C & F Orologas & Sons Ltd ν. Γεώργιου Μίτα (2015) 1 ΑΑΔ 107

ECLI:CY:AD:2015:A46

(2015) 1 ΑΑΔ 107

[*107]30 Ιανουαρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Δ/στές]

 

C & F OROLOGAS & SONS LTD,

 

Εφεσείοντες - Αιτητές,

 

ν.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΤΑ,

 

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση 1.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2009)

 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα ― Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει ― Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

 

Τόκος ― Δικαστική απόφαση ― Κατά πόσον λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε τόκους τόσο σε συνάρτηση με την εκ συμφώνου απόφαση που εκδόθηκε εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης, όσο και στην τελική του απόφαση.

 

Με αίτηση που καταχωρίστηκε στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, οι εφεσείοντες αξίωσαν αποζημιώσεις για ζημιές που προξενήθηκαν σε ακίνητο που ενοικίαζαν, δεδουλευμένα ενοίκια, κοινόχρηστα και ενδιάμεσα οφέλη.

 

Ο εφεσίβλητος δέχθηκε την έκδοση απόφασης εναντίον του για  ποσό που αφορούσε οφειλόμενα ενοίκια και, επίσης, για οφειλόμενα κοινόχρηστα. Ως προς τις υπόλοιπες αξιώσεις των εφεσειόντων, το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση.

 

Κύρια σημεία αντιπαράθεσης υπήρξαν, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση το ιδιοκτησιακό καθεστώς του εξοπλισμού του επίδικου υποστατικού και των διαχωριστικών, τόσο κατά την έναρξη όσο και κα[*108]τά τη λήξη της επίδικης ενοικίασης, το κατά πόσο προξενήθηκαν ζημιές στο επίδικο ακίνητο από τον εφεσίβλητο, το ύψος των ισχυριζόμενων ζημιών και τα κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενα ενοίκια και κοινόχρηστα.

 

Ο διευθυντής των εφεσειόντων και ένας εκ των συνιδιοκτητών του επίδικου ακινήτου, (ΜΑ1), επικαλέστηκε τόσο τους όρους του ενοικιαστηρίου εγγράφου που συνήψαν οι εφεσείοντες με την εταιρεία ELEFSO η οποία είχε συμβληθεί στην αρχική ενοικίαση όσο και αυτούς της επίδικης ενοικίασης και ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των όρων αυτών όλες οι εγκαταστάσεις, διαχωριστικά και οι εργασίες που είχαν γίνει αρχικά από την αναφερόμενη εταιρεία περιήλθαν στην κυριότητα των ιδιοκτητών πριν από την έναρξη της επίδικης ενοικίασης και ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος αφαιρώντας από το υποστατικό όλο τον εξοπλισμό και τα διαχωριστικά ουσιαστικά επενέβηκε στη περιουσία των ιδιοκτητών οι οποίοι υπέστησαν και την ανάλογη ζημιά για τον υπολογισμό της οποίας παρέπεμψε στη μαρτυρία του εκτιμητή ΜΑ2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ΜΑ1 δεν υπήρξε ειλικρινής μάρτυρας στα πιο σημαντικά σημεία της μαρτυρίας του και αποδέχθηκε μόνο όσα γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσίβλητο.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης:

 

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι αντίθετα με τη μαρτυρία του εκτιμητή που κάλεσαν οι εφεσείοντες ως μάρτυρα (ΜΑ2), με αποτέλεσμα να μην επιδικαστεί οποιοδήποτε ποσό για ζημιές που είχαν προκληθεί στο ακίνητο από τον εφεσίβλητο και το Δικαστήριο λανθασμένα καθοδηγήθηκε ως προς τη μαρτυρία του εκτιμητή και της έκθεσής του.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως επεξηγείται στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΑ2 και ενώ δεν υπήρξε αντίθετη μαρτυρία, αποφάσισε ότι δεν έχουν συνδεθεί οι ζημιές με τον εφεσίβλητο.

 

2.  Είναι γεγονός ότι κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο διατύπωσε τη θέση ότι ο ΜΑ2 άφησε καλή εντύπωση και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του που αφορούσε τις ζημιές που ο ίδιος διαπίστωσε ότι υπήρχαν στο επίδικο υποστατικό το Μάρτιο του 2004, δηλαδή δύο μήνες μετά την παράδοση του υποστατικού από τον εφεσίβλητο. Παρά ταύτα, δεν απεδέχθη το Δικαστήριο την εκτίμησή [*109]του όσον αφορούσε στο δεύτερο σκέλος, ήτοι ως προς το ποσό που αξίωναν οι εφεσείοντες για τις κατεδαφισθείσες κατασκευές.

 

3.  Συνεκτιμώντας αυτά τα στοιχεία και στην απουσία μαρτυρίας ότι μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου υπήρξε χρήση του ακινήτου από τρίτο πρόσωπο, ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου να μην αποδώσει στους εφεσείοντες τα ποσά που συναρτώνταν με τις επίδικες ζημιές που προκλήθηκαν.

 

Τρίτος λόγος έφεσης:

 

Τα ευρήματα αξιοπιστίας του ΜΑ1  ήταν εσφαλμένα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη επί του θέματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και αυτό γίνεται μόνο όταν τα ευρήματα αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα.

 

2.  Η ανάλυση της μαρτυρίας του ΜΑ1 ήταν τεκμηριωμένη και σαφής ως προς τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε τον εν λόγω μάρτυρα αναξιόπιστο, με αποτέλεσμα να μην υπήρχε δυνατότητα επέμβασής του Εφετείου.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η ερμηνεία που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ εφεσειόντων και της εταιρείας ELEFSO Ltd.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι εφεσείοντες στηρίζονται στο ενοικιαστήριο έγγραφο που είχαν με την εταιρεία ELEFSO, Τεκμ. 1, προς υποστήριξη της θέσης τους ότι τον Μάρτιο του 2000 κατέστησαν ιδιοκτήτες των διαχωριστικών και προσθηκών που έγιναν στο ακίνητο και πως με τη νέα ενοικίαση οι ενοικιαστές παρέλαβαν το ακίνητο με τα εν λόγω διαχωριστικά.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από τη νομολογία που αφορά την ερμηνεία συμβάσεων έκρινε ότι το δικαίωμα της παραγράφου 7.2 του Τεκμ. 1 ενεργοποιείτο στη λήξη της συμφωνίας [*110]η οποία όμως δεν αφέθηκε να λήξει, λόγω διάλυσης της ELEFSO με αποτέλεσμα με νέα συμφωνία το Μάρτιο 2000 (η επίδικη) τερματίστηκε η προηγούμενη ενοικίαση και ο βασικός όρος για την υλοποίηση των προνοιών της παραγράφου 7.2 του Τεκμ. 1 δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ.

 

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σ’ αυτή την ερμηνεία διότι, όπως ανέφερε, «ήταν φανερό ότι η πρόθεση των μερών, τουλάχιστον όσον αφορά το Τεκμήριο 1, ήταν όπως δοθεί μεν δικαίωμα στους Αιτητές να κρατήσουν τη διαμορφωμένη κλινική, αφού όμως εξαντλήσουν κατά τη δική τους βούληση οι ενοικιαστές το χρόνο της ενοικίασης.

 

4.  Άλλως, για να ισχύει αυτό που ο Μ.Α.1 ισχυρίστηκε (ότι δηλαδή με τον τερματισμό της ενοικίασης από την Elefso έγιναν αυτόματα ιδιοκτήτες του εξοπλισμού της κλινικής οι ιδιοκτήτες του ακινήτου), θα έπρεπε στο Τεκμήριο 1 να αναφέρεται η φράση «με τη λήξη ή τον τερματισμό της ενοικίασης από οποιοδήποτε από τα μέρη». Διαφορετικά, γιατί να συμφωνήσουν οι ενοικιαστές να παραχωρήσουν στους Αιτητές μια επένδυση πολύ μεγάλης αξίας χωρίς αντάλλαγμα.»

 

5.  Δεν υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το εύρημα του ως προς την επίδικη συμφωνία δεν είχε αμφισβητηθεί και συνεπώς δεν είχε οποιαδήποτε ουσιαστική επίπτωση στην υπόθεση η ερμηνεία που δόθηκε στην συμφωνία, Τεκμ.1.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κρίση του ότι ο εφεσίβλητος αγόρασε από τον εκκαθαριστή της εταιρείας ELEFSO τόσο τον εξοπλισμό όσο και τα διαχωριστικά της κλινικής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Από συγκεκριμένο τεκμήριο προέκυπτε σαφώς ότι ο εφεσίβλητος αγόρασε τον εξοπλισμό της κλινικής και τα διαχωριστικά. Με βάση δε το Τεκμ. 19 που αποτελούσε απόδειξη είσπραξης, προέκυπτε ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε στον εκκαθαριστή της εταιρείας επιπρόσθετο ποσό ΛΚ3,600 ως ενοίκιο για τη χρήση των διαφόρων μηχανημάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας για το διάστημα που μεσολάβησε από τον τερματισμό της ενοικίασης της ELEFSO με τους εφεσείοντες μέχρι και την αγορά τους από τον εφεσίβλητο.

[*111]2.      Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθούσε.

 

Έκτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εκτιμήσει δεόντως την ενώπιον του μαρτυρία σε συσχετισμό με τα κατατεθέντα Τεκμήρια και δεν επιλήφθηκε των πραγματικών και ουσιαστικών επιδίκων θεμάτων όπως είχαν προκύψει από την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι εφεσείοντες ουσιαστικά αμφισβήτησαν την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΑ1, η οποία εθίγη κατά την εξέταση προηγούμενου λόγου έφεσης.

 

2.  Δεν διαπιστωνόταν επίσης οποιαδήποτε παράλειψη του Δικαστηρίου να επιληφθεί ουσιαστικών επιδίκων θεμάτων, έτσι ώστε να απαιτείτο παρέμβαση.

 

Έβδομος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αποστερώντας από τον ΜΑ1 το δικαίωμα να προσαγάγει περαιτέρω μαρτυρία και τεκμήρια για να αποδείξει την ύπαρξη ποινικών υποθέσεων εναντίον του εφεσίβλητου ενώ επέτρεψε στον εφεσίβλητο να παρουσιάσει ποινικές υποθέσεις εναντίον του εφεσίβλητου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν διαπιστωνόταν να υπήρξε αποστέρηση του δικαιώματος προσαγωγής σχετικής με τα επίδικα θέματα μαρτυρίας.

 

2.  Η αχρείαστη επέκταση της μαρτυρίας σε θέματα που ενδεχόμενα να οδηγούσαν σε εκτροχιασμό της δίκης ορθά δεν επετράπη από το Δικαστήριο.

 

3.  Η δε ύπαρξη δύο τουλάχιστον ποινικών υποθέσεων όπου ο ΜΑ1 ήταν παραπονούμενος και ο εφεσίβλητος κατηγορούμενος μνημονεύονται στην απόφαση.

 

Όγδοος λόγος έφεσης:

 

Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε τόκους τόσο [*112]σε συνάρτηση με την εκ συμφώνου απόφαση που εκδόθηκε στις 2.7.2008, εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης, όσο και στην τελική του απόφαση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Συνακόλουθα, στην παρούσα περίπτωση κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης πρόβλεψης, στη συνταχθείσα απόφαση τόσο της εκ συμφώνου απόφασης που εκδόθηκε εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης, όσο και της τελικής απόφασης που εκδόθηκε από το Δικαστήριο κατόπιν της διεξαχθείσας ακρόασης, θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και νόμιμος τόκος ως φυσιολογική απόρροια της εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 33(2) του Νόμου 14/1960. Τούτο απέρρεε άλλωστε, αβίαστα, από την καταγραφή της απόφασης.

 

Ένατος λόγος έφεσης:

 

Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι ο εφεσίβλητος πλήρωσε τα ενοίκια των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου του 2003 το έφερε ο ίδιος ο εφεσίβλητος και όχι οι εφεσείοντες, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το βάρος απόδειξης ότι τα εν λόγω ενοίκια παρέμεναν οφειλόμενα βάρυνε τους εφεσείοντες. Η μοναδική μαρτυρία που δόθηκε σε συνάρτηση με τα οφειλόμενα ενοίκια ήταν του ΜΑ1, η οποία κρίθηκε ως ανωτέρω.

 

2.  Συνακόλουθα, ορθά το Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση για το ποσό αυτό.

 

Δέκατος λόγος έφεσης:

 

Υπήρχε λάθος στην κλίμακα των εξόδων που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δεν έλαβε υπόψιν το ποσό για το οποίο εκδόθηκε απόφαση στις 2.7.2008.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η θέση των εφεσειόντων ήταν ορθή.

 

2.  Στις 2.7.2008 εξεδόθη απόφαση για το ποσό των €12.055,89, ενώ [*113]κατά την τελική απόφαση επιδικάστηκε ποσό €2.679,09, ήτοι το συνολικό ποσό των €14.735,98. Παρά ταύτα, επιδικάστηκαν έξοδα στην κλίμακα €2.000 - €5.000.

 

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γεωργίου ν. Δημητριάδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 273,

 

Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787,

 

Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,

 

Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.ο. (1975) 1 C.L.R. 269,

 

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 A.A.Δ. 340,

 

Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 A.A.Δ. 1003,

 

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

 

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

 

Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ ν. G & C Exhaust Systems Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 500.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού-Πάφου (Ραγουζαίου, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 19/2006), ημερομηνίας 19/10/2009.

 

Μ. Μιχαηλίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Σ. Φασουλιώτης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, ιδιοκτήτες του 2ου ορόφου της πολυκατοικίας με την ονομασία C & F Orologas Building, που [*114]βρίσκεται στη γωνία των οδών Φίλιου Ζαννέτου και Δωδεκανήσου, στη Λεμεσό («το ακίνητο»), ενοικίασαν στις 1.3.2000 με ενοικιαστήριο έγγραφο το εν λόγω ακίνητο στον εφεσίβλητο και σε κάποιο Μιχάλη Πελεκάνο. Οι ενοικιαστές εγκατέλειψαν το ακίνητο στις 15.1.2004.

 

Με αίτηση που καταχωρίστηκε στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων στις 27.1.2006, οι εφεσείοντες αξίωσαν αποζημιώσεις για ζημιές που προξενήθηκαν στο ακίνητο, δεδουλευμένα ενοίκια, κοινόχρηστα και ενδιάμεσα οφέλη. Εγέρθηκε προδικαστική ένσταση ως προς την ύπαρξη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση και στις 25.1.2008, με ενδιάμεση απόφαση, εξετάστηκε η εγκυρότητα του ενοικιαστηρίου εγγράφου, δυνάμει του οποίου δημιουργήθηκε η επίδικη ενοικίαση και κρίθηκε ότι αυτό ήταν άκυρο, λόγω μη πλήρωσης των προϋποθέσεων του Άρθρου 77(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Ακολούθως, στις 2.7.2008 ο εφεσίβλητος δέχθηκε την έκδοση απόφασης εναντίον του για το ποσό των €12.055,89, που αφορά τα ενοίκια των μηνών Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2003, και το ½ ενοίκιο του μηνός Ιανουαρίου 2004, οπόταν παρεδόθη το ακίνητο και, επίσης, για οφειλόμενα κοινόχρηστα, το ποσό των €905,55, ενώ η υπόθεση είχε αποσυρθεί εναντίον του Μιχάλη Πελεκάνου. Ως προς τις υπόλοιπες αξιώσεις των εφεσειόντων, το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση (α) για το ποσό των €6.407,25 που αφορά τα ενοίκια των μηνών Ιουνίου – Αυγούστου 2003, (β) για ζημιές στο ακίνητο και (γ) για κοινόχρηστα και εξέδωσε απόφαση για ποσό  €2.679,09, ως ενδιάμεσα οφέλη για περίοδο ενός μηνός.

 

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που διατυπώθηκαν, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στην προϊστορία της επίδικης ενοικίασης. Το ακίνητο είχε ενοικιαστεί αρχικά το 1999 στην εταιρεία ELEFSO Ltd, της οποίας μέτοχοι και διευθυντές ήταν οι ενοικιαστές στην παρούσα υπόθεση, και ακόμα ένας ιατρός. Το ακίνητο τότε ήταν ένας ανοιχτός χώρος χωρίς διαχωρισμούς και οποιοδήποτε εξοπλισμό και διαμορφώθηκε από τους ενοικιαστές σε γυναικολογική κλινική και κέντρο εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η ELEFSO διαλύθηκε και με νέα συμφωνία (Τεκμ. 2) μεταξύ των εφεσειόντων, του εφεσίβλητου και του Πελεκάνου, το επίδικο ακίνητο συνέχισε να λειτουργεί ως κλινική. Στην πορεία απεχώρησε ο Πελεκάνος και παρέμεινε μόνο ο εφεσίβλητος, ο οποίος όταν εγκατέλειψε το ακίνητο αφαίρεσε όλο τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις της κλινικής, περιλαμβανομένων και των διαχωριστικών των δωματίων και των υπόλοιπων χώρων, αφήνοντας το χώρο ανοιχτό και κενό.

[*115]Κύρια σημεία αντιπαράθεσης υπήρξαν, τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιόν μας, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του εξοπλισμού του επίδικου υποστατικού και των διαχωριστικών, τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη λήξη της επίδικης ενοικίασης, το κατά πόσο προξενήθηκαν ζημιές στο επίδικο ακίνητο από τον εφεσίβλητο, το ύψος των ισχυριζόμενων ζημιών και τα κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενα ενοίκια και κοινόχρηστα.

 

Ο διευθυντής των εφεσειόντων και ένας εκ των συνιδιοκτητών του επίδικου ακινήτου, Κωνσταντίνος Ωρολογάς (ΜΑ1), επικαλέστηκε τόσο τους όρους του ενοικιαστηρίου εγγράφου που συνήψαν οι εφεσείοντες με την ELEFSO (Τεκμ. 1) όσο και αυτούς της επίδικης ενοικίασης (Τεκμ. 2) και ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των όρων αυτών όλες οι εγκαταστάσεις, διαχωριστικά και οι εργασίες που είχαν γίνει αρχικά από την ELEFSO περιήλθαν στην κυριότητα των ιδιοκτητών πριν την έναρξη της επίδικης ενοικίασης και ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος αφαιρώντας από το υποστατικό όλο τον εξοπλισμό και τα διαχωριστικά ουσιαστικά επενέβηκε στη περιουσία των ιδιοκτητών οι οποίοι υπέστησαν και την ανάλογη ζημιά για τον υπολογισμό της οποίας παρέπεμψε στη μαρτυρία του εκτιμητή ΜΑ2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ΜΑ1 δεν υπήρξε ειλικρινής μάρτυρας στα πιο σημαντικά σημεία της μαρτυρίας του και αποδέχθηκε μόνο όσα γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσίβλητο.

 

Με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι αντίθετα με τη μαρτυρία του εκτιμητή που κάλεσαν οι εφεσείοντες ως μάρτυρα (ΜΑ2), με αποτέλεσμα να μην επιδικαστεί οποιοδήποτε ποσό για ζημιές που έχουν προκληθεί στο ακίνητο από τον εφεσίβλητο και ότι το Δικαστήριο λανθασμένα καθοδηγήθηκε ως προς τη μαρτυρία του εκτιμητή και της έκθεσής του. Όπως επεξηγείται στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΑ2 και ενώ δεν υπήρξε αντίθετη μαρτυρία, αποφάσισε ότι δεν έχουν συνδεθεί οι ζημιές με τον εφεσίβλητο.

 

Είναι γεγονός ότι κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο διατύπωσε τη θέση ότι ο ΜΑ2 άφησε καλή εντύπωση και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του που αφορούσε τις ζημιές που ο ίδιος διαπίστωσε ότι υπήρχαν στο επίδικο υποστατικό το Μάρτιο του 2004, δηλαδή δύο μήνες μετά την παράδοση του υποστατικού από τον εφεσίβλητο. Παρά ταύτα, δεν απεδέχθη το Δικαστήριο την εκτίμησή του όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, ήτοι ως προς το ποσό που αξιώνουν οι εφεσείοντες για τις «κατεδαφισθείσες κατασκευές». [*116]Και αυτό γιατί, όπως ο ΜΑ2 δήλωσε, οι υπολογισμοί του βασίστηκαν σε εξ’ ακοής μαρτυρία (δηλαδή στο αρχιτεκτονικό σχέδιο), ενώ «η ηλεκτρική και η υδραυλική εγκατάσταση έχουν υπολογιστεί από άλλους και απλώς τα συμπεριέλαβε» στη δική του έκθεση, χωρίς να παρουσιαστούν στο Δικαστήριο τα τρίτα πρόσωπα που προέβησαν στη σύνταξη του σχεδίου και στους εν λόγω υπολογισμούς και δεν έχει επίσης δοθεί καμία εξήγηση γιατί δεν παρουσιάστηκε ποτέ η πρωτογενής αυτή μαρτυρία στο Δικαστήριο. Καταλήγει το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση του ΜΑ2 ως εξής: «Δεν έχει συνδεθεί η έκθεση εκτίμησης με το επίδικο ακίνητο, ως αυτό ήταν διαμορφωμένο στη διάρκεια της επίδικης ενοικίασης. Ο μάρτυρας πολύ ειλικρινά μας είπε ότι όταν επισκέφθηκε το επίδικο υποστατικό «δεν υπήρχε τίποτα εκεί», ήταν δηλαδή άδειος ο χώρος. Επομένως βρίσκω ότι δεν έχει τεθεί το υπόβαθρο της έκθεσης εκτίμησης αναφορικά με το δεύτερο της σκέλος». Το Δικαστήριο επίσης, στο στάδιο των τελικών του συμπερασμάτων, κατέληξε ότι στην απουσία σύνδεσης του εφεσίβλητου με την πρόκληση των ισχυριζόμενων ζημιών στο επίδικο υποστατικό, δεν είχε αποδειχθεί η απαίτηση των εφεσειόντων.

 

Από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και των ευρημάτων του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΑ2 μόνο στην έκταση που αυτή αφορούσε τις ζημιές που ο ίδιος διαπίστωσε ότι υπήρχαν στο επίδικο υποστατικό το Μάρτιο του 2004 ήτοι:

 

(α)  Ζημιές στο μαρμάρινο δάπεδο το οποίο χρειαζόταν στοκάρισμα και τρίψιμο.

 

(β)  Ζημιές στις δύο τουαλέτες που αποτελούσαν μόνιμες κατασκευές.

 

Ως προς τις υπόλοιπες ζημιές, η μαρτυρία του ΜΑ2 δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και αυτή η κατάληξή του, όπως ορθά υποδείχθηκε από τον συνήγορο του εφεσίβλητου, δεν εφεσιβάλλεται.

 

Αναφορικά με τις ζημιές υπό (α) και (β), είναι γεγονός ότι αυτές διαπιστώθηκαν δύο μήνες μετά που ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε το ακίνητο. Όπως ανέφερε στην μαρτυρία του ο ΜΑ2 «Ο δεύτερος όροφος, κατά τη μέρα που είχα επισκεφθεί την οικοδομή ήταν ανοικτός, χωρίς καμία κατασκευή, είχαν κατεδαφιστεί όλα τα χωρίσματα και ήταν εμφανή τα σημεία της κατεδάφισης, ειδικότερα στο δάπεδο, που ήταν στερεωμένα και προέβηκα σε εκτίμηση των ζημιών των μόνιμων κατασκευών που είδα εκεί καθώς και εκτίμηση των εργασιών που έχουν κατεδαφιστεί, την οποία εκτίμηση έκα[*117]μα από το σχέδιο που μου είχε παραδώσει γιατί δεν υπήρχε οτιδήποτε εκεί για να δω». Ακολούθως, απαντώντας σε ερώτηση αναφορικά με την εκτίμηση που ετοίμασε, ανέφερε: «... Οι εργασίες που είχα δει ο ίδιος που αφορά δύο συγκεκριμένες ζημιές. Η μία είναι αποκατάσταση του δαπέδου, του μαρμάρινου δαπέδου το οποίο λόγω των οπών που έχουν διανοιχτεί για να στερεωθούν τα χωρίσματα χρειάζετουν να γίνει στοκάρισμα και τρίψιμο και το άλλο, ήταν δύο τουαλέτες οι οποίες ήταν στις δύο πλευρές του κλιμακοστασίου, ήταν μόνιμες κατασκευές και στις οποίες είχαν γίνει κάποιες επεμβάσεις». Σημειώνεται ότι ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε επί των σημείων αυτών. Πρόκειται για διαπιστώσεις στις οποίες προέβη ο ίδιος κατά την επίσκεψή του στο χώρο του διαμερίσματος. Η δε ύπαρξη διαχωριστικών στο ακίνητο, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από τον εφεσίβλητο, αποτελεί θέση του ίδιου του εφεσίβλητου. Συνεκτιμώντας αυτά τα στοιχεία και στην απουσία μαρτυρίας ότι μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου υπήρξε χρήση του ακινήτου από τρίτο πρόσωπο, κρίνουμε λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου να μην αποδώσει στους εφεσείοντες τα ποσά που συναρτώνται με τις ζημιές που προκλήθηκαν στα υπό στοιχεία (α) και (β) πιο πάνω.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα ευρήματα αξιοπιστίας του ΜΑ1. Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη επί του θέματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και αυτό γίνεται μόνο όταν τα ευρήματα αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα. Παραπέμπουμε στην απόφαση Γεωργίου ν. Δημητριάδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 273, που αναφέρει στο περίγραμμά του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, όπου με παραπομπή στην Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787 αναφέρεται:

 

«Είναι πολύ καλά νομολογημένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που αφορούν την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

 

Παραπέμπουμε σε απόσπασμα από την απόφαση Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787, την οποία αναφέρει στο περίγραμμά του και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, από τη σελ. 1792 της απόφασης:

 

«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας [*118]των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.ο. (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 A.A.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 A.A.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396).»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το ΜΑ1 ως ακολούθως:

 

«Ο Μ.Α.1 δεν μου έχει κάνει καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Ενώ στην κυρίως εξέταση φαινόταν σταθερός μάρτυρας, αυτό ανατράπηκε στην αντεξέταση του, όπου απέφευγε να απαντήσει ευθέως και με σαφήνεια σε αρκετές ερωτήσεις επί ουσιαστικών ζητημάτων τα οποία σχολιάζω πιο κάτω.

 

Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η προσπάθεια του Μ.Α.1 να μας πείσει ότι με τις καταγγελίες που έκανε εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1 (Τεκμήρια 6 και 7) δεν είχε πρόθεση να διώξει τον Καθ’ ου η Αίτηση 1, αλλά μόνο να προστατέψει το κοινό διότι η κλινική δεν είχε άδεια λειτουργίας. Αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε γιατί περιέλαβε στο κείμενο των καταγγελιών του, τους περιττούς ισχυρισμούς για ανάρμοστη συμπεριφορά του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και εξύβρισης του ίδιου του Μ.Α.1 και της οικογένειας του από τον Καθ’ ου η Αίτηση 1;

 

Ούτε μπόρεσε να μας δικαιολογήσει γιατί οι καταγγελίες αυτές δεν έγιναν νωρίτερα, παρά μόνο όταν ξεκίνησαν οι διαφορές μεταξύ του Μ.Α.1 και του Καθ’ ου η Αίτηση 1, οι οποίες αφορούσαν την ενοικίαση του ισογείου καταστήματος από τον τελευταίο. Βρίσκω ότι δεν είναι τυχαία η χρονική περίοδος που στάληκαν τα Τεκμήρια 6 και 7 και επίσης ότι αυτά δεν είναι άσχετα με το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη διαρρήχθηκαν οι σχέσεις των Μ.Α.1 και Καθ’ ου η Αίτηση 1.

[*119]Ήταν φανερή η προσπάθεια του Μ.Α.1 να παρουσιάσει τα γεγονότα όχι από την αληθινή τους πλευρά, αλλά ό πως συνέφερε την υπόθεση των Αιτητών.

 

Ήταν η θέση του ότι ο εξοπλισμός που αφαίρεσε ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 ανήκε, στο σύνολο του, στους ιδιοκτήτες του ακινήτου. Όμως, δεν ανέφερε σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του ότι στην επίδικη συμφωνία ενοικίασης το αντικείμενο της ενοικίασης περιλάμβανε και τον εξοπλισμό, ότι δηλαδή ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 συμφώνησε ρητά ότι ενοικιάζει από τους Αιτητές τον διαμορφωμένο σε κλινική, όροφο. Στις σχετικές με το θέμα αυτό ερωτήσεις, ο Μ.Α.1 μας παρέπεμπε στις δύο συμφωνίες (Τεκμήρια 1 και 2) ισχυριζόμενος ότι από αυτές προκύπτει ότι οι μετατροπές που έγιναν στο επίδικο ακίνητο (διαμόρφωση, διαχωρισμός και εξοπλισμός), με το πέρας της ενοικίασης θα παρέμεναν στην κυριότητα των ιδιοκτητών του υποστατικού.

 

Η τοποθέτηση αυτή του Μ.Α.1 δημιουργεί τα πιο κάτω ερωτήματα.

 

Πρώτον, εφόσον ισχυρίστηκε ότι τέτοιος όρος υπήρχε και στην προηγούμενη συμφωνία, με την εταιρεία Elefso, γιατί δεν διεκδίκησε την κυριότητα των μετατροπών από την Elefso πριν προβούν οι Αιτητές στην σύναψη της επίδικης συμφωνίας ενοικίασης;

 

Δεύτερον, ενώ γνώριζε ότι η εταιρεία Elefso διαλύθηκε και ότι η ενοικίαση τερματίστηκε και ενώ επίσης γνώριζε ότι διορίστηκε Επίσημος Παραλήπτης της περιουσίας της Elefso [και με δεδομένη τη δημοσίευση ανακοίνωσης στον Τύπο (τον Ιανουάριο του 2002) για την πώληση του επίδικου εξοπλισμού κλινικής] γιατί δεν λήφθηκε κάποια ενέργεια από τους Αιτητές για την προστασία αυτής της περιουσίας που καθ’ ισχυρισμό τους ανήκε;

 

Δεν υπήρξε σαφής ο Μ.Α.1 στο σημείο αυτό. Επέμενε να μας παραπέμπει ταυτόχρονα στα Τεκμήρια 1 και 2 χωρίς να διαχωρίζει την επίδικη ενοικίαση από την αρχική ενοικίαση στην Elefso. Αυτό γινόταν συχνά από το μάρτυρα ο οποίος αποφεύγοντας να απαντήσει ακολουθούσε την τακτική του να μπερδεύει τις δύο συμφωνίες ενοικίασης.

 

Προσπάθησε επίσης ο Μ.Α.1 να μας πείσει ότι συνεισέφεραν οι Αιτητές στη διαμόρφωση του χώρου σε κλινική, επειδή το [*120]ενοίκιο του πρώτου έτους της αρχικής ενοικίασης από την Elefso ήταν μειωμένο κατά 5 χιλιάδες λίρες σε σχέση με το δεύτερο έτος και ότι γι’ αυτό θα πρέπει να γίνει αποδεχτή η θέση του ότι ο εξοπλισμός ανήκει στους ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου. Σημειώνω όμως εδώ ότι, από καμιά πλευρά δεν αμφισβητήθηκε, το γεγονός ότι το κόστος της διαμόρφωσης της κλινικής ήταν πολύ μεγαλύτερο του ποσού αυτού (πέρα από δεκαπλάσιο). Βρίσκω ότι ο ισχυρισμός ότι οι Λ.Κ.5.000 δικαιολογούν μεταβίβαση της κυριότητας όλων των διαχωρισμών και του εξοπλισμού, δεν αποτελεί λογικό επιχείρημα και φαντάζει σαν απέλπιδα προσπάθεια (ελλείψει άλλων επιχειρημάτων) του Μ.Α.1 να στηρίξει αυτή την απαίτηση των Αιτητών.

 

Όσον αφορά την επίδικη ενοικίαση, δεν κατάφερε να μας πείσει ο Μ.Α.1 ότι αυτή περιλάμβανε και τον εξοπλισμό της κλινικής. Δεν μας είπε εξάλλου κάτι τέτοιο. Μας παρέπεμπε απλά στην άκυρη συμφωνία (Τεκμήριο 2).

 

Δεν απάντησε ούτε στο ερώτημα γιατί αποδέχθηκαν οι Αιτητές το ίδιο τίμημα ενοικίου για την επίδικη ενοικίαση αφού θεωρούσε ότι αυτή περιλάμβανε πλέον και τον εξοπλισμό. Το λογικό θα ήταν σε τέτοια περίπτωση να συμφωνηθεί ή τουλάχιστον να διαπραγματευθούν οι Αιτητές για ψηλότερο ενοίκιο.»

 

Η ανάλυση της μαρτυρίας του ΜΑ1 είναι τεκμηριωμένη και σαφής ως προς τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε τον εν λόγω μάρτυρα αναξιόπιστο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα επέμβασής μας.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ερμηνεία που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ εφεσειόντων και της εταιρείας ELEFSO Ltd, Τεκμ. 1. Από την άλλη, ο κ. Φασουλιώτης εισηγήθηκε ότι το θέμα που εγείρεται έχει μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, καθότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την επίδικη συμφωνία, Τεκμ. 2, δεν είναι υπό αμφισβήτηση, αφού το σχετικό εύρημά του το οποίο παρατίθεται στη σελίδα 22 της απόφασης δεν εφεσιβλήθηκε.

 

Οι εφεσείοντες στηρίζονται στο ενοικιαστήριο έγγραφο που είχαν με την εταιρεία ELEFSO, Τεκμ. 1, προς υποστήριξη της θέσης τους ότι τον Μάρτιο του 2000 κατέστησαν ιδιοκτήτες των διαχωριστικών και προσθηκών που έγιναν στο ακίνητο και πως με τη νέα ενοικίαση οι ενοικιαστές παρέλαβαν το ακίνητο με τα εν λόγω διαχωριστικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από τη νομολογία  που αφορά την ερμηνεία συμβάσεων και με αναφορά στην υπόθεση Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ ν. G & C Exhaust Systems Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 500 έκρινε ότι το δικαίωμα της παραγράφου 7.2* του Τεκμ. 1 ενεργοποιείτο στη λήξη της συμφωνίας η οποία όμως δεν αφέθηκε να λήξει, λόγω διάλυσης της ELEFSO με αποτέλεσμα με νέα συμφωνία το Μάρτιο 2000 (η επίδικη) τερματίστηκε η προηγούμενη ενοικίαση και ο βασικός όρος για την υλοποίηση των προνοιών της παραγράφου 7.2 του Τεκμ. 1 δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σ’ αυτή την ερμηνεία διότι, όπως ανέφερε, «είναι φανερό ότι η πρόθεση των μερών, τουλάχιστον όσον αφορά το Τεκμήριο 1, ήταν όπως δοθεί μεν δικαίωμα στους Αιτητές να κρατήσουν τη διαμορφωμένη κλινική, αφού όμως εξαντλήσουν κατά τη δική τους βούληση οι ενοικιαστές το χρόνο της ενοικίασης. Άλλως, για να ισχύει αυτό που ο Μ.Α.1 ισχυρίστηκε (ότι δηλαδή με τον τερματισμό της ενοικίασης από την Elefso έγιναν αυτόματα ιδιοκτήτες του εξοπλισμού της κλινικής οι ιδιοκτήτες του ακινήτου), θα έπρεπε στο Τεκμήριο 1 να αναφέρεται η φράση «με τη λήξη ή τον τερματισμό της ενοικίασης από οποιοδήποτε από τα μέρη». Διαφορετικά, γιατί να συμφωνήσουν οι ενοικιαστές να παραχωρήσουν στους Αιτητές μια επένδυση πολύ μεγάλης αξίας χωρίς αντάλλαγμα.»

 

Δεν κρίνουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το εύρημα του ως προς την επίδικη συμφωνία δεν έχει αμφισβητηθεί και συνεπώς δεν έχει οποιαδήποτε ουσιαστική επίπτωση στην υπόθεση η ερμηνεία που δόθηκε στην συμφωνία, Τεκμ.1.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

[*122]«Επίδικη συμφωνία:

 

      Έχω ήδη αναφερθεί στην προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση μου με την οποία κρίθηκε ότι η επίδικη συμφωνία Τεκμήριο 2 είναι άκυρη, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 77 του περί Συμβάσεων Νόμου. Ως εκ τούτου, αυτή (Τεκμήριο 2) δεν μπορεί να αποτελέσει καθοδήγηση για το τι πραγματικά συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, το Μάρτιο του 2000. Δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 10(1) του Περί Συμβάσεων Νόμου, το Τεκμήριο 2 δεν αποτελεί σύμβαση και έτσι δεν μπορεί να αποτελέσει πηγή συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Οι περί του αντιθέτου τοποθετήσεις των Αιτητών δεν βρίσκουν έρεισμα πουθενά στη νομοθεσία ή στη νομολογία.

 

      Έχω ήδη απορρίψει την εκδοχή του Μ.Α.1 και η μόνη αποδεχτή μαρτυρία στην οποία μπορώ να βασιστώ είναι η εκδοχή του Καθ’ ου η Αίτηση 1 (Μ.Κ.1) σύμφωνα με την οποία ουδέποτε συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ο εξοπλισμός της κλινικής θα παρέμενε στην ιδιοκτησία των Αιτητών άμα τη αποχώρηση του Καθ’ ου η Αίτης 1. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 κατέβαλε στον εκκαθαριστή της Elefso τα ποσά των Λ.Κ.3.600 ως ενοίκιο για τη χρήση του εξοπλισμού των μηχανημάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της Elefso και Λ.Κ.21.586 για την αγορά του εξοπλισμού αυτού και των διαχωριστικών. Αυτή την εκδοχή αποδέχομαι και δυνάμει αυτής καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι ιδιοκτήτες του ακινήτου ουδέποτε κατέστησαν ιδιοκτήτες του εξοπλισμού και διαχωριστικών της κλινικής.»

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κρίση του ότι ο εφεσίβλητος αγόρασε από τον εκκαθαριστή της εταιρείας ELEFSO τόσο τον εξοπλισμό όσο και τα διαχωριστικά της κλινικής. Προς τούτο δε παρέπεμψαν στο Τεκμ. 20. Το εν λόγω τεκμήριο αποτελείται από την απόδειξη είσπραξης από τον εφεσίβλητο ποσού ΛΚ21.586.00, τιμολόγιο για το ίδιο ποσό, όπου αναφέρεται ότι αυτό αφορά την αγορά όλων των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, όπως εμφαίνονται στην επισυνημμένη κατάσταση, περιλαμβανομένων και των διαχωριστικών γυψοσανίδων κ.λ.π. για τα οποία θα πληρωθεί το επιπρόσθετο ποσό των ΛΚ5.000,00.

 

Από το εν λόγω τεκμήριο προκύπτει σαφώς ότι ο εφεσίβλητος αγόρασε τον εξοπλισμό της κλινικής και τα διαχωριστικά. Με βάση δε το Τεκμ. 19 που αποτελεί απόδειξη είσπραξης, προκύπτει [*123]ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε στον εκκαθαριστή της εταιρείας επιπρόσθετο ποσό ΛΚ3.600 ως ενοίκιο για τη χρήση των διαφόρων μηχανημάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας για το διάστημα που μεσολάβησε από τον τερματισμό της ενοικίασης της ELEFSO με τους εφεσείοντες μέχρι και την αγορά τους από τον εφεσίβλητο.

 

Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εκτιμήσει δεόντως την ενώπιον του μαρτυρία σε συσχετισμό με τα κατατεθέντα Τεκμήρια και ότι δεν έχει επιληφθεί των πραγματικών και ουσιαστικών επιδίκων θεμάτων όπως είχαν προκύψει από την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Οι εφεσείοντες ουσιαστικά με αυτό το λόγο έφεσης αμφισβητούν την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΑ1, με την οποία έχουμε ασχοληθεί κατά την εξέταση προηγούμενου λόγου έφεσης. Δεν έχουμε επίσης διαπιστώσει οποιαδήποτε παράλειψη του Δικαστηρίου να επιληφθεί ουσιαστικών επιδίκων θεμάτων, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβαση μας.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αποστερώντας από τον ΜΑ1 το δικαίωμα να προσαγάγει περαιτέρω μαρτυρία και τεκμήρια για να αποδείξει την ύπαρξη ποινικών υποθέσεων εναντίον του εφεσίβλητου ενώ επέτρεψε στον εφεσίβλητο να παρουσιάσει τα Τεκμ. 22 – 24 (ποινικές υποθέσεις εναντίον του εφεσίβλητου).

 

Έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά της υπόθεσης δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε αποστέρηση του δικαιώματος προσαγωγής σχετικής με τα επίδικα θέματα μαρτυρίας. Η αχρείαστη βέβαια επέκταση της μαρτυρίας σε θέματα που ενδεχόμενα να οδηγούσαν σε εκτροχιασμό της δίκης ορθά δεν επετράπη από το Δικαστήριο. Η δε ύπαρξη δύο τουλάχιστον ποινικών υποθέσεων όπου ο ΜΑ1 ήταν παραπονούμενος και ο εφεσίβλητος κατηγορούμενος μνημονεύονται στην απόφαση. 

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει επιδικάσει τόκους τόσο σε συνάρτηση με την εκ συμφώνου απόφαση που εκδόθηκε στις 2.7.2008, εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης, όσο και στην τελική του απόφαση. Αναφορικά με την τελική [*124]απόφαση η εισήγηση γίνεται αποδεκτή από τον συνήγορο του εφεσιβλήτου, ο οποίος αποδέχεται την τροποποίησή της, έτσι ώστε να γίνεται αναφορά και σε νόμιμο τόκο από της καταχώρισης της αίτησης μέχρι εξόφλησης. Δεν αποδέχεται όμως την ίδια ρύθμιση για το ποσό της απόφασης που εκδόθηκε στις 2.7.2008, στη βάση ότι η εν λόγω απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί εντός της καθορισμένης από τη Δ.35 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας χρονικής προθεσμίας, έχοντας ως εκ τούτου καταστεί τελεσίδικη. Προς τούτο, παρέπεμψε στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παρεκκλησιάς ν. Αλκιβιάδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1088, 1092-3.

 

Στις 2.7.2008, ενώ η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης βρισκόταν σε εξέλιξη, ο εφεσίβλητος, μέσω του δικηγόρου του, αποδέχθηκε την έκδοση απόφασης για ποσό €12.055,89 που αφορούσε  τα ενοίκια για το Σεπτέμβριο μέχρι Δεκέμβριο του 2003, καθώς και το μισό ενοίκιο του μηνός Ιανουαρίου 2004, δηλαδή μέχρι την ημέρα που εγκατέλειψε το ακίνητο, καθώς επίσης και ποσό €905,55 για οφειλόμενα κοινόχρηστα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε έκδοση απόφασης ως ακολούθως:

 

«Εκδίδεται, εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1, στη βάση της δήλωσης του δικηγόρου του, απόφαση για ποσό €12.055,89, το οποίο αφορά οφειλόμενα ενοίκια τα περιόδου 1.9.03 μέχρι 14.1.04 και για ποσό €905,55 οφειλόμενα κοινόχρηστα. Η υπόλοιπη απαίτηση των Αιτητών για οφειλόμενα ενοίκια και κοινόχρηστα, παραμένει επίδικο ζήτημα.»

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, όπως τροποποιήθηκε, κάθε απόφαση περιλαμβανομένου του μέρους αυτής το οποίο αφορά σε δικηγορικά έξοδα, εκτός εάν γίνεται άλλη πρόβλεψη στην απόφαση, θα φέρει νόμιμο τόκο. Συνακόλουθα, στην παρούσα περίπτωση κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 33(2) και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης πρόβλεψης, στη συνταχθείσα απόφαση τόσο της εκ συμφώνου απόφασης που εκδόθηκε εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης, όσο και της τελικής απόφασης που εκδόθηκε από το Δικαστήριο κατόπιν της διεξαχθείσας ακρόασης, θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και νόμιμος τόκος ως φυσιολογική απόρροια της εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 33(2) του Νόμου 14/1960 (βλ. Παύλου ν. Αδελφοί Λανίτη Δημόσια Λτδ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 532). Απορρέει άλλωστε, αβίαστα, από την καταγραφή της απόφασης στις 2.7.2008, ότι τα συμφωνηθέντα ποσά αποτελούσαν μέρος της όλης απαίτησης των εφεσειόντων και δεν θα ήταν ούτε λογικό, ούτε δίκαιο, να τους αποστερείτο ο νόμιμος επί των ποσών αυτών τόκος.

[*125]Με τον ένατο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν τη θέση ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι ο εφεσίβλητος πλήρωσε τα ενοίκια των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου του 2003 το έφερε ο ίδιος ο εφεσίβλητος και όχι οι εφεσείοντες, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σύμφωνα με το δικόγραφο της αίτησης, οι καθ’ ων η αίτηση καθυστερούν την πληρωμή, μεταξύ άλλων, των ενοικίων Ιουνίου – Αυγούστου 2003, ενώ οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτητές δε δικαιούνται τα ισχυριζόμενα ποσά που διεκδικούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το θέμα ως ακολούθως:

 

      «Καμία αποδεχτή μαρτυρία παρουσιάστηκε προς απόδειξη της απαίτησης αυτής. Αντιθέτως, (όπως αναφέρω και πιο πάνω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Α.1), όταν υποδείχθηκε στον Μ.Α.1 ότι τα ενοίκια αυτά ήταν πληρωμένα με επιταγές του Καθ’ ου η Αίτηση 1 μαζί με το ενοίκιο των τριών καταστημάτων, ο Μ.Α.1, δεν αρνήθηκε το γεγονός αυτό.

 

      Προκύπτει, λοιπόν, αβίαστα ότι οι Αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης αναφορικά με την απαίτηση τους αυτή, αφού καμία άλλη μαρτυρία προσκόμισαν. Ως εκ τούτου βρίσκω ότι δεν οφείλει ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 τα πιο πάνω αναφερόμενα ενοίκια.»

 

Το βάρος απόδειξης ότι τα εν λόγω ενοίκια παραμένουν οφειλόμενα βαρύνει τους εφεσείοντες. Η μοναδική μαρτυρία που δόθηκε σε συνάρτηση με τα οφειλόμενα ενοίκια είναι του ΜΑ1, η οποία κρίθηκε ως ανωτέρω. Συνακόλουθα, ορθά το Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση για το ποσό αυτό. Δεν κρίνουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνακόλουθα και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δέκατο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες επικαλούνται λάθος στην κλίμακα των εξόδων που απεφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δεν έλαβε υπόψιν το ποσό για το οποίο εκδόθηκε απόφαση στις 2.7.2008. Η θέση των εφεσειόντων θεωρούμε ότι είναι ορθή. Στις 2.7.2008 εξεδόθη απόφαση για το ποσό των €12.055,89, ενώ κατά την τελική απόφαση επιδικάστηκε ποσό €2.679,09, ήτοι το συνολικό ποσό των €14.735,98. Παρά ταύτα, επιδικάστηκαν έξοδα στην κλίμακα €2.000 - €5.000.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση για το ποσό των €6.625,96, δηλαδή €2.679,09 το ποσό της αρχικής από[*126]φασης, πλέον το ποσό που απαιτείται για την αποκατάσταση των ζημιών, ήτοι €3.946,87 (ΛΚ2310.00), με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα, όπως θα υπολογιστούν στην κλίμακα €10.000 - €50.000. Νοείται ότι στο συνταγμένο κείμενο της απόφασης θα πρέπει να συμπεριληφθεί και το ποσό της απόφασης που εκδόθηκε εκ συμφώνου εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας (2.7.2008), περιλαμβανομένου του νόμιμου τόκου.

 

Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων έξοδα €1.000, πλέον Φ.Π.Α..

 

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο