Σταυράκης Χάρης και Άλλος ν. Δήμου Λευκωσίας (2015) 1 ΑΑΔ 731

ECLI:CY:AD:2015:A213

(2015) 1 ΑΑΔ 731

[*731]24 Μαρτίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

1. ΧΑΡΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ,

2. ΡΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε68/2013)

 

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής κατάληξης σε αίτηση έκδοσης προσωρινού προστακτικού διατάγματος, η οποία προωθήθηκε στο πλαίσιο αγωγής με κύριο αγώγιμο δικαίωμα την οχληρία ― Απόφανση Εφετείου ότι ορθώς εκρίθη πως η επιδίκαση αποζημιώσεων θα αποτελούσε επαρκή θεραπεία και τυχόν απόδοση των αιτούμενων θεραπειών, θα ισοδυναμούσε με επιτυχία των εναγόντων στο πρώιμο στάδιο της ενδιάμεσης αίτησης.

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Διακριτική ευχέρεια ― Πότε χωρεί επέμβαση του Εφετείου ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει ακόμα και σε περίπτωση που αν ασχολείτο με το θέμα πρωτοδίκως, δυνατόν να εξέδιδε διαφορετικό διάταγμα, νοουμένου ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου έχει ασκηθεί ορθά.

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής, δεν πρέπει να παραχωρούνται ― Χωρίς να παραγνωρίζεται η δυνατότητα του Δικαστηρίου να παραχωρήσει σε κατάλληλη περίπτωση προσωρινά διατάγματα ταυτόσημα με εκείνα αγωγής, εξουσία, που πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ.

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Παρατήρηση Εφετείου ότι η μη προώθηση καταχώρησης έκθεσης απαιτήσεως σε αγωγή και η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος, άφηνε να νοηθεί ότι η επιδιωκόμενη έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων αποτελούσε γι’  αυτούς αυτοσκοπό.

[*732]Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση, πρωτόδικη απορριπτική απόφαση εκδοθείσα σε αίτηση διά κλήσεως με την οποία επιζητείτο η έκδοση προσωρινών προστακτικών διαταγμάτων.

 

Η αίτηση προωθήθηκε στο πλαίσιο αγωγής για οχληρία και παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων η οποία στράφηκε εναντίον του Δήμου Λευκωσίας, εφεσιβλήτων, και με αυτήν διεκδικούνταν και σχετικές αποζημιώσεις.

 

Με τη μονομερή αίτηση η οποία διατάχθηκε τελικώς από το πρωτόδικο όπως επιδοθεί, επιδιωκόταν η έκδοση προσωρινών προστακτικών διαταγμάτων, με τα οποία να διατάσσονταν οι εφεσίβλητοι να ακυρώσουν δύο χώρους στάθμευσης επί της οδού έξω από την κατοικία των εφεσειόντων, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής και επαναφορά διπλής κίτρινης γραμμής.

 

Καταχωρήθηκε ένσταση και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας το σχετικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, κατέληξε ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 ικανοποιούνταν και προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα ως προς την τρίτη προϋπόθεση - δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Έκρινε ότι εάν οι αιτητές επετύγχαναν τελικά στην αγωγή τους, η επιδίκαση αποζημιώσεων θα αποτελούσε γι’ αυτούς επαρκή θεραπεία λαμβανομένου υπόψη, ότι τα περιστατικά και η φύση της υπόθεσης ήταν τέτοια, που επέτρεπαν δίκαιο και εύλογο υπολογισμό της ζημιάς των αιτητών.

 

Διαπίστωσε ακόμη, τη διεκδίκηση ταυτόσημων θεραπειών με την αγωγή η οποία θα ισοδυναμούσε  ουσιαστικά με επίλυση της ουσίας της αγωγής.

 

Κατέληξε, ότι δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση και ότι ήταν επιβεβλημένο να διατηρηθεί το status quo μέχρι τελείας εκδίκασης της υπόθεσης, αποφαινόμενο ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Οι πιο πάνω πρωτόδικες κρίσεις αμφισβητήθηκαν στην ολότητα τους με την έφεση, με επιπρόσθετο λόγο την  εσφαλμένη αξιολόγηση του ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικού υλικού.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει [*733]στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικάζοντος Δικαστηρίου.

 

2.  Από τη στιγμή που το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τηρείτο η τρίτη προϋπόθεση, το θέμα θα έπρεπε να είχε λήξει εκεί, χωρίς να παρίστατο ανάγκη να επικαλεστεί τη διακριτική του ευχέρεια για τη μη έκδοσή του.

 

3.  Από τη στιγμή που ικανοποιείται το πρωτόδικο Δικαστήριο για την ύπαρξη των τριών προϋποθέσεων που τίθενται με το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, δεν αυτοματοποιείται η έκδοση του αιτουμένου προστακτικού διατάγματος.

 

4.  Η επιδίκαση αποζημιώσεων θα αποτελούσε για τους εφεσείοντες επαρκή θεραπεία, αν αυτοί τελικά επιτύχουν με την αγωγή τους.

 

5.  Στην προκειμένη, δεν επρόκειτο για παράνομη πράξη ή ενέργεια, όπως την έθεσαν οι εφεσείοντες, εφόσον οι εφεσίβλητοι νομίμως έλαβαν την εν λόγω απόφαση όπως προέκυπτε από τα πρακτικά του Συμβουλίου, όπως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και αποτελούσαν κοινό έδαφος.

 

6.  Ο κίνδυνος δυστυχήματος τον οποίο προέτασσαν οι εφεσείοντες από την έξοδο οχημάτων δεν άλλαζε τα πράγματα. Η επιδίκαση αποζημιώσεων αποτελούσε επαρκή θεραπεία.

 

7.  Οι διαφορές που υπήρχαν στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων, και ιδιαιτέρως ως προς τη σημασία που θα μπορούσε να τους προσδώσει κάποιος, εφόσον δεν επιτρέπεται σ’ αυτό το στάδιο το Δικαστήριο να προβεί σε τελικά συμπεράσματα, ορθά οδήγησαν το Δικαστήριο να αποφασίσει ότι το έργο αυτό θα πρέπει να αφεθεί στο στάδιο της εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης.

 

8.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου, ήταν ορθή και ασκήθηκε εντός των ορθών και επιτρεπτών ορίων με βάση τόσο τα γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης όσο και τις αρχές που παρέθεσε παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείτο η επέμβαση του Εφετείου.

 

9.  Ορθώς εκρίθη ότι η απόδοση της αιτούμενης θεραπείας θα ισοδυναμούσε με επιτυχία των εφεσειόντων στο πρώιμο στάδιο της ενδιάμεσης αίτησης.

 

10. Προέκυπτε από το φάκελο της αγωγής, αλλά και από σχετική δή[*734]λωση, ότι η έκθεση απαιτήσεως δεν είχε καταχωριστεί μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης. Η στάση των εφεσειόντων που άφησαν να παρέλθει άπρακτο μεγάλο χρονικό διάστημα, άφηνε να νοηθεί ότι η επιδιωκόμενη έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων αποτελούσε γι’ αυτούς αυτοσκοπό.

 

11. Το κύριο αίτημα για την παροχή προσωρινής θεραπείας σε αιτήσεις αυτής της φύσης είναι το επείγον του πράγματος, λόγω ακριβώς της αντικειμενικής αδυναμίας της άμεσης διεξαγωγής της δίκης. Το αντικειμενικό αυτό δεδομένο είχε και εδώ εκλείψει με την πάροδο τόσο μακρού διαστήματος, αφού οι εφεσείοντες για  σχεδόν δύο χρόνια δεν προώθησαν την αγωγή τους.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Michael v. Brevinos Ltd (1969) 1 C.L.R. 578,

 

Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1(Ε) A.A.Δ. 152,

 

Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

 

Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

 

Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710,

 

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

 

Τσιαντή ν. Hellenic Bank (Investments) Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 2029,

 

Efstathios Kyriakou & Sons Ltd v. Mouzourides (1963) 2 C.L.R. 1,

 

Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.α. ν. Adeona Holdings Limited (2015) 1 Α.Α.Δ. 386, ECLI:CY:AD:2015:A140,

 

Κοσμά ν. Χατζηκυπρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 169.

 

Αβερκίου ν. ΘΕΟ Κτηματική Λτδ κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 222,

 

Ηighgate Primany Schools κ.ά. ν. Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 317,

 

Μ. & Ch. Mitsingas κ.ά. v. The Timberland Co (1997) 1 A.Α.Δ. 1791,

 

[*735]Γιαβρή ν. Πάσιου (2004) 1 Α.Α.Δ. 125,

 

Κυρισάββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245,

 

Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263,

 

Goodies Εvagorou Ltd (Γκούτις Ευαγόρου Λτδ) ν. Lani Restaurants Ltd (Λάνι Ρέστοραντς Λτδ) (1998) 1 Α.Α.Δ. 157,

 

Τσιερκέτζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 734,

 

Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ ν. C. Koukkouris Trading Co Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 149.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηγιάννη, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9175/2012), ημερομηνίας 12/4/2013.

 

Χ. Σταυράκης, για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Μιχαηλίδου, Δ..

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και από το σχετικό φάκελο της αγωγής που τηρείται στο Πρωτοκολλητείο, προκύπτει ότι οι εφεσείοντες καταχώρισαν αγωγή στις 22.12.2012, αξιώνοντας εναντίον του Δήμου Λευκωσίας, εφεσιβλήτων, αποζημιώσεις που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ισχυριζόμενη παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων τους, ταλαιπωρία, οχληρία και μείωση εύρυθμης και ελεύθερης απόλαυσης της καθημερινής τους ζωής. Ακολούθως, καταχώρισαν μονομερή αίτηση για έκδοση προσωρινών προστακτικών διαταγμάτων, με τα οποία να διατάσσονται οι εφεσίβλητοι να ακυρώσουν τους πρώτους δύο χώρους στάθμευσης επί της οδού έξω από την κατοικία των εφεσειόντων, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, ή να αναστείλουν τη λειτουργία τους και να επαναφέρουν τη διπλή κίτρινη γραμμή στη στροφή και στο [*736]οδόστρωμα έμπροσθεν της κατοικίας του ενάγοντα 1.

 

Το Δικαστήριο έκρινε, κάτω από τα δεδομένα της υπόθεσης, ότι δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις της νομολογίας για έκδοση μονομερώς του διατάγματος και διέταξε την επίδοση της αίτησης. Η υπόθεση προχώρησε μετά την καταχώριση ένστασης εκ μέρους των εφεσίβλητων σε ακρόαση.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών και άλλων σχετικών σχεδίων και τεκμηρίων, κατέληξε ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 ικανοποιούνταν και προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα ως προς την τρίτη προϋπόθεση – δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Έκρινε ότι εάν οι αιτητές επιτύχουν τελικά στην αγωγή τους, η επιδίκαση αποζημιώσεων θα αποτελεί γι’ αυτούς επαρκή θεραπεία λαμβανομένου υπόψη, ότι τα περιστατικά και η φύση της υπόθεσης ήταν τέτοια, που επιτρέπουν δίκαιο και εύλογο υπολογισμό της ζημιάς των αιτητών. Διαπίστωσε ακόμη, ότι από την οπισθογράφηση της απαίτησης οι αιτητές αξιώνουν πέραν των αποζημιώσεων και σχετικές ακυρωτικές δηλώσεις, πανομοιότυπες με τα αιτούμενα προσωρινά διατάγματα. Επομένως, κατέληξε, ότι «τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα ισοδυναμεί ουσιαστικά με επίλυση της ουσίας της αγωγής, εφόσον συμμόρφωση του καθ’ ου η αίτηση με τα αιτούμενα διατάγματος θα συνεπάγεται την ακύρωση και/ή αναστολή – στο αρχικό αυτό στάδιο της διαδικασίας – των επίδικων δύο χώρων στάθμευσης. Κατ’ επέκταση θα ισοδυναμεί με επιτυχία των αιτητών, στο πρώιμο αυτό στάδιο, στα διατάγματα που ζητούν με την Οπισθογράφηση Απαίτησης (ως ανωτέρω), που αποτελούν και την ουσία της αξίωσης τους.», παραπέμποντας στην Michael v. Brevinos Ltd (1969) 1 C.L.R. 578.

 

Kάτω από αυτά τα δεδομένα έκρινε ότι δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση και ότι ήταν επιβεβλημένο να διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση πραγμάτων (status quo) μέχρι τελείας εκδίκασης της υπόθεσης (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1(Ε) A.A.Δ.152) για να ολοκληρώσει με την παρατήρηση ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου καταχωρήθηκαν συνολικά δέκα λόγοι έφεσης, με τον 7ο και 9ο λόγο να επαναλαμβάνουν ουσιαστικά τους λοιπούς λόγους έφεσης, χωρίς να νοηματοδοτείται η εξέταση τους. Θα προχωρήσουμε να αντικρίσουμε τους λόγους ενιαία εφόσον ουσιαστικά άπτονται των [*737]εξής ζητημάτων: του εσφαλμένου της απόφασης ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, στην έννοια ότι οι αποζημιώσεις αποτελούν επαρκή θεραπεία (3ος, 4ος, 5ος, 6ος, 7ος και 9ος λόγος έφεσης), του εσφαλμένου της κρίσης του Δικαστηρίου ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ισοδυναμεί με επιτυχία των αιτητών στο πρώιμο στάδιο της υπόθεσης και ότι αποτελούν την ίδια ακριβώς θεραπεία που επιζητείται με την αγωγή (1ος και 2ος λόγος έφεσης), στη βάση του μαρτυρικού υλικού το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ των καθ’ ων η αίτηση (8ος λόγος έφεσης) και τέλος εσφαλμένη αξιολόγηση του ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικού υλικού (10ος λόγος έφεσης).

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικάζοντος Δικαστηρίου (Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο: όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, όπου η άσκηση διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δεν θα μπορούσε να καταλήξει κανένα Δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988-989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710) και εκεί όπου υπεισέρχεται πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα Νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων ή εκεί όπου δεν λήφθηκαν υπόψη σχετικά στοιχεία (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Τσιαντή ν. Hellenic Bank (Investments) Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 2029).

 

Το Εφετείο δεν επεμβαίνει ακόμα και σε περίπτωση που αν ασχολείτο με το θέμα πρωτοδίκως, δυνατόν να εξέδιδε διαφορετικό διάταγμα, νοουμένου ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου έχει ασκηθεί ορθά (Efstathios Kyriakou & Sons Ltd v. Mouzourides (1963) 2 C.L.R. 1).

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 και τις σχετικές αρχές της νομολογίας, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, εφόσον προηγουμένως κρίνει ότι πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις της επιφύλαξης του Άρθρου 32(1) του Ν. 14/60. Από τη στιγμή που το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τηρείτο η τρίτη προϋπόθεση, το θέμα θα έπρεπε να είχε λήξει εκεί, χωρίς να παρίστατο ανάγκη να επικαλε[*738]στεί τη διακριτική του ευχέρεια για τη μη έκδοσή του (Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:A140Α.Α.Δ. 386). Βεβαίως και προς άρση οποιασδήποτε παρανόησης σημειώνουμε ότι από τη στιγμή που ικανοποιείται το πρωτόδικο Δικαστήριο για την ύπαρξη των τριών προϋποθέσεων που τίθενται με το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, δεν αυτοματοποιείται η έκδοση του αιτουμένου προστακτικού διατάγματος (Κοσμά ν. Χατζηκυπρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 169 και Αβερκίου ν. ΘΕΟ Κτηματική Λτδ κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 222).

 

Το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε για την πλήρωση της τρίτης προϋπόθεσης και εδώ έγκειται και η ουσία του πράγματος. Εύκολα μπορούμε να συμμεριστούμε τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων θα αποτελεί για τους εφεσείοντες επαρκή θεραπεία, αν αυτοί τελικά επιτύχουν με την αγωγή τους. Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο στηριζόμενο αποκλειστικά στο λόγο της Ηighgate Primany Schools κ.ά. ν. Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 317, στο ικανοποιητικό του μέτρου των αποζημιώσεων σε περίπτωση επιτυχίας των εφεσειόντων σε τελικό στάδιο, αγνόησε και την άλλη παράμετρο όπως τέθηκε υπό το φως της Μ. & Ch. Mitsingas κ.ά. v. The Timberland Co (1997) 1 A.Α.Δ. 1791 και Highgate Primary Schools (ανωτέρω). Το γεγονός όμως ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν έχει την πληρότητα εκείνη που απαιτείται από τις περιστάσεις, υπό την έννοια ότι δεν εξετάστηκαν και άλλοι παράμετροι του σχετικού αδικήματος της οχληρίας με τις ιδιαιτερότητες που αυτό φέρει ως εκ της φύσης του, θεραπεία της επιείκειας, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα (Γιαβρή ν. Πάσιου (2004) 1 Α.Α.Δ. 125). Αν κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής η χορήγηση τελικού διατάγματος, που ανάγεται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, με κύριο έρεισμα τον σκοπό για τον οποίο επιζητείται θεραπεία, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την έκδοση τέτοιου διατάγματος, εφόσον άλλης μορφής προστασία γνωστή στο δίκαιο, όπως οι αποζημιώσεις, μπορούν να το αποκαταστήσουν, πόσο μάλλον στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο. Εκείνο όμως που είναι σημαντικό να τονιστεί, είναι ότι εδώ, δεν πρόκειται για παράνομη πράξη ή ενέργεια, όπως την έθεσαν οι εφεσείοντες, εφόσον οι εφεσίβλητοι νομίμως έλαβαν την εν λόγω απόφαση όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Συμβουλίου, όπως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων μερών. Η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων δεν μπορούσε κατ’ ουδένα λόγο να χαρακτηριστεί ως παράνομη, περιφρονητική ή τέτοια που να αγνοεί τα δικαιώματα των εφεσειόντων ούτως ώστε να εμπίπτει κάτω από το λόγο της Κυρισάββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245. Ο [*739]κίνδυνος δυστυχήματος τον οποίο προτάσσουν οι εφεσείοντες από την έξοδο οχημάτων δεν αλλάζει τα πράγματα. Η εκδίκαση αποζημιώσεων αποτελεί επαρκή θεραπεία.

 

Οι διαφορές που υπήρχαν στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων, και ιδιαιτέρως ως προς τη σημασία που θα μπορούσε να τους προσδώσει κάποιος, εφόσον δεν επιτρέπεται σ’ αυτό το στάδιο το Δικαστήριο να προβεί σε τελικά συμπεράσματα, ορθά οδήγησαν το Δικαστήριο να αποφασίσει ότι το έργο αυτό θα πρέπει να αφεθεί στο στάδιο της εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης (Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 και Aβερκίου (ανωτέρω)). Εκ της φύσεως του ένα τέτοιο διάταγμα δεν έχει στόχο την αποκατάσταση της τάξης πραγμάτων, αλλά την απόδοση θεραπείας και μάλιστα προς ουσιαστική ικανοποίηση της κυρίως θεραπείας που ζητείται με την αγωγή. Άλλωστε, ένα συντηρητικό διάταγμα στοχεύει στην παροχή προσωρινής θεραπείας λόγω αντικειμενικής αδυναμίας άμεσης διεξαγωγής της δίκης και όχι σε ικανοποίηση του ουσιαστικού της αιτήματος (Goodies Εvagorou Ltd (Γκούτις Ευαγόρου Λτδ) ν. Lani Restaurants Ltd (Λάνι Ρέστοραντς Λτδ) (1998) 1 Α.Α.Δ. 157 και Τσιερκέτζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 734).

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με την ταχύτατη εκδίκαση της αγωγής, όπως προνοούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, σε συνάρτηση πάντοτε με το ισοζύγιο της ευχέρειας, δεν πρέπει να παραχωρούνται (Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ ν. C. Koukkouris Trading Co Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 149). Αυτό, χωρίς να παραγνωρίζεται η δυνατότητα του Δικαστηρίου να παραχωρήσει προσωρινά διατάγματα ταυτόσημα με τις αγωγής σε κατάλληλη περίπτωση. Εξουσία, που σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ και εκεί όπου η ανάγκη και η φύση της υπόθεσης επιβάλλει.

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου, θεωρούμε ότι ήταν ορθή και ασκήθηκε εντός των ορθών και επιτρεπτών ορίων με βάση τόσο τα γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης όσο και τις αρχές που παρέθεσε παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου. Τα γεγονότα δεν παρείχαν, βρίσκουμε, το αναγκαίο εκείνο υπόβαθρο στο Δικαστήριο ώστε να καταλήξει ότι τα αιτούμενα διατάγματα, θα έπρεπε να [*740]παραχωρηθούν και ορθώς έκρινε ότι θα έπρεπε να παραμείνει η διαφορά να επιλυθεί στο τελικό στάδιο και να μην αποδοθεί θεραπεία που θα ισοδυναμεί με επιτυχία των εφεσειόντων στο πρώιμο στάδιο της ενδιάμεσης αίτησης.

 

Προκύπτει από το φάκελο της αγωγής, αλλά και όπως επιβεβαιώθηκε από τη δήλωση του συνηγόρου των εφεσειόντων ενώπιον μας κατά την ακρόαση της έφεσης, ότι η έκθεση απαιτήσεως δεν έχει καταχωριστεί ακόμα. Η στάση των εφεσειόντων που άφησαν να παρέλθει άπρακτο τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, αφήνει να νοηθεί ότι η επιδιωκόμενη έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων αποτελούσε γι’ αυτούς αυτοσκοπό. Το κύριο αίτημα για την παροχή προσωρινής θεραπείας σε αιτήσεις αυτής της φύσης είναι το επείγον του πράγματος, λόγω ακριβώς της αντικειμενικής αδυναμίας της άμεσης διεξαγωγής της δίκης. Το αντικειμενικό αυτό δεδομένο έχει και εδώ εκλείψει με την πάροδο τόσο μακρού διαστήματος, αφού οι εφεσείοντες για σχεδόν δύο χρόνια δεν προώθησαν την αγωγή τους προς εκδίκαση για τον καθορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.

 

Προτρέπουμε τους δικηγόρους των διαδίκων να ενεργήσουν πάραυτα ώστε να προωθήσουν την υπόθεση τους, προς εξασφάλιση των καλώς νοούμενων συμφερόντων των αντιστοίχων πελατών τους, χωρίς περαιτέρω κωλυσιεργία. 

 

Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο