Αθανασίου Άντρη και Άλλη ν. Ροδόλφου Οντόνι (2014) 1 ΑΑΔ 2669

ECLI:CY:AD:2014:A916

(2014) 1 ΑΑΔ 2669

[*2669]2 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

1. ΑΝΤΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

2. ERGOFINANCE LIMITED,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΡΟΔΟΛΦΟΥ ΟΝΤΟΝΙ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε103/2014)

 

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Διάταγμα Norwich Pharmacal ― Εφαρμοστέες αρχές ― Οι απαιτούμενες για την έκδοση τους προϋποθέσεις ―  Κατά πόσον ήταν εύλογη η έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal που εκδόθηκαν από πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής, με στόχο την ανεύρεση πληροφοριών που αφορούσαν σε σοβαρές ενδείξεις διάπραξης αδικοπραξίας, παράβαση συμφωνίας εναντίον του αιτητή και απάτης ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Norwich Farmacal ― Εφαρμοστέες αρχές ― Το Δικαστήριο δε θα ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο μέσο ή αν δεν πεισθεί ότι υπάρχει πράγματι πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος ― Σταθμίζονται παράγοντες, όπως η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ’ ισχυρισμόν αδικοπραγούντος ― Το ζητούμενο δεν είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης ― Το διάταγμα δεν αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση της λήψης στοιχείων για σκοπούς αλίευσης.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Norwich Farmacal ― H αρχή έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων επεκτάθηκε ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της και σε προτιθέμενη αγωγή για αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων.

 

Με ενδιάμεση απόφαση του, πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε σχετική αίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εξέδωσε διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 4 και 5.

[*2670]Με το διάταγμα οι εφεσείοντες διατάχθηκαν όπως, εντός 60 ημερών από την επίδοση σ’ αυτούς του διατάγματος, προέβαιναν δια ενόρκων δηλώσεων σε συγκεκριμένες αποκαλύψεις στοιχείων, που αφορούσαν μεταξύ άλλων σε αποκαλύψεις στοιχείων και άλλων δεδομένων φυσικού προσώπου ή φυσικών προσώπων που είναι ή και υπήρξε/αν κατά τον ουσιώδη καθορισθέντα χρόνο, ο τελικός δικαιούχος-ιδιοκτήτης των μετοχών της εναγόμενης 1, σε συναλλαγές και σε στοιχεία προσώπων που εμπλέκονταν στις συναλλαγές αυτές.

 

Διατάχθηκε επίσης η αποκάλυψη του πλήρους ονόματος και της διεύθυνσης του φυσικού προσώπου ή φυσικών προσώπων από τα οποία λαμβάνουν ή/και ελάμβαναν οδηγίες οι εναγόμενοι 1 σχετικά με τις εργασίες και τις συναλλαγές τους, ως επίσης και η αποκάλυψη και παράδοση στους δικηγόρους του εφεσίβλητου ένορκης δήλωσης στην οποία να ανέφεραν πλήρεις λεπτομέρειες για οποιαδήποτε ποσά εισέπραξαν οι εναγόμενοι 1 από τους εναγόμενους 6 και/ή 7 και ειδικότερα για συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, που οι εναγόμενοι 1 έλαβαν από τους εναγόμενους 6 και 7 ως τίμημα για πώληση των δικαιωμάτων των εναγομένων 1 σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες, καθώς και πλήρης λεπτομέρειες για τον τελικό προορισμό και/ή την κατάληξη της περιουσίας αυτής.

 

Περεταίρω εξεδόδη και διάταγμα παράδοσης στους δικηγόρους του εφεσίβλητου αντιγράφων όλων των εγγράφων που θα αναφέρονταν και/ή θα αποκαλύπτονταν στην ένορκη δήλωση.

 

Η προαναφερόμενη αίτηση  στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα, καταχωρήθηκε στα πλαίσια αγωγής στην οποίαν ο εφεσίβλητος-ενάγων αξίωνε την ανάκτηση του 30% του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας καθώς και το προϊόν των προαναφερόμενων μετοχών.

 

Την αίτηση υποστήριζε ένορκη δήλωση δικηγόρου του δικηγορικού γραφείου του εφεσίβλητου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπό εξέταση αγωγή δεν ήταν αμιγώς αγωγή τύπου  Norwich ή τύπου ιχνηλάτησης, αλλά αγωγή στην οποίαν τα αγώγιμα δικαιώματα περιλάμβαναν αθέτηση συμφωνίας και/ή απάτη και/ή παράνομη κατακράτηση και αξιώσεις αποζημιώσεων. Η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, η οποία έγινε μέσω των εναγομένων 2 και 3, που παρουσιάστηκαν ως δικαιούχοι-ιδιοκτήτες της, και για την οποία δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες, ικανοποιούσαν τις πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 που εί[*2671]ναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και η πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία.

 

Σύμφωνα όμως με τις αρχές που διέπουν την έκδοση των διαταγμάτων τύπου Norwich το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης μαζί με τα επισυνημμένα τεκμήρια, έθεταν ενώπιον του δικαστηρίου «σοβαρές ενδείξεις διάπραξης αδικοπραξίας ή έστω παράβαση συμφωνίας εναντίον του αιτητή και δη απάτης με τη μορφή πεπλανημένων αναφορών και παραστάσεων στη χρονική πορεία της συνεργασίας με τους εναγομένους 2 και 3 οι οποίοι, εκ πρώτης όψεως, λειτουργούσαν με επίκληση του ονόματος των εναγομένων 1».

 

Όσον αφορούσε στην εμπλοκή, αθώα ή μη, των καθ’ ων η αίτηση, εναγομένων 4 και 5-εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε ότι ενυπάρχει με την ιδιότητα τους ως αξιωματούχων των Εναγομένων 1.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, από τη δοθείσα μαρτυρία, προέκυπτε σοβαρή ένδειξη ανάμειξης των εναγομένων 1 στα δρώμενα που αφορούν και επηρεάζουν τις σχέσεις των διαδίκων αλλά και την αποξένωση περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ο εφεσίβλητος κατέδειξε, εκ πρώτης όψεως, ύπαρξη δικαιωμάτων.

 

Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, κατέληξε ότι η επικαλούμενη βλάβη του εφεσίβλητου-ενάγοντα, αν δεν εκδιδόταν το διάταγμα, ήταν καλύτερα στοιχειοθετημένη από την επικαλούμενη βλάβη των εναγομένων 4 και 5- εφεσειόντων, σε περίπτωση που το διάταγμα εκδιδόταν.

 

Απορρίπτοντας άλλες δικονομικές κυρίως ενστάσεις, έθεσε ακολούθως απαγορευτικό όρο για τη χρήση των οποιωνδήποτε πληροφοριών που θα εξασφάλιζε ο αιτητής-εφεσίβλητος, σε οποιανδήποτε ποινική διαδικασία.

 

Η πιο πάνω απόφαση αμφισβητήθηκε με έφεση η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

  α)  Υπήρξε μη ορθή εφαρμογή των αρχών που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και/ή Bankers Trust και μη ορθή εφαρμογή των ορθών αρχών αναφορικά με την έκδοση των προαναφερόμενων διαταγμάτων, δεδομένου ότι η έκδοση των διαταγμάτων αυτών τίθεται υπό την προϋπόθεση ότι αυτά είναι αναγκαία για να μπορέσει ο αιτητής να ξεκινήσει αγωγή εναντίον του αδικοπραγούντος, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει.

[*2672]  β)  Έγινε λανθασμένη εφαρμογή των ισχυουσών νομικών αρχών, καθότι ο αιτητής – εφεσίβλητος δεν απέδειξε, όπως είχε υποχρέωση, να αποδείξει ότι εκ πρώτης όψεως διαπράχθηκε αδικοπραξία από κάποιο πρόσωπο.

 

  γ)  Υπήρξε λανθασμένη έκδοση διατάγματος, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχετικά με περιουσιακά στοιχεία της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, εναντίον της οποίας δεν έχει προβληθεί οποιαδήποτε απαίτηση ή αγώγιμο δικαίωμα.

 

  δ)  Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσουν την ουσιαστική απαίτηση του εφεσίβλητου – ενάγοντα εναντίον των εναγομένων 2, 3, 6 και 7, για τους οποίους δικαιοδοσία έχουν τα ελληνικά Δικαστήρια.

 

  ε) Δεν υπήρξε ορθή εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

στ) Ήταν εσφαλμένη πρωτόδικη θέση να περιορίσει τη χρήση των πληροφοριών που θα αποκαλυφθούν στον εφεσίβλητο, ώστε να εξαιρούνται οι ποινικές διαδικασίες, ενώ το ορθό θα ήταν να περιορίσει τη χρήση των πληροφοριών μόνο για σκοπούς της επίδικης αγωγής.

 

  ζ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε τα έξοδα της αίτησης, εναντίον του αιτητή – εφεσίβλητου, εφόσον κατέληξε ότι ο αιτητής δεν πρόβαλε θέμα μη αθώας εμπλοκής των καθ’ ων η αίτηση-εφεσειόντων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι αρχές έκδοσης των προαναφερόμενων διαταγμάτων είναι αυτές που αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφασή του και βασίζονται στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

2.  Αναφορικά με τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, επίσης στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, δηλαδή (α) ότι θα πρέπει να έχει λάβει χώρα ή κατ’ ισχυρισμόν να έχει λάβει χώρα μια αδικοπραξία ή μια αθέτηση συμφωνίας από έναν τελικό αδικοπραγούντα, (β) πρέπει να διαπιστώνεται η ανάγκη έκδοσης τέτοιου διατάγματος, για να είναι δυνατή η έγερση ή προώθηση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (γ) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση τέτοιου διατάγματος, θα πρέπει να έχει ανα[*2673]μειχθεί κατά τέτοιο τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και να είναι σε θέση, ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.

3.  Με τις προαναφερόμενες πρωτόδικες διαπιστώσεις, οι οποίες βασίζονταν στην ένορκη μαρτυρία που παρουσιάστηκε προς υποστήριξη της αίτησης του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι ικανοποιούνταν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32, αλλά και οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις της Νομολογίας για την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal.

4.  Η θέση που προβλήθηκε ότι ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να είχε ερευνήσει και τα μητρώα εταιρειών άλλων χωρών, πριν αποταθεί στο Κυπριακό Δικαστήριο, δεν ήταν ορθή. Αυτό θα έθετε υπέρμετρο βάρος στους ώμους ενός προτιθέμενου αιτητή και θα συνιστούσε μη δικαιολογημένη προϋπόθεση έκδοσης διαταγμάτων της φύσης Norwich Pharmacal.

5.  Ως προς την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρείτο αφού έλαβε υπόψη την ένορκη μαρτυρία εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι η βλάβη την οποία αυτός θα υφίστατο αν δεν εκδίδονταν τα διατάγματα δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί πλήρως, ενώ η βλάβη την οποία οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι θα υποστούν, ήταν γενική και αόριστη.

6.  Όσον αφορούσε στον λόγο έφεσης που αφορούσε στην έλλειψη δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, ούτε και αυτός  ευσταθούσε. Από τη στιγμή του η πρώτη εναγόμενη εταιρεία είναι κυπριακή εταιρεία με έδρα της τη Λεμεσό, και εφόσον αυτή είναι ουσιώδης και αναγκαίος διάδικος στην υπό εξέταση αγωγή, τα Κυπριακά Δικαστήρια και, συγκεκριμένα, στην παρούσα περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, είχε και έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της αγωγής.

7.  Εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε ισχυρισμός για έλλειψη δικαιοδοσίας όσον αφορά τους εναγόμενους 1, 4 και 5 (εφεσείοντες).

8.  Ήταν ορθός ο λόγος έφεσης ότι ο όρος που επεβλήθη στον εφεσίβλητο, να μην αποκαλύψει τις οποιεσδήποτε πληροφορίες θα του δοθούν από τους εφεσείοντες, θα έπρεπε να είχε περιοριστεί στα πλαίσια της παρούσας αγωγής ή τυχόν νέας αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος. Οι εν λόγω οδηγίες του Επαρχιακού Δικαστηρίου τροποποιήθηκαν με βάση σχετική διαταγή του Εφετείου στο ως άνω πλαίσιο.

9.  Αναφορικά με τη διαταγή όπως τα έξοδα της αίτησης ήταν έξοδα δίκης, αυτή ήταν δικαιολογημένη, υπό τις περιστάσεις.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με την έκδοση διαταγής για επιδίκαση των ¾ των εξόδων.

[*2674]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Avila Management Services Ltd κ.ά. ν. Frantisek Stepanek κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403,

 

Penderhill Holdings Ltd κ.ά. ν. Κλουκινά (2014) 1 Α.Α.Δ. 118, ECLI:CY:AD:2014:A21,

 

Ashworth Security Hospital v. MGN [2002] WL 1310757,

 

Agot Kalmneff v. Denton Wilde Sapte [2002] 1 Lloyd’ s Rep. 417,

 

Carlton Film Distributors Ltd v. VCL Plc, VDC Ltd [2003] EWHC 616.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ.), (??Αίτηση Αρ. 4935/13), ημερομηνίας 11/3/2014.

 

Αλ. Τσιρίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Χ. Βελάρης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με ενδιάμεση απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε σχετική αίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εξέδωσε διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal (το διάταγμα) εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 4 και 5.

 

Με το διάταγμα οι εφεσείοντες διατάχθηκαν όπως, εντός 60 ημερών από την επίδοση σ’ αυτούς του διατάγματος, ετοιμάσουν, ορκιστούν, καταθέσουν και παραδώσουν στους δικηγόρους του εφεσίβλητου, ένορκη δήλωση στην οποία να αποκαλύπτουν και/ή να αναφέρουν το πλήρες όνομα ή ονόματα και την πλήρη διεύθυνση ή διευθύνσεις του φυσικού προσώπου ή των φυσικών προσώπων που είναι ή και υπήρξε ο τελικός δικαιούχος-ιδιοκτήτης των μετοχών της εναγόμενης 1 εταιρείας, Nomato Investments Limited, από τις 29.6.2005 μέχρι την ημέρα καταχώρισης της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση ημερ. 7.11.2013, στην οποίαν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Με το διάταγμα, το οποίο χα[*2675]ρακτηρίστηκε ως παρεμπίπτον διάταγμα, διατάχθηκε επίσης η αποκάλυψη του πλήρους ονόματος και της διεύθυνσης του φυσικού προσώπου ή των φυσικών προσώπων από τα οποία λαμβάνουν ή/και ελάμβαναν οδηγίες οι εναγόμενοι 1 σχετικά με τις εργασίες και τις συναλλαγές τους.

 

Με το διάταγμα εκδίδονταν επίσης και τα εξής παρεμπίπτοντα διατάγματα εναντίον των εφεσειόντων για αποκάλυψη και παράδοση στους δικηγόρους του εφεσίβλητου ένορκης δήλωσης στην οποία να αναφέρουν πλήρης λεπτομέρειες για οποιαδήποτε ποσά εισέπραξαν οι εναγόμενοι 1 από τους εναγόμενους 6 και/ή 7 και ειδικότερα για το χρηματικό ποσό των €5.000.000.- πλέον 200.000 μετοχές συνολικής αξίας €18.940.000.- που οι εναγόμενοι 1 έλαβαν από τους εναγόμενους 6 και 7 ως τίμημα για πώληση των δικαιωμάτων των εναγομένων 1 σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες, καθώς και πλήρης λεπτομέρειες για τον τελικό προορισμό και/ή την κατάληξη της περιουσίας αυτής.

 

Το τρίτο σκέλος του διατάγματος, και πάλι παρεμπίπτον διάταγμα, διέτασσε τους εφεσείοντες εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας να παραδώσουν στους δικηγόρους του εφεσίβλητου αντίγραφα όλων των εγγράφων που θα αναφέρονταν και/ή θα αποκαλύπτονταν στην ένορκη δήλωση στην οποία αυτοί θα προέβαιναν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δύο σκέλη του διατάγματος.

 

Η προαναφερόμενη αίτηση ημερ. 7.11.2013, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα, καταχωρήθηκε στα πλαίσια αγωγής στην οποίαν ο εφεσίβλητος-ενάγων αξιούσε την ανάκτηση του 30% του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας καθώς και το προϊόν των προαναφερόμενων μετοχών.

 

Την προαναφερόμενη αίτηση υποστήριζε ένορκη δήλωση του κ. Γιώργου Παρμακλή, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο του εφεσίβλητου, στην οποίαν αναφέρονταν τα ουσιώδη γεγονότα, όπως τα ισχυριζόταν ο εφεσίβλητος. Σύμφωνα με αυτά ο εφεσίβλητος-ενάγων παρείχε υπηρεσίες στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία στα πλαίσια συμφωνίας δυνάμει της οποίας ο εφεσίβλητος θα έπαιρνε ως αντάλλαγμα το 30% του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας. Η συμφωνία του ήταν προφορική και έγινε με τους εναγόμενους 2 και 3, οι οποίοι δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα και δεν ήταν, στην πραγματικότητα, οι τελικοί δικαιούχοι των μετοχών της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, όπως ψευδώς είχαν παραστήσει στον εφεσίβλητο.

 

[*2676]Η εναγόμενη 4 ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διευθύντρια και η εναγόμενη εταιρεία 5 ήταν γραμματέας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και κατά τον εφεσίβλητο-αιτητή ήταν πρόσωπα που ήταν σε θέση να παράσχουν στον εφεσίβλητο τις απαραίτητες πληροφορίες, οι οποίες του χρειάζονται για να μπορέσει να ανακτήσει, από άγνωστα πρόσωπα, θεραπεία και να ιχνηλατήσει την πορεία των προαναφερόμενων ποσών τα οποία διεκδικεί.

 

Στην ένσταση των εναγομένων-καθ’ ων η αίτηση (μεταξύ των οποίων και οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 4 και 5) γίνονταν ισχυρισμοί ότι δεν αποκαλύφθηκε οποιαδήποτε αδικοπραξία εις βάρος του εφεσίβλητου και εκ μέρους των εφεσειόντων, δεν αποκαλύφθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη των εφεσειόντων στην κατ’ ισχυρισμό αδικοπραξία ή οποιαδήποτε άλλη υποβοήθηση στην τέλεση της, δεν καταδείχθηκε ότι οι εφεσείοντες κατείχαν οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες και η αίτηση αποτελούσε απλή προσπάθεια αλίευσης μαρτυρίας και πληροφοριών για αλλότριους σκοπούς.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε προσεχτικά τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών. Ιδιαίτερα εξέτασε τους λόγους ένστασης, μεταξύ των οποίων ότι οι εφεσείοντες δεσμεύονται με βάση την αρχή της εμπιστευτικότητας να μην αποκαλύψουν τις ζητούμενες πληροφορίες και έγγραφα και ότι οι θεραπείες που ζητούνται στην αίτηση είναι ταυτόσημες με αυτές που ζητούνται στην αγωγή.   Εξέτασε, επίσης, και άλλες δικονομικές ενστάσεις των εφεσειόντων. Αναφέρθηκε σε κυπριακή και αγγλική νομολογία, ειδικά στις αποφάσεις Avila Management Services Ltd κ.ά. ν. Frantisek Stepanek κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403 και Penderhill Holdings Ltd κ.ά. ν. Ιωάννη Κλουκινά (2014) 1 Α, ECLI:CY:AD:2014:A21.Α.Δ. 118. Επίσης εξέτασε τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Ν 14/60 και τις ειδικές προϋποθέσεις των αρχών που διέπουν τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπό εξέταση αγωγή δεν ήταν αμιγώς αγωγή τύπου Norwich ή τύπου ιχνηλάτησης. Ήταν αγωγή στην οποίαν τα αγώγιμα δικαιώματα περιλάμβαναν αθέτηση συμφωνίας και/ή απάτη και/ή παράνομη κατακράτηση και αξιώσεις αποζημιώσεων. Η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, η οποία έγινε μέσω των εναγομένων 2 και 3, που παρουσιάστηκαν ως δικαιούχοι-ιδιοκτήτες της, και για την οποία δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες, ικανοποιούσαν τις πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 που είναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και η πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία. Σύμφωνα όμως με τις αρχές που διέπουν την έκδοση των διαταγ[*2677]μάτων τύπου Norwich το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πρέπον να εξετάσει και εξέτασε, περαιτέρω, την ικανοποίηση των σχετικών προϋποθέσεων έναντι των συγκεκριμένων εναγομένων 4 και 5-εφεσειόντων, για τους οποίους ζητείτο η ενδιάμεση θεραπεία.  Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης μαζί με τα επισυνημμένα τεκμήρια, έθεταν ενώπιον του δικαστηρίου «σοβαρές ενδείξεις διάπραξης αδικοπραξίας ή έστω παράβαση συμφωνίας εναντίον του αιτητή και δή απάτης με τη μορφή πεπλανημένων αναφορών και παραστάσεων στη χρονική πορεία της συνεργασίας με τους εναγομένους 2 και 3 οι οποίοι, εκ πρώτης όψεως, λειτουργούσαν με επίκληση του ονόματος των εναγομένων 1».

 

Όσον αφορά την εμπλοκή, αθώα ή μη, των καθ’ ων η αίτηση, εναγομένων 4 και 5-εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Ashworth Security Hospital v. MGN [2002] WL 1310757 και συμπέρανε ότι «εν προκειμένω η εμπλοκή των καθ’ ων η αίτηση – αθώα ή μη – ενυπάρχει με την ιδιότητα τους ως αξιωματούχων των Εναγομένων 1 από τη στιγμή που οι Εναγόμενοι 1 φαίνεται να συνυπάρχουν στο μωσαϊκό των δρωμένων, έστω και δια ενεργειών κυρίως των Εναγομένων 2 και 3 οι οποίοι χρησιμοποίησαν εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον το όνομα των Εναγομένων 1 στις όλες συναλλαγές». Σύμφωνα με τα ευρήματα του  πρωτόδικου δικαστηρίου, από τη δοθείσα μαρτυρία, προέκυπτε σοβαρή ένδειξη ανάμειξης των εναγομένων 1 στα δρώμενα που αφορούν και επηρεάζουν τις σχέσεις των διαδίκων αλλά και την αποξένωση περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ο εφεσίβλητος κατέδειξε, εκ πρώτης όψεως, ύπαρξη δικαιωμάτων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο «ως εκ τούτου οι Εναγόμενοι 4 και 5 που είναι αξιωματούχοι των Εναγομένων 1 δεν μπορούν να θεωρηθούν ουδέτερα πρόσωπα χωρίς κάποιου είδους εμπλοκή, αθώα ή μη».

 

Ως προς το ζήτημα της εμπιστευτικότητας την οποίαν είχαν επικαλεστεί οι εφεσείοντες, το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε σε σχετική αγγλική νομολογία σύμφωνα με την οποίαν επιτρέπεται η παράκαμψη της αρχής της εμπιστευτικότητας υπέρ της αρχής του δημοσίου συμφέροντος (Δέστε: Agot Kalmneff v. Denton Wilde Sapte [2002] 1 Lloyds Rep. 417). Έκρινε, επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο ότι εκ πρώτης όψεως είχε καταδειχθεί η εμπλοκή των καθ’ ων η αίτηση-εφεσειόντων στο όλο πλέγμα των γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώρηση της αγωγής, όπως επιτάσσει η νομολογία (Δέστε: Carlton Film Distributors Ltd v. VCL Plc, VDC Ltd [2003] EWHC 616) «η ιδιότητα των καθ’ ων η [*2678]αίτηση ως διευθυντών και γραμματέων ενός κύριου Εναγομένου αποτελεί ιδιότητα που από μόνη της είναι ιδιαίτερα σημαντική», έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, την εξέτασε, το πρωτόδικο δικαστήριο, στα πλαίσια και σε συνάφεια με την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να αποφασίσει κατά πόσον είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθούν τα ζητούμενα διατάγματα. Κατέληξε ότι η επικαλούμενη βλάβη του εφεσίβλητου-ενάγοντα, αν δεν εκδιδόταν το διάταγμα, ήταν καλύτερα στοιχειοθετημένη από την επικαλούμενη βλάβη των εναγομένων 4 και 5-εφεσειόντων, σε περίπτωση που το διάταγμα εκδιδόταν.

 

Άλλες δικονομικές κυρίως ενστάσεις το πρωτόδικο δικαστήριο τις απέρριψε. Έθεσε, όμως, όρο απαγορευτικό της χρήσης των οποιωνδήποτε πληροφοριών που θα εξασφαλίσει ο αιτητής-εφεσίβλητος, σε οποιανδήποτε ποινική διαδικασία. Ως προς τα έξοδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε ότι τα έξοδα της αίτησης θα ήταν έξοδα δίκης στο τέλος της υπόθεσης, όμως ανέφερε ότι οι καθ’ ων η αίτηση – εφεσείοντες θα δικαιούνται εύλογα έξοδα για συμμόρφωση με τα διατάγματα, εάν τα ζητήσουν.

 

Με την υπό εξέταση έφεση προβάλλονται έντεκα λόγοι έφεσης.  Ο πρώτος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμόν μη ορθή εφαρμογή των αρχών που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και/ή Bankers Trust. O δεύτερος λόγος, και πάλι, αφορά στη μη εφαρμογή των ορθών αρχών αναφορικά με την έκδοση των προαναφερόμενων διαταγμάτων. Σύμφωνα με το λόγο αυτό η έκδοση των διαταγμάτων αυτών τίθεται υπό την προϋπόθεση ότι αυτά είναι αναγκαία για να μπορέσει ο αιτητής να ξεκινήσει αγωγή εναντίον του αδικοπραγούντος, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει. Ο τρίτος λόγος έφεσης, και πάλι, αφορά σε κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένη εφαρμογή των ισχυουσών νομικών αρχών, καθότι ο αιτητής – εφεσίβλητος δεν απέδειξε, όπως είχε υποχρέωση, να αποδείξει ότι εκ πρώτης όψεως διαπράχθηκε αδικοπραξία από κάποιο πρόσωπο. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένη έκδοση διατάγματος, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχετικά με περιουσιακά στοιχεία της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, εναντίον της οποίας δεν έχει προβληθεί οποιαδήποτε απαίτηση ή αγώγιμο δικαίωμα. Τέτοιες απαιτήσεις προβλήθηκαν μόνο εναντίον των εναγομένων 2 και 3. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά, επίσης, σε κατ’ ισχυρισμόν μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων έκδοσης των προαναφερόμενων διαταγμάτων και προσομοιάζει με το λόγο 2.

[*2679]Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι, τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσουν την ουσιαστική απαίτηση του εφεσίβλητου – ενάγοντα εναντίον των εναγομένων 2, 3, 6 και 7, για τους οποίους δικαιοδοσία έχουν τα ελληνικά Δικαστήρια. Με τον έβδομο λόγο έφεσης τίθεται θέμα μη ορθής εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.  Ο όγδοος και ο ένατος λόγος έφεσης είναι, ουσιαστικά, παρόμοιοι με τον έβδομο λόγο έφεσης.

 

Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να περιορίσει τη χρήση των πληροφοριών που θα αποκαλυφθούν στον εφεσίβλητο, ώστε να εξαιρούνται οι ποινικές διαδικασίες, ενώ το ορθό θα ήταν να περιορίσει τη χρήση των πληροφοριών μόνο για σκοπούς της επίδικης αγωγής, δηλαδή της αγωγής υπ’ αριθμό 4935/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Ο εντέκατος λόγος έφεσης αφορά στα έξοδα.  Κατά τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε τα έξοδα της αίτησης, εναντίον του αιτητή – εφεσίβλητου, εφόσον κατέληξε ότι ο αιτητής δεν πρόβαλε θέμα μη αθώας εμπλοκής των καθ’ ων η αίτηση-εφεσειόντων.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία. Κατά την εκτίμησή μας το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέλυσε και εφάρμοσε τις αρχές της Νομολογίας αναφορικά με την έκδοση του προαναφερόμενου τύπου διαταγμάτων και ορθά ανέλυσε και εφάρμοσε και τις αρχές και πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

Οι αρχές έκδοσης των προαναφερόμενων διαταγμάτων είναι αυτές που αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφασή του και βασίζονται στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στην απόφαση Avila (ανωτέρω) έγινε πλήρης εξέταση της σχετικής αγγλικής Νομολογίας υπό το φως και των προνοιών του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, αλλά και των δικονομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, εκτός από το να υιοθετήσουμε τα όσα αναφέρθηκαν στην Avila (ανωτέρω) και στην Penderhill (ανωτέρω). Ως προς τη δικονομική πτυχή, η δυνατότητα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, το οποίο, γενικά, δε θα ικανοποιήσει το αίτημα (για έκδοση τέτοιου διατάγματος) εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο μέσο ή αν το Δικαστήριο δεν πεισθεί ότι υπάρχει πράγματι πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο θα σταθμίσει παράγοντες, όπως τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ’  [*2680]ισχυρισμόν αδικοπραγούντος. Το ζητούμενο δεν είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Το διάταγμα δεν αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση της λήψης στοιχείων για σκοπούς αλίευσης. Με την Carlton Film Distributors Ltd (ανωτέρω) η αρχή έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων επεκτάθηκε ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της και σε προτιθέμενη αγωγή για αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων.

 

Αναφορικά με τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, επίσης δεν θα επεκταθούμε, εφόσον η κυπριακή Νομολογία είναι πλούσια και διαφωτιστική.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, δηλαδή (α) ότι θα πρέπει να έχει λάβει χώρα ή κατ’ ισχυρισμόν να έχει λάβει χώρα μια αδικοπραξία ή μια αθέτηση συμφωνίας από έναν τελικό αδικοπραγούντα, (β) πρέπει να διαπιστώνεται η ανάγκη έκδοσης τέτοιου διατάγματος, για να είναι δυνατή η έγερση ή προώθηση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (γ) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση τέτοιου διατάγματος, θα πρέπει να έχει αναμειχθεί κατά τέτοιο τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και να είναι σε θέση, ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής σχετικά συμπεράσματα, τα οποία ήταν συναφή με την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δυνάμει του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, αλλά και δυνάμει της σχετικής Νομολογίας:

 

1. Υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις διάπραξης αδικοπραξίας ή έστω αθέτησης συμφωνίας εις βάρος του αιτητή-εφεσίβλητου και, μάλιστα, απάτης με τη μορφή πεπλανημένων αναφορών και παραστάσεων, στη χρονική πορεία της συνεργασίας του εφεσίβλητου με τους εναγόμενους 2 και 3, οι οποίοι εκ πρώτης όψεως λειτουργούσαν με επίκληση του ονόματος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας.

2. Υπήρχε σοβαρή ένδειξη ανάμειξης της πρώτης εναγόμενης εταιρείας στα δρώμενα που αφορούν και επηρεάζουν τις σχέσεις των διαδίκων, αλλά και την αποξένωση περιουσιακών στοιχείων, για τα οποία ο εφεσίβλητος – ενάγων κατέδειξε εκ πρώτης όψεως ύπαρξη δικαιωμάτων.

3. Οι εφεσείοντες – εναγόμενοι 4 και 5 που είναι αξιωματού[*2681]χοι της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ουδέτερα πρόσωπα, χωρίς κάποιου είδους εμπλοκή, αθώα ή μη, εξαιτίας, ακριβώς, της ιδιότητάς τους ως διευθυντή και γραμματέα, αντίστοιχα, της πρώτης εναγόμενης εταιρεία που είναι κύριος εναγόμενος στην αγωγή.

 

Με τις προαναφερόμενες πρωτόδικες διαπιστώσεις, οι οποίες βασίζονταν στην ένορκη μαρτυρία που παρουσιάστηκε προς υποστήριξη της αίτησης του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι ικανοποιούνταν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32, αλλά και οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις της Νομολογίας για την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal.

 

Η θέση που προβλήθηκε ότι ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να είχε ερευνήσει και τα μητρώα εταιρειών άλλων χωρών, πριν αποταθεί στο Κυπριακό Δικαστήριο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αυτό θα έθετε υπέρμετρο βάρος στους ώμους ενός προτιθέμενου αιτητή και θα συνιστούσε μη δικαιολογημένη προϋπόθεση έκδοσης διαταγμάτων της φύσης Norwich Pharmacal.

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε σε συνάφεια και με την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι και η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείτο, αλλά και η διακριτική του ευχέρεια θα ήταν ορθό και δίκαιο να ασκηθεί υπέρ του εφεσίβλητου. Κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού έλαβε υπόψη την ένορκη μαρτυρία εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι η βλάβη την οποία αυτός θα υφίστατο αν δεν εκδίδονταν τα διατάγματα δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί πλήρως, ενώ η βλάβη την οποία οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι θα υποστούν, ήταν γενική και αόριστη.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης που αφορούν στη λανθασμένη εφαρμογή των αρχών της Νομολογίας και των προνοιών του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τις ισχύουσες νομικές και δικονομικές αρχές και ορθά κατέληξε στα συμπεράσματά του και στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Όσον αφορά τον λόγο έφεσης που αφορά στην έλλειψη δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, θεωρούμε ότι και αυτός ο λόγος δεν ευσταθεί. Από τη στιγμή του η πρώτη εναγόμενη εταιρεία είναι κυπριακή εταιρεία με έδρα της τη Λεμεσό, και εφόσον αυτή είναι ουσιώδης και αναγκαίος διάδικος στην υπό εξέταση αγωγή, τα Κυπριακά Δικαστήρια και, συγκεκριμένα, στην παρού[*2682]σα περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, είχε και έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της αγωγής. Εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε ισχυρισμός για έλλειψη δικαιοδοσίας όσον αφορά τους εναγόμενους 1, 4 και 5 (εφεσείοντες).

 

Παραμένουν οι τελευταίοι δύο λόγοι έφεσης που αφορούν στους περιοριστικούς όρους που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι ο όρος, στον εφεσίβλητο, να μην αποκαλύψει τις οποιεσδήποτε πληροφορίες θα του δοθούν από τους εφεσείοντες, θα έπρεπε να είχε περιοριστεί στα πλαίσια της παρούσας αγωγής ή τυχόν νέας αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος. Δηλαδή, θεωρούμε ορθό και δίκαιο οι πληροφορίες που θα εξασφαλίσει ο εφεσίβλητος δυνάμει των διαταγμάτων, να περιοριστούν μόνο σε χρήση αναφορικά με την παρούσα αγωγή ή τυχόν νέα αγωγή εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος – δικαιούχου των μετοχών της πρώτης εναγόμενης εταιρείας. Τέλος, σε σχέση με τον 11ο λόγο έφεσης, δεν θεωρούμε ορθό να επέμβουμε. Η διαταγή όπως τα έξοδα της αίτησης είναι έξοδα δίκης, ήταν δικαιολογημένη, υπό τις περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση της υπόθεσης. Στα πλαίσια της κυρίως υπόθεσης είναι που θα κριθεί, σφαιρικά, η οποιαδήποτε εμπλοκή, αθώα ή μη, των εφεσειόντων, και ανάλογα θα αποφασιστεί και το θέμα του συνόλου των εξόδων.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, οι λόγοι έφεσης 1 μέχρι 9 και 11 απορρίπτονται, η έφεση όμως επιτυγχάνει μερικώς, αναφορικά με το λόγο έφεσης 10. Οι οδηγίες του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το λόγο έφεσης 10 τροποποιούνται ως ανωτέρω, δηλαδή για χρήση των πληροφοριών που θα εξασφαλίσει ο εφεσίβλητος, δυνάμει των διαταγμάτων, μόνο για σκοπούς της παρούσας αγωγής ή νέας αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος – δικαιούχου των μετοχών της πρώτης εναγόμενης εταιρείας.

 

Εν όψει του αποτελέσματος, τα τρία τέταρτα των εξόδων της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο πρωτοκολλητή και θα υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εις βάρος των εφεσειόντων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με την έκδοση διαταγής για επιδίκαση των ¾ των εξόδων.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο