Πήττα Αναστασία και Άλλοι ν. Δήμου Στροβόλου (2015) 1 ΑΑΔ 867

ECLI:CY:AD:2015:A286

(2015) 1 ΑΑΔ 867

[*867]24 Απριλίου, 2015

 

[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

1.  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΗΤΤΑ,

2.  ΑΝΤΩΝΙΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

3.  ΣΕΒΙΝΑ ΖΗΣΙΜΟΥ,

4.  ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΥ,

5.  ΝΕΑΡΧΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ,

6.  ΜΑΡΙΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΥ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 126/2010)

 

 

Αποζημιώσεις ― Άρθρο 146.6. του Συντάγματος ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή για αποζημιώσεις συνεπεία ακύρωσης διοικητικής πράξης ― Απόφανση Εφετείου ότι δεδομένων των δηλώσεων που έγιναν από το δικηγόρο της διοίκησης σε διαδικασία προσφυγής, ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν πριν από την έγερση αγωγής απευθύνει την αξίωση τους προς τη διοίκηση.

 

Αποζημιώσεις ― Άρθρο 146.6 του Συντάγματος ― Αποζημίωση συνεπεία ακύρωσης διοικητικής πράξης ― Sui Generis δικαίωμα ―  Εφαρμοστέες αρχές και νομολογιακή επισκόπηση ― Ποιο το μέτρο καθορισμού της ― Επέμβαση Εφετείου και απόφανση ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση με βάση το Άρθρο 146.6, δεν θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί με βάση το ποσό της προσφοράς που υπέβαλαν οι εφεσείοντες στον επίδικο Δημόσιο Διαγωνισμό από την οποίο προήλθε η ακυρωτική απόφαση.

 

Κώλυμα ― Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς ― Διαβεβαιώσεις δικηγόρου οι οποίες έγιναν ενώπιον Δικαστηρίου κρίθηκαν ότι αποτελούσαν κώλυμα λόγω συμπεριφοράς.

 

Αποζημιώσεις ― Δίκαιη και εύλογη αποζημίωση ― Ποιο το μέτρο της ― [*868]Είναι διάφορο από εκείνο του αγγλικού κοινού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντος (restitutio ab integrum) ― Aυτό συνάδει και με τη φύση της επίδικης θεραπείας, η οποία έχει ως νομιμοποιητική βάση το «δίκαιο και εύλογο» της αποζημίωσης και ως εκ τούτου παραπέμπει στις αρχές της Επιείκειας.   

 

Δικηγόροι ― Φαινόμενη πληρεξουσιότητα ― Οι παραδοχές και οι διαβεβαιώσεις στις οποίες προβαίνει, δεσμεύουν τον πελάτη του.

 

Αμφότερα τα μέρη αμφισβήτησαν ως λανθασμένη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αγωγή των εφεσειόντων για αποζημιώσεις βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, την οποία και προσέβαλαν με έφεση και αντέφεση. Οι μεν εφεσείοντες γιατί κρίθηκε πως δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα, ο δε εφεσίβλητος Δήμος Στροβόλου γιατί κρίθηκε πως στην περίπτωση που οι εφεσείοντες θεμελίωναν τέτοιο δικαίωμα θα τους επιδικαζόταν ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση το ποσό των €25.629,02.

 

Με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, οι εφεσείοντες, επαγγελματίες αρχιτέκτονες, έλαβαν μέρος σε δημόσιο διαγωνισμό που προκήρυξε ο Δήμος, με αντικείμενο την υποβολή προτάσεων από ομάδα τουλάχιστον τεσσάρων αρχιτεκτόνων, για την ετοιμασία μελέτης την οποία θα χρησιμοποιούσε ως βάση για έργα στο κέντρο του παλαιού Στροβόλου. Χωρίς όμως επιτυχία, αφού με απόφαση του Δήμου ημερ. 27.11.95 η προσφορά κατακυρώθηκε σε άλλους αρχιτέκτονες.

 

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν επιτυχώς την πιο πάνω απόφαση του Δήμου με προσφυγή, η οποία επικυρώθηκε και κατ’ έφεση ως  απόφαση της Ολομέλειας.

 

Παρά ταύτα, ο Δήμος όχι μόνο δεν προχώρησε σε επανεξέταση της ακυρωθείσας οριστικώς και τελεσιδίκως απόφασής του, αλλά αγνόησε παντελώς και επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 25.10.01 με την οποία, αφενός, ζητούσαν να πληροφορηθούν τα μέτρα που έλαβε για αποκατάσταση της νομιμότητας και κατά πόσο θα προχωρούσε σε επανεξέταση και, αφετέρου, του κοινοποιούσαν τη θέση τους ότι υπό το φως των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης η μόνη απόφαση που θα μπορούσε να πάρει ήταν να τους κατακυρώσει την προσφορά. Με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να προχωρήσουν με νέα προσφυγή, την υπ’ αρ. 965/02, με την οποία προσέβαλαν την παράλειψη του Δήμου να συμμορφωθεί στην απόφαση του Αναθεωρητικού Εφετείου.

[*869]Εκκρεμούσης της προσφυγής, στις 3.3.03, οι εφεσείοντες απέστειλαν μέσω του δικηγόρου τους επιστολή στο δικηγόρο του Δήμου, με την οποία τον πληροφορούσαν ότι ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν το ποσό των Λ.Κ.10.000 πλέον Λ.Κ.1.000 δικηγορικά έξοδα ως αποζημιώσεις προς πλήρη εξόφληση όλων των απαιτήσεων τους. Χωρίς όμως θετική ανταπόκριση και ενόψει τούτου η προσφυγή οδηγήθηκε σε διευκρινίσεις. Κατά τη σχετική όμως συνεδρία ημερ. 19.6.03 οι εφεσείοντες την απόσυραν, δίδοντας πίστη στις διαβεβαιώσεις του δικηγόρου του Δήμου ότι ο Δήμος ήταν έτοιμος να συζητήσει θέμα αποζημίωσης τους στο πλαίσιο αγωγής. 

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω οι εφεσείοντες ήγειραν εναντίον του Δήμου αγωγή διεκδικώντας (α) δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις ζημιές και/ή απώλειες που υπέστησαν συνεπεία της ακυρωθείσας απόφασης, (β) Λ.Κ.15.000 (€25.629,02) ως ειδικές αποζημιώσεις για ζημίες και/ή απώλειες και (γ) γενικές αποζημιώσεις για μη χρηματικές βλάβες. Ανεπιτυχώς, όμως, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας πως δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα για δύο «διακεκριμένους» - όπως τους χαρακτήρισε - μεταξύ τους λόγους. Ο πρώτος, γιατί δεν προηγήθηκε ακύρωση της παράλειψης του Δήμου να επανεξετάσει το ζήτημα και, ο δεύτερος, γιατί πριν από την καταχώριση της αγωγής οι εφεσείοντες δεν απηύθυναν στο Δήμο τις επίδικες αξιώσεις τους. Παρόλα αυτά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ορθό να εξετάσει και το ζήτημα των αποζημιώσεων και κατέληξε πως στην περίπτωση που η κρίση του αναφορικά με το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων ήταν εσφαλμένη θα τους επιδίκαζε ως ειδικές αποζημιώσεις και/ή ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση το ποσό των Λ.Κ.15.000 (€25.629,02), που αντιστοιχούσε και στην προσφορά τους, θεωρώντας ότι στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του σε περίπτωση επανεξέτασης ο Δήμος θα κατακύρωνε την προσφορά στους εφεσείοντες. Απέρριψε δε την αξίωση για μη χρηματικές βλάβες. (non pecuniary damages).

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί δεν προηγήθηκε η ακύρωση μέσω του αναθεωρητικού δικαστικού ελέγχου της παράλειψης του Δήμου να επαναξετάσει το ζήτημα.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η κρίση ότι δεν απηύθυναν στο Δήμο τις «συγκεκριμένες» επίδικες αξιώσεις τους για αποζημίωση.

[*870]γ)     Λανθασμένα εκρίθη ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνταν της θεραπείας των μη χρηματικών βλαβών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το ιδιόρρυθμο δικαίωμα (sui generis) της αποζημίωσης βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος έχει τύχει ανάλυσης και ερμηνείας σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

2.  Αυτό που προκύπτει από τις σχετικές αυθεντίες είναι ότι για να έχει κάποιος δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις με βάση το άρθρο αυτό θα πρέπει (α) να έχει υπέρ του ακυρωτική απόφαση, (β) να έχει απευθυνθεί στη διοίκηση για ικανοποίηση του αιτήματος του και συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση και (γ) εάν δεν ικανοποιηθεί, τότε να αποταθεί στο Δικαστήριο με αγωγή.

 

3.  Οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης ευσταθούσαν. Ο δικηγόρος αντιπροσωπεύει τον πελάτη του και στη βάση της φαινόμενης πληρεξουσιότητας (austonsible authority) οι παραδοχές και οι διαβεβαιώσεις στις οποίες προβαίνει δεσμεύουν τον πελάτη του.

 

4.  Δεν τίθετο επομένως θέμα ως προς τη δέσμευση του Δήμου σε σχέση με τα όσα δήλωσε και διαβεβαίωσε ο δικηγόρος του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να πεισθούν οι εφεσείοντες να αποσύρουν την προσφυγή 965/02.

 

5.  Η φύση και το περιεχόμενο των εν λόγω δηλώσεων και διαβεβαιώσεων όπως καταγράφηκαν στα πρακτικά, ήταν τέτοια που όχι μόνο εμπόδιζαν το Δήμο να ισχυριστεί στην πρωτόδικη διαδικασία ότι οι εφεσείοντες δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα, αλλά τον εμπόδιζαν και από του να ισχυριστεί ότι δεν δικαιούνταν και σε αποζημιώσεις.

 

6.  Και αυτό καθότι συνιστούσαν κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (estoppel by contact or estoppel in pais) το οποίο τυγχάνει πλήρους εφαρμογής υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι διαβεβαιώσεις του δικηγόρου του Δήμου έγιναν ενώπιον Δικαστηρίου.

 

7.  Υπό το φως των ανωτέρω, το μόνο επίδικο θέμα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν αγώγιμο δικαίωμα ή εάν δικαιούνταν σε αποζημιώσεις, αλλά ο καθορισμός των αποζημιώσεων στις οποίες εδικαιούνταν.

[*871]8.      Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση των εφεσειόντων για αποζημιώσεις για μη χρηματικές βλάβες (non pecuniary damages), κρίνοντας πως η παράλειψη του Δήμου να προβεί σε επανεξέταση δεν συνιστούσε παραβίαση των Άρθρων 23 και 30 του Συντάγματος.

 

9.  Όπως επισημάνθηκε από τη νομολογία, το μέτρο της «δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης» είναι διάφορο από εκείνο του αγγλικού κοινού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντος (restitutio ab integrum). Aυτό εξάλλου συνάδει και με τη φύση της επίδικης θεραπείας, η οποία έχει ως νομιμοποιητική βάση το «δίκαιο και εύλογο» της αποζημίωσης και ως εκ τούτου παραπέμπει στις αρχές της Επιείκειας.

 

10. Ενόψει τούτου, εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει το ύψος της ώστε να δώσει περιεχόμενο στο δίκαιο του αιτήματος του διοικούμενου για τις ζημιές που υπέστη ως αποτέλεσμα της μεμπτής πράξης της διοίκησης.

 

11. Με βάση τα πιο πάνω ήταν λανθασμένη η ταύτιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της «δίκαιης και εύλογης» αποζημίωσης με το ποσό της προσφοράς των εφεσειόντων.

 

12. Η προσφορά, όπως ορθά επεσήμανε ο  συνήγορος του Δήμου, περιελάμβανε έξοδα και κέρδος στην περίπτωση που θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούσε την άμεση ζημιά που υπέστηκαν συνεπεία της ακυρωθείσας απόφασης.

 

13. Έσφαλε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του προκειμένου, ενώ το ορθό θα ήταν να στρέψει την προσοχή του αποκλειστικά στη μαρτυρία των εφεσειόντων η οποία ήταν σχετική με την κατ’ ισχυρισμό (άμεση) ζημιά που υπέστηκαν ώστε να καθορίσει το μέτρο της «δίκαιης και εύλογης» υπό τις περιστάσεις αποζημίωσης.

 

14. Εξετάστηκε η επί του θέματος μαρτυρία που προσκόμισαν, η οποία μάλιστα παρέμεινε αναντίλεκτη και ταυτόχρονα ήταν και λογικώς αυταπόδεικτη, και προέκυπτε ότι το παράπονο των εφεσειόντων ότι η ζημιά τους αντιστοιχούσε με την εργασία που εκτέλεσαν για ετοιμασία της προσφοράς ήταν γνήσιο, την οποία και εξειδίκευσαν.

 

15. Είναι στη βάση της αναντίλεκτης αυτής μαρτυρίας που θα έπρεπε [*872]το πρωτόδικο Δικαστήριο να καθορίσει το μέτρο της «δίκαιης και εύλογης» αποζημίωσης, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη και την επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 3.3.03 με την οποία εξέφραζαν την ετοιμότητά τους να αποδεχτούν το ποσό των £10.000 πλέον £1.000 έξοδα προς εξόφληση όλων των απαιτήσεων τους και όχι να το ταυτίσει με το ποσό της προσφοράς.

 

16. Ποσό της τάξης των €10.000 θα συνιστούσε ισοζυγισμένο μέτρο για την εύλογη και δίκαιη αποζημίωση που προνοείται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Έπετο ότι ο σχετικός λόγος της αντέφεσης είχε επιτυχή κατάληξη μόνο σ’ ότι αφορούσε το ύψος της αποζημίωσης.

 

17. Αναφορικά με το παράπονο των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τους επιδίκασε μη χρηματικές αποζημιώσεις (non pecuniary damages), οι οποίες βεβαίως είναι διάφορες από τη «δικαία και εύλογο αποζημίωση» που προνοείται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, οι αυθεντίες που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες δεν αφορούν στην ιδιόρρυθμη αποζημίωση που προνοείται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος  και τα όσα σχετικά λέχθηκαν στις εν λόγω αυθεντίες δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην παρούσα.

 

Η έφεση επέτυχε μερικώς με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δήμος Στροβόλου ν. Πήττα κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 55,

 

Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462,

 

Nίκολας v. Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 983,

 

Εγγλεζάκης κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,

 

Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (1995) 1 Α.Α.Δ. 612,

 

Vnukovo Airlines (V.A.) κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 969,

 

Savvas & Leonidas Motors Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ 795,

 

Πιττάλης κ.ά. ν. Ianira Enterprises κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814,

 

[*873]Πιερίδου ν. Στυλιανίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 954,

 

Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343,

 

Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ.1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 253,

 

Voytenko v. Ukraine, Appl. No. 18966/04 ημερ. 29.9.04 (ΕΔΑΔ),

 

Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558,

 

Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Θεοδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 420.

 

Έφεση κατά της απόφασης.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7373/2006), ημερομ. 19/3/2010.

 

Κ. Κυριακόπουλος, για τους Εφεσείοντες.

 

Γρ. Λεοντίου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Αμφότερα τα μέρη θεωρούν λανθασμένη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αγωγή των εφεσειόντων για αποζημιώσεις βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, την οποία και προσέβαλαν με έφεση και αντέφεση. Οι μεν εφεσείοντες γιατί κρίθηκε πως δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα, ο δε εφεσίβλητος Δήμος Στροβόλου (στο εξής ο Δήμος) γιατί κρίθηκε πως στην περίπτωση που οι εφεσείοντες θεμελίωναν τέτοιο δικαίωμα θα τους επιδικαζόταν ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση το ποσό των €25.629,02 (ισόποσο Λ.Κ.15.000).

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση δεν αμφισβητούνται και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:

 

Οι εφεσείοντες, επαγγελματίες αρχιτέκτονες, έλαβαν μέρος σε δημόσιο διαγωνισμό που προκήρυξε ο Δήμος με αντικείμενο την υποβολή προτάσεων από ομάδα τουλάχιστον τεσσάρων αρχιτε[*874]κτόνων, για την ετοιμασία μελέτης την οποία θα χρησιμοποιούσε ως βάση για έργα στο κέντρο του παλαιού Στροβόλου. Χωρίς όμως επιτυχία, αφού με απόφαση του Δήμου ημερ. 27.11.95 η προσφορά κατακυρώθηκε σε άλλους αρχιτέκτονες.

 

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν επιτυχώς την πιο πάνω απόφαση του Δήμου με προσφυγή, η οποία επικυρώθηκε και κατ’ έφεση ως η απόφαση της Ολομέλειας στη Δήμος Στροβόλου ν. Πήττα κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 55. Παρά ταύτα, ο Δήμος όχι μόνο δεν προχώρησε σε επανεξέταση της ακυρωθείσας οριστικώς και τελεσιδίκως απόφασής του, αλλά αγνόησε παντελώς και επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 25.10.01 με την οποία, αφενός, ζητούσαν να πληροφορηθούν τα μέτρα που έλαβε για αποκατάσταση της νομιμότητας και κατά πόσο θα προχωρούσε σε επανεξέταση και, αφετέρου, του κοινοποιούσαν τη θέση τους ότι υπό το φως των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης η μόνη απόφαση που θα μπορούσε να πάρει ήταν να τους κατακυρώσει την προσφορά. Με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να προχωρήσουν με νέα προσφυγή, την υπ’ αρ. 965/02, με την οποία προσέβαλαν την παράλειψη του Δήμου να συμμορφωθεί στην απόφαση του Αναθεωρητικού Εφετείου.

 

Εκκρεμούσης της προσφυγής, στις 3.3.03, οι εφεσείοντες απέστειλαν μέσω του δικηγόρου τους επιστολή στο δικηγόρο του Δήμου μ. Λυσάνδρου, με την οποία τον πληροφορούσαν ότι ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν το ποσό των Λ.Κ.10.000 πλέον Λ.Κ.1.000 δικηγορικά έξοδα ως αποζημιώσεις προς πλήρη εξόφληση όλων των απαιτήσεων τους. Χωρίς όμως θετική ανταπόκριση και ενόψει τούτου η προσφυγή οδηγήθηκε σε διευκρινίσεις ενώπιον του Αρτέμη, Δ. (όπως ήταν τότε). Κατά τη σχετική όμως συνεδρία ημερ. 19.6.03 οι εφεσείοντες την απόσυραν, δίδοντας πίστη στις διαβεβαιώσεις του δικηγόρου του Δήμου ότι ο Δήμος ήταν έτοιμος να συζητήσει θέμα αποζημίωσης τους στο πλαίσιο αγωγής. Θεωρούμε χρήσιμο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο του τηρηθέντος κατά την εν λόγω συνεδρία πρακτικού.

 

«19.6.03

 

Για τους αιτητές: κ. Κυριακόπουλος

 

Για τον καθ’ ου η αίτηση: κ. Λυσάνδρου

 

κ. Λυσάνδρου: Καταθέτω τους φακέλους που αφορούν το θέμα που θίγεται στην ένσταση.

[*875]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Κατατίθεται δέσμη 4 φακέλων (τα 2 box files) και σημειώνεται τεκμ. 1.

 

κ. Κυριακόπουλος: Δεν έχω να  προσθέσω τίποτε άλλο πέραν των αγορεύσεων μου. Είμαι στη διάθεση του Δικαστηρίου.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Λέγετε ότι αν δεν προχωρήσει η Διοίκηση να κάμει αυτό που ζητάτε δεν θα μπορείτε να απαιτήσετε αποζημιώσεις. Αυτή είναι η θέση σας; Δεν μπορείτε να απαιτήσετε αποζημιώσεις αφ’ ης στιγμής ακυρώθηκε η πράξη;

 

κ. Κυριακόπουλος: Θα πρέπει να επανεξετάσει το θέμα. Γιατί; Αν καταχωρήσουμε μία αγωγή θα μπορεί θεωρητικά η Διοίκηση να ισχυριστεί ότι δεν έχω επανεξετάσει το θέμα και άρα είναι πρόωρη η αγωγή σας.

 

      Σύμφωνα με την απόφαση Nίκολας v. Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 983, στην οποία η Εντιμότητα σας ήταν μέλος της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρεται πρέπει να απευθύνεται το πρώτον προς τη Διοίκηση και εφόσον δεν ικανοποιηθεί να καταχωρήσει πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Πώς ερμηνεύσαμε «να ικανοποιηθεί»; Να ζητήσει τι; Να ζητήσει αποζημιώσεις και να μην την ικανοποιήσει ή να ζητήσει επανεξέταση;

 

κ. Κυριακόπουλος: Αποζημίωση ή άλλης θεραπείας αξίωση προς τη Διοίκηση. Εμείς έχουμε ζητήσει να μας πουν κατά πόσο έχουν επανεξετάσει το θέμα και τι έχουν αποφασίσει. Σε δεύτερο στάδιο τους κάμαμε μία πρόταση, άνευ βλάβης δικαιωμάτων, η οποία δεν έγινε δεκτή. Όμως από τη στιγμή που δεν υπάρχει επανεξέταση δεν γνωρίζουμε ποια η θέση της Διοίκησης επί του θέματος. Αν αύριο μας πουν δεν έχουμε αποφασίσει επί του θέματος και η αγωγή είναι πρόωρη θα έχουμε πρόβλημα να αντιμετωπίσουμε εκείνο το νομικό σημείο. Ως θέμα χρηστής διοίκησης πρέπει να πάρουν κάποια απόφαση. Η απόφαση που έχουν πάρει έχει ακυρωθεί από το Δικαστήριο και θα πρέπει να απαντήσουν στο διοικούμενο ποια η νέα τους θέση μετά από επανεξέταση.

 

κ. Λυσάνδρου: Η θέση μας είναι ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει αποκατάσταση της νομιμότητας και κάθε επανεξέταση της υπόθεσης θα ήταν μάταιη εφόσον έχει γίνει εκτέλεση της ακυ[*876]ρωθείσας πράξης και η εκτέλεση...

 

κ. Λυσάνδρου: Βεβαίως αυτό το δεχόμαστε. Να πάνε στο Επαρχιακό Δικαστήριο και να ζητήσουν αποζημιώσεις. Όταν έρχομαι και παίρνω επίσημη θέση στην ένσταση και στη γραπτή μου αγόρευση μπορούν να φέρουν τα πρακτικά αν τολμήσω να ισχυριστώ στο Επαρχιακό αυτά που λέγει ο συνάδελφος. Θα κωλύομαι να ισχυριστώ κάτι το αντίθετο στο Επαρχιακό Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε θέμα αποζημιώσεων. Δεν μπορεί να υπάρξει αποκατάσταση διότι έχει γίνει εκτέλεση της ακυρωθείσας πράξης προ της εκδόσεως των αποφάσεων. Μπορούν να προχωρήσουν με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο και είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε θέμα αποζημιώσεων.

 

κ. Κυριακόπουλος: Η θέση αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά την καταχώρηση της προσφυγής. Εμείς τους ζητήσαμε με επιστολή να μας αναφέρουν ποια η θέση τους, η οποία δεν απαντήθηκε ποτέ επίσημα.

 

……………………………………………………………………

 

κ. Κυριακόπουλος: Εν όψει της δήλωσης που έγινε από τον κ. Λυσάνδρου, που αναγνωρίζει το δικαίωμα μας να απαιτήσουμε αποζημιώσεις για την ακυρωθείσα πράξη, αποσύρω την προσφυγή και δεν ζητώ έξοδα.

 

κ. Λυσάνδρου: Εντάξει.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η προσφυγή αποσύρεται και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα. Εν όψει της διευθέτησης που έχει γίνει οι φάκελοι, τεκμ 1. επιστρέφονται στο συνήγορο του Δήμου.»

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω οι εφεσείοντες ήγειραν εναντίον του Δήμου αγωγή διεκδικώντας (α) δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις ζημιές και/ή απώλειες που υπέστησαν συνεπεία της ακυρωθείσας απόφασης, (β) Λ.Κ.15.000 (€25.629,02) ως ειδικές αποζημιώσεις για ζημίες και/ή απώλειες και (γ) γενικές αποζημιώσεις για μη χρηματικές βλάβες. Ανεπιτυχώς, όμως, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία (Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462, Nίκολας v. Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 983, Εγγλεζάκης κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (1995) 1 Α.Α.Δ. 612, και Vnukovo Airlines (V.A.) κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα [*877](2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 969) απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας πως δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα για δύο «διακεκριμένους» - όπως τους χαρακτήρισε - μεταξύ τους λόγους. Ο πρώτος, γιατί δεν προηγήθηκε ακύρωση της παράλειψης του Δήμου να επανεξετάσει το ζήτημα και, ο δεύτερος, γιατί πριν την καταχώριση της αγωγής οι εφεσείοντες δεν απηύθυναν στο Δήμο τις επίδικες αξιώσεις τους. Παρόλα αυτά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ορθό να εξετάσει και το ζήτημα των αποζημιώσεων και κατέληξε πως στην περίπτωση που η κρίση του αναφορικά με το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων ήταν εσφαλμένη θα τους επιδίκαζε ως ειδικές αποζημιώσεις και/ή ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση το ποσό των Λ.Κ.15.000 (€25.629,02), που αντιστοιχούσε και στην προσφορά τους, θεωρώντας ότι στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του σε περίπτωση επανεξέτασης ο Δήμος θα κατακύρωνε την προσφορά στους εφεσείοντες.

 

Με την έφεση προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί δεν προηγήθηκε η ακύρωση μέσω του αναθεωρητικού δικαστικού ελέγχου της παράλειψης του Δήμου να επαναξετάσει το ζήτημα (1ος λόγος έφεσης) και, περαιτέρω, γιατί δεν απηύθυναν στο Δήμο τις «συγκεκριμένες» επίδικες αξιώσεις τους για αποζημίωση (2ος λόγος έφεσης). Όπως λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνταν της θεραπείας των μη χρηματικών αποζημιώσεων (3ος λόγος έφεσης), τον οποίο λόγο θα εξετάσουμε στο πλαίσιο της αντέφεσης εφόσον ο λόγος αυτός άπτεται του ζητήματος των αποζημιώσεων για τον οποίο ο Δήμος ήγειρε αντέφεση. Νοουμένου βεβαίως ότι επιτύχουν οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης.

 

Το ιδιόρρυθμο δικαίωμα (sui generis) της αποζημίωσης βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος έχει τύχει ανάλυσης και ερμηνείας σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Savvas & Leonidas Motors Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ. 795, όπου γίνεται αναφορά και στην προγενέστερη νομολογία επί του θέματος, μεταξύ αυτής και οι αυθεντίες που αναφέρει η πρωτόδικη απόφαση). Αυτό που προκύπτει από τις σχετικές αυθεντίες είναι ότι για να έχει κάποιος δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις με βάση το άρθρο αυτό θα πρέπει (α) να έχει υπέρ του ακυρωτική απόφαση, (β) να έχει απευθυνθεί στη διοίκηση για ικανοποίηση του αιτήματος του και συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση και (γ) εάν δεν ικανοποιηθεί, τότε να αποταθεί στο Δικαστήριο με αγωγή.

[*878]Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, με αναφορά στις δηλώσεις και διαβεβαιώσεις του (τότε) συνηγόρου του Δήμου ως το πρακτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 19.6.03 (ανωτέρω), υπέβαλε ότι ο Δήμος κωλύεται (is stopped) να ισχυρίζεται ότι οι εφεσείοντες δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα. Παρέπεμψε σχετικά στα συγγράμματα Murphy on Evidence, 6η έκδοση, σελ. 330 και 331 υπό τον τίτλο «Issue Estoppel» και Law of the European Convention on Human Rights των Harris, O´Boyle & Warbrick, 2η έκδοση, σελ. 657. Περαιτέρω παρέπεμψε και στην αρχή της καλής πίστης του Άρθρου 51 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/1999) σύμφωνα με την οποία η διοίκηση πρέπει να αποφεύγει να ενεργεί κατά τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προς αυτή. Ειδικά, σ’ ότι αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, επικαλέστηκε την επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 25.10.01 προς το δικηγόρο του Δήμου καθώς επίσης και την επιστολή τους ημερ. 3.3.03 την οποία απέστειλαν πριν την καταχώριση της αγωγής. Το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, επεσήμανε, αναγνωρίζει στο διοικούμενο δικαίωμα να αξιώσει δικαστικώς αποζημίωση ή άλλη θεραπεία εφόσον η αξίωσή του δεν ικανοποιήθηκε από τη διοίκηση. Στην παρούσα περίπτωση, υπέβαλε, με την πρώτη επιστολή κοινοποιούσαν στο Δήμο ότι η μόνη απόφαση που μπορούσε να πάρει ήταν να τους κατακυρώσει την προσφορά, κάτι που αντιστοιχεί στη διαζευκτική θεραπεία του Άρθρου 146.6 και σ’ ότι αφορά τη χρηματική αποζημίωση σχετική ήταν η επιστολή τους ημερ. 3.3.03 με την οποία αξίωναν ως αποζημίωση το ποσό των Λ.Κ.10.000 πλέον Λ.Κ.1.000 δικηγορικά. Υπέβαλαν επομένως προς το Δήμο την ειδοποίηση που προνοείται από το Άρθρο 146.6 ότι έχουν αξίωση για αποζημίωση ή άλλη θεραπεία και συναφώς επεσήμαναν ότι το εν λόγω άρθρο δεν απαιτεί υποβολή συγκεκριμένης και λεπτομερούς έκθεσης απαίτησης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Δήμου, για θεμελίωση αγώγιμου δικαιώματος δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, προαπαιτείται η ακύρωση μέσω του αναθεωρητικού δικαστικού ελέγχου της παράλειψης της διοίκησης να επανεξετάσει το ζήτημα μετά την έκδοση της τελεσίδικης ακυρωτικής απόφασης. Τέτοια επανεξέταση, υπέβαλε, δεν προηγήθηκε στην παρούσα περίπτωση και η πρωτόδικη κρίση επί του ζητήματος είναι ορθή. Σ’ ότι δε αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, υπέβαλε ότι οι επιστολές που [*879]απέστειλε ο δικηγόρος των εφεσειόντων στο δικηγόρο του Δήμου ήταν πρόωρες καθότι αποστάληκαν πριν την απόσυρση της προσφυγής 965/02 και συνεπώς είναι ως αν να μην απευθύνθηκαν καν στη διοίκηση.

 

Οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης ευσταθούν.

 

Ο δικηγόρος αντιπροσωπεύει τον πελάτη του και στη βάση της φαινόμενης πληρεξουσιότητας (austonsible authority) οι παραδοχές και οι διαβεβαιώσεις στις οποίες προβαίνει δεσμεύουν τον πελάτη του (βλ. μεταξύ άλλων, Πιττάλης κ.ά. ν. Ianira Enterprises κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814, Πιερίδου ν. Στυλιανίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 954, Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343). Δεν τίθεται επομένως θέμα ως προς τη δέσμευση του Δήμου σε σχέση με τα όσα δήλωσε και διαβεβαίωσε ο δικηγόρος του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να πεισθούν οι εφεσείοντες να αποσύρουν την προσφυγή 965/02. Θεωρούμε ότι η φύση και το περιεχόμενο των εν λόγω δηλώσεων και διαβεβαιώσεων ήταν τέτοια που όχι μόνο εμπόδιζαν το Δήμο να ισχυριστεί στην πρωτόδικη διαδικασία ότι οι εφεσείοντες δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα, αλλά τον εμπόδιζαν και από του να ισχυριστεί ότι δεν δικαιούνταν και σε αποζημιώσεις. Και αυτό καθότι συνιστούσαν κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (estoppel by contact or estoppel in pais) και σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 253 το οποίο τυγχάνει πλήρους εφαρμογής υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι διαβεβαιώσεις του δικηγόρου του Δήμου έγιναν ενώπιον Δικαστηρίου.

 

«Όταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή'. (HadjiYiannis v. Attorney-General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32).

 

Το Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς μπορεί να πάρει τη μορφή του

 

(i) Κωλύματος λόγω παραστάσεων (Soanes v. London and South Western Railway [1919] 120 L.T. 598).

[*880](ii) Κωλύματος λόγω υποσχέσεων (Central London Property Trust Ltd. v. High Trees House Ltd. [1947] 1 K.B. 130) και

 

(iii) Περιουσιακού Κωλύματος.»

 

Υπό το φως των ανωτέρω το μόνο επίδικο θέμα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν αγώγιμο δικαίωμα ή εάν δικαιούνταν σε αποζημιώσεις, αλλά ο καθορισμός των αποζημιώσεων στις οποίες εδικαιούνταν. Διαφορετικά δεν θα είχαν νόημα οι αρχές που διαχρονικά έχει διαμορφώσει η νομολογία επί του ζητήματος και θα εκμηδενιζόταν η αξία των δηλώσεων ή διαβεβαιώσεων στις οποίες προβαίνουν οι δικηγόροι ενώπιον του Δικαστηρίου, με όλες τις αντισυστημικές για την απονομή της δικαιοσύνης συνέπειες.

 

Όπως ήδη έχει σημειωθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην περίπτωση που οι εφεσείοντες θεμελίωναν αγώγιμο δικαίωμα θα τους επιδίκαζε ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση το ποσό των €25.629,02, όπως ήταν και η προσφορά τους. Απέρριψε όμως την αξίωση τους για αποζημιώσεις για μη χρηματικές βλάβες (non pecuniary damages), κρίνοντας πως η παράλειψη του Δήμου να προβεί σε επανεξέταση δεν συνιστούσε παραβίαση των Άρθρων 23 και 30 του Συντάγματος. Σ’ ότι δε αφορά την απόφαση του ΕΔΑΔ στην Voytenko v. Ukraine, Appl. No. 18966/04 ημερ. 29.9.04, επεσήμανε ότι ναι μεν το εν λόγω Δικαστήριο έδωσε ευρεία έννοια στον όρο «περιουσία», αλλά ως «περιουσία» θεωρούνται αποφάσεις οι οποίες περιέχουν επιδίκαση υπέρ του διαδίκου συγκεκριμένου χρηματικού ποσού.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επί του ζητήματος, παραπονούνται οι εφεσείοντες με τον 3ο λόγο έφεσης, είναι λανθασμένη αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε και/ή ερμήνευσε λανθασμένα τη σχετική νομολογία. Παρέπεμψε σχετικά στη σελ. 657 του  προαναφερθέντος συγγράμματος «Law of the European Convention of Human Rights» ως και στη Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, υποβάλλοντας ότι  υπό τα περιστατικά της υπόθεσης οι εφεσείοντες δικαιούνταν και σε αποζημιώσεις για μη χρηματικές βλάβες για τη ζημιά που υπέστηκαν ως αποτέλεσμα της παράνομης απώλειας της προσφοράς και των συνυφασμένων με αυτή συναισθημάτων θλίψης και αδικίας που βίωσαν.

 

Η πρωτόδικη απόφαση για τη μη επιδίκαση αποζημίωσης για μη χρηματικές βλάβες, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Δήμου, [*881]είναι ορθή εφόσον σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 23 και 30 του Συντάγματος. Όμως, συνέχισε, ο Δήμος περιέπεσε σε δύο λάθη κρίνοντας πως στην περίπτωση που οι εφεσείοντες θεμελίωναν αγώγιμο δικαίωμα θα τους επιδίκαζε ως αποζημίωση το ποσό των €25.629,02. Το πρώτο γιατί η εν λόγω κρίση είναι νομικά και πραγματικά αυθαίρετη και αδικαιολόγητη (1ος λόγος αντέφεσης) και, το δεύτερο, γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη επί του θέματος τη δικαιοδοσία του και εισήλθε αυθαίρετα στο πεδίο του διοικητικού δικαίου, θεωρώντας ότι σε περίπτωση που ο Δήμος θα επανεξέταζε την ακυρωθείσα απόφαση του θα κατακύρωνε την προσφορά στους εφεσείοντες (2ος λόγος αντέφεσης). Υπέβαλε συναφώς, σ’ ότι αφορά τον 1ο λόγο αντέφεσης, ότι οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν ικανοποιητική μαρτυρία που να αποδεικνύει την κατ’ ισχυρισμό ζημιά τους και, περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να αποφασίσει κατά πόσο η διοίκηση θα κατακύρωνε την προσφορά στους εφεσείοντες ή θα ακολουθούσε άλλη οδό. Άλλη βεβαίως ήταν η θέση των εφεσειόντων, οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όσα, κατά τρόπο εμπεριστατωμένο, έθεσαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών. Να επαναλάβουμε κατ’ αρχάς ότι - όπως έχει ήδη κριθεί - το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να περιοριστεί μόνο στην εξέταση του καθορισμού των αποζημιώσεων και ως εκ τούτου ο 2ος λόγος αντέφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Θεοδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, το μέτρο της «δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης» είναι διάφορο από εκείνο του αγγλικού κοινού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντος (restitutio ab integrum). Aυτό εξάλλου συνάδει και με τη φύση της επίδικης θεραπείας, η οποία έχει ως νομιμοποιητική βάση το «δίκαιο και εύλογο» της αποζημίωσης και ως εκ τούτου παραπέμπει στις αρχές της Επιείκειας. Ενόψει τούτου, εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει το ύψος της ώστε να δώσει περιεχόμενο στο δίκαιο του αιτήματος του διοικούμενου για τις ζημιές που υπέστη ως αποτέλεσμα της μεμπτής πράξης της διοίκησης.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω θεωρούμε κατ’ αρχάς λανθασμένη την ταύτιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της «δίκαιης και εύλογης» αποζημίωσης με το ποσό της προσφοράς των εφεσειόντων. Η προσφορά, όπως ορθά επεσήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Δήμου, περιελάμβανε έξοδα και κέρδος στην περίπτωση που θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες και σε καμιά περίπτωση δεν συνι[*882]στούσε την άμεση ζημιά που υπέστηκαν συνεπεία της ακυρωθείσας απόφασης. Έσφαλε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του προκειμένου, ενώ το ορθό θα ήταν να στρέψει την προσοχή του αποκλειστικά στη μαρτυρία των εφεσειόντων η οποία ήταν σχετική με την κατ’ ισχυρισμό (άμεση) ζημιά που υπέστηκαν ώστε να καθορίσει το μέτρο της «δίκαιης και εύλογης» υπό τις περιστάσεις αποζημίωσης. Εξετάσαμε την επί του θέματος μαρτυρία που προσκόμισαν, η οποία μάλιστα παρέμεινε αναντίλεκτη και ταυτόχρονα ήταν και λογικώς αυταπόδεικτη, και καταλήξαμε ότι το παράπονο των εφεσειόντων ότι η ζημιά τους αντιστοιχούσε με την εργασία που εκτέλεσαν για ετοιμασία της προσφοράς ήταν γνήσιο. Περιελάμβανε, όπως αναντίλεκτα ισχυρίστηκαν, τη σύμπραξη έξι αρχιτεκτόνων για διαμόρφωση ολοκληρωμένης πρότασης ως προς το είδος και τη φύση των έργων που είχε πρόθεση να εκτελέσει ο Δήμος στο κέντρο του παλαιού Στροβόλου που αφ’ εαυτής απαιτούσε χρόνο και δαπάνη. Εξειδίκευσαν επί του προκειμένου την εργασία τους σε μελέτη εγγράφων, εξεύρεση συνεργατών σύμφωνα με τους όρους της προσφοράς, επιτόπου επιθεώρηση της περιοχής μελέτης, διερεύνηση ήδη υφισταμένων μελετών για την εν λόγω περιοχή, καταρτισμό διευκρινιστικών ερωτήσεων προς προσφοροδότες, ετοιμασία προσφοράς και συμπλήρωση εγγράφων και φωτοαντίγραφα και αποστολή των εγγράφων προς τους προσφοροδότες (Παρ. 10 της γραπτής δήλωσης της εφεσείουσας 2, την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της δυνάμει του Άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9). Είναι στη βάση της αναντίλεκτης αυτής μαρτυρίας που θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καθορίσει το μέτρο της «δίκαιης και εύλογης» αποζημίωσης, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη και την επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 3.3.03 με την οποία εξέφραζαν την ετοιμότητά τους να αποδεχτούν το ποσό των £10.000 πλέον £1.000 έξοδα προς εξόφληση όλων των απαιτήσεων τους και όχι να το ταυτίσει με το ποσό της προσφοράς. Όμως, θεωρούμε θεραπεύσιμο το σφάλμα που εμφιλοχώρησε στην πρωτόδικη απόφαση έχοντας υπόψη τις εξουσίες που παρέχονται στο Εφετείο από το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 (όπως τροποποιήθηκε) και τη Δ.35 θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Ασκώντας δε τις υπό αναφορά εξουσίες κρίνουμε ότι υπό τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης για την εργασία που εκτέλεσαν οι εφεσείοντες για ετοιμασία και υποβολή της προσφοράς τους, ένα ποσό της τάξης των €10.000 θα συνιστούσε ισοζυγισμένο μέτρο για την εύλογη και δίκαιη αποζημίωση που προνοείται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, την οποία και τους επιδικάζουμε. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος της αντέφεσης επιτυγχάνει μόνο σ’ ότι αφορά το ύψος της αποζημίωσης, αλλά κατά τα άλλα αποτυγχάνει.

[*883]Παρέμεινε προς εξέταση το παράπονο των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τους επιδίκασε μη χρηματικές αποζημιώσεις (non pecuniary damages), οι οποίες βεβαίως είναι διάφορες από τη «δικαία και εύλογο αποζημίωση» που προνοείται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος και από τη φύση τους αντιστρατεύονται τη σχετική επί του θέματος (κυπριακή) νομολογία. Επικαλέστηκαν συναφώς τα όσα λέχθηκαν στη Γιάλλουρος (ανωτέρω) και στην Voytenko (ανωτέρω) που αφορούσε απόφαση του ΕΔΑΔ. Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις τους επί του θέματος. Η μεν Γιάλλουρος αφορούσε αποζημιώσεις για παράβαση των δικαιωμάτων της ιδιωτικής ζωής  και του απορρήτου των επικοινωνιών του εφεσείοντα δυνάμει των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος, η δε Voytenko αποζημιώσεις για παράλειψη της Ουκρανίας να εκτελέσει οριστικές δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες επιδικάζονταν στους αιτητές συγκεκριμένα ποσά. Πρόκειται δηλαδή για αυθεντίες που δεν αφορούν την ιδιόρρυθμη αποζημίωση που προνοείται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος και τα όσα σχετικά λέχθηκαν στις εν λόγω αυθεντίες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Επιδικάζεται στους εφεσείοντες ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση το ποσό των €10.000 πλέον έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, στην αντίστοιχη κλίμακα.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου για έγκριση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο