ECLI:CY:AD:2015:A106
(2015) 1 ΑΑΔ 277
[*277]16 Φεβρουαρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD «ΥΠΟ
ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2013, Ν. 17(I)/2013 (ΕΝΕΡΓΩΝΤΑΣ
ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ,
ΑΝΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ)»,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,
ν.
1. OTIS ELEVATORS (CYPRUS) LTD,
Εφεσιβλήτων 1 - Εναγόντων,
2. ORBIT KAZOULIS LTD,
Εφεσιβλήτων 2 - Τριτοδιαδίκων 1,
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου 3 - Τριτοδιαδίκου 2.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 371/2009)
Συμβάσεις ― Υποχρέωση αντιπροσώπου κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του αντιπροσωπευόμενου ― Άρθρα 171 και 172 του Κεφ. 149 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι οι εφεσείοντες κατά το χρόνο που πλήρωναν Ιταλική εταιρεία κατόπιν οδηγιών των εφεσιβλήτων 1/εναγόντων και σε συμφωνία με τη μέθοδο πληρωμής, ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι τους και όφειλαν να διεκπεραιώσουν την πληρωμή σύμφωνα με τις οδηγίες τους όπως και να καταβάλουν τη δεξιότητα που αναφέρεται στο Άρθρο 172 του Κεφ. 149.
Τραπεζιτικό Δίκαιο ― Η σχέση μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη ― Είναι σχέση που ρυθμίζεται από συμφωνία ― Ο τραπεζίτης δεν θα πρέπει να επιδεικνύει αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμφωνίας ― Πότε είναι αμελής, εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης.
[*278]Τραπεζιτικό Δίκαιο ― Η σχέση μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη ― Παράβαση καθήκοντος ― Η πληρώνουσα Τράπεζα, έχει καθήκον σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, να εξασκήσει φροντίδα όταν δέχεται τις οδηγίες του πελάτη ― Οποιαδήποτε παράβαση του καθήκοντος αυτού με αποτέλεσμα την απώλεια υπό του πελάτη, δίδει δικαίωμα γι’ αγωγή γι’ αποζημιώσεις.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση ― Αυτή συναποτελεί το αποτέλεσμα της κρίσης του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που δίδεται ενώπιον του δια ζώσης ― Επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση των δεδομένων ήταν πλημμελής.
Το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 30/9/2009, δικαίωσε τους ενάγοντες/εφεσίβλητους 1 στην αγωγή τους εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων και επιδίκασε προς όφελος τους τα ποσά των €8.123,60 και €71,13 ως αποτέλεσμα της παράβασης υπό των εφεσειόντων/εναγομένων οφειλόμενου καθήκοντος να διασφαλίσουν πληρωμή σύμφωνα με οδηγίες τους, καταβάλλοντας εύλογη επιμέλεια και δεξιότητα. Επίσης επιδικάσθηκε το ποσό των €37,59 υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον εφεσιβλήτων 3/τριτοδιαδίκων 2, ενώ η απαίτηση των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων 2/τριτοδιαδίκων 1 απορρίφθηκε.
H έφεση, δεν αφορούσε τους εφεσίβλητους 3/τριτοδιάδικους 2.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί τον Ιανουάριο 2003, οι εφεσίβλητοι 1 συμφώνησαν με την Ιταλική εταιρεία Monitor Spa την προμήθεια υλικών και εξαρτημάτων ανελκυστήρων έναντι του ποσού των €8,123,60. Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι, οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν τραπεζικός οργανισμός, άμα τη λήψει των σχετικών εγγράφων, ειδοποίησαν σχετικά τους εφεσίβλητους 1, οι οποίοι ήταν πελάτες τους και διατηρούσαν τραπεζικό λογαριασμό σε υποκατάστημα τους. Παράλληλα, με τηλεμοιότυπο τους, ζήτησαν από την άνω ιταλική εταιρεία τα στοιχεία του τραπεζικού της λογαριασμού ώστε να καταστεί δυνατή η προς αυτή πληρωμή με έμβασμα του ποσού με τη μέθοδο swift.
Στις 11/3/2003 οι εφεσείοντες, κατόπιν εντολής από τους εφεσίβλητους 1, χρέωσαν τον λογαριασμό των τελευταίων με το άνω ποσό των €8.123,60, ισάξιο με το ποσό της τραπεζικής επιταγής αρ. [*279]035493 που εξέδωσαν προς όφελος της Monitor Spa. Χρέωσαν ακόμα τους εφεσίβλητους και με το ποσό των €41,63 που αντιπροσώπευε έξοδα τους.
Την ίδια ημέρα παρέδωσαν στους εφεσίβλητους 1 την φορτωτική που αφορούσε τ’ αγορασθέντα εμπορεύματα αφού την οπισθογράφησαν δεόντως. Η εκτελώνιση και παραλαβή των εμπορευμάτων έγινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Το θέμα δεν έληξε με την παραλαβή των εμπορευμάτων όπως λογικά κάποιος θα ανέμενε και αυτό διότι η ιταλική εταιρεία δεν έλαβε ποτέ την επιταγή που της αποστάληκε από τους εφεσείοντες με συστημένο αεροπορικό ταχυδρομείο.
Από έρευνα των εφεσειόντων διαπιστώθηκε ότι η επιταγή εξαργυρώθηκε από Τράπεζα στην Ισπανία αφού υπογράφηκε και είχε οπισθογραφηθεί με σφραγίδα της Ιταλικής εταιρείας. Η Ιταλική εταιρεία αρνήθηκε την άνω υπογραφή και πληροφόρησε περαιτέρω ότι δεν συνεργάζεται με την Ισπανική Τράπεζα όπου η επιταγή είχε εξαργυρωθεί. Το Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών πληροφόρησε παράλληλα τους εφεσείοντες ότι θεωρούσαν την επιστολή μέσα στην οποία περιείχετο η επιταγή ως απωλεσθείσα. Προς τούτο θα αποζημίωναν τους εφεσείοντες με το ποσό των €22 σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διεθνούς Σύμβασης που ισχύει για όλα τα μέλη της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης στις περιπτώσεις απώλειας, κλοπής ή ζημιάς συστημένου αντικειμένου. Διάφορες άλλες έρευνες προς διάφορες κατευθύνσεις δεν απέφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου οι εφεσίβλητοι 1 με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 12/12/03 προς τους εφεσείοντες, τους κάλεσαν να πληρώσουν την Ιταλική εταιρεία ή να επιστρέψουν το ποσό και έξοδα που εισέπραξαν απ’ αυτούς. Το ίδιο έπραξαν και στις 23/12/03. Τελικά η Ιταλική εταιρεία πληρώθηκε κατόπιν νέας εντολής των εφεσιβλήτων 1 και παροχής των τραπεζικών λεπτομερειών της πρώτης.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Ήταν εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με τα κάτωθι σημεία:
α) ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των εφεσιβλήτων 1, όταν απέστελλαν τα χρήματα στην Ιταλική εταιρεία και ότι όφειλαν να ζητήσουν οδηγίες από τους εφεσίβλητους 1 αναφορικά με τον τρόπο αποστολής των χρημάτων, που επέλεξαν.
β) ότι δεν ήταν δικογραφημένη η θέση των εφεσειόντων ότι η αποστολή της επιταγής στην Ιταλική εταιρεία με το ταχυδρομείο έγινε [*280]κατόπιν οδηγιών των εφεσιβλήτων 2/τριτοδιαδίκων 1, οι οποίοι ενεργούσαν εκ μέρους της Ιταλικής εταιρείας.
γ) ότι οι Κανονισμοί του International Chamber of Commerce "ΙCC Uniform Rules for Collections" δεν εφαρμόζοντο και δεν δέσμευαν τους εφεσείοντες και συνακόλουθα το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι αυτοί όταν απέστελλαν τα χρήματα ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των εφεσιβλήτων 1.
δ) η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και η απόφανση ότι οι εφεσίβλητοι 2/τριτοδιάδικοι 1 δεν έδωσαν οδηγίες σ’ αυτούς για αποστολή των χρημάτων με επιταγή.
ε) η απόρριψη αιτήματος των εφεσειόντων όπως, μετά τη μαρτυρία του Ανδρέα Ιωάννου (Μ.Ε.1.), παρουσιάσουν αντικρουστική μαρτυρία συγκεκριμένου ισχυρισμού του.
στ) η αποδοχή μαρτυρίας που δεν ήταν σχετική και/ή αποδεκτή παρά τις υποβληθείσες ενστάσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όλοι οι λόγοι έφεσης ήταν αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι. Ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες κατά το χρόνο που αυτοί πλήρωναν την Ιταλική εταιρεία κατόπιν οδηγιών των εφεσιβλήτων 1/εναγόντων και σε συμφωνία με τη μέθοδο πληρωμής, ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι τους και όφειλαν να διεκπεραιώσουν την πληρωμή σύμφωνα με τις οδηγίες τους (Άρθρο 171 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149) όπως και να καταβάλουν τη δεξιότητα που αναφέρεται στο Άρθρο 172 του Κεφ. 149.
2. Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης δεν μπορούσε να επιτύχει. Απλή ανάγνωση της έκθεσης απαίτησης των εφεσειόντων/εναγομένων εναντίον των εφεσιβλήτων 2/τριτοδιαδίκων 1, δεν υποστηρίζει τα όσα προέβαλαν οι εφεσείοντες με το λόγο αυτό.
3. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «στην έκθεση απαίτησης των εναγομένων εναντίον των τριτοδιαδίκων πουθενά δεν αναφέρεται ότι οι τριτοδιάδικοι 1 ήταν αντιπρόσωποι της Monitor Spa" ήταν απολύτως ορθή.
4. Το δικόγραφο που έχει σημασία σε τέτοια περίπτωση είναι η έκθεση απαίτησης εναντίον του τριτοδιάδικου, όπου αποκαλύπτεται η [*281]απαίτηση του εναγομένου εναντίον του τριτοδιαδίκου και όχι οποιοδήποτε άλλο δικόγραφο μέσα στην όλη διαδικασία, όπως ήταν η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων, ο οποίος παρέπεμψε στην έκθεση υπεράσπισης των εφεσειόντων και αίτηση για προσθήκη τριτοδιάδικου προκειμένου να υποστηρίξει το λόγο έφεσης.
5. Ο τρίτος λόγος έφεσης ήταν ανεδαφικός. Από το συνδυασμό των Άρθρων 1, 2 και 4 των Κανονισμών «ICC Uniform Rules for Collections» φαίνεται ξεκάθαρα ότι προκειμένου να είναι δεσμευτικοί και να έχουν εφαρμογή οι Κανονισμοί στη διαχείριση των εγγράφων (collection) από την Τράπεζα, θα πρέπει όλα αυτά τα έγγραφα να συνοδεύονται και από οδηγία υποδεικνύουσα ότι η διαχείριση των εγγράφων από την Τράπεζα, διέπεται από τους Κανονισμούς Uniform Rules for Collection (URC) 522, όπως επίσης θα πρέπει να δίδει πλήρεις και ακριβείς οδηγίες.
6. Στην υπό εξέταση υπόθεση, οι οδηγίες που λήφθηκαν από την εναγόμενη Τράπεζα (εφεσείοντες) αναφορικά με τη διαχείριση εγγράφων (collection) υπό εξέταση, περιέχονταν όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο, στο τεκμ.50. Σ’ αυτό ουδεμία αναφορά γίνεται για εφαρμογή των Κανονισμών.
7. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσέβαλαν την αποδοχή υπό του Δικαστηρίου μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Ήταν νομικά ορθό και επιτρεπτό να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα και ν’ απορρίψει άλλο. Η κατάληξη του γι’ αποδοχή μέρους της μαρτυρίας δικαιολογείτο πλήρως από τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του και δεν ήταν άλλοι από μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία και αποδεκτά τεκμήρια.
8. Αναφορικά με τον πέμπτο λόγο και την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 2/τριτοδιάδικοι 1 δεν έδωσαν οδηγίες στους εφεσείοντες με το τεκμ. 29 για αποστολή των χρημάτων στην Ιταλική εταιρεία με επιταγή, η εισήγηση εξετάστηκε με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο οποίος απορρίφθηκε.
9. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει στους εφεσείοντες να προσαγάγουν αντικρουστική μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα επί τη βάσει του ότι «το βάρος να αποδείξουν την ύπαρξη και λήψη των οδηγιών για την πληρωμή με τραπεζική επιταγή και συναφώς το αν και τι ακριβώς τους στάλθηκε σχετικά με τους τριτοδιάδικους 1, ανήκε εξ αρχής στους εναγομένους».
[*282]10. Με δεδομένο αυτό και τη δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων ότι, οι εφεσίβλητοι 2/τριτοδιάδικοι 1 απέστειλαν τέτοιες οδηγίες ενώ αντίθετα οι εφεσίβλητοι 2/τριτοδιάδικοι 1 με τη δικογραφία τους αρνούντο αυτό, οι εφεσείοντες όφειλαν να προσκομίσουν όλη τη μαρτυρία που είχαν για απόδειξη του ισχυρισμού τους και ταυτόχρονα απόρριψη των ισχυρισμών περί του αντιθέτου των εφεσιβλήτων 2. Επίσης απορρίφθηκε και επί τη βάσει ότι οι εφεσείοντες δεν εκλήφθηκαν εξ’ απίνης καθ’ ότι οι μάρτυρες των εφεσειόντων κατά το χρόνο που κατέθεταν αντεξετάστηκαν επί του θέματος και ότι με την αίτηση επιδιωκόταν η επιβεβαίωση της «υπόθεσης» των εφεσειόντων και όχι η αντίκρουση της μαρτυρίας των τριτοδιαδίκων 1.
11. Εξετάστηκαν τα σχετικά πρακτικά της διαδικασίας και προέκυπτε ότι όλη η βάση του αιτήματος εκθεμελιώνεται απ’ όσα αναφέρονται σ’ αυτά. Αμφότεροι οι μάρτυρες για τους εφεσείοντες αντεξετάστηκαν επί μακρώ επί του θέματος υπό εξέταση και η εισήγηση τους ότι «βρέθηκαν εξ απροόπτου» όταν κατέθετε αργότερα ο μάρτυρας για τους εφεσίβλητους 2/τριτοδιάδικους 1 δεν ήταν ορθή. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας ήταν καθόλα ορθή.
12. Αναφορικά με τον έβδομο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε μαρτυρία που δεν ήταν σχετική και/ή αποδεκτή παρά τις προβληθείσες ενστάσεις υπό του συνηγόρου τους, με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως ανωτέρω καταγράφεται, ήταν αδύνατο για το Εφετείο να εξετάσει όλη τη σχετική μαρτυρία και να υποθέσει από μόνο του ποιες είναι οι ερωτήσεις οι οποίες δυνατό να επηρεάζονταν από το λόγο έφεσης.
13. Περαιτέρω απλή ανάγνωση της έκθεσης απαίτησης αποκάλυπτε ότι οι εφεσίβλητοι 1/ενάγοντες στήριζαν την απαίτηση τους και επί του αστικού αδικήματος της αμέλειας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Bank of Montreal v. Dominion Fresham Guarantee and Casualty Co. Ltd. [1930] A.C. 657,
Royal Products Ltd v. Midland Bank Ltd [1981] 2 Lloyd's Rep. 194,
[*283]
Θεοδούλου ν. Δημητρίου κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1095,
Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212,
Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,
Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256,
C. Roushas Trading and Development Ltd ν. Μωσαϊκού (2014) 1 A.A.Δ. 2746, ECLI:CY:AD:2014:A936.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγομένους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Τιμοθέου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3589/04), ημερομηνίας 30/9/2009.
Χρ. Μελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Φ. Τσαγγαρίδης, για τους Εφεσίβλητους 1.
Μ. Χαραλαμπίδης, για τους Εφεσίβλητους 2.
Μ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσίβλητο 3.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με απόφαση του ημερ. 30/9/2009, δικαίωσε τους ενάγοντες/εφεσίβλητους 1 στην αγωγή τους εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων και επιδίκασε προς όφελος τους τα ποσά των €8.123,60 και €71,13 (ΛΚ 41,63) ως αποτέλεσμα της παραβασης υπό των εφεσειόντων/εναγομένων οφειλόμενου καθήκοντος να διασφαλίσουν πληρωμή σύμφωνα με οδηγίες τους, καταβάλλοντας εύλογη επιμέλεια και δεξιότητα. Επίσης επιδικάσθηκε το ποσό των €37,59 (ΛΚ 20) υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον εφεσιβλήτων 3/τριτοδιαδίκων 2 ενώ η απαίτηση των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων 2/τριτοδιαδίκων 1 απορρίφθηκε.
Θα πρέπει εξ αρχής να λεχθεί ότι η έφεση, όπως θα διαφανή [*284]αργότερα στην απόφαση μας, ουδόλως αφορά τους εφεσίβλητους 3/τριτοδιάδικους 2 και συνεπώς παρόλο που είναι διάδικοι στη διαδικασία δεν θα απασχολήσει το Εφετείο περαιτέρω κατά το μέρος που η πρωτόδικη απόφαση αφορά αυτούς.
Συνοπτικά τα γεγονότα της υπόθεσης σύμφωνα με τις διαπιστώσεις και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τ’ ακόλουθα:
Περί τον Ιανουάριο 2003 οι εφεσίβλητοι 1 συμφώνησαν με την Ιταλική εταιρεία Monitor Spa την προμήθεια υλικών και εξαρτημάτων ανελκυστήρων έναντι του ποσού των €8,123,60. Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι, οι οποίοι να σημειωθεί ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν τραπεζικός οργανισμός, άμα τη λήψει των σχετικών εγγράφων, ήτοι φορτωτική, τιμολόγια, κιβωτολόγιο και “EUR 1” ειδοποίησαν σχετικά τους εφεσίβλητους 1, οι οποίοι ήταν πελάτες τους και διατηρούσαν τραπεζικό λογαριασμό σε υποκατάστημα τους. Παράλληλα, με τηλεμοιότυπο (fax) τους ημερ. 5/2/2003, ζήτησαν από την άνω ιταλική εταιρεία τα στοιχεία του τραπεζικού της λογαριασμού ώστε να καταστεί δυνατή η προς αυτή πληρωμή με έμβασμα του ποσού με τη μέθοδο swift. Στις 11/3/2003 οι εφεσείοντες, κατόπιν εντολής από τους εφεσίβλητους 1, χρέωσαν τον λογαριασμό των τελευταίων με το άνω ποσό των €8.123,60, ισάξιο με το ποσό της τραπεζικής επιταγής αρ. 035493 που εξέδωσαν προς όφελος της Monitor Spa. Να σημειωθεί ότι χρέωσαν τους εφεσίβλητους και με το ποσό των €41,63 που αντιπροσώπευε έξοδα τους. Την ίδια ημέρα παρέδωσαν στους εφεσίβλητους 1 την φορτωτική που αφορούσε τ’ αγορασθέντα εμπορεύματα αφού την οπισθογράφησαν δεόντως. Η εκτελώνιση και παραλαβή των εμπορευμάτων έγινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Δυστυχώς το θέμα δεν έληξε με την παραλαβή των εμπορευμάτων όπως λογικά κάποιος θα ανέμενε και αυτό διότι η ιταλική εταιρεία δεν έλαβε ποτέ την επιταγή που της αποστάληκε από τους εφεσείοντες με συστημένο αεροπορικό ταχυδρομείο. Από έρευνα των εφεσειόντων διαπιστώθηκε ότι η επιταγή εξαργυρώθηκε από Τράπεζα στην Ισπανία αφού υπογράφηκε και είχε οπισθογραφηθεί με σφραγίδα της Ιταλικής εταιρείας. Η Ιταλική εταιρεία αρνήθηκε την άνω υπογραφή και πληροφόρησε περαιτέρω ότι δεν συνεργάζεται με την Ισπανική Τράπεζα όπου η επιταγή είχε εξαργυρωθεί. Το Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών πληροφόρησε παράλληλα τους εφεσείοντες ότι θεωρούσαν την επιστολή μέσα στην οποία περιείχετο η επιταγή ως απωλεσθείσα. Προς τούτο θα αποζημίωναν τους εφεσείοντες με το ποσό των €22 σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διεθνούς Σύμβασης που ισχύει για όλα τα μέλη της Παγκόσμια Ταχυδρομικής Ένωσης στις περιπτώσεις απώλειας, κλοπής ή ζημιάς συ[*285]στημένου αντικειμένου. Διάφορες άλλες έρευνες προς διάφορες κατευθύνσεις δεν απέφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου οι εφεσίβλητοι 1 με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 12/12/03 προς τους εφεσείοντες τους κάλεσαν να πληρώσουν την Ιταλική εταιρεία ή να επιστρέψουν το ποσό και έξοδα που εισέπραξαν απ’ αυτούς. Το ίδιο έπραξαν και στις 23/12/03. Τελικά η Ιταλική εταιρεία πληρώθηκε κατόπιν νέας εντολής των εφεσιβλήτων 1 και παροχής των τραπεζικών λεπτομερειών της πρώτης.
Οι εφεσείοντες με επτά λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των εφεσιβλήτων 1 όταν απέστελλαν τα χρήματα στην Ιταλική εταιρεία και ότι όφειλαν να ζητήσουν οδηγίες από τους εφεσίβλητους 1 αναφορικά με τον τρόπο αποστολής των χρημάτων που επέλεξαν. Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη «η απόφαση του πρωτόδικου δικαστή ότι δεν ήταν δικογραφημένη η θέση των εφεσειόντων ότι η αποστολή της επιταγής στην Ιταλική εταιρεία με το ταχυδρομείο έγινε κατόπιν οδηγιών των εφεσιβλήτων 2/τριτοδιαδίκων 1 οι οποίοι ενεργούσαν εκ μέρους της Ιταλικής εταιρείας. Επίσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Κανονισμοί του International Chamber of Commerce “ΙCC Uniform Rules for Collections” δεν εφαρμόζοντο και δεν δέσμευαν τους εφεσείοντες προκειμένου να στηρίξει την κρίση του ότι αυτοί όταν απέστελλαν τα χρήματα ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των εφεσιβλήτων 1 (τρίτος λόγος). Ο τέταρτος λόγος αφορά την αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 ο οποίος σύμφωνα με τους εφεσείοντες εψεύδετο σε καίρια σημεία ενώ ο πέμπτος λόγος προσβάλλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 2/τριτοδιάδικοι 1 δεν έδωσαν οδηγίες σ’ αυτούς γι’ αποστολή των χρημάτων με επιταγή. Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ν’ απορρίψει αίτημα των εφεσειόντων όπως, μετά τη μαρτυρία του Ανδρέα Ιωάννου (Μ.Ε.1.), παρουσιάσουν αντικρουστή μαρτυρία του ισχυρισμού του «ότι είχε στείλει στην Τράπεζα όχι μόνο το πρωτότυπο Τεκμ. 29 αλλά και ένα αντίγραφο.»
Με τον έβδομο λόγο διατυπώνεται το παράπονο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε μαρτυρία που δεν ήταν σχετική και/ή αποδεκτή παρά τις υποβληθείσες ενστάσεις.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλους τους λόγους έφεσης και όσα έχουν αναφερθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους, και θα [*286]πρέπει εξ’ αρχής να αναφερθεί ότι όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται ως αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Paget’s Law of Banking, 9η έκδοση, σελ. 70, η σχέση μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη είναι σχέση που ρυθμίζεται από συμφωνία. Ο τραπεζίτης δεν θα πρέπει να επιδεικνύει αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμφωνίας. Πότε είναι αμελής, εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης. Η σχέση συνήθως αποτελείται από τη γενική συμφωνία, η οποία είναι βασική για όλες τις συναλλαγές, μαζί με ειδικές συμφωνίες (που αφορούν δανεισμό, συναλλαγές ξένου συναλλάγματος κ.τ.λ.) οι οποίες ισχύουν δια ρητών ενεργειών ή εξυπακουόμενες προθέσεις των μερών.
Στο σύγγραμμα The Law and Practice of Banking, Vol. 1, Banker and Customer του M. Haiden, σελ. 241 αναφέρεται ότι η πληρώνουσα Τράπεζα, έχει καθήκον σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, να εξασκήσει φροντίδα όταν δέχεται τις οδηγίες του πελάτη. Οποιαδήποτε παράβαση του καθήκοντος αυτού με αποτέλεσμα την απώλεια υπό του πελάτη, δίδει δικαίωμα γι’ αγωγή γι’ αποζημιώσεις (βλ. Bank of Montreal v. Dominion Fresham Guarantee and Casualty Co. Ltd. [1930] A.C. 657).
Επίσης στο σύγγραμμα Paget’s Law of Banking 13η έκδοση σελ. 408, αναφέρονται τ’ ακόλουθα:
«When executing the customer’s instruction to make a fund transfer the bank acts as its customer’s agent. (Royal Products Ltd. v. Midland Bank Ltd. [1981] 2 Lloyd’s Rep. 194, 198). Acting as agent the bank owes the customer a duty to observe reasonable care and skill in and about executing the customer’s orders. The duty arises both at common law and under statute.»
Μας βρίσκει συνεπώς σύμφωνους η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες κατά το χρόνο που αυτοί πλήρωναν την Ιταλική εταιρεία κατόπιν οδηγιών των εφεσιβλήτων 1/εναγόντων και σε συμφωνία με τη μέθοδο πληρωμής, ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι τους και όφειλαν να διεκπεραιώσουν την πληρωμή σύμφωνα με τις οδηγίες τους (Άρθρο 171 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149) όπως και να καταβάλουν τη δεξιότητα που αναφέρεται στο Άρθρο 172 του Κεφ. 149. Ο πρώτος λόγος έφεσης ως αποτέλεσμα απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης δεν δύναται να επιτύχει. Απλή ανάγνωση της έκθεσης απαίτησης των εφεσειόντων/εναγο[*287]μένων εναντίον των εφεσιβλήτων 2/τριτοδιαδίκων 1 δεν υποστηρίζει τα όσα προβάλλουν οι εφεσείοντες με το λόγο αυτό.
Οι παράγραφοι 2 και 6 της έκθεσης απαίτησης των εφεσειόντων, οι μόνες σχετικές παράγραφοι έχουν ως ακολούθως:
«2. Η τριτοδιάδικος Οrbit Kazoulis Ltd έδωσε εντολή στην εναγομένη να στείλει τα χρήματα της τιμής των εμπορευμάτων με κατ’ ευθείαν αποστολή των (direct remittance) στην Ιταλική εταιρεία και η εναγομένη, αφού εχρέωσε το λογαριασμό της ενάγουσας, εξέδωσε επιταγή διά το ποσό του τιμήματος, πληρωτέα επ’ ονόματι της Ιταλικής εταιρείας και τη παρέδωσε στο Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία είναι η δεύτερη τριτοδιάδικος, διά να σταλεί στην Ιταλική εταιρεία με ασφαλισμένο ταχυδρομείο.
……………………………………………………………………
6. Η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι αν ήθελε θεωρηθεί υπεύθυνη δι’ οιονδήποτε ποσό έναντι της ενάγουσας, τότε θα δικαιούται σε συμβολή και ή σε αποζημίωση από τη τριτοδιάδικο Orbit Kazoulis Ltd, η οποία της έδωσε εντολή διά την αποστολή της επιταγής με κατ’ ευθείαν αποστολή (direct remittance) και η εναγομένη ακολούθησε τις οδηγίες της τριτοδιαδίκου»
Συνεπώς η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «στην έκθεση απαίτησης των εναγομένων εναντίον των τριτοδιαδίκων πουθενά δεν αναφέρεται ότι οι τριτοδιάδικοι 1 ήταν αντιπρόσωποι της Monitor Spa” είναι απολύτως ορθή. Σύμφωνα με τη Δ.10 θ.3 τριτοδιάδικος από τη στιγμή επιδόσεως σ’ αυτόν ειδοποίησης είναι διάδικος και έχει τα ίδια δικαιώματα αναφορικά με την υπεράσπιση του εναντίον οιασδήποτε απαίτησης εναντίον του ωσάν να ενάγετο δεόντως κατά το συνηθισμένο τρόπο, από τον εναγόμενο. Το δικόγραφο που έχει σημασία σε τέτοια περίπτωση είναι η έκθεση απαίτησης εναντίον του τριτοδιάδικου όπου αποκαλύπτεται η απαίτηση του εναγομένου εναντίον του τριτοδιαδίκου και όχι οποιοδήποτε άλλο δικόγραφο μέσα στην όλη διαδικασία, όπως ήταν η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων, ο οποίος παρέπεμψε στην έκθεση υπεράσπισης των εφεσειόντων και αίτηση για προσθήκη τριτοδιάδικου προκειμένου να υποστηρίξει το λόγο έφεσης. (Βλ. Δ.10, θ. 1(1) και Θεοδούλου ν. Δημητρίου κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1095).
Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται εντελώς ανεδαφικός. Σύμφωνα με αυτόν η είσπραξη των χρημάτων διέπετο από τους Uniform [*288]Rules for Collections, 1995 Revision, ICC Publication N. 522, όπως ρητά αναφέρετο στα έγγραφα, «Collection Documents», τεκμ. 3 και 28. Βάσει δε του Κανονισμού Β.4.α.iii οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν τους εφεσίβλητους 1 και ούτε μπορούσαν να πάρουν από αυτούς οδηγίες.
Οι Κανονισμοί κατατέθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως τεκμ. 27 και ο Κανονισμός Β.4.αiii επί του οποίου στηρίζονται οι εφεσειοντες έχει ως ακολούθως:
«4.a.iii Unless otherwise authorised in the Collection instruction, banks will disregard any instructions from any party/bank other than the party/bank from whom they received the collection.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι Κανονισμοί δεν ίσχυαν καθ’ ότι στις οδηγίες είσπραξης, τεκμ. 50, δεν γίνεται αναφορά στους Κανονισμούς, το δε τεκμ. 3 όπου γίνεται αναφορά, το κατήρτησαν οι εφεσείοντες και δεν αποτελούσε οδηγίες είσπραξης και συνεπώς οι εφεσίβλητοι 1 δεν δεσμεύοντο απ’ αυτούς. Επίσης έκρινε ότι και αν ακόμη εφαρμόζοντο οι Κανονισμοί «πουθενά σ’ αυτούς δεν αναφέρεται ότι αυτός που παραδίδει τα έγγραφα, αν είναι άλλος απ’ αυτόν που θα πληρωθεί, είναι αντιπρόσωπος του τελευταίου και ότι η Τράπεζα μπορεί να δέχεται οδηγίες για πληρωμή από αυτόν, όπως ισχυρίζονται στην ουσία οι εναγόμενοι για τους τριτοδιαδίκους 1». Τέλος έκρινε ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με τον Καν. 25, σύμφωνα με τον οποίο οι οδηγίες του υποδειχθέντος αντιπροσώπου υπό του «principal” (εννοεί αυτόν που θα πρέπει να πληρωθεί) θα πρέπει να «υποδεικνύουν» καθαρά και πλήρως τις εξουσίες του που δεν συνέβαινε στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς δεν θα μπορούσαν οι εφεσίβλητοι 2/τριτοδιάδικοι 1 να δώσουν οδηγιες αλλαγής του τρόπου πληρωμής, ως ήταν ο ισχυρισμός των εφεσειόντων.
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα τέθησαν ενώπιον μας και πιστεύουμε ότι δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Οι Κανονισμοί «ICC Uniform Rules for Collections” δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 1956 και αναθεωρήθηκαν τον Μάϊο 1995 από την Τραπεζική Επιτροπή (Banking Commission) του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, (International Chamber of Commerce). Το εύρος εφαρμογής τους αναφέρεται στον συνδυασμό των Άρθρων 1, 2 και 4 που έχουν ως ακολούθως:
«ARTICLE 1 APPLICATION OF URC 522
a The Uniform Rules for Collections, 1995 Revision, ICC [*289]Publication No. 522, shall apply to all collections as defined in Article 2 where such rules are incorporated into the text of the “collection instruction” referred to in Article 4 and are binding on all parties thereto unless otherwise expressly agreed or contrary to the provisions of a national, state or local law and/or regulation which cannot be departed from.”
ARTICLE 2 DEFINITION OF COLLECTION
For the purposes of these Articles:
a “Collection” means the handling by banks of documents as defined in sub-Article 2(b), in accordance with instructions received, in order to:
1 obtain payment and/or acceptance,
or
2 deliver documents against payment and/or against acceptance,
or
3 deliver documents on other tems and conditions.
b “Documents” means financial documents and/or commercial documents:
1 “Fincancial documents” means bills of exchange, promissory notes, cheques, or other similar instruments used for obtaining the payment of money,
2 “Commercial documents” means invoices, transport documents, documents of title or other similar documents, or any other documents whatsoever, not being financial documents.”
ARTICLE 4 COLLECTION INSTRUCTION
a 1 All documents sent for collection must be accompanied by a collection instruction indicating that the collection is subject to URC 522 and giving complete and precise instructions. Banks are only permitted to act upon the instructions given in such collection instruction, and in accordance with these Rules.”
[*290]Από το συνδυασμό των πιο πάνω άρθρων φαίνεται ξεκάθαρα ότι προκειμένου να είναι δεσμευτικοί και να έχουν εφαρμογή οι Κανονισμοί στη διαχείριση των εγγράφων (collection) από την Τράπεζα θα πρέπει όλα αυτά τα έγγραφα να συνοδεύονται και από οδηγία υποδεικνύουσα ότι η διαχείριση των εγγράφων από την Τράπεζα διέπεται από τους Κανονισμούς Uniform Rules for Collections (URC) 522 , όπως επίσης θα πρέπει να δίδει πλήρεις και ακριβείς οδηγίες.
Στην υπό εξέταση υπόθεση οι οδηγίες που λήφθηκαν από την εναγόμενη Τράπεζα (εφεσείοντες) αναφορικά με τη διαχείριση εγγράφων (collection) υπό εξέταση, περιέχονται όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο, στο τεκμ.50. Σ’ αυτό ουδεμία αναφορά γίνεται γι’ εφαρμογή των Κανονισμών. Τα έγγραφα, τεκμ 3 και 28, επί των οποίων στηρίχθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων προκειμένου να εισηγηθεί την εφαρμογή των Κανονισμών, δεν είναι έγγραφα που έλαβαν οι εφεσείοντες μέσα στην έννοια «collection instruction» που αναφέρεται στο Άρθρο 4 ανωτέρω και συνεπώς η αναφορά σ’ αυτά των Κανονισμών ουδεμία ισχύ έχει. Να σημειωθεί ότι οι εφεσίβλητοι ουδέποτε συμφώνησαν στην εφαρμογή τους ούτε και ήταν βεβαίως, μέρος της εισήγησης του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων.
Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν την αποδοχή υπό του Δικαστηρίου μαρτυρίας του Μ.Ε.1 Γιάννου Γιάγκου «παρόλο που κατεδείχθη ψευδόμενος σε καίρια σημεία της μαρτυρίας όπως εδέχθη και ο ίδιος ο δικαστής». Ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε στα τέσσερα σημεία της μαρτυρίας του πιο πάνω μάρτυρα που σύμφωνα με αυτόν ήταν ψευδή. Παρατίθεται αυτούσιο το κείμενο από το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων:
«Ο μάρτυς Γιάγκος Γιάγκου εμαρτύρησε ψευδώς: (1) ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Otis και της Τράπεζας δι’ αποστολή των χρημάτων προς τη Monitor Spa με τη μέθοδο Swift, (II) Ότι η Τράπεζα παρέβη τη συμφωνίαν αυτή αφού έστειλε τα χρήματα με επιταγή, (iii) ότι επειδή η επιταγή δεν έφθασε εις χείρας της Monitor Spa η Monitor Spa αρνήθηκε να παραδώσει τα εμπορεύματα, (iv) ότι η Otis αναγκάστηκε να τα πληρώσει ξανά διά να τα παραλάβει και ως τούτου υπέστη τη ζημία της ξαναπληρωμής των εμπορευμάτων. Ψευδέστατοι ισχυρισμοί αφού η Otis πλήρωσε τα εμπορεύματα όταν παρέλαβε τα έγγραφα από [*291]τη Τράπεζα, εκτελώνισε τα εμπορεύματα, τα παρέλαβε και τα χρησιμοποίησε στην επιχείρηση της.»
Ο πρωτόδικος Δικαστής προσεγγίζοντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, Γιάγκου Γιάγκου ανέφερε τ’ ακόλουθα σχετικά:
«………………..ο μάρτυρας αυτός γενικά μου έκανε καλή εντύπωση. Με δεδομένο μάλιστα ότι η μαρτυρία του κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεν αμφισβητήθηκε, στο μέτρο αυτό, που πρέπει να λεχθεί ότι υποστηρίζεται και από τα τεκμήρια που κατάθεσε σχετικά, γίνεται δεκτή. Δεν μπορεί να γίνει όμως δεκτή η μαρτυρία του ως προς μερικά σημεία για τους λόγους που θα εκθέσω πιο κάτω, χωρις όμως αυτό να επηρεάζει τη συνολική εικόνα που άφησε στο Δικαστήριο και να πλήττει καίρια την αξιοπιστία του σε βαθμό που να καθιστά το σύνολο της μαρτυρίας του μη αποδεκτό. Συγκεκριμένα:»
Ακολούθως αναφέρεται στη μαρτυρία που καλύπτει τα τέσσερα σημεία που αναφέρθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο και αφού την απορρίπτει, καταλήγει ως ακολούθως:
«Αναφορικά με την αποδοχή μέρους μαρτυρίας μάρτυρα και απόρριψης άλλου μέρους παραπέμπω στις υποθέσεις Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256.»
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, C. Roushas Trading and Development Ltd ν. Μωσαϊκού (2014) 1 Α.Α.Δ. 2746, ECLI:CY:AD:2014:A936, επιβεβαιώθηκε γι’ ακόμη μια φορά η νομολογιακή προσέγγιση του Εφετείου αναφορικά με το θέμα υπό εξέταση, ήτοι την πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτυρίας. Λέχθηκαν τ’ ακόλουθα:
«Σταθερή είναι η νομολογία ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση. Αυτή συναποτελεί το αποτέλεσμα της κρίσης του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που δίδεται ενώπιον του δια ζώσης (viva voce). Στην Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 555 λέχθηκαν τ’ ακόλουθα από το Εφετείο:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκ[*292]πέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (δέστε Baloise Insurance Co Ltd ν. Kατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Παρ’ όλα ταύτα επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση των δεδομένων ήταν πλημμελής (βλ. Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθρεώτη & Συνεργάτες (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106, Αττεσλή κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2013) 1 Α.Α.Δ. 2222)»
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή τα όσα υποβλήθηκαν από πλευράς εφεσειόντων σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα και κρίνουμε ότι η διαχείριση του όλου θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καθόλα ορθή. Ήταν νομικά ορθό και επιτρεπτό να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα και ν’ απορρίψει άλλο. Αυτό υποστηρίζεται και από τη νομολογία στην οποία στηρίχθηκε αυτό. Η κατάληξη του γι’ αποδοχή μέρους της μαρτυρίας δικαιολογείται πλήρως από τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του και δεν ήταν άλλοι από μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία και αποδεκτά τεκμήρια. Κρίνουμε ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 Γιάννου Γιάγκου.
Ο πέμπτος λόγος αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 2/τριτοδιάδικοι 1 δεν έδωσαν οδηγίες στους εφεσείοντες με το τεκμ. 29 γι’ αποστολή των χρημάτων στην Ιταλική εταιρεία με επιταγή.
Είναι η εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σ’ αυτό το λάθος λόγω της λανθασμένης μη αποδοχής εκ μέρους του ότι οι τριτοδιάδικοι 1 ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι της Ιταλικής εταιρείας Monitor Spa καθ’ ότι ως λανθασμένα ανέφερε αυτό δεν είχε δικογραφηθεί.
Η εισήγηση αυτή δεν θα μας απασχολήσει καθ’ ότι ήδη την έχουμε εξετάσει όταν εξετάζαμε το λόγο έφεσης 2 και την απορρίψαμε.
[*293]Είναι περαιτέρω εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους εφεσείοντες ότι σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 μετά που δεν κατέστη δυνατή η αποστολή των χρημάτων με swift, οι εφεσείοντες ζήτησαν οδηγίες από τους τριτοδιαδίκους 1 αναφορικά με τον τρόπο αποστολής των χρημάτων και αυτοί απάντησαν να σταλούν με επιταγή, τόσο προφορικά όσο και με γραπτή επιβεβαίωση που είναι το τεκμ. 29.
Το τεκμ. 29 είναι πανομοιότυπο με τα τεκμ. 23, 49 και 50. Η διαφορά του με τα τεκμ. 23 και 50 συνίσταται στο ότι αυτά φέρουν τη λέξη «original» όπως και δυο σφραγίδες της εφεσείουσας/εναγομένης όπου σημειώνεται ο χρόνος παραλαβής τους. Το τεκμ. 29 είναι πανομοιότυπο με το τεκμ. 49 με μόνη διαφορά ότι εκεί που αναφέρονται οι οδηγίες πληρωμής, στο τεκμ. 49 αναφέρονται μόνο οι λέξεις «Direct remittance” ενώ στο τεκμ. 29 πρόσθετα αναφέρεται και η φράση: «Bank Draft to be sent directly to supplier”.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 που υπεστήριξαν την άνω εκδοχή και την απέρριψε για σωρεία λόγων ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων αυτών δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση και συνεπώς ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία. Εκ του περισσού θα προσθέταμε ότι συμφωνούμε πλήρως με τους λόγους πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε προκειμένου ν’ απορρίψει την εκδοχή του Μ.Υ.1 και 2 ως άνω.
Με τον έκτο λόγο προσβάλλεται ενδιάμεση απόφαση ημερ. 30/4/09 του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει στους εφεσείοντες να προσάξουν αντικρουστική μαρτυρία (evidence in rebuttal). Η μαρτυρία που επιθυμούσαν οι εφεσείοντες να προσάξουν θα προερχόταν από την κεντρική υπηρεσία τους στη Λευκωσία όπου αποστέλλοντο ταχυδρομικώς όλα τα έγγραφα εμπορευμάτων γι’ είσπραξη (collection documents) για να καταδειχθεί ότι απεστάλη στην προκείμενη περίπτωση μόνο το πρωτότυπο των οδηγιών του πωλητή ή αντιπροσώπου του, χωρίς αντίγραφο ως ήταν η μαρτυρία του τριτοδιάδικου 1, Μ.Α.1 Ανδρέα Ιωάννου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα επί τη βάσει του ότι «το βάρος να αποδείξουν την ύπαρξη και λήψη των οδηγιών για την πληρωμή με τραπεζική επιταγή και συναφώς το αν και τι ακριβώς τους στάληκε σχετικά με τους τριτοδιάδικους 1, ανήκε εξ αρχής στους εναγομένους». Με δεδομένο αυτό και τη δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων ότι, οι εφεσίβλητοι 2/τριτο[*294]διάδικοι 1 απέστειλαν τέτοιες οδηγίες ενώ αντίθετα οι εφεσίβλητοι 2/τριτοδιάδικοι 1 με τη δικογραφία τους αρνούντο αυτό, οι εφεσείοντες όφειλαν να προσκομίσουν όλη τη μαρτυρία που είχαν για απόδειξη του ισχυρισμού τους και ταυτόχρονα απόρριψη τους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου των εφεσιβλήτων 2. Επίσης απορρίφθηκε και επί τη βάσει ότι οι εφεσείοντες δεν εκλήφθηκαν εξ απίνης καθ’ ότι οι μάρτυρες των εφεσειόντων κατά το χρόνο που κατέθεταν αντεξετάστηκαν επί του θέματος και ότι με την αίτηση επιδιωκόταν η επιβεβαίωση της «υπόθεσης» των εφεσειόντων και όχι η αντίκρουση της μαρτυρίας των τριτοδιαδίκων 1.
Το αίτημα των εφεσειόντων, σύμφωνα με την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερ. 30/4/03, τέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο προφορικά και είχε ως ακολούθως:
«…..οι εναγόμενοι ζητούν όπως τους επιτραπεί η προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας σε σχέση με τον ισχυρισμό των τριτοδιαδίκων 1 ότι έστειλαν στους εναγόμενους μαζί με το πρωτότυπο του τεκμηρίου 23 και ένα αντίγραφο αυτού του εγγράφου. Σύμφωνα με την ίδια εισήγηση η θέση αυτή δεν υποβλήθηκε από το συνήγορο των τριτοδιαδίκων 1 κατά την αντεξέταση των δύο μαρτύρων των εναγομένων και έτσι όταν ο μάρτυρας των τριτοδιαδίκων 1 έθεσε κατά τη μαρτυρία του τον ισχυρισμό αυτό οι εναγόμενοι βρέθηκαν εξ απροόπτου.»
Εξετάσαμε τα σχετικά πρακτικά της διαδικασίας και παρατηρούμε ότι όλη η βάση του αιτήματος εκθεμελιώνεται απ’ όσα αναφέρονται σ’ αυτά. Ο Μ.Υ.1 της εναγομένης αντεξετάστηκε από το δικηγόρο των τριτοδιαδίκων ακριβώς επί του θέματος. Συγκεκριμένα ρωτήθηκε σε συνάρτηση με το τεκμ. 23 το οποίο είναι πρωτότυπο έγγραφο των οδηγιών αν μαζί με το πρωτότυπο έγγραφο παραδίδεται στην Τράπεζα και «copy» και ο μάρτυρας απήντησε ότι δεν γνώριζε. Εν συνεχεία του υποβλήθηκε ότι «μαζί με το πρωτότυπο έγγραφο……….., όπως συνηθίζετο στη συνήθη πρακτική, τους είχε παραδοθεί και copy” και αυτός απάντησε ότι δεν γνώριζε. Ακολούθως, τέθηκαν και στην Μ.Υ.2 των εφεσειότων/εναγομένων σειρά ερωτήσεων και υποβολών προς την ίδια κατεύθυνση, η οποία επίσης απάντησε ότι δεν γνώριζε κατά πόσο το πρωτότυπο μαζί με ένα copy των οδηγιών αποστέλλετο στην Τράπεζα και ένα «copy» παρέμενε στον τριτοδιάδικο 1.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ξεκάθαρα ότι το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε το αίτημα ήταν εντελώς λανθασμένο και συνεπώς το αίτημα δεν θα μπορούσε να επιτύχει. [*295]Αμφότεροι οι μάρτυρες για τους εφεσείοντες αντεξετάστηκαν επί μακρώ επί του θέματος υπό εξέταση και η εισήγηση τους ότι «βρέθηκαν εξ απροόπτου» όταν κατέθετε αργότερα ο μάρτυρας για τους εφεσίβλητους 2/τριτοδιάδικους 1 δεν είναι ορθή. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας κρίνεται καθόλα ορθή.
Με τον έβδομο λόγο οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε μαρτυρία που δεν ήταν σχετική και/ή αποδεκτή παρά τις προβληθείσες ενστάσεις υπό του συνηγόρου τους.
Στην αιτιολογία του έβδομου λόγου αναφέρεται ότι επέτρεψε ερωτήσεις υπέρ των εφεσιβλήτων 1 και 2:
(α) ως εάν η αιτία αγωγής να ήταν η αμέλεια της εφεσείουσας/εναγομένης στον τρόπο αποστολής των χρημάτων ενώ αυτή ως διατυπώνεται στην έκθεση απαίτησης είναι για παράβαση συμφωνίας.
(β) Επέτρεψε ερωτήσεις σε μάρτυρες για να δώσουν τη γνώμη τους για διάφορα θέματα ενώ δεν ήταν εμπειρογνώμονες με τη δικαιολογία ότι αυτές υποβάλλοντο κατά την αντεξέταση και,
(γ) επέτρεψε ερωτήσεις προς τους μάρτυρες των εφεσειόντων «οι οποίες τους παρουσίαζαν ως αντιπροσώπους της εναγομένης στο Δικαστήριο, απορρίπτοντας επανειλημμένες ενστάσεις ότι είχαν κληθεί για να μαρτυρήσουν επί των γεγονότων της υπόθεσης και ότι η εναγόμενη αντιπροσωπευόταν στο Δικαστήριο μόνο από το δικηγόρο της».
Στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων επαναλαμβάνονται τα ίδια χωρίς οιανδήποτε παραπομπή στα πρακτικά, διευκρίνιση ή οτιδήποτε άλλο συγκεκριμένο μέρος των πρακτικών αλλά και χωρίς να μας λεχθεί τι επίδραση είχαν τα πιο πάνω στην δίκη ή απόφαση του Δικαστηρίου. Να σημειωθεί ότι κατά την ακρόαση της έφεσης ουδεμία περαιτέρω αναφορά έγινε, πλην της υιοθέτησης του περιγράμματος.
Με όλο το σεβασμό προς τους συνηγόρους των εφεσειόντων με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως ανωτέρω καταγράφεται, είναι αδύνατο για το Εφετείο να εξετάσει όλη τη σχετική μαρτυρία και να υποθέσει από μόνο του ποιες είναι οι ερωτήσεις οι οποίες δυνατό να επηρεάζονται από το λόγο έφεσης. Περαιτέρω θα μπορούσαμε να πούμε μετά βεβαιότητας ότι ο λό[*296]γος έφεσης κατά το μέρος (α) ανωτέρω, ότι είναι λανθασμένος, καθ’ ότι απλή ανάγνωση της έκθεσης απαίτησης (παραγρ. 11) αποκαλύπτει ότι οι εφεσίβλητοι 1/ενάγοντες στήριζαν την απαίτηση τους και επί του αστικού αδικήματος της αμέλειας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο