Ξενίδου Αθηνά ν. Ευαγόρα Οικονομίδη (2015) 1 ΑΑΔ 825

ECLI:CY:DOD:2015:4

(2015) 1 ΑΑΔ 825

[*825]7 Aπριλίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑNAΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΑΘΗΝΑ ΞΕΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,

 

ν.

 

ΕΥΑΓΟΡΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

 

(Έφεση Αρ. 28/2014)

 

 

Έφεση ― Αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Οικογενειακό δίκαιο ― Επικοινωνία γονέα τέκνου ― Απορριπτική κατάληξη σε αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης, η οποία αφορούσε σε επικοινωνία γονέα τέκνου.

 

Οικογενειακό δίκαιο ― Επικοινωνία γονέα τέκνου ― Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Νομολογία ΕΔΑΔ ― Η πρόσβαση του γονέα στο τέκνο, αποτελεί πτυχή του δικαιώματος του ανθρώπου για οικογενειακή ζωή που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 15 του Συντάγματος ― Το δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί εφόσον δεν ασκείται προς όφελος του σκοπού για τον οποίο παρέχεται, που δεν είναι άλλος από την συμβολή στην ευημερία του τέκνου.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Επικοινωνία γονέα τέκνου ― Με βάση σταθερές αρχές της νομολογίας  τα όποια δικαιώματα παρέχονται από το νόμο, δεν έχουν κτητικό χαρακτήρα αλλά συναρτώνται άμεσα και αποκλειστικά με το καθήκον που επιβάλλεται για την ευημερία του παιδιού ― Η διαδικασία για εξασφάλιση τέτοιου δικαιώματος παρόλο που εγείρεται από τον ένα σύζυγο και στρέφεται εναντίον του άλλου, δεν θα πρέπει να έχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων.

 

Τα επίδικα γεγονότα περιέχονταν σε απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία εξεδόθη διάταγμα ρυθμίζον γονική μέριμνα και το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλη[*826]του-πατέρα με τον ανήλικο υιό του. Όπως προκύπτει από την απόφαση, η δικαστική διαδικασία ήταν μακρά και επίπονη. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσε Λειτουργός Ευημερίας, ο πατέρας/εφεσίβλητος, τέσσερεις μάρτυρες γι’ αυτόν, η εφεσείουσα και επτά μάρτυρες γι’ αυτήν. Επίσης ο Πρόεδρος είχε και προσωπική συνέντευξη με τον ανήλικο. Για αμφότερους τους διαδίκους πλην της μαρτυρίας επί των γεγονότων κατετέθη και επιστημονική μαρτυρία από μάρτυρες ειδικούς επί των επιδίκων θεμάτων.

 

Μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, καταχωρήθηκε έφεση από την μητέρα του ανήλικου με την οποία προσέβαλε, με 16 λόγους, την πρωτόδικη απόφαση, μεταξύ άλλων και ως λανθασμένη, αναιτιολόγητη, στερούμενη της απαιτούμενης αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, ενάντια στο συμφέρον του ανήλικου, μη συνάδουσα με το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις, νόμους και ισχύουσα νομολογία, στερούμενης δομής και λογικής ακολουθίας.

 

Την ίδια ημέρα καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, μονομερής αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Κατόπιν πλήρους ακρόασης απορρίφθηκε στις 10/12/14 για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή.

 

Ακολούθησε η υπό εξέταση αίτηση με την οποία επιζητούνταν θεραπείες οι οποίες αφορούσαν κατά κύριο λόγο σε έκδοση διατάγματος για αναστολή εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, στην αίτηση γονικής μέριμνας 164/2011, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και επαναφορά στην ισχύ του προσωρινού διατάγματος το οποίο προέβλεπε επικοινωνία στην παρουσία της εφεσείουσας ως επίσης και άλλες συναφείς θεραπείες.

 

Την αίτηση υποστήριζε ένορκη δήλωση της εφεσείουσας. Σ’ αυτήν η εφεσείουσα υποστήριζε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένη. Αφού αναφέρεται στη μόρφωση της και γάμο της με τον εφεσίβλητο υποστηρίζει ότι περί τον Απρίλιο-Μάϊο 2011 οι γονείς της, της αποκάλυψαν ότι ο εφεσίβλητος παρενοχλούσε σεξουαλικά τον ανήλικο υιό τους. Προς τούτο επισύναπτε μαρτυρικό υλικό το οποίο κατά την άποψη της υποστήριζε τον ισχυρισμό της. Στη συνέχεια αναφερόταν σε δικαστικές και άλλες διαδικασίες που ακολούθησαν, σε διευθετήσεις που έγιναν προκειμένου ο εφεσίβλητος να έχει επικοινωνία με επίβλεψη με τον ανήλικο, λόγους που κατά την άποψη της, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και για τους οποίους η απόφαση του είναι λανθασμένη. Επίσης αναφερόταν στη συμπεριφορά του εφεσίβλητου κατά την επικοινωνία με [*827]τον ανήλικο, όπως και την αρνητική αντίδραση του τελευταίου ο οποίος δεν επιθυμεί όπως ανέφερε να έχει επικοινωνία με τον πατέρα του. Προκειμένου δε να υποστηρίξει περαιτέρω την αίτησή της προέβαλε διάφορους προβληματισμούς.

 

Κατέληξε, ότι εάν δεν δινόταν η αιτούμενη αναστολή τότε η έφεση της απογυμνώνεται από την αξία και το αντικείμενο της, η απονομή της δικαιοσύνης ματαιώνεται και η προστασία του ανήλικου από τον σοβαρό κίνδυνο που ελλοχεύει στη διάρκεια της ανεπιτήρητης επικοινωνίας παραμένει μετέωρη και οδυνηρά ανεπαρκής.

 

Από την άλλη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η «ενδεχόμενη ζημιά» του εφεσίβλητου θα ήταν μηδαμινή σε σχέση με την επίδραση που θα είχε η μη αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης λαμβανομένου υπόψη ότι η ίδια αποδέχεται όπως ανέφερε όπως συνεχίσει η διευθέτηση επικοινωνίας με τον ανήλικο που ίσχυε τα τελευταία 3, 5 έτη.

 

Ο εφεσίβλητος/καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση όπου προέβαλε ότι η αίτηση στερείτο ουσιαστικού και νομικού ερείσματος, η συνοδεύουσα αυτήν ένορκη δήλωση είναι παράτυπη, ελλειπής και περιέχει σωρεία άσχετων αναφορών, τα γεγονότα που επικαλείται δεν δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος, η αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και αποσκοπεί στην καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης και/ή παρεμπόδιση της επικοινωνίας του εφεσίβλητου με τον ανήλικο υιό του και ότι δεν υφίστανται στην παρούσα υπόθεση οι ειδικές εκείνες περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την στέρηση από τον εφεσίβλητο των καρπών της επιτυχίας του μετά από μακρά και επίμονη δίκη.

 

Στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου/καθ’ ου η αίτηση, επί της οποίας εδραζόταν η ένσταση γινόταν αναφορά στα προβλήματα που κατά την άποψη του δημιουργούσε η εφεσείουσα/αιτήτρια κατά την άσκηση του δικαιώματος του επικοινωνίας με τον ανήλικο από την έναρξη άσκησης του δικαιώματος του αυτού μέχρι και σήμερα, όπως και στις παρεμβάσεις τόσο αυτής όσο και των γονέων της στον ανήλικο με αποτέλεσμα η στάση του έναντι του ίδιου να γίνεται όλο και πιο εχθρική. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών είναι η επικοινωνία του με τον ανήλικο να είναι σύντομη, λίγων λεπτών, ενώ ο ανήλικος αποξενώθηκε από αυτόν. Η κατ’ ισχυρισμό σεξουαλική παρενόχληση του υιού του απορρίφθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο, τον Γενικό Εισαγγελέα και Αστυνομία.

 

Το Εφετείο θα πρέπει, όπως ανέφερε, να προστατεύσει την σχέ[*828]ση του με τον υιό του, απορρίπτοντας την αίτηση, άλλως εάν την αποδεχθεί, τότε μέχρι την εκδίκαση της έφεσης θα τον «χάσει» για πάντα. Αυτός ήταν και ο σκοπός της καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου/καθ' ου η αίτηση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αίτηση στηρίζεται στη Δ.35 θ. 18 και 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Με βάση τη νομολογία που ερμήνευσε την πιο πάνω διάταξη, το όλο θέμα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με βάση τους εξής παράγοντες που θα πρέπει να εξισορροπηθούν με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης: (α) Ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει στην υπόθεση του δεν πρέπει να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του και (β) Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.

 

2.  Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο είναι οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης αλλά αυτές είναι μόνο οριακής σημασίας.

 

3.  Στην παρούσα υπόθεση εξετάστηκαν με πολύ προσοχή όλα τα στοιχεία και το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην έκδοση του διατάγματος επικοινωνίας μετά από μια μακρά και ιδιαίτερα επίμονη διαδικασία και αφού λήφθηκε και αξιολογήθηκε η μαρτυρία του ανήλικου.

 

4.  Η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε στην αναστολή μιας συνηθισμένης δικαστικής απόφασης αλλά αφορούσε στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα του πατέρα να έχει επικοινωνία με τον ανήλικο υιό του συναρτημένο με το ότι αποκλειστικός οδηγός της κρίσης του δικαστηρίου θα πρέπει να είναι το ύψιστο συμφέρον και μόνο του ανήλικου.

 

5.  Με βάση όλα τα πιο πάνω, δεν προέκυπτε ότι στα στενά πλαίσια αυτής της αίτησης ότι θα έπρεπε το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο να παρέμβει αναστέλλοντας την ισχύ του εκδοθέντος, μετά από πλήρη ακρόαση, διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε να ικανοποιούνταν οι ανησυχίες και οι φόβοι της μιας πλευράς, οι οποίοι απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, χωρίς εξέταση και διάγνωση της ουσίας της έφεσης που εκκρεμεί.

[*829]6.      Αυτό θα ήταν ενάντια στο καλώς νοούμενο συμφέρον του ανηλίκου. Η αίτηση ως αποτέλεσμα δεν μπορούσε να επιτύχει. Εάν κατά την διάρκεια εφαρμογής του διατάγματος προέκυπταν οιαδήποτε σοβαρά προβλήματα, οι διάδικοι θα ήταν ελεύθεροι να απευθυνθούν στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας τις ανάλογες θεραπείες.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλουκινά κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1921,

 

Βλάχου ν. Οικονόμου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1520,

 

Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 131,

 

Gillick v. West Norfolk Area Health Authority [1985] 3 All E.R. 402.

 

Έφεση - Αίτηση.

 

Αίτηση από την εφεσείουσα για έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης και διατάγματος επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με το ανήλικο σε ορισμένες ημέρες και ώρες στα πλαίσια της Έφεσης από την Καθης η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σεργίδης, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 164/2011), ημερομ. 13/11/2014.

 

Φ. Μιχαηλίδου-Χρίστου (κα) με Κ. Μιχαηλίδου (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Παρπαρίνο.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε μια ιδιαίτερα πολυσέλιδη, αλλά εμπεριστατωμένη απόφαση του (152 σελίδες) ημερ. 13/11/2014 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ρύθμισε την γονική μέριμνα και το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλητου-πατέρα με τον ανήλικο υιό του. Όπως φαίνεται από την απόφαση, η δικαστική διαδικασία ήταν μακρά και επίπονη. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσε Λει[*830]τουργός Ευημερίας, ο πατέρας/εφεσίβλητος, τέσσερεις μάρτυρες γι’ αυτόν, η εφεσείουσα και επτά μάρτυρες γι’ αυτήν.  Επίσης ο ευπαίδευτος Πρόεδρος είχε και προσωπική συνέντευξη με τον ανήλικο. Να σημειωθεί ότι γι’ αμφότερους τους διαδίκους πλην της μαρτυρίας επί των γεγονότων κατετέθη και επιστημονική μαρτυρία από μάρτυρες ειδικούς επί των επιδίκων θεμάτων.

 

Την πέμπτη ημέρα μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, ήτοι στις 18/11/2014 καταχωρήθηκε έφεση από την μητέρα του ανήλικου με την οποία προσβάλλει, με 16 λόγους, την πρωτόδικη απόφαση, μεταξύ άλλων και ως λανθασμένη, αναιτιολόγητη, στερούμενη της απαιτούμενης αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, ενάντια στο συμφέρον του ανήλικου, μη συνάδουσα με το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις, νόμους και ισχύουσα νομολογία, στερούμενης δομής και λογικής ακολουθίας.

 

Την ίδια ημέρα (18/11/14) καταχωρήθηκε από την μητέρα/εφεσείουσα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, μονομερής αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Κατόπιν πλήρους ακρόασης απορρίφθηκε στις 10/12/14 για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή.

 

Στις 11/12/14 η εφεσείουσα καταχώρησε μονομερή αίτηση γι’ έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης και έκδοση διατάγματος επικοινωνίας του εφεσίβλητου με τον ανήλικο σε ορισμένες ημέρες και ώρες, όπως ήταν το πρόγραμμα επικοινωνίας που ίσχυε μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Η αίτηση αυτή αποσύρθηκε και ακολούθησε η υπό εξέταση αίτηση με την οποία επιζητεί τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«1. Διάταγμα για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην ημερομηνία 13/11/14, στην αίτηση γονικής μέριμνας 164/2011, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.

 

2. Διάταγμα που να επιτρέπει στον εφεσίβλητο/καθ’ ου η αίτηση να έχει επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων μέχρι την εκδίκαση της έφεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, με βάση το ίδιο πρόγραμμα επικοινωνίας που ίσχυε στη βάση του προσωρινού διατάγματος το οποίο είχε εκδοθεί εκ συμφώνου στις 26/10/2011, ήτοι:

 

1η εβδομάδα

Δευτέρα 18.30 – 20.30

Τετάρτη 14.30 – 17.00

[*831]Πέμπτη 16.00-18.30

 

2η εβδομάδα

Δευτέρα 18.30 – 20.30

Πέμπτη 16.30 – 18.30

Κυριακή 18.00 – 20.30

 

Το δικαίωμα επικοινωνίας όπως ως άνω αναφέρεται, ο Καθ’ ου η αίτηση θα το ασκεί μόνος του στην οικία της Καθ’ ης η αίτηση, στον εκάστοτε τόπο διαμονής της, στην παρουσία της Καθ’ ης η αίτηση.

 

3. Διαζευκτικά με το 2 ανωτέρω, διάταγμα που να επιτρέπει στον Εφεσίβλητο/Καθ’ ου η Αίτηση να έχει επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων μέχρι την εκδίκαση της έφεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, με τους όρους που το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιους και εύλογους υπό τις περιστάσεις.

 

4. Διάταγμα για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην ημερομηνία 13/11/14, στην αίτηση γονικής μέριμνας 164/2011, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης.»

 

Την αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση της εφεσείουσας. Σ’ αυτήν η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη. Αφού αναφέρεται στη μόρφωση της και γάμο της με τον εφεσίβλητο υποστηρίζει ότι περί τον Απρίλιο-Μάϊο 2011 οι γονείς της, της αποκάλυψαν ότι ο εφεσίβλητος παρενοχλούσε σεξουαλικά τον ανήλικο υιό τους. Προς τούτο επισυνάπτει μαρτυρικό υλικό το οποίο κατά την άποψη της υποστηρίζει τον ισχυρισμό της. Στη συνέχεια αναφέρεται σε δικαστικές και άλλες διαδικασίες που ακολούθησαν, σε διευθετήσεις που έγιναν προκειμένου ο εφεσίβλητος να έχει επικοινωνία με επίβλεψη με τον ανήλικο, λόγους που κατά την άποψη της, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και για τους οποίους η απόφαση του είναι λανθασμένη. Επίσης αναφέρεται στη συμπεριφορά του εφεσίβλητου κατά την επικοινωνία με τον ανήλικο, όπως και την αρνητική αντίδραση του τελευταίου ο οποίος δεν επιθυμεί να έχει επικοινωνία με τον πατέρα του. Προκειμένου δε να υποστηρίξει περαιτέρω την αίτησή της προβάλλει τους ακόλουθους προβληματισμούς:

 

«Α. Ποια θα είναι η σημασία ή η αξία της έφεσης που έχει καταχωρηθεί σε περίπτωση που το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο έρθει μετά από πάροδο μηνών ή και χρόνων από [*832]σήμερα και δικαιώσει τη δική μου πλευρά, κρίνοντας ότι λανθασμένη δόθηκε απρόσκοπτη και χωρίς επιτήρηση και με διανυκτερεύσεις επικοινωνία στον Εφεσίβλητο – Καθ’ ου η αίτηση με το γιο μας, χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχει ανασταλεί η εκτέλεση της υπό κρίση και έφεση απόφασης;

 

Β. Πώς απονέμεται δικαιοσύνη εάν εγώ και ακόμα δυσμενέστερα ο Αλέξανδρος αναγκαζόμαστε να υποστούμε την εκτέλεση μιας άδικης και εσφαλμένης κατά την άποψή μου απόφασης, οι συνέπειες της εκτέλεσης της οποίας ούτε θεραπεύονται ούτε ανατρέπονται ακόμα και με την ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης;

 

Γ. Πώς προστατεύεται το παιδί μου από την ψυχοσωματική ζημιά που θα υποστεί με την εκτέλεση της εκδοθείσας απόφασης εάν διαφανεί μέσα από τη διαδικασία της έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπεσε πολύ έξω στις εκτιμήσεις του σε ότι αφορά τον κίνδυνο που ο Αλέξανδρος διατρέχει;

 

Δ. Πώς γίνεται σεβαστή η επιθυμία ενός παιδιού που εκφράστηκε τόσο έντονα και κατ’ επανάληψη όχι μόνο σε μένα ως μητέρα του αλλά και στη Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, και στην κα Μαρία Περδικογιάννη, και στο Δικαστήριο μέσα από τη συνέντευξη;»

 

καταλήγοντας ότι εάν δεν δοθεί η αιτούμενη αναστολή τότε η έφεση της απογυμνώνεται από την αξία και το αντικείμενο της, η απονομή της δικαιοσύνης ματαιώνεται και η προστασία του ανήλικου από τον σοβαρό κίνδυνο που ελλοχεύει στη διάρκεια της ανεπιτήρητης επικοινωνίας παραμένει μετέωρη και οδυνηρά ανεπαρκής. Από την άλλη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η «ενδεχόμενη ζημιά» του εφεσίβλητου είναι μηδαμινή σε σχέση με την επίδραση που θα έχει η μη αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης λαμβανομένου υπόψη ότι η ίδια αποδέχεται όπως συνεχίσει η διευθέτηση επικοινωνίας με τον ανήλικο που ίσχυε τα τελευταία 3, 5 έτη. Είναι περαιτέρω η άποψη της ότι το συμφέρον του ανήλικου επιβάλλει την προστασία του από τον ίδιο τον πατέρα του και ότι η παρούσα αίτηση αποσκοπεί στην προστασία της ψυχοσωματικής υγείας και ακεραιότητας του ανήλικου. Η αιτήτρια καταλήγει με τ’ ακόλουθα:

 

«…..είναι ορθό και δίκαιο και προς το συμφέρον της ορθής απονομής δικαιοσύνης, να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της εκδοθείσας απόφασης, ώστε να μην εκτε[*833]θεί το παιδί μου στο σοβαρότατο κίνδυνο της σεξουαλικής παρενόχλησης και/ή κακοποίησης από τον Καθ’ ου η αίτηση και συνακόλουθα για να μην αποστερηθεί η έφεση που έχω καταχωρήσει την αξία και το αντικείμενο της.»

 

Ο εφεσίβλητος/καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση όπου προβάλλει ότι η αίτηση στερείται ουσιαστικού και νομικού ερείσματος, η συνοδεύουσα αυτήν ένορκη δήλωση είναι παράτυπη, ελλειπής και περιέχει σωρεία άσχετων αναφορών, τα γεγονότα που επικαλείται δεν δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος, η αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και αποσκοπεί στην καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης και/ή παρεμπόδιση της επικοινωνίας του εφεσίβλητου με τον ανήλικο υιό του και ότι δεν υφίστανται στην παρούσα υπόθεση οι ειδικές εκείνες περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την στέρηση από τον εφεσίβλητο των καρπών της επιτυχίας του μετά από μακρά και επίμονη δίκη.

 

Στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου/καθ’ ου η αίτηση επί της οποίας εδράζεται η ένσταση γίνεται αναφορά στα προβλήματα που κατά την άποψη του δημιουργούσε η εφεσείουσα/αιτήτρια κατά την άσκηση του δικαιώματος του επικοινωνίας με τον ανήλικο από την έναρξη άσκησης του δικαιώματος του αυτού μέχρι και σήμερα, όπως και στις παρεμβάσεις τόσο αυτής όσο και των γονέων της στον ανήλικο με αποτέλεσμα η στάση του έναντι του ίδιου να γίνεται όλο και πιο εχθρική. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών είναι η επικοινωνία του με τον ανήλικο να είναι σύντομη, λίγων λεπτών, ενώ ο ανήλικος αποξενώθηκε από αυτόν. Η κατ’ ισχυρισμό σεξουαλική παρενόχληση του υιού του απορρίφθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο, τον Γενικό Εισαγγελέα και Αστυνομία. Το Εφετείο θα πρέπει να προστατεύσει την σχέση του με τον υιό του, απορρίπτοντας την αίτηση, άλλως εάν την αποδεχθεί, τότε μέχρι την εκδίκαση της έφεσης θα τον «χάσει» για πάντα. Αυτός είναι και ο σκοπός της καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου/καθ’ ου η αίτηση.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ενώπιον μας, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις ανάλογα με το ποιόν εκπροσωπούσαν. Αμφότεροι τόνισαν με ιδιαίτερη επιμονή το στοιχείο της ανεπανόρθωτης βλάβης αλλά αντίστοιχα για υποστήριξη της θέσης της πλευράς για την οποία εμφανίζοντο. Η κα Μιχαηλίδου υποστήριξε ότι θα προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη στην εφεσείουσα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης καθ’ ότι σε τέτοια περίπτωση η έφεση της [*834]θα χάσει το αντικείμενο της ενόψει του ότι ο κίνδυνος σεξουαλικής παρενόχλησης του ανηλίκου είναι ορατός και συγκεκριμένος.  Αντίθετη ήταν η θέση του κ. Τριανταφυλλίδη. Εισηγήθηκε ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης θα επέλθει ανεπανόρθωτη βλάβη και στα συμφέροντα του ίδιου του παιδιού που δεν είναι άλλα από την αποκατάσταση της τρωθείσας σχέσης πατέρα και υιού.

 

Η αίτηση στηρίζεται στη Δ.35 θ. 18 και 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που έχουν ως ακολούθως:

 

«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order, and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct.  Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.

 

19. Wherever under these rules an application may be made either to Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below.”

 

Και σε δική μας μετάφραση:

 

18. Μια έφεση δεν θα ενεργεί σαν αναστολή εκτελέσεως ή διαδικασίας στην απόφαση που εφεσιβάλλεται εκτός κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται ή του Εφετείου ή ενός Δικαστού των ανωτέρω Δικαστηρίων και ουδεμία ενδιάμεση πράξη ή διαδικασία θα παύει να ισχύει εκτός κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται. Προτού εκδοθεί διάταγμα που να αναστέλλει την εκτέλεση το πρόσωπο που θα ζητήσει το διάταγμα θα πρέπει να παράσχει τέτοια εγγύηση (αν υπάρχει) που θα διαταχθεί. Αν η ασφάλεια θα δοθεί υπό τύπο γραμματίου, το γραμμάτιο θα γίνει προς όφελος του διαδίκου υπέρ του οποίου η υπό έφεση απόφαση εδόθη.

 

19. Οποτεδήποτε μια αίτηση βασιζόμενη σ’ αυτούς τους κανονισμούς μπορεί να γίνει είτε στο κατώτερο Δικαστήριο ή στο Εφετείο ή σε ένα Δικαστή των ανωτέρω Δικαστηρίων, πρέπει πρώτα γίνεται στο Δικαστήριο ή τον Δικαστή του κατωτέρου [*835]Δικαστηρίου.»

 

Στην Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλουκινά κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1921 λέχθηκαν τ’ ακόλουθα:

 

«Με βάση τη νομολογία που ερμήνευσε την πιο πάνω διάταξη (βλ. μεταξύ άλλων Katarina Shipping Inc. v. The Cargo on Board the Ship “Poly” (1978) 1 C.L.R. 355, Essex Overseas Trade Services Ltd v. Legend Shipping Co. Ltd. a.o. (1981) 1 C.L.R. 263, “Phoenix” Greek General Insurance Co. S.A. v. Al Khalaf Exhibition (1981) 1 C.L.R. 673. Mavrochanna a.o. v. Michael (1984) 1 C.L.R. 760, Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649, E.Y.R.I.K. a.o v. Kotsonis (1986) 1 C.L.R. 617, Ιωσηφάκης ν. Αρτιστοδήμου (1990) 1. Α.Α.Δ. 284, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, Α.Β.Ρ. Holdings Ltd. κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 1) (1994) 1. Α.Α.Δ. 287, Θωμά ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 797 και Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης (Αρ. 1) (2002) 1 Α.Α.Δ. 195) το όλο θέμα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με βάση τους εξής παράγοντες που θα πρέπει να εξισορροπηθούν με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης:

 

(α) Ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει στην υπόθεση του δεν πρέπει να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του.

 

(β) Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.

 

Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο είναι οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης αλλά αυτές είναι μόνο οριακής σημασίας (Βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου πιο πάνω). Στην υπόθεση Ιωσηφάκη ν. Αριστοδήμου, πιο πάνω, σελ. 288, ο Δικαστής (όπως ήταν τότε) Πικής διατύπωσε τους πιο κάτω παράγοντες ως εξής:

 

«Δύο είναι οι παράγοντες που κατά κύριο λόγο διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την αναστολή πρωτόδικης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Πρώτο, η διασφάλιση της οριστικότητας (finality) των αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου και την παράλληλη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του διάδικου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση και δεύτερο, η εξασφάλιση [*836]της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι δυο αυτοί παράγοντες εξισορροπούνται με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.»»

 

Στη Βλάχου ν. Οικονόμου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1520 απασχόλησε το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Εφετείο παρόμοιο θέμα όπως στην παρούσα αίτηση και το Εφετείο απέφυγε ν’ αναστείλει το διάταγμα επικοινωνίας που εξεδόθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της απόφασης:

 

«Όπως όμως διαπιστώνεται από τη μελέτη της πρωτόδικης απόφασης και από τις εκθέσεις των ειδικών ψυχιάτρων – ψυχολόγων των δύο πλευρών, υπήρχε, όπως άλλωστε συχνά συμβαίνει, μια διχογνωμία στις απόψεις ως προς την άσκηση του δικαιώματος του αιτητή-πατέρα για επικοινωνία με τις ανήλικες θυγατέρες του, όπως επίσης και ως προς τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος τούτου αναφορικά με τη συχνότητα, την εποπτεία ή μη της επικοινωνίας κλπ..

 

Γινόταν εισήγηση από πλευράς ψυχολόγων των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας σε έκθεσή τους, ημερομηνίας 12.10.2011, όπως αρχίσει εποπτευόμενη επικοινωνία των παιδιών με τον πατέρα στην παρουσία Κοινωνικού Λειτουργού, τονίζοντας τη σκοπιμότητα της διατήρησης επικοινωνίας μεταξύ πατέρα και παιδιών. Η εφεσείουσα όμως δεν αποδεχόταν όπως επιτραπεί στον πατέρα οποιαδήποτε επικοινωνία με τα παιδιά, εποπτευόμενη ή μη. Σε συμπληρωματική δε ένορκη δήλωσή της διαφωνούσε με την εισήγηση των κυβερνητικών ψυχολόγων αναφέροντας ότι «θα είναι εξαιρετικά αρνητικό για την όλη εξέλιξη της υπόθεσης ν επιχειρηθεί άμεσα έστω και σε δοκιμαστική βάση όπως αναφέρεται στην έκθεση των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας εποπτευόμενη επαφή του πατέρα με τα παιδιά». Από την άλλη, ο ψυχίατρος Δ. Ευάγγελος Αναστασίου, σε δική του συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 31.5.2012, εξέφρασε την άποψη ότι η απρόσκοπτη και συχνή επικοινωνία των παιδιών με τον πατέρα είναι επιβεβλημένη και συνίστατο όπως δρομολογηθεί άμεσα, κάτι που θα συνέβαλλε στη μείωση ή εξάλειψη της ψυχοπαθολογίας των παιδιών,. Όπως ανέφερε σε σχετική έκθεσή του ο ίδιος ψυχολόγος, η μητέρα η οποία είχε τρεις αποτυχημένους γάμους, δεν μπορούσε να δώσει στις θυγατέρες της θετική εικόνα για τους άντρες και ασφαλώς για τον πατέρα τους, τον οποίο ενδεχομένως να θέλει να εκδικηθεί χρησιμοποιώντας τα παιδιά. Αναφερόταν δε σε υποβολιμαίες φοβίες και ψυχολογικό εξαναγκασμό [*837]των παιδιών να αποξενώσουν και απορρίψουν τον πατέρα τους, προκαλώντας ψυχοφθόρο επίδραση, άγχος, φόβο και ανασφάλεια.

 

Αφού δε έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποίησε το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδώσει μονομερώς, προσθέτοντας σ’ αυτό μεταξύ άλλων και όρο σύμφωνα με τον οποίο οι ψυχολόγοι του Μακαρείου Νοσοκομείου να συνεχίσουν να παρακολουθούν ολόκληρη την οικογένεια μέχρι την ολοκλήρωση της ψυχολογικής υποστήριξης, και όπως πέραν της άσκησης του μία φορά την εβδομάδα από Λειτουργό Ευημερίας εποπτευόμενη επικοινωνία πατέρα-παιδιών στην παρουσία της Λειτουργού και χωρίς την παρουσία της μητέρας.

 

Χωρίς ασφαλώς να υπεισερχόμαστε στην ουσία της έφεσης και στην εξέταση θεμάτων που άπτονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, αδυνατούμε να διακρίνουμε λόγους για τους οποίους να ανατρέψουμε την έκβαση της άσκησης της εξουσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου, εξουδετερώνοντας και τερματίζοντας την ισχύ του εκδοθέντος μονομερώς και διαμορφωθέντος κατόπιν πλήρους ακρόασης διατάγματος του Δικαστηρίου, έτσι ώστε αυτό να εξυπηρετεί τις ανάγκες ή να ικανοποιεί τις θέσεις της μιας πλευράς στην αντιδικία, χωρίς να εξετασθεί και διαγνωσθεί η τύχη της εκκρεμούσας έφεσης.

 

Νοείται ασφαλώς ότι εάν από την ίδια την εφαρμογή του διατάγματος προκύψουν οποιαδήποτε νέα άμεσα σοβαρά προβλήματα, μπορεί οποιαδήποτε πλευρά να απευθυνθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ζητώντας την αναθεώρηση όρου ή όρων του διατάγματος. Εν τω μεταξύ όμως οφείλει κάθε πλευρά όπως επιδείξει συνεργασία και καλή πίστη στην εφαρμογή του διατάγματος, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα της όπως αναπτύξει τις δικές της θέσεις κατά την ακρόαση της έφεσης.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.»

 

Στη Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 131, λέχθηκαν τ’ ακόλουθα σχετικά με τα ζητήματα που εξετάζονται στην παρούσα αίτηση:

 

«Όπως αναγνωρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην R. v. U.K. (1987) Times, 9th July [*838](Series A Judgements and Decisions Vol. 121), η πρόσβαση του γονέα στο τέκνο αποτελεί πτυχή του δικαιώματος του ανθρώπου για οικογενειακή ζωή που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. (Βλ. επίσης Ν. 39/62). Στην Κύπρο το δικαίωμα αυτό επίσης διασφαλίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 15 του Συντάγματος.  Όπως εξηγείται όμως στην υπόθεση Re KD (A minor) [1988] 1 All E.R. 577 (H.L.) το δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί εφόσον δεν ασκείται προς όφελος του σκοπού για τον οποίο παρέχεται, που δεν είναι άλλος από την συμβολή στην ευημερία του τέκνου.»

 

Στην παρούσα υπόθεση εξετάσαμε με πολύ προσοχή όλα τα στοιχεία και το ενώπιον μας υλικό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην έκδοση του διατάγματος επικοινωνίας μετά από μια μακρά και ιδιαίτερα επίμονη διαδικασία και αφού λήφθηκε και αξιολογήθηκε η μαρτυρία του ανήλικου. Επίσης λαμβάνουμε υπόψη ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά την αναστολή μιας συνηθισμένης δικαστικής απόφασης αλλά αφορά το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα του πατέρα να έχει επικοινωνία με τον ανήλικο υιό του συναρτημένο με το ότι αποκλειστικός οδηγός της κρίσης του δικαστηρίου θα πρέπει να είναι το ύψιστο συμφέρον και μόνο του ανήλικου.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και αποφεύγοντας να υπεισέλθουμε στην ουσία της εκκρεμούσας έφεσης δεν έχουμε ικανοποιηθεί στα στενά πλαίσια αυτής της αίτησης ότι θα πρέπει να παρέμβουμε αναστέλλοντας την ισχύ του εκδοθέντος, μετά από πλήρη ακρόαση, διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε να ικανοποιήσουμε τις ανησυχίες και τους φόβους της μιας πλευράς, οι οποίοι απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, χωρίς εξέταση και διάγνωση της ουσίας της έφεσης που εκκρεμεί. Αυτό πιστεύουμε θα ήταν ενάντια στο καλώς νοούμενο συμφέρον του ανηλίκου. Η αίτηση ως αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτύχει. Εάν κατά την διάρκεια εφαρμογής του διατάγματος προκύψουν οιαδήποτε σοβαρά προβλήματα, οι διάδικοι είναι ελεύθεροι να απευθυνθούν στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας τις ανάλογες θεραπείες.

 

Επαναλαμβάνουμε ακόμη μια φορά τις σταθερές αρχές της νομολογίας ότι τα όποια δικαιώματα παρέχονται από το νόμο σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, δεν έχουν κτητικό χαρακτήρα αλλά συναρτώνται άμεσα και αποκλειστικά με το καθήκον που επιβάλλεται για την ευημερία του παιδιού. (Βλ. Gillick v. West Norfolk Area Health Authority [1985] 3 All E.R. 402, 410). Επίσης η διαδικασία για εξασφάλιση τέτοιου δικαιώματος παρόλο που [*839]εγείρεται από τον ένα σύζυγο και στρέφεται εναντίον του άλλου δεν θα πρέπει να έχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Αντίθετα θα πρέπει να έχει ως άξονα το κοινό καθήκον των γονέων για την φροντίδα και την ευημερία των τέκνων τους.  (Βλ. Στυλιανού (άνω)).

 

Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο