Παπαπέτρου Γιαννάκης ν. Λαϊκή Φάκτορς Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 328

ECLI:CY:AD:2015:A121

(2015) 1 ΑΑΔ 328

[*328]20 Φεβρουαρίου, 2015

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ,

 

Εφεσείων - Εναγόμενος 2,

 

ν.

 

ΛΑΪΚΗ ΦΑΚΤΟΡΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 180/2010)

 

 

Απόδειξη ― Δικόγραφα ― Έλλειψη δικογραφικού υποβάθρου ― Δεν θεραπεύεται με τυχόν ερωτήσεις που υποβλήθηκαν κατά την ακρόαση χωρίς ένσταση ― Τα επίδικα θέματα αναφορικά µμε τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την ετυμηγορία του, καθορίζονται µμε αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων και όχι µμε αναφορά σε µμαρτυρία που έχει προσαχθεί αλλά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα.

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Παρανομία ― Διάταξη 19, Θ. 13 ― Διάδικος, ο οποίος θέλει να εγείρει την παρανομία ως υπεράσπιση, πρέπει να αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις του γεγονότα που να δεικνύουν την παρανομία.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων.

 

Ο εφεσείων (Εναγόμενος 2) υπήρξε εγγυητής για τήρηση συμφωνίας ημερ.5/1/2000 που αφορούσε αγορά εισπρακτέων, με βάση την οποία η εφεσίβλητη (ενάγουσα) συμφώνησε να αγοράσει και ή αγοράζει από την εναγόμενη 1 συμφωνημένα χρέη που θα οφείλονταν κατά τη διάρκεια της επίδικης συμφωνίας από τους πελάτες και ή χρεώστες της εναγομένης 1 προς αυτή.

 

Στις 5/1/2000 επίσης ο εφεσείων με βάση έγγραφη συμφωνία εγγύησης εγγυήθηκε προσωπικά την πληρωμή προς την εφεσίβλητη [*329]όλων των ποσών που θα ήταν πληρωτέα από την Εναγομένη 1 με βάση την επίδικη συμφωνία καθώς και την εκτέλεση των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα. Επιπρόσθετα ο εφεσείων με βάση συμφωνία αποζημίωσης της ίδιας ημερομηνίας ανέλαβε την υποχρέωση να αποζημιώσει πλήρως την Ενάγουσα για όλες τις ζημιές που θα υποστεί η Ενάγουσα λόγω εκ μέρους της Εναγομένης παραβίασης της επίδικης συμφωνίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολουθώντας την εκδοχή της πλευράς της εφεσίβλητης, έκρινε ότι απέδειξε την υπόθεση της ως προς το ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν έγκυρη και η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα τερματισμού. Το ίδιο έγκυρη έκρινε τη συμφωνία εγγύησης σε σχέση με τον εφεσείοντα με αποτέλεσμα να εκδοθεί σχετική απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των Εναγομένων αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα.

 

Σε σχέση με την επίδικη εγγυητική, το πρωτόδικο Δικαστήριο ομοίως έκρινε ότι ήταν έγκυρη και εκρίθη ότι δεν είχε δικογραφικό έρεισμα και δεν μπορούσε ως εκ τούτου να πετύχει, η θέση των εναγομένων ότι η εγγύηση ήταν παράνομη διότι αρχικά επρόκειτο για συνεγγύηση η οποία δεν τηρήθηκε.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η αιτιολογία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατάληξη του σε σχέση με την εγγυητική συμφωνία ήταν ανεπαρκής και λανθασμένη αφού δεν βασίστηκε στη μαρτυρία και τα κατατεθέντα έγγραφα. 

 

β)  Εσφαλμένα εκρίθη ότι συγκεκριμένες θέσεις του εφεσείοντα δεν είχαν δικογραφικό έρεισμα.

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι η κατακράτηση επιταγών στην οποία προέβη η εφεσίβλητη, ήταν για εξασφάλιση της τελευταίας. 

 

δ)  Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ευθύνη του εφεσείοντα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η έφεση άγγιζε ευθέως την πρωτόδικη προσέγγιση για την απουσία δικογραφημένων θέσεων ως προς το θέμα της παρανομίας της εγγύησης.

[*330]2.      Από συγκεκριμένες δικογραφικές αναφορές στην Έκθεση Υπεράσπισης των δύο εναγομένων (που ήταν κοινή) σε απάντηση σχετικής παραγράφου της Εκθέσεως Απαιτήσεως δεν μπορούσε να κριθεί ότι περιελάμβανε τη σύνθετη και ευρύτερη θέση που προωθούσε ο εφεσείων ότι δηλαδή η εγγύηση ήταν ή κατέστη άκυρη ως εκ του ότι περιλάμβανε αρχικά συνεγγυητή, ο οποίος εντέλει  δεν υπέγραψε το έγγραφο.

 

3.  Ούτε μπορούσαν οι γενικές αναφορές περί παρανομίας ή περί μη ύπαρξης της εγγύησης να θεωρηθούν ότι περιλάμβαναν τις εξειδικευμένες θέσεις που ο εφεσείων επικαλείτο.

 

4.  Η γενικότητα των πιο πάνω αναφορών ήταν κατάδηλη και ως τέτοια δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες των σχετικών Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας Δ.19 θ.13 και Δ.19 θ.16. Στη βάση αυτής της προσέγγισης όλοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν είχαν αντίκρισμα και απορρίφθηκαν.

 

5.  Αναφορικά με τους λόγους έφεσης σχετικά με την κατακράτηση επιταγών προέκυπτε αβίαστα από συγκεκριμένα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης η ορθότητα της και δεν τίθετο θέμα παρανομίας όρου της συμφωνίας αγοράς εισπρακτέων, ούτε διαγραφόταν θέμα αμέλειας της εφεσίβλητης. Ειδικότερα το θέμα δεν είχε τεθεί δικογραφικά από τους εναγομένους στο πλαίσιο της αμέλειας, οπότε ίσχυαν αυτά που λέχθηκαν πιο πάνω ως προς τη συνέπεια απουσίας αντίστοιχου δικογραφικού υποβάθρου.

 

6.  Δεν ήταν ορθή η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «ενήργησε με βάση ανακριβή μαρτυρία, αγνοώντας τη μαρτυρία του εναγομένου αλλά και τα συμπεράσματα που μπορούσαν να εξαχθούν από τα τεκμήρια αντικειμενικά», καταλήγοντας σε λανθασμένα συμπεράσματα και λανθασμένη αξιολόγηση.

 

7.  Αντιθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε εκτενή περίληψη της μαρτυρίας, προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας συσχετίζοντας την με όλα τα σχετικά τεκμήρια.

 

8.  Έδωσε δε πειστικούς λόγους γιατί μπόρεσε να βασιστεί στη μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης και στα σχετικά τεκμήρια, ενώ επίσης έδωσε πειστικούς λόγους γιατί έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως γενικόλογη και «με αοριστολογίες».

 

9.  Η πλευρά του εφεσείοντα δεν υπέδειξε συγκεκριμένα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας. Η υπαγωγή της απο[*331]δοχής της εκδοχής της εφεσίβλητης έγινε μέσα στα ορθά νομικά πλαίσια και δεν υπήρχε περιθώριο που να δικαιολογούσε επέμβαση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042,

 

Courtis a.ο. v. Iassonides (1970) 1 C.L.R. 180,

 

Αyia Napa Nissi Development Ltd κ.ά. ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549,

 

Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422,

 

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Κουρέα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1833,

 

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο 2 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2342/2004), ημερομηνίας 30/4/2010.

 

Μ. Παπαντωνίου, (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Ιωαννίδου, (κα), για Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων (Εναγόμενος 2) υπήρξε εγγυητής για την τήρηση συμφωνίας ημερ. 5/1/2000 (τεκμ.Α3) που αφορούσε αγορά εισπρακτέων, με βάση την οποία η εφεσίβλητη (ενάγουσα) συμφώνησε να αγοράσει και ή αγοράζει από την εναγόμενη 1 συμφωνημένα χρέη και/ή τιμολόγια και ή συμφωνημένου είδους ή τύπου χρεών που οφείλονταν και ή που θα οφείλονταν κατά τη διάρκεια της επίδικης συμφωνίας από τους πελάτες και ή χρεώστες της εναγομένης 1 προς αυτή, τα οποία [*332]στη συμφωνία αναφέρονται σαν «εισπρακτέα».

 

Στις 5/1/2000 επίσης ο εφεσείων με βάση έγγραφη συμφωνία εγγύησης (τεκμ.Α8) εγγυήθηκε προσωπικά την πληρωμή προς την εφεσίβλητη όλων των ποσών που θα ήταν πληρωτέα από την Εναγομένη 1 με βάση την επίδικη συμφωνία καθώς και την εκτέλεση των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα. Επιπρόσθετα ο εφεσείων με βάση συμφωνία αποζημίωσης της ίδιας ημερομηνίας (τεκμ.Α9) ανέλαβε την υποχρέωση να αποζημιώσει πλήρως την Ενάγουσα για όλες τις ζημιές που θα υποστεί η Ενάγουσα λόγω της εκ μέρους της Εναγομένης παραβίασης της επίδικης συμφωνίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολουθώντας την εκδοχή της πλευράς της εφεσίβλητης,  έκρινε ότι απέδειξε την υπόθεση της ως προς το ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν έγκυρη και η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα τερματισμού. Το ίδιο έγκυρη έκρινε τη συμφωνία εγγύησης σε σχέση με τον εφεσείοντα με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των Εναγομένων αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα για ποσό £45.559,12 ήτοι €77.842,37 (αφαιρουμένου του ποσοστού του τόκου που χρεώθηκαν οι Εναγόμενοι πέραν από το 8%) με τόκο 8% ετησίως από 18.11.2003 μέχρι εξοφλήσεως μείον £4.050 (€6.919,83) που πληρώθηκαν μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, όπως πιο κάτω αναφέρεται, με ανάλογες αναπροσαρμογές σε ότι αφορά τον τόκο.

 

Αναφέρονται τα εξής στην πρωτόδικη απόφαση (σελ.10-12).

 

«Είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι η ιδιωτική συμφωνία αγοράς εισπρακτέων ημερομηνίας 5/1/2000, Τεκμήριο Α3, μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένης 1 δεν έχει ακυρωθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Ούτε υπάρχει τέτοιος ισχυρισμός αλλά ούτε έχει προσκομισθεί τέτοια μαρτυρία. Το μόνο που συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση σε σχέση με την πιο πάνω συμφωνία είναι το ότι οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 18.11.2003, Τεκμήριο Α12, τερμάτισαν τη συμφωνία καθότι η Εναγομένη είχε προβεί σε παραβίαση ουσιώδους όρου της συμφωνίας. Η παραβίαση του ουσιώδους όρου συνίσταται στο ότι η Εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε στην ειδοποίηση της Ενάγουσας για επαναγορά των εισπρακτέων εντός καθορισθείσας προθεσμίας, Τεκμήριο Α11, με την επιστολή ημερομηνίας 16.10.2003, Τεκμήριο Α11.

 

Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1042:

[*333]«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι όταν μια συμφωνία έχει διατυπωθεί εγγράφως, εξωγενής μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για να αντικρούσει, τροποποιήσει, αφαιρέσει ή να προσθέσει το περιεχόμενο των όρων του εγγράφου. Κατ’ εξαίρεση στο γενικό κανόνα εξωγενής μαρτυρία μπορεί να επιτραπεί κάτω από συγκεκριμένες εξαιρέσεις, όπως π.χ. για να αποδείξει την εγκυρότητα μιας συμφωνίας (Μαύρου ν. Θεοδώρου (1984) 1 C.L.R. 635), την πραγματική φύση της συναλλαγής (ΚΥΡΙΟ (Ι.Τ.Η.) Company v. Kassapi [1980] 2 JSC 259) και τη διφορούμενη ιδιότητα των συμβαλλομένων (Λοϊζίδου ν. Γεωργίου [1973] 9 JSC 1219).»

 

Η Εναγομένη δεν επικαλείται ακυρότητα της σύμβασης ούτε υπάρχει ανάγκη ή προσκομίστηκε μαρτυρία για να αποδειχθεί η εγκυρότητα της σύμβασης. Επίσης δεν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την πραγματική φύση της συναλλαγής ούτε η ιδιότητα των συμβαλλομένων είναι διφορούμενη.

 

Όπως είναι θεμελιωμένο το Δικαστήριο έχει καθήκον, ερμηνεύοντας μια συμφωνία, να ανεύρει την πρόθεση των συμβληθέντων και να ερμηνεύσει τα αναγραφόμενα στη συμφωνία κατά τρόπο που να συνάδει, να εφαρμόζει και να υλοποιεί, την πρόθεση των συμβληθέντων. (Αργύρη ν. Χρυσοστόμου (2006) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1362).

 

Στην επίδικη συμφωνία οι όροι είναι ξεκάθαροι όπως και η πρόθεση των μερών, των συμβαλλομένων.»

 

Σε σχέση με την επίδικη εγγυητική, (τ.Α8) το πρωτόδικο Δικαστήριο ομοίως έκρινε ότι ήταν έγκυρη και η θέση των εναγομένων ότι η εγγύηση ήταν παράνομη διότι αρχικά επρόκειτο για συνεγγύηση η οποία δεν τηρήθηκε, εκρίθη ότι δεν είχε δικογραφικό έρεισμα και δεν μπορούσε ως εκ τούτου να πετύχει.

 

Οι λόγοι έφεσης που προωθήθηκαν (ο λόγος έφεσης 8 αποσύρθηκε) μπορεί να ταξινομηθούν ως εξής:

 

Η αιτιολογία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατάληξη του σε σχέση με την εγγυητική συμφωνία είναι ανεπαρκής και λανθασμένη αφού δεν βασίστηκε στη μαρτυρία και τα κατατεθέντα έγγραφα. Η εγγυητική, ισχυρίζεται ο εφεσείων, ήταν παράνομη (σύμφωνα με το νόμο και ειδικά το Κεφ.149) αφού από τα γεγονότα και τις ημερομηνίες εκ των σχετικών τεκμηρίων προκύπτει ότι «η διαγραφή του συνεγγυητή του εναγομένου 2 έγινε μετά την υπο[*334]γραφή της εγγυητικής και δεν υπογράφηκε οιονδήποτε άλλο έγγραφο που να καθιστά τον εναγόμενο 2 ως το μόνο εγγυητή».

 

Στο ίδιο περίπου πλαίσιο ο εφεσείων αναφέρει ότι η εφεσίβλητη δεν συμμορφώθηκε με τα πρακτικά Διοικητικού Συμβουλίου ότι θα υπέγραφαν δύο εγγυητές. Υποβάλλεται ακόμη ότι η εφεσίβλητη τροποποίησε τους όρους μονομερώς και συνεπώς η υποτιθέμενη εγγύηση έπαυσε να δεσμεύει τον εφεσείοντα.

 

Προβάλλεται από τον εφεσείοντα ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως οι θέσεις του αυτές δεν δικογραφήθηκαν.

 

Περαιτέρω, στο δεύτερο λόγο έφεσης διατυπώνεται το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι η κατακράτηση επιταγών στην οποία προέβηκε η εφεσίβλητη, ήταν για εξασφάλιση της τελευταίας. Με αυτό τον τρόπο, επιχειρηματολόγησε η πλευρά του εφεσείοντα, «τα όποια δικαιώματα των εναγομένων να κινηθούν δικαστικά, περιορίστηκαν από τους ενάγοντες». Αυτό καθιστά τη συμφωνία ως προς αυτό τον όρο παράνομη. (Κατά την προφορική συζήτηση της έφεσης μετά από σχετική ερώτηση που υποβάλαμε στην ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα διευκρινίστηκε ότι πρόκειται για τον όρο 8 του τεκμ.Α3 (της συμφωνίας αγοράς των εισπρακτέων “factoring agreement”).

 

Περαιτέρω, με το λόγο 7 του εφετηρίου προσβάλλεται γενικά η αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ευθύνη του εφεσείοντα.

 

Παρατηρούμε ότι η έφεση αγγίζει ευθέως την πρωτόδικη προσέγγιση για την απουσία δικογραφημένων θέσεων ως προς το θέμα της παρανομίας της εγγύησης.

 

Στην Έκθεση Υπεράσπισης των δύο εναγομένων (που ήταν κοινή) σε απάντηση της σχετικής παραγράφου της Εκθέσεως Απαιτήσεως αναφέρονται τα εξής:

 

«Οι Εναγόμενοι 1 και 2 αρνούνται την παράγραφο 8, 9 και 10 της Έκθεσης Απαίτησης και συγκεκριμένα ο Εναγόμενος 2 αρνείται την ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας εγγύησης ημερομηνίας 5/1/00 ή οποιασδήποτε άλλης ημερομηνίας με την οποία ο ως άνω Εναγόμενος 2 ανέλαβε εγγύηση της πληρωμής όλων των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα. Περαιτέρω ο Εναγόμενος 2, αρνείται την ύπαρξη συμφωνίας με την οποία ανέλαβε την υποχρέωση να εγγυηθεί την εκτέλεση όλων [*335]των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα. Επιπρόσθετα ο Εναγόμενος 2 αντικρούει τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας ότι ανέλαβε την δέσμευση να αποζημιώσει την Ενάγουσα για οποιεσδήποτε ζημιές που θα υποστεί σε οποιαδήποτε συμφωνία προφορική ή γραπτή»

(ο τονισμός είναι δικός μας)

 

Ακόμα στην παρ.7 αναφέρεται απλώς ότι «ο εναγόμενος 2 (ο εφεσείων) ισχυρίζεται ότι η σύμβαση εγγύησης και/ή αποζημίωσης του είναι παράνομη».

 

Θεωρούμε ότι η πιο πάνω δικογραφική αναφορά δεν μπορεί να κριθεί ότι περιλαμβάνει τη σύνθετη και ευρύτερη θέση που προωθούσε ο εφεσείων ότι δηλαδή η εγγύηση ήταν ή κατέστη άκυρη ως εκ του ότι περιλάμβανε αρχικά συνεγγυητή, ο οποίος εντέλει δεν υπέγραψε το έγγραφο. Ούτε βέβαια μπορούσαν οι γενικές αναφορές περί παρανομίας ή περί μη ύπαρξης της εγγύησης να θεωρηθούν ότι περιλάμβαναν τις εξειδικευμένες θέσεις που ο εφεσείων επικαλείται.

 

Η γενικότητα των πιο πάνω αναφορών είναι κατάδηλη και ως τέτοια δεν ικανοποιεί τις πρόνοιες των σχετικών Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας Δ.19 θ.13 και Δ.19 θ.16 οι οποίοι έχουν ως εξής:

 

«13. The defendant or plaintiff, as the case may be, must raise by his pleading all matters which show the action or counterclaim not to be maintainable, or that the transaction is either void or voidable in point of law, and all such grounds of defence or reply, as the case may be, as if not raised would be likely to take the opposite party by surprise, or would raise issues of fact not arising out of the preceding pleadings as, for instance, fraud, prescription or limitation of time, release, payment, performance, or facts showing illegality of any kind, or rendering the claim or counter-claim unenforceable.»

 

«16. When a party in any pleading denies an allegation of fact in the previous pleading of the opposite party, he must not do so evasively, but answer the point of substance. Thus if it be alleged that he received a certain sum of money, it shall not be sufficient to deny that he received that particular amount, but he must deny that he received that sum or any part thereof, or else set out how much he received. And if an allegation is made with divers circumstances, it shall not be sufficient to deny it along with those circumstances»

[*336]Στην κλασσική υπόθεση Courtis a.ο. v. Iassonides (1970) 1 C.L.R. 180, πολύ παραστατικά περιγράφηκαν τα δικόγραφα ως οι ράγες του τραίνου που ορίζουν την πορεία της δίκης.

 

Στην Αyia Napa Nissi Development Ltd κ.ά. ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549 αναφέρονται και τα εξής στη σελ.555:

 

«Αναφορικά με την παρανομία, η Δ.19, θ. 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών προβλέπει ότι διάδικος, ο οποίος θέλει να εγείρει την παρανομία ως υπεράσπιση, πρέπει να αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις του γεγονότα που να δεικνύουν την παρανομία.»

 

Ακριβώς δε η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω απόφαση είναι ότι στην υπό εξέταση υπόθεση η Έκθεση Υπεράσπισης δεν περιείχε οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία να στήριζαν τον ισχυρισμό για ύπαρξη παρανομίας.

 

Το ίδιο μπορούμε ακριβώς να πούμε και για την υπό κρίση υπόθεση (βλ. επίσης Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422.)

 

Η έλλειψη δε δικογραφικού υποβάθρου, η οποία ορθώς διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν θεραπεύεται με τυχόν ερωτήσεις που υποβλήθηκαν κατά την ακρόαση χωρίς ένσταση. Όπως τονίστηκε στη Federal Bank (ανωτέρω), στη σελ.1452:

 

«Τα επίδικα θέματα αναφορικά µμε τα οποία το ∆Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την ετυμηγορία του καθορίζονται µμε αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων και όχι µμε αναφορά σε µμαρτυρία που έχει προσαχθεί αλλά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα.»

 

Στη βάση λοιπόν αυτής της προσέγγισης όλοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν έχουν αντίκρισμα και απορρίπτονται.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το μέρος της έφεσης που αφορά την κατακράτηση επιταγών.

 

Είναι χρήσιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα με το οποίο ο πρωτόδικος Δικαστής προσεγγίζει το θέμα υπό τον τίτλο «οι ενάγοντες κρατούν και κρατούσαν επιταγές για αξιόγραφα για εξασφάλιση τους». Αναφέρει τα εξής στην απόφαση του (σελ.17-18):

[*337]«Τα εισπρακτέα ορίζονται στον όρο 2 της συμφωνίας ως «….τα εγγεγραμμένα στα βιβλία του προμηθευτή χρέη (book debts), χρέη βάση τιμολογίων, λογαριασμούς, γραμμάτια, χρεωστικά ομόλογα, συναλλαγματικές αποδοχές και ή οποιουδήποτε άλλου τύπου υποχρεώσεις.» Οποιαδήποτε επιταγή, προς όφελος της Εναγομένης 1, δίδετο βάση της συμφωνίας στην Ενάγουσα για προεξόφληση του εισπρακτέου. Δεν ήταν η επιταγή το ίδιο το εισπρακτέο. Το εισπρακτέο ήταν οποιοδήποτε χρέος οφειλόμενο στην Εναγόμενη 1 που φαινόταν σε τιμολόγιο ή άλλως πως που δύνατο να εξοφληθεί και με επιταγές. Μόνο τα χρέη εκχωρούνταν στην Ενάγουσα. Οι εισπράξεις συμπεριλαμβανομένων και επιταγών ξοφλούσαν τα προεξοφλημένα εισπρακτέα. Σύμφωνα με τον όρο 8β της συμφωνίας πληρωμή με επιταγή θα θεωρείται ότι έγινε μόνο μετά την πραγματική είσπραξη των χρημάτων με την εκκαθάριση της επιταγής.  

 

Σε περίπτωση μη εκκαθάρισης των επιταγών η Ενάγουσα θα έχει δικαίωμα και όχι υποχρέωση να κινηθεί δικαστικώς προς είσπραξη της οφειλής και η Ενάγουσα 1* θα έχει υποχρέωση να της παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια γι’ αυτό. Οι επιταγές που κατατέθηκαν εκ συμφώνου ότι παραμένουν απλήρωτες αφού δεν τιμήθηκαν κατά την παρουσίαση τους στην τράπεζα για οποιοδήποτε λόγο παραμένουν ιδιοκτησία της Ενάγουσας και επειδή δεν τιμήθηκαν δεν σημαίνει ότι η Εναγομένη 1 παύει να χρωστεί τα συγκεκριμένα ποσά στην Ενάγουσα βάση της συμφωνίας.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός των Εναγομένων απορρίπτεται.»

     

(*προφανώς εννοείται η Εναγόμενη 1)

 

Ο όρος 8(β) υπό τον τίτλο «πληρωμές από πελάτες της συμφωνίας αγοράς εισπρακτέων» έχει ως εξής:

 

«8(β) πληρωμή με επιταγή θα θεωρείται ότι έγινε μόνο μετά την πραγματική είσπραξη των χρημάτων με την εκκαθάριση (clearance) της επιταγής.»

 

Με βάση λοιπόν τη συμφωνία τεκμ.Α3, πληρωμή με επιταγή θα θεωρείτο ότι γινόταν μόνο μετά την πραγματική είσπραξη των χρημάτων, δηλαδή με την εκκαθάριση της επιταγής, και δεν είναι δυνατό ο λογαριασμός της εναγομένης 1 να πιστωθεί με τα ποσά των επιταγών που βρίσκονταν στην κατοχή της εφεσίβλητης και οι οποίες δεν είχαν εκκαθαριστεί. Η εναγόμενη 1 δε, εξακολουθεί [*338]να οφείλει τα συγκεκριμένα ποσά.

 

Περαιτέρω, με βάση άλλους όρους της ιδίας συμφωνίας (όρος 5(α) και όρος 9) εκτός του αποκλειστικού δικαιώματος της εφεσίβλητης για είσπραξη, περαιτέρω καθορίζεται το δικαίωμα της «να κινεί, συνεχίζει ή υπερασπίζει αγωγές και να διευθετεί ή συμβιβάζει οποιαδήποτε απαίτηση της».

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει αβίαστα η ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης και δεν τίθεται θέμα παρανομίας όρου της συμφωνίας αγοράς εισπρακτέων, ούτε διαγράφεται θέμα αμέλειας της εφεσίβλητης. Ειδικά να παρατηρήσουμε ότι το θέμα δεν έχει τεθεί δικογραφικά από τους εναγομένους στο πλαίσιο της αμέλειας, οπότε ισχύουν αυτά που λέχθηκαν πιο πάνω ως προς τη συνέπεια απουσίας αντίστοιχου δικογραφικού υποβάθρου.

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει ως ιδιαιτέρως γενικός λόγος έφεσης διατυπώνεται η εσφαλμένη αξιολόγηση. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «ενήργησε με βάση ανακριβή μαρτυρία, αγνοώντας τη μαρτυρία του εναγομένου αλλά και τα συμπεράσματα που μπορούσαν να εξαχθούν από τα τεκμήρια αντικειμενικά», καταλήγοντας σε λανθασμένα συμπεράσματα και λανθασμένη αξιολόγηση, (Λόγος 7).

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Αντιθέτως, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε εκτενή περίληψη της μαρτυρίας, προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας συσχετίζοντας την με όλα τα σχετικά τεκμήρια. Έδωσε δε πειστικούς λόγους γιατί μπόρεσε να βασιστεί στη μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης και στα σχετικά τεκμήρια, ενώ επίσης έδωσε πειστικούς λόγους γιατί έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως γενικόλογη και «με αοριστολογίες».

 

Όπως είναι εδραιωμένο στο σύστημα δικαίου μας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων (βλ. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Κουρέα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1833 και Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340). 

 

Πέραν του ότι δεν έχουμε κατευθυνθεί από την πλευρά του εφεσείοντα σε συγκεκριμένα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο [*339]έκρινε τις επιμέρους εκδοχές μετά από προσεκτική ανάλυση κρίνοντας την εκδοχή των μαρτύρων της εφεσίβλητης ως αξιόπιστη.  Η υπαγωγή της αποδοχής της εκδοχής της εφεσίβλητης έγινε μέσα στα ορθά νομικά πλαίσια και δεν υπάρχει περιθώριο που να δικαιολογεί έστω και κατ’ ελάχιστον την επέμβαση μας.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο