ECLI:CY:AD:2015:A288
(2015) 1 ΑΑΔ 899
[*899]24 Απριλίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΙΑ ΛΥΡΑ,
Εφεσείουσα - Εναγόμενη 2 - Αιτήτρια,
v.
ALPHA BANK LIMITED,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων - Καθ’ ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 186/2010)
Συμβάσεις ― Συμβάσεις εγγύησης ― Ο περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος 197(Ι)/2003, ως έχει τροποποιηθεί ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για αναστολή εκτέλεσης πτωχευτικής διαδικασίας και εγγραφής memo, εναντίον εγγυήτριας δανείου, για το οποίο εκδόθηκε δικαστική απόφαση ― Εκρίθη ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι δεν ικανοποιείτο η ουσιαστική προϋπόθεση του του Άρθρου 10(1)(δ) και (2) του Νόμου, εφόσον, λόγω των δύο αποτυχημένων προσπαθειών για πώληση δια δημοσίου πλειστηριασμού, το ενυπόθηκο ακίνητο του πρωτοφειλέτη, δεν είχε την ικανότητα να καλύψει το επίδικο χρέος.
Διακριτική ευχέρεια ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η ευχέρεια παρέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας πρωτόδικου Δικαστηρίου περιορίζεται σε δύο μόνο περιπτώσεις.
Οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι Τραπεζικός Οργανισμός, ενήγαγαν πρωτοφειλέτιδα και την Εφεσείουσα, η οποία εγγυήθηκε γραπτώς την πρώτη, σε σύμβαση δανείου. Στις 12.3.2002 εκδόθηκε δικαστική απόφαση εναντίον και των δύο για ποσό £1.351,02 και £7.608,61, πλέον τόκο και έξοδα. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα, με τα οποία διατασσόταν, μεταξύ άλλων, η πώληση ενυπόθηκου ακινήτου το οποίο ανήκε στην πρωτοφειλέτιδα.
Αφού πέρασαν αρκετά χρόνια και το χρέος προς την Τράπεζα δεν εξοφλείτο, στις 11.2.2009 καταχωρίστηκε εναντίον της Εφεσείουσας-εγγυήτριας πτωχευτική αίτηση και η περιουσία της επιβαρύνθηκε με [*900]την εγγραφή στο Κτηματολόγιο της δικαστικής απόφασης που εξασφαλίστηκε εναντίον της (memo). Επειδή κατά την Εφεσείουσα η αξία του ενυπόθηκου κτήματος υπερκάλυπτε το εξ αποφάσεως χρέος της πρωτοφειλέτιδας και επειδή εκκρεμούσε ενώπιον του Κτηματολογίου Λεμεσού διαδικασία αναγκαστικής πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου, καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης και διάφορα άλλα διατάγματα που αφορούσαν στην αναστολή της εκδίκασης της πτωχευτικής διαδικασίας και αναστολή της επιβάρυνσης της ακίνητης ιδιοκτησίας της Εφεσείουσας δια της εγγραφής της δικαστικής απόφασης στο Κτηματολόγιο (memo).
Η αίτηση για αναστολή στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στον περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμο του 2003 (Ν. 197(Ι)/2003).
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:
(α) η έκδοση διατάγματος αναστολής ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται υπέρ των Αιτητών, εφόσον κριθεί ότι είναι δίκαιο και ορθό, και
(β) ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ικανοποιείτο η ουσιαστική προϋπόθεση του Νόμου (Άρθρο 10(1)(δ) και (2), εφόσον, λόγω των δύο αποτυχημένων προσπαθειών για πώληση δια δημοσίου πλειστηριασμού, το ενυπόθηκο ακίνητο του πρωτοφειλέτη δεν είχε την ικανότητα να καλύψει το επίδικο χρέος.
Υπό τις περιστάσεις, κατέληξε, ότι δεν ήταν ορθό και δίκαιο να εγκρίνει την αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης και απέρριψε την αίτηση.
Ασκήθηκε έφεση η οποία στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο σε ζητήματα ελαττωματικής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και αμφισβήτησης των πρωτόδικων ευρημάτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από την προσεκτική εξέταση των λόγων έφεσης και της αιτιολογίας αυτών, προέκυπτε ότι αυτή δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας.
2. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εξέτασε το θέμα δυνάμει του εδαφίου 10(1)(δ). Η πλευρά της εφεσείουσας χωρίς κανένα σχολιασμό του Άρθρου 10(1)(δ), εντελώς αδικαιολόγητα έθεσε το θέμα της [*901]αναστολής εκτέλεσης στη βάση του Άρθρου 10(1)(γ) του Νόμου.
3. Είναι φανερό από το λεκτικό του Άρθρου 10 ότι το εδάφιο (γ) αφορά στις περιπτώσεις που ο πρωτοφειλέτης έχει την «οικονομική δυνατότητα», που δεν μας αφορά εδώ ή στις περιπτώσεις που έχει «περιουσία που εκ πρώτης όψεως είναι τέτοιας αξίας ώστε να είναι αρκετή για να ικανοποιήσει την εξ αποφάσεως οφειλή».
4. Αν στο Νόμο δεν ακολουθούσε το εδάφιο (δ), τότε η πλευρά της εφεσείουσας ενδεχομένως να ήταν δικαιολογημένη να στηριχθεί στο εδάφιο (γ). Όμως το εδάφιο (δ) προβλέπει ειδικά για την περίπτωση που υπάρχει «υποθήκη επί ακίνητης ιδιοκτησίας του πρωτοφειλέτη που δεν έχει εκποιηθεί» και επομένως δεν μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να τυγχάνει εφαρμογής και το εδάφιο (γ) του Άρθρου 10 του Νόμου. Τα εδάφια (γ) και (δ) προβλέπουν, για δύο διακριτές περιπτώσεις.
5. Στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το Άρθρο 10 του Νόμου, παρέχεται στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια να αναστείλει την εκτέλεση απόφασης, όταν κρίνει ότι είναι «δίκαιο και ορθό». Σύμφωνα με τη νομολογία η επίλυση του επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.
6. Στην προκειμένη περίπτωση, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν προέκυπτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Η ικανότητα του ακινήτου να καλύψει το χρέος ήταν κατά την άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία ήταν ορθή, μια από τις ουσιαστικές παραμέτρους. Το συγκεκριμένο στοιχείο αποτελεί ίσως την πεμπτουσία του εδαφίου (δ) του Άρθρου 10(1) του Νόμου.
7. Επίσης δεν ήταν ορθή η εισήγηση στην έφεση ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά του κτήματος σε συνδυασμό με τις δύο αποτυχημένες προσπάθειες για πώληση του ακινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό, ήταν εξωγενή στοιχεία που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.
8. Αντίθετα, ήταν από τα πλέον σημαντικά από αυτά που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.
9. Σκοπός του νομοθέτη κατά τη θέσπιση του Νόμου και ιδιαίτερα των προνοιών του Άρθρου 10(1)(δ), δεν ήταν να διαιωνίζει μια κατάσταση πραγμάτων με την παραχώρηση αναστολών εκτέλεσης σε εγγυητές, όταν ένα ενυπόθηκο ακίνητο, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν έχει ικανότητα να καλύψει το χρέος.
[*902]10. Γι’ αυτό και ο νομοθέτης έδωσε πλατιά διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, να βεβαιώνεται ότι όχι μόνο είναι δίκαιο αλλά και ορθό να αναστείλει την εκτέλεση μιας απόφασης δυνάμει του Νόμου 197(Ι)/2003.
11. Με βάση το ιστορικό της υπόθεσης που και την πάροδο πολλών χρόνων, ο τρόπος που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ήταν μέσα στα πλαίσια του Νόμου και δεν υπήρχαν περιθώρια παρέμβασης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,
Re Pelmako Development Limited (1991) 1 A.A.Δ. 246,
Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1992) 1 A.A.Δ. 710.
Έφεση κατά της απόφασης.
Έφεση από την Εναγόμενη 2 - Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1062/2012), ημερομ. 9/6/2010.
Γ. Καζαντζής, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Μαυρικίου (κα) για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με τα γεγονότα, οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι Τραπεζικός Οργανισμός, ενήγαγαν την Αλεξάνδρα Μιχαηλίδου (πρωτοφειλέτιδα) και την Εφεσείουσα, η οποία εγγυήθηκε γραπτώς την πρώτη. Στις 12.3.2002 εκδόθηκε δικαστική απόφαση εναντίον και των δύο για ποσό £1.351,02 και £7.608,61, πλέον τόκο και έξοδα. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα, με τα οποία διατάσσετο, μεταξύ άλλων, η πώληση ενυπόθηκου ακινήτου στον Πρόδρομο, το οποίο ανήκε στην πρωτοφειλέτιδα.
Αφού πέρασαν αρκετά χρόνια και το χρέος προς την Τράπεζα [*903]δεν εξοφλείτο, στις 11.2.2009 καταχωρίστηκε εναντίον της Εφεσείουσας-εγγυήτριας η πτωχευτική αίτηση με αρ. 145/09 και η περιουσία της επιβαρύνθηκε με την εγγραφή στο Κτηματολόγιο της δικαστικής απόφασης που εξασφαλίστηκε εναντίον της (memo). Επειδή κατά την Εφεσείουσα η αξία του ενυπόθηκου κτήματος υπερκάλυπτε το εξ αποφάσεως χρέος της πρωτοφειλέτιδας και επειδή εκκρεμούσε ενώπιον του Κτηματολογίου Λεμεσού διαδικασία αναγκαστικής πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου, καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης και διάφορα άλλα διατάγματα που αφορούσαν την αναστολή της εκδίκασης της πτωχευτικής διαδικασίας και αναστολή της επιβάρυνσης της ακίνητης ιδιοκτησίας της Εφεσείουσας δια της εγγραφής της δικαστικής απόφασης στο Κτηματολόγιο (memo).
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της αίτησης, η Εφεσείουσα παρουσίασε μαρτυρία από εγκεκριμένο εκτιμητή (Κυριάκο Ταλαττίνη), ότι μετά από επιθεώρηση του ενυπόθηκου ακινήτου της πρωτοφειλέτιδος, εκτίμησε ότι η αγοραία αξία του ανερχόταν στις £75.000, ενώ η αξία του με καταναγκαστική πώληση θα μειώνετο στις £56.000.
Οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση, μεταξύ άλλων, παρουσίασαν μαρτυρία ότι το χρέος μέχρι τότε (τέλος 2009), είχε ανέλθει στις £39.496,49, πλέον τόκο, πλέον έξοδα. Πέραν τούτου, τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία ότι έγιναν δύο προσπάθειες για πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό, του ενυπόθηκου ακινήτου της πρωτοφειλέτιδος, αλλά δεν στέφθηκαν με επιτυχία, καθότι ουδείς αγοραστής επέδειξε ενδιαφέρον. Τέλος, έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου την εκτίμηση του δικού τους εκτιμητή ακινήτων (Ξένιου Στεφάνου), ότι η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου ανήρχετο στις £60.000 και όχι £75.000 που ανέφερε ο εκτιμητής της Εφεσείουσας, κυρίως λόγω:- (α) της ύφεσης που υπήρχε τότε στην κτηματική αγορά και στην οικονομία γενικότερα και (β) των περιορισμένων φυσικών χαρακτηριστικών του ακινήτου (χωρίς δημόσια πρόσβαση, χαμηλό συντελεστή δόμησης και ένταξή του στη ζώνη προστασία της φύσης).
Η αίτηση για αναστολή στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στον περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμο του 2003 (Ν. 197(Ι)/2003).
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:-
(α) η έκδοση διατάγματος αναστολής ανάγεται στη διακριτική [*904]ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται υπέρ των Αιτητών, εφόσον κριθεί ότι είναι δίκαιο και ορθό, και
(β) ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ικανοποιείτο η ουσιαστική προϋπόθεση του Νόμου (Άρθρο 10(1)(δ) και (2)), εφόσον, λόγω των δύο αποτυχημένων προσπαθειών για πώληση δια δημοσίου πλειστηριασμού, το ενυπόθηκο ακίνητο του πρωτοφειλέτη δεν είχε την ικανότητα να καλύψει το επίδικο χρέος.
Υπό τις περιστάσεις, έκρινε ότι δεν ήταν ορθό και δίκαιο να εγκρίνει την αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης και απέρριψε την αίτηση με έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας, με αποτέλεσμα η Εφεσείουσα με την παρούσα έφεση να εκκαλεί την πρωτόδικη κρίση. Τρεις είναι οι λόγοι έφεσης:-
«Α) Πλημμελής, ελλιπής και ελαττωματική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας.
Β) Λανθασμένη αξιολόγηση, εξαγωγή παράλογων και αυθαίρετων ευρημάτων τα οποία δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία εδέχθη ως αξιόπιστη.
Γ) Τα συμπεράσματα που κατέληξε αντιστρατεύονται την κοινή λογική και/ή δεν δικαιολογούνται από το σύνολο της μαρτυρίας.»
Στην ουσία και οι τρεις λόγοι άπτονται του τρόπου που το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα, στο περίγραμμα αγόρευσής του, χειρίστηκε τους πιο πάνω λόγους έφεσης με ενιαίο τρόπο και έτσι θα τους χειριστούμε και εμείς.
Όπως αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσής του ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, κ. Καζαντζής, ακόμη και στη βάση της εκτίμησης των Εφεσιβλήτων το κτήμα είχε αξία £60.000 που υπερκάλυπτε την εξ αποφάσεως οφειλή. Με αναφορά στο Άρθρο 10(1)(γ), εξήγησε ότι η Εφεσείουσα κατάφερε να αποδείξει ότι η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου κάλυπτε το εξ αποφάσεως χρέος και επομένως είναι αυθαίρετο και αντίθετο με την κοινή λογική το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ουδεμία μαρτυρία υπήρχε που να υποστηρίζει ότι το ενυπόθηκο χρέος δεν κάλυπτε το εξ αποφάσεως χρέος. Πέραν τούτου, το δικαστήριο εσφαλμένα, κατά την άποψή του, έλαβε υπόψη τα χαρακτηριστικά του ενυπόθηκου ακινήτου και εσφαλμένα συνέδεσε τις δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες [*905]εκποίησης για να καταλήξει ότι το ενυπόθηκο ακίνητο δεν μπορούσε να καλύψει το χρέος. Όπως ανέφερε περαιτέρω ο κ. Καζαντζής, τα χαρακτηριστικά του κτήματος δεν ήταν καινούργιο θέμα, αφού οι Εφεσίβλητοι τα γνώριζαν προτού αποφασίσουν να το αποδεχθούν ως ενυπόθηκο. Επίσης, διατύπωσε παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις δύο αποτυχημένες προσπάθειες πλειστηριασμού του ενυπόθηκου ακινήτου, ωσάν να ήταν υπόλογη γι’ αυτό (η Εφεσείουσα)», ενώ παραγνώρισε το γεγονός ότι ο τρόπος πλειστηριασμού κτημάτων ελέγχεται από κυκλώματα τρίτων προσώπων. Το δικαστήριο, πρόσθεσε, δεν αξιολόγησε ορθά τη θέση του εκτιμητή των Εφεσιβλήτων ο οποίος δεν απέκλεισε την ικανότητα του ακινήτου να πωληθεί. Επομένως, το αντίθετο εύρημα του δικαστηρίου ότι «τέτοια ικανότητα …. δεν υπάρχει», είναι αδικαιολόγητη και εσφαλμένη. Ο κ. Καζαντζής εισηγήθηκε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις πρόνοιες των Άρθρων 9 και 10 του Ν. 197(Ι)/2003, αφού δεν αναζήτησε και δεν έλαβε υπόψη τον σκοπό και την πρόθεση του νομοθέτη και ιδιαίτερα ότι με βάση το Άρθρο 10(1)(γ) η υποχρέωση της Εφεσείουσας ήταν μόνο να αποδείξει «εκ πρώτης όψεως» την αξία της περιουσίας. Τέλος, εισηγήθηκε ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι το ακίνητο δεν μπορούσε να καλύψει το χρέος ήταν λανθασμένο και αδικαιολόγητο.
Από την άλλη, οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων υποστήριξαν σθεναρώς την πρωτόδικη απόφαση, εισηγούμενοι ότι «είναι από κάθε άποψη ορθή», απόλυτα δικαιολογημένη και τα ευρήματα του δικαστηρίου συνάδουν με την ενώπιον του μαρτυρία. Το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους που θέτει ο σχετικός Νόμος, δίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην ικανότητα του ακινήτου να πωληθεί.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας και έχουμε καταλήξει ότι η Έφεση δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας. Κατ’ αρχάς δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που ο δικηγόρος της Εφεσείουσας προσέγγισε το θέμα. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εξέτασε το θέμα δυνάμει του εδαφίου 10(1)(δ). Ο κ. Καζαντζής, χωρίς κανένα σχολιασμό του Άρθρου 10(1)(δ), εντελώς αδικαιολόγητα έθεσε το θέμα της αναστολής εκτέλεσης στη βάση του Άρθρου 10(1)(γ) του Νόμου. Το Άρθρο 10 του Νόμου, το οποίο αφορά στην «έκδοση διατάγματος αναστολής», προβλέπει τα εξής:-
«10.-(1) Δικαστήριο διατάσσει δυνάμει του Άρθρου 9, όταν κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο και ορθό, την αναστολή της εκτέλεσης [*906]απόφασης καθ’ όσον αφορά τον εγγυητή, και ενόσω παραμένει ανικανοποίητη η οφειλή, στις πιο κάτω περιπτώσεις:
…………………………………………………………………………………………………………………………………………
(γ) όταν υποβληθεί από τον εγγυητή αίτηση για αναστολή οποτεδήποτε μετά την έκδοση απόφασης και το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή περιουσία που εκ πρώτης όψεως είναι τέτοιας αξίας ώστε να είναι αρκετή για να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή, που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης εγγύησης:
Νοείται ότι κατά την έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης εναντίον του εγγυητή το δικαστήριο αναφέρει τα οικονομικά στοιχεία ή και προσδιορίζει την περιουσία για την οποία το δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ή για την οποία ο πιστωτής, ο εγγυητής και ο πρωτοφειλέτης συμφωνούν, ανάλογα με την περίπτωση, ότι είναι δυνατόν εκ πρώτης όψεως να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή και απαγορεύει στον πρωτοφειλέτη να αποξενώσει την προσδιοριζόμενη στο διάταγμα περιουσία ή τα οικονομικά στοιχεία, ενόσω παραμένει ανικανοποίητη η εξ’ αποφάσεως οφειλή ή οποιοδήποτε μέρος της:
Νοείται περαιτέρω ότι απαγόρευση εναντίον πρωτοφειλέτη να αποξενώσει περιουσία του δεν επηρεάζει τη λήψη ή υλοποίηση οποιωνδήποτε μέτρων εναντίον της περιουσίας, προς εκτέλεση άλλης προϋπάρχουσας δικαστικής απόφασης εναντίον του πρωτοφειλέτη ή την εκποίηση της στα πλαίσια εκτέλεσης υποθήκης ή άλλης επιβάρυνσης που υφίστατο ήδη κατά το χρόνο της απαγόρευσης, καθώς επίσης και τη λήψη ή υλοποίηση οποιωνδήποτε μέτρων από τον πιστωτή εναντίον της περιουσίας, προς εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε υπέρ του και εναντίον του πρωτοφειλέτη, περιλαμβανομένου και του μέτρου της εκποίησης υποθήκης ή άλλης επιβάρυνσης που παραχωρήθηκε προς εξασφάλιση της αποπληρωμής της οφειλής,
(δ) σε περίπτωση που υπάρχει υποθήκη επί ακινήτου ιδιοκτησίας του πρωτοφειλέτη που δεν έχει εκποιηθεί:
Νοείται ότι διάταγμα που δίδεται γι’ αυτό το λόγο παύει να έχει ισχύ, εάν μετά την εκποίηση της υποθήκης, παραμένει οποιοδήποτε μέρος του χρέους ανεξόφλητο.»
[*907]Είναι φανερό από το λεκτικό του Άρθρου 10 ότι το εδάφιο (γ) αφορά στις περιπτώσεις που ο πρωτοφειλέτης έχει την «οικονομική δυνατότητα», που δεν μας αφορά εδώ ή στις περιπτώσεις που έχει «περιουσία που εκ πρώτης όψεως είναι τέτοιας αξίας ώστε να είναι αρκετή για να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή …». Αν στο Νόμο δεν ακολουθούσε το εδάφιο (δ), τότε ο κ. Καζαντζής ενδεχομένως να ήταν δικαιολογημένος να στηριχθεί στο εδάφιο (γ). Όμως το εδάφιο (δ) προβλέπει ειδικά για την περίπτωση που υπάρχει «υποθήκη επί ακίνητης ιδιοκτησίας του πρωτοφειλέτη που δεν έχει εκποιηθεί» και επομένως δεν μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να τυγχάνει εφαρμογής και το εδάφιο (γ) του Άρθρου 10 του Νόμου. Τα εδάφια (γ) και (δ) προβλέπουν, κατά την κρίση μας, για δύο διακριτές περιπτώσεις.
Στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το Άρθρο 10 του Νόμου, παρέχεται στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια να αναστείλει την εκτέλεση απόφασης, όταν κρίνει ότι είναι «δίκαιο και ορθό». Όπως αναφέρθηκε στην Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, η επίλυση του επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου αποκλειστικός κριτής της οποίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Όπως αναφέρθηκε στην Αρέστη ν. Ηλία, πιο πάνω, ο τρόπος με τον οποίο ασκείται αυτή η διακριτική ευχέρεια από το πρωτόδικο δικαστήριο:-
«….δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:-
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκησή της εξωγενείς παράγοντες, και
(β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δεν θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο.»
Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Re Pelmako Development Limited (1991) 1 A.A.Δ. 246 και Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1992) 1 A.A.Δ. 710.
Στην προκειμένη περίπτωση, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγό[*908]ρου της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Η ικανότητα του ακινήτου να καλύψει το χρέος ήταν κατά την άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία συμφωνούμε, μια από τις ουσιαστικές παραμέτρους. Θα προσθέταμε ότι το συγκεκριμένο στοιχείο αποτελεί ίσως την πεμπτουσία του εδαφίου (δ) του Άρθρου 10(1) του Νόμου.
Επίσης δεν συμφωνούμε ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά του κτήματος σε συνδυασμό με τις δύο αποτυχημένες προσπάθειες για πώληση του ακινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό, ήταν εξωγενή στοιχεία που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι ήταν από τα πλέον σημαντικά από αυτά που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όσο δε αφορά την άποψη που εξέφρασε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας για την ύπαρξη κυκλωμάτων τα οποία δεν αφήνουν τις διαδικασίες δημόσιου πλειστηριασμού να εξελιχθούν ομαλά, είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι πρόκειται για καθαρά προσωπική άποψη του δικηγόρου της Εφεσείουσας που δεν έχει τεκμηριωθεί με ουσιώδη στοιχεία και ως τέτοια παρέμεινε μετέωρη.
Σκοπός του νομοθέτη κατά τη θέσπιση του Νόμου και ιδιαίτερα των προνοιών του Άρθρου 10(1)(δ), που εδώ μας ενδιαφέρει, δεν ήταν να διαιωνίζει μια κατάσταση πραγμάτων με την παραχώρηση αναστολών εκτέλεσης σε εγγυητές, όταν ένα ενυπόθηκο ακίνητο, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν έχει ικανότητα να καλύψει το χρέος. Διαφορετικά, θα σήμαινε ότι ενόσω υπάρχει ενυπόθηκο ακίνητο, το οποίο δεν μπορεί να πωληθεί σε δημόσιο πλειστηριασμό, θα πρέπει να δίδονται εσαεί αναστολές εκτέλεσης. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν παράλογο. Γι’ αυτό και ο νομοθέτης έδωσε πλατειά διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, να βεβαιώνεται ότι όχι μόνο είναι δίκαιο αλλά και ορθό να αναστείλει την εκτέλεση μιας απόφασης δυνάμει του Νόμου 197(Ι)/2003.
Στην προκειμένη περίπτωση το δάνειο δόθηκε το 1998, ενώ το 2002 εκδόθηκε δικαστική απόφαση στην αγωγή. Μέχρι το 2010 που εκδόθηκε η εκκαλούμενη δικαστική απόφαση, είχαν παρέλθει 8 χρόνια και μεσολάβησαν δύο αποτυχημένες απόπειρες πώλησης του ακινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό. Στο μεταξύ το χρέος από περίπου €15.000 το 2002, ανήλθε το 2010 σε σχεδόν €40.000 και παρέμεινε οφειλόμενο. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ως όφειλε, συνεκτίμησε τα πιο πάνω και άλλα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και αρνήθηκε την αιτούμενη αναστολή, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ούτε δίκαιο, ούτε και ορθό. Θεωρούμε ότι ο τρόπος που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ήταν μέσα στα πλαίσια του Νό[*909]μου και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν περιθώρια παρέμβασής μας.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο