Δρουσιώτης Μακάριος και Άλλοι ν. Σωτήρη Παπασάββα (2015) 1 ΑΑΔ 482

ECLI:CY:AD:2015:A158

(2015) 1 ΑΑΔ 482

[*482]6 Μαρτίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

1. MAKAΡΙΟΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ,

2. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσειόντες,

 

ν.

 

ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 236/2011)

 

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Σχόλια και ισχυρισμοί γεγονότων ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης σύμφωνα με την οποία, οι δυσφημιστικές αναφορές στο επίδικο δημοσίευμα για το πρόσωπο του εφεσίβλητου, δεν αποτελούσαν σχόλια, αλλά ισχυρισμούς επί γεγονότων ― Υπόμνηση Εφετείου ότι στην προκειμένη, οι σχετικοί ισχυρισμοί αποτελούσαν ύβρεις ― Πότε ένα δημοσίευμα παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και θίγει ανεπίτρεπτα την τιμή ή την υπόληψη του ελεγχόμενου.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Δημόσια πρόσωπα ― Θεωρείται κάθε πρόσωπο το οποίο επέλεξε με την εν γένει κοινωνική του παρουσία ή την ενασχόληση του με τα δημόσια πράγματα να αυτοπροσδιορισθεί ως δημόσιο πρόσωπο.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Δημόσια πρόσωπα ― Αρχή αναλογικότητας ― Πρόσωπα τα οποία ασχολούνται με τα κοινά, θέτουν άμεσα τον εαυτό τους σε μια ιδιάζουσα κατηγορία πολιτών και σε θέματα που ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό, θα πρέπει να ανέχονται την αμφισβήτηση των θέσεων τους και την άσκηση κριτικής  ακόμη και αν ο έλεγχος που τους ασκείται, είναι αμείλικτος ― Νοουμένου ότι δεν θίγεται ανεπίτρεπτα η τιμή ή η υπόληψη του ελεγχόμενου προσώπου και ότι επιδεικνύεται σεβασμός στην αρχή της αναλογικότητας. 

 

Αποζημιώσεις ― Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Το Εφετείο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβαίνει στον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης για δυσφήμιση, και τέτοια επέμβαση δικαιολογείται [*483]μόνο στις περιπτώσεις που το ποσό κρίνεται ότι συνιστά, καθ’ ολοκληρίαν, εσφαλμένη εκτίμηση της ζημιάς που υπέστη ο δυσφημισθείς.

 

Σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος ήταν κατά τον επίδικο χρόνο, εισαγγελέας της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να παρατείνει για ένα χρόνο τη θητεία του για λόγους δημοσίου συμφέροντος, απόφαση που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και αρνητικά δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, όπως και στο άρθρο του εφεσείοντα 1, δημοσιογράφου, που δημοσιεύτηκε στις  10.3.2005 στην εφημερίδα που εκδίδει η εφεσείουσα 2.

 

Το επίδικο άρθρο έφερε τον τίτλο «Το καθεστώς (του νότου) προάγει την παράνοια».

 

Στο επίδικο δημοσίευμα μεταξύ άλλων, σχολιαζόταν και το  πολιτικού περιεχομένου βιβλίο του εφεσίβλητου «Το Ψευδεπίγραφο Σχέδιο Ανάν και το Μωρό της Ρόζμαρι». Ο τελευταίος, πέραν της πιο πάνω ιδιότητας του, αρθρογραφούσε συστηματικά στον κυπριακό τύπο επί διαφόρων θεμάτων και επιπρόσθετα ήταν και συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου.

 

Ο εφεσίβλητος, θεωρώντας δυσφημιστικό το πιο πάνω δημοσίευμα, καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή, αξιώνοντας εναντίον τόσο του δημοσιογράφου (εφεσείοντα 1/εναγόμενου 1) που συνέταξε το άρθρο, όσο και της εταιρείας (εφεσείουσας 2/εναγόμενης 2) που εκδίδει την εφημερίδα «Πολίτης» που το δημοσίευσε, αποζημιώσεις για δυσφήμιση. Με επιτυχή γι’ αυτόν κατάληξη, αφού το Δικαστήριο απέρριψε τις τρεις υπερασπίσεις που προέβαλαν οι εφεσείοντες, ότι δηλαδή, το δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό και αν κρινόταν πως ήταν, εφαρμόζονταν οι υπερασπίσεις του έντιμου σχολίου και του προνομιούχου δημοσιεύματος.

 

Εξέδωσε δε απόφαση εναντίον τους, όπως καταβάλουν στον εφεσίβλητο ως αποζημίωση για δυσφήμιση, το ποσό των €25.000.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, το επίδικο δημοσίευμα δεν καλυπτόταν από την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου και συνακόλουθα δεν ήταν ούτε προνομιούχο. Έκρινε μεταξύ άλλων, ότι ναι μεν η παράταση της υπηρεσίας του ενάγοντα στη θέση του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ήταν θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, εδώ όμως, επεσήμανε, δεν ασκήθηκε μόνο κριτική σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παράταση της υπηρεσίας του. Με το δημοσίευμα ο συντάκτης αποκάλεσε γλείφτη τον ενάγοντα, συγκεκριμένα ότι γλεί[*484]φει τον τότε Πρόεδρο της Βουλής, για να εξασφαλίσει προσωπικό όφελος, δηλαδή να παραταθεί η υπηρεσία του στη θέση του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Από το δημοσίευμα συναγόταν, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης, ότι ο ενάγων είναι και παρανοϊκός και κατ’ επέκταση ακατάλληλος και ανάξιος να κατέχει τη θέση του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Οι πιο πάνω αναφορές δεν συνιστούσαν σχόλια αλλά ισχυρισμούς γεγονότων.

 

Η πρωτόδικη κατάληξη αμφισβητήθηκε με έφεση, η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, και λανθασμένα έκρινε πως το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο.

 

β)  Λανθασμένα έκρινε πως δεν ευσταθούσαν οι υπερασπίσεις του έντιμου σχολίου και του προνομιούχου δημοσιεύματος.

 

γ)  Λανθασμένα επιδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημίωση ύψους €25.000 το οποίο είναι έκδηλα υπερβολικό.

 

Ασκήθηκε δε αντέφεση με την οποία ο εφεσίβλητος προσέβαλε το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης ως χαμηλό.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην προκείμενη περίπτωση, η θέση του εισαγγελέα που κατείχε ο εφεσίβλητος στη Νομική Υπηρεσία, αφ’ εαυτής, δεν τον κατέτασσε και στην κατηγορία των δημοσίων προσώπων.

 

2.  Όμως, το υλικό που ο ίδιος έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν τέτοιο που τον κατέτασσε στην κατηγορία αυτή, αφού αρθρογραφούσε συστηματικά στον κυπριακό τύπο επί διαφόρων θεμάτων και επιπρόσθετα ήταν και συγγραφέας του πολιτικού περιεχομένου βιβλίου.

 

3.  Επέλεξε επομένως να αποκαλύψει στο ευρύ κοινό, περαιτέρω πτυχές της προσωπικότητάς του, που προκαλούσαν δημόσιο ενδιαφέρον, στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με ενδεχόμενες επεμβάσεις στην προσωπικότητά του τις οποίες θα έπρεπε να ανέχεται.  Νοουμένου βεβαίως ότι δεν θα έθιγαν ανεπίτρεπτα την τιμή ή την υπόληψη του.

 

4.  Το ερώτημα επομένως που εγειρόταν ήταν κατά πόσο το επίδικο δημοσίευμα, κρινόμενο στο σύνολο του και όχι αποσπασματικά, [*485]παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και έθιγε ανεπίτρεπτα την τιμή ή την υπόληψη του εφεσίβλητου.

 

5.  Η απάντηση είναι θετική αφού, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το δημοσίευμα δεν ασκούσε απλή κριτική στο βιβλίο του εφεσίβλητου ούτε περιοριζόταν σε (έστω) αμείλικτο έλεγχο των πολιτικών προσώπων ή αξιωματούχων που ενδεχομένως να είχαν ανάμιξη στην παράταση της θητείας του, αλλά έθιγε και την τιμή και υπόληψη του, εφόσον τον παρουσίαζε ως παρανοϊκό και κατ’ επέκταση ανίκανο ή ακατάλληλο να κατέχει δημόσια θέση.

 

6.  Μάλιστα, προς τεκμηρίωση του χαρακτηρισμού αυτού, ο συντάκτης του δημοσιεύματος φρόντισε να ξεχωρίσει 4 σελίδες από το βιβλίο του εφεσίβλητου τις οποίες και παρέθεσε με χλευαστικό για τον συγγραφέα του βιβλίου, τρόπο.

 

7.  Περαιτέρω, τον παρουσίαζε και ως άνθρωπο ο οποίος για να επιτύχει παράταση της θητείας του, κολάκευε (έγλειφε) με δουλοπρεπή τρόπο.

 

8.  Επρόκειτο, επομένως, για σαφώς δυσφημιστικό δημοσίευμα που ξέφευγε των ορίων της ελευθεροτυπίας και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρισε το όλο ζήτημα και ορθώς απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 περί του αντιθέτου.

 

9.  Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί της απόρριψης της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου, αυτός έκδηλα δεν ευσταθούσε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, υπενθύμισε πως η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου προϋποθέτει σχόλιο επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, όχι έκθεση γεγονότων, στη βάση υπαρκτού υποβάθρου γεγονότων που εύλογα και έντιμα, χωρίς κακοπιστία, θα το δικαιολογούσε.

 

10. Πρόκειται για τις τρεις γνωστές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά για επιτυχία της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου. Όμως, εξ ορισμού, η υπό συζήτηση υπεράσπιση έχει θέση όταν όντως το δημοσίευμα συνιστά σχόλιο.

 

11. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι (δυσφημιστικές) αναφορές στο δημοσίευμα για το πρόσωπο του εφεσίβλητου δεν ήταν σχόλια, αλλά ισχυρισμοί επί γεγονότων. Ύβρεις, όπως θα μπορούσε να λεχθεί.

 

12. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προβληθείσα από [*486]τους εφεσείοντες υπεράσπιση του εντίμου σχολίου και ο σχετικός με το ζήτημα λόγος έφεσης, ήταν επίσης απορριπτέος.

 

13. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί της απόρριψης της υπεράσπισης ότι το δημοσίευμα ήταν προνομιούχο και ότι λανθασμένα εκρίθη ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη, επίσης δεν ευσταθούσε.

 

14. Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες δεν προσδιόρισαν το καθήκον που επικαλέστηκαν ώστε να τεθεί το υπόβαθρο για εξέταση της υπό συζήτηση υπεράσπισης και περαιτέρω, οι (δυσφημιστικές) αναφορές που γίνονται στο δημοσίευμα για τον εφεσίβλητο, έχουν ήδη κριθεί πως δεν ήταν σχόλια αλλά ουσιαστικά ύβρεις.

 

15. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί του ύψους του επιδικασθέντος ποσού, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη την προσωπικότητα του, τη θέση που κατείχε στη Νομική Υπηρεσία, τη φύση της δυσφήμισης, την απουσία απολογίας εκ μέρους των εφεσειόντων και το παραδεκτό γεγονός ότι την ημέρα δημοσίευσης του δημοσιεύματος η εφημερίδα «Πολίτης» κυκλοφόρησε σε 9.291 φύλλα από τα οποία πωλήθηκαν 6.697.

 

16. Το ύψος του επιδικασθέντος ποσού ήταν ισοζυγισμένο και δεν παρεχόταν περιθώριο επέμβασης του Εφετείου, είτε προς μείωση είτε προς αύξηση, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό με τον καθορισμό παράγοντα. 

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134,

 

Βασιλάκης ν. Ελλάδας, Προσφ. 25145/05 ημερ. 17.1.08 ΕΔΑΔ,

 

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπακυριακού (2012) 1 Α.Α.Δ. 774,

 

Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715,

 

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 856,

 

Παττούρας ν. Εκδοτική Εταιρεία Τηλέγραφος Λτδ κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222,

[*487]ΡΙΚ ν. Καψού (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175,

 

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Γεωργιάδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 497,

 

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863,

 

Χατζηπαναγιώτου ν. Δρουσιώτη κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ.1321,

 

Εφημερίδα ή Περιοδικό Αποκάλυψη της Πάφου Λτδ κ.ά. ν. Κονιώτη κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1697.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του  Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ιωαννίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2560/2005), ημερομηνίας 4/5/2011.

 

Μ. Βορκάς, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 13.11.2001 η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) αποφάσισε την υποχρεωτική αφυπηρέτηση του εισαγγελέα (τότε) Σωτήρη Παπασάββα (εφεσίβλητου), αποδεχόμενη προς τούτο υπόμνημα του Γενικού Εισαγγελέα που του καταμαρτυρούσε ανάρμοστες για τη θέση του ενέργειες και συμπεριφορές.

 

Ο εφεσίβλητος προσέβαλε την απόφαση της ΕΔΥ με προσφυγή, η οποία έγινε αποδεκτή από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134) και από 31.1.2003 επανήλθε στα καθήκοντά του.

 

Δύο χρόνια μετά, στις 5.1.2005, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να παρατείνει για ένα χρόνο τη θητεία του εφεσίβλητου για λόγους δημοσίου συμφέροντος, απόφαση που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και αρνητικά δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο. Όπως (α) το δημοσίευμα ημερ. 8.3.2005 στην εφημερίδα «Αλήθεια» που χαρακτήριζε ως σκάνδαλο την παράταση της θητείας του εφεσίβλητου και μάλιστα χωρίς να το γνωρίζει ή να το ζητή[*488]σει ο Γενικός Εισαγγελέας, (β) το δημοσίευμα ημερ. 9.3.2005 στην εφημερίδα «Πολίτης» που φιλοξενούσε δηλώσεις βουλευτή που χαρακτήριζε ως σκάνδαλο και παράνομη την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλώσεις του Γενικού Γραμματέα της ΠΑΣΥΔΥ που παραπονείτο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις του συνδικαλιστικού κινήματος ως και δηλώσεις του εφεσίβλητου που υπεράσπιζε την ορθότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και (γ) το άρθρο του δημοσιογράφου Μακάριου Δρουσιώτη ημερ. 10.3.2005 που αυτούσιο έχει ως ακολούθως:

 

«ΕΝ-ΣΤΑΣΕΙΣ

Το καθεστώς (του νότου) προάγει την παράνοια

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε στα κρυφά παράταση της υπηρεσίας του εισαγγελέα της Δημοκρατίας Άκη Παπασάββα, για λόγους δημοσίου συμφέροντος! Ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι, ουδείς γνωρίζει. Ο γενικός εισαγγελέας Σόλωνας Νικήτας, ο Προϊστάμενος του Παπασάββα, δεν ζήτησε τέτοια παράταση. Ούτε καν ενημερώθηκε εκ των υστέρων για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Τόσος είναι ο σεβασμός της σημερινής κυβέρνησης προς τους θεσμούς. Ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος σε δηλώσεις του στα ΜΜΕ είπε πως αποτάθηκε ο ίδιος στο Υπουργικό. Είπε, επίσης, πως επειδή μπήκε στην υπηρεσία σε ηλικία 33 χρονών, δεν είναι δίκαιο να αφυπηρετήσει στα 60! Δηλαδή, είναι δημόσιο συμφέρον το ότι ο κ. Παπασάββας αισθάνεται ότι είναι δίκαιο ή άδικο για τον εαυτό του.

 

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ είναι η πλέον αναξιόπιστη και ανακόλουθη που είχε ποτέ η Κύπρος. Με τις ψήφους του ΑΚΕΛ και του ΔΗΚΟ, η Βουλή έκοψε το μισθό του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Χρυσόστομου Σοφιανού επί προεδρίας Κληρίδη, όταν η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να παρατείνει τη θητεία του. Τώρα δίνουν παράταση στον Άκη Παπασάββα επειδή γλείφει τον Χριστόφια, ο οποίος τον προετοιμάζει για γενικό εισαγγελέα! Ο Άκης Παπασάββας κατάγγειλε, μάλιστα, την αντιπολίτευση ότι δημιουργεί θόρυβο, για να τον πλήξει ως υποψήφιο γενικό εισαγγελέα.

 

ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΑΝ ο Τάσσος Παπαδόπουλος θα το κάνει και αυτό. Όμως, όπως γράψαμε και χθες, η σημερινή κυβέρνηση έχει μόνο μια απαράβατη αρχή. Τη συναλλαγή. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι ο Παπαδόπουλος τρέφει την παραμικρή εκτίμηση στο πρόσωπο του Παπασάββα. Ούτε θα τον λάμβανε υπόψη, εάν η απόφαση αυτή δεν ήταν μέρος μιας ευρύτερης συναλλα[*489]γής με τον Χριστόφια.

 

ΜΟΝΟ ΑΝ Ο ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ δεν πληρούσε τα πατριωτικά κριτήρια ο Τάσσος δεν θα έκανε το ρουσφέτι στον Χριστόφια. Όμως ο Παπασάββας είναι ο συγγραφέας του σπουδαίου έργου «Το Ψευδεπίγραφο σχέδιο Ανάν και το μωρό της Ρόζμαρι». Για όσους δεν γνωρίζουν το παιδί της Ρόζμαρι είναι το παιδί του διαβόλου. Το βιβλίο αυτό μεγέθους 1482 σελίδων, αποτελεί μνημείο ασυναρτησίας και τρικυμιώδους σκέψης και το παρουσίασε στο κοινό ο φίλος του Δημήτρης Χριστόφιας. Απολαύστε ένα απόσπασμα από το σύγγραμμα του Άκη Παπασάββα «Αλλά κύριε πρόεδρε, Δημήτρη Χριστόφια, φίλε του Τότες Τότε και στο Τότε – Τότε, θυμάμαι τα τους Τότες -Τότε που έλεγες και έπραττες και λαλούσες, δημόσια και ιδιωτικά, και προς τα έξω και_προς τα μέσα, στους κομπλεξικά και μη διαπλεκόμενους της διαπλοκής...».

 

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ αγαπητοί αναγνώστες, δεν είναι η ανακολουθία λόγων και πράξεων της δυάδας Παπαδόπουλου - Χριστόφια. Ούτε η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς μήτε η κουμπαροκρατία και η γεροντοκρατία. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο σοβαρό και φοβάμαι ανίατο. Το σημερινό καθεστώς - διότι περί καθεστώτος πρόκειται - φτύνει τη λογική, λοιδορεί τη σωφροσύνη και προάγει την παράνοια. Αν δεν το καταλάβατε, έχουμε μπλέξει και μάλιστα πολύ άσχημα…»

 

Ο εφεσίβλητος, θεωρώντας δυσφημιστικό το πιο πάνω δημοσίευμα, καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή 2560/05, αξιώνοντας εναντίον τόσο του δημοσιογράφου (εφεσείοντα 1/εναγόμενου 1) που συνέταξε το άρθρο όσο και της εταιρείας Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ (εφεσείουσας 2/εναγόμενης 2) που εκδίδει την εφημερίδα «Πολίτης» που το δημοσίευσε, αποζημιώσεις για δυσφήμιση. Με επιτυχή γι’ αυτόν κατάληξη αφού το Δικαστήριο απέρριψε τις τρεις υπερασπίσεις που πρόβαλαν οι εφεσείοντες – ότι δηλαδή το δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό και αν κρινόταν πως ήταν εφαρμόζονταν οι υπερασπίσεις του έντιμου σχολίου και του προνομιούχου δημοσιεύματος – τους οποίους και καταδίκασε να καταβάλουν στον εφεσίβλητο ως αποζημίωση για δυσφήμιση το ποσό των €25.000.

 

Οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση για πέντε λόγους. Παραπονούνται συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, λανθασμένα έκρινε πως το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστι[*490]κό για τον εφεσίβλητο, λανθασμένα έκρινε πως δεν ευσταθούσαν οι υπερασπίσεις του έντιμου σχολίου και του προνομιούχου δημοσιεύματος και, τέλος, λανθασμένα επιδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημίωση ύψους €25.000 το οποίο είναι έκδηλα υπερβολικό και αυτό σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο που το θεωρεί χαμηλό και ενόψει τούτου αντέδρασε με αντέφεση.

 

Οι πρώτοι δύο, αλληλένδετοι μεταξύ τους, λόγοι έφεσης στοχεύουν την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1 και τη συνακόλουθη πρωτόδικη κρίση ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό. Ο εφεσίβλητος, υποβλήθηκε, ως εκ της θέσης και των ενεργειών του θα έπρεπε να αντικρισθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως δημόσιο πρόσωπο και λαμβανομένων υπόψη των περιβαλλουσών συνθηκών μέσα στο οποίο δημοσιεύτηκε το επίδικο δημοσίευμα, αυτό δεν έπρεπε να κριθεί δυσφημιστικό αλλά έκφραση γνώμης και δικαίωμα του τύπου για μετάδοση πληροφοριών και ιδεών για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Έστω κι αν ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο συντάκτης του κειμένου ήταν έντονος και καυστικός καθότι η κριτική δημοσίων προσώπων αποτελεί όχι μόνο δημοκρατικό δικαίωμα αλλά και αποστολή του τύπου. Συνεπώς, υποβλήθηκε, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 ότι το δημοσίευμα αποτελούσε ειλικρινή έκφραση γνώμης επί ενός θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος αφού με αυτό ο συντάκτης του ασκούσε κριτική στο βιβλίο του εφεσίβλητου, εξέφραζε την προσωπική του άποψη χρησιμοποιώντας τη φράση «γλύφει το Χριστόφια» και σχολίαζε τη σχέση Δημήτρη Χριστόφια και Τάσου Παπαδόπουλου.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις επί των δύο πρώτων λόγων έφεσης και μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι ο κύκλος των δημοσίων προσώπων δεν περικλείει μόνο τους πολιτικούς ή όσους ασχολούνται εν γένει με τα δημόσια πράγματα, αλλά περιλαμβάνει και πρόσωπα τα οποία ως εκ της θέσης και των ενεργειών τους μπορούν να υπαχθούν στη δημόσια σφαίρα (Βασιλάκης ν. Ελλάδας, Προσφ. Αρ. 25145/05 ημερ. 17.1.08 του ΕΔΑΔ). Ή, όπως θα το εκφράζαμε εμείς, δημόσιο είναι κάθε πρόσωπο το οποίο επέλεξε με την εν γένει κοινωνική του παρουσία ή την ενασχόληση του με τα δημόσια πράγματα να αυτοπροσδιορισθεί ως δημόσιο πρόσωπο.  Όπως δε έχει εμπεδωθεί νομολογιακά, πρόσωπα τα οποία ασχολούνται με τα κοινά θέτουν άμεσα τον εαυτό τους σε μια ιδιάζουσα κατηγορία πολιτών και σε θέματα που ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό θα πρέπει, αφενός, να ανέχονται την αμφισβήτηση των θέσεων τους και, αφετέρου, την άσκηση κριτικής στις  εν γένει ενέργειες και πράξεις τους [*491]ως εκδήλωση δημοκρατικού δικαιώματος (Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπακυριακού (2012) 1 Α.Α.Δ. 774 και Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715 που παραπέμπουν και σε άλλη σχετική επί του θέματος Νομολογία).  Και αυτό, ακόμη και αν ο έλεγχος που τους ασκείται είναι αμείλικτος καθότι η ελευθεροτυπία και γενικά η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα κύρια θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου που προστατεύεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Νοουμένου βεβαίως ότι δεν θίγεται ανεπίτρεπτα η τιμή ή η υπόληψη του ελεγχόμενου προσώπου που ως δικαίωμα προστατεύεται από το Άρθρο 2 της Σύμβασης και νοουμένου ότι επιδεικνύεται σεβασμός στην αρχή της αναλογικότητας. Πρόκειται δηλαδή για εξισορρόπηση των προαναφερθέντων δύο δικαιωμάτων - του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης από τη μια και του δικαιώματος της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου από την άλλη – τα οποία πρέπει να σταθμίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε οποιοσδήποτε περιορισμός του ενός δικαιώματος να είναι ανάλογος και απαραίτητος για την προστασία του άλλου δικαιώματος (Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 856).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η θέση του εισαγγελέα που κατείχε ο εφεσίβλητος στη Νομική Υπηρεσία, αφ’ εαυτής, δεν τον κατέτασσε και στην κατηγορία των δημοσίων προσώπων. Όμως, το υλικό που ο ίδιος έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν τέτοιο που τον κατέτασσε στην κατηγορία αυτή αφού αρθρογραφούσε συστηματικά στον κυπριακό τύπο επί διαφόρων θεμάτων και επιπρόσθετα ήταν και συγγραφέας του πολιτικού περιεχομένου βιβλίου «Το Ψευδεπίγραφο Σχέδιο Ανάν και το Μωρό της Ρόζμαρι» το οποίο «σχολιάζεται» και στο επίδικο δημοσίευμα. Επέλεξε επομένως να αποκαλύψει στο ευρύ κοινό περαιτέρω πτυχές της προσωπικότητάς του που προκαλούσαν δημόσιο ενδιαφέρον, στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με ενδεχόμενες επεμβάσεις στην προσωπικότητά του τις οποίες θα έπρεπε να ανέχεται.  Νοουμένου βεβαίως ότι δεν θα έθιγαν ανεπίτρεπτα την τιμή ή την υπόληψη του. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο το επίδικο δημοσίευμα, κρινόμενο στο σύνολο του και όχι αποσπασματικά, παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και έθιγε ανεπίτρεπτα την τιμή ή την υπόληψη του εφεσίβλητου. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι θετική αφού, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το δημοσίευμα δεν ασκούσε απλή κριτική στο βιβλίο του εφεσίβλητου ούτε περιοριζόταν σε (έστω) αμείλικτο έλεγχο των πολιτικών προσώπων ή αξιωματούχων που ενδεχομένως να είχαν ανάμιξη στην [*492]παράταση της θητείας του, αλλά έθιγε και την τιμή και υπόληψη του εφόσον τον παρουσίαζε ως παρανοϊκό και κατ’ επέκταση ανίκανο ή ακατάλληλο να κατέχει δημόσια θέση. Μάλιστα, προς τεκμηρίωση του χαρακτηρισμού αυτού, ο συντάκτης του δημοσιεύματος (εφεσείοντας 1) φρόντισε να ξεχωρίσει 4 από τις 1482 σελίδες του βιβλίου του εφεσίβλητου τις οποίες και παρέθεσε με χλευαστικό για τον συγγραφέα του βιβλίου τρόπο. Περαιτέρω, τον παρουσίαζε και ως άνθρωπο ο οποίος για να επιτύχει παράταση της θητείας του στη θέση του εισαγγελέα κολάκευε (έγλειφε) με δουλοπρεπή τρόπο τον Πρόεδρο της Βουλής ο οποίος με τη σειρά του αποτάθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ώστε να επιτύχει την επιδιωκόμενη παράταση. Επρόκειτο, επομένως, για σαφώς δυσφημιστικό δημοσίευμα που ξέφευγε των ορίων της ελευθεροτυπίας και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρισε το όλο ζήτημα και ορθώς απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 περί του αντιθέτου.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης έχει στο στόχαστρό του  την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου, με το αιτιολογικό ότι οι αναφορές που γίνονται στο δημοσίευμα για τον εφεσίβλητο δεν συνιστούσαν σχόλια αλλά ισχυρισμούς γεγονότων. Παρατίθεται επί τούτου αυτούσιο το σχετικό σκεπτικό:

 

«Το Δικαστήριο βρίσκει πως το επίδικο δημοσίευμα δεν καλύπτεται από την πιο πάνω υπεράσπιση. Ασφαλώς η παράταση της υπηρεσίας του ενάγοντα στη θέση του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ήταν θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Εδώ όμως δεν ασκήθηκε μόνο κριτική σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παράταση της υπηρεσίας του. Με το δημοσίευμα ο συντάκτης αποκαλεί γλείφτη τον ενάγοντα, συγκεκριμένα ότι γλείφει τον τότε Πρόεδρο της Βουλής κ. Χριστόφια, για να εξασφαλίσει προσωπικό όφελος, δηλαδή να παραταθεί η υπηρεσία του στη θέση του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Από το δημοσίευμα συνάγεται επίσης ότι ο ενάγων είναι και παρανοϊκός και κατ’ επέκταση ακατάλληλος και ανάξιος να κατέχει τη θέση του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Οι πιο πάνω αναφορές δεν συνιστούν σχόλια αλλά ισχυρισμούς γεγονότων».

 

Είναι θέση των εφεσειόντων - την οποία ανάπτυξαν σε έκταση και προς τεκμηρίωσή της φρόντισαν να παραπέμψουν στην πλούσια επί του θέματος νομολογία - ότι τα όσα καταγράφονται στο δη[*493]μοσίευμα συνιστούσαν εύλογα και καλόπιστα σχόλια που ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις για επιτυχία της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου και από τη στιγμή που ο εφεσίβλητος δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης ότι τα υπό κρίση σχόλια έγιναν κακόπιστα ή κακόβουλα θα έπρεπε να είχε επιτύχει η εν λόγω υπεράσπιση.

 

Ο λόγος έφεσης έκδηλα δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις υποθέσεις Παττούρας ν. Εκδοτική Εταιρεία Τηλέγραφος Λτδ κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222 και ΡΙΚ ν. Καψού (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175, υπενθύμισε πως η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου προϋποθέτει σχόλιο επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, όχι έκθεση γεγονότων, στη βάση υπαρκτού υποβάθρου γεγονότων που εύλογα και έντιμα, χωρίς κακοπιστία, θα το δικαιολογούσε. Πρόκειται για τις τρεις γνωστές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά για επιτυχία της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου, οι οποίες διατυπώνονται με διαφορετικά λόγια και στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Γεωργιάδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 497. Όμως, εξ ορισμού, η υπό συζήτηση υπεράσπιση έχει θέση όταν όντως το δημοσίευμα συνιστά σχόλιο. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι (δυσφημιστικές) αναφορές στο δημοσίευμα για το πρόσωπο του εφεσίβλητου δεν ήταν σχόλια, αλλά ισχυρισμοί επί γεγονότων. Ύβρεις, θα λέγαμε εμείς. Έπεται ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προβληθείσα από τους εφεσείοντες υπεράσπιση του εντίμου σχολίου και ο σχετικός με το ζήτημα λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση τους ότι το δημοσίευμα ήταν προνομιούχο εν τη εννοία του Άρθρου 21 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 και λανθασμένα έκρινε πως δεν είχαν στοιχειοθετήσει την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη. Συναφώς, όπως και πρωτοδίκως, επικαλέστηκαν τις πρόνοιες του Άρθρου 21(1)(α) του Νόμου και ισχυρίστηκαν πως είχαν ηθικό και κοινωνικό καθήκον να προβούν στο επίδικο δημοσίευμα, με το κοινό να έχει ανάλογο συμφέρον για σχετική πληροφόρηση. Λαμβανομένου δε υπόψη, υπέβαλαν, ότι το δημοσίευμα ήταν σχόλια επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και τα σχόλια αυτά δικαιολογούνταν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις που περιέβαλαν το δημοσίευμα, δικαιούνταν να τους πιστωθεί η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης, ο οποίος προωθήθηκε κατά τρόπο νεφελώδη, ευσταθεί. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο περιοριζόμαστε να επισημάνουμε ότι οι εφεσείοντες δεν προσδιό[*494]ρισαν το καθήκον που επικαλέστηκαν ώστε να τεθεί το υπόβαθρο για εξέταση της υπό συζήτηση υπεράσπισης (Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863) και περαιτέρω, οι (δυσφημιστικές) αναφορές που γίνονται στο δημοσίευμα για τον εφεσίβλητο έχουν ήδη κριθεί πως δεν ήταν σχόλια αλλά ουσιαστικά ύβρεις.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης, ως και η αντέφεση έχουν στο στόχαστρό τους το ύψος της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στον εφεσίβλητο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από τις υποθέσεις Παττούρας, Αλωνεύτη (ανωτέρω) και Χατζηπαναγιώτου ν. Δρουσιώτη κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ.1321 και Εφημερίδα ή Περιοδικό Αποκάλυψη της Πάφου Λτδ κ.ά. ν. Κονιώτη κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1697, επεδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημίωση ύψους €25.000 αφού έλαβε υπόψη την προσωπικότητα του, τη θέση που κατείχε στη Νομική Υπηρεσία, τη φύση της δυσφήμισης, την απουσία απολογίας εκ μέρους των εφεσειόντων και το παραδεκτό γεγονός ότι την ημέρα δημοσίευσης του δημοσιεύματος η εφημερίδα «Πολίτης» κυκλοφόρησε σε 9.291 φύλλα από τα οποία πωλήθηκαν 6.697. Θεωρούμε ισοζυγισμένο το ύψος του επιδικασθέντος ποσού και κρίνουμε πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου, είτε προς μείωση είτε προς αύξηση, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό με τον καθορισμό παράγοντα. Υπενθυμίζουμε συναφώς ότι το Εφετείο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβαίνει στον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης για δυσφήμιση, που κατ’ εξοχήν είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις που το ποσό κρίνεται ότι συνιστά, καθ’ ολοκληρίαν, εσφαλμένη εκτίμηση της ζημιάς που υπέστη ο δυσφημισθείς (Αλωνεύτης, ανωτέρω).

 

Για τους πιο πάνω λόγους τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Με έξοδα σ’ ότι αφορά την έφεση εναντίον των εφεσειόντων και χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα σ’ ότι αφορά την αντέφεση αφού αυτή συμπλέκεται με τον (ανεπιτυχή) πέμπτο λόγο της έφεσης.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου για έγκριση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο