ECLI:CY:AD:2014:A884
(2014) 1 ΑΑΔ 2555
[*2555]21 Νοεμβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
SOKOLOW S.A. ODDZIAL ZAKLADY MIESNE W KOLE,
Εφεσείοντες,
v.
LOPE ENTERPRISES LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2009)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης ― Διάταξη 17. Θ 10 ― Εφαρμοστέες αρχές και απαιτούμενες προϋποθέσεις ― Απορρίφθηκε πρωτοδίκως και επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Αποτυχία κατάδειξης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης στην απαίτηση και απουσία λόγου έφεσης εναντίον αυτού του μέρους της πρωτόδικης κρίσης.
Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Διάταξη 64 ― Δύναται να θεραπευθεί στην κατάλληλη περίπτωση, εφόσον το διάβημα μπορεί να θεωρηθεί ως δικονομικό μέτρο και δεν αποτελεί ένα διάβημα άγνωστο στους Κανονισμούς.
Η παρούσα έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφανίσεως.
Η εφεσείουσα είναι πολωνική εταιρεία με έδρα το Κόλο Πολωνίας και η εφεσίβλητη κυπριακή εταιρεία με έδρα τη Λεμεσό.
Στις 5.10.07 η εφεσίβλητη καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή επί ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, με την οποία αξίωνε εναντίον της εφεσείουσας το ποσό των €70.951 για παροχή υπηρεσιών και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Η αγωγή επιδόθηκε στην εφεσείουσα μέσω του Πρωτοδικείου του [*2556]Κόλο στις 12.2.08, αλλά η εφεσείουσα δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης μέσα στην προθεσμία που όριζε το διάταγμα που της επιδόθηκε μαζί με άλλα έγγραφα. Αντ’ αυτού, στις 3.3.08, απέστειλε στο Δικαστήριο και στην εφεσίβλητη μέσω (Πολωνού) δικηγόρου πολυσέλιδο έγγραφο υπό τον τίτλο «Απάντηση στην Αγωγή» όπου διατύπωνε σειρά ισχυρισμών για απόρριψη της αγωγής.
Τρεις μήνες μετά την επίδοση της αγωγής, στις 21. η εφεσίβλητη εξασφάλισε δικαστική απόφαση εναντίον της εφεσείουσας ως η αξίωσή της λόγω μη καταχώρισης σημειώματος εμφανίσεως και εννέα μήνες μετά, στις 20.2.09, αντίγραφο της απόφασης επιδόθηκε στην εφεσείουσα.
Με τη λήψη της απόφασης, η εφεσείουσα αποτάθηκε σε δικηγορικό γραφείο στην Κύπρο μέσω του οποίου καταχώρισε στις 6.5.09 αίτηση για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της ερήμην βάσει της Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, χωρίς όμως επιτυχία.
Κρίθηκε συναφώς ότι το αίτημά της για παραμερισμό της απόφασης δεν μπορούσε να εγκριθεί καθότι το Έγγραφο δεν συνιστούσε εμφάνιση ή υπεράσπιση – όπως ήταν ο ισχυρισμός της -και περαιτέρω (α) καμιά εξήγηση δεν έδωσε που να δικαιολογεί την παράλειψη της να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, (β) απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και (γ) η παράλειψη της να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης «… με το δέοντα τρόπο, σε συνδυασμό με την παρέλευση πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της απόφασης συνιστούσε τουλάχιστο παραγνώριση αν όχι περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντίδικου.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους.
α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το Έγγραφο που υπήρχε στο φάκελο της υπόθεσης κατά την έκδοση της απόφασης δεν σήμαινε τίποτε, ούτε και συνιστούσε εμφάνιση ή υπεράσπιση.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απάντησε στη θέση της εφεσείουσας ότι οποιαδήποτε παρατυπία του εν λόγω εγγράφου μπορούσε να θεραπευτεί κατ’ εφαρμογή της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση Wunderlich (κατωτέρω) στην οποία παρέπεμψαν οι δικηγόροι της εφεσείουσας. Εκεί διευκρινί[*2557]στηκε πως σύμφωνα με τη Δ.64 οποιοδήποτε δικονομικό μέτρο που λαμβάνεται σε ασυμφωνία με τους Κανονισμούς θεωρείται παρατυπία, η οποία στην κατάλληλη περίπτωση μπορεί να θεραπευθεί από το Δικαστήριο κατ’ άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
2. Και αυτό εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικονομικό μέτρο ένα διάβημα άγνωστο στους Κανονισμούς όπως είναι το Έγγραφο, το οποίο δεν καταχωρήθηκε στο Πρωτοκολλητείο, αλλά αποστάληκε ταχυδρομικώς από το εξωτερικό και μάλιστα από δικηγόρο που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, για άσκηση της δικηγορίας στην Κύπρο.
3. Επομένως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το Έγγραφο δεν μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνα με τους Κανονισμούς ως εμφάνιση ή ως υπεράσπιση και ενόψει τούτου, δεν υπήρχε λόγος να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα να ασκήσει ή όχι τη διακριτική του ευχέρεια για θεραπεία άγνωστου στους Κανονισμούς δικονομικού μέτρου.
4. Παρέμεινε προς κρίση κατά πόσο λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο - κατά την εξέταση της αίτησης παραμερισμού μόνο και όχι της αίτησης βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση λόγω παράλειψης εμφάνισης - αγνόησε παντελώς το Έγγραφο για άσκηση της ευχέρειας του βάσει της Δ.17 θ.10.
5. Οι αρχές στη βάση των οποίων το Δικαστήριο ασκεί την ευχέρεια που του παρέχει η Δ.17 θ.10 αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ επανάληψη.
6. Αποκρυσταλλώθηκε συναφώς ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17 θ.10 δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά και κατά την άσκησή της το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό ώστε η επαναφορά να μην αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και, ο άλλος, κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.
7. Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, το Έγγραφο θα μπορούσε να εκληφθεί ως εξήγηση για την καθυστέρηση υποβολής της αίτησης παραμερισμού, στη βάση ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να καταχωρίσει νομότυπα εμφάνιση, όπως όριζε το Διάταγμα που της επιδόθηκε, ήταν προϊόν παρανόησης. Όμως, επιπρόσθετα, η εφεσείουσα θα έπρεπε να ικανοποιήσει και το δεύτερο παράγοντα για κατάδειξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης στην απαίτηση.
8. Τον παράγοντα αυτό, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέτυχε να ικανοποιήσει και σχετικά η εφεσείουσα δεν παραπονείται ότι η επί του προκειμένου κρίση του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη.
9. Κατά συνέπεια, έστω κι αν ικανοποιήθηκε ο πρώτος παράγοντας, η εφεσείουσα απέτυχε να τεκμηριώσει το δεύτερο παράγοντα και [*2558]ενόψει τούτου η έφεση της είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Wunderlich ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366,
Balm Maritime Company Limited v. Biochemie R.O.S.E. Limited (1990) 1 A.A.Δ. 602,
Ευθυμίου ν. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 700,
Φάντης ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 550,
Redditch Benefit Buil. Soc. v. Roberts [1940] 1 K.B.415 C.A.,
Phylactou v. Μιχαήλ (1982) 1 C.L.R. 204,
Μillouca Trading Ltd v. Kούρρη (1997) 1 A.A.Δ. 10,
Βuch κ.ά. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342,
Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία ν. Μαλιετζή (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1616,
Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1402,
Βέρνα ν. Λαϊκής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 297,
Zehi v. Roberts (2009) 1(A) A.A.Δ. 678,
Δωρίτη ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας, (2012) 1(Α) Α.Α.Δ 314.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κίτσιος, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. ή Αίτηση Αρ. 5515/07), ημερομηνίας 30/10/2009.
Ν. Αβρααμίδης, για Eφεσείοντες.
Ντ. Σαβεριάδης, για Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
[*2559]ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 30.10.09, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφανίσεως. Με την ίδια έφεση αμφισβητείτο και το μέρος της απόφασης που αφορούσε απόρριψη αιτήματος της εφεσείουσας για ακύρωση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας, αλλά οι σχετικοί με το ζήτημα αυτό λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση σε συντομία έχουν ως ακολούθως:
Η εφεσείουσα είναι πολωνική εταιρεία με έδρα το Κόλο Πολωνίας και η εφεσίβλητη κυπριακή εταιρεία με έδρα τη Λεμεσό.
Στις 5.10.07 η εφεσίβλητη καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή επί ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, την υπ. Αρ. 5517/07, με την οποία αξίωνε εναντίον της εφεσείουσας το ποσό των €70.951 για παροχή υπηρεσιών και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Η αγωγή επιδόθηκε στην εφεσείουσα μέσω του Πρωτοδικείου του Κόλο στις 12.2.08, αλλά η εφεσείουσα δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης μέσα στην προθεσμία που όριζε το διάταγμα που της επιδόθηκε μαζί με άλλα έγγραφα. Αντ’ αυτού, στις 3.3.08, απέστειλε στο Δικαστήριο και στην εφεσίβλητη μέσω (Πολωνού) δικηγόρου πολυσέλιδο έγγραφο υπό τον τίτλο «Απάντηση στην Αγωγή» (στο εξής το Έγγραφο) όπου διατύπωνε σειρά ισχυρισμών για απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης.
Τρεις μήνες μετά την επίδοση της αγωγής, στις 21.5.08, η εφεσίβλητη εξασφάλισε δικαστική απόφαση εναντίον της εφεσείουσας ως η αξίωσή της λόγω μη καταχώρισης σημειώματος εμφανίσεως και εννέα μήνες μετά, στις 20.2.09, αντίγραφο της απόφασης επιδόθηκε στην εφεσείουσα.
Με τη λήψη της απόφασης, η εφεσείουσα αποτάθηκε στο δικηγορικό γραφείο Λ. Παπαφιλίππου & Σία μέσω του οποίου καταχώρισε στις 6.5.09 αίτηση για παραμερισμό της επίδοσης του [*2560]κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας, καθώς επίσης και της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της ερήμην βάσει της Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών (στο εξής οι Κανονισμοί). Χωρίς όμως επιτυχία αφού και τα δύο σκέλη του αιτήματος της απορρίφθηκαν με απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 30.10.09. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η απόρριψη του αιτήματος της για παραμερισμό της απόφασης αφού, όπως έχει σημειωθεί, οι λόγοι έφεσης σε σχέση με την απόρριψη του πρώτου σκέλους του αιτήματός της αποσύρθηκαν. Κρίθηκε συναφώς ότι το αίτημά της για παραμερισμό της απόφασης δεν μπορούσε να εγκριθεί καθότι το Έγγραφο δεν συνιστούσε εμφάνιση ή υπεράσπιση – όπως ήταν ο ισχυρισμός της -και περαιτέρω (α) καμιά εξήγηση δεν έδωσε που να δικαιολογεί την παράλειψη της να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, (β) απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και (γ) η παράλειψη της να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης «… με το δέοντα τρόπο, σε συνδυασμό με την παρέλευση πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της απόφασης κρίνεται ότι συνιστά τουλάχιστο παραγνώριση αν όχι περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντίδικου ο οποίος νομότυπα εξασφάλισε την εκδοθείσα απόφαση».
Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη προσέγγιση στο όλο ζήτημα και την εν τέλει κρίση για δύο λόγους. Ο πρώτος, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το Έγγραφο που υπήρχε στο φάκελο της υπόθεσης κατά την έκδοση της απόφασης δεν σήμαινε τίποτε, ούτε και συνιστούσε εμφάνιση ή υπεράσπιση και, ο δεύτερος, δεν απάντησε στη θέση της ότι οποιαδήποτε παρατυπία του εν λόγω εγγράφου μπορούσε να θεραπευτεί κατ’ εφαρμογή της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Λόγοι Έφεσης 1 και 3 αντίστοιχα).
Όπως γίνεται αντιληπτό οι δυο Λόγοι Έφεσης είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους, αφού έχουν κοινό σημείο αναφοράς το Έγγραφο το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς.
Είναι θέση της εφεσείουσας ότι το Έγγραφο αποτελούσε εμφάνιση ή και υπεράσπιση, έστω και αν ο τύπος του Εγγράφου δεν ήταν σύμφωνος με τους Κανονισμούς αφού η ασυμφωνία αυτή συνιστούσε παρατυπία που μπορούσε να θεραπευτεί βάσει της Δ.64. Παρέπεμψε σχετικά στην Wunderlich ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και υπέβαλε – κατ’ επίκληση των Balm Maritime Company Limited v. Biochemie R.O.S.E. Limited [*2561](1990) 1 A.A.Δ. 602, Ευθυμίου ν. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 700 και Φάντης ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 550 – ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε ex debito justitiae την απόφαση ημερ. 21.5.08 ως η αίτησή της, αγνοώντας παντελώς το Έγγραφο και παραβιάζοντας το αξίωμα «Ουδείς δικάζεται ανήκουστος» (audi alteram partem). Περαιτέρω υπέβαλε ότι εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να κάμει αποδεκτή την αίτηση παραμερισμού, καθότι με το Έγγραφο η εφεσείουσα εκδήλωσε την επιθυμία της να εμφανιστεί στην αγωγή και να προβάλει την υπεράσπισή της. Παρέπεμψε σχετικά στο Τhe Annual Practice του 1958 όπου στη σελ. 851 υπό τον τίτλο «Judgment by default may be set aside on terms» σημειώνεται ότι «Judgment in default of appearance should not be entered where defendant indicates his desire to enter appearance and if so entered will be set aside». (Redditch Benefit Buil. Soc. v. Roberts [1940] 1 K.B.415 C.A.: q.v. as to judgments in mortgagee’s actions).
Η εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, επέσυρε κατ’ αρχάς την προσοχή του Δικαστηρίου στο ότι οι αυθεντίες που επικαλέστηκε η εφεσείουσα δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα περιστατικά της υπόθεσης και επεσήμανε πως στην Ευθυμίου, στην οποία η εφεσείουσα προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα, είχε καταχωρηθεί νομότυπα εμφάνιση η οποία αγνοήθηκε. Σ’ ότι αφορά την Wunderlich, επεσήμανε ότι ναι μεν η Δ.64 παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να θεραπεύει παρατυπίες, αλλά στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να μην την ασκήσει παρόλο που κατά την έκδοση της απόφασης ημερ. 21.5.08 είχε ενώπιον του το Έγγραφο. Επομένως, υπέβαλε, το όλο ζήτημα αφορά άσκηση δικαστικής ευχέρειας και εάν η εφεσείουσα θεωρεί ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε αυτή την ευχέρεια, μόνο με έφεση και όχι με αίτηση παραμερισμού μπορούσε να αντιδράσει. Δεν το έπραξε όμως και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση παραμερισμού, κρίνοντας πως η εφεσείουσα απέτυχε να τεκμηριώσει τις αρχές που καθιερώθηκαν από τη νομολογία για παραμερισμό απόφασης βάσει της Δ.17 θ.10.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και τις αυθεντίες που τέθηκαν ενώπιον μας. Κρίνουμε κατ’ αρχάς, σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης, πως οι υποθέσεις Ευθυμίου, Φάντης και Balm Maritime Co δεν εφαρμόζονται στα περιστατικά της παρούσας. Και αυτό καθότι στην Ευθυμίου είχε καταχωρηθεί νομότυπα εμφάνιση που αγνοήθηκε, στη Φάντη η απόφαση εκ[*2562]δόθηκε λόγω της παράλειψης του εφεσείοντα – εναγόμενου να εμφανιστεί κατά την ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση για προώθηση της ένστασης του και στην Balm Maritime Co, το κλητήριο επιδόθηκε σε άγνωστο για την εταιρεία πρόσωπο με αποτέλεσμα να μη λάβει γνώση της αγωγής. Όπως δεν τυγχάνει εφαρμογής και η Wunderlich όπου διευκρινίστηκε πως σύμφωνα με τη (νέα τότε) Δ.64 οποιοδήποτε δικονομικό μέτρο που λαμβάνεται σε ασυμφωνία με τους Κανονισμούς θεωρείται παρατυπία, η οποία στην κατάλληλη περίπτωση μπορεί να θεραπευθεί από το Δικαστήριο κατ’ άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Και αυτό εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικονομικό μέτρο ένα διάβημα άγνωστο στους Κανονισμούς όπως είναι το Έγγραφο, το οποίο δεν καταχωρήθηκε στο Πρωτοκολλητείο, αλλά αποστάληκε ταχυδρομικώς από το εξωτερικό και μάλιστα από δικηγόρο που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, για άσκηση της δικηγορίας στην Κύπρο. Επομένως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το Έγγραφο δεν μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνα με τους Κανονισμούς ως εμφάνιση ή ως υπεράσπιση και ενόψει τούτου, δεν υπήρχε λόγος να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα να ασκήσει ή όχι τη διακριτική του ευχέρεια για θεραπεία άγνωστου στους Κανονισμούς δικονομικού μέτρου. Έπεται ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης ως και ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Παρέμεινε προς κρίση κατά πόσο λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο - κατά την εξέταση της αίτησης παραμερισμού μόνο και όχι της αίτησης βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση λόγω παράλειψης εμφάνισης - αγνόησε παντελώς το Έγγραφο για άσκηση της ευχέρειας του βάσει της Δ.17 θ.10.
Οι αρχές στη βάση των οποίων το Δικαστήριο ασκεί την ευχέρεια που του παρέχει η Δ.17 θ.10 αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ επανάληψη (βλ. Phylactou v. Μιχαήλ (1982) 1 C.L.R. 204, Μillouca Trading Ltd v. Kούρρη (1997) 1 A.A.Δ. 10, Βuch κ.ά. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342, Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία ν. Μαλιετζή (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1616, Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1402, Βέρνα ν. Λαϊκής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 297, Zehi v. Roberts (2009) 1(A) A.A.Δ. 678, Δωρίτη ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2012) 1(A) Α.Α.Δ. 314 κ.ά.). Αποκρυσταλλώθηκε συναφώς ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17 θ.10 δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά και κατά την άσκησή της το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί [*2563]η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό ώστε η επαναφορά να μην αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και, ο άλλος, κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.
Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, έχουμε την άποψη, ότι το Έγγραφο θα μπορούσε να εκληφθεί ως εξήγηση για την καθυστέρηση υποβολής της αίτησης παραμερισμού, στη βάση ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να καταχωρίσει νομότυπα εμφάνιση, όπως όριζε το Διάταγμα που της επιδόθηκε, ήταν προϊόν παρανόησης. Όμως, επιπρόσθετα, η εφεσείουσα θα έπρεπε να ικανοποιήσει και το δεύτερο παράγοντα για κατάδειξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης στην απαίτηση. Τον παράγοντα αυτό, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέτυχε να ικανοποιήσει και σχετικά η εφεσείουσα δεν παραπονείται ότι η επί του προκειμένου κρίση του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Κατά συνέπεια, έστω κι αν ικανοποιήθηκε ο πρώτος παράγοντας, η εφεσείουσα απέτυχε να τεκμηριώσει το δεύτερο παράγοντα και ενόψει τούτου η έφεση της είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.
Τέλος, σ’ ότι αφορά το τι αποφασίστηκε στην υπόθεση Redditch Benefit Buil. Soc. (ανωτέρω), να παρατηρήσουμε ότι τα περιστατικά της εν λόγω υπόθεσης είναι παντελώς διαφορετικά από τα περιστατικά της παρούσας. Σε εκείνη την υπόθεση, εκκρεμούσης της αίτησης για απόφαση λόγω παράλειψης εμφάνισης εμφανίστηκε ο εφεσείων ενώπιον του Πρωτοκολλητή και εκδήλωσε επιθυμία να εμφανιστεί. Παρά ταύτα, ο Πρωτοκολλητής επέλεξε να εκδώσει απόφαση λόγω παράλειψης εμφάνισης και να την αναστείλει για 14 ημέρες ώστε να εξετάσει κατά πόσο ο εφεσείων είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Είναι κάτω απ΄ αυτά τα περιστατικά που προκρίθηκε η αρχή που μνημονεύεται στη σελ. 851 του The Annual Practice του 1958 (ανωτέρω), ζήτημα που επιλύεται στο ημεδαπό δικονομικό μας σύστημα από τη Δ.16 θ.7 σύμφωνα με την οποία ένας εναγόμενος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν την έκδοση της απόφασης και επομένως, σε τέτοια περίπτωση, δεν εκδίδεται απόφαση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο