Ξενοφώντος Μαρία ν. Taker Sayed Rajab (2014) 1 ΑΑΔ 2605

ECLI:CY:AD:2014:A892

(2014) 1 ΑΑΔ 2605

[*2605]26 Νοεμβρίου, 2014

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΑ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

 

Εφεσείουσα-Εναγομένη,

 

v.

 

TAKER SAYED RAJAB,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 169/2010)

 

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Επανακλήτευση μαρτύρων ― Το θέμα επανακλήτευσης μάρτυρα ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά με κύριο γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης και δικαιολογείται μόνο αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, που έχουν νομολογηθεί.

 

Πολιτική Δικονομία ― Αναβολή Ακρόασης ― Το κατά πόσο θα αναβληθεί μια υπόθεση είναι θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, σε συνάρτηση  με τους λόγους επί των οποίων το αίτημα εδράζεται ― Περιθώριο επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή δεν ασκήθηκε δικαστικά, ή η άσκηση της οδηγεί σε πασιφανή αδικία ― Προεξάρχον κριτήριο, αποτελεί η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Άρθρο 30.3 ― Η  προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πόλους: την παροχή των εχέγγυων που διασφαλίζουν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο ― Η εξισορρόπηση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.

 

Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπάγγελτα παρανομία που παρουσιάζεται ενώπιον του, περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρανομία προκύπτει έκδηλα, είτε από την ίδια τη σύμβαση, είτε από τα γεγονό[*2606]τα που την περιβάλλουν ― Για να δικαιολογεί αυτεπάγγελτη εξέταση, πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη, ή εξόφθαλμη, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων ― Πρέπει να βοά, άλλως, για σκοπούς εξέτασης της, απαραίτητη προϋπόθεση, συνιστά η δικογράφηση της.

 

Αποζημιώσεις ― Παραδειγματικές αποζημιώσεις ― Σε ποιες περιπτώσεις επιδικάζονται ― Ζήτημα επιδίκασης τέτοιων αποζημιώσεων τίθεται μόνο στην περίπτωση αστικών αδικημάτων και όχι σε σχέση με παράβαση σύμβασης.

 

Με την εκκαλούμενη απόφαση η οποία εκδόθηκε σε αγωγή, επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας, πρώην εναγομένης 1, το ποσό των €300.806, πλέον νόμιμος τόκος από την καταχώριση της αγωγής μέχρι εξόφλησης. Υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας επιδικάστηκαν επίσης τιμωρητικές αποζημιώσεις, ύψους €10.000, με τόκο 5.5% από την έκδοση της απόφασης μέχρι εξόφλησης.

 

Η αγωγή εναντίον του πρώην εναγόμενου 2 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα, τον Ιανουάριο του 1992 συστάθηκε η πρώην εναγόμενη 4 εταιρεία, με διευθυντές την εφεσείουσα και τον πρώην εναγόμενο 3, για να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την απόκτηση γης με απώτερο σκοπό την ανέγερση και ίδρυση φαρμακοβιομηχανίας. Μέτοχοι της εταιρείας ήταν η εφεσείουσα με 99 μετοχές και ο πρώην εναγόμενος 3, δικηγόρος, με μία μετοχή.

 

Δυνάμει συμφωνιών καταπιστεύματος που καταρτίστηκαν μεταξύ των μετόχων και του εφεσίβλητου, ο τελευταίος καθίστατο αποκλειστικός μέτοχος στην πρώην εναγόμενη 4.

 

Οι προσπάθειες για ίδρυση εργοστασίου και φαρμακοβιομηχανίας στην Κύπρο, τελικώς εγκαταλείφθηκαν, και τέσσερα τεμάχια που είχαν αγοραστεί προς το σκοπό αυτό, πωλήθηκαν. Η πώληση απέφερε ποσό Λ.Κ.165.000, το οποίο εισπράχθηκε από την εφεσείουσα. Πρόσθετα, η εφεσείουσα είσπραξε, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πρόσθετο ποσό €10.229,40, με τη μορφή τόκων.

 

Ο εφεσίβλητος αξίωσε με την αγωγή από όλους τους πρώην εναγόμενους το ποσό των Λ.Κ.165.000 ή όποιο άλλο ποσό είχαν εισπράξει, βασικά ως εμπιστευματοδόχοι του, από την πώληση του ακινήτου, όπως και άλλα ποσά.

[*2607]Τα πρωτόδικα ευρήματα στα οποία στηρίχθηκε η πρωτόδικη κατάληξη περιλαμβάνονται στα πιο κάτω αποφασισθέντα εκ του Εφετείου.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

 

α)  Η διαδικασία της δίκης που ακολούθησε πριν, κατά και μετά την 9/4/2009 το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν λανθασμένη και/ή αντίθετη με τους θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας  και/ή τις αρχές της δίκαιης δίκης.

 

β)  Η απόρριψη του αιτήματος της εφεσείουσας για αναβολή της ακρόασης στις 9/4/2009 μέχρι να διορίσει δικηγόρο, απέληξε σε παραβίαση του δυνάμει του Άρθρου 30.3(δ) του Συντάγματος κατοχυρωμένου σχετικού δικαιώματος της, ενώ η συνέχιση της διαδικασίας και η ολοκλήρωση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, στην απουσία της, σε συνδυασμό με την απόρριψη του αιτήματος της για επανακλήτευση των μαρτύρων του εφεσίβλητού με σκοπό την αντεξέταση, της στέρησε, ενόψει των περιστάσεων και ειδικότερα του γεγονότος ότι η αίτηση της για τροποποίηση της υπεράσπισης της έτυχε, έστω και μερικώς, της έγκρισης του Δικαστηρίου, το βασικό δικαίωμα της να αντεξετάσει τους μάρτυρες του αντιδίκου της και να τους θέσει τη δική της υπόθεση.

 

γ)  Η πρωτόδικη απόφαση πάσχει λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε συγκεκριμένα ευρήματα γεγονότων, αλλά έκρινε πιθανολογώντας από τα τεκμήρια, θεωρώντας ότι η αντεξέταση των μαρτύρων της πλευράς του εφεσιβλήτου, δεν ήταν απαραίτητη και δεν επηρέαζε.

 

δ)  Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την καθυστέρηση που ο εφεσίβλητος επέδειξε στην έγερση, αλλά και στην προώθηση της αγωγής του.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Προεξάρχον κριτήριο στην άσκηση της άσκησης της  διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για αναβολή της Ακρόασης αποτελεί η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης

  2.   Στην υπό κρίση υπόθεση, μετά την απόσυρση των δικηγόρων της εφεσείουσας στις 16/3/2009, η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση δύο φορές και συγκεκριμένα στις 19/3/2009, όπως και στις 9/4/2009, για να μπορέσει έτσι η εφεσείουσα να διορίσει νέους δικηγόρους, πράγμα το οποίο όμως η τελευταία δεν έπραξε.

[*2608]  3.  Και εδώ είναι που η υπόθεση Γεωργίου (κατωτέρω), την οποία η εφεσείουσα επικαλείται, διαφοροποιείται από την περίπτωση της και μάλιστα ουσιωδώς.

  4.   Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της  εφεσείουσας περί  άρνησης του Δικαστηρίου να επανακλητεύσει τους μάρτυρες του εφεσίβλητου για σκοπούς αντεξέτασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο  ανατρέχοντας στη δικογραφία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των τροποποιήσεων της υπεράσπισης που επετράπησαν, όπως και στη διαδικασία της ακρόασης της αγωγής,  έκρινε ότι ενώπιον του δεν είχε την περίπτωση όπου η αντεξέταση καθίσταται αναγκαία και επιβεβλημένη λόγω γενόμενης τροποποίησης ώστε να δικαιολογείται η επανακλήτευση προς τούτο οιουδήποτε μάρτυρα.

  5.   Ότι φαίνεται να επεδίωκαν οι εναγόμενοι 1 και 2 ήταν μια δεύτερη ευκαιρία, απεφάνθη, να αντεξετάσουν επί των ζητημάτων τους μάρτυρες του ενάγοντα.

  6.   Η επί του προκειμένου πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή. Με τις τροποποιήσεις της υπεράσπισης που επετράπησαν, δεν εισήχθη οποιαδήποτε νέα θέση της εφεσείουσας. Αντίθετα, η βασική θέση της ότι αυτή και ο πρώην εναγόμενος 2 δεν ιδιοποιήθηκαν τα χρήματα που διεκδικούσε ο εφεσίβλητος, αλλά αυτά διατέθηκαν και αναλώθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη του και κατόπιν εντολών του, θέση η οποία αποτελούσε και την κύρια βάση του αιτήματος για επανακλήτευση των μαρτύρων του εφεσίβλητου, υπήρχε στην αρχική Υπεράσπιση και μάλιστα συνιστούσε εξ υπαρχής τη βασική γραμμή υπεράσπισης τους.

  7.   Αναφορικά με τη θέση της εφεσείουσας ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς, όπως την χαρακτηρίζει, αξιολόγησης, προέκυπτε ότι τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκονταν διάσπαρτα στην απόφαση του, γεγονός που καθιστούσε τον εντοπισμό τους δύσκολο.

  8.   Ωστόσο, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ουσιαστικού στοιχείου της αξιολόγησης της μαρτυρίας, η οποία αποτέλεσε και τη βάση των ευρημάτων και συμπερασμάτων του, διατυπώνεται με σαφήνεια, έστω και αν για σκοπούς δικαστικού ελέγχου, απαιτείται, λόγω του τρόπου με τον οποίο αυτά διατυπώνονται, αυξημένη προσπάθεια εντοπισμού τους.

  9. Αναφορικά με την εισήγηση περί του παράγοντα καθυστέρηση,  το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά  επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι σε κάθε περίπτωση ούτε η εφεσείουσα αλλά ούτε και ο σύζυγος της ισχυρίστηκαν πως καθ’ οιονδήποτε χρόνο κατείχαν ή υφίστατο τέτοιο έγγραφο. Η εφεσείουσα είχε αναφέρει πως τότε δεν υπογράφονταν συμφωνίες για τις αμοιβές των λογιστών, όπως υπογράφονται σήμερα, και πως οι όροι για την αμοιβή της εμπεριέχονται στο “trust deed” το οποίο υπογράφηκε και το οποίο είχε παρουσιαστεί. Ο εφε[*2609]σείων έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε απεμπόλησε τα δικαιώματα του, ούτε συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που να υποδήλωνε, χωρίς αμφισβήτηση, ότι εγκατέλειψε την αξίωση του.

10. Ούτε διαφάνηκε πως η καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό κρίση αγωγής επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση της εφεσείουσας και του εναγόμενου 2 ή κατέστησε την δίκη όχι δίκαια.

11. Και το συγκεκριμένο παράπονο της εφεσείουσας, ιδωμένο υπό το φως των πιο πάνω, ήταν ανεδαφικό και αβάσιμο.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε και/ή δεν ασχολήθηκε με το ότι ο εφεσίβλητος συμμετείχε σε παρανομίες αφού η ενέργεια του και οι συμφωνίες που συνήψε με την εφεσείουσα και τις μετέπειτα ενδιάμεσες εφαρμογές τους, ήταν παράνομες αφού απόβλεπε σε παράκαμψη νόμων, κανονισμών και Δημόσιας Πολιτικής και ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να ζητήσει την συνδρομή του Δικαστηρίου για θεραπεία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι επί του προκειμένου θέσεις της εφεσείουσας περιστρέφονται γύρω από τον άξονα ότι οι συμφωνίες καταπιστεύματος (trust deeds), δυνάμει των οποίων ο εφεσίβλητος καθίστατο αποκλειστικός δικαιούχος του μετοχικού κεφαλαίου της πρώην εναγόμενης 4, ήταν παράνομες και άκυρες επειδή ο εφεσίβλητος, όντας αλλοδαπός, δεν δικαιούτο, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής, άδεια την οποία δεν είχε, να κατέχει μετοχές στην πρώην εναγόμενη 4, κυπριακή εταιρεία.

2.  Εκείνο που ουσιαστικά εισηγείτο η πλευρά της εφεσείουσας ήταβν ότι, εφόσον η συγκεκριμένη παρανομία προέκυπτε από τα έγγραφα – καταπιστεύματα και την προσκομισθείσα σε συσχετισμό προς αυτά μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστω και αν η παρανομία δεν είχε δικογραφηθεί, όφειλε, δεν το έπραξε όμως, να την εξετάσει αυτεπάγγελτα και ενόψει της εμπλοκής του εφεσίβλητου στην παρανομία, να αρνηθεί στον τελευταίο οποιαδήποτε από τις αιτούμενες θεραπείες.

3.  Με δεδομένη την υποχρέωση για δικογράφιση της παρανομίας που οι πρόνοιες της Δ.19, Θ.13, επιτάσσουν, άλλως η εξέταση της παρανομίας δεν καθίσταται δυνατή, η υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπάγγελτα παρανομία που παρουσιάζεται ενώπιον του περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρανομία προκύπτει έκδηλα, είτε από την ίδια τη σύμβαση, είτε από τα γεγονότα που την περιβάλλουν. Η παρανομία για να δικαιολογεί αυτεπάγγελτη εξέταση, πρέπει να είναι πρόδηλα ανα[*2610]γνωρίσιμη, ή εξόφθαλμη, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Πρέπει να βοά, άλλως, για σκοπούς εξέτασης της παρανομίας απαραίτητη προϋπόθεση, συνιστά η δικογράφηση της.

4.  Στην παρούσα περίπτωση, παρανομία δεν δικογραφείται, αλλά ούτε και προβλήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έστω και στο στάδιο των αγορεύσεων.

5.  Με δεδομένο  το γεγονός της μη δικογράφησης της παρανομίας από την εφεσείουσα στην Υπεράσπιση,  τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, ουδόλως δικαιολογούσαν την ένταξη της στις περιπτώσεις εκείνες όπου, άνευ ετέρου, αναδύεται έκδηλη παρανομία.

6.  Τα όσα η πλευρά της εφεσείουσας εκλαμβάνει ως δεδομένα για να εξαγάγει συμπέρασμα παρανομίας, ουδόλως συνιστούν δεδομένα εφόσον η ορθότητα τους τελεί υπό αμφισβήτηση.

7.  Εξάλλου, οι απαιτήσεις του εφεσίβλητου δεν εδράζονταν επί των συμφωνηθέντων δυνάμει των εγγράφων καταπιστεύματος, ούτε και η τεκμηρίωση τους προϋποθέτει εφαρμογή των εν λόγω συμφωνηθέντων.

8.  Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει  ότι πέραν από οτιδήποτε άλλο, η εφεσείουσα όφειλε να ακολουθεί τις οδηγίες του εφεσείοντα. Και η ίδια μάλιστα ότι επικαλείτο  ήταν ότι ήταν  τις δικές του οδηγίες που ακολούθησε. Σε αυτή τη βάση εκδικάστηκε η υπόθεση με την εφεσείουσα, αφότου εισέπραττε τα διάφορα ποσά να τα κρατεί ως αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου. Εισέπραξε το προϊόν της πώλησης και αντί να ακολουθήσει τις οδηγίες του, οικειοποιήθηκε τα ποσά.

 

Τρίτος λόγος έφεσης:

 

Η θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την νομιμοποίηση του εφεσίβλητου να εγείρει αγωγή, ήταν εσφαλμένη. Αποκλειστικός δικαιούχος του προϊόντος πώλησης του ακινήτου ήταν η πρώην εναγόμενη 4 εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου και όχι ο εφεσίβλητος προσωπικά.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι αποκλειστικός δικαιούχος του προϊόντος πώλησης του ακινήτου ήταν η πρώην εναγόμενη 4 εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου και όχι ο εφεσίβλητος προσωπικά. Συνεπώς, η διάθεση και η διαχείριση των εσόδων από την πώληση διέπετο, σύμφωνα με την εφεσείουσα, από τις νομικές αρχές του Εταιρικού Δικαίου, αφού προηγουμένως ικανοποιούντο οι οικονομικές υποχρεώσεις της πρώην εναγόμενης 4 προς τρίτους, περιλαμβανομένης και της αμοιβής της ίδιας για τις υπηρε[*2611]σίες που είχε προσφέρει στην εταιρεία.

2.  Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ήταν αλυσιτελής. Η εφεσείουσα δεν εφεσίβαλε το εύρημα του Δικαστηρίου ότι εισέπραξε το προϊόν πώλησης του ακινήτου ως αντιπρόσωπος του εφεσίβλητού, για λογαριασμό του οποίου και το κρατούσε, όπως δεν εφεσίβαλε το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οικειοποιήθηκε το εν λόγω ποσό.

3.  Δεν αμφισβήτησε επίσης την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι αυτή ήταν και η βάση επί της οποίας εκδικάστηκε η υπόθεση.

4.  Αντίθετα, επιχείρησε να τεκμηριώσει τις προβαλλόμενες στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, θέσεις και ισχυρισμούς της, θεωρώντας ως δεδομένα τα προκύπτοντα από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει παραδειγματικές αποζημιώσεις καθώς και το ύψος του ποσού που επιδίκασε σαν τέτοιες, ήταν εσφαλμένη και/ή εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε εναντίον της εφεσείουσας ποσό για το οποίο δεν προσφέρθηκε εξήγηση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, επιδικάζονται εκεί όπου η διαγωγή του εναγομένου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από πολιτικό Δικαστήριο.

2.  Η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του εναγομένου, όπως και η οικονομική του κατάσταση αποτελούν παράγοντες καθοριστικούς για τον καθορισμό του ύψους τέτοιων αποζημιώσεων.

3.  Στις περιπτώσεις που επιδικάζονται παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις είναι εσφαλμένος ο διαχωρισμός σε τιμωρητικές αποζημιώσεις και αποζημιώσεις που στόχο έχουν την αποζημίωση του θύματος για τις ζημιές που έχει υποστεί.

4.  Σε τέτοιες περιπτώσεις δικαιολογείται η επιδίκαση ενός μόνο ποσού αποζημιώσεων, το ύψος του οποίου καθορίζεται μετά από σφαιρική θεώρηση όλων των γεγονότων της υπόθεσης.

5.  Ζήτημα επιδίκασης τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων τίθεται μόνο στην περίπτωση αστικών αδικημάτων και όχι σε σχέση με παράβαση σύμβασης.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η ενώπιον του υπόθεση δεν αφορούσε αστικό αδίκημα, αλλά παράβαση συμφωνίας, εφόσον η σχέση κύριου – αντιπροσώπου διέπεται από τον περί Συμβάσεων Νόμο.

7.  Η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων παραμερίστηκε. Παρα[*2612]μερίστηκε επίσης η επιδίκαση ποσού €7.263,73, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ διαπίστωσε παντελή έλλειψη μαρτυρίας που να τεκμηριώνει τη συγκεκριμένη πτυχή της αξίωσης, συνυπολόγισε στο ποσό των αποζημιώσεων που επιδίκασε στον εφεσίβλητο και το εν λόγω ποσό. Ως εκ τούτου, οι επιδικασθείσες εναντίον της εφεσείουσας και προς όφελος του εφεσίβλητου συνολικές αποζημιώσεις, τροποποιήθηκαν ανάλογα.

 

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως άνω, με διαταγή για επιδίκαση των 2/3 των εξόδων υπέρ του εφεσίβλητου.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γεωργίου ν. Καρύδα (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 576,

 

Chr. Morfou Trading Ltd. v. MR Waterproof Ltd (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 697,

 

Κυπριανού ν. Πετρίδη (2012) 1(Α) Α.Α.Δ 320,

 

Fregata Holdings Ltd v. Petrolina (Holdings) Public Ltd., (2012) 1(Α) Α.Α.Δ 579,

 

Καρπασίτη κ.ά. ν. Σιόκκουρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 472,

 

Πελεκάνου ν. Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1768,

 

Απαισιώτη κ.ά. ν. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882,

 

Κλεάνθη κ.ά. ν. Σιάνιου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 180,

 

Ιακωβίδης κ.ά. ν. Γεωργίου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1049,

 

Snell v. Unity Finance Ltd. [1963] 3 All E.R. 50,

 

Ιωάννου κ.ά. ν. Μουσκάλλης κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 595,

 

Αθηνοδώρου κ.ά. ν.  Κωνσταντίνου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 45,

 

Χρίστου ν. S.D. Clinic Co. Ltd. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2039,

 

Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates Ltd. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2035,

 

Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65,

[*2613]Kennedy Hotels Ltd. v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400,

 

Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1800,

 

Δρυάδης κ.ά. ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881,

 

Λάρκου ν. Κλεάνθους (1999) 1 Α.Α.Δ. 1792,

 

Κωνσταντίνου ν. Γ. & Κ. Σοφοκλέους Λτδ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1952.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαλαχτός, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ, 6892/05), ημερομηνίας 23/4/2010.

 

Κ. Μελάς, για την Εφεσείουσα.

 

Ν. Θρασυβούλου με Α. Χριστοφή και Ε. Στυλιανίδη, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, στο οποίο θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε κάποια έκταση, και αυτό για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των εκατέρωθεν θέσεων, παρατίθεται στην εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση. Το παραθέτουμε:

 

“Η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε την 30.12.2005 με κλητήριο ένταλμα γενικά οπισθογραφημένο. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρισαν εμφάνιση την 27.1.2006 ενώ ο Εναγόμενος 3 την 24.1.2006. Η αγωγή ουδέποτε επιδόθηκε στην Εναγομένη 4 εταιρεία και γι’ αυτήν απορρίφθηκε την 17.9.2008.

 

Η Έκθεση Απαίτησης καταχωρίστηκε τη 21.1.2008, πέραν από 2 χρόνια μετά από την καταχώριση της αγωγής. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρησαν κοινή Έκθεση Υπεράσπισης την 23.10.2008 ενώ την ίδια ημερομηνία καταχώρησε και ο Εναγόμενος 3 την δική του Έκθεση Υπεράσπισης. Στις 2.12.2008 ο Ενάγοντας καταχώρησε Απάντηση στην Έκθεση Υπεράσπισης των Εναγομένων 1 και 2 και του Εναγομένου 3.

[*2614]Την 4.12.2008 εκδόθηκε η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου σε αίτηση για ασφάλεια εξόδων που είχε καταχωριστεί.

 

Με την συμπλήρωση της προδικασίας και αφού την 13.2.2009 οι Εναγόμενοι 1 και 2 διόρισαν νέους δικηγόρους η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση την 16.3.2009.

 

Η ακροαματική διαδικασία δεν άρχισε στις 16.3.2009, ούτε την 19.3.2009 αφού οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν είχαν προλάβει να διορίσουν νέο δικηγόρο σε αντικατάσταση των δικηγόρων τους που είχαν αποχωρήσει στις 16.3.2009. Η αγωγή επαναορίστηκε για ακρόαση την 9.4.2009. Κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου ο Ενάγοντας απέσυρε την αξίωση του εναντίον του Εναγομένου 3 εναντίον του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε. Ο Εναγόμενος 2 ήταν απών ενώ η Εναγομένη 1 που ήταν παρούσα εγκατέλειψε την αίθουσα του Δικαστηρίου όταν αίτημα της για περαιτέρω αναβολή απορρίφθηκε. Κατάθεσαν την ημέρα εκείνη ο Ενάγοντας και ένας ακόμη μάρτυρας. Η ακρόαση συνεχίστηκε την επομένη 10.4.2009 με την κατάθεση των Μ.Ε. 3, 4 και 5. Ορίστηκε για συνέχιση την 6.5.2009.

 

Εν τω μεταξύ την 10.4.2009 οι νέοι δικηγόροι των Εναγομένων 1 και 2 καταχώρησαν εμφάνιση.

 

Την 6.5.2009 οι Εναγόμενοι 1 και 2 εκπροσωπούνταν από τους δικηγόρους τους. Ο κ. Α. Ζαχαρίου που παρουσιάστηκε ζήτησε άδεια και αποχώρησε όταν το Δικαστήριο δεν ενέκρινε αίτημα για αναβολή της συνέχισης της ακρόασης.

 

Την ίδια ημέρα ολοκληρώθηκε η παρουσίαση της υπόθεσης του Ενάγοντα με την κατάθεση του Μ.Ε.6.

 

Δεν θεωρήθηκε πως θα ήταν ορθό το Δικαστήριο να προχωρήσει στην τελική του ετυμηγορία και τούτο γιατί, παρά την αποχώρηση του κ. Α. Ζαχαρίου, εκκρεμούσε αίτηση των Εναγομένων 1 και 2 ημερομηνίας 6.5.2009 για την τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης τους που είχε οριστεί για ακρόαση την 19.5.2009.

 

Με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 25.5.2009, με την συμμετοχή πλέον των Εναγομένων 1 και 2, επιτράπηκε η τροποποίηση και οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης την 27.5.2009. Σε αυτή ο Ενάγοντας καταχώρησε Απάντηση την 29.5.2009.

[*2615]Η ακρόαση ορίστηκε για συνέχιση την 2.6.2009 με την συμμετοχή πλέον των Εναγομένων 1 και 2, αλλά η δίκη πάλι εκτροχιάστηκε για να ακουστούν και να αποφασιστούν ζητήματα που ηγέρθηκαν με αιτήσεις.

 

Την 17.6.2009 το Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση απορρίπτοντας αίτημα της Υπεράσπισης για επανακλήτευση του Ενάγοντα και των μαρτύρων του ενώ την 22.6.2009 (με την τέταρτη ενδιάμεση απόφαση του) το Δικαστήριο διέταξε την παροχή συγκεκριμένων περισσοτέρων και καλύτερων λεπτομερειών της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης που οι Εναγόμενοι 1 και 2 είχαν καταχωρήσει.

 

Οι λεπτομέρειες παρασχέθηκαν στις 29.6.2009 και στις 30.6.2009 επανάρχισε η ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση της Εναγόμενης 2. Η υπεράσπιση κάλεσε ακόμη πέντε μάρτυρες ενώ ο Ενάγοντας, συναινούντων των Εναγομένων 1 και 2, κάλεσε ένα μάρτυρα για να δώσει αντικρουστική μαρτυρία.

 

Η παρουσίαση του μαρτυρικού υλικού ολοκληρώθηκε την 13.1.2010. Παρά τον ορισμό δικασίμων εντός των θερινών διακοπών των Δικαστηρίων του 2009 η διεκπεραίωση της αγωγής δεν κατέστηκε δυνατόν να επιτευχθεί νωρίτερα. Η τοποθέτηση μου ως μέλος του Κακουργιοδικείου Πάφου από 10.9.2009, κατέστησε προβληματική την ανεύρεση ημερομηνιών για την εκδίκαση της παρούσας αγωγής που ολοκληρώθηκε την 17.2.2010 με τις τελικές αγορεύσεις των δικηγόρων των μερών.

 

Παρέλασαν από το εδώλιο του μάρτυρα δεκατρείς μάρτυρες και παρουσιάστηκαν 164 Τεκμήρια.”

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των εκατέρωθεν θέσεων, θεωρούμε επίσης σκόπιμο να αναφέρουμε και τα πιο κάτω:

 

Τον Ιανουάριο 1992 συστάθηκε η πρώην εναγόμενη 4 εταιρεία, με διευθυντές την εφεσείουσα και τον πρώην εναγόμενο 3, για να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την απόκτηση γης με απώτερο σκοπό την ανέγερση εργοστασίου κατασκευής φαρμάκων και γενικά την ίδρυση φαρμακοβιομηχανίας. Μέτοχοι της εταιρείας ήταν η εφεσείουσα με 99 μετοχές και ο πρώην εναγόμενος 3, δικηγόρος, με μία μετοχή.

 

[*2616]Δυνάμει συμφωνιών καταπιστεύματος που καταρτίστηκαν μεταξύ των μετόχων και του εφεσιβλήτου, ο τελευταίος καθίστατο αποκλειστικός μέτοχος στην πρώην εναγόμενη 4.

 

Την ίδρυση της φαρμακοβιομηχανίας και την ανέγερση του εργοστασίου κατασκευής φαρμάκων, επιθυμούσε ο εφεσίβλητος, Άραβας επενδυτής από το Κουβέιτ, ο οποίος για τους σκοπούς αυτούς είχε επιδιώξει συνεργασία με την εφεσείουσα, εγγεγραμμένη λογίστρια – ελέγκτρια.

 

Για σκοπούς υλοποίησης των στόχων για τους οποίους συστάθηκε η πρώην εναγόμενη 4, αγοράστηκαν τέσσερα τεμάχια γης, τα οποία μεταβιβάστηκαν στο όνομα της εταιρείας. Για την αγορά και μεταβίβαση τους, όπως και για αντιμετώπιση συναφών εξόδων, δαπανήθηκε, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το συνολικό ποσό των Λ.Κ.180.012,45. Οι εν λόγω δαπάνες αντιμετωπίστηκαν, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, με χρήματα που απέστειλε ο εφεσίβλητος, στο λογαριασμό της πρώην εναγόμενης 4.

 

Στη συνέχεια και επειδή, για λόγους που δεν μας ενδιαφέρουν, οι προσπάθειες για ίδρυση εργοστασίου και φαρμακοβιομηχανίας στην Κύπρο εγκαταλείφθηκαν, τα τέσσερα τεμάχια που είχαν αγοραστεί και τα οποία στο μεταξύ είχαν ενοποιηθεί, με τη συγκατάθεση του εφεσιβλήτου, πωλήθηκαν. Η πώληση απέφερε ποσό Λ.Κ.165.000, το οποίο εισπράχθηκε από την εφεσείουσα. Πρόσθετα, η εφεσείουσα είσπραξε, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, πρόσθετο ποσό €10.229,40, με τη μορφή τόκων.

 

Όταν καταχωρήθηκε η αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση, οι αξιώσεις του εφεσιβλήτου (πρώην ενάγοντα) στρέφοντο εναντίον της εφεσείουσας, όπως και τριών άλλων, δύο φυσικών και ενός νομικού, προσώπων. Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος αξίωνε από όλους τους πρώην εναγομένους το ποσό των Λ.Κ.165.000 ή όποιο άλλο ποσό είχαν εισπράξει, βασικά ως εμπιστευματοδόχοι του, από την πώληση του ακινήτου, όπως και κατάσταση λογαριασμού για τα ποσά που διαχειρίστηκαν και στη βάση τους απόδοση οποιωνδήποτε ποσών ήθελε φανεί ότι αυτός δικαιούται περαιτέρω. Ο εφεσίβλητος αξίωνε επιπλέον ποσό Λ.Κ.34.000 που κατά καιρούς αναλήφθηκε από τον τραπεζικό λογαριασμό της πρώην εναγόμενης 4, καθώς επίσης και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

Με απόφαση, την εκκαλούμενη απόφαση, που εκδόθηκε στις 23/4/2010, επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας, πρώην εναγόμενης 1, το ποσό των €300.806, πλέον νόμιμος τόκος από την καταχώριση της αγωγής μέχρι εξόφλησης. Υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας επιδικάστηκαν επίσης τιμωρητικές αποζημιώσεις, ύψους €10.000, με τόκο 5.5% από την έκδοση της απόφασης μέχρι εξόφλησης. Στον εφεσίβλητο επιδικάστηκαν επίσης τα έξοδα της αγωγής.

 

Η αγωγή εναντίον του πρώην εναγόμενου 2 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με τέσσερις λόγους έφεσης, τους οποίους προτιθέμεθα να εξετάσουμε χωριστά.

 

Πρώτος λόγος έφεσης

 

“Η διαδικασία της δίκης που ακολούθησε προ, κατά και μετά την 9/4/2009 το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν λανθασμένη και/ή αντίθετη με τους θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας και/ή την Πρακτική και/ή τις αρχές της δίκαιης δίκης και/ή της φυσικής δικαιοσύνης και/ή ίσης μεταχείρισης των διαδίκων.”

 

Στο περίγραμμα του ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας πραγματεύεται τον πιο πάνω λόγο έφεσης κάτω από τρεις ενότητες, κοινή συνισταμένη των οποίων είναι η θέση ότι, παραβιάστηκε το δικαίωμα της εφεσείουσας για δίκαιη δίκη.

 

Με αιχμή του δόρατος τις αποφάσεις στις υποθέσεις Γεωργίου ν. Καρύδα (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 576 και Chr. Morfou Trading Ltd. v. MR Waterproof Ltd (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 697, η εφεσείουσα στα πλαίσια της πρώτης ενότητας ισχυρίζεται ότι, η απόρριψη του αιτήματος της για αναβολή της ακρόασης στις 9/4/2009 μέχρι να διορίσει δικηγόρο, απέληξε σε παραβίαση του δυνάμει του Άρθρου 30.3(δ)* του Συντάγματος κατοχυρωμένου σχετικού δικαιώματος της, ενώ η συνέχιση της διαδικασίας και η ολοκλήρωση της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου και των μαρτύρων του, στην απουσία της, σε συνδυασμό με την απόρριψη του αιτήματος της για επανακλήτευ[*2618]ση των μαρτύρων του εφεσιβλήτου με σκοπό την αντεξέταση, της στέρησε, ενόψει των περιστάσεων και ειδικότερα του γεγονότος ότι η αίτηση της για τροποποίηση της υπεράσπισης της έτυχε, έστω και μερικώς, της έγκρισης του Δικαστηρίου, το βασικό δικαίωμα της να αντεξετάσει τους μάρτυρες του αντιδίκου της και να τους θέσει τη δική της υπόθεση.

 

Στα πλαίσια της δεύτερης ενότητας η εφεσείουσα, με αναφορά στην υπόθεση Κυπριανού ν. Πετρίδη (2012) 1 Α.Α.Δ. 320, ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης. Με αναφορά σε συγκεκριμένα αποσπάσματα από την απόφαση, ισχυρίζεται ότι «το δικαστήριο δεν προέβη σε συγκεκριμένα ευρήματα γεγονότων ούτως ώστε να γνωρίζομε ποιο είναι το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης αλλά έκρινε πιθανολογώντας από τα τεκμήρια, θεωρώντας ότι η αντεξέταση των μαρτύρων της πλευράς του εφεσιβλήτου, δεν ήταν απαραίτητη και δεν επηρέαζε». (Η έμφαση είναι του κειμένου).

 

Τέλος και αυτό στα πλαίσια της τρίτης ενότητας, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την καθυστέρηση που ο εφεσίβλητος επέδειξε στην έγερση, αλλά και στην προώθηση της αγωγής του, αλλά και εσφαλμένα έκρινε ότι η επιδειχθείσα καθυστέρηση δεν επηρέασε το δικαίωμα της εφεσείουσας για δίκαιη δίκη, ιδιαίτερα εφόσον η εφεσείουσα στερήθηκε μαρτυρικού υλικού λόγω απώλειας του φακέλου της αστυνομίας στον οποίο φυλάττετο το μαρτυρικό υλικό.

 

Εξετάσαμε προσεκτικά τις πραγματικά ενδιαφέρουσες θέσεις της εφεσείουσας.

 

Η αναβολή μιας υπόθεσης συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Οι αρχές που διέπουν την επί του προκειμένου άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, συνοψίστηκαν πρόσφατα από το Εφετείο στην υπόθεση Fregata Holdings Ltd v. Petrolina (Holdings) Public Ltd. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 579, με αναφορά στη νομολογία. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

“Το κατά πόσο θα αναβληθεί μια υπόθεση είναι θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του σχετικού αιτήματος, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, σε συνάρτηση πάντα με τους λόγους επί των οποίων το αίτημα εδράζεται. Περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο άσκησης [*2619]της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας παρέχεται μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή δεν ασκήθηκε δικαστικά, όπως π.χ. στην άσκηση της υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες ή η άσκηση της οδηγεί σε πασιφανή αδικία. (Βλ., μεταξύ άλλων, Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1348, Παπακόκκινου Β. κ.ά. ν. Α. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653 και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει).

 

Προεξάρχον κριτήριο στην άσκηση της περί ου ο λόγος διακριτικής ευχέρειας, αποτελεί η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το κατοχυρωμένο με το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας, παραβίαση του οποίου ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, συμβαδίζει με το επίσης κατοχυρωμένο συνταγματικά δικαίωμα του διαδίκου, δικαίωμα το οποίο εγγυάται και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, να τύχει διάγνωσης των αστικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέσα σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος). Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66:

 

“Το Άρθρο 30.3 παρέχει τη διαδικαστική δομή και προσφέρει μια επεξεργασμένη θεσμική βάση της δίκαιης δίκης χωρίς, όπως έχει λεχθεί, να εξαντλείται στα καθοριζόμενα από το Άρθρο 30.3 στοιχεία. Κατά την άποψή μου η προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πόλους: την παροχή των εχέγγυων που διασφαλίζουν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2). Η εξισορρόπηση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.”

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, μετά την απόσυρση των δικηγόρων της εφεσείουσας στις 16/3/2009, η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση δύο φορές και συγκεκριμένα στις 19/3/2009, όπως και στις 9/4/2009, για να μπορέσει έτσι η εφεσείουσα να διορίσει νέους δικηγόρους, πράγμα το οποίο όμως η τελευταία δεν έπραξε. Και εδώ είναι που η υπόθεση Γεωργίου, την οποία η εφεσείουσα επικαλείται, διαφοροποιείται από την περίπτωση της και μάλιστα ουσιωδώς. Στην υπόθεση Γεωργίου το Δικαστήριο, σε αντίθεση με την περίπτωση της εφεσείουσας, ενώ έδωσε άδεια στο δικηγόρο της εναγομένης να αποσυρθεί, δεν ενέκρινε το αίτημα της για αναβολή [*2620]αφήνοντας την έτσι, όλως απροειδοποίητα και χωρίς δική της υπαιτιότητα, να αντιμετωπίσει την εναντίον της αγωγή χωρίς τις υπηρεσίες δικηγόρου.

 

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται βέβαια ότι η άρνηση του Δικαστηρίου να επανακλητεύσει τους μάρτυρες του εφεσιβλήτου για σκοπούς αντεξέτασης, απέληξε, υπό τις περιστάσεις και ιδιαίτερα ενόψει της έγκρισης του αιτήματος της για τροποποίηση της Υπεράσπισης, σε ουσιαστική παραβίαση των θεσμών και σοβαρή δικαστική πλάνη, γιατί της στέρησε το θεμελιώδες δικαίωμα να αντεξετάσει.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη ενδιάμεση απόφαση του, αφού επεσήμανε τη νομολογιακή αρχή ότι το θέμα επανακλήτευσης μάρτυρα συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά με κύριο γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης και δικαιολογείται μόνο αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, έθεσε το θέμα ως εξής:

 

“Η επανακλήτευση μάρτυρα για περαιτέρω εξέταση ή αντεξέταση ή η προσκόμιση νέας μαρτυρίας μπορεί να επιτραπεί κατ’ ακολουθία τροποποίησης της δικογραφίας και εισαγωγής νέων θεμάτων, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα εξέτασης ή αντεξέτασης των μαρτύρων που ήδη παρήλασαν ως μάρτυρες ή και δια της παρουσίασης νέας μαρτυρίας, η δυνατότητα αντιμετώπισης των νέων θέσεων. Τέτοια ευκαιρία φαίνεται να παραχωρείται στον διάδικο που έχει να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα, δηλαδή όχι αυτό που τροποποίησε τη δικογραφία του (βλ. Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Compass Co. Ltd (αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 24, 27). Τούτο συνάδει και με τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν ότι δηλαδή εξομοιώνονται οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η εξουσία του Δικαστηρίου να επανακαλέσει μάρτυρα με τις αρχές πάνω στις οποίες ασκείται η εξουσία του Δικαστηρίου να δεχθεί αντικρουστική ή απαντητική μαρτυρία.”

 

Ακολούθως, ανατρέχοντας στη δικογραφία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των τροποποιήσεων της υπεράσπισης που επετράπησαν, όπως και στη διαδικασία της ακρόασης της αγωγής, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκρινε ότι ενώπιον του δεν είχε «την περίπτωση όπου η αντεξέταση καθίσταται αναγκαία και επιβεβλημένη λόγω γενόμενης τροποποίησης ώστε να δικαιολογείται η επανακλήτευση προς τούτο οιουδήποτε μάρτυρα. Ότι φαίνεται να επιδιώκουν οι Εναγόμενοι 1 και 2 είναι μια δεύτερη ευκαιρία να αντεξετάσουν επί των ζητημάτων τους μάρτυρες του Ενάγοντα. Τυχόν έγκριση του αιτήματος τους, που δεν δικαιολογείται με κανένα [*2621]τρόπο, θα έτεινε να διακωμωδήσει τη δικαστική διαδικασία».

 

Η επί του προκειμένου κρίση του ευπαίδευτου Προέδρου είναι ορθή. Με τις τροποποιήσεις της υπεράσπισης που επετράπησαν, δεν εισήχθη οποιαδήποτε νέα θέση της εφεσείουσας. Αντίθετα, η βασική θέση της ότι αυτή και ο πρώην εναγόμενος 2 δεν ιδιοποιήθηκαν τα χρήματα που διεκδικούσε ο εφεσίβλητος, αλλά αυτά διατέθηκαν και αναλώθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη του και κατόπιν εντολών του, θέση η οποία αποτελούσε και την κύρια βάση του αιτήματος για επανακλήτευση των μαρτύρων του εφεσιβλήτου, υπήρχε στην αρχική Υπεράσπιση και μάλιστα συνιστούσε εξ υπαρχής τη βασική γραμμή υπεράσπισης τους.

 

Η υπόθεση Chr. Morfou Trading Ltd., στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας παρέπεμψε, ουδόλως βοηθά την υπόθεση της εφεσείουσας. Σε εκείνη την υπόθεση αντικείμενο της διαδικασίας ήταν αίτηση για επαναφορά αγωγής, η οποία είχε απορριφθεί λόγω μη εμφάνισης των εναγόντων και του δικηγόρου τους κατά την ημέρα που ορίστηκε η υπόθεση για περαιτέρω ακρόαση και ενώ συνέχιζε η αντεξέταση ουσιώδους μάρτυρα των εναγόντων.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου είτε στο θέμα της αναβολής, είτε στο θέμα επανακλήτευσης των μαρτύρων του εφεσιβλήτου.

 

Αναφορικά με τη θέση της εφεσείουσας ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει λόγω «ελλιπούς και/ή περίεργης», όπως την χαρακτηρίζει, αξιολόγησης «και απουσίας συγκεκριμένων ευρημάτων» (βλ. δεύτερη ενότητα πιο πάνω), με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος, περιοριζόμαστε να αναφέρουμε τα εξής. Διεξήλθαμε τα επίμαχα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης στα οποία έχουμε παραπεμφθεί, αλλά και ολόκληρο το κείμενο της απόφασης και δεν διαπιστώνουμε τα όσα επί του προκειμένου υποστηρίζει η εφεσείουσα και δη ότι απουσιάζει το ουσιαστικό στοιχείο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Είναι αλήθεια ότι τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν βρίσκονται καταγραμμένα κάτω από μια ενότητα. Βρίσκονται διάσπαρτα στην απόφαση του, γεγονός που καθιστά τον εντοπισμό τους δύσκολο. Ωστόσο, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή επί του ουσιαστικού στοιχείου της αξιολόγησης της μαρτυρίας, η οποία αποτέλεσε και τη βάση επί της οποίας το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε για να εξάξει τα ευρήματα του και στη βάση αυτών τα συμπεράσματα του, διατυπώνεται με σαφήνεια, έστω και αν για σκοπούς δικαστικού [*2622]ελέγχου, απαιτείται, λόγω του τρόπου με τον οποίο αυτά διατυπώνονται, αυξημένη προσπάθεια εντοπισμού τους.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ούτε η συγκεκριμένη θέση της εφεσείουσας μπορεί να γίνει δεκτή.

 

Τέλος, αναφορικά με τα όσα στα πλαίσια της τρίτης ενότητας του πρώτου λόγου έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται, κατ’ αρχάς επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά τη γνώμη μας, πραγματεύθηκε τον παράγοντα καθυστέρηση σε συνάρτηση με το δικαίωμα της εφεσείουσας για δίκαιη δίκη. Το σχετικό παράπονο και τους περί τούτου ισχυρισμούς της εφεσείουσας, το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία (Καρπασίτη κ.ά. ν. Σιόκκουρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 472, Πελεκάνου ν. Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1768, Απαισιώτη κ.ά. ν. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882, Κλεάνθη κ.ά. ν. Σιάνιου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 180 και Ιακωβίδης κ.ά. ν. Γεωργίου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1049), αντιμετώπισε ως εξής:

 

“Παραπονείται η Εναγομένη 1 πως όταν ο Ενάγοντας κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, η Αστυνομία επέδραμε στα υποστατικά της και παρέλαβαν πολλά από τα έγγραφα της. Τα ζήτησε προφορικά πίσω από τον αστυφύλακα που τα είχε παραλάβει αλλά τίποτα δεν της επιστράφηκε. Ότι ηθέλησε να παραστήσει η Εναγομένη 1 ήταν πως στερήθηκε αποδεικτικών μέσων δεν με έχει όμως πείσει περί τούτου.

 

Ο Υπαστυνόμος Οδυσσέας Οδυσσέως (Μ.Υ.6) υπηρετούσε το 1997 στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού με τον βαθμό του Λοχία.

 

Τον Απρίλιο του 1997 ο Ενάγοντας προέβηκε σε παράπονο – καταγγελία εναντίον της Εναγομένης 1. Ανοίχθηκε ο Ποινικός Φάκελος Σ 745/97 και ο ίδιος διερεύνησε την καταγγελία. Την 16.4.1999 περατώνοντας την εξέταση του απέστειλε τον φάκελο στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που στις 24.6.1999 αποφάσισε την κατάταξη της υπόθεσης ως ανύπαρκτης επί το ότι δεν στοιχειοθετείτο ποινικό αδίκημα και πως επρόκειτο για αστική διαφορά.

 

Κατά την διερεύνηση είχε λάβει καταθέσεις και παρέλαβε διάφορα έγγραφα τόσο πρωτότυπα όσο και αντίγραφα που παρέμειναν στον ποινικό φάκελο. Δεν ζητήθηκαν από κανένα. Ζητήθηκαν μόλις πριν 1-2 μήνες από τον κ. Α. Γιωρκάτζη και μία εβδομάδα πριν την παρουσία του μάρτυρα στο εδώλιο από τον κ. Α. Ζαχαρίου. Ο ποινικός φάκελος δεν εντοπίστηκε στην απο[*2623]θήκη. Είχε προφανώς καταστραφεί.

 

Της καταγγελίας στην Αστυνομία από τον Ενάγοντα είχε προηγηθεί ανταλλαγή αλληλογραφίας, μάλιστα με την εμπλοκή του δικηγορικού γραφείου των κ.κ. Γεώργιος Λ. Σαββίδης & Σία για λογαριασμό της Εναγομένης 1. Το θέμα ήταν η αποστολή των χρημάτων, έστω κάποιων χρημάτων, στον Ενάγοντα. Ζήτημα αποκοπής από το ποσό του προϊόντος της πώλησης είχε εγερθεί από την πλευρά της Εναγομένης 1 κάτι που ο Ενάγοντας δεν αποδεχόταν. Εάν η Εναγομένη 1 διέθετε κάποιο έγγραφο που αποδείκνυε ή έστω έμμεσα έδειχνε προς την κατεύθυνση της ύπαρξης συμφωνίας για την πληρωμή σε αυτή αμοιβής θα το φύλαττε. Ότι δε η Αστυνομία επέδραμε στα υποστατικά της το ανάφερε στην προφορική της μαρτυρία όταν υποβαλλόμενη σε αντεξέταση αντιλήφθηκε πως έπρεπε να δείξει πως της αποστερήθηκαν έγγραφα, ίσως χωρίς να δυνηθεί να κρατήσει αντίγραφα. Γεγονός παραμένει πως στην γραπτή της δήλωση (παραγρ. 124) είχε δηλώσει πως έδωσε τα αποδεικτικά στοιχεία στην Αστυνομία. Περαιτέρω, μαρτύρησε η Εναγομένη 1 πως είναι έγγραφα της Xenophontos & Co που απώλεσε και πως έχει όλα τα έγγραφα της Pharmatech.

 

Θέμα έγειρε η υπεράσπιση σε σχέση με την καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Προδήλως συνδέει τα θέματα. Ότι δηλαδή η καθυστέρηση στην καταχώρηση της αγωγής είχε ως αποτέλεσμα να απωλεσθεί μαρτυρία γιατί υποθέτω εάν η αγωγή καταχωρείτο σύντομα μετά την απόφαση της Γενικής Εισαγγελίας στην καταγγελία του Ενάγοντα η Εναγομένη 1 θα ζητούσε από τότε πίσω τα έγγραφα της και πιθανότατα τότε να ήταν διαθέσιμα. Σημειώνω πως η διερεύνηση από την Αστυνομία αποπερατώθηκε την 24.6.1999. Η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε 30.12.2005 δηλαδή 6½ χρόνια μετά. Ο Ενάγοντας επικαλέστηκε προβλήματα υγείας που είχε στο μεταξύ χωρίς να δώσει πολλές λεπτομέρειες, σε κάθε όμως περίπτωση πρόκειται για μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Η ίδια όμως η Εναγομένη 1 μαρτύρησε πως μετά την αποπεράτωση της ποινικής έρευνας ανάμενε τον Ενάγοντα να προχωρήσει με αγωγή. Συνεπώς όπως μέχρι σήμερα κατείχε δεκάδες “box files” με έγγραφα, όπως η ίδια μαρτύρησε, θα αναμενόταν να φύλαττε τα τυχόν έγγραφα που αποδείκνυαν την ισχυριζόμενη συμφωνία με τον Ενάγοντα για καταβολή χρηματικής αμοιβής.

 

Σε κάθε περίπτωση ούτε η Εναγομένη 1 αλλά ούτε και ο σύ[*2624]ζυγος της ισχυρίστηκαν πως καθ’ οιονδήποτε χρόνο κατείχαν ή υφίστατο τέτοιο έγγραφο. Η Εναγομένη 1 είχε αναφέρει πως τότε δεν υπογράφονταν συμφωνίες για τις αμοιβές των λογιστών, όπως υπογράφονται σήμερα, και πως οι όροι για την αμοιβή της εμπεριέχονται στο “trust deed” το οποίο υπογράφηκε και το οποίο έχει παρουσιαστεί. Η εγγύηση ή υπόσχεση αποκατάστασης (indemnity) που μνημονεύεται στην παράγραφο 6 του Εγγράφου Καταπιστεύματος μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγομένης 1 αφορά τυχόν υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 που θα ήθελαν προκύψει ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης καθηκόντων της ως καταπιστευματοδόχου και όχι για τυχόν αμοιβή της ως λογίστρια ή για υποχρεώσεις που μπορεί να ανέλαβε ακόμη και ως διευθύντρια της Pharmatech. Άλλωστε ανάλογο έγγραφο είχε υπογραφεί αναφορικά και με τον κ. Α. Γιωρκάτζη.

 

Ο σύζυγος της Εναγομένης 1 ανάφερε πως θα το θεωρούσε προσβλητικό ο Ενάγοντας αν του ζητούσε να θέσουν γραπτώς την συμφωνία για την αμοιβή του.

 

.....................................................................................................

 

Η καθυστέρηση δεν εξετάζεται ως μεμονωμένο αριθμητικό δεδομένο. Το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται με την απόφαση του να υποκαταστήσει το έργο του Κοινοβουλίου που στη σοφία του νομοθέτησε την αναστολή του Περί Παραγραφής Νόμου. Μόνο όταν υπεισέρχονται οι πιο πάνω αναφερθέντες παράγοντες υπάρχει έδαφος για παρέμβαση του Δικαστηρίου και απόρριψης της αξίωσης.

 

Τέτοια δεδομένα δεν υφίστανται στην προκειμένη περίπτωση. Ο Ενάγοντας ουδέποτε απεμπόλησε τα δικαιώματα του, ούτε συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που να υποδηλώνει, χωρίς αμφισβήτηση, ότι εγκατέλειψε την αξίωση του.

 

Ούτε διαφάνηκε πως η καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό κρίση αγωγής επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση των Εναγομένων 1 και 2 ή κατέστησε την δίκη όχι δίκαια.

 

Απλά οι Εναγόμενοι 1 και 2 εκμεταλλεύθηκαν τα δεδομένα και ήγειραν το ζήτημα προσπαθώντας να επιτύχουν, άλλως παρά με την εξέταση της ουσίας της αντιδικίας, την απαλλαγή τους.”

 

Και το συγκεκριμένο παράπονο της εφεσείουσας, ιδώμενο υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ανεδαφικό και αβάσιμο και ως τέ[*2625]τοιο απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης

 

“Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε και/ή παραγνώρισε και/ή δεν ανεφέρθη και/ή δεν ασχολήθηκε με το ότι ο Εφεσίβλητος συμμετείχε σε παρανομίες αφού η ενέργεια του και οι συμφωνίες που συνήψε με την Εφεσείουσα και τις μετέπειτα ενδιάμεσες εφαρμογές τους ήταν παράνομες αφού απόβλεπε σε παράκαμψη νόμων, κανονισμών και Δημόσιας Πολιτικής και ο Εφεσίβλητος δεν μπορούσε να ζητήσει την συνδρομή του Δικαστηρίου για θεραπεία, ούτε το Δικαστήριο μπορούσε να του αποδώσει οποιαδήποτε θεραπεία στην βάση παράνομης συμφωνίας ή συμφωνιών.”

 

Οι επί του προκειμένου θέσεις της εφεσείουσας περιστρέφονται γύρω από τον εξής άξονα. Οι συμφωνίες καταπιστεύματος (trust deeds), δυνάμει των οποίων ο εφεσίβλητος καθίστατο αποκλειστικός δικαιούχος του μετοχικού κεφαλαίου της πρώην εναγόμενης 4, ήταν παράνομες και άκυρες γιατί ο εφεσίβλητος, όντας αλλοδαπός, δεν δικαιούτο, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής, άδεια την οποία δεν είχε, να κατέχει μετοχές στην πρώην εναγόμενη 4, κυπριακή εταιρεία.

 

Εκείνο που ουσιαστικά εισηγείται ο κ. Μελάς είναι ότι, εφόσον η συγκεκριμένη παρανομία προέκυπτε από τα έγγραφα – καταπιστεύματα και την προσκομισθείσα σε συσχετισμό προς αυτά μαρτυρία, το πρωτόδικο δικαστήριο, έστω και αν η παρανομία δεν είχε δικογραφηθεί, όφειλε, δεν το έπραξε όμως, να την εξετάσει αυτεπάγγελτα και ενόψει της εμπλοκής του εφεσιβλήτου στην παρανομία, να αρνηθεί στον τελευταίο οποιαδήποτε από τις αιτούμενες θεραπείες.

 

Η αρχή την οποία επικαλείται ο κ. Μελάς μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, όχι όμως και η εισήγηση του ότι αυτή τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.

 

Η υποχρέωση του Δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη εξέταση παρανομίας που παρουσιάζεται ενώπιον του είναι δεδομένη, όπως δεδομένη πρέπει να θεωρείται και η άρνηση του να εφαρμόσει σε περίπτωση διαπίστωσης της παρανομίας, την παράνομη σύμβαση και να [*2626]χορηγήσει θεραπεία στον εμπλεκόμενο στην παρανομία διάδικο. Όπως πολύ εύστοχα το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στην καθοδηγητική στον τομέα της αγγλική υπόθεση, Snell v. Unity Finance Ltd. [1963] 3 All E.R. 50, επεσήμανε στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά. ν. Μουσκάλλης κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 595, «Η αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο παρανομίας που παρουσιάζεται ενώπιον του αποτελεί δικαστικό καθήκο, τον οποίο απορρέει από την εγγενή φύση της λειτουργίας του ως φύλακας της εφαρμογής του Νόμου, που είναι ο θώρακας της δικαστικής λειτουργίας».

 

Όμως, με δεδομένη την υποχρέωση για δικογράφηση της παρανομίας που οι πρόνοιες της Δ.19, θ.13, επιτάσσουν, άλλως η εξέταση της παρανομίας δεν καθίσταται δυνατή, η υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπάγγελτα παρανομία που παρουσιάζεται ενώπιον του περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρανομία προκύπτει έκδηλα, είτε από την ίδια τη σύμβαση, είτε από τα γεγονότα που την περιβάλλουν. Κοντολογίς, η παρανομία για να δικαιολογεί αυτεπάγγελτη εξέταση, πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη, ή εξόφθαλμη, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Πρέπει να βοά, άλλως, για σκοπούς εξέτασης της παρανομίας απαραίτητη προϋπόθεση, συνιστά η δικογράφηση της.

 

Χρήσιμη αναφορά σχετικά με τα πιο πάνω μπορεί επίσης να γίνει στις υποθέσεις Αθηνοδώρου κ.ά. ν. Κωνσταντίνου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 45, Χρίστου ν. S.D. Clinic Co. Ltd. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2039 και Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates Ltd. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2035, όπως και στη νομολογία που οι εν λόγω αποφάσεις παραπέμπουν.

 

Στην παρούσα περίπτωση, παρανομία δεν δικογραφείται, αλλά ούτε και προβλήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, έστω και στο στάδιο των αγορεύσεων. Με δεδομένο λοιπόν το γεγονός της μη δικογράφησης της παρανομίας από την εφεσείουσα στην Υπεράσπιση, κρίνουμε ότι τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, ουδόλως δικαιολογούν την ένταξη της στις περιπτώσεις εκείνες όπου, άνευ ετέρου, αναδύεται έκδηλη παρανομία. Αρκεί επί τούτου πιστεύουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι τα όσα η πλευρά της εφεσείουσας εκλαμβάνει ως δεδομένα για να εξάξει συμπέρασμα παρανομίας, ουδόλως συνιστούν δεδομένα εφόσον η ορθότητα τους τελεί υπό αμφισβήτηση. Εξάλλου, οι απαιτήσεις του εφεσιβλήτου δεν εδράζονται επί των συμφωνηθέντων δυνάμει των εγγράφων καταπιστεύματος, ούτε και η τεκμηρίωση τους προϋποθέτει εφαρμογή των εν λόγω συμφωνηθέντων. Όπως πολύ ορθά το [*2627]πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει:

 

“Πέραν από οτιδήποτε άλλο, η Εναγόμενη 1 όφειλε να ακολουθεί τις οδηγίες του Ενάγοντα. Το αναγνωρίζει και η ίδια μάλιστα ότι επικαλείται είναι ότι είναι τις δικές του οδηγίες που ακολούθησε. Σε αυτή τη βάση εκδικάστηκε η υπόθεση με την Εναγομένη 1, αφότου εισέπραττε τα διάφορα ποσά να τα κρατεί ως αντιπρόσωπος του Ενάγοντα. Εισέπραξε το προϊόν της πώλησης και αντί να ακολουθήσει τις οδηγίες του οικειοποιήθηκε τα ποσά.”

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Τρίτος λόγος έφεσης

 

“Η θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την νομιμοποίηση του Εφεσίβλητου να εγείρει αγωγή και/ή την νομική πτυχή της υπόθεσης, με βάση το πραγματικό υλικό όπως το προσδιόρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εσφαλμένη και/ή αντίθετη με τις σχετικές νομικές αρχές και/ή την νομολογία και/ή θεωρία επί του θέματος και/ή των Αρχών του Εταιρικού Δικαίου.”

 

Με τον πιο πάνω λόγο έφεσης αμφισβητείται ουσιαστικά η νομιμοποίηση (locus standi) του εφεσιβλήτου να εγείρει την αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση, απόφαση. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι, με βάση το πραγματικό καθεστώς της υπόθεσης,  όπως αυτό διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείτο να εγείρει την αγωγή.

 

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι αποκλειστικός δικαιούχος του προϊόντος πώλησης του ακινήτου ήταν η πρώην εναγόμενη 4 εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου και όχι ο εφεσίβλητος προσωπικά. Συνεπώς, η διάθεση και η διαχείριση των εσόδων από την πώληση διέπετο, σύμφωνα με την εφεσείουσα, από τις νομικές αρχές του Εταιρικού Δικαίου, αφού προηγουμένως ικανοποιούντο οι οικονομικές υποχρεώσεις της πρώην εναγόμενης 4 προς τρίτους, περιλαμβανομένης και της αμοιβής της ίδιας για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην εταιρεία. Η ίδια «δεν οικειοποιήθηκε κανένα ποσό όπως έτσι απλά και αβασάνιστα έκρινε το δικαστήριο. Απλά επεδίωξε δικαιωματικά να εξασφαλίσει την αμοιβή της αφού διεφάνη ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε διάθεση να πληρώσει [*2628]οποιοδήποτε ποσό για τις υπηρεσίες που αποδεδειγμένα του προσέφεραν όλοι οι Κύπριοι επαγγελματίες για τόσα χρόνια, αλλά απαιτούσε και/ή προσπαθούσε να πάρει πίσω τα χρήματα που επένδυσε χωρίς καμία επιβάρυνση για την πρόωρη ίσως εγκατάλειψη του με δική του πρωτοβουλία αφήνοντας ακάλυπτους την Εφεσείουσα και όλη την υπόλοιπη ομάδα επαγγελματιών».

 

Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης είναι αλυσιτελής. Η εφεσείουσα δεν εφεσιβάλλει το εύρημα του Δικαστηρίου ότι εισέπραξε το προϊόν πώλησης του ακινήτου ως αντιπρόσωπος του εφεσιβλήτου, για λογαριασμό του οποίου και το κρατούσε, όπως δεν εφεσιβάλλει το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οικειοποιήθηκε το εν λόγω ποσό. Δεν αμφισβητεί επίσης την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι αυτή ήταν και η βάση επί της οποίας εκδικάστηκε η υπόθεση. Αντίθετα, η εφεσείουσα επιχειρεί να τεκμηριώσει τις προβαλλόμενες στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, θέσεις και ισχυρισμούς της, θεωρώντας ως δεδομένα τα προκύπτοντα από τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου γεγονότα που περιβάλλουν τις σχέσεις των διαδίκων και γενικά την υπόθεση.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης

 

“Η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει παραδειγματικές αποζημιώσεις καθώς και το ύψος του ποσού που επεδίκασε σαν τέτοιες είναι εσφαλμένη και/ή αντίθετη με τις σχετικές αρχές της νομολογίας και της θεωρίας και/ή δεν είναι δικαιολογημένη με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης και/ή εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε εναντίον της Εφεσείουσας ποσό για το οποίο δεν προσφέρθηκε εξήγηση.”

 

Παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, επιδικάζονται εκεί όπου η διαγωγή του εναγομένου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από πολιτικό δικαστήριο. Η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του εναγομένου, όπως και η οικονομική του κατάσταση αποτελούν παράγοντες καθοριστικούς για τον καθορισμό του ύψους τέτοιων αποζημιώσεων. Στις περιπτώσεις που επιδικάζονται παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις είναι εσφαλμένος ο διαχωρισμός σε τιμωρητικές αποζημιώσεις και αποζημιώσεις που στόχο έχουν την αποζημίωση του θύματος για τις ζημιές που έχει υποστεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις δικαιολογείται η επιδίκαση ενός μόνο ποσού αποζημιώσεων, το ύψος του [*2629]οποίου καθορίζεται μετά από σφαιρική θεώρηση όλων των γεγονότων της υπόθεσης. Ζήτημα επιδίκασης τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων τίθεται μόνο στην περίπτωση αστικών αδικημάτων και όχι σε σχέση με παράβαση σύμβασης. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, Kennedy Hotels Ltd. v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400, Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1800, Δρυάδης κ.ά. ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881, Λάρκου ν. Κλεάνθους (1999) 1 Α.Α.Δ. 1792 και Κωνσταντίνου ν. Γ. & Κ. Σοφοκλέους Λτδ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1952.

 

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο, πέραν από το ότι δεν έστρεψε την προσοχή του στο σύνολο των προϋποθέσεων που τίθενται όταν παρέχεται η δυνατότητα επιδίκασης τέτοιων αποζημιώσεων, συγκεκριμένα δεν έστρεψε την προσοχή του στην οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας, παραγνώρισε εντελώς τη δική του κατάληξη ότι η αγωγή εκδικάστηκε στη βάση ότι η εφεσείουσα εκτελούσε οδηγίες και εντολές του εφεσιβλήτου και υπό αυτή την ιδιότητα, δηλαδή την ιδιότητα του αντιπροσώπου του εφεσιβλήτου, είσπραξε και κρατούσε το προϊόν πώλησης. Κοντολογίς, το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η ενώπιον του υπόθεση δεν αφορούσε αστικό αδίκημα, αλλά παράβαση συμφωνίας, εφόσον η σχέση κύριου – αντιπροσώπου διέπεται από τον περί Συμβάσεων Νόμο. Επομένως, ο πιο πάνω λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων παραμερίζεται. Παραμερίζεται επίσης η επιδίκαση ποσού €7.263,73, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ διαπίστωσε παντελή έλλειψη μαρτυρίας που να τεκμηριώνει τη συγκεκριμένη πτυχή της αξίωσης, συνυπολόγισε στο ποσό των αποζημιώσεων που επιδίκασε στον εφεσίβλητο και το εν λόγω ποσό. Ως εκ τούτου, οι επιδικασθείσες εναντίον της εφεσείουσας και προς όφελος του εφεσιβλήτου συνολικές αποζημιώσεις, τροποποιούνται ανάλογα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Εφόσον η τροποποίηση του αρχικού επιδικασθέντος ποσού αποζημιώσεων δεν επηρεάζει την κλίμακα της αγωγής, η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα παραμένει ως έχει. Αναφορικά με τα έξοδα της έφεσης, αυτά, ενόψει του ότι η έφεση έχει επιτύχει μερικώς και σε περιορισμένη έκταση, θεωρούμε δίκαιο να επιδικάσουμε τα 2/3 των εξόδων υπέρ του εφεσιβλήτου.

 

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως άνω, με διαταγή για επιδίκαση των 2/3 των εξόδων υπέρ του εφεσίβλητου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο