Ευάνθη Ιωάννης ν. Νικόλαου Νεοφύτου και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 2751

ECLI:CY:AD:2014:A935

(2014) 1 ΑΑΔ 2751

[*2751]8 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΥΑΝΘΗ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

1.  ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

2.  ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΤΟΦΑΡΙΔΗ,

3.  ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΠΕΤΡΟΥ,

4.  ΑΝΤΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ,

5.  ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

6.  ΜΙΧΑΗΛ ΝΕΟΦΥΤΟΥ, ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΑΥΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

7.  ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ, ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΑΥΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

8.  ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ-ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΥΧΗ.

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2010)

 

 

Δικόγραφα ― Καθορισμός επιδίκων θεμάτων ― Αποδεκτότητα μαρτυρίας ― Κατά πόσον το  πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση στο στάδιο που έγινε προσπάθεια εισαγωγής μαρτυρίας που ήταν αντίθετη από τα δικόγραφα, να κρίνει κατά πρώτο την αποδεκτότητα της και κατά δεύτερο να την αποκλείσει εφόσον έκρινε ότι ήταν εκτός δικογράφων.

 

Δικόγραφα ― Καθορισμός επιδίκων θεμάτων ― Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία ― Η δίκη δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία ― Μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ο θάνατος του Θ.Χ. από τη Λευκωσία το Μάρτιο του 2003 στην Αθήνα, οδήγησε σε αντιπαράθεση τους διαδίκους αναφορικά με την εγκυρότητα της διαθήκης του. Ο ενάγοντας/εφεσείων, ξάδελφος του [*2752]αποβιώσαντα μη συμπεριλαμβανόμενος στους κατονομαζόμενους στη διαθήκη κληροδόχους, ισχυρίστηκε ότι η διαθήκη του αποβιώσαντα είναι άκυρη και στερημένη έννομου αποτελέσματος λόγω του ότι η σύνταξη και κατάρτιση της προκλήθηκε δι’ εξαναγκασμού και/ή απάτης και/ή δόλου και/ή συνέπεια ψυχικής πίεσης που ασκήθηκε στον αποβιώσαντα από τον εναγόμενο 1 σε συνεργασία και/ή συνέργεια με τους υπόλοιπους εναγομένους. Επίσης σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του ο αποβιώσας κατά τον χρόνο του θανάτου του στις 3/3/2003 δεν είχε σώας τα φρένας και/ή δεν ήταν σε θέση ν’ αντιληφθεί το περιεχόμενο της διαθήκης και/ή γενικά στερείτο δικαιοπρακτικής ικανότητας. Επίσης προέβαλε ότι κατά την εκτέλεση της διαθήκης δεν τηρήθηκαν οι υπό νόμου προβλεπόμενες αυστηρές τυπικές διαδικασίες. Ειδικά για τον εφεσίβλητο 8 προβλήθηκε ότι είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και/ή πρόσωπο στερούμενο νομικής προσωπικότητας.

 

Οι εναγόμενοι/εφεσίβλητοι απέρριψαν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα/ενάγοντα.

 

Οι εναγόμενοι 8, που είναι ο «Παγκύπριος Σύνδεσμος για παιδιά με Καρκίνο και άλλες συναφείς παθήσεις ― Κάνε μια Ευχή» με την έκθεση υπεράσπισης τους προέβαλαν ότι ο αποβιώσας αυτούς είχε υπόψη του όταν κατονόμαζε στη διαθήκη του ως κληροδόχο το «Σύνδεσμο Παιδιών με καρκίνο και άλλες συναφείς παθήσεις» στη διαθήκη του.

 

Η ημερομηνία θανάτου του αποβιώσαντος συναρτάτο με την ετοιμασία και υπογραφή της διαθήκης στις 3/3/2003 και με την όλη κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντα κατά το χρόνο αυτό και τις επιπτώσεις που είχε ή δεν είχε, ανάλογα με τι υποστήριζε η κάθε πλευρά, στη δικαιοπρακτική ικανότητα του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους εναγομένους και απέρριψε την αγωγή.

 

Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την εκτός δικογράφων εκδοχή της υπεράσπισης αναφορικά με τον τρόπο και χρόνο αποστολής του δείγματος διαθήκης από τον εναγόμενο 4 στη Μ.Υ.8 με το δικαιολογητικό ότι η Μ.Υ.8 δεν αντεξετάστηκε στις σχετικές αναφορές της και ότι δεν εντοπιζόταν το όλο θέμα να συνιστούσε ουσιαστικής υφής ζήτημα στο οποίο να χρειαζόταν να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα

 

Ο εφεσείων προσέβαλε την πρωτόδικη ετυμηγορία ως εσφαλμένη.

 

[*2753]Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε μαρτυρία και προέβη σε ευρήματα αντίθετα με τη δικογραφία ενώπιον του.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η κρίση ότι οι εναγόμενοι απέσεισαν το φερόμενο βάρος απόδειξης.

 

γ)  Ήταν λανθασμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

δ)  Δεν τηρήθηκε υπό πρωτόδικου Δικαστηρίου η αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων και η αρχή της δίκαιης δίκης.

 

ε)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα ότι τηρήθηκαν οι σχετικές πρόνοιες του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου του Κεφ. 195  ως επίσης και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο θάνατος του αποβιώσαντα επήλθε στις 6/3/2003.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Όπως είναι νομολογιακά εδραιωμένο, με τα δικόγραφα επιδιώκεται ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, ο καθορισμός της βάσης επί της οποίας θα προχωρήσει η ακρόαση της υπόθεσης και ο αποκλεισμός αιφνιδιασμού του αντιδίκου.

  2.   Περαιτέρω με βάση την πάγια νομολογία, μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στα επίδικα θέματα όπως αυτά καθορίζονται κατά το κλείσιμο των έγγραφων προτάσεων ή που προστίθενται δεόντως κατά την ακρόαση και να μην επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία πιθανόν να εγερθούν από τη μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα.

  3. Περαιτέρω έχει καθήκον να μην επιτρέπει την παρουσίαση ανεπίτρεπτης μαρτυρίας έστω και αν παρουσιάζεται κατά την αντεξέταση όπως επίσης θα πρέπει να κρίνει το παραδεκτό της μαρτυρίας κατά το χρόνο που επιχειρείται η εισαγωγή της και όχι αργότερα.

  4.   Η υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποδοχή της εκτός δικογράφων εκδοχής της υπεράσπισης αναφορικά με τον τρόπο και χρόνο αποστολής του δείγματος διαθήκης από τον εναγόμενο 4 στη Μ.Υ.8, με το δικαιολογητικό ότι η Μ.Υ.8 δεν αντεξετάστηκε στις σχετικές αναφορές της και ότι δεν εντοπίζεται το όλο θέμα να συνιστά ουσιαστικής υφής ζήτημα στο οποίο να χρειάζεται να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα, είναι λανθασμένη.

  5.   Κατ’ αρχήν όταν η Μ.Υ.8 προσπάθησε να αναγνώσει τις παραγρ. [*2754]4 και 5 της γραπτής Δήλωσης της, τεκμ. Κ, όπου στην παραγρ. 4 πρόβαλε την εκδοχή ότι ο εναγόμενος 4 της απέστειλε δείγμα διαθήκης που είχε συνταχθεί σύμφωνα με το κυπριακό Δίκαιο και χρονικά τοποθετούσε την αποστολή αυτού πριν το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου 2003, ο συνήγορος για τον ενάγοντα ενέστη στην ανάγνωση τους.

  6.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση κρίνοντας ότι δεν εντοπίζεται τίποτε ασυμβίβαστο με τις δικογραφημένες θέσεις στην παράγρ. 11(γ) της έκθεσης υπεράσπισης και περαιτέρω ότι εάν δοθεί μαρτυρία αντίθετη, το θέμα θ’ αξιολογηθεί στο τέλος της διαδικασίας και αν υφίσταται θα επιβαρυνθεί η πλευρά που παρουσιάζει αντιφατική μαρτυρία.

  7.   Επίσης όταν κατά την αντεξέταση της Μ.Υ.8 η τελευταία ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος της απέστειλε δείγμα Διαθήκης με φαξ το βράδυ της 11ης Φεβρουαρίου 2003 ή την επομένη και πάλιν ο συνήγορος του ενάγοντα ζήτησε να σημειωθεί ότι η μαρτυρία αυτή είναι αντίθετη με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς στο δικόγραφο των εναγομένων.

  8.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο τότε ζήτησε από το συνήγορο ότι αν υπάρχει οτιδήποτε που έχει σημασία να το θέσει στο τέλος της διαδικασίας. Επίσης ανέφερε ότι ένας μάρτυρας αντεξεταζόμενος μπορεί να θέσει τις θέσεις του οι οποίες μπορούν να συνάδουν ή όχι με τα δικόγραφα και το τι σημασία θα έχει αυτό είναι θέμα αξιολόγησης.

  9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση στο στάδιο που έγινε προσπάθεια εισαγωγής της άνω μαρτυρίας που ήταν αντίθετη από τα όσα αναφέρονται στην παράγρ. 11(γ) και 27 της έκθεσης υπεράσπισης των εναγομένων 1-7 και αφορούσαν στον τρόπο και χρόνο αποστολής του δείγματος Διαθήκης από τον εναγόμενο 4 στη Μ.Υ.8 να κρίνει κατά πρώτο την αποδεκτότητα της και κατά δεύτερο να την αποκλείσει εφόσον έκρινε ότι ήταν εκτός δικογράφων.

10. Η παραμονή σε εκκρεμότητα της αποδοχής ή μη μαρτυρίας πλην του ότι είναι ανεπίτρεπτη, περαιτέρω προκαλεί σύγχυση και αμηχανία στους διαδίκους οι οποίοι δεν γνωρίζουν κατά πόσο αυτή θα ληφθεί υπόψη ή όχι από το Δικαστήριο.

11. Ο ισχυρισμός που τέθηκε στις άνω παραγράφους 11(γ) και 27 ήταν ξεκάθαρος και εισηγείτο ότι ο εναγόμενος 1 μετέφερε στην Μ.Υ.8, κατά την τελευταία του μετάβαση στην Αθήνα, δείγμα διαθήκης που ετοιμάστηκε από τον εναγόμενο 4 συμφώνως του κυπριακού Δικαίου.  Να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος 1 τοποθετεί την άφιξη του στην Αθήνα στις 2/3/2003 και ώρα 7 μ.μ.

12. Το τελευταίο οδηγεί το όλο θέμα σε ζήτημα ουσιαστικής υφής λαμβανομένου υπόψη ότι ο εναγόμενος 1 και Μ.Υ.8 ισχυρίστηκαν ότι την επομένη 3/3/2003 η τελευταία αφίχθηκε στην κλινική όπου νο[*2755]σηλευόταν ο αποβιώσας με έτοιμη τη διαθήκη του.

13. Το ζήτημα αποκτά μεγαλύτερη σημασία όταν αμφότεροι ισχυρίζονται ότι συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε εκείνο το χρονικό σημείο.  Διέφυγαν όλα τα πιο πάνω της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως και η σημασία τους στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

14. Η όλη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται λανθασμένη διότι ανεπίτρεπτα επέτρεψε να δοθεί μαρτυρία εκτός εγγράφων προτάσεων και μάλιστα γι’ ένα θέμα το οποίο το ίδιο έκρινε ουσιαστικής υφής και ήταν τέτοιο, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της διαφοράς.

15. Περαιτέρω η αξιολόγηση που ακολούθησε της μαρτυρίας, ήταν λανθασμένη λόγω επηρεασμού συνεπεία της εκτροπής που έλαβε η εκδίκαση της υπόθεσης.

16. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης πέτυχαν  και ενόψει αυτού δεν παρίστατο ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

 

Χριστοφόρου ν. Ιακώβου ως Διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Χαράλαμπου Ι. Παπαχριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 33,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1718,

 

Παναγή κ.ά. ν. Λαζάρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1317,

 

Βοσκού κ.ά. ν. Ζήνωνος (2003) 1 Α.Α.Δ. 695,

 

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 390,

 

Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 7077/03), ημερομηνίας 30/12/09.

 

Α. Πέτσας, για τον Εφεσείοντα.

[*2756]Γ. Μούντης για Κ. Χρυσοστομίδη, για τους Εφεσίβλητους 1-7.

 

Λ. Πιερή, για τον Εφεσίβλητο 8.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο θάνατος του Θ. Χ. από τη Λευκωσία το Μάρτιο του 2003 στην Γενική Κλινική Αθηνών οδήγησε σε αντιπαράθεση τους διαδίκους αναφορικά με την εγκυρότητα της διαθήκης του. Ο ενάγοντας/εφεσείων, ξάδελφος του αποβιώσαντα μη συμπεριλαμβανόμενος στους κατονομαζόμενους στη διαθήκη κληροδόχους ισχυρίζεται ότι η διαθήκη του αποβιώσαντα είναι άκυρη και στερημένη έννομου αποτελέσματος λόγω του ότι η σύνταξη και κατάρτιση της προκλήθηκε δι’ εξαναγκασμού και/ή απάτης και/ή δόλου και/ή συνέπεια ψυχικής πίεσης που ασκήθηκε στον αποβιώσαντα από τον εναγόμενο 1 σε συνεργασία και/ή συνέργεια με τους υπόλοιπους εναγομένους. Επίσης σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του ο αποβιώσας κατά τον χρόνο του θανάτου του στις 3/3/2003 δεν είχε σώας τα φρένας και/ή δεν ήταν σε θέση ν’ αντιληφθεί το περιεχόμενο της διαθήκης και/ή γενικά στερείτο δικαιοπρακτικής ικανότητας. Επίσης προβάλλεται ότι κατά την εκτέλεση της διαθήκης δεν τηρήθηκαν οι υπό νόμου προβλεπόμενες αυστηρές τυπικές διαδικασίες όπως, μεταξύ άλλων, και η ταυτόχρονη υπογραφή του εγγράφου από τους μάρτυρες.  Ειδικά για τον εφεσίβλητο 8 προβάλλεται ότι είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και/ή πρόσωπο στερούμενο νομικής προσωπικότητας.

 

Οι εναγόμενοι/εφεσίβλητοι απέρριψαν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα/ενάγοντα και πρόβαλαν μέσω της υπεράσπισης τους ότι ο αποβιώσας μέχρι και κατά το χρόνο του θανάτου του στις 6/3/2003, είχε πλήρη πνευματική διαύγεια, σώας τας φρένας και ήταν σε θέση ν’ αντιληφθεί και να κατανοήσει το περιεχόμενο της διαθήκης. Επίσης πρόβαλαν ότι όλοι οι προβλεπόμενοι από το Κυπριακό Δίκαιο τύποι τηρήθηκαν κατά τη σύνταξη και υπογραφή της διαθήκης. Προσέθεσαν περαιτέρω ότι ο αποβιώσας για χρόνια δεν είχε σχέση με τους συγγενείς του οι οποίοι τον απέφευγαν και δεν του συμπαραστάθηκαν σε καμιά περίπτωση όταν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Αντίθετα τον εναγόμενο 1, τη σύζυγο και παιδιά του, εναγόμενους 5-7, τους αισθανόταν ως τη μόνη οικογένεια του.

 

[*2757]Οι εναγόμενοι 8, που είναι ο «Παγκύπριος Σύνδεσμος για παιδιά με Καρκίνο και άλλες συναφείς παθήσεις – Κάνε μια Ευχή» με την έκθεση υπεράσπισης τους προέβαλαν ότι ο αποβιώσας αυτούς είχε υπόψη του όταν κατονόμαζε στη διαθήκη του ως κληροδόχο το «Σύνδεσμο Παιδιών με καρκίνο και άλλες συναφείς παθήσεις» στη διαθήκη του.

 

Η ημερομηνία θανάτου του αποβιώσαντος είχε ιδιαίτερη σημασία στην υπόθεση καθ’ ότι αυτή συναρτάται με την ετοιμασία και υπογραφή της διαθήκης στις 3/3/2003 και με την όλη κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντα κατά το χρόνο αυτό και τις επιπτώσεις που είχε ή δεν είχε, ανάλογα με τι υποστήριζε η κάθε πλευρά, στη δικαιοπρακτική ικανότητα του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την πολυσέλιδη απόφαση του ημερ. 30/12/2009 δικαίωσε τους εναγομένους και απέρριψε την αγωγή. Περαιτέρω τους δικαίωσε και επί της ανταπαίτησης τους που αφορούσε:

 

(α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η διαθήκη είναι έγκυρη.

(β) Διάταγμα του Δικαστηρίου επικυρώνοντας την επίδικη διαθήκη και

(γ) Διάταγμα διορίζον τους εναγομένους 1-4 ως εκτελεστές της διαθήκης και διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος.

 

Ο εφεσείων με επτά λόγους έφεσης προσβάλει την πρωτόδικη ετυμηγορία ως εσφαλμένη.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε μαρτυρία και προέβη σε ευρήματα αντίθετα με τη δικογραφία ενώπιον του. Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται η απόφαση ότι οι εναγόμενοι απέσεισαν το φερόμενο βάρος απόδειξης ως λανθασμένη. Πρόσθετα ότι δεν έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο το επαυξανόμενο και επιπρόσθετο βάρος απόδειξης που έφεραν οι εναγόμενοι λαμβανομένων υπόψη των ύποπτων συνθηκών που περιέβαλαν την ενώπιον του μαρτυρία. Ο τρίτος λόγος αφορά σύμφωνα με τον εφεσείοντα την λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενώ ο τέταρτος την μη τήρηση υπό πρωτόδικου Δικαστηρίου της αρχής της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων και της αρχής της δίκαιης δίκης. Ο πέμπτος λόγος αφορά το λανθασμένο, κατά τον εφεσείοντα, εύρημα ότι τηρήθηκαν οι σχετικές πρόνοιες του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου του Κεφ. 195 ενώ με τον έκτο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένο το [*2758]εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο θάνατος του αποβιώσαντα επήλθε στις 6/3/2003. Ο έβδομος και τελευταίος λόγος αφορά την λανθασμένη σύμφωνα με τον εφεσείοντα επιδίκαση των εξόδων εναντίον του παρά την ύπαρξη ύποπτων συνθηκών περί των οδηγιών, μεταφορά, σύνταξη και υπογραφή της επίδικης διαθήκης και δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη που καθιστούσαν εύλογη την έγερση αγωγής εκ μέρους του.

 

Ο πρώτος και τρίτος λόγος συνδέονται και αφορούν την αποδοχή και αξιολόγηση μη δικογραφημένης μαρτυρίας και συνεπώς μπορούν να συνεξετασθούν.

 

Όπως ήδη έχει αναφερθεί ο αποβιώσας κατά το χρόνο πριν το θάνατο του βρισκόταν στη Γενική Κλινική Αθηνών, όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με την έκθεση υπεράσπισης των εναγομένων 1-7:

 

«Κατόπιν οδηγιών του αποβιώσαντος, ο εναγόμενος 4 απέστειλε δια του εναγομένου 1 εις δικηγόρον εις Αθήνας, αντίγραφον διαθήκης την οποίαν συνέταξεν ο ίδιος δια πελάτην του διαμένοντα εις Αυστραλίαν ούτως ώστε να δει τον απαιτούμενον τύπον συμφώνως του Κυπριακού Δικαίου και να ετοιμάση προσχέδιον διαθήκης συμφώνως των οδηγιών του αποβιώσαντος……»

 

«Προ της τελευταίας μεταβάσεως του εναγομένου 1 εις Αθήνας, κατόπιν οδηγιών του αποβιώσαντος, ο εναγόμενος 4 ητοίμασε τύπον διαθήκης χωρίς ονόματα κληροδόχων, ούτε στοιχεία περιουσίας, δηλαδή το δείγμα το οποίον αναφέρεται εις την παράγραφον 11 (γ) ανωτέρω και το έδωσεν εις τον εναγόμενον 1 μαζί με νέον τύπου πληρεξουσίου, όπως αναφέρεται επίσης ανωτέρω εις την παράγραφον 11(γ), τα οποία ο εναγόμενος 1 μετέφερε εις Αθήνας.»

 

(Βλ. παραγρ. 11(γ) και 27 της έκθεσης υπεράσπισης)

 

Οι εναγόμενοι 1-7 στις 20/1/2009, αφού ολοκληρώθηκε η παρουσίαση της υπόθεσης για τον ενάγοντα και αφού κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι εναγόμενοι 1-5 καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης τους με μοναδικό αίτημα τη διαγραφή από την παράγρ. 11(γ) της φράσης «διά του εναγομένου». Το πρωτόδικο δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 9/1/2009, απέρριψε την αίτηση. Στην απόφαση ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αναφέρει μεταξύ άλλων:

 

[*2759]«…….Η αναφορά του ενόρκως δηλούντα – εναγόμενου 1 περί παραδρομής και/ή καλόπιστου λάθους, δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει τη μακρά καθυστέρηση. Τα γεγονότα ήταν στο πεδίο γνώσης του εναγόμενου 1 από τα αρχικά στάδια της επίδικης διαφοράς. Το εάν δηλαδή ο ίδιος μετέφερε ή όχι αντίγραφο διαθήκης στην Αθήνα, ήταν σε θέση να το γνωρίζει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο χρόνια προηγουμένως.

………………………………………………………………………………….

……………………….Στην υπό κρίση περίπτωση η κακή πίστη των Αιτητών είναι εμφανής. Τυχόν δε έγκριση του αιτήματος τους για τροποποίηση θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στην πλευρά του ενάγοντα, τέτοιας μορφής που θα ήταν αδύνατο να αποκατασταθεί με χρήμα. Καθότι, η αιτούμενη τροποποίηση, παρά το φαινομενικά περιορισμένο της έκτασής της, είναι ουσιαστικής μορφής, δεδομένης της φύσης της μεταξύ των μερών διαφοράς και του καίριου ρόλου που διαδραματίζουν στην όλη υπόθεση οι όλες συνθήκες που περιστρέφονται γύρω από τη σύνταξη της διαθήκης. Εμπλέκεται δε με τις θέσεις του εναγόμενου 1, όπως τις κατέθεσε ήδη στο Δικαστήριο, περί άγνοιάς του γύρω από τις προθέσεις του αποβιώσαντα για σύνταξη διαθήκης, όπως συναρτάται επίσης με θέσεις άλλων μαρτύρων γύρω από αυτό το ζήτημα, κάποιοι από τους οποίους είχαν ακολουθήσει, στην ακροαματική του εναγόμενου 1.»

 

Ο εναγόμενος 1 καταθέτοντας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο μέσω της γραπτής του Δήλωσης (τεκμ. Ε παραγρ. 31) ισχυρίστηκε ότι ο δικηγόρος του αποβιώσαντος στην Κύπρο, εναγόμενος 4 απέστειλε δείγμα διαθήκης στη δικηγόρο του (ΜΥ8) στην Αθήνα προκειμένου να συντάξει τη διαθήκη του σύμφωνα με το σωστό τύπο κατά το κυπριακό Δίκαιο.

 

Στην αντεξέταση του επί του θέματος αυτός ισχυρίστηκε ότι περί τις αρχές Φαβρουαρίου το 2003 ο αποβιώσας μεταξύ άλλων οδηγιών του είπε όπως ζητήσει από τον εναγόμενο 4 να του ετοιμάσει διάφορα έγγραφα όπως και σχέδιο διαθήκης το οποίο θα μετέφερε μαζί του στην Αθήνα. Στις 26/2/03 όταν μετέβη στο γραφείο του δικηγόρου εναγόμενου 4 προκειμένου να του δώσει τα διάφορα έγγραφα αυτός του έδωσε μόνο ένα νέο πληρεξούσιο έγγραφο και εντολή προς Τράπεζα. Όσον αφορά το σχέδιο της διαθήκης ο εναγόμενος 4 του ανέφερε να μην ασχοληθεί. Αργότερα κατά την υπογραφή της διαθήκης και όταν ευρισκόταν στη Γενική Κλινική Αθηνών έμαθε περί της ετοιμασθείσας διαθήκης. Όπως ξεκάθαρα ανέφερε, δείγμα διαθήκης αυτός δεν μετέφερε στην Αθήνα.

[*2760]Η Μ.Υ.8 Αικατερίνη Βολουδάκη, δικηγόρος στην Αθήνα, στη δική της μαρτυρία και συγκεκριμένα στη γραπτή της δήλωση, τεκμ. Κ αναφέρει ότι περί τις αρχές Φεβρουαρίου, επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της ο εναγόμενος 4 και την πληροφόρησε ότι κατόπιν οδηγιών του αποβιώσαντα συγκέντρωσε τ’ απαραίτητα στοιχεία για τη σύνταξη της διαθήκης του τελευταίου. Ακολούθως της τ’ απέστειλε μαζί με ένα δείγμα διαθήκης που είχε συνταχθεί σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο. Η ίδια θα έπρεπε να ολοκληρώσει τη διαθήκη του σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο, αφού πρώτα μεταβεί στην κλινική, όπου νοσηλευόταν ο αποβιώσας και μιλήσει μαζί του και λάβει τις οδηγίες του σε σχέση με τους κληρονόμους στους οποίους ο ίδιος θα ήθελε ν’ αφήσει τα περιουσιακά του στοιχεία.

 

Τα πιο πάνω προκάλεσαν την ένσταση της άλλης πλευράς στην παρουσίαση αυτής της μαρτυρίας ως αντίθετης με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της παραγρ. 11(γ) της έκθεσης υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:

 

«Δικαστήριο: Για να τεθούν τα γεγονότα στη σωστή τους βάση ούτως ώστε να έχει την ευχέρεια και η πλευρά του ενάγοντα να αναπτύξει τα επιχειρήματα της αναφέρω το εξής. Η προηγούμενη αίτηση για τροποποίηση αφορούσε την διαγραφή της φράσης από την παράγραφο 11(γ) της έκθεσης υπεράσπισης «δια του εναγομένου 1» στη δεύτερη γραμμή της υπό παραγράφου (γ) όπως ανέφερα. Το υπόλοιπο μέρος της παραγράφου 11(γ) της υπεράσπισης δεν μιλά για αποστολή της διαθήκης της επίδικης από την Κύπρο στην Ελλάδα. Μιλά για ένα δείγμα. Ως εκ τούτου η αναφορά του κ. Τριανταφυλλίδη για αποστολή διαθήκης με βάση την πιο πάνω υπό παράγραφο (γ) της έκθεσης υπεράσπισης θα πρέπει να καλύπτει τα όσα αυτή η παράγραφος περιλαμβάνει δηλαδή αποστολή δείγματος διαθήκης για τους λόγους που αναφέρονται.»

 

……………………………………………………………………

 

Δικαστήριο: Η προηγούμενη παρέμβαση μου καθιστά αχρείαστη και την επέμβαση με απάντηση στην ένσταση της άλλης πλευράς, των εναγομένων. Δεν εντοπίζεται τίποτε ασυμβίβαστο με τις δικογραφημένες θέσεις της έκθεσης υπεράσπισης, της παραγράφου 11(γ) συγκεκριμένα, με τις αναφορές των παραγράφων 14 και 15 του τεκμηρίου Κ. Αν υπάρχει και έχει δοθεί μαρτυρία αντίθετη στο Δικαστήριο, πράγμα το οποίο δεν αξιολογώ σε αυτό το στάδιο, είναι θέμα το οποίο θα αξιολογηθεί στο τέλος της διαδικασίας και το οποίο, αν υφίσταται, θα επιβαρύνει [*2761]τη πλευρά που παρουσιάζει αντιφατική μαρτυρία. Ως εκ τούτου η ένσταση απορρίπτεται. Η μάρτυρας να συνεχίσει την ανάγνωση.»

 

Περαιτέρω αντεξεταζόμενη 7η μάρτυρας (Μ.Υ.8) επί της άνω μαρτυρίας της ισχυρίστηκε ότι το δείγμα διαθήκης έφθασε στα χέρια της με φαξ της επομένης της ημέρας επικοινωνίας με τον εναγόμενο 4 που ήταν η 11/2/2003.  Το Δικαστήριο σε παρατήρηση του συνηγόρου του ενάγοντα ότι διδόταν μαρτυρία εκτός δικογράφων παρατήρησε τ’ ακόλουθα:

 

«Δικαστήριο: Αν υπάρχει οτιδήποτε που έχει σημασία θα παρακαλούσα τους δικηγόρους να το θέσουν στο τέλος της διαδικασίας προς αξιολόγηση. Ένας μάρτυρας αντεξεταζόμενος μπορεί να θέσει τις θέσεις του οι οποίες μπορούν να συνάδουν ή όχι με τα δικόγραφα. Το τι σημασία θα έχει αυτό είναι θέμα αξιολόγησης.»

 

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του σελ. 64-65 αναφέρει σχετικά:

 

«Ολοκληρώνεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΥ8 με την εξέταση μιας θέσης της πλευράς του ενάγοντα την οποία καθόρισε ως σημαντικό στοιχείο αμφισβήτησης της αξιοπιστίας, τόσο της υπό αναφορά μάρτυρος, όσο και αυτής του ΜΥ1-εναγόμενου 1. Στις δικογραφημένες τους θέσεις οι εναγόμενοι καταγράφουν ότι το δείγμα διαθήκης μετέφερε στην Αθήνα ο εναγόμενος 1, αφού το παρέλαβε από το δικηγόρο Παντελίδη και το παρέδωσε στη ΜΥ8 για τα περαιτέρω. Τη θέση αυτή ανασκεύασε ο εναγόμενος 1 κατά τη μαρτυρία του και, ως αποτέλεσμα, ζητήθηκε ανάλογη τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης. Το αίτημα απορρίφθηκε, για τους λόγους που φαίνονται σε σχετική Ενδιάμεση Απόφαση. Η ΜΥ8, στη δική της κατάθεση, ανάφερε ότι το δείγμα διαθήκης της αποστάληκε μέσω τηλεομοιότυπου από το δικηγόρο Παντελίδη κατά το χρόνο εισδοχής του αποβιώσαντα στη Γενική Κλινική Αθηνών. Στις σχετικές αναφορές της η πιο πάνω μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε. Ούτε και εντοπίζεται το όλο θέμα να συνιστά ουσιαστικής υφής ζήτημα στο οποίο να χρειάζεται να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα. Ό,τι είναι σημαντικό για την υπόθεση είναι οι χωρίς αντίκρουση ισχυρισμοί της ΜΥ8, σύμφωνα με τους οποίους η διαθήκη που έλαβε από τον κ. Παντελίδη ήταν απλά ένα «υπόδειγμα» προς καθοδήγησή της, στο οποίο δεν αναγράφοντο οποιαδήποτε στοιχεία του αποβιώσαντα ή ο τρόπος διάθεσης [*2762]της περιουσίας του. Τα δεδομένα αυτά συνέλεξε, όπως επίσης παρέμεινε αναντίλεκτο, από τον ίδιο τον αποβιώσαντα σε συνάντηση που είχε μαζί του γύρω στις 11-12 Φεβρουαρίου, 2003, ο οποίος της ανάφερε και τον τρόπο διανομής της περιουσίας του. Θέση που επίσης δεν αντικρούστηκε και η οποία, σε συνάρτηση με το πολύπλοκο του περιεχομένου της επίδικης διαθήκης, συνιστά επιπρόσθετη επιβεβαίωση της νοητικής ικανότητας του διαθέτη κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο.»

 

Οι εφεσίβλητοι 1-7 δέχονται ότι προσφέρθηκε μαρτυρία από τους εναγομένους 1 και ΜΥ8 αναφορικά με το χρόνο και τον τρόπο αποστολής του δείγματος διαθήκης από τον εναγόμενο 4 στην ΜΥ8 εκτός δικογράφων.  Προβάλλουν όμως ότι η μαρτυρία αυτή παρέμεινε αναντίλεκτη και συνεπώς σύμφωνα με τη νομολογία θα πρέπει να γίνει αποδεκτή. Περαιτέρω είναι η εισήγηση τους ότι το θέμα αυτό δεν έχει ουσιαστική σημασία και δεν είναι ουσιαστικής φύσης σε μια δίκη όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο καλείται ν’ αποφανθεί περί της δικαιοπρακτικής ικανότητας του αποβιώσαντα κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλους τις προβληθείσες εισηγήσεις και θέσεις από τις δυο πλευρές.

 

Όπως είναι νομολογιακά εδραιωμένο, με τα δικόγραφα επιδιώκεται ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, ο καθορισμός της βάσης επί τους οποίας θα προχωρήσει η ακρόαση της υπόθεσης και ο αποκλεισμός αιφνιδιασμού του αντιδίκου.

 

Στην Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, σελ. 28-29 τονίστηκαν τ’ ακόλουθα:

 

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία, δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. [*2763]C.D.Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής…..»

 

Περαιτέρω με βάση την πάγια νομολογία, μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. (βλ. Χριστοφόρου ν. Ιακώβου ως Διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Χαράλαμπου Ι. Παπαχριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 33 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1718). Το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στα επίδικα θέματα όπως αυτά καθορίζονται κατά το κλείσιμο των έγγραφων προτάσεων ή που προστίθενται δεόντως κατά την ακρόαση και να μην επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία πιθανόν να εγερθούν από τη μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα. (βλ. Παναγή κ.ά. ν. Λαζάρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1317 και Βοσκού κ.ά. ν. Ζήνωνος (2003) 1 Α.Α.Δ. 695). Περαιτέρω έχει καθήκον να μην επιτρέπει την παρουσίαση ανεπίτρεπτης μαρτυρίας έστω και αν παρουσιάζεται κατά την αντεξέταση Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 390, 404-405, όπως επίσης θα πρέπει να κρίνει το παραδεκτό της μαρτυρίας κατά το χρόνο που επιχειρείται η εισαγωγή της και όχι αργότερα.  (βλ. Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628).

 

Η υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποδοχή της εκτός δικογράφων εκδοχής της υπεράσπισης αναφορικά με τον τρόπο και χρόνο αποστολής του δείγματος διαθήκης από τον εναγόμενο 4 στη Μ.Υ.8 με το δικαιολογητικό ότι η Μ.Υ.8 δεν αντεξετάστηκε στις σχετικές αναφορές της και ότι δεν εντοπίζεται το όλο θέμα να συνιστά ουσιαστικής υφής ζήτημα στο οποίο να χρειάζεται να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα είναι λανθασμένη. Κατ’ αρχήν όταν η Μ.Υ.8 προσπάθησε να αναγνώσει τις παραγρ. 4 και 5 της γραπτής Δήλωσης της, τεκμ. Κ, όπου στην παραγρ. 4 πρόβαλε την εκδοχή ότι ο εναγόμενος 4 της απέστειλε δείγμα διαθήκης που είχε συνταχθεί σύμφωνα με το κυπριακό Δίκαιο και χρονικά τοποθετούσε την αποστολή αυτού πριν το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου 2003, ο συνήγορος για τον ενάγοντα ενέστη στην ανάγνωση τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση κρίνοντας ότι δεν εντοπίζεται τίποτε ασυμβίβαστο με τις δικογραφημένες θέσεις στην παράγρ. 11(γ) της έκθεσης υπεράσπισης και περαιτέρω ότι εάν δοθεί μαρτυρία αντίθετη, το θέμα θ’ αξιολογηθεί στο τέλος της διαδικασίας και αν υφίσταται θα επιβαρυνθεί η πλευρά που παρουσιάζει αντιφατική μαρτυρία. Επίσης όταν κατά την αντεξέταση της Μ.Υ.8 η τελευταία ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος της απέστειλε δείγμα Διαθήκης με φαξ το βράδυ της 11ης Φεβρουαρίου [*2764]2003 ή την επομένη και πάλιν ο συνήγορος του ενάγοντα ζήτησε να σημειωθεί ότι η μαρτυρία αυτή είναι αντίθετη με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς στο δικόγραφο των εναγομένων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τότε ζήτησε από το συνήγορο ότι αν υπάρχει οτιδήποτε που έχει σημασία να το θέσει στο τέλος της διαδικασίας.  Επίσης ανέφερε ότι ένας μάρτυρας αντεξεταζόμενος μπορεί να θέσει τις θέσεις του οι οποίες μπορούν να συνάδουν ή όχι με τα δικόγραφα και το τι σημασία θα έχει αυτό είναι θέμα αξιολόγησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση στο στάδιο που έγινε προσπάθεια εισαγωγής της άνω μαρτυρίας που ήταν αντίθετη από τα όσα αναφέρονται στην παράγρ. 11(γ) και 27 της έκθεσης υπεράσπισης των εναγομένων 1-7 και αφορούσαν τον τρόπο και χρόνο αποστολής του δείγματος Διαθήκης από τον εναγόμενο 4 στη Μ.Υ.8 να κρίνει κατά πρώτο την αποδεκτικότητα της και κατά δεύτερο να την αποκλείσει εφόσον έκρινε ότι ήταν εκτός δικογράφων. Η παραμονή σε εκκρεμότητα της αποδοχής ή μη μαρτυρίας πλην του ότι είναι ανεπίτρεπτη, περαιτέρω προκαλεί σύγχυση και αμηχανία στους διαδίκους οι οποίοι δεν γνωρίζουν κατά πόσο αυτή θα ληφθεί υπόψη ή όχι από το Δικαστήριο. Ο ισχυρισμός που τέθηκε στις άνω παραγράφους 11(γ) και 27 ήταν ξεκάθαρος και εισηγείτο ότι ο εναγόμενος 1 μετέφερε στην Μ.Υ.8, κατά την τελευταία του μετάβαση στην Αθήνα, δείγμα διαθήκης που ετοιμάστηκε από τον εναγόμενο 4 συμφώνως του κυπριακού Δικαίου.  Να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος 1 τοποθετεί την άφιξη του στην Αθήνα στις 2/3/2003 και ώρα 7 μ.μ. Το τελευταίο οδηγεί το όλο θέμα σε ζήτημα ουσιαστικής υφής λαμβανομένου υπόψη ότι ο εναγόμενος 1 και Μ.Υ.8 ισχυρίστηκαν ότι την επομένη 3/3/2003 η τελευταία αφίχθηκε στην κλινική όπου νοσηλεύετο ο αποβιώσας με έτοιμη τη διαθήκη του. Το ζήτημα αποκτά μεγαλύτερη σημασία όταν αμφότεροι ισχυρίζονται ότι συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε εκείνο το χρονικό σημείο.  Διέφυγαν όλα τα πιο πάνω της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως και η σημασία τους στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Η όλη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται λανθασμένη διότι ανεπίτρεπτα επέτρεψε να δοθεί μαρτυρία εκτός εγγράφων προτάσεων και μάλιστα γι’ ένα θέμα το οποίο το ίδιο έκρινε ουσιαστικής υφής και ήταν τέτοιο, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της διαφοράς.  Περαιτέρω η αξιολόγηση που ακολούθησε της μαρτυρίας ήταν λανθασμένη λόγω επηρεασμού συνεπεία της εκτροπής που έλαβε η εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Οι σχετικοί λόγοι έφεσης πετυγχαίνουν και ενόψει αυτού δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

[*2765]Μας απασχόλησε κατά πόσο ενδείκνυται λόγω του χρόνου που παρήλθε, να παραπεμφθεί η αγωγή στο πρωτόδικο Δικαστήριο γι’ επανεκδίκαση. Κρίνουμε ότι αυτό είναι μοιραίως αναγκαίο λόγω του γεγονότος ότι το Εφετείο δεν μπορεί εξ ιδίων του να αποφασίσει ζητήματα αξιολόγησης σε μια υπόθεση όπου η ζώσα μαρτυρία έχει τη δική της ιδιαίτερη αξιολόγηση και πρέπει να εκδοθεί και κριθεί στο σύνολο των γεγονότων.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 30/12/2009 παραμερίζεται με €2000 έξοδα πλέον ΦΠΑ σε βάρος των εφεσιβλήτων.

 

Η αγωγή παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο γι’ επανεκδίκαση.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να είναι έξοδα δίκης και ν’ ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο