ECLI:CY:AD:2015:D42
(2015) 1 ΑΑΔ 166
[*166]30 Ιανουαρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΙΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ
PROHIBITION ΚΑΙ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ Α.Κ.
ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ’ ΑΡ. 53/2008
ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ/ΛΑΡΝΑΚΑΣ/ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,
ΜΕΤΑΞΥ:
Α.Κ. ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
NAT JANGO FASHION LIMITED,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 212/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Αίτηση προς έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition για ακύρωση απόφασης Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, με την οποία το Δικαστήριο ανέστειλε την απόφαση που το ίδιο εξέδωσε προς όφελος των αιτητών ― Επιτρεπτική κατάληξη και έκδοση διαταγμάτων ― Απόφανση περί υπέρβασης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων και ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, λόγω απώλειας του δικαιώματος έφεσης χωρίς υπαιτιότητα των αιτητών.
Προνομιακά εντάλματα ― Τύπος ― Τι συνιστά το θεμέλιο της εξέτασης της αίτησης ― Είναι απαραίτητη η καταχώρηση συγκεκριμένων εγ[*167]γράφων που να συνοδεύουν και ταυτόχρονα να υποστηρίζουν μια αίτηση για προνομιακό ένταλμα ― Η αίτηση, η έκθεση γεγονότων και η ένορκη δήλωση ― Είναι επίσης αναγκαία η παρουσίαση του πρακτικού του Δικαστηρίου, το οποίο θα τεθεί προς έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο ― Εάν απουσιάζει οποιοδήποτε από αυτά, η αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Λέξεις και φράσεις ― «Το Δικαστήριο εκδίδον απόφασιν ή διάταγμα» στο Άρθρο 11(5), του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/1983.
Κατόπιν χορήγησης σχετικής άδειας, καταχωρήθηκε αίτηση προς έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition προς ακύρωση απόφασης Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, με την οποία το Δικαστήριο ανέστειλε την απόφαση που το ίδιο εξέδωσε προς όφελος των αιτητών, κατά τρόπον ώστε η ελεύθερη παράδοση του ακινήτου, ιδιοκτησίας των αιτητών, να γινόταν το αργότερο μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της διά κλήσεως αιτήσεως που είχε καταχωρηθεί ταυτόχρονα με τη μονομερή αίτηση προς αναστολή, αντί μέχρι της αρχικής δοθείσας ημερομηνίας προς παράδοση του ακινήτου.
Οι αιτητές επεδίωξαν και εξασφάλισαν τη λήψη της άδειας, επί τω ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν είχε, κατ’ ισχυρισμόν, δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα παράτασης του χρόνου, ενώ δεν υπήρχε άλλη θεραπεία εκτός από την αιτηθείσα. Αναφέρθηκε συναφώς ότι η αίτηση καταχωρήθηκε μόλις στις 28.11.2014, διότι ενώ η απόφαση για αναστολή της εξώσεως απαγγέλθηκε στις 23.10.2014, στη συνέχεια λόγω ασθενείας και απουσίας της Δικαστού που εξέδωσε την απόφαση, το κείμενο της δόθηκε στους αιτητές μόλις στις 27.11.2014, όταν η Δικαστής επανήλθε στα καθήκοντα της και όταν πλέον η προθεσμία καταχώρησης έφεσης είχε παρέλθει. Ακόμη όμως και αν θα ήταν δυνατόν να καταχωρηθεί έφεση, αυτό θα ήταν ατελέσφορο, όπως προβλήθηκε διότι μέχρι την εκδίκαση της θα εκδικαζόταν η αίτηση διά κλήσεως με αποτέλεσμα την προσθήκη εξόδων, την απώλεια δικαστικού χρόνου και τη δημιουργία πρόσθετων νομικών επιπλοκών.
Ακολούθως καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση.
Οι αιτητές προώθησαν τα ίδια επιχειρήματα όπως είχαν προωθηθεί και κατά τη διαδικασία χορήγησης της άδειας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων παρότι απαγγέλθηκε στις 23.10.2014, το κείμενο της, ενώ θα έπρεπε να ήταν [*168]έτοιμο και να είχε παραδοθεί αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης στους διαδίκους, δόθηκε πολύ αργότερα στις 27.11.2014 λόγω παρατεταμένης ασθενείας της Δικαστού που είχε επιληφθεί της αίτησης για αναστολή.
2. Εφόσον η προθεσμία για την ενδεχόμενη καταχώρηση έφεσης παρήλθε και αυτό δεν αμφισβητείται, δεν θα ήταν ορθό να θεωρηθεί ότι όντως οι αιτητές είχαν στη διάθεση τους το εναλλακτικό μέσο της έφεσης με δεδομένο ότι το σκεπτικό της απόφασης δεν είχε δοθεί και επομένως οι αιτητές δεν είχαν στη διάθεση τους το γραπτό κείμενο το οποίο οι δικηγόροι τους θα έπρεπε να μελετήσουν δεόντως για να αποφασίσουν εάν θα έπρεπε να ασκηθεί ή όχι έφεση.
3. Η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε επί τη βάσει μονομερούς αιτήσεως με την οποία είχε ήδη χορηγηθεί προσωρινό Διάταγμα αναστολής, η δε αίτηση εξετάστηκε στη συνέχεια στην παρουσία των αιτητών και εάν πράγματι θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, θα ήταν άτοπο να καταχωρείτο έφεση ή ακόμη και να εκδικαζόταν η αίτηση διά κλήσεως, η οποία αφορούσε σε πανομοιότυπο ζήτημα, με αποτέλεσμα να απωλεσθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος, αλλά και να δημιουργούνται περαιτέρω αχρείαστα έξοδα.
4. Το Ανώτατο Δικαστήριο μάλιστα στην απόφαση του ημερ. 8.12.2014, με την οποία χορήγησε την άδεια, ανέστειλε την όλη διαδικασία εναντίον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων εφόσον η αίτηση διά κλήσεως που ήταν ορισμένη στις 11.12.2014 προς εξέταση, ήταν πανομοιότυπη με τη μονομερή αίτηση που ήδη εκδικάστηκε.
5. Το κύριο ζητούμενο στην υπό κρίση υπόθεση είναι κατά πόσο υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοσίας από πλευράς του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Χορηγήθηκε η άδεια διότι εκ πρώτης όψεως όντως παρουσιαζόταν υπέρβαση δικαιοδοσίας υπό το φως του Άρθρου 11(5) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/1983.
6. Η πιο πάνω πρόνοια είναι κατά το Δικαστήριο σαφέστατη στο λεκτικό της. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων εκδίδοντας απόφαση ή διάταγμα ανάκτησης κατοχής υποστατικού, τηρουμένου του όρου ότι ο ενοικιαστής θα πληρώσει παν οφειλόμενο ποσό, δύναται να αναστείλει την εκτέλεση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Αυτή η πρόνοια παραπέμπει στην άπαξ ευχέρεια του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων να αναστείλει το διάταγμα κατοχής κατά ανώτατο όριο για ένα έτος, με μόνη άλλη πρόνοια την [*169]περίπτωση της διαφορετικής μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας.
7. Αυτό το δικαίωμα ή ευχέρεια αναστολής παρέχεται στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων κατά την ώρα της έκδοσης της απόφασης. Δεν είναι επιτρεπτό να δοθεί, όπως έγινε στην υπό κρίση υπόθεση, περίοδος πρόσθετης αναστολής η οποία αρχικά καθορίστηκε να ήταν το αργότερο μέχρι 20.8.2014, δηλαδή, για περίοδο έξι μηνών από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης. Μεταγενέστερα όμως δόθηκε πρόσθετος χρόνος με αφορμή την αίτηση που εισήγαγαν οι καθ’ ων ως ενοικιαστές, με αποτέλεσμα ο χρόνος παράδοσης της κατοχής να έχει επιμηκυνθεί έτι περαιτέρω.
8. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν έχει δικαίωμα, ως φαίνεται να προκύπτει από το σκεπτικό του, πρόσθετων και διαδοχικών παρατάσεων μέχρι τη συμπλήρωση ενός έτους. Η παράταση δίδεται κατά διακριτική ευχέρεια στη βάση των γεγονότων που συνθέτουν την όλη υπόθεση και όταν εκδίδεται η απόφαση. Αυτό είναι σαφές από το λεκτικό του Άρθρου 11(5), όπου αναφέρεται «το Δικαστήριο εκδίδον απόφασιν ή διάταγμα».
9. Το Άρθρο 11(5), εκτός από το σαφές λεκτικό του, πρέπει να αναγνωσθεί και υπό το φως του σκοπού της όλης νομοθεσίας. Ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να αναλάβει ελεύθερη κατοχή του ενοικιαζομένου υποστατικού εκτός και αν λάβει προς τούτο διάταγμα του Δικαστηρίου αφού ακολουθηθεί η νενομισμένη ακροαματική διαδικασία και εξεταστούν και οι λόγοι για τους οποίους ο ενοικιαστής ενίσταται στην ανάκτηση της κατοχής.
10. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, υπό την προεδρία άλλης Δικαστού από αυτής που εξέδωσε το διάταγμα αναστολής της κατοχής, είχε εξετάσει αίτηση ημερ. 18.12.2008 για ανάκτηση της κατοχής του υποστατικού. Μετά από την πάροδο ορισμένων ετών, το Δικαστήριο, εξέδωσε το διάταγμα ανάκτησης κατοχής. Οι αιτητές ως ιδιοκτήτες δικαιούνται στην ανάκτηση κατοχής ως τον καρπό της υπέρ τους δικαστικής απόφασης για την παράδοση της οποίας οι καθ’ ων ως ενοικιαστές έλαβαν και προθεσμία έξι μηνών.
11. Δεν υπάρχει άλλη πρόνοια στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο που να επιτρέπει εκ των υστέρων στον υπό έξωση ενοικιαστή να υποβάλει αίτημα για παράταση του αρχικού χρόνου που δόθηκε με τη δικαστική απόφαση.
12. Ο λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να εκδοθεί τελικώς το ένταλμα [*170]certiorari, είναι η καθαρή υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων υπό το φως του λεκτικού του Άρθρου 11(5) και της απόφασης στη Δημητρίου (πιο κάτω) το σκεπτικό της οποίας υιοθετήθηκε.
13. Είναι αντιφατική η εισήγηση των καθ’ ων ότι ο λόγος της απόφασης Δημητρίου, μπορεί να εφαρμόζεται σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτός τις περιπτώσεις που έχει καταχωρηθεί έφεση.
14. Το ένδικο μέσο της έφεσης απωλέσθηκε όχι λόγω υπαιτιότητας των αιτητών. Ούτε θα προσφερόταν η εκδίκαση της διά κλήσεως αιτήσεως, η οποία θα περιέπλεκε τα θέματα ακόμη περαιτέρω εφόσον με την αίτηση διά κλήσεως επιδιωκόταν η αναστολή της ανάκτησης της κατοχής μέχρι την εκδίκαση της εφέσεως.
15. Η εδώ περίπτωση δεν αφορά την κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένη ερμηνεία νομοθετήματος κατά άσκηση διακριτικής ευχέρειας, υπό το φως όμως του δεδομένου της δικαιοδοσίας του κατωτέρου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί του θέματος. Σε τέτοια περίπτωση δεν θα παραχωρείτο προνομιακό ένταλμα.
16. Εδώ, υπήρχε, σαφής υπέρβαση δικαιοδοσίας. Το δικαίωμα έφεσης παρήλθε όχι εξ υπαιτιότητας των αιτητών. Και αυτό αποτελεί εξαιρετική περίσταση.
Η αίτηση επιτράπηκε. Εκδόθηκαν προνομιακά εντάλματα της φύσεως Certiorari και Prohibition.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265,
Ευαγγέλου (2008) 1 Α.Α.Δ. 648,
Χαραλάμπους (2006) 1 Α.Α.Δ. 1286,
Ευαγγέλου (Αρ. 2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 1011,
Τσιβίκος (2003) 1 Α.Α.Δ. 15,
Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1358,
Umber Industrial Co Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 731,
[*171]Γεωργιάδης (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1428,
Παπά ν. Οικονομίδου (2010) 1 Α.Α.Δ. 58,
Δημητρίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 256,
Moore v. Registrar of Lambeth County Court [1969] 1 All E.R. 782,
Christofi a.ο. v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,
Τhompson ν. Shiel [1840] 3 I.R.E.Q.R. 135,
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,
Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
Μιχαήλ (2013) 1 ΑΑΔ 260,
Λυσιώτης (1996) 1 Α.Α.Δ. 1064,
Αποστόλου (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1892,
Θεοδωράκης (2013) 1 ΑΑΔ 1725,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,
Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1352,
Κίττου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1376.
Aίτηση.
Α. Ποιητής με Φ. Χατζηνικολή (κα), για τους Αιτητές.
Λ. Διομήδους για Καλλή & Καλλή και Μ. Χατζηχριστοφή, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 8.12.2014 χορηγήθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διαταγμάτων certiorari και prohibition προς ακύρωση της υπό ημερ. 23.10.2014 απόφασης του Δικα[*172]στηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας, με την οποία το Δικαστήριο ανέστειλε την απόφαση που το ίδιο εξέδωσε προς όφελος των αιτητών και εναντίον της Nat Jango Fashion Limited ημερ. 20.2.2014, κατά τρόπον ώστε η ελεύθερη παράδοση του ακινήτου, ιδιοκτησίας των αιτητών, να γίνει το αργότερο μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της διά κλήσεως αιτήσεως που είχε καταχωρηθεί ταυτόχρονα με τη μονομερή αίτηση ημερ. 26.6.2014 προς αναστολή, αντί μέχρι της αρχικής δοθείσας ημερομηνίας προς παράδοση του ακινήτου, 20.8.2014.
Τα βασικά γεγονότα αναφέρθηκαν στην απόφαση χορήγησης της άδειας και επαναλαμβάνονται και εδώ ως εξής:
Η πιο πάνω εταιρεία Nat Jango Fashion Limited, ενοικιαστές του ακινήτου, καταχώρησαν έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων προς έξωση τους, καθώς επίσης και δύο αιτήσεις ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, μία μονομερώς και μία διά κλήσεως, επιδιώκοντας ουσιαστικά τον αυτό σκοπό: την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης αφενός μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της διά κλήσεως αιτήσεως ίδιας ημερομηνίας 26.6.2014 και αφετέρου, διά της κλήσεως αιτήσεως, μέχρι την τελεσφόρηση της έφεσης. Στη μονομερή αίτηση εμφανίσθηκαν οι παρόντες αιτητές, καταχωρήθηκε ένσταση και το Δικαστήριο εξέδωσε την προαναφερθείσα απόφαση ημερ. 23.10.2014, με την οποία παρέτεινε το χρόνο παράδοσης του ακινήτου μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της διά κλήσεως αιτήσεως, οριστικοποιώντας το σχετικό διάταγμα που εξέδωσε μονομερώς στις 26.6.2014.
Οι αιτητές επεδίωξαν τη λήψη της άδειας για το λόγο ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν είχε, κατ’ ισχυρισμόν, δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα παράτασης του χρόνου, ενώ δεν υπήρχε άλλη θεραπεία εκτός από την αιτηθείσα. Αναφέρθηκε συναφώς ότι η αίτηση καταχωρήθηκε μόλις στις 28.11.2014, διότι ενώ η απόφαση για αναστολή της εξώσεως απαγγέλθηκε στις 23.10.2014, στη συνέχεια λόγω ασθενείας και απουσίας της Δικαστού που εξέδωσε την απόφαση, το κείμενο της δόθηκε στους αιτητές μόλις στις 27.11.2014, όταν η Δικαστής επανήλθε στα καθήκοντα της και όταν πλέον η προθεσμία καταχώρησης έφεσης είχε παρέλθει. Ακόμη όμως και αν θα ήταν δυνατόν να καταχωρηθεί έφεση, αυτό θα ήταν ατελέσφορο διότι μέχρι την εκδίκαση της θα εκδικαζόταν η αίτηση διά κλήσεως με αποτέλεσμα την προσθήκη εξόδων, την απώλεια δικαστικού χρόνου και τη δημιουργία πρόσθετων νομικών επιπλοκών.
[*173]Στη συνέχεια καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση με το Δικαστήριο να έχει κατά την ημερομηνία ακρόασης της αίτησης το ευεργέτημα της παρουσίασης των αντίστοιχων νομικών θέσεων τόσο από τους αιτητές, ιδιοκτήτες του ακινήτου, όσο και από τους καθ’ ων, ενοικιαστές. Τα επιχειρήματα που προτάθηκαν από τους αιτητές κατ’ ουσίαν είναι τα ίδια όπως είχαν προωθηθεί και κατά τη διαδικασία χορήγησης της άδειας. Από την πλευρά των καθ’ ων υποστηρίχθηκε ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του, δικαιούμενο να χορηγήσει το διάταγμα αναστολής δυνάμει της Δ.35 θ.θ. 18 και 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Περαιτέρω, ότι η υπό κρίση αίτηση δεν θα πρέπει να επιτύχει διότι οι αιτητές μπορούσαν να καταχωρήσουν έφεση δυνάμει του Άρθρου 7 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/1983, αλλά και δυνάμει του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ.14/1960. Ούτε και υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν τη χορήγηση των επιδιωκομένων ενταλμάτων παρά την ύπαρξη του εναλλακτικού ένδικου μέσου της έφεσης.
Όπως είχε διαπιστωθεί στην απόφαση χορήγησης άδειας ημερ. 8.12.2014, τα γεγονότα που συνθέτουν την υπό κρίση διαφορά, έχουν το εξής ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Η απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων παρότι απαγγέλθηκε στις 23.10.2014, το κείμενο της, ενώ θα έπρεπε να ήταν έτοιμο και να είχε παραδοθεί αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης στους διαδίκους, δόθηκε πολύ αργότερα στις 27.11.2014 λόγω παρατεταμένης ασθενείας της Δικαστού που είχε επιληφθεί της αίτησης για αναστολή. Το σκεπτικό της απόφασης παραδόθηκε συνεπώς στους αιτητές όταν η προθεσμία καταχώρησης έφεσης είχε ήδη παρέλθει προφανώς υπό το φως του συνδυασμού των προνοιών του Κανονισμού 11(α) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983, και της Δ.35 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Ο συνήγορος των καθ’ ων εισηγείται επί του προκειμένου ότι τίποτε δεν εμπόδιζε τους αιτητές να καταχωρήσουν την έφεση εφόσον ήταν γνώστες του σκεπτικού που δόθηκε έστω προφορικά, χωρίς να αναμένουν την παράδοση του εγγράφου κειμένου. Η απάντηση των αιτητών είναι ότι έπραξαν ό,τι ήταν δυνατό για να λάβουν εγκαίρως το αντίγραφο της απόφασης. Προς τούτο, οι αιτητές μέσω των δικηγόρων τους απέστειλαν δύο επιστολές στις 5.11.2014 και 6.11.2014, η πρώτη προς την Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου προτάσσοντας τα γεγονότα επιδιώκοντας ταυτόχρονα επίλυση του δημιουργηθέντος προβλήματος ώστε να ληφθεί το κείμενο της απόφασης, αλλά και την, ει δυνατόν, αντικατάσταση της Δικαστού ώστε να εκδικαστεί έγκαιρα και η αίτηση [*174]διά κλήσεως. Εκεί αναφέρεται ότι είχε ήδη παρέλθει η προθεσμία για έφεση και παρέμενε μόνο το δικαίωμα για certiorari. Η επιστολή αυτή, αλλά και όσα γενικώς ανέφεραν οι αιτητές στο στάδιο υποβολής της αίτησης, για άδεια, πρέπει να αναγνωσθούν σφαιρικά. Η δυνατότητα της επιλογής εφέσεως θα μελετάτο εάν και εφόσον έγκαιρα δίδετο το κείμενο της απόφασης.
Εφόσον η προθεσμία για την ενδεχόμενη καταχώρηση έφεσης παρήλθε και αυτό δεν αμφισβητείται, δεν θα ήταν ορθό να θεωρηθεί ότι όντως οι αιτητές είχαν στη διάθεση τους το εναλλακτικό μέσο της έφεσης με δεδομένο ότι το σκεπτικό της απόφασης δεν είχε δοθεί και επομένως οι αιτητές δεν είχαν στη διάθεση τους το γραπτό κείμενο το οποίο οι δικηγόροι τους θα έπρεπε να μελετήσουν δεόντως για να αποφασίσουν εάν θα έπρεπε να ασκηθεί ή όχι έφεση. Δεν θα πρέπει να καταλογίζεται εναντίον του συνηγόρου των αιτητών παράλειψη άσκησης έφεσης χωρίς την προηγούμενη μελέτη του κειμένου, εφόσον ευλόγως ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ανέμενε το κείμενο για να το μελετήσει με τη δέουσα προσοχή, έστω και αν το μοναδικό εν τέλει θέμα που απασχολούσε ήταν η έλλειψη δικαιοδοσίας, ώστε να συντάξει ενδεχόμενους λόγους έφεσης με την απαραίτητη αιτιολογία και με την αναμενόμενη από ένα δικηγόρο, επιμέλεια.
Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε επί τη βάσει μονομερούς αιτήσεως με την οποία είχε ήδη χορηγηθεί προσωρινό Διάταγμα αναστολής, η δε αίτηση εξετάστηκε στη συνέχεια στην παρουσία των αιτητών και εάν πράγματι θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, θα ήταν άτοπο να καταχωρείτο έφεση ή ακόμη και να εκδικαζόταν η αίτηση διά κλήσεως, η οποία αφορούσε σε πανομοιότυπο ζήτημα, με αποτέλεσμα να απωλεσθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος, αλλά και να δημιουργούνται περαιτέρω αχρείαστα έξοδα. Το παρόν Δικαστήριο μάλιστα στην απόφαση του ημερ. 8.12.2014, με την οποία χορήγησε την άδεια, ανέστειλε την όλη διαδικασία εναντίον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων εφόσον η αίτηση διά κλήσεως που ήταν ορισμένη στις 11.12.2014 προς εξέταση, ήταν πανομοιότυπη με τη μονομερή αίτηση που ήδη εκδικάστηκε.
Εγείρεται περαιτέρω από πλευράς των καθ’ ων θέμα του τύπου που χρησιμοποιήθηκε από τους αιτητές. Υπέβαλαν σχετικά ότι ο τύπος της αίτησης πρέπει να είναι εκείνος που προβλέπεται στους Atkin´s Court Forms, 2η έκδ., Τόμος 14, σελ. 35, Τύπος 10, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτουν στην ένσταση. Έχει επισημανθεί σε πάρα πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου [*175]ότι δεν έχουν ακόμη, ατυχώς, εκδοθεί σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί που να διέπουν τα θέματα της καταχώρησης και της διαδικασίας υποβολής προνομιακών ενταλμάτων. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265, Ευαγγέλου (2008) 1 Α.Α.Δ. 648 και σχετική παραπομπή γίνεται στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 267-269.
Η νομολογία έχει καθορίσει ότι ακολουθούνται και εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι Αγγλικοί Κανόνες του O.53 r.1-14 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών. Είναι απαραίτητη η καταχώρηση συγκεκριμένων εγγράφων που να συνοδεύουν και ταυτόχρονα να υποστηρίζουν μια αίτηση για προνομιακό ένταλμα. Χρειάζονται τρία έγγραφα: πρώτο, η αίτηση, δεύτερο, η έκθεση γεγονότων και, τρίτο, η ένορκη δήλωση. Είναι επίσης αναγκαία η παρουσίαση του πρακτικού του Δικαστηρίου το οποίο θα τεθεί προς έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο. Τα τρία αυτά έγγραφα είναι αναγκαία και συνιστούν το θεμέλιο της εξέτασης της αίτησης. Εάν απουσιάζει οποιοδήποτε από αυτά, η αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί, (Χαραλάμπους (2006) 1 Α.Α.Δ. 1286, Ευαγγέλου – πιο πάνω – και Ευαγγέλου (Αρ. 2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 1011). Στην Τσιβίκος (2003) 1 Α.Α.Δ. 15, έγινε ανασκόπηση της όλης διαδικασίας, με αναφορά στη Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) – πιο πάνω – απορρίφθηκε δε η αίτηση για certiorari διότι δεν υπήρχε το πιστοποιημένο αντίγραφο του επίδικου εντάλματος έρευνας. Το θέμα εξετάστηκε από πλευράς τύπου και στην υπόθεση Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1358. Επαναλήφθηκαν τα ίδια. Εκείνο που απαιτείται είναι η εφαρμογή των αντίστοιχων Αγγλικών Κανόνων και ιδιαίτερα η Δ.53 θ.1(2), η οποία και προνοεί με ακρίβεια τι πρέπει να περιλαμβάνει μια αίτηση. Αυτή γίνεται ex parte, υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση και έκθεση γεγονότων. Δεν χρειάζεται να υπάρχει συγκεκριμένος τύπος, παρόλο που στη Γιάγκου (Αρ. 1) – ανωτέρω – έγινε παραπομπή και στην Umber Industrial Co Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 731 και στον τύπο που καθορίζεται στον Atkin´s Court Forms. Δεν είναι όμως ανάγκη να χρησιμοποιείται επακριβώς ο τύπος αυτός υπό την προϋπόθεση ότι τα βασικά έγγραφα που χρειάζονται συναποτελούν την αίτηση, ενώ χρειάζεται η καταχώρηση πρώτα μονομερούς αίτησης, η απουσία της οποίας οδήγησε σε απόρριψη της αίτησης στη Γεωργιάδης (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1428, στην οποία αναφέρθηκαν οι καθ’ ων, αλλά και στην Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου (Αρ. 2) – ανωτέρω –. Όλα τα σχετικά έγγραφα είχαν παρουσιασθεί κατά την αίτηση χορήγησης της άδειας στην υπό κρίση περίπτωση και, επομένως, η αίτηση για χορήγηση της άδειας, καθώς και η υπό κρίση αίτηση διά κλήσεως που επισυνάπτει όλα τα αναγκαία, [*176]είναι από κάθε άποψη νομότυπες. Οι αιτητές άλλωστε συμμορφώθηκαν με τον τύπο που προσδιορίζεται στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα σελ. 267-273 και ασφαλώς δεν χρειαζόταν να ακολουθηθεί ο τύπος στους Atkin´s Court Forms.
Το κύριο ζητούμενο στην υπό κρίση υπόθεση είναι κατά πόσο υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοσίας από πλευράς του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Χορηγήθηκε η άδεια διότι εκ πρώτης όψεως όντως παρουσιαζόταν υπέρβαση δικαιοδοσίας υπό το φως του Άρθρου 11(5) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/1983. Το ζήτημα θα εξεταστεί τώρα υπό το φως και της ένστασης που έχει καταχωρηθεί. Το Άρθρο 11(5) προνοεί ως εξής:
«Το Δικαστήριο εκδίδον απόφασιν ή διάταγμα δυνάμει των παραγράφων (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ), (η), (θ), (ι), (ια) και (ιβ) του άρθρου αυτού, δύναται, τηρουμένου του όρου ότι ο ενοικιαστής θα πληρώσει παν ποσό το οποίο νομίμως οφείλεται ή δυνατόν να καταστεί οφειλόμενο υπ’ αυτού, να αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του διατάγματος ή να αναβάλει την ημερομηνία κατοχής διά τοιαύτην περίοδο μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, εκτός εάν οι διάδικοι άλλως ήθελαν συμφωνήσει, και υπό την επιφύλαξη τοιούτων όρων οιους το Δικαστήριο ήθελεν θεωρήσει καταλλήλους.»
Η πιο πάνω πρόνοια είναι κατά το Δικαστήριο σαφέστατη στο λεκτικό της. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων εκδίδοντας απόφαση ή διάταγμα ανάκτησης κατοχής υποστατικού, τηρουμένου του όρου ότι ο ενοικιαστής θα πληρώσει παν οφειλόμενο ποσό, δύναται να αναστείλει την εκτέλεση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Αυτή η πρόνοια παραπέμπει στην άπαξ ευχέρεια του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων να αναστείλει το διάταγμα κατοχής κατά ανώτατο όριο για ένα έτος, με μόνη άλλη πρόνοια την περίπτωση της διαφορετικής μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας. Αυτό το δικαίωμα ή ευχέρεια αναστολής παρέχεται στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων κατά την ώρα της έκδοσης της απόφασης. Δεν είναι επιτρεπτό να δοθεί, όπως έγινε στην υπό κρίση υπόθεση, περίοδος πρόσθετης αναστολής η οποία αρχικά καθορίστηκε να ήταν το αργότερο μέχρι 20.8.2014, δηλαδή, για περίοδο έξι μηνών από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης. Μεταγενέστερα όμως δόθηκε πρόσθετος χρόνος με αφορμή την αίτηση που εισήγαγαν οι καθ’ ων ως ενοικιαστές, με αποτέλεσμα ο χρόνος παράδοσης της κατοχής να έχει επιμηκυνθεί έτι περαιτέρω. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν έχει δικαίωμα, ως φαίνεται να προκύπτει από το σκεπτικό του, πρόσθετων και δια[*177]δοχικών παρατάσεων μέχρι τη συμπλήρωση ενός έτους. Η παράταση δίδεται κατά διακριτική ευχέρεια στη βάση των γεγονότων που συνθέτουν την όλη υπόθεση και όταν εκδίδεται η απόφαση. Αυτό είναι σαφές από το λεκτικό του Άρθρου 11(5), όπου αναφέρεται «το Δικαστήριο εκδίδον απόφασιν ή διάταγμα …».
Το Άρθρο 11(5), εκτός από το σαφές λεκτικό του, πρέπει να αναγνωσθεί και υπό το φως του σκοπού της όλης νομοθεσίας. Ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να αναλάβει ελεύθερη κατοχή του ενοικιαζομένου υποστατικού εκτός και αν λάβει προς τούτο διάταγμα του Δικαστηρίου αφού ακολουθηθεί η νενομισμένη ακροαματική διαδικασία και εξεταστούν και οι λόγοι για τους οποίους ο ενοικιαστής ενίσταται στην ανάκτηση της κατοχής. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, υπό την προεδρία άλλης Δικαστού από αυτής που εξέδωσε το διάταγμα αναστολής της κατοχής, είχε εξετάσει αίτηση ημερ. 18.12.2008 για ανάκτηση της κατοχής του υποστατικού. Μετά από την πάροδο ορισμένων ετών, το Δικαστήριο με μια πολυσέλιδη απόφαση, έκτασης 122 σελίδων, εξέδωσε το διάταγμα ανάκτησης κατοχής. Οι αιτητές ως ιδιοκτήτες δικαιούνται στην ανάκτηση κατοχής ως τον καρπό της υπέρ τους δικαστικής απόφασης για την παράδοση της οποίας οι καθ’ ων ως ενοικιαστές έλαβαν και προθεσμία έξι μηνών. Δεν υπάρχει άλλη πρόνοια στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο που να επιτρέπει εκ των υστέρων στον υπό έξωση ενοικιαστή να υποβάλει αίτημα για παράταση του αρχικού χρόνου που δόθηκε με τη δικαστική απόφαση.
Εισηγούνται οι καθ’ ων ότι δικαιούντο να το πράξουν λόγω της έφεσης που καταχώρησαν, χρησιμοποιώντας προς τούτο τη διαδικασία που προνοείται από τη Δ.35 θ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών εφόσον η έφεση από μόνη της δεν λειτουργεί ταυτόχρονα και ως αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, εκτός εάν το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο ή το Εφετείο χορηγήσει αναστολή. Δυνάμει δε της θ.19 της Δ.35, η αίτηση οφείλεται να υποβάλλεται πρώτα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σε περίπτωση απόρριψης της, ο αιτούμενος την αναστολή δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση ενώπιον του Εφετείου.
Παραγνωρίζουν, όμως, οι καθ’ ων ότι η Δ.35 αφορά τη διαδικασία έφεσης, η οποία βεβαίως τυγχάνει εφαρμογής και στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο εφόσον δυνάμει του Κανονισμού 11(α) του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1983, οι πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται. Εφαρμόζονται όμως, «εκτός εάν άλλως προβλέπεται στο Νόμο», [*178]όπως ρητά αναφέρεται στον ίδιο τον Κανονισμό. Δεν αμφισβητείται από τον κ. Ποιητή ότι στο πλαίσιο της έφεσης, οι ενοικιαστές-εφεσείοντες θα μπορούσαν και ακόμη μπορούν να υποβάλουν αίτημα για αναστολή της περιόδου που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο προς ανάκτηση της κατοχής του ενοικιαζομένου υποστατικού. Εκείνο το οποίο όμως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών είναι ότι οι καθ’ ων υπό το φως της ρητής πρόνοιας του Άρθρου 11(5) του Νόμου, δεν μπορούσαν να υποβάλουν αίτημα για παράταση της προθεσμίας ενώπιον του ιδίου του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, ή, αν υπέβαλλαν, όπως και έπραξαν, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν έπρεπε να αναλάβει δικαιοδοσία έξω και πέραν από αυτή που έχει σύμφωνα με το Άρθρο 11(5).
Η υπόθεση Παπά ν. Οικονομίδου (2010) 1 Α.Α.Δ. 58, επί της οποίας ιδιαιτέρως βάσισαν το επιχείρημα τους οι καθ’ ων, δεν βοηθά τη σκέψη τους. Το Εφετείο εκεί δεν είχε ενώπιον του παρόμοιο ζήτημα προς επίλυση. Στα δεδομένα της υπόθεσης εκείνης, οι εφεσείοντες είχαν υποβάλει αίτηση για αναστολή του διατάγματος παράδοσης του υποστατικού στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Απερρίφθη. Εισήχθηκε αίτηση στο Εφετείο στο πλαίσιο της διαδικασίας της έφεσης και το αίτημα αναστολής έγινε δεκτό. Δεν απασχόλησε το Εφετείο, ούτε και τέθηκε, τέτοιο ζήτημα όπως αυτό που εξετάζεται εδώ.
Υπάρχει όμως νομολογία στο ζήτημα και είναι η Αναφορικά με την Αίτηση του Λαυρέντη Δημητρίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 256. Σε αυτή την υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο στην προνομιακή του δικαιοδοσία εξέδωσε ένταλμα certiorari ακυρώνοντας τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων για αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων του για παράδοση της κατοχής του υποστατικού. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, Τμήμα Λάρνακας, είχε εκδώσει σε δύο αιτήσεις αποφάσεις με τις οποίες ο κάθε ένας από τους θέσμιους ενοικιαστές διατασσόταν να παραδώσει στον αιτητή κενή και ελεύθερη την κατοχή του υποστατικού που είχε εφόσον πληρώνονταν κανονικά ενδιάμεσα οφέλη ίσα προς το καταβαλλόμενο ενοίκιο, χορηγώντας ταυτόχρονα αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος για ένα έτος.
Οι ενοικιαστές υπέβαλαν στο ίδιο Δικαστήριο αιτήσεις για την παραχώρηση νέας ενοικίασης στα υπό ανέγερση υποστατικά και το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για προσωρινή αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος έξωσης για περαιτέρω χρόνο ενός μηνός. Το Ανώ[*179]τατο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από την υπόθεση Moore v. Registrar of Lambeth County Court [1969] 1 All E.R. 782, ερμήνευσε το Άρθρο 11(2) του Νόμου αρ. 23/1983, όπως ήταν τότε, αποφασίζοντας ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν είχε εξουσία ή αρμοδιότητα να αναστείλει πάνω από ένα χρόνο την εκτέλεση της απόφασης ανάκτησης κατοχής. Εξέδωσε λοιπόν το ένταλμα certiorari λέγοντας ότι η δικαιοδοσία των κατωτέρων Δικαστηρίων περιορίζεται σε εκείνη που ο ιδρυτικός Νόμος τους απονέμει με παραπομπή στη Christofi a.ο. v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236. Το Δικαστήριο επίσης εξετάζοντας την έννοια της «δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας», ανέφερε ότι η φράση σημαίνει την εξουσία που έχει ένα Δικαστήριο να αποφασίζει θέματα και η δικαιοδοσία του να πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Έγινε αναφορά στην Thompson v. Shiel [1840] 3 I.R.E.Q.R. 135. Όπως περαιτέρω ανέφερε, «τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο.». Το Ανώτατο Δικαστήριο επίσης δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο δεδομένο ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι ένα εξειδικευμένο Δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε με τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο αρ. 23/1983, ως τροποποιήθηκε.
Οι καθ’ ων εισηγήθηκαν ότι η απόφαση Δημητρίου δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση διότι εδώ υπάρχει σε εκκρεμότητα έφεση και έτσι ο λόγος της Δημητρίου θα πρέπει να περιοριστεί σε άλλες περιπτώσεις από εκείνες στις οποίες έχει καταχωρηθεί έφεση. Το ίδιο το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν ακολούθησε τη Δημητρίου με την υπό κρίση απόφαση του ημερ. 23.10.2014, αλλά ούτε και τη Moore, διότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Δημητρίου αφαιρεί ή αναιρεί τη δικαιοδοσία οποιουδήποτε πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία έχει δυνάμει της Δ.35, αλλά και τη σύμφυτη εξουσία του να ελέγχει την ενώπιον του διαδικασία. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων ανεφέρθη στη Δημητρίου ως απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου, προφανώς εννοώντας το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία. Δεν εξάγεται εξ αυτού και μόνο του λόγου ζήτημα ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης. Άλλωστε οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη ή πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του, έχουν μόνο πειστικό χαρακτήρα για τα Επαρχιακά ή άλλα Δικαστήρια, (δέστε Γ. Πική: «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» σελ. 81).
Ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να εκδοθεί τελικώς το ένταλμα certiorari είναι η καθαρή υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δι[*180]καστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων υπό το φως του λεκτικού του Άρθρου 11(5) και της απόφασης στη Δημητρίου, το σκεπτικό της οποίας το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί. Είναι αντιφατική η εισήγηση των καθ’ ων ότι ο λόγος της Δημητρίου μπορεί να εφαρμόζεται σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτός τις περιπτώσεις που έχει καταχωρηθεί έφεση. Πολύ ορθά ο κ. Ποιητής, με αναφορά και στη Δημητρίου, τόνισε το γεγονός ότι εάν ένα Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία, αυτή δεν αποκτάται επειδή καταχωρήθηκε έφεση. Άλλωστε, η Δ.35 θθ. 18 και 19, αποτελούν δικονομικές πρόνοιες που δεν μπορούν να υπερκαλύψουν νομοθετική πρόνοια, η οποία μάλιστα υπάρχει σε ένα Νόμο που καθίδρυσε εξειδικευμένο Δικαστήριο. Ο λόγος της ύπαρξης των θθ. 18 και 19 της Δ.35 είναι διότι τα Επαρχιακά Δικαστήρια εκδίδοντας απόφαση δεν την αναστέλλουν δικαιωματικά δυνάμει Νόμου, εξ ου και η πρόνοια ότι η καταχώρηση έφεσης δεν αναστέλλει αυτοδικαίως την εκτέλεση της απόφασης.
Είναι βεβαίως γνωστό στη βάση πάγιας νομολογίας ότι η προνομιακή δικαιοδοσία δεν χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο άλλου ένδικου μέσου ή ως υπό συγκάλυψη έφεση, ενώ ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση με αναφορά στη διαπίστωση έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, έκδηλης πλάνης περί το νόμο, προκατάληψης ή συμφέροντος, δόλου ή ψευδορκίας στη λήψη της απόφασης ή παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, δεν παραχωρείται άδεια όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα, (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ., Αναφορικά με την Αίτηση του Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Αναφορικά με την Αίτηση της Γαβριέλλας Βαλεντίνας Μιχαήλ (2013) 1 Α.Α.Δ. 260).
Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως στο σκεπτικό το ένδικο μέσο της έφεσης απωλέσθηκε όχι λόγω υπαιτιότητας των αιτητών. Ούτε θα προσφερόταν η εκδίκαση της διά κλήσεως αιτήσεως, η οποία θα περιέπλεκε τα θέματα ακόμη περαιτέρω εφόσον με την αίτηση διά κλήσεως επιδιωκόταν η αναστολή της ανάκτησης της κατοχής μέχρι την εκδίκαση της εφέσεως. Η εδώ περίπτωση δεν αφορά την κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένη ερμηνεία νομοθετήματος κατά άσκηση διακριτικής ευχέρειας, υπό το φως όμως του δεδομένου της δικαιοδοσίας του κατωτέρου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί του θέματος. Σε τέτοια περίπτωση δεν θα παραχωρείτο προνομιακό ένταλμα, (Λυσιώτης (1996) 1 Α.Α.Δ. 1064, Αποστόλου (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1892 και Θεοδωράκης (2013) 1 Α.Α.Δ. [*181]1725). Εδώ το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε έξω από τη δικαιοδοσία του και καθ’ υπέρβαση αυτής. Η νομολογία που αναφέρεται στη μη χορήγηση άδειας ακόμη και σε περίπτωση ενδεχόμενου υπέρβασης δικαιοδοσίας, εκτός και συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικώς περιστάσεις, (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1352, κ.ά.), δεν αποκλείει τη χορήγηση της άδειας. Απλώς δείχνει ότι δεν χορηγείται κατ’ ανάγκην άδεια ακόμη και στην περίπτωση αυτή. Και αυτό εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Αν το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί και αργότερα κατ’ έφεση αυτό επενεργεί εναντίον της χορήγησης της άδειας ή της έκδοσης του προνομιακού εντάλματος, (Κίττου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1376 κ.ά.).
Εδώ, όπως προαναφέρθηκε υπάρχει κατά την άποψη του Δικαστηρίου, σαφής υπέρβαση δικαιοδοσίας. Το δικαίωμα έφεσης παρήλθε όχι εξ υπαιτιότητας των αιτητών. Και αυτό αποτελεί εξαιρετική περίσταση. Οι αιτητές δεν θα μπορούσαν να εγείρουν το ζήτημα στη διαδικασία της έφεσης που άσκησαν οι καθ’ ων. Ενδεχομένως, θα μπορούν να ενστούν εάν και εφόσον οι καθ’ ων προωθήσουν αίτηση για αναστολή της απόφασης αναστολής της κατοχής ενώπιον του Εφετείου.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ημερ. 23.10.2014 στην Αίτηση αρ. Ε53/2008. Ταυτόχρονα εκδίδεται ένταλμα Prohibition με το οποίο απαγορεύεται στο εν λόγω Δικαστήριο να επιληφθεί της διά κλήσεως αιτήσεως ημερ. 26.6.2014.
Τα έξοδα, περιλαμβανομένων και αυτών που δημιουργήθηκαν στην Πολιτική Αίτηση αρ. 203/2014, επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση επιτρέπεται. Εκδίδονται προνομιακά εντάλματα της φύσεως Certiorari και Prohibition.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο