Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και Άλλος ν. Χριστόφορου Χριστοφόρου και Άλλης (2015) 1 ΑΑΔ 193

ECLI:CY:AD:2015:A71

(2015) 1 ΑΑΔ 193

[*193]5 Φεβρουαρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 82/2010)

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 82Α/2010)

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 82/2010 και 82Α/2010)

 

 

Αμέλεια ― Ασφαλές σύστημα εργασίας ― Εργατικό ατύχημα ― Τεχνίτης ανεβαίνοντας σε πάσσαλο για εκτέλεση εργασίας, ήρθε σε επαφή με ηλεκτροφόρα καλώδια, με αποτέλεσμα να υποστεί εγκαύματα σε διάφορα μέρη του σώματός του ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί παράλειψης υπευθύνων υπαλλήλων της ΑΗΚ να εποπτεύουν επαρκώς και περί ευθύνης και του ιδίου, δεδομένης της απρόσεκτης και βεβιασμένης, παρά την εμπειρία του, ενέργειάς του να ανέβει στον πάσσαλο προς εκτέλεση εργασίας, προτού βεβαιωθεί για τη διακοπή του ρεύματος ― Καταμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 60% και 40% σε τεχνίτη και ΑΗΚ αντίστοιχα ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.

 

Αμέλεια ― Ασφαλές σύστημα εργασίας ― Το καθήκον παροχής ασφα[*194]λούς συστήματος εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συμπεριλαμβάνει, και τη λήψη εύλογων μέτρων προς διασφάλιση της επιτήρησης εφαρμογής του όλου συστήματος, μεταξύ των οποίων της επιτήρησης του χώρου και της εποπτείας του όλου συστήματος εργασίας.

 

Αμέλεια ― Ασφαλές σύστημα εργασίας ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Η έννοια του όρου «σύστημα εργασίας» στη νομολογία.

 

Αμέλεια ― Ευθύνη ― Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, υπό την αίρεση ότι λειτουργεί κάτω από σωστή καθοδήγηση ως προς το νόμο.

 

Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε εργατικό ατύχημα που συνέβηκε σε αγροτική περιοχή. Ο Χριστοφόρου, υπάλληλος της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (εφεσίβλητος στην 82/10 και εφεσείων στην 82Α/10), ανεβαίνοντας σε πάσσαλο για εκτέλεση εργασίας, ήρθε σε επαφή με ηλεκτροφόρα καλώδια, με αποτέλεσμα να υποστεί εγκαύματα σε διάφορα μέρη του σώματός του. Διεκδίκησε αποζημιώσεις για τραύματα, ταλαιπωρία, έξοδα και απώλειες που είχε υποστεί.

 

Προέκυψε ως αδιαμφισβήτητη μαρτυρία η οποία και οδήγησε στην εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εργασία που θα λάμβανε χώρα στις 2.7.2003 αφορούσε στην ηλεκτροδότηση μιας ηλεκτροντουρπίνας. Λίγες μέρες προηγουμένως το συνεργείο είχε επισκεφθεί το μέρος για να προγραμματίσει τη μέθοδο εκτέλεσης της εργασίας και αφού έγινε κάποια προεργασία αποφασίστηκε να γίνει διακοπή ρεύματος υπό τάση.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Χριστοφόρου ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος και, πιο συγκεκριμένα, δεν αποδέχθηκε τη βασική του θέση ότι ο επιστάτης του είχε δώσει οδηγίες να ανεβεί στον πάσσαλο γνωρίζοντας ότι δεν είχε αποκοπεί το ρεύμα και ότι ένας από τους εναερίτες του έκαμε νόημα πως είχε διακοπεί το ρεύμα. Κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η εκδοχή αυτή τέθηκε προκειμένου να δικαιολογηθεί η βεβιασμένη ενέργεια του Χριστοφόρου να ανεβεί στον πάσσαλο, προτού πρώτα βεβαιωθεί για τη διακοπή του ρεύματος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε επίσης τη θέση των Μ.Υ. 1 και 2, επιβλέποντα μηχανικού και επιστάτη αντίστοιχα, σχετικά με τις ενέργειες τους αμέσως πριν από το ατύχημα, ότι δηλαδή ήταν απασχολημένοι με τη μελέτη των σχεδίων. Δέχθηκε όμως τη βασική θέση της Υπεράσπισης σύμφωνα με την οποία ο επιβλέπων μηχανικός δεν είχε προλάβει να προβεί στον απαραίτητο έλεγχο, ώστε να εγκρίνει [*195]την εκτέλεση της εργασίας και ότι δεν δόθηκαν οδηγίες στο Χριστοφόρου να ανεβεί στον πάσσαλο προτού αποκοπεί το ρεύμα. Ήταν ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο επιστάτης και υπεύθυνος για την εκτέλεση της εργασίας είχε δώσει προηγουμένως οδηγίες στο προσωπικό για τη μεθοδολογία εκτέλεσης της εργασίας και ότι η διαδικασία εκτέλεσης ήταν γνωστή τόσο στον Χριστοφόρου, που ήταν έμπειρος υπάλληλος, όσο και στο υπόλοιπο προσωπικό, αφού είχαν εκτελέσει στο παρελθόν ανάλογες εργασίες. Αποτέλεσε περαιτέρω εύρημα ότι από τη στιγμή που ο Χριστοφόρου φόρεσε τα πέδιλα μέχρι να ανεβεί στο σημείο που υπέστη ηλεκτροπληξία χρειάστηκε περίπου 3 λεπτά, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον υπεύθυνο επιστάτη, ο οποίος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν σε απόσταση 10 με 15 μέτρα από τον πάσσαλο.

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα και αφού αναφέρθηκε στη νομική διάσταση του θέματος της ευθύνης εργοδότη έναντι εργοδοτούμενου, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως άνω.

 

Επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι η εργασία που θα διεκπεραίωνε το συνεργείο της εναγομένης, εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους για τη ζωή των εργοδοτουμένων.

 

Υπό τις συνθήκες αυτές, η εναγόμενη όφειλε να παίρνει επαυξημένα μέτρα ασφάλειας των υπαλλήλων της. Το γεγονός ότι υπήρχε καταγραμμένη μια ορθή διαδικασία εκτέλεσης της εργασίας δεν ήταν αρκετό. Η εναγόμενη όφειλε, επιπλέον, λόγω της φύσης της εργασίας και των αυξημένων κινδύνων για τη ζωή των εργοδοτουμένων της, να ελέγχει εάν η εργασία εκτελείτο με βάση την προδιαγεγραμμένη διαδικασία. Το καθήκον αυτό, που όφειλε υπό τις περιστάσεις η εναγόμενη προς τους εργοδοτούμενους της, παρέλειψε να εκπληρώσει, σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση.

 

Υπήρξε όμως, όπως εκρίθη περαιτέρω και ο ενάγων απρόσεκτος και αμελής σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση και τούτο ένεκα της  βεβιασμένης ενέργειας του να ανέβει στον πάσσαλο για να εκτελέσει την εργασία, προτού βεβαιωθεί ότι οι συνάδελφοι του είχαν διακόψει το ρεύμα, αφού εξέθεσε τον εαυτό του, σε εμφανή κίνδυνο να υποστεί ηλεκτροπληξία.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δικαιούτο επί ποσοστού πλήρους ευθύνης ποσό €80.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, €22.572 για απώλειες μελλοντικών εισοδημάτων και €14.005,41 ως ειδικές αποζημιώσεις. Ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης, αφού έλαβε υπόψη τις εκατέρωθεν ενέργειες και παραλείψεις και [*196]συνεκτιμώντας όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης, καταλόγισε 60% ευθύνη στον Χριστοφόρου και 40% στην ΑΗΚ.

 

Με την ειδοποίηση έφεσης η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την απόδοση ευθύνης στην Εφεσείουσα ΑΗΚ και σε ποσοστό 40%. Με την αντίστοιχη ειδοποίηση έφεσής του (ΠΕ 82Α/10), ο εφεσείων Χριστοφόρου προέβαλε ότι λανθασμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο καταμέρισε ευθύνη 60% στον ίδιο και 40% στην αντίδικη πλευρά.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου η απόδοση ευθύνης και στις δύο πλευρές ήταν αναπόδραστη.

 

2.  Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας, όπου ο κίνδυνος ήταν ιδιαίτερα αυξημένος και οι συνέπειες τυχόν λανθασμένων ενεργειών οδηγούσαν σε μοιραία αποτελέσματα, η προσεκτική οργάνωση, εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας ήταν επιτακτική προς το συμφέρον της ασφάλειας όλων όσων λάμβαναν μέρος και εκτελούσαν εργασίες.

 

3.  Η παράλειψη των υπευθύνων υπαλλήλων της ΑΗΚ να εποπτεύουν, τεκμηριώθηκε επαρκώς, δεδομένης της αδικαιολόγητης αδυναμίας τους να αντιληφθούν για σημαντικό χρονικό διάστημα τον Χριστοφόρου κατά το χρόνο ανάβασής του στον πάσσαλο και προτού διακοπεί το ρεύμα.

 

4.  Όπως ορθά εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο το γεγονός ότι ο Χριστοφόρου ήταν έμπειρος τεχνίτης και γνώστης της καθορισμένης διαδικασίας εκτέλεσης της εργασίας, δεν απάλλασσε την ΑΗΚ από τη δική της ευθύνη για επίβλεψη με δεδομένη την ιδιαίτερα επικίνδυνη εργασία.

 

5.  Ως προς την ευθύνη του ιδίου, επίσης είχε στοιχειοθετηθεί, με δεδομένη την απρόσεκτη και βεβιασμένη ενέργειά του να ανέβει στον πάσσαλο προς εκτέλεση εργασίας, προτού βεβαιωθεί για τη διακοπή του ρεύματος, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του σε εμφανή κίνδυνο ηλεκτροπληξίας. Η εμπειρία και η γνώση εκ μέρους του, του όλου συστήματος εργασίας, αλλά και του μεγάλου κινδύνου που καραδοκούσε, δεν άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης της πρωτόδικης απόφασης.

 

6.  Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρω[*197]τόδικου δικαστηρίου, υπό την αίρεση ότι λειτουργεί κάτω από σωστή καθοδήγηση ως προς το νόμο.

 

7.  Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η κατανομή της ευθύνης για δυστύχημα γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία.

 

8.  Κάθε υπόθεση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει λάθος αρχής ή πλάνη περί το νόμο ή τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα ή καταφανώς εσφαλμένο καταμερισμό

 

9.  Στην υπό κρίση περίπτωση τα δεσπόζοντα στοιχεία για τον καταμερισμό της ευθύνης ήταν οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Χριστοφόρου ήταν έμπειρος τεχνίτης, γνώριζε το σύστημα εργασίας και προτού βεβαιωθεί ότι είχε διακοπεί το ρεύμα, εξέθεσε τον εαυτό του σε εμφανή κίνδυνο, ανεβαίνοντας στον πάσσαλο και παραβιάζοντας έτσι τη διαδικασία εκτέλεσης της εργασίας.

 

10. Δεσπόζον στοιχείο ήταν επίσης ο εντοπισμός απουσίας επαρκούς υπό τις συνθήκες επίβλεψης - επιτήρησης του συστήματος εργασίας εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων της ΑΗΚ. Υπό το πρίσμα αυτό δεν είχε τεκμηριωθεί ότι εμφιλοχώρησε σφάλμα αρχής ή ότι ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατευόταν τα ευρήματά του ή ήταν έκδηλα εσφαλμένος, ούτως ώστε να παρεχόταν πεδίο για επέμβαση.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν. Κάθε πλευρά τα έξοδα της.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 423,

 

Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 453,

 

Metalco Heaters Ltd v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 211,

 

Αλεξάνδρου ν. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 506,

 

Μεταφορική Εταιρεία Γ. και Μ. Περικλέους Λτδ ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1661,

 

Σκυροποϊία Λεωνίκ Λτδ ν. Παπαδόπουλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1855,

[*198]Κυριάκου ν. Caramondani Bros Limited (2001) 1 Α.Α.Δ. 219,

 

Ευαγγελίδης ν. Aegeas Navigation Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 709,

 

Ανάγνου ν. Alco Filters (Cyprus) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 918,

 

Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447,

 

Λαμπής ν. Shiptrans Ship. and Trad. Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370,

 

Χριστοδουλίδης ν. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 556,

 

L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304,

 

Iacovou Brothers (Constructions) Ltd v. Μιχαήλ (2009) 1 Α.Α.Δ. 113,

 

Ευθυμίου ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεωργίου & Υιών Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 206,

 

Ορθοδόξου ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1561,

 

Σαλαφώρης ν. Κολοκασίδη κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 213.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από την Εναγόμενη (ΠΕ 82/2010) και τον Ενάγοντα (ΠΕ 82Α/2010) εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5765/2004), ημερομηνίας 27/1/2010.

 

Στ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα στην ΠΕ 82/2010 και Εφεσίβλητη στην Π.Ε. 82Α/2010.

 

Α. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο στην ΠΕ 82/2010 και Εφεσείοντα στην Π.Ε. 82Α/2010.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε εργατικό ατύχημα που συνέβηκε στις 2.7.2003 σε αγροτική περιοχή του χωριού Λάνια της επαρχίας Λεμεσού. Ο Χριστοφόρου, υπάλληλος της [*199]Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (εφεσίβλητος στην 82/10 και εφεσείων στην 82Α/10), ανεβαίνοντας σε πάσσαλο για εκτέλεση εργασίας, ήρθε σε επαφή με ηλεκτροφόρα καλώδια, με αποτέλεσμα να υποστεί εγκαύματα σε διάφορα μέρη του σώματός του. Διεκδίκησε αποζημιώσεις για τα τραύματα, την ταλαιπωρία, τα έξοδα και τις απώλειες που είχε υποστεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δικαιούτο επί ποσοστού πλήρους ευθύνης ποσό €80.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, €22.572 για απώλειες μελλοντικών εισοδημάτων και €14.005,41 ως ειδικές αποζημιώσεις. Ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης, αφού έλαβε υπόψη τις εκατέρωθεν ενέργειες και παραλείψεις και συνεκτιμώντας όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης, καταλόγισε 60% ευθύνη στον Χριστοφόρου και 40% στην ΑΗΚ. Με αυτά ως δεδομένα εκδόθηκε απόφαση υπέρ του Χριστοφόρου και εναντίον της ΑΗΚ για το ποσό των €46.630,96 πλέον έξοδα. Επιδικάστηκε επίσης νόμιμος τόκος επί συγκεκριμένου ποσού από 2.7.2003 και νόμιμος τόκος από της ημέρας έκδοσης της απόφασης σε σχέση με τις μελλοντικές απώλειες εισοδημάτων και αναμενόμενες χειρουργικές επεμβάσεις.

 

Με την ειδοποίηση έφεσης (ΠΕ 82/10), η ΑΗΚ προέβαλε αρχικά πέντε λόγους έφεσης. Κατά τη συζήτηση όμως της υπόθεσης οι δύο τελευταίοι λόγοι έφεσης - οι οποίοι αφορούσαν την αμφισβήτηση του επιδικασθέντος ποσού των €80.000 για γενικές αποζημιώσεις και την επιδίκαση τόκου - αποσύρθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εφεσείουσας. Οι τρεις λόγοι έφεσης που απομένουν περιστρέφονται ουσιαστικά γύρω από την αμφισβήτηση της ορθότητας της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την απόδοση ευθύνης στην Εφεσείουσα ΑΗΚ και σε ποσοστό 40%. Με την αντίστοιχη ειδοποίηση έφεσής του (ΠΕ 82Α/10), ο Εφεσείων Χριστοφόρου κάλυπτε αρχικά τέσσερις λόγους έφεσης. Στην πορεία όμως της ακρόασης περιορίστηκε στον πρώτο και μόνο λόγο έφεσης, όπου προβάλλεται ότι λανθασμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο καταμέρισε ευθύνη 60% στον ίδιο και 40% στην αντίδικη πλευρά. Με αυτά ως δεδομένα και με δεδομένη επίσης τη συνάφεια των δύο εφέσεων, θα μας απασχολήσει πλέον το ζήτημα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την ευθύνη και τον καταμερισμό της.

 

Προέκυψε ως αδιαμφισβήτητη μαρτυρία η οποία και οδήγησε στην εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εργασία που θα λάμβανε χώρα στις 2.7.2003 αφορούσε την ηλεκτροδότηση μιας ηλεκτροτουρπίνας. Λίγες μέρες προηγουμένως το συνεργείο είχε επισκεφθεί το μέρος για να προγραμματίσει τη μέθοδο εκτέλεσης της εργασίας και αφού έγινε κάποια προεργασία απο[*200]φασίστηκε να γίνει διακοπή ρεύματος υπό τάση. Για τη διακοπή υπό τάση χρησιμοποιούνται ειδικά εκπαιδευμένοι τεχνίτες, οι «εναερίτες», και εκδίδονται δύο πιστοποιητικά: το πρώτο αφού ελεγχθούν τα εργαλεία και αφού επιβεβαιωθεί ότι είχαν αφαιρεθεί τα φορτία και το δεύτερο αφού διαπιστωθεί ότι οι εναερίτες είχαν αποκόψει την παροχή και τοποθετήθηκαν γειώσεις. Για να αρχίσει η εργασία στην οποία εμπλεκόταν ο Χριστοφόρου έπρεπε απαραίτητα να είχε εκδοθεί προηγουμένως το πιστοποιητικό εργασίας από τον επιβλέποντα μηχανικό. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Χριστοφόρου ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος και, πιο συγκεκριμένα, δεν αποδέχθηκε τη βασική του θέση ότι ο επιστάτης του είχε δώσει οδηγίες να ανεβεί στον πάσσαλο γνωρίζοντας ότι δεν είχε αποκοπεί το ρεύμα και ότι ένας από τους εναερίτες του έκαμε νόημα πως είχε διακοπεί το ρεύμα. Κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η εκδοχή αυτή τέθηκε προκειμένου να δικαιολογηθεί η βεβιασμένη ενέργεια του Χριστοφόρου να ανεβεί στον πάσσαλο, προτού πρώτα βεβαιωθεί για τη διακοπή του ρεύματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε επίσης τη θέση των Μ.Υ. 1 και 2, επιβλέποντα μηχανικού και επιστάτη αντίστοιχα, σχετικά με τις ενέργειες τους αμέσως πριν από το ατύχημα, ότι δηλαδή ήταν απασχολημένοι με τη μελέτη των σχεδίων. Δέχθηκε όμως τη βασική θέση της Υπεράσπισης σύμφωνα με την οποία ο επιβλέπων μηχανικός δεν είχε προλάβει να προβεί στον απαραίτητο έλεγχο, ώστε να εγκρίνει την εκτέλεση της εργασίας και ότι δεν δόθηκαν οδηγίες στο Χριστοφόρου να ανεβεί στον πάσσαλο προτού αποκοπεί το ρεύμα. Ήταν ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο επιστάτης και υπεύθυνος για την εκτέλεση της εργασίας είχε δώσει προηγουμένως οδηγίες στο προσωπικό για τη μεθοδολογία εκτέλεσης της εργασίας και ότι η διαδικασία εκτέλεσης ήταν γνωστή τόσο στο Χριστοφόρου, που ήταν έμπειρος υπάλληλος, όσο και στο υπόλοιπο προσωπικό, αφού είχαν εκτελέσει στο παρελθόν ανάλογες εργασίες. Αποτέλεσε περαιτέρω εύρημα του δικαστηρίου ότι από τη στιγμή που ο Χριστοφόρου φόρεσε τα πέδιλα μέχρι να ανεβεί στο σημείο που υπέστη ηλεκτροπληξία χρειάστηκε περίπου 3 λεπτά, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον υπεύθυνο επιστάτη, ο οποίος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν σε απόσταση 10 με 15 μέτρα από τον πάσσαλο.

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα και αφού αναφέρθηκε στη νομική διάσταση του θέματος της ευθύνης εργοδότη έναντι εργοδοτούμενου, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

 

«Στην εξεταζόμενη υπόθεση, η εργασία που θα διεκπεραίωνε το συνεργείο της εναγομένης εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους για τη ζωή των εργοδοτουμένων. Επρόκειτο για διακοπή του ηλε[*201]κτρικού ρεύματος υπό τάση 11.000 V. Ο κίνδυνος για τη ζωή του ενάγοντα και των άλλων υπαλλήλων της εναγομένης που θα διέκοπταν την παροχή, ήταν εμφανής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εναγόμενη όφειλε να παίρνει επαυξημένα μέτρα ασφάλειας των υπαλλήλων της. Το γεγονός ότι υπήρχε καταγραμμένη μια ορθή διαδικασία εκτέλεσης της εργασίας δεν ήταν αρκετό. Η εναγόμενη όφειλε, επιπλέον, λόγω της φύσης της εργασίας και των αυξημένων κινδύνων για τη ζωή των εργοδοτουμένων της, να ελέγχει εάν η εργασία εκτελείτο με βάση την προδιαγεγραμμένη διαδικασία. Το καθήκον αυτό, που όφειλε υπό τις περιστάσεις η εναγόμενη προς τους εργοδοτούμενους της, παρέλειψε να εκπληρώσει. Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ούτε ο επιστάτης ούτε ο μηχανικός, αντιλήφθηκαν τον ενάγοντα που είχε ανέβει στον πάσσαλο, προτού διακοπεί το ρεύμα, για να εκτελέσει την εργασία που του είχε ανατεθεί. Η παράλειψη αυτή του επιστάτη (Μ.Υ.2) συνέτεινε στην πρόκληση του ατυχήματος. Εάν ο Μ.Υ.2, αντιλαμβανόταν τον ενάγοντα να ανεβαίνει στον πάσσαλο, κρατώντας την αρίδα – με προφανή σκοπό να εκτελέσει την εργασία του – θα τον ενημέρωνε ότι το ρεύμα δεν είχε διακοπεί και θα απέτρεπε το βεβιασμένο εγχείρημα του. Με δεδομένο δε, ότι ο Μ.Υ.2, δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για την παράλειψη του να αντιληφθεί την επικίνδυνη ενέργεια του ενάγοντα, βρίσκω ότι η εναγόμενη παράλειψε να ασκεί εποπτεία και αποτελεσματικό έλεγχο των εργασιών και ευθύνεται για τον τραυματισμό του ενάγοντα. Το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν έμπειρος τεχνίτης και ενήργησε βεβιασμένα, κατά παράβαση των οδηγιών και της καθορισμένης διαδικασίας εκτέλεσης της εργασίας, δεν απαλλάσσει την εναγόμενη από την ευθύνη. Όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω, επρόκειτο για ιδιαίτερα επικίνδυνη εργασία και οι εκπρόσωποι της εναγόμενης όφειλαν να ασκούν την αναγκαία επιτήρηση, ώστε να εκτελεστεί με ασφάλεια η εργασία, σύμφωνα με την προδιαγεγραμμένη διαδικασία.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Υπήρξε όμως και ο ενάγων απρόσεκτος και αμελής. Με τη βεβιασμένη ενέργεια του να ανέβει στον πάσσαλο για να εκτελέσει την εργασία, προτού βεβαιωθεί ότι οι συνάδελφοι του – Ρόνης και Μ.Υ.3 – είχαν διακόψει το ρεύμα, εξέθεσε τον εαυτό του, σε εμφανή κίνδυνο να υποστεί ηλεκτροπληξία. Ο ενάγων  όφειλε, προτού ανέβει στον πάσσαλο, να ελέγξει αν είχαν εκτελέσει την εργασία τους οι συνάδελφοι του Ρόνης και Μ.Υ.3 («εναερίτες»). Ως εκ της θέσης του – τεχνίτης γραμμών – και της εμπειρίας που είχε, γνώριζε ότι για να εκτελέσει την εργασία που του είχε ανατεθεί, θα [*202]έπρεπε να είχε διακοπεί το ρεύμα «υπό τάση». Γνώριζε, επίσης, πως για να εκτελεστεί η εργασία θα έπρεπε να είχε δοθεί η αναγκαία έγκριση από το μηχανικό. Όφειλε, επομένως, προτού ανέβει στον πάσσαλο, να βεβαιωθεί ότι ο μηχανικός είχε ελέγξει την εργασία και εγκρίνει την εκτέλεση της. Ανεβαίνοντας στον πάσσαλο, προτού διακοπεί το ρεύμα, και προτού εγκριθεί η εργασία από το Μ.Υ.1, παραβίασε η διαδικασία εκτέλεσης της εργασίας την οποία γνώριζε πολύ καλά.»

 

Ως προς τον επιμερισμό της ευθύνης το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τις εκατέρωθεν ενέργειες και παραλείψεις και συνεκτιμώντας τη φύση της εργασίας και το βαθμό επικινδυνότητας κατέληξε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, σε επιμερισμό 60% ευθύνη στον Χριστοφόρου και 40% στην ΑΗΚ.

 

Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας, οι συσχετισμοί τους με τα εργατικά ατυχήματα, η ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του, το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει ο εργοδότης, η υποχρέωσή του να μην εκθέτει τον εργοδοτούμενό του σε «περιττό κίνδυνο» και να παρέχει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας, το καθήκον του για παροχή ασφαλούς συστήματος διεξαγωγής εργασίας και η υποχρέωση του να καθοδηγεί τους εργοδοτούμενούς του ως προς τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν για αποφυγή ατυχημάτων, έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 423, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 453, Metalco Heaters Ltd v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 211, Αλεξάνδρου ν. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 506, Μεταφορική Εταιρεία Γ. και Μ. Περικλέους Λτδ ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1661, Σκυροποϊία Λεωνίκ Λτδ ν. Παπαδόπουλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1855, Κυριάκου ν. Caramondani Bros Limited (2001) 1 Α.Α.Δ. 219, Ευαγγελίδης ν. Aegeas Navigation Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 709, Ανάγνου ν. Alco Filters (Cyprus) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 918, Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447, Λαμπής ν. Shiptrans Ship. and Trad. Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370, Χριστοδουλίδης ν. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 556, L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304, Iacovou Brothers (Constructions) Ltd v. Μιχαήλ (2009) 1 Α.Α.Δ. 113, Ευθυμίου ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεωργίου & Υιών Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 206 ).

 

Αναφέρονται τα ακόλουθα στην απόφαση Κυριάκου (ανωτέρω):

 

«Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα του εργοδότη, που είναι [*203]απόλυτο, απέναντι στους υπαλλήλους του, είναι να τους παρέχει ασφαλή τόπο ή ασφαλές σύστημα εργασίας. Η τάση της νομολογίας τα τελευταία χρόνια ήταν η πλήρης εμπέδωση αυτής της προστασίας των εργαζομένων. Άλλωστε όπως τόνισε ο Πικής, Δ., στην υπόθεση United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123:

 

"Στην Κύπρο η προστασία των εργαζομένων αποτελεί διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο (Άρθρο 9) στο πλαίσιο εξασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που αναμφίβολα περιλαμβάνουν και την ασφάλειά του στον τόπο της εργασίας του."

 

Στην Αγγλία, όπου επικρατεί η ίδια τάση, ερμηνεύοντας σχετική νομοθετική πρόνοια στην υπόθεση Larner v. British Steel plc [1993] ICR 551, το δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον του εργοδότη, που επέβαλλε η παραπάνω πρόνοια, ήταν να προσφέρει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας από κινδύνους, ανεξάρτητα αν αυτοί μπορούσαν να προβλεφθούν ή όχι. Η απόφαση επικροτήθηκε στην υπόθεση Mains ν. Uniroyal Englebert Tyres Ltd, ημερ. 1/6/95, από το Court of Session (Εφετείο Σκωτίας). Έτσι η προβλεπτικότητα δε θεωρήθηκε απαραίτητο κριτήριο.»

 

Είναι καθήκον του εργοδότη να επινοήσει και να υποδείξει ένα κατάλληλο και ασφαλές σύστημα εργασίας. Η έννοια του όρου «σύστημα εργασίας» δίδεται στην απόφαση Αλέξάνδρου (ανωτέρω), στη σελίδα 512. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την παροχή οδηγιών, την οργάνωση της εργασίας, την λήψη προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και άλλα. Παρατίθεται ακολούθως το εξής απόσπασμα από το σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παρa. 10-59 και 10-60:

 

«Meaning of system of work. A system of work is the term used to describe: (i) the organization of the work; (ii) the way in which it is intended the work shall be carried out; (iii) the sequence of instructions (especially to inexperienced workers); (iv) the sequence of events; (v) the taking of precautions for the safety of the workers and at what stages; (vi) the number of such persons required to do the job; (vii) the part to be taken by each of the various persons employed; and (viii) the moment at which they shall perform their respective tasks.

 

Duty to prescribe a safe system of work. It is a question of fact whether or not there is need for a system of work to be prescribed [*204]in any given circumstances. In deciding it, regard ought to be had to the nature of the work, i.e. whether properly it requires careful organization and supervision, in the interests of safety of all those persons carrying it out, or it can be left by a prudent employer confidently to the care of the particular man on the spot to do it reasonably safely. It follows that an employer is under a duty to prescribe a system of work, even where the operation is a single one, if it is necessary in the interests of safety.»

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

«Έννοια του συστήματος εργασίας. Ένα σύστημα εργασίας είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή: (i) της οργάνωσης της εργασίας, (ii) του τρόπου με τον οποίο σκοπείται η εκτέλεση της εργασίας, (iii) της σειράς παροχής οδηγιών (ειδικώς σε άπειρους εργάτες), (iv) της σειράς των γεγονότων, (v) της λήψης προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και σε ποια στάδια, (vi) του αριθμού των προσώπων που χρειάζονται για την εκτέλεση της εργασίας, (vii) του ρόλου που θα αναλάβει ο καθένας από τους εργοδοτουμένους, (viii) και της στιγμής κατά την οποία θα εκτελέσουν τους αντίστοιχους ρόλους τους.

 

Καθήκο υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας. Αποτελεί ζήτημα πραγματικό το κατά πόσο είναι απαραίτητο να προδιαγραφεί σύστημα εργασίας, κάτω από οποιεσδήποτε δοσμένες περιστάσεις. Όταν εξετάζεται ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της εργασίας, δηλαδή το κατά πόσο αυτή χρειάζεται προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας εκείνων που την εκτελούν, ή μπορεί να αφεθεί πειστικά από ένα συνετό εργοδότη στην φροντίδα των επί τόπου υπαλλήλων να την εκτελέσουν με τρόπο λογικά ασφαλή. Ακολουθεί ότι ένας εργοδότης υπέχει καθήκον να υποδείξει σύστημα εργασίας έστω και εάν πρόκειται για ένα και μόνο εγχείρημα, εάν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της ασφάλειας.»

 

Το καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συμπεριλαμβάνει, λοιπόν, και τη λήψη εύλογων μέτρων προς διασφάλιση της επιτήρησης εφαρμογής του όλου συστήματος, μεταξύ των οποίων της επιτήρησης του χώρου και της εποπτείας του όλου συστήματος εργασίας. Στην απόφαση Χριστοδουλίδης (ανωτέρω) επιβεβαιώθηκε ότι η παράλειψη του εργοδότη για επιτήρηση του χώρου στον οποίο ο εργοδοτούμενος έθεσε σε λειτουργία μηχανή χωρίς οδηγίες συνιστούσε παράλειψη εκπλήρωσης καθήκο[*205]ντος εκ μέρους του. Ανάλογα λέχθηκαν τα ακόλουθα στην απόφαση Transbeton (ανωτέρω), το σχετικό απόσπασμα στη σελίδα 313:

 

«Η υποχρέωση επιμέλειας ενός εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους του πηγάζει από το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου. Ο εργοδότης έχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας (Δέστε: Χριστοφή κ.ά. v. Θεοδούλου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 512). Η φύση του καθήκοντος επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του αναλύεται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παράγραφοι 965-971, σελ. 578-592.

 

Το καθήκον του εργοδότη να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργοδοτούμενους του εξυπακούει ότι η οργάνωση της εργασίας, η διαδικασία που ακολουθείται κατά την εκτέλεση της εργασίας, τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνονται, ο αριθμός των υπαλλήλων που εργοδοτούνται αλλά και η επίβλεψη που γίνεται, είναι τέτοια που παρέχουν εύλογη προστασία στους εργοδοτούμενους. Η υποχρέωση του εργοδότη επιβάλλει τη λήψη εύλογων μέτρων παροχής συστήματος εργασίας, το οποίο να είναι εύλογα ασφαλές, λαμβανομένων υπόψιν των κινδύνων που είναι κατ’ ανάγκην εγγενείς στο όλο εγχείρημα (Δέστε: General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1953] A.C. 180).

 

Όταν υπάρχει καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη, αυτός δεν επιτελεί το καθήκον του απλά και μόνον παρέχοντας ασφαλές σύστημα εργασίας, αλλά επιπρόσθετα πρέπει να λάβει και εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται. Αυτό εξυπακούει την παροχή οδηγιών προς τους εργοδοτούμενους και επίσης κάποιας μορφής εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας.»

 

Κατά την προώθηση των λόγων έφεσής τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων επιχείρησαν να προσβάλουν την αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απόρριψη της εκδοχής του Χριστοφόρου ότι του δόθηκαν οδηγίες να ανέβει στον πάσσαλο και η απόρριψη, επίσης, της θέσης των Μ.Υ. 1 και 2 ότι κατά το χρόνο του δυστυχήματος βρισκόντουσαν σε διαφορετικό σημείο από αυτό που καθόρισε τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο.

[*206]Η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται κατά κανόνα στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός εάν η αξιολόγηση παρουσιάζεται ως προβληματική, λογικά ανακόλουθη ή πλημμελής. Δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιας κατάστασης πραγμάτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη των εκατέρωθεν θέσεων δίδοντας πειστικούς λόγους, που ανάγονται στην κοινή λογική και αναμενόμενη συμπεριφορά. Ούτε και η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του Χριστοφόρου σύμφωνα με την οποία η απόρριψη μέρους της μαρτυρίας της Υπεράσπισης θα έπρεπε να οδηγήσει στην αποδοχή της μαρτυρίας του πελάτη του είναι βάσιμη. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση του Χριστοφόρου ότι του δόθηκαν οδηγίες και του έγινε νόημα να ανέβει στον πάσσαλο, αποδεχόμενο την περί του αντιθέτου θέση των μαρτύρων υπεράσπισης. Είναι, συνεπώς, τη θέση της υπεράσπισης σε σχέση με το σημείο που βρισκόντουσαν οι Μ.Υ. 1 και 2 που απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο και όχι τη μαρτυρία που αφορούσε το κατά πόσο δόθηκαν ή όχι οδηγίες στο Χριστοφόρου να ανέβει στον πάσσαλο πριν από τη διακοπή του ρεύματος.

 

Με βάση λοιπόν τα συνακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου η απόδοση ευθύνης και στις δύο πλευρές ήταν αναπόδραστη. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας, όπου ο κίνδυνος ήταν ιδιαίτερα αυξημένος και οι συνέπειες τυχόν λανθασμένων ενεργειών οδηγούσαν σε μοιραία αποτελέσματα, η προσεκτική οργάνωση, εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας ήταν επιτακτική προς το συμφέρον της ασφάλειας όλων όσων λάμβαναν μέρος και εκτελούσαν εργασίες. Η παράλειψη των υπευθύνων υπαλλήλων της ΑΗΚ να εποπτεύουν επαρκώς τεκμηριώθηκε, δεδομένης της αδικαιολόγητης αδυναμίας τους να αντιληφθούν για σημαντικό χρονικό διάστημα το Χριστοφόρου κατά το χρόνο ανάβασής του στον πάσσαλο και προτού διακοπεί το ρεύμα. Όπως ορθά εντόπισε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής το γεγονός ότι ο Χριστοφόρου ήταν έμπειρος τεχνίτης και γνώστης της καθορισμένης διαδικασίας εκτέλεσης της εργασίας δεν απάλλασσε την ΑΗΚ από τη δική της ευθύνη για επίβλεψη με δεδομένη την ιδιαίτερα επικίνδυνη εργασία.

 

Ως προς την ευθύνη του Χριστοφόρου επίσης έχει στοιχειοθετηθεί με δεδομένη την απρόσεκτη και βεβιασμένη ενέργειά του να ανέβει στον πάσσαλο προς εκτέλεση εργασίας, προτού βεβαιωθεί για τη διακοπή του ρεύματος, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του σε εμφανή [*207]κίνδυνο ηλεκτροπληξίας. Η εμπειρία και η γνώση εκ μέρους του του όλου συστήματος εργασίας, αλλά και του μεγάλου κινδύνου που καραδοκούσε, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, υπό την αίρεση ότι λειτουργεί κάτω από σωστή καθοδήγηση ως προς το νόμο. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η κατανομή της ευθύνης για δυστύχημα γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία. Κάθε υπόθεση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει λάθος αρχής ή πλάνη περί το νόμο ή τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα ή καταφανώς εσφαλμένο καταμερισμό. (Metalco (ανωτέρω), Αλεξάνδρου (ανωτέρω), Ορθοδόξου ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1561 και Σαλαφώρης ν. Κολοκασίδη κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 213).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα δεσπόζοντα στοιχεία για τον καταμερισμό της ευθύνης ήταν οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Χριστοφόρου ήταν έμπειρος τεχνίτης, γνώριζε το σύστημα εργασίας και προτού βεβαιωθεί ότι είχε διακοπεί το ρεύμα εξέθεσε τον εαυτό του σε εμφανή κίνδυνο, ανεβαίνοντας στον πάσσαλο και παραβιάζοντας έτσι τη διαδικασία εκτέλεσης της εργασίας. Δεσπόζον στοιχείο ήταν επίσης ο εντοπισμός απουσίας επαρκούς υπό τις συνθήκες επίβλεψης – επιτήρησης του συστήματος εργασίας εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων της ΑΗΚ. Υπό το πρίσμα αυτό δεν έχει τεκμηριωθεί ότι εμφιλοχώρησε σφάλμα αρχής ή ότι ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύεται τα ευρήματά του ή είναι έκδηλα εσφαλμένος, ούτως ώστε να παρέχεται και πεδίο για επέμβαση.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις κρίνονται ως ανεδαφικές και απορρίπτονται. Υπό τις συνθήκες αυτές κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται. Κάθε πλευρά τα έξοδα της.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο