποτέλεσμα της έφεσης και για τον ορισμό, ακολούθως, της υπόθεσής του για επανεκδίκαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο του Κριμσκ, στις 27.6.2000. Περαιτέρω, ούτε και ο ισχυρισμός στις διευκρινίσεις που δόθηκαν στις 21.1.2014, τεκμήριο 8, ότι εστάλη γνωστοποίηση στον αιτητή για το χρόνο που ορίστηκε η υπόθεσή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, επιβεβαιώνεται από αντίγραφο ανάλογου εγγράφου. Να σημειωθεί πως, αν και προσκομίστηκαν πρακτικά διαφόρων αποφάσεων και ενεργειών, οι οποίες είχαν αναληφθεί στα πλαίσια της πορείας της εν λόγω υπόθεσης, εντούτοις, το έγγραφο αυτό δεν προσκομίστηκε. Επιπρόσθετα, δεν κατέστη γνωστός ο χρόνος που ο αιτητής εγκατέλειψε τη Ρωσική Ομοσπονδία και αν, πριν αυτό συμβεί, ο ίδιος πληροφορήθηκε για τις διαδικασίες που ακολούθησαν μετά την ποινή που του είχε επιβληθεί με αναστολή. Τέλος, δεν υπάρχει πουθενά στα εν λόγω έγγραφα οποιαδήποτε αναφορά ότι ο αιτητής έφυγε από τη Ρωσική Ομοσπονδία κάτω από παράνομες ή, έστω, ύποπτες συνθήκες, παρά μόνο ότι αυτός παρέβη τους προαναφερθέντες όρους της ποινής με αναστολή, που του είχε επιβληθεί στις 31.3.2000.

 

Πέραν, λοιπόν, από την παραβίαση των πιο πάνω όρων, δε διαπιστώνεται, με βάση τα γεγονότα, να είχε ο αιτητής, εν γνώσει του, παραλείψει να εμφανιστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Κριμσκ στις 27.6.2000, για την επανεκδίκαση της υπόθεσής του. Εν κατακλείδι, δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως απαιτείται από τη σχετική νομολογία, ότι ο αιτητής, εν γνώσει του και ενεργώντας επί σκοπού, εγκατέλειψε τη διεύθυνση διαμονής του και την αιτήτρια χώρα, για να αποφύγει την επανεκδίκαση της υπόθεσής του στις 27.6.2000, (βλ. Gomes v Trinidad and Tobago [2009] 3 All ER 549).

 

Εν πάση περιπτώσει, από τα κατατεθέντα στοιχεία, στις 27.6.2000, εκδόθηκε, σε σχέση με τον αιτητή, ένταλμα αναζήτησής του, το οποίο, στις 3.11.2009, αναβαθμίστηκε σε διεθνές ένταλμα αναζήτησης, με σκοπό την έκδοσή του. Στο μεταξύ, στις 21.7.2008, η υπόθεση του αιτητή εκδικάστηκε ερήμην του και του επιβλήθηκε ποινή πενταετούς φυλάκισης. Αναζητείτο, έκτοτε, για την έκτιση της ποινής αυτής. Επομένως, υπάρχει, ως δεδομένο, ότι, στις 21.7.2008, ο αιτητής δικάστηκε και καταδικάστηκε, χωρίς ο ίδιος [*2521]να γνωρίζει, ενδεχομένως, αφού κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί με θετική μαρτυρία, ότι η ποινή φυλάκισης με αναστολή, που του είχε επιβληθεί προηγουμένως, είχε ανατραπεί, ότι είχε διαταχθεί η επανεκδίκαση της υπόθεσής του και, τέλος, ότι αυτή είχε εκδικαστεί στις 21.7.2008 και του είχε επιβληθεί η προαναφερθείσα ποινή.  Η απόδοση σε κατηγορούμενο πρόσωπο γνώσης ποινικής δίωξης, η οποία έχει αναληφθεί εναντίον του, όπως η περίπτωση του αιτητή, θα πρέπει να αποδεικνύεται με θετική μαρτυρία και όχι με απλούς ισχυρισμούς, (βλ. απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην υπόθεση Sejdovic v. Italy, Αίτηση Αρ. 56581/2000, 1.3.2006).

 

Με την παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus, επιζητείται ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή. Η κράτηση αυτή είναι απότοκος της απόφασης για την έκδοσή του, δυνάμει της συνδυασμένης εφαρμογής του Ν. 97/1970 και της Σύμβασης, στις αρμόδιες αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο σκοπός είναι να εκτίσει ο αιτητής την πενταετή ποινή φυλάκισης, που του επιβλήθηκε στις 21.7.2008 από δικαστήριο της προαναφερθείσας χώρας, σε σχέση με αδίκημα το οποίο αυτός είχε διαπράξει στις 19.1.2000.

 

Η κύρια ένσταση, εκ μέρους του αιτητή, ως προς το νόμιμο της κράτησής του, συνδέεται ευθέως με το χρόνο, ανωτέρω, ο οποίος μεσολάβησε από την επιβολή σ’ αυτόν της πενταετούς ποινής φυλάκισης, αλλά, κυρίως, από το χρόνο διάπραξης του αδικήματος στις 19.1.2000, μέχρι την απόφαση για έκδοσή του την 1.8.2014.  Επικαλείται δε, συναφώς, ο αιτητής, ως βάση για την παρούσα αίτησή του για έκδοση habeas corpus, τις πρόνοιες του Άρθρου 10(3)(β) του Ν. 97/1970, οι οποίες προβλέπουν τα εξής:-

 

«(3) Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, μη επηρεαζομένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι -

.............................................................................................................

 

(β) λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ’ ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ’ ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκην αυτού· ή

 

.............................................................................................................

 

η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαμβανομένων υπ’ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.»

[*2522]Η αντίδραση της συνηγόρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, στην πιο πάνω θέση είναι ότι η καθυστέρηση στην έκτιση της επιβληθείσας πενταετούς ποινής φυλάκισης στον αιτητή και στην επανεκδίκαση της υπόθεσής του, αν αυτός επιδιώξει την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος, οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο. Συγκεκριμένα, οφείλεται στο γεγονός της παραβίασης, κατ’ αρχάς, από αυτόν του όρου, ο οποίος του επιβλήθηκε στις 31.3.2000 με την τετραετή ποινή φυλάκισης με αναστολή, να μην εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής του, και στην παράλειψή του, ακολούθως, να εμφανιστεί στο δικαστήριο στις 27.6.2000, όταν ήταν ορισμένη η υπόθεσή του για επανεκδίκαση. Για το τελευταίο, θεωρείται ότι ο αιτητής είχε λάβει γνώση της πιο πάνω ημερομηνίας. Αναζητηθείς δε, στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι αυτός είχε διαφύγει στο εξωτερικό. Η πιο πάνω θέση υποστηρίχθηκε με αναφορά στις υποθέσεις Kakis v Republic of Cyprus [1978] 2 All ER 634 και Gomes v Trinidad and Tobago, ανωτέρω.

 

Αποδοχή της θέσης, ανωτέρω, η οποία προβλήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, θα είχε, ουσιαστικά, ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του προαναφερθέντος λόγου ελέγχου της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή, εν αναμονή της απόδοσής του στην αιτήτρια χώρα. Επομένως, το ερώτημα το οποίο τίθεται, αρχικά, προς εξέταση είναι κατά πόσο ευθύνεται, όντως, ο αιτητής για την καθυστέρηση η οποία έχει σημειωθεί μέχρι την απόφαση για την έκδοσή του. Με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά έχουν προηγουμένως διαπιστωθεί και τα οποία προκύπτουν, βασικά, από τα έγγραφα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση, αναπόφευκτα, η απάντηση είναι αρνητική. Η πτυχή αυτή έχει εξηγηθεί, προηγουμένως, με λεπτομέρεια, και είναι αρκετό, εδώ, να αναφερθεί ότι, με βάση τα εν λόγω γεγονότα, δεν προκύπτει να είχε γνώση ο αιτητής του αποτελέσματος της έφεσης στις 17.5.2000 και του ορισμού της υπόθεσής του για επανεκδίκαση στις 27.6.2000. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ο αιτητής ως υπαίτιος για την καθυστέρηση η οποία σημειώθηκε στη μη έκτιση από αυτόν της ποινής, η οποία του έχει επιβληθεί το 2008.

 

Λόγω της πιο πάνω κατάληξης, ο χρόνος ο οποίος παρήλθε, τόσο από την καταδίκη και την επιβολή ποινής στον αιτητή στις 21.7.2008 όσο και από τη διάπραξη του αδικήματος στις 19.1.2000, εξακολουθεί να είναι καθοριστικής σημασίας, υπό το πρίσμα των προνοιών που έχει επικαλεστεί ο αιτητής στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, καθώς, επίσης, του Άρθρου 3 του Δευτέρου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Όπως επισημαίνεται στην υπό[*2523]θεση Kakis v Republic of Cyprus, ανωτέρω, ο χρόνος συναρτάται ευθέως με τις επιπτώσεις οι οποίες μπορεί να υπάρξουν σε σχέση με το υπό έκδοση πρόσωπο, εάν, τελικώς, αυτό εκδοθεί. Συγκεκριμένα, στην απόφασή της, η πλειοψηφία της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, με αναφορά στο λεκτικό παρόμοιας, ουσιαστικά, με το Άρθρο 10(3)(β) αγγλικής πρόνοιας, επισημαίνει πως δε θα πρέπει η απόδοση του εν λόγω προσώπου, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης, να αποτελεί άδικο ή καταπιεστικό μέτρο· «άδικο» ("unjust"), με την έννοια, βασικά, του κινδύνου πρόκλησης αδικίας στο υπό έκδοση πρόσωπο, σε σχέση με την εκδίκαση της υπόθεσής του, και «καταπιεστικό» ("oppressive"), με την έννοια της δυσκολίας, που το πρόσωπο αυτό θα έχει να αντιμετωπίσει, συνεπεία αλλαγών οι οποίες θα έχουν, στο μεταξύ, επέλθει στις προσωπικές του περιστάσεις του, κατά τον παρελθόντα χρόνο, (βλ. σελίδα 638).  

 

Τα γεγονότα της προαναφερθείσας αγγλικής υπόθεσης, καθότι διαφορετικά, δε βοηθούν στην εξέταση της παρούσας υπόθεσης και, μάλλον, εδώ, ο χρόνος θα πρέπει να ειδωθεί ως αυτόνομος παράγοντας, ως εκ του οποίου, τυχόν απόδοση του αιτητή θα αποτελεί άδικο ή καταπιεστικό μέτρο, στα πλαίσια του Άρθρου 10(3)(β), όπως οι όροι αυτοί έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία. Βέβαια, την ίδια ώρα, ο χρόνος ο οποίος παρήλθε, αφότου επιβλήθηκε στον αιτητή η ποινή φυλάκισης το 2008, θα πρέπει να ειδωθεί ως προέκταση του χρόνου ο οποίος μεσολάβησε μέχρι τότε από τη διάπραξη του αδικήματος στις 19.1.2000. Είναι αξιοσημείωτο ότι πέρασαν, ήδη, από τις 21.7.2008 μέχρι την 1.8.2014, έξι και πλέον χρόνια, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν άλλα οκτώ, που είχαν περάσει από τις 19.1.2000 μέχρι τις 21.7.2008, σύνολο δεκατέσσερα.

 

Ειδικά, η παρέλευση έξι και πλέον χρόνων από την επιβολή, στις 21.7.2008, στον αιτητή της πενταετούς ποινής φυλάκισης, την οποία αυτός θα υποχρεωθεί να εκτίσει, αν αποδοθεί στην αιτήτρια χώρα, αποτελεί, αναμφίβολα, μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να δημιουργείται, χωρίς άλλο, η εντύπωση ενός αισθήματος αδικίας· πόσο μάλλον, από το γεγονός ότι η εν λόγω ποινή επιβλήθηκε στον αιτητή στην απουσία και εν αγνοία του. Επιπρόσθετα δε, στις περιστάσεις αυτές, θα πρέπει να προστεθούν και τα εξής: Ο αιτητής, φεύγοντας από τη Ρωσική Ομοσπονδία, με βάση τα πιο πάνω αποδειχθέντα γεγονότα, γνώριζε ότι του είχε επιβληθεί ποινή με τριετή αναστολή, χρόνος ο οποίος έχει, προ πολλού, παρέλθει. Μεταγενέστερα δε της παρέλευσής του, ο αιτητής, δικαίως, θα μπορούσε να θεωρεί ότι τιμωρήθηκε για το αδίκημα το οποίο είχε διαπράξει και εξέτισε την ποινή του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το εν[*2524]δεχόμενο να πρέπει αυτός να εκτίσει, για το ίδιο αδίκημα, και μια δεύτερη ποινή άμεσης φυλάκισης, μετά από δεκατέσσερα και πλέον χρόνια, προσθέτει, έτι περαιτέρω, στην, ήδη, διαπιστωθείσα ανωτέρω αδικία. Σε αυτά, θα πρέπει, τέλος, να προστεθεί το γεγονός ότι ο αιτητής τελεί υπό κράτηση για την ίδια αυτή υπόθεση τους τελευταίους είκοσι μήνες.

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής, αν αποδοθεί στην αιτήτρια χώρα, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα επανεκδίκασης της υπόθεσής του, όπως αυτό διασφαλίζεται από το Άρθρο 3 του Δευτέρου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Έχουν, όμως, παρέλθει, στο μεταξύ, από τη διάπραξη του αδικήματος στις 19.1.2000, δεκατέσσερα και, πλέον, χρόνια.

 

Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστωθέντων περιστάσεων, η παρέλευση ενός τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του υπό αναφορά αδικήματος θα πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί, πραγματικά, ανυπέρβλητο εμπόδιο στη διεξαγωγή δίκαιης δίκης· και αυτό, ως θέμα λογικής αντίληψης της προοπτικής αυτής, με αναμενόμενο ότι η οποιαδήποτε δίκη θα πρέπει να διεξαχθεί στη βάση μαρτυρίας, η οποία θα πρέπει να προκύψει, απλά, από τις θύμησες των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν βιώσει το συγκεκριμένο επεισόδιο, το βράδυ της 19.1.2000. Με αυτό, σημαίνει πως, έστω και αν δε φαίνεται να υπάρχουν κάποιες άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να λεχθεί με βεβαιότητα ότι αυτές θα οδηγήσουν, στην περίπτωση επανεκδίκασης, σε καταστρατήγηση της δίκαιης δίκης, εντούτοις, η παρέλευση ενός τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, δεκατεσσάρων και πλέον χρόνων, από τη διάπραξη του αδικήματος εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι δυνατό να οδηγήσει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση λαμβάνει ως δεδομένο ότι, λογικά, ο αιτητής, εφόσον αποδοθεί στην αιτήτρια χώρα, θα ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει το Άρθρο 3 του Δευτέρου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, για επανεκδίκαση της υπόθεσής του, ώστε να προσδοκεί ότι θα επωφεληθεί της πιθανότητας να του επιβληθεί μια πιο επιεικής ποινή από αυτήν η οποία του έχει επιβληθεί ερήμην. Θα αναμένει ότι, στην περίπτωση αυτή, θα ληφθούν σοβαρά υπόψη, ως μετριαστικοί παράγοντες, το γεγονός ότι πέρασαν δεκατέσσερα χρόνια από τη διάπραξη του αδικήματος, ότι η μη επανεκδίκαση της υπόθεσής του μετά την ανατρεπτική απόφαση με την έφεση στις 17.5.2000 δεν οφειλόταν στον ίδιο, όπως έχει, ήδη, εξηγηθεί, και, τέλος, ότι, μετά τη σύλληψή του στις 11.3.2013 και μέχρι σήμερα, αυτός παρέμεινε υπό κράτηση για είκοσι μήνες, περίπου.

[*2525]Εν ολίγοις, θα πρέπει το δικαίωμα του αιτητή για επανεκδίκαση της υπόθεσής του να μην αποτελεί ουτοπία, λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρόνου, αλλά μια πραγματική προοπτική, κατά την οποία θα διασφαλίζονται όλα τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης και του δίκαιου αποτελέσματός της, μετά από δεκατέσσερα χρόνια. Με βάση, όμως, όσα έχουν προηγουμένως διαπιστωθεί, δε διαπιστώνεται ότι κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό. Πιστεύεται πως το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης αυτής δικαιολογεί τη διαπίστωση ότι συντρέχουν πλήρως οι πρόνοιες, ανωτέρω, του Άρθρου 10(3)(β) του Ν. 97/1970, ώστε η κράτηση του αιτητή, ελεγχόμενη στη βάση αυτή, να κρίνεται ως παράνομη.

 

Επομένως, διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του αιτητή Γιούρη Ιβάνοβιτς Χαρατσίδη, άλλως Γεώργιου Χαρατσίδη.

 

Όσον αφορά τα έξοδα, αυτά επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον της Δημοκρατίας. Να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση επιτρέπεται με έξοδα. Εκδίδεται διάταγμα Habeas Corpus για απελευθέρωση του αιτητή.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο