Περικλέους Χριστίνα ν. Ellinas Finance Ltd και Άλλων (2015) 1 ΑΑΔ 513

ECLI:CY:AD:2015:A170

(2015) 1 ΑΑΔ 513

[*513]10 Μαρτίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

1. ELLINAS FINANCE LTD,

2. ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LTD,

3. SHARELINK SECURITIES LTD,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 283/2010)

 

 

Ευρωπαϊκό Δίκαιο ― Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Προδικαστική παραπομπή στο Δ.Ε.Ε. αναφορικά με πράξεις που προβλέπονται στο Άρθρο 35(1) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ― Άρθρο 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ως έχει τροποποιηθεί ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η προβληματική της παραπομπής ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Απόφανση Εφετείου ότι η επιζητούμενη παραπομπή δεν ήταν αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό κρίση έφεση, ούτε και διαπιστωνόταν ύπαρξη ουσιώδους, καθοριστικού, θέματος για σκοπούς τελικής κατάληξης και τελεσίδικης επίλυσης της επίδικης διαφοράς.

 

Ευρωπαϊκό Δίκαιο ― Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Προδικαστική παραπομπή ― Το Δ.Ε.Ε. δε ενεργεί σαν Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων ― Η λειτουργία του είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και έχει στόχο να διασφαλίσει ότι σε όλες τις περιστάσεις ο νόμος αυτός είναι ο ίδιος σε όλα τα Κράτη Μέλη της Κοινότητας ― Αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του Εθνικού Δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο.

 

H Eφεσείουσα με αγωγή την οποία είχε καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξίωνε εναντίον των Εφεσιβλήτων δήλωση «με την οποία να τερματιζόταν η Συμφωνία χρηματοδοτήσεως επενδυτικού σχεδίου και το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομη[*514]νίας 05/06/2000, ως διαρρηχθείσα από τους Εναγόμενους 1, 2 και 3». Αξίωνε επίσης αποζημιώσεις για ζημιά που κατ’ ισχυρισμό υπέστη λόγω παράβασης της πιο πάνω συμφωνίας από τους Εφεσίβλητους και διάταγμα διατάσσον τους Εφεσίβλητους 1 να αποδεσμεύσουν αριθμό μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας.

 

Ήταν μεταξύ άλλων, δικογραφημένη θέση της ότι η συμφωνία ήταν ετεροβαρής, ότι ουδέποτε υπέγραψε έγκυρη σύμβαση και ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν παραβεί τα εκ του νόμου απορρέοντα καθήκοντά τους ως θεματοφύλακες ή επίτροποι ή εμπιστευματοδόχοι. Λόγω των προβαλλόμενων αυτών παραβιάσεων, η Εφεσείουσα τερμάτισε την επίδικη συμφωνία και τον λογαριασμό, αξιώνοντας αποζημιώσεις και προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι Εφεσίβλητοι παράνομα και/ή κακόβουλα προέβησαν σε πωλήσεις μετοχών και παρέλειψαν να διαχειριστούν ορθά την περιουσία της προκαλώντας σε αυτή ζημιά. Το πρωτόδικο δικαστήριο ύστερα από ακρόαση απέρριψε την αγωγή, εκδίδοντας ταυτόχρονα απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης 1, κατ’ ακολουθία σχετικής ανταπαίτησης που καταχωρήθηκε.

 

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε στις 20.9.2010 η παρούσα έφεση.

 

Ακολούθως καταχωρήθηκε η παρούσα Αίτηση με την οποία η Εφεσείουσα αιτείτο την παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία αφορούσαν στην υπό κρίση υπόθεση.

 

Μεταξύ άλλων, ζητείτο η παραπομπή του ερωτήματος, «Κατά πόσο το Άρθρο 134 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 με θέμα «Δικαίωμα ενεχυροδανειστή σε περίπτωση υπερημερίας του ενεχυριαστή» ούτως ώστε ο ενεχυροδανειστής να εξασκεί το εν λόγω δικαίωμα οποτεδήποτε επιθυμεί, αντιβαίνει του σκοπού και του πνεύματος της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές και ειδικά των Άρθρων 3, 4, 6 και 7 αυτής».

 

Ως επίσης και του ερωτήματος: «Κατά πόσο σε μία σύμβαση χρηματοδότησης με πιστωτικό όριο και με αποκλειστικό σκοπό την αγορά μετοχών εταιρειών εισηγμένων σε χρηματιστήριο, με εξασφάλιση μετοχές:

 

(α) οι μετοχές αυτές είναι αγαθό τέτοιας φύσης,

[*515](β) η εγγραφή των εν λόγω μετοχών στο όνομα της θυγατρικής εταιρείας του χρηματοδοτικού οργανισμού ως Εμπιστευματοδόχου,

 

(γ) η εξάσκηση του δικαιώματος πώλησης των εν λόγω μετοχών από το χρηματοδοτικό οργανισμό οποτεδήποτε επιθυμεί, με βάση το Άρθρο 4(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ αποτελούν παράγοντες για την αξιολόγηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της σύμβασης».

 

Περαιτέρω ζητείτο και η παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία αφορούσαν στο Άρθρο 3(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, και συγκεκριμένα ζητήματα αναφορικά με συμφωνία χρηματοδότησης η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την Αίτηση, αναφερόταν ότι η επίδικη υπόθεση έχει σχέση με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ καθότι η εν λόγω Οδηγία έχει αντικείμενο τις καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις και καθορίζει πότε μία ρήτρα που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική. Εισηγείτο η ενόρκως δηλούσα – Αιτήτρια, ότι σκοπός της παρούσας αίτησης ήταν η διασφάλιση ενιαίας, ομοιόμορφης και αποτελεσματικής ερμηνείας και εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας σε όλα τα Κράτη - Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εισηγείτο περαιτέρω, ότι η προδικαστική παραπομπή ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για την επίδικη υπόθεση καθότι τα συγκεκριμένα ερωτήματα για τα οποία αξιωνόταν παραπομπή στο ΔΕΕ, αποτελούσαν τους σημαντικότερους λόγους έφεσης.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση - Εφεσίβλητοι προέβαλαν ένσταση, θέτοντας μεταξύ άλλων ότι η αίτηση ήταν αβάσιμη, αδικαιολόγητη και καταχρηστική και αποσκοπούσε στην καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης. Εισηγήθηκαν περαιτέρω ότι η παραπομπή των εγειρόμενων θεμάτων δεν ήταν αναγκαία για την έκδοση τελικής απόφασης στην προκειμένη περίπτωση.

 

Με την επιφύλαξη των πιο πάνω, έθεσαν ότι η εξέταση ζητήματος ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στην επίδικη συμφωνία μπορούσε κάλλιστα να γίνει και ανάλογα να αποφασισθεί από το ημεδαπό δικαστήριο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Άρθρο [*516]267 (πρώην Άρθρο 234) της Συνθήκης, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρέχει στο Δ.Ε.Ε. την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να εφαρμόζει τη Συνθήκη στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης.

 

2.  Το εν λόγω άρθρο δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το Δ.Ε.Ε. ενεργεί σαν Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η λειτουργία του είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και έχει στόχο να διασφαλίσει ότι σε όλες τις περιστάσεις ο νόμος αυτός είναι ο ίδιος σε όλα τα Κράτη Μέλη της Κοινότητας.

 

3.  Το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του Εθνικού Δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια.

 

4.  Το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του.

 

5.  Ο δε διαχωρισμός μεταξύ νομικών θεμάτων και γεγονότων δεν είναι πάντα εύκολος. Γι’ αυτό δεν είναι άγνωστες οι περιπτώσεις όπου η διατύπωση μιας απόφασης του Δ.Ε.Ε. ελάχιστη ή καμιά διακριτική ευχέρεια αφήνει στα εθνικά δικαστήρια ως προς το πώς θα εφαρμόσουν την απόφαση στα γεγονότα της υπόθεσης που είναι ενώπιόν τους.

 

6.  Προκύπτει αβίαστα από τη σχετική νομολογία και Συστάσεις του ΔΕΕ, ότι στις περιπτώσεις όπου οι αποφάσεις συγκεκριμένου δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, η παραπομπή ζητήματος στο ΔΕΕ είναι υποχρεωτική, υπό την αίρεση όμως ότι κρίνεται, από το ίδιο το Δικαστήριο, πως η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου.

 

7.  Η υποχρέωση παραπομπής από δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα ενυπάρχει όπου το αναφυόμενο θέμα αφορά ερμηνεία κοινοτικού δικαίου και νοουμένου πως διαπιστώνεται το ουσιώδες του θέματος για σκοπούς κατάληξης.

 

8.  Περαιτέρω δεν υπάρχει υποχρέωση παραπομπής όταν η συγκεκριμένη προς εξέταση κοινοτική διάταξη έχει ήδη ερμηνευθεί από [*517]το ΔΕΕ ή όπου η ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου είναι τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για οποιαδήποτε αμφιβολία.

 

9.  Υπό το φως των πιο πάνω αρχών θα έπρεπε να κριθεί και η παρούσα Αίτηση, δεδομένου ότι βασικό κριτήριο το οποίο κλίνει υπέρ της απόφασης για παραπομπή είναι το κατά πόσο η επιζητούμενη παραπομπή είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς στην υπό κρίση έφεση.

 

10. Όπως διαπιστωνόταν από την εκτεταμένη Έκθεση Απαίτησης της Αιτήτριας στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν δικογραφούνταν ισχυρισμοί, ούτε και γινόταν οποιαδήποτε αναφορά σε ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών, παρά μόνο παρενθετική επίκληση ετεροβαρών όρων.

 

11. Κατά προέκταση ούτε και στην πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε τέτοιο ζήτημα. Τελικά η αξίωση της Εφεσείουσας, όπως προέκυπτε από τις δικογραφημένες θέσεις της, εδραζόταν σε πληθώρα αιτιών αγωγής, οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από επίκληση παράβασης συμφωνίας εκ μέρους των Εφεσιβλήτων.

 

12. Από την εξέταση του συνόλου των λόγων έφεσης εύκολα εντοπιζόταν από την αιτιολογία που παρεχόταν στους μόνους σχετικούς, ότι το παράπονο της Εφεσείουσας περιστρεφόταν γύρω από τη θέση πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στις υποθέσεις Συρίμη ν. Οργανισμού Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131 και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238.

 

13. Ήταν η ανάλογη προσέγγιση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να διακρίνει την επίδικη υπόθεση από τις πιο πάνω, λόγω των διαφορετικών δεδομένων που την περιβάλλουν.

 

14. Η ουσία των συγκεκριμένων λόγων έφεσης κινείτο γύρω από τα, κατ’ ισχυρισμό, ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης όπως αυτά αποτυπώνονταν στη μεταξύ των διαδίκων επίδικη συμφωνία και στα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν μέσα από τη συμφωνία αυτή. Παράγοντες άσχετοι με την επίκληση ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών.

 

15. Αναφορικά με τον 32ο μόνο λόγο έφεσης ο οποίος έχρηζε περαιτέρω εξέτασης, προέκυπτε από το αυτούσιο περιεχόμενο του, εξετάζοντας τον υπό το πρίσμα των αναγκών της παρούσας Αίτησης, [*518]ότι ήταν εκτός των ουσιαστικών βάσεων αγωγής που τίθεντo μέσα από την Έκθεση Απαίτησης.

 

16. Δεν ήταν δε καθοριστικής σημασίας για σκοπούς τελικής κατάληξης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της ακρόασης της έφεσης.

 

17. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν αχρείαστη η παραπομπή προδικαστικού ζητήματος το οποίο θα είχε ως κεντρικό άξονα την επίκληση των προβαλλόμενων ως καταχρηστικών ρητρών.

 

18. Τούτο διότι, αφενός, όπως και οι συνήγοροι των μερών αναγνώρισαν, πάγια νομολογία του ΔΕΕ έχει καλύψει τη βασική φιλοσοφία του συστήματος προστασίας που θεσπίζει η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ.

 

19. Αφετέρου, σ’ ότι αφορά τη χώρα μας - και κατ’ ακολουθία του Άρθρου 10 της σχετικής Οδηγίας και προς συμμόρφωση με αυτή - θεσπίσθηκε ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996, Ν. 93(Ι)/96.

 

20. Υπό το πρίσμα των διατάξεων του Νόμου αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε παρόμοια ζητήματα επίκλησης καταχρηστικών ρητρών στις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς (κατωτέρω).

 

21. Στη Συρίμη - ο σχετικός δικαστικός λόγος της οποίας ακολουθήθηκε και στην Καλλικάς - κρίθηκε μεταξύ άλλων ότι οι ρήτρες της επίδικης συμφωνίας δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές και θεωρήθηκαν, κατ’ ακολουθία του Άρθρου 5 του Νόμου 93(1)/96, ότι συμφωνήθηκαν καλή τη πίστει και χωρίς την άσκηση οποιασδήποτε πίεσης ή άλλης αθέμιτης παρότρυνσης.

 

22. Τονίστηκε περαιτέρω ότι ακόμη και αν κάποιες από τις ρήτρες θεωρούνταν καταχρηστικές, η Εφεσείουσα δεν θα απαλλασσόταν εντελώς των υποχρεώσεών της, αλλά θα είχε δικαίωμα είτε να τερματίσει τη σύμβαση λόγω της καταχρηστικής ρήτρας, είτε να επιμένει για τη μη εφαρμογή της ρήτρας. Η σύμβαση, όμως, θα συνέχιζε να ισχύει σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες, βασικές, υποχρεώσεις της Εφεσείουσας, εκτός και αν δεν θα μπορούσε να διαχωρισθεί ως ισχύουσα χωρίς την καταχρηστική ρήτρα.

 

23. Με βάση τα πιο πάνω, ότι η επιζητούμενη παραπομπή δεν ήταν αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό κρίση έφεση, ούτε και διαπιστωνόταν ύπαρξη ουσιώδους, καθοριστικού, θέματος [*519]για σκοπούς τελικής κατάληξης και τελεσίδικης επίλυσης της επίδικης διαφοράς.

 

24. Ούτως ή άλλως, η έκδοση διαταγής για παραπομπή θα ήταν αδικαιολόγητη δεδομένης της σαφήνειας των σχετικών διατάξεων του Νόμου και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας επί της οποίας βασίζεται και της ερμηνείας που τους έχει δοθεί από προηγούμενη σχετική νομολογία.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Cypra Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305,

 

Netmed N.V. κ.ά. ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Συνεκδ. υποθ. 1522/2006 και 1523/2006, ημερ. 7.9.2007,

 

Μιχαλιάς ν. Μιχαλιά (Αρ.2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 908,

 

Συρίμη ν. Οργανισμού Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131,

 

Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238.

 

Έφεση - Αίτηση.

 

Αίτηση για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια της Έφεσης από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4117/2002), ημερομηνίας 9/8/2010.

 

Λ. Λουκαΐδης με Δ. Δημητρό (κα), για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

 

Λ. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2.

 

Γ. Στυλιανού, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση 3.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

[*520]ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα με αγωγή την οποία είχε καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξίωνε εναντίον των Εφεσιβλήτων δήλωση «με την οποία να τερματίζεται η Συμφωνία χρηματοδοτήσεως επενδυτικού σχεδίου και το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 05/06/2000, ως διαρρηχθείσα από τους Εναγόμενους αρ. 1, 2 και 3». Αξίωνε επίσης αποζημιώσεις για ζημιά που κατ’ ισχυρισμό υπέστη λόγω παράβασης της πιο πάνω συμφωνίας από τους Εφεσίβλητους και διάταγμα διατάσσον τους Εφεσίβλητους 1 να αποδεσμεύσουν αριθμό μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας. Ήταν η δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας, όπως αποτυπωνόταν στην εκτεταμένη Έκθεση Απαίτησής της, ότι στις 14.6.2000 υπέγραψε συμφωνία με τους εφεσίβλητους για παροχή σε αυτήν πιστωτικών διευκολύνσεων. Προς το σκοπό ενεργοποίησης της συμφωνίας αυτής η Εφεσείουσα κατέθεσε σε λογαριασμό μετοχές αξίας ΛΚ60.000 περίπου, ως αρχικό κεφάλαιο. Η Εφεσείουσα προέβαλε περαιτέρω τη θέση ότι η Εφεσίβλητη 1 την εξώθησε να υποβάλει αίτηση για συμμετοχή σε επενδυτικό σχέδιο, ότι σχετικό πληρεξούσιο που δόθηκε ήταν αποτέλεσμα άσκησης πιέσεων και ότι οι Εφεσίβλητοι προέβησαν σε διαβεβαιώσεις σε σχέση με το υπό αναφορά σχέδιο. Ήταν, ακόμη, δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας ότι η συμφωνία ήταν ετεροβαρής, ότι ουδέποτε υπέγραψε έγκυρη σύμβαση και ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν παραβεί τα εκ του νόμου απορρέοντα καθήκοντά τους ως θεματοφύλακες ή επίτροποι ή εμπιστευματοδόχοι. Λόγω των προβαλλόμενων αυτών παραβιάσεων, η Εφεσείουσα τερμάτισε την επίδικη συμφωνία και τον λογαριασμό, αξιώνοντας αποζημιώσεις και προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι Εφεσίβλητοι παράνομα και/ή κακόβουλα προέβησαν σε πωλήσεις μετοχών και παρέλειψαν να διαχειριστούν ορθά την περιουσία της προκαλώντας σε αυτή ζημιά. Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από χρονοβόρα διαδικασία ακρόασης απέρριψε την αγωγή, εκδίδοντας ταυτόχρονα απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης 1 κατ’ ακολουθία σχετικής ανταπαίτησης που καταχωρήθηκε.

 

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε στις 20.9.2010 η παρούσα έφεση. Τριάντα επτά λόγοι έφεσης προωθήθηκαν προς ανατροπή της απόφασης. Από της ημερομηνίας καταχώρησης της έφεσης μέχρι και της καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης μεσολάβησαν άλλα δικονομικά διαβήματα, για τα οποία είναι αχρείαστη η παράθεση περαιτέρω λεπτομερειών. Στις 29.5.2014 καταχωρήθηκε η Αίτηση που αποτελεί και το αντικείμενο της απόφασής μας. Η Εφεσείουσα – Αιτήτρια αιτείται:

 

«(Α) Την Έκδοση Διατάγματος δυνάμει της Συνθήκης της Ευ[*521]ρωπαϊκής Ένωσης και ειδικά το Άρθρο 19(3), της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικά το Άρθρο 267 (πρώην Άρθρο 234 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής το «ΔΕΕ»), των πιο κάτω ερωτημάτων:

 

(1) Κατά πόσο το Άρθρο 134 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 με θέμα «Δικαίωμα ενεχυροδανειστή σε περίπτωση υπερημερίας του ενεχυριαστή» ούτως ώστε ο ενεχυροδανειστής να εξασκεί το εν λόγω δικαίωμα οποτεδήποτε επιθυμεί, αντιβαίνει του σκοπού και του πνεύματος της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές και ειδικά των Άρθρων 3, 4, 6 και 7 αυτής.

 

(2) Κατά πόσο σε μία σύμβαση χρηματοδότησης με πιστωτικό όριο και με αποκλειστικό σκοπό την αγορά μετοχών εταιρειών εισηγμένων σε χρηματιστήριο, με εξασφάλιση μετοχές:

 

(α) οι μετοχές αυτές είναι αγαθό τέτοιας φύσης,

 

(β) η εγγραφή των εν λόγω μετοχών στο όνομα της θυγατρικής εταιρείας του χρηματοδοτικού οργανισμού ως Εμπιστευματοδόχου,

 

(γ) η εξάσκηση του δικαιώματος πώλησης των εν λόγω μετοχών από το χρηματοδοτικό οργανισμό οποτεδήποτε επιθυμεί,

 

με βάση το Άρθρο 4(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ αποτελούν παράγοντες για την αξιολόγηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της σύμβασης.

 

(3) Αναφορικά με το Άρθρο 3(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατά πόσο η συμφωνία χρηματοδότησης (Τεκμήριο 2) η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, στην οποία:

[*522](α)  ο όρος 2(Ε) της εν λόγω συμφωνίας, αναφέρει ρητά ότι ο επαγγελματίας έχει δικαίωμα πώλησης των υπό εγγύηση μετοχών, ενώ αντίθετα ο καταναλωτής για να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές χρειαζόταν την εκ των προτέρων συγκατάθεση του επαγγελματία, λόγω του ότι οι μετοχές ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα της θυγατρικής εταιρείας του επαγγελματία,

 

(β) ο όρος 6(Γ) αναφέρει ρητά ότι ο επαγγελματίας έχει δικαίωμα τερματισμού της εν λόγω Συμφωνίας, ενώ αντίθετα καταναλωτής δεν είχε τέτοιο δικαίωμα.

 

σημαίνουν σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών και κατά πόσο οι εν λόγω όροι 2(Ε) και 6(Γ) είναι καταχρηστικοί.

 

(4) Κατά πόσο, με βάση την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, η εξάσκηση του δικαιώματος πώλησης των υπό εξασφάλιση μετοχών που απορρέει από μία σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και/ή του δικαιώματος τερματισμού που απορρέει από μία τέτοια σύμβαση, που εξαρτώνται από τη βούληση του επαγγελματία να κρίνει οποτεδήποτε αυτός θελήσει, με αποτέλεσμα αυτός να έχει το μέγιστο δυνατό όφελος και ο καταναλωτής τη μέγιστη δυνατή ζημιά, οι όροι αυτοί είναι καταχρηστικοί.

 

(5) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο ερώτημα (3) ή στο ερώτημα (4) ή και στα δύο αυτά ερωτήματα, (δηλαδή ύπαρξης ουσιωδών καταχρηστικών ρητρών) αναφορικά με το Άρθρο 6(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, κατά πόσο τέτοια σύμβαση δεσμεύει ή όχι τον καταναλωτή.

 

(6) Κατά πόσο με βάση τη Νομολογία του ΔΕΕ (π.χ. Brasserie du Pecheur S.A. κατά Budesrepublik Deutschland και The Queen κατά Secretary of State for Transport, ex parte: Factortame Ltd και λοιπών, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93 σκέψη 85), εφόσον η απαίτηση ήταν περιουσιακό στοιχείο της Εναγόμενης 1, η παράλειψη της ως επαγγελματία να εξασκήσει τα δικαιώματα της έγκαιρα περί τον Αύγουστο 2000, να πωλήσει τις υπό εξασφάλιση μετοχές [*523]για να εισπράξει όλα τα χρήματά της και να αποφύγει τη ζημιά της ή να περιορίσει την έκταση της:

 

(α) θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της απαίτησης της και κατά πόσο,

 

(β) την εμποδίζει να απαιτεί οποιονδήποτε ποσό από την Εφεσείουσα/Αιτήτρια.

 

(Β) Διατάγματος για την παραπομπή της πιο πάνω Έφεσης για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

(Γ) Διατάγματος για την αναστολή της διαδικασίας της πιο πάνω Έφεσης μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το ΔΕΕ επί της πιο πάνω προδικαστικής παραπομπής.

 

(Δ) Οιανδήποτε άλλη ή περαιτέρω διαταγή ως το Ανώτατο Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογη και/ή δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

 

(Ε) Έξοδα της παρούσας αίτησης πλέον Φ.Π.Α..»

 

Στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας απέσυραν το αιτητικό (Β), το οποίο, συνακόλουθα απερρίφθη.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση επισημαίνεται ότι η επίδικη υπόθεση έχει σχέση με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ καθότι η εν λόγω Οδηγία έχει αντικείμενο τις καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις και καθορίζει πότε μία ρήτρα που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική. Εισηγείται η ενόρκως δηλούσα – Αιτήτρια ότι σκοπός της παρούσας αίτησης είναι η διασφάλιση ενιαίας, ομοιόμορφης και αποτελεσματικής ερμηνείας και εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας σε όλα τα Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ολοκληρώνοντας θέτει ότι η προδικαστική παραπομπή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την επίδικη υπόθεση καθότι τα συγκεκριμένα ερωτήματα για τα οποία αξιώνεται παραπομπή στο ΔΕΕ αποτελούν τους σημαντικότερους λόγους έφεσης.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση – Εφεσίβλητοι προβάλλουν ένσταση, θέτοντας ότι η αίτηση είναι αβάσιμη, αδικαιολόγητη και καταχρηστική και αποσκοπεί στην καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθε[*524]σης. Εισηγούνται περαιτέρω ότι η παραπομπή των εγειρόμενων θεμάτων δεν είναι αναγκαία για την έκδοση τελικής απόφασης στην προκειμένη περίπτωση. Με την επιφύλαξη των πιο πάνω, θέτουν ότι η εξέταση ζητήματος ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στην επίδικη συμφωνία μπορεί κάλλιστα να γίνει και ανάλογα να αποφασισθεί από το ημεδαπό δικαστήριο. Πολύ δε περισσότερο εφόσον ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996, Ν. 93(Ι)/96 ενσωμάτωσε ουσιαστικά τις πρόνοιες της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις ικανές αγορεύσεις τους προώθησαν τις θέσεις τους και υποβοήθησαν το Δικαστήριο στην εξέταση της υπό κρίση Αίτησης. Με κάθε σεβασμό στην προσπάθειά τους, χάριν οικονομίας και μόνο του λόγου, θα αποφύγουμε στο παρόν στάδιο επανάληψη των εισηγήσεων τους. Στην πορεία της απόφασής μας και στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο θα γίνουν σχετικές παρεμβολές.

 

Ο περί Δικαστηρίων Νόμος, Ν. 14/60, τροποποιήθηκε με τον Τροποποιητικό Νόμο 119(Ι)/2008, με την προσθήκη του Άρθρου 34Α, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφορικά με πράξεις που προβλέπονται στο Άρθρο 35(1) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

 

«34Α.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ’ αυτού.

 

(2) Σε περίπτωση που ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, το Ανώ[*525]τατο Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

 

Το Άρθρο 267 (πρώην 234) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζει:

 

«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:

 

(α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,

 

(β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.

 

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού.

 

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο ……»

 

Στην Cypra Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζοντας αίτηση για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με την εξουσία που περιβάλλει το Άρθρο 267:

 

«Το Άρθρο 267 (πρώην Άρθρο 234) της Συνθήκης, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρέχει στο Δ.Ε.Ε. την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να εφαρμόζει τη Συνθήκη στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το εν λόγω άρθρο δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το Δ.Ε.Ε. ενεργεί σαν Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η λειτουργία του είναι "essential for the preservation of the Community character of law established by the Treaty and has the object of ensuring that in all circumstances this law is the same in all States of the Community" (είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και έχει στόχο να διασφαλίσει ότι σε όλες τις περιστάσεις ο νόμος αυτός είναι ο ίδιος σε όλα τα Κράτη Μέλη [*526]της Κοινότητας) (Υπόθεση 166/73, Rheinműhlen-Dusseldorf v. EVGF, [1974] ECR 33).

 

Το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του Εθνικού Δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του (Duringello v. INPS, Case C-186/90). Θα πρέπει βέβαια να λεχθεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ νομικών θεμάτων και γεγονότων δεν είναι πάντα εύκολος. Γι’ αυτό δεν είναι άγνωστες οι περιπτώσεις όπου η διατύπωση μιας απόφασης του Δ.Ε.Ε. ελάχιστη ή καμιά διακριτική ευχέρεια αφήνει στα εθνικά δικαστήρια ως προς το πώς θα εφαρμόσουν την απόφαση στα γεγονότα της υπόθεσης που είναι ενώπιόν τους. (Υπόθεση 235/87, Annunziatta Matteucci v. Communauté Française de Belgique, [1988] CMLR 357). Χρήσιμη περίληψη των λόγων που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. περιέχεται στην απόφαση του Δικαστή MacPherson στην υπόθεση R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. [1987] C.M.L.R. (2), p. 1, 4. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

"I do not refer the case simply because a serious point of Community law arises, but I do so for the following reasons:

 

1.  The relevant facts are not in dispute. The case before me in its written form and the documents before me set out the facts which are substantially, if not wholly, agreed.

 

2.  The point raised will in my judgment be substantially determinative of the case.

 

3.  There is no Community authority precisely or indeed in my judgment closely in point.

 

4.  The point raised and indeed the case itself are both put forward in good faith and without any adverse motive ...

 

5.  I am convinced that at some stage in its life the case will be or will have to be referred to Europe.

[*527]6.   I do not find the point free from doubt."

 

Σε μετάφραση,

 

"Δεν παραπέμπω την υπόθεση απλά γιατί σοβαρό σημείο του Κοινοτικού Δικαίου εγείρεται, αλλά την παραπέμπω για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.  Τα σχετικά γεγονότα δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Η υπόθεση ενώπιον μου στην έγγραφη μορφή της και τα ενώπιον μου έγγραφα παραθέτουν τα γεγονότα τα οποία, αν όχι στην ολότητά τους, στην ουσία είναι συμφωνημένα.

 

2.  Το νομικό σημείο που ηγέρθη, κατά την κρίση μου, θα είναι καθοριστικό για την επίλυση τελεσίδικα της επίδικης διαφοράς.

 

3.  Δεν υπάρχει Κοινοτική αυθεντία ακριβώς στο σημείο ή πραγματικά κατά την κρίση μου, παραπλήσια του.

 

4.  Το εγερθέν σημείο και πραγματικά αυτή η ίδια η υπόθεση προβάλλονται και τα δύο καλόπιστα και χωρίς υστερόβουλο κίνητρο.

 

5.  Είμαι πεπεισμένος ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η υπόθεση θα παραπεμφθεί ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

 

6.  Δεν βρίσκω ότι το σημείο είναι απαλλαγμένο αμφιβολίας."

 

Σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε., χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει, σ’ αυτές τις ίδιες τις Συστάσεις του Δικαστηρίου που αφορούν τέτοιες παραπομπές (Information Note on references from National Courts for a Preliminary Ruling (2012/C338/01) και ιδιαίτερα στην υπό στοιχείο 13 Σύσταση, την οποία και παραθέτουμε:

 

"13. Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει το ίδιο για την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και για την εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνει, ιδίως αν θεωρεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Εντούτοις, η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί να αποδει[*528]χθεί ιδιαίτερα χρήσιμη όταν πρόκειται για νέο ερμηνευτικό ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος που συμβάλλει στην ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή όταν προκύπτει ότι η υφιστάμενη νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πρωτοεμφανιζόμενο πλαίσιο μιας υποθέσεως."

 

(Η έμφαση είναι δική μας)»

 

Στην υπόθεση Netmed N.V. κ.ά. ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Συνεκδ. υποθ. 1522/2006 και 1523/2006, ημερ. 7.9.2007, λέχθηκαν σχετικά τα εξής από τον Φωτίου, Δ.:

 

      «Βασικό κριτήριο το οποίο κλίνει υπέρ της απόφασης για παραπομπή, είναι το κατά πόσο η παραπομπή στο ΔΕΚ είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό εκδίκαση υπόθεση, εδώ τις παρούσες προσφυγές. (Βλέπε Bulmer v. Bollinger (1974) 2 All E.R. 1226, 1235 - 1236, R v. International Stock Exchange Exparte Else (1993) 1 All E.R. 420 και το Σύγγραμμα The Foundations of European Community Law Fifth Edition του T.C. Hartley σελ. 296-297 κάτω από τον τίτλο DΙSCRETION). Στην υπόθεση Bulmer v. Bollinger ο Λόρδος Denning ανάφερε ότι "´necessary´ meant that the outcome of the case must be dependent on the decision." Το αποτέλεσμα δηλαδή της υπόθεσης να εξαρτάται από την απόφαση του ΔΕΚ. Κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας αν θα παραπέμψει ή όχι το θέμα, το εθνικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και το κατά πόσο μπορεί, με βεβαιότητα, να αποφασίσει το ίδιο το εγειρόμενο θέμα.»

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, προκύπτει αβίαστα ότι στις περιπτώσεις όπου οι αποφάσεις συγκεκριμένου δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, η παραπομπή ζητήματος στο ΔΕΕ είναι υποχρεωτική, υπό την αίρεση όμως ότι κρίνεται, από το ίδιο το Δικαστήριο, πως η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου. Η υποχρέωση παραπομπής από δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα ενυπάρχει όπου το αναφυόμενο θέμα αφορά ερμηνεία κοινοτικού δικαίου και νοουμένου πως διαπιστώνεται το ουσιώδες του θέματος για σκοπούς κατάληξης. Περαιτέρω δεν υπάρχει υποχρέωση παραπομπής όταν η συγκεκριμένη προς εξέταση κοινοτική διάταξη έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή όπου η ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου είναι τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για οποιαδήποτε αμφιβολία.

[*529]Στην υπόθεση Μιχαλιάς ν. Μιχαλιά (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 908, 915, παρατηρείται η εξής προσέγγιση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, το οποίο και αποφάσισε την παραπομπή θέματος στο ΔΕΕ (τότε ΔΕΚ):

 

«14.  Το θέμα που εγείρεται, φαίνεται πως δεν είναι ξεκάθαρο. Επειδή προβλέπουμε ότι η όποια ερμηνεία του Κανονισμού με αναφορά στο υπό κρίση θέμα, θα έχει αντίκτυπο στο κοινοτικό δίκαιο, θεωρούμε σκόπιμο να ζητήσουμε την αρωγή του Δ.Ε.Κ. για την αυθεντική ερμηνεία του Κανονισμού. Στην απόφασή μας για την παραπομπή του θέματος στο Δ.Ε.Κ. υπό μορφή ερωτήματος, λάβαμε υπόψη ότι: (i) Δεν υπήρξε παρόμοιο θέμα αντικείμενο εξέτασης από τα Δικαστήρια των άλλων χωρών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή από το Δ.Ε.Κ., (ii) το θέμα είναι αρκετά σοβαρό και η ερμηνεία των προεκτάσεων της εφαρμογής του, που θα επηρεάσει όλα τα κράτη μέλη, θα πρέπει να δοθεί από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και (iii) η γνωμάτευση κρίνεται αναγκαία μέσα στα πλαίσια της επίλυσης των διαφορών των διαδίκων.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών θα κριθεί και η ενώπιόν μας Αίτηση, έχοντας πάντα κατά νου ότι βασικό κριτήριο το οποίο κλίνει υπέρ της απόφασης για παραπομπή είναι το κατά πόσο η επιζητούμενη παραπομπή είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς στην υπό κρίση έφεση.

 

Όπως διαπιστώνεται από την εκτεταμένη Έκθεση Απαίτησης της Αιτήτριας στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν δικογραφούνται ισχυρισμοί, ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών, παρά μόνο παρενθετική επίκληση ετεροβαρών όρων (παράγραφος 9(ε) της Έκθεσης Απαίτησης). Κατά προέκταση ούτε και στην πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε τέτοιο ζήτημα. Τελικά η αξίωση της Εφεσείουσας, όπως προκύπτει από τις δικογραφημένες θέσεις της, εδράζεται σε πληθώρα αιτιών αγωγής, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από επίκληση παράβασης συμφωνίας εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, παράλειψής τους να ενεργήσουν σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην επίδικη συμφωνία και παράβασης, εκ μέρους τους, εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και/ή υποχρεώσεων τους ως θεματοφυλάκων και/ή επιτρόπων και/ή εμπιστευματοδόχων και/ή αντιπροσώπων της Εφεσείουσας. Περαιτέρω, διαζευκτικά, διεκδικούνται αποζημιώσεις στη βάση δόλου, απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων των Εφεσιβλήτων. Συνεπώς ούτε επίκληση ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών [*530]εντοπίζεται στην Έκθεση Απαίτησης, αλλά ούτε και αξιώνονται θεραπείες στη βάση αυτή.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας παρέπεμψαν στους ενώπιόν μας λόγους έφεσης, προκειμένου να τεκμηριώσουν τη θέση τους ότι το υπό εξέταση ζήτημα των καταχρηστικών ρητρών και η σχετική Οδηγία 93/13/ΕΟΚ συνιστούν βασικά θέματα, άρρηκτα συνυφασμένα με την ενώπιόν μας διαδικασία. Έχουμε διεξέλθει στο σύνολό τους τους λόγους έφεσης και εύκολα εντοπίζεται από την αιτιολογία που παρέχεται στους μόνους σχετικούς (λόγοι έφεσης 6, 14, 16 και 20), ότι το παράπονο της Εφεσείουσας περιστρέφεται γύρω από τη θέση πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στις υποθέσεις Συρίμη ν. Οργανισμού Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131  και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238. Είναι η ανάλογη προσέγγιση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να διακρίνει την επίδικη υπόθεση από τις πιο πάνω λόγω των διαφορετικών δεδομένων που την περιβάλλουν. Προβάλλει επίσης η Εφεσείουσα, μέσω των υπό αναφορά λόγων έφεσης, ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί δικαιώματος των Εφεσίβλητων για πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών, δεν βρίσκει έρεισμα στη συμφωνία χρηματοδότησης και θα έπρεπε τέτοιο δικαίωμα να ασκηθεί με καλή πίστη και με την κατάλληλη επιμέλεια ή έστω σε εύλογο χρονικό διάστημα από την παραβίαση της συμφωνίας προς το σκοπό προστασίας και των θεμιτών συμφερόντων και της Εφεσείουσας. Η ουσία λοιπόν των συγκεκριμένων λόγων έφεσης κινείται γύρω από τα, κατ’ ισχυρισμό, ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης όπως αυτά αποτυπώνονται στη μεταξύ των διαδίκων επίδικη συμφωνία και στα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν μέσα από τη συμφωνία αυτή. Παράγοντες άσχετοι με την επίκληση ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών.

 

Ο μόνος λόγος έφεσης που χρήζει περαιτέρω εξέτασης είναι ο 32ος ο οποίος έχει ως ακολούθως:

 

«1) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ ορθά εντόπισε ότι στην Έκθεση Απαίτησης περιλαμβάνεται ισχυρισμός της Ενάγουσας ότι «η συμφωνία ήταν ετεροβαρής σε βάρος της» (ως η σελ. 2 της εκκαλούμενης απόφασης), εντούτοις παντελώς εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δεν εξέτασε και δεν αποφάνθηκε επί του εν λόγω δικογραφημένου ισχυρισμού της Ενάγουσας.

 

2)   Με τον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε την επίδικη συμφωνία επενδυτικού σχεδίου, υιο[*531]θετώντας ουσιαστικά την θέση των Εναγομένων, αυτή:

 

(α) είναι ετεροβαρής σε βάρος της Ενάγουσας, και

 

(β) προσκρούει στις πρόνοιες του περί Καταχρηστικών Ρητρών Νόμου, Ν. 93(1)/96. Συνεπώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε:

 

(i) την ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,

 

(ii) τον Περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Ν. 93(1)/96 και ειδικά τα Άρθρα 6(1) και 7 που εξέθεσε η Ενάγουσα στην Αγόρευσή της.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

 

(1)  Υιοθετούμε τον ΠΕΜΠΤΟ μέχρι και ΔΕΚΑΤΟ Λόγο Έφεσης, τον ΔΕΚΑΤΟΤΕΤΑΡΤΟ, ΔΕΚΑΤΟΕΒΔΟΜΟ και ΕΙΚΟΣΤΟ Λόγο έφεσης.

 

(2)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι η επίδικη υπόθεση έχει σχέση με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως η εισήγηση της Ενάγουσας στη γραπτή της Αγόρευση.

 

(3)  Διέλαθε της προσοχής του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το όλο επενδυτικό Σχέδιο της Εναγόμενης 1, με τον τρόπο που το ερμήνευσε, έδωσε στην Εναγόμενη 1 μόνο δικαιώματα και φόρτωσε την Ενάγουσα μόνο με υποχρεώσεις ώστε να είναι σε τέτοιο βαθμό ετεροβαρές που να είναι δυσβάσταχτο για την Ενάγουσα.

 

(4)  Ερμήνευσε αντινομικά το Σχέδιο και ειδικότερα τους όρους 2(Ε), 2(ΣΤ) του Τεκμηρίου 2 ευνοϊκότερα για την Εναγόμενη 1 (το δυνατό μέρος που ετοίμασε και προκαθόρισε το Σχέδιο) και ενάντια της Ενάγουσας (που είναι το αδύνατο μέρος), κατά παράβαση της Αρχής Contra – Preferendum.

 

(5)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το επίδικο σχέδιο μονόπλευρα υπέρ των Εναγομένων και σε βάρος της Ενάγουσας.»

[*532]Έχουμε ήδη καταγράψει την ουσία των αξιώσεων της Εφεσείουσας, όπως αυτές αναδύονται μέσα από το σώμα των δικογραφημένων θέσεών της. Δεν εκφέρουμε τελική κρίση, αλλά αντικρίζοντας τον πιο πάνω λόγο έφεσης υπό το πρίσμα των αναγκών της παρούσας Αίτησης, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι φαίνεται να εκφεύγει των ουσιαστικών βάσεων αγωγής που τίθενται μέσα από την Έκθεση Απαίτησης. Δεν είναι δε καθοριστικής σημασίας για σκοπούς τελικής κατάληξης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της ακρόασης της έφεσης. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν αχρείαστη η παραπομπή προδικαστικού ζητήματος το οποίο θα είχε ως κεντρικό άξονα την επίκληση των προβαλλόμενων ως καταχρηστικών ρητρών. Τούτο διότι, αφενός, όπως και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών αναγνώρισαν, πάγια νομολογία του ΔΕΕ έχει καλύψει τη βασική φιλοσοφία του συστήματος προστασίας που θεσπίζει η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και η οποία στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης. Θέση η οποία και τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχουν καταρτισθεί εκ των προτέρων, χωρίς να έχει τη δυνατότητα επηρεασμού του περιεχομένου τους. Είναι αυτή η ανισότητα στη διαπραγματευτική δύναμη που οδήγησε στην έκδοση της υπό αναφορά Οδηγίας, η οποία και υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν μηχανισμό ελέγχου τέτοιων συμβατικών ρητρών, προκειμένου να διαπιστώνεται ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας τους. Αφετέρου, σ’ ότι αφορά τη χώρα μας - και κατ’ ακολουθία του Άρθρου 10 της Οδηγίας και προς συμμόρφωση με αυτή - θεσπίσθηκε ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996, Ν. 93(Ι)/96. Υπό το πρίσμα των διατάξεων του Νόμου αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε παρόμοια ζητήματα επίκλησης καταχρηστικών ρητρών στις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς (ανωτέρω). Στη Συρίμη - ο σχετικός δικαστικός λόγος της οποίας ακολουθήθηκε και στην Καλλικάς - κρίθηκε ότι οι ρήτρες της επίδικης συμφωνίας δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές και θεωρήθηκαν, κατ’ ακολουθία του Άρθρου 5 του Νόμου 93(1)/96, ότι συμφωνήθηκαν καλή τη πίστει και χωρίς την άσκηση οποιασδήποτε πίεσης ή άλλης αθέμιτης παρότρυνσης. Τονίστηκε περαιτέρω ότι ακόμη και αν κάποιες από τις ρήτρες θεωρούνταν καταχρηστικές, η Εφεσείουσα δεν θα απαλλασσόταν εντελώς των υποχρεώσεών της, αλλά θα είχε δικαίωμα είτε να τερματίσει τη σύμβαση λόγω της καταχρηστικής ρήτρας, είτε να επιμένει για τη μη εφαρμογή της ρήτρας. Η σύμβαση, όμως, θα συνέχιζε να ισχύει σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες, βασικές, υποχρεώσεις της Εφεσείουσας, εκτός και αν δεν θα μπορούσε να διαχωρισθεί ως ισχύουσα χωρίς την καταχρηστική ρήτρα.

[*533]Είναι η κατάληξή μας με βάση τα πιο πάνω, ότι η επιζητούμενη παραπομπή δεν είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό κρίση έφεση, ούτε και διαπιστώνεται ύπαρξη ουσιώδους, καθοριστικού, θέματος για σκοπούς τελικής κατάληξης και τελεσίδικης επίλυσης της επίδικης διαφοράς. Ούτως ή άλλως, η έκδοση διαταγής για παραπομπή θα ήταν αδικαιολόγητη δεδομένης της σαφήνειας των σχετικών διατάξεων του Νόμου και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας επί της οποίας βασίζεται και της ερμηνείας που τους έχει δοθεί από προηγούμενη σχετική νομολογία.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της Αιτήτριας – Εφεσείουσας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο