Kωνσταντίνου Χλόη, ανήλικη διά των γονέων της και/ή εχόντων τη γονική μέριμνα αυτής Στέλιου Κωνσταντίνου και Έλενας Κωνσταντίνου ν. Αθηνάς Άπλα, ανήλικης διά των γονέων και/ή εχόντων τη γονική μέριμνα αυτής Γεώργιου Άπλα και Βάσως Άπλα (2015) 1 ΑΑΔ 802

ECLI:CY:AD:2015:A248

(2015) 1 ΑΑΔ 802

[*802]3 Απριλίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΛΟΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΑΝΗΛΙΚΗ ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ/Ή ΕΧΟΝΤΩΝ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΑΥΤΗΣ ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Εναγόμενη,

 

ν.

 

ΑΘΗΝΑΣ ΑΠΛΑ, ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΕΧΟΝΤΩΝ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΑΥΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΒΑΣΩΣ ΑΠΛΑ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 55/2010)

 

 

Αμέλεια ― Αξίωμα «ex turpi causa» ― Από παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά δεν απορρέει αγωγή ― Τροχαίο ατύχημα με οδηγό ανήλικη δεκαεξάχρονη το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό συνομήλικης της ― Απόφανση Εφετείου ότι το αξίωμα ετύγχανε πλήρους εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης ― Η εφεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα αξίωσης για αποζημιώσεις καθότι το δυστύχημα ήταν απόρροια κολάσιμης πράξης στην οποία συνέπραξε και η ίδια ― Επέμβαση Εφετείου.

 

Αμέλεια ― Παράνομη συμπεριφορά ― Από παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά δεν απορρέει αγωγή ― Το εν λόγω αξίωμα «ex turpi causa» έχει κριθεί από την αγγλική νομολογία ότι εφαρμόζεται και στο αστικό αδίκημα της αμέλειας.

 

Συμβάσεις ― Παρανομία ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Αμέλεια ― Από παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά δεν απορρέει αγωγή ― Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Είναι επιθυμητό να γίνεται και φραστική αναφορά στο εν λόγω δόγμα, εφόσον εγείρεται υπεράσπιση η οποία θέτει θέμα παρανομίας.

 

Τα επίδικα γεγονότα αφορούσαν σε τροχαίο δυστύχημα το οποίο συνέβη όταν αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε η εφεσείουσα, [*803]δεκαεξάχρονη ανήλικη, κατά τον επίδικο χρόνο, συγκρούστηκε με σταθμευμένο όχημα.

 

Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο τραυματισμός της εφεσίβλητης συνεπιβάτιδας της εφεσείουσας, συνομήλικης κατά τον επίδικο χρόνο, η οποία ήγειρε εναντίον της αγωγή για αποζημιώσεις επιρρίπτοντας της την πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα, με επιτυχή γι’ αυτήν κατάληξη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις δύο υπερασπίσεις της εφεσείουσας, ότι δηλαδή υπό τα περιστατικά της υπόθεσης ετύγχανε εφαρμογής το δόγμα volenti non fit injuria και ότι η αξίωση της εφεσίβλητης ήταν ενάντια στη δημόσια τάξη. Της επιδίκασε δε, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ύψους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και της μητέρας της και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη την αντίστοιχη μαρτυρία της εφεσείουσας και της μητέρας της, κατέληξε ουσιαστικά σε δύο ευρήματα. Το πρώτο, ότι η εφεσίβλητη είχε δει σε αρκετές περιπτώσεις την εφεσείουσα να οδηγεί το αυτοκίνητο του πατέρα της και μάλιστα σε μια περίπτωση επιβιβάστηκε και η ίδια σ’ αυτό και όταν την είδε η μητέρα της θύμωσε και της ζήτησε να μην το ξανακάνει γιατί η εφεσείουσα ήταν ανήλικη και δεν ήταν κάτοχος αδείας οδηγού και, το δεύτερο, την πρωτοβουλία να πάρουν το αυτοκίνητο κατά το χρόνο του δυστυχήματος την είχε η εφεσείουσα, η δε εφεσίβλητη επιβιβάστηκε σ’ αυτό με τη θέλησή της γνωρίζοντας ότι η εφεσείουσα δεν ήταν κάτοχος άδειας οδηγού και δεν είχε  ασφαλιστική κάλυψη.

 

Στη βάση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο υπερασπίσεις που είχε εγείρει η εφεσείουσα και σε σχέση με τη δεύτερη, ότι δηλαδή η αξίωση της εφεσίβλητης αντίκειται στη δημόσια τάξη, έκρινε ότι οι πρόνοιες του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν.96(1)/2000) δεν ετύγχαναν εφαρμογής και, περαιτέρω, ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι αρχές της Pitts v. Hunt [1990] 3 All E.R. 344.

 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας τους εξής λόγους έφεσης:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και της μητέρας της αφού δεν προέβη σε εύρημα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφεσίβλητη γνώριζε ότι η εφεσείου[*804]σα κατείχε και οδηγούσε το αυτοκίνητο παράνομα χωρίς να είναι κάτοχος άδειας οδηγού και χωρίς να καλύπτεται από ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

 

β)  Εσφαλμένα αποφάσισε ότι το θέμα της αξίωσης της εφεσίβλητης σε αποζημιώσεις εναντίον της εφεσείουσας, σε συσχετισμό με το Ν.96(1)/2000, ήταν άσχετο με τα επίδικα θέματα της αγωγής.

 

γ)  Εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εφεσείουσα παρέβηκε το καθήκον επιμέλειας έναντι της εφεσίβλητης και/ή ότι ήταν αμελής και/ή ότι όφειλε να την αποζημιώσει.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν στόχευε στην αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και της μητέρας της. Αντίθετα, προωθήθηκε με άξονα τη θέση ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την εν λόγω μαρτυρία, περιορίστηκε μόνο σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη γνώριζε ότι η εφεσείουσα δεν ήταν κάτοχος αδείας οδηγού και δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη αλλά δεν συμπλήρωσε το εύρημα του και με το γεγονός ότι η εφεσίβλητη γνώριζε επίσης ότι η εφεσείουσα είχε πάρει και οδηγήσει το αυτοκίνητο παράνομα και ενάντια στη ρητή απαγόρευση των γονιών της.

 

2.  Επρόκειτο για ορθή επισήμανση, η οποία τεκμηριωνόταν πλήρως από τη μαρτυρία που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη και το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ημιτελές, αφού δεν το συμπλήρωσε και με γνώση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα πήρε και οδήγησε το αυτοκίνητο παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της. Έπετο ότι ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθούσε.

 

3.  Αναφορικά με το λόγο έφεσης ότι η αξίωση της εφεσίβλητης αντίκειτο στη δημόσια τάξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις σχετικές θέσεις της εφεσείουσας με μόνη αιτιολογία ότι τόσο ο Νόμος όσο και οι αρχές που καθιερώθηκαν από την Pitts ν. Hunt (κατωτέρω) δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην ενώπιον του υπόθεση.

 

4.  Το λατινικό αξίωμα ex turpi causa non oritur actio (from a disreputable cause an action does not arise ή, ελληνικά, από παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά δεν απορρέει αγωγή) εξετάστηκε σε βάθος στην Χριστοδούλου ν. Vraets (2009) 1 A.A.Δ. 802, ως επίσης και σε άλλη σχετική νομολογία.

[*805]5.      Το υπό συζήτηση αξίωμα έχει αναγνωριστεί από την αγγλική νομολογία ότι εφαρμόζεται και στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τις σχετικές επί του θέματος θέσεις της εφεσείουσας.

 

6.  Αν τις εξέταζε θα διαπίστωνε κατ’ αρχάς ότι το Άρθρο 14(3) του Νόμου υιοθέτησε ουσιαστικά το εν λόγω αξίωμα σ’ ότι αφορά την ευθύνη του ασφαλιστή του οδηγού - αν βέβαια αυτός καλυπτόταν από ασφαλιστήριο συμβόλαιο - έναντι του επιβάτη «... που μεταφέρεται με τη θέληση του μέσα ή πάνω στο μηχανοκίνητο όχημα και το οποίο γνώριζε ή είχε λόγο να πιστεύει ότι το μηχανοκίνητο όχημα είχε κλαπεί ή κατείχετο παράνομα.», το οποίο αξίωμα εφαρμόζεται και σ’ ότι αφορά την ευθύνη του οδηγού έναντι του ιδίου επιβάτη.

 

7.  Σχετικές επί του θέματος ήταν και οι αγγλικές αυθεντίες που επικαλέστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας, τις θέσεις της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε κατά τρόπο αφοριστικό και χωρίς αιτιολογία, στρέφοντας αποκλειστικά την προσοχή του στο κατά πόσο η εφεσείουσα επέδειξε ή όχι αμέλεια. Το ότι όμως η εφεσείουσα επέδειξε αμέλεια ήταν δεδομένο, αλλά η υπεράσπιση δεν ήταν αυτή.

 

8.  Η υπεράσπιση της ήταν ότι η εφεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα σε αξίωση αποζημίωσης εναντίον της καθότι γνώριζε την απειρία της να οδηγεί και ότι «... δεν κατείχε άδεια να οδηγεί και/ή το όχημα ΗΑΗ 166 ευρίσκετο στην κατοχή της εναγόμενης παράνομα και/ή είχε κλαπεί από την εναγόμενη και/ή την ενάγουσα και/ή ενόσω εγνώριζε ότι η εναγόμενη δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη αποδέχτηκε και/ή παρακίνησε την εναγόμενη να οδηγήσει όντας η ίδια συνοδηγός στο εν λόγω αυτοκίνητο», θέση την οποία προώθησε και κατά την ακροαματική διαδικασία εγείροντας έτσι ότι ετύγχανε εφαρμογής το αξίωμα ex turpi causa έστω και εάν φραστικά δεν το περιέλαβε στην έκθεση Υπεράσπισης της.

 

9.  Θα ήταν όμως επιθυμητό, σε τέτοιες περιπτώσεις, να διατυπώνεται και φραστικά το εν λόγω αξίωμα εφόσον πρόκειται για υπεράσπιση που εγείρει θέμα παρανομίας.

 

10. Κατά συνέπεια η σχετική εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η εφεσίβλητη δεν επικαλέστηκε το εν λόγω αξίωμα, το οποίο δεν ετύγχανε εφαρμογής στην υπόθεση ενόψει της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη, δεν ευσταθoύσε.

 

11. Και αυτό καθότι, βάσει της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, το [*806]πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να συμπληρώσει το εύρημα του και με γνώση της εφεσίβλητης ότι κατά τον επίδικο χρόνο η εφεσίβλητη επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο γνωρίζοντας ότι η εφεσείουσα το είχε πάρει παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της.

 

12. Υπό το φως των πιο πάνω το αξίωμα ex turpi causa ετύγχανε πλήρους εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεφε την προσοχή του προς αυτή την κατεύθυνση, που λανθασμένα δεν έστρεψε, θα κατέληγε σε απόρριψη της αγωγής στη βάση ότι η εφεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα αξίωσης για αποζημιώσεις καθότι το δυστύχημα ήταν απόρροια κολάσιμης πράξης στην οποία συνέπραξε και η ίδια.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Pitts v. Hunt [1990] 3 All E.R. 344,

 

Μαυροσκούφη ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 839, ECLI:CY:AD:2014:A267,

 

Thackwill v. Barclays P.L.C. [1986] 1 All E.R. 687,

 

Gala v. Preston (1991) 172 CLR 243,

 

Χριστοδούλου ν. Vraets (2009) 1 A.A.Δ. 802,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 432.

 

Έφεση κατά της αγωγής.

 

Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κονής, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5813/2005), ημερομ. 20/1/2010.

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για Εφεσείουσα.

 

Λ. Χατζηλοϊζου (κα), για Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

[*807]ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Λίγο μετά το μεσημέρι της 19.6.2005 συνέβη τροχαίο δυστύχημα στον 104ο δρόμο στα Πάνω Πολεμίδια, όταν το αυτοκίνητο HAH 166 που οδηγούσε η 16χρονη (τότε) Χλόη Κωνσταντίνου (εφεσείουσα) με συνεπιβάτιδες τρεις συνομήλικές της συγκρούστηκε με το σταθμευμένο αυτοκίνητο HNA 507.

 

Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο τραυματισμός της συνοδηγού της εφεσείουσας, της Αθηνάς Άπλα (εφεσίβλητη), η οποία ήγειρε εναντίον της αγωγή για αποζημιώσεις επιρρίπτοντας της την πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα. Με επιτυχή γι’ αυτήν κατάληξη αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις δύο υπερασπίσεις της εφεσείουσας, ότι δηλαδή υπό τα περιστατικά της υπόθεσης ετύγχανε εφαρμογής το δόγμα volenti non fit injuria και ότι η αξίωση της εφεσίβλητης ήταν ενάντια στη δημόσια τάξη. Της επιδίκασε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ύψους €34.516,29, $51.69 και Stg£89,41 πλέον τόκους και έξοδα.

 

Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση για τρεις λόγους που δεν αφορούν το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης και στα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του.

 

Αποτελεί κοινό τόπο ότι το βράδυ της 18.6.05 η εφεσίβλητη διανυκτέρευσε στο σπίτι της εφεσείουσας, με την οποία ήταν φίλες. Ξύπνησαν γύρω στο μεσημέρι της επομένης και εκμεταλλευόμενες την απουσία των γονιών της εφεσείουσας από το σπίτι, αποφάσισαν να πάρουν το αυτοκίνητο του πατέρα της εφεσείουσας για να πάνε βόλτα. Όπως και έπραξαν αφού πρώτα έψαξαν και βρήκαν τα κλειδιά του αυτοκινήτου σε συρτάρι και με οδηγό την εφεσείουσα, η οποία ως ανήλικη δεν ήταν κάτοχος αδείας οδηγού και δεν καλυπτόταν από ασφάλεια. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο Ζακάκι απ’ όπου παρέλαβαν ακόμη δύο ανήλικες φίλες τους και ακολούθως στα Πάνω Πολεμίδια και ενώ η εφεσείουσα οδηγούσε το αυτοκίνητο στον 104ο δρόμο, ανέπτυξε ταχύτητα και προφανώς λόγω απειρίας συγκρούστηκε με το σταθμευμένο αυτοκίνητο HAN 507 με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της εφεσίβλητης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και της μητέρας της και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη την αντίστοιχη μαρτυρία της εφεσείουσας και της μητέρας της, κατέληξε  ουσιαστικά σε δύο ευρήματα. Το πρώτο, ότι η [*808]εφεσίβλητη είχε δει σε αρκετές περιπτώσεις την εφεσείουσα να οδηγεί το αυτοκίνητο του πατέρα της και μάλιστα σε μια περίπτωση επιβιβάστηκε και η ίδια σ’ αυτό και όταν την είδε η μητέρα της θύμωσε και της ζήτησε να μην το ξανακάνει γιατί η εφεσείουσα ήταν ανήλικη και δεν ήταν κάτοχος αδείας οδηγού και, το δεύτερο, την πρωτοβουλία να πάρουν το αυτοκίνητο κατά το χρόνο του δυστυχήματος την είχε η εφεσείουσα, η δε εφεσίβλητη επιβιβάστηκε σ’ αυτό με τη θέλησή της γνωρίζοντας ότι η εφεσείουσα δεν ήταν κάτοχος άδειας οδηγού και δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη.

 

Στη βάση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο υπερασπίσεις που είχε εγείρει η εφεσείουσα και σε σχέση με τη δεύτερη, ότι δηλαδή η αξίωση της εφεσίβλητης αντίκειται στη δημόσια τάξη, έκρινε ότι οι πρόνοιες του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν.96(1)/2000) δεν ετύγχαναν εφαρμογής και, περαιτέρω, ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι αρχές της Pitts v. Hunt [1990] 3 All E.R. 344. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό μέρος από την πρωτόδικη απόφαση:

 

      «Η Εναγόμενη στην υπεράσπιση της ισχυρίζεται ότι η αξίωση της Ενάγουσας αντίκειται στην δημόσια τάξη και στηρίζει τη θέση της αυτή σε πρόνοιες του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν. 96(Ι)/2000) ως επίσης σε Αγγλική Νομολογία.

 

      Κρίνω ότι οι θέσεις αυτές που εγείρει η πλευρά της εναγόμενης δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα αγωγή. Η παρούσα αγωγή βασίζεται σε ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους της Εναγομένης. Δεν σχετίζεται με τον πιο πάνω Νόμο. Ο πιο πάνω Νόμος ρυθμίζει ζητήματα τα οποία αφορούν την ασφαλιστική εταιρεία του οχήματος το οποίο οδηγούσε η εναγόμενη. Θέματα που αφορούν την εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία και τους ασφαλιζόμενους της που προφανώς αφορούν συμβατικές σχέσεις δεν αφορούν την παρούσα αγωγή. (Βλ. Kelly ν. Νικολάου (1992) 1 Α.Α.Δ. 463).

 

      Η πλευρά της Εναγομένης αναφέρθηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων στην υπόθεση Pitts v. Hunt [1990] 3 All E.R. 344 και εισηγήθηκε την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται σ’ αυτή. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή. Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής διαφέρουν από αυτά της παρούσας αγωγής.

[*809]       Σημειώνεται βεβαίως ότι η μαρτυρία τόσο της Εναγόμενης όσο και της MY. 2 για υποστήριξη των πιο πάνω θέσεων δεν έχει γίνει αποδεκτή».

 

Όπως ήδη έχει σημειωθεί, η εφεσείουσα θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση λανθασμένη για τρεις λόγους. Ισχυρίζεται συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και της μητέρας της αφού δεν προέβηκε σε εύρημα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφεσίβλητη γνώριζε ότι η εφεσείουσα κατείχε και οδηγούσε το αυτοκίνητο παράνομα χωρίς να είναι κάτοχος άδειας οδηγού και χωρίς να καλύπτεται από ασφαλιστήριο συμβόλαιο, (β) εσφαλμένα αποφάσισε ότι το θέμα της αξίωσης της εφεσίβλητης σε αποζημιώσεις εναντίον της εφεσείουσας, σε συσχετισμό με το Ν.96(1)/2000 (στο εξής ο Νόμος), ήταν άσχετο με τα επίδικα θέματα της αγωγής και (γ) εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εφεσείουσα παρέβηκε το καθήκον επιμέλειας έναντι της εφεσίβλητης και/ή ότι ήταν αμελής και/ή ότι όφειλε να την αποζημιώσει.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσα προώθησε τον πρώτο λόγο έφεσης με αναφορά σε σημεία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και της μητέρας της, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη. Σύμφωνα με αυτή – επεσήμανε – οι γονείς της εφεσείουσας είχαν κρύψει τα κλειδιά του αυτοκινήτου βαθιά σε συρτάρι και οι δύο ανήλικες έψαξαν μαζί για να τα βρουν, η εφεσίβλητη γνώριζε ότι η εφεσείουσα δεν είχε άδεια οδήγησης και ασφαλιστικής κάλυψης, η εφεσείουσα κάλεσε την εφεσίβλητη να πάνε βόλτα με το αυτοκίνητο προτού γυρίσουν οι γονείς της στο σπίτι, η εφεσίβλητη γνώριζε ότι οι γονείς της εφεσείουσας της απαγόρευσαν να οδηγεί και ότι όταν η μητέρα της εφεσίβλητης έφερε σε γνώση της μητέρας της εφεσείουσας ότι η κόρη της οδηγούσε, η δεύτερη εξέφρασε τη δυσαρέσκεια της για τις πράξεις της κόρης της για την οποία είπε πως δεν μπορούσε να την ελέγξει. Τα σημεία αυτά, υπέβαλε, θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη, εκτός του ότι γνώριζε ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε άδεια οδήγησης και ασφαλιστική κάλυψη, γνώριζε επίσης ότι την ημέρα του ατυχήματος η εφεσείουσα πήρε και οδήγησε το αυτοκίνητο παράνομα και ενάντια στη ρητή απαγόρευση των γονιών της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, ορθώς αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και υπενθύμισε ότι κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σ’ ότι δε αφορά τις επισημάνσεις της συναδέλφου της επέσυρε την [*810]προσοχή του Εφετείου και σε περαιτέρω σημεία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τα οποία αυτή δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο η εφεσείουσα πήρε, κατά τον χρόνο του δυστυχήματος, το αυτοκίνητο κρυφά από τους γονείς της αφού σε κάποιες περιπτώσεις το οδηγούσε εν γνώσει της μητέρας της και η ίδια ήταν με την εντύπωση ότι η εφεσείουσα οδηγούσε ικανοποιητικά γιατί την είχε δει να οδηγεί και άλλες φορές και η εφεσείουσα της ανάφερε ότι γνώριζε να οδηγεί αυτοκίνητο.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και να επισημάνουμε κατ’ αρχάς ότι ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν στοχεύει την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και της μητέρας της. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ασφαλώς η επέμβαση του Εφετείου θα ήταν επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο καταφαίνονταν εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (βλ. Μαυροσκούφη ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 839, ECLI:CY:AD:2014:A267 η οποία παραπέμπει και σε προηγούμενη νομολογία επί του θέματος). Αντίθετα, ο λόγος έφεσης προωθήθηκε με άξονα τη θέση ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την εν λόγω μαρτυρία, περιορίστηκε μόνο σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη γνώριζε ότι η εφεσείουσα δεν ήταν κάτοχος αδείας οδηγού και δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη αλλά δεν συμπλήρωσε το εύρημα του και με το γεγονός ότι η εφεσίβλητη γνώριζε επίσης ότι η εφεσείουσα είχε πάρει και οδηγήσει το αυτοκίνητο παράνομα και ενάντια στη ρητή απαγόρευση των γονιών της. Πρόκειται κατά την άποψή μας για ορθή επισήμανση, η οποία τεκμηριώνεται πλήρως από τη μαρτυρία που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη και το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα το χαρακτηρίζαμε ημιτελές, αφού δεν το συμπλήρωσε και με γνώση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα πήρε και οδήγησε το αυτοκίνητο παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της. Έπεται ότι ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί και προχωρούμε σε εξέταση του επόμενου που έχει στο επίκεντρο του τον ισχυρισμό ότι η αξίωση της εφεσίβλητης αντίκειται στη δημόσια τάξη.

 

Για τον υπό αναφορά λόγο έφεσης έχουμε παραθέσει αυτούσια την πρωτόδικη κρίση, με την οποία απορρίφθηκαν οι σχετικές επί του θέματος θέσεις της εφεσείουσας με μόνη αιτιολογία ότι τόσο ο Νόμος όσο και οι αρχές που καθιερώθηκαν από την Pitts ν. Hunt δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην ενώπιον του υπόθεση.

 

Είναι θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αποφασίζοντας όπως πιο πάνω και προς τεκμηρίωση της θέσης της επικαλέστηκε το Άρθρο 14(3)* του Νόμου, σε συσχετισμό με ό,τι αποφασίστηκε στις υποθέσεις Pitts ν. Ηunt, Thackwill v. Barclays P.L.C. [1986] 1 All E.R. 687 και Gala v. Preston (1991) 172 CLR 243, το αποτέλεσμα της οποίας παρατίθεται στο σύγγραμμα Binghman's Negligence Cases, 5η Έκδοση, σελ. 14, παρ. 50. Το Άρθρο 14(3), υπέβαλε, αποστερεί από τον επιβάτη το δικαίωμα για αποζημίωση όταν η μεταφορά του γίνεται υπό συνθήκες όπως η παρούσα και θα ήταν αντινομικό και αντίθετο προς τη δημόσια τάξη η επιδίκαση από τo Δικαστήριo αποζημίωσης στην εφεσίβλητη, γιατί σε τέτοια περίπτωση αυτό θα αποτελούσε επιδοκιμασία της εμπλοκής της στην παρανομία. Συνεπώς, υποστήριξε, οι πρόνοιες του Νόμου ήταν σχετικές με το όλο ζήτημα και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν ήταν, όπως σχετικές και καθοδηγητικές είναι και οι πιο πάνω αυθεντίες οι οποίες υιοθετούν την αρχή ότι ο επιβάτης στερείται του δικαιώματος για αποζημίωση έναντι του οδηγού όταν και ο ίδιος συμμετείχε στην παρανομία.

 

Η πρωτόδικη κρίση επί του ζητήματος, αντέτεινε η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, είναι καθόλα ορθή καθότι ο Νόμος αφορά συμβατικές υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας [*812]έναντι του ασφαλιζομένου και αυτό που αποφάσισε η Pitts v. Hunt είναι ότι ο οδηγός ενός μηχανοκινήτου οχήματος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχει ευθύνη επειδή ο επιβάτης αποδέχτηκε ένα κίνδυνο αμέλειας. Περαιτέρω στην εν λόγω αυθεντία η αξίωση του ενάγοντα απορρίφθηκε βάσει του δόγματος του ex turpi causa non oritur action, το οποίο δεν επικαλέστηκε η εφεσείουσα και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση αφού δεν βασίζεται στη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη.

 

Το λατινικό αξίωμα ex turpi causa non oritur actio (from a disreputable cause an action does not arise ή, ελληνικά, από παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά δεν απορρέει αγωγή) εξετάστηκε σε βάθος στην Χριστοδούλου ν. Vraets (2009) 1 A.A.Δ. 802, η οποία αφορούσε αξίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντα για 3 περίπου εκατομμύρια δολάρια Αμερικής για παράβαση συμφωνίας και διαζευκτικά ως αποζημιώσεις για συνωμοσία προς καταδολίευση του από τους εφεσείοντα-εναγόμενο 1 μετά του εναγομένου 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την πρώτη βάση αγωγής που αφορούσε παράβαση συμφωνίας, κρίνοντας ότι η εμπορική πράξη στην οποία συμμετείχε ο εφεσίβλητος ήταν παράνομη. Τον δικαίωσε όμως στη διαζευκτική βάση του αστικού αδικήματος της συνωμοσίας για καταδολίευση βάσει του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Το Εφετείο όμως δικαίωσε τον εφεσείοντα κρίνοντας ότι επρόκειτο για περίπτωση εφαρμογής του αξιώματος ex turpi εφόσον όταν μια δραστηριότητα κρίνεται παράνομη, δεν μπορεί να θεμελιωθεί θεραπεία διαχωρίζοντας πλασματικά βάσεις αγωγής που προέρχονται από τα ίδια γεγονότα που μιαίνονται από παρανομία. Προχώρησε δε το Εφετείο να επισημάνει ότι παρόλο που αρχικά το δόγμα ex turpi causa σχετιζόταν με το δίκαιο των συμβάσεων και όχι με το δίκαιο των αστικών αδικημάτων – όπως είναι και η αμέλεια, Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 – εντούτοις αυτό επεκτάθηκε σε όλο το φάσμα του δικαίου. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της απόφασης:

 

      «Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Street on Torts 11η έκδ. σελ. 106-109, παρόλο που η αρχική εφαρμογή του δόγματος του ex turpi causa σχετιζόταν με το δίκαιο των συμβάσεων και όχι το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, κανένα Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει μια συμφωνία που προέρχεται από παράνομη συναλλαγή, αυτό δε επεκτείνεται σ’ όλο το φάσμα του δικαίου. Όπως, επί λέξει, αναφέρεται:

 

«.... if the claimant must rely on an illegal contract to succeed [*813]in tort, his action in tort must also fail. So, in Taylor v. Chester the claimant deposited a £50 note with the defendant as security for his agreement to pay her for the 'rent' of her brothel for an orgy. His claim in detinue for return of the pledge failed because he could only deny the validity of the pledge by showing its illegal and immoral purpose.»

 

Σε μεταγενέστερες αποφάσεις όπως τις Euro-Diam Ltd v. Bathurst [1990] 1 Q.B. 1 και Howard v. Shirlstar Container Transport Ltd [1990] 1 W.L.R. 1292, θεωρήθηκε ότι το δόγμα θα μπορούσε να τυγχάνει μιας πιο ελαστικής αντιμετώπισης κατά την οποία μικρές παρανομίες θα μπορούσαν να μην αποτελούν εμπόδιο στην επιδίωξη θεραπείας, άν κατά τα άλλα δεν θα ήταν αντίθετες με το περί δικαίου κοινό αίσθημα («public conscience»). Η προσπάθεια αυτή όμως αποδοκιμάστηκε στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη Tinsley v. Milligan [1994] 1 A.C. 340, με αναφορά στη διαχρονική νομολογία, αρχής γενομένης από την Holman v. Johnson (πιο πάνω). Η απόφαση αυτή αφορούσε το δίκαιο των συμβάσεων, αλλά τυγχάνει εφαρμογής κατ’ αναλογίαν και στις θεραπείες που στηρίζονται στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων ή τουλάχιστον έχει θέσει υπό σοβαρή αμφισβήτηση ανάλογη θεραπεία ή ανάλογη προσέγγιση και στον τομέα των αστικών αδικημάτων. Έτσι, τόσο στην προγενέστερη απόφαση Pitts v. Hunt [1991] 1 Q.B. 24, όσο και στη μεταγενέστερη Clunis v. Camden and Islington Health Authority [1998] 3 All E.R. 180, η νομική αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων στα αστικά αδικήματα εδράστηκε περισσότερο στην απαγόρευση απόδοσης θεραπείας λόγω της άμεσης συμμετοχής του ενάγοντος σε εγκληματική ενέργεια, παρά λόγω θεμάτων που άπτονται της δημόσιας πολιτικής ή του δημοσίου κοινού αισθήματος, έννοιες ακαθόριστες και μη επιδεχόμενες ακριβούς ερμηνείας. Όπως αναφέρεται στη σελ. 107 του πιο πάνω συγγράμματος, εξηγώντας τις πιο πάνω αποφάσεις:

 

«For their Lordships, ex turpi was not a 'wholly discretionary' defence. If a claim in tort arises from participation in criminal conduct, no cause of action will lie against the claimant's fellow miscreants. And, similarly, when the harm complained of derives entirely from his own conviction for a criminal offence, any claim must also fail.»

 

Χρήσιμη συναφώς ανάλυση της αρχής γίνεται και στο σύγγραμμα του Π. Πολυβίου «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Β΄, σελ. 595 και μετά.

[*814]Το υπό συζήτηση λοιπόν αξίωμα έχει αναγνωριστεί από την αγγλική νομολογία ότι εφαρμόζεται και στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τις σχετικές επί του θέματος θέσεις της εφεσείουσας. Αν τις εξέταζε θα διαπίστωνε κατ’ αρχάς ότι το Άρθρο 14(3) του Νόμου υιοθέτησε ουσιαστικά το εν λόγω αξίωμα σ’ ότι αφορά την ευθύνη του ασφαλιστή του οδηγού – αν βέβαια αυτός καλυπτόταν από ασφαλιστήριο συμβόλαιο – έναντι του επιβάτη «… που μεταφέρεται με τη θέληση του μέσα ή πάνω στο μηχανοκίνητο όχημα και το οποίο γνώριζε ή είχε λόγο να πιστεύει ότι το μηχανοκίνητο όχημα είχε κλαπεί ή κατείχετο παράνομα…», το οποίο αξίωμα εφαρμόζεται και σ’ ότι αφορά την ευθύνη του οδηγού έναντι του ιδίου επιβάτη. Σχετικές επί του θέματος ήταν και οι αγγλικές αυθεντίες που επικαλέστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας, τις θέσεις της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε κατά τρόπο αφοριστικό και χωρίς αιτιολογία όπως απαιτεί η νομολογία (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 432 που παραπέμπει και σε προγενέστερη επί του θέματος νομολογία), στρέφοντας αποκλειστικά την προσοχή του στο κατά πόσο η εφεσείουσα επέδειξε ή όχι αμέλεια. Το ότι όμως η εφεσείουσα επέδειξε αμέλεια ήταν δεδομένο, αλλά η υπεράσπιση δεν ήταν αυτή. Η υπεράσπιση της ήταν ότι η εφεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα σε αξίωση αποζημίωσης εναντίον της καθότι γνώριζε την απειρία της να οδηγεί και ότι «… δεν κατείχε άδεια να οδηγεί και/ή το όχημα ΗΑΗ 166 ευρίσκετο στην κατοχή της εναγόμενης παράνομα και/ή είχε κλαπεί από την εναγόμενη και/ή την ενάγουσα και/ή ενόσω εγνώριζε ότι η εναγόμενη δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη αποδέχτηκε και/ή παρακίνησε την εναγόμενη να οδηγήσει όντας η ίδια συνοδηγός στο εν λόγω αυτοκίνητο» (παρ. 11 Υπεράσπισης), θέση την οποία προώθησε και κατά την ακροαματική διαδικασία εγείροντας έτσι ότι ετύγχανε εφαρμογής το αξίωμα ex turpi causa έστω και εάν φραστικά δεν το περιέλαβε στην έκθεση Υπεράσπισης της. Θα ήταν όμως επιθυμητό, σε τέτοιες περιπτώσεις, να διατυπώνεται και φραστικά το εν λόγω αξίωμα εφόσον πρόκειται για υπεράσπιση που εγείρει θέμα παρανομίας (illegality) και συναφώς παραπέμπουμε στο σύγγραμμα του Odjer´s Principles of Pleadings and Practice, 22η έκδοση, σελ. 185. Κατά συνέπεια η σχετική εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι η εφεσίβλητη δεν επικαλέστηκε το εν λόγω αξίωμα, το οποίο δεν ετύγχανε εφαρμογής στην υπόθεση ενόψει της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Και αυτό καθότι, όπως κρίναμε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, βάσει της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να συμπληρώσει το εύρημα του και με γνώ[*815]ση της εφεσίβλητης ότι κατά τον επίδικο χρόνο η εφεσίβλητη επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο γνωρίζοντας ότι η εφεσείουσα το είχε πάρει παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της.

 

Υπό το φως των πιο πάνω το αξίωμα ex turpi causa ετύγχανε πλήρους εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεφε την προσοχή του προς αυτή την κατεύθυνση, που λανθασμένα δεν έστρεψε, θα κατέληγε σε απόρριψη της αγωγής στη βάση ότι η εφεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα αξίωσης για αποζημιώσεις καθότι το δυστύχημα ήταν απόρροια κολάσιμης πράξης στην οποία συνέπραξε και η ίδια.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον της εφεσίβλητης και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου προς έγκριση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο