Παπαχριστοδούλου Χριστίνα ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 953

ECLI:CY:AD:2015:A301

(2015) 1 ΑΑΔ 953

[*953]5 Μαΐου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 263/2010)

 

 

Σύμβαση δανείου ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης σε αγωγή για χρεωστικό υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας ― Απόφανση Εφετείου ότι ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπόψιν του, καταστάσεις λογαριασμού οι οποίες απεστάλησαν από τους εφεσίβλητους στην εφεσείουσα και εκείνη ουδέποτε αμφισβήτησε είτε την παραλαβή τους, είτε το περιεχόμενο τους ― Η εφεσείουσα δεν προσκόμισε μαρτυρία κατά τη δικάσιμο και συνακόλουθα, δεν προώθησε τις δικογραφημένες υπερασπίσεις της.

 

Σύμβαση δανείου ― Παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός ― Έννοια ― Αποτελεί αιτία αγωγής ― Η σχετική νομολογία.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήγειραν αξίωση εναντίον της εφεσείουσας-εναγόμενης για ποσό Λ.Κ.12.466,54 σεντ, πλέον τόκο προς 12.25% ετησίως, επί του ποσού αυτού από 1.2.2005. Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι αυτοί, κατόπιν αίτησης της εφεσείουσας και δυνάμει συμφωνίας, παραχώρησαν στην εφεσείουσα πιστωτική κάρτα την οποίαν η εφεσείουσα χρησιμοποιούσε και το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της, κατά την έγερση της αγωγής, ανερχόταν στο προαναφερόμενο ποσό.

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας η συνήγορος των εναγόντων-εφεσιβλήτων με δήλωση της προέβη σε περιορισμό της απαίτησης των εφεσιβλήτων ως προς τους τόκους.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης των εναγόντων-εφεσιβλήτων έδωσαν μαρτυρία τρεις μάρτυρες.

[*954]Η εφεσείουσα δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για έκδοση πιστωτικής κάρτας, ότι την χρησιμοποιούσε, ότι τις αποστέλλονταν μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού τις οποίες ουδέποτε αμφισβήτησε και ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να καταβάλει τις οφειλόμενες δόσεις από τον Οκτώβριο του 2003 και κατά την 1.8.2004 ο λογαριασμός της είχε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους Λ.Κ.11.530,91. Την 8.9.2004, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη λειτουργία του λογαριασμού της εφεσείουσας αφού της έδωσαν ειδοποίηση 21 ημερών και η εφεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε. Μετά τον τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού η εφεσείουσα δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε τις τρεις υπερασπίσεις που πρόβαλε η εφεσείουσα, στο δικόγραφο της, δηλαδή:  (α) τη μη υπογραφή της σχετικής αίτησης, τεκ. 3, από την εφεσείουσα, (β) την κατ’ ισχυρισμό υποχρέωση του πρώην συζύγου να πληρώσει το τυχόν υπόλοιπο του λογαριασμού, και (γ) τη μη απόδειξη της ορθότητας του αξιωμένου υπολοίπου.  

 

Δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι η εφεσείουσα υπέγραψε την αίτηση, τεκ. 3. Δέχθηκε επίσης τη θέση ότι λάμβανε τις καταστάσεις λογαριασμού μηνιαίως αλλά ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ως προς το χρεωστικό υπόλοιπο. Επιπρόσθετα η κίνηση του λογαριασμού από την εφεσείουσα ελέχθηκε από τους εφεσίβλητους, επιλεκτικά, και ήταν ορθή. Η θέση της εφεσείουσας ότι ο πρώην σύζυγος της είχε αναλάβει την εξόφληση του λογαριασμού παρέμεινε ατεκμηρίωτη, εφόσον η εφεσείουσα δεν πρόσφερε μαρτυρία για να την προωθήσει.

 

Ενόψει των προαναφερομένων, δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους, όπως αυτή περιορίστηκε, και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους.

 

Οι λόγοι έφεσης επικεντρώθηκαν κυρίως σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας και εσφαλμένης καθοδήγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις αρχές που διέπουν το βάρος της απόδειξης.

 

Προβλήθηκε περαιτέρω ότι:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η αποδοχή της δήλωσης περιορισμού της απαίτησης των εφεσιβλήτων, από τον συνήγορο τους.

[*955]β)     Ήταν επίσης εσφαλμένο, το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η μη αμφισβήτηση των τεκμηρίων 5 και 6 (καταστάσεων λογαριασμού που αποστέλλονταν στην εφεσείουσα) συνιστούσε παραδοχή, των χρεωστικών υπολοίπων, εκ μέρους της εφεσείουσας.

 

γ)  Η κατάθεση των τεκμηρίων 3-7, από την Μ.Ε.1, δεν ήταν αρκετή για να καταστήσει τα προαναφερόμενα έγγραφα μαρτυρία προς απόδειξη του περιεχομένου τους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικά έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία των τριών μαρτύρων των εφεσιβλήτων δεν αντικρούστηκε με οποιαδήποτε μαρτυρία της εφεσείουσας, αλλά απλώς αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση των μαρτύρων.

 

2.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν καθόλα επαρκής και δεν συνέτρεχε λόγος επέμβασης του Εφετείου.

 

3.  Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων το είχαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι και το απέσεισαν με κριτήριο το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

4.  Αναφορικά με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, π.χ. αναφορικά με την ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του συζύγου της να εξοφλήσει το οφειλόμενο υπόλοιπο, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά παρατήρησε ότι το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών εκείνων το έφερε η εφεσείουσα, η οποία δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία και ως εκ τούτου δεν προώθησε τις δικογραφημένες θέσεις της.

 

5.  Ως προς τον περιορισμό της απαίτησης των εφεσιβλήτων, με δήλωση της συνηγόρου τους, αυτό ήταν απόλυτα επιτρεπτό.

 

6.  Αναφορικά με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε τις καταστάσεις λογαριασμών που της αποστέλλονταν μηνιαίως αυτό ήταν ορθό.

 

7.  Ούτε η εφεσείουσα, ούτε οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου με την οποία να αντικρούουν τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων ότι οι καταστάσεις λογαριασμού αποστέλλονταν μηνιαίως στην εφεσείουσα και ότι αυτή ουδέποτε τους αμφισβήτησε.

[*956]8.      Αντίθετα οι μάρτυρες των εναγόντων-εφεσιβλήτων, οι οποίοι κρίθηκαν ως αξιόπιστοι, ανέφεραν ότι οι καταστάσεις λογαριασμού αποστάλησαν στην εφεσείουσα, αυτή ουδέποτε αντέδρασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο.Το δε πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία.

 

9.  Στην προκείμενη περίπτωση ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπόψιν του, όπως και έκαμε, ότι οι προαναφερόμενες καταστάσεις λογαριασμού αποστάλησαν από τους εφεσίβλητους στην εφεσείουσα και η εφεσείουσα ουδέποτε αμφισβήτησε είτε την παραλαβή τους, είτε το περιεχόμενο τους.

 

10. Αυτός ο παράγων ορθά συνυπολογίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους για χρεωστικό υπόλοιπο, οφειλόμενο σ’ αυτούς από την εφεσείουσα, στο βαθμό που ήταν απαραίτητο.

 

11. Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο έφεσης σχετικά με την αποδοχή των τεκμηρίων 3-7, δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό στην παρουσίαση εκ μέρους της Μ.Ε.1 των προαναφερόμενων τεκμηρίων αλλά ούτε και οτιδήποτε το μεμπτό στην απόδοση βαρύτητας εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου στα προαναφερόμενα έγγραφα, δεδομένου ότι η εφεσείουσα ούτε τα αμφισβήτησε, ούτε τα αντέκρουσε με οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

12. Η παρουσίαση εξ ακοής μαρτυρίας είναι επιτρεπτή σύμφωνα με το νόμο και σ’ αυτήν αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα από το δικαστήριο, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζει, όχι εξαντλητικά, ο νόμος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Ρεϊνποου Πλητσ. & Ντάιγκ Κο Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 610,

 

Demil Imports Exports Ltd v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 462.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4208/2005), ημερομ. 15/7/2010.

[*957]Γ. Μυλωνάς και Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.

 

Γ. Χαραλάμπους για Χρ. Π. Μιτσίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήγειραν αξίωση εναντίον της εφεσείουσας-εναγόμενης για ποσό Λ.Κ.12.466,54 σεντ, πλέον τόκο προς 12.25% ετησίως, επί του ποσού αυτού από 1.2.2005. Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι αυτοί, κατόπιν αίτησης της εφεσείουσας και δυνάμει συμφωνίας, παραχώρησαν στην εφεσείουσα πιστωτική κάρτα την οποίαν η εφεσείουσα χρησιμοποιούσε και το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της, κατά την έγερση της αγωγής, ανερχόταν στο προαναφερόμενο ποσό.

 

Η εφεσείουσα με την υπεράσπιση της αρνήθηκε την απαίτηση των εφεσιβλήτων. Ήταν η δικογραφημένη θέση της ότι ουδέποτε υπέβαλε γραπτή αίτηση για έκδοση πιστωτικής κάρτας και ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε συμφωνία με τους εφεσίβλητους, σε σχέση με τέτοια κάρτα. Ακόμα ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι κωλύονται από του να εγείρουν αξίωση εναντίον της δεδομένου ότι εν γνώσει τους το οφειλόμενο  ποσό θα καταβαλλόταν σ’ αυτούς από τον εν διαστάσει σύζυγο της, ο οποίος υπέβαλε και την αίτηση για την έκδοση της κάρτας. Εν πάση περιπτώσει το αξιούμενο ποσό είναι υπερβολικό και περιλαμβάνει τόκους και χρεώσεις ανεπίτρεπτες, όπως ισχυρίστηκε στο δικόγραφο της η εφεσείουσα. 

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας η ευπαίδευτη συνήγορος των εναγόντων-εφεσιβλήτων με δήλωση της προέβη σε περιορισμό της απαίτησης των εφεσιβλήτων ως προς τους τόκους. Οι εφεσίβλητοι περιόρισαν την αξίωση τους στο ποσό των Λ.Κ.11.530,91 (€19.702), πλέον 5.5% ετησίως νόμιμο τόκο, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης των εναγόντων-εφεσιβλήτων έδωσαν μαρτυρία τρεις μάρτυρες.

 

Η Μ.Ε.1, κα. Αυγή Κυπριανού, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η εναγόμενη-εφεσείουσα συμπλήρωσε αίτηση για έκδοση πιστωτι[*958]κής κάρτας με όριο Λ.Κ.10.000, ότι αυτή χρησιμοποίησε την κάρτα σε διάφορες περιπτώσεις, όπως η ίδια η μάρτυρας διεπίστωσε από επιλεκτικό έλεγχο που έκαμε και δεν κατέβαλε οτιδήποτε έναντι.

 

Η Μ.Ε.2, κα Σκεύη Κλεάνθους, είπε ότι η ίδια συμπλήρωσε την αίτηση της εφεσείουσας για παραχώρηση σ’ αυτήν πιστωτικής κάρτας, αφού επιβεβαίωσε την υπογραφή της εφεσείουσας στο σχετικό έντυπο και την έγκριση της παραχώρησης της κάρτας από τη Διευθύντρια του υποκαταστήματος. Κατά την 1.8.2004 ο λογαριασμός της εφεσείουσας παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους Λ.Κ.11.530,91.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προαναφερόμενες δύο μάρτυρες των εναγόντων, Κυπριανού και Κλεάνθους, ήταν μάρτυρες της αλήθειας και δέχθηκε τη μαρτυρία τους ως ορθή.  Αναφορικά με τη Μ.Ε.1, παρατήρησε το δικαστήριο, ότι αυτή δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει το ποσό που αρχικά αξίωναν οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (των €41.467,63) και δέχθηκε ότι το ποσό αυτό θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί ανάλογα με τον περιορισμό της απαίτησης στον οποίο προέβη η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων.  

 

Για την Μ.Ε.3, κα Φιλοθέου, το δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτή δεν είχε προσωπική γνώση ως προς το ότι ακολουθήθηκαν οι ενδεδειγμένες διαδικασίες, στην προκείμενη περίπτωση, και επομένως αποδέχθηκε μόνον τα σημεία της μαρτυρίας της για τα οποία είχε η ίδια γνώση, αλλά δεν αποδέχθηκε τις εικασίες στις οποίες προέβηκε η μάρτυρας, χωρίς όμως να καθορίσει ποια στοιχεία της μαρτυρίας ήταν εικασίες και ποια ήταν γνώση.

 

Η εφεσείουσα δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Ήταν εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για έκδοση πιστωτικής κάρτας, ότι την χρησιμοποιούσε, ότι τις αποστέλλονταν μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού τις οποίες ουδέποτε αμφισβήτησε και ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να καταβάλει τις οφειλόμενες δόσεις από τον Οκτώβριο του 2003 και κατά την 1.8.2004 ο λογαριασμός της είχε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους Λ.Κ.11.530,91. Την 8.9.2004, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη λειτουργία του λογαριασμού της εφεσείουσας αφού της έδωσαν ειδοποίηση 21 ημερών και η εφεσείουσα δεν [*959]ανταποκρίθηκε. Μετά τον τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού η εφεσείουσα δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε τις τρεις υπερασπίσεις που πρόβαλε η εφεσείουσα, στο δικόγραφο της, δηλαδή: (α) τη μη υπογραφή της σχετικής αίτησης, τεκ. 3, από την εφεσείουσα, (β) την κατ’ ισχυρισμό υποχρέωση του πρώην συζύγου να πληρώσει το τυχόν υπόλοιπο του λογαριασμού, και (γ) τη μη απόδειξη της ορθότητας του αξιωμένου υπολοίπου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι η εφεσείουσα υπέγραψε την αίτηση, τεκ. 3. Δέχθηκε επίσης τη θέση ότι λάμβανε τις καταστάσεις λογαριασμού μηνιαίως αλλά ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ως προς το χρεωστικό υπόλοιπο. Επιπρόσθετα η κίνηση του λογαριασμού από την εφεσείουσα ελέχθηκε από τους εφεσίβλητους, επιλεκτικά, και ήταν ορθή. Η θέση της εφεσείουσας ότι ο πρώην σύζυγος της είχε αναλάβει την εξόφληση του λογαριασμού παρέμεινε ατεκμηρίωτη, εφόσον η εφεσείουσα δεν πρόσφερε μαρτυρία για να την προωθήσει.

 

Ενόψει των προαναφερομένων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους, όπως αυτή περιορίστηκε, και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους για το ποσό των €19.704,22 (Λ.Κ.11.530,91), με νόμιμο τόκο προς 5.5% ετησίως, από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης, δηλαδή την 15.7.2010, μέχρις εξοφλήσεως.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης. 

 

Ο πρώτος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων. Ο δεύτερος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τις αρχές που διέπουν το βάρος της απόδειξης. Ο τρίτος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη αποδοχή της δήλωσης περιορισμού της απαίτησης των εφεσιβλήτων, από τον ευπαίδευτο συνήγορο τους. Ο τέταρτος λόγος αφορά στο εσφαλμένο, κατ’ ισχυρισμό, συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η μη αμφισβήτηση των τεκ. 5 και 6 (καταστάσεων λογαριασμού που αποστέλλονταν στην εφεσείουσα) συνιστούσε παραδοχή, των χρεωστικών υπολοίπων, εκ μέρους της εφεσείουσας.   Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στα τεκ. 3-7, τα οποία κατατέθηκαν από την Μ.Ε.1, αλλά δεν ήταν αρκετό αυτό για να καταστήσει τα προαναφερόμενα έγγραφα μαρτυρία προς απόδειξη του περιεχομένου τους.

[*960]Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικά έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία των τριών μαρτύρων των εφεσιβλήτων δεν αντικρούστηκε με οποιαδήποτε μαρτυρία της εφεσείουσας, αλλά απλώς αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση των μαρτύρων. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι καθόλα επαρκής και δεν συντρέχει λόγος επέμβασης του Εφετείου. Για τη Μ.Ε.1 το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι ήταν ειλικρινής και παραδέχθηκε τα θέματα σε σχέση με τα οποία δεν είχε προσωπική γνώση. Παραδέχθηκε ακόμη ότι το ποσό των €41.467,63 θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί, δηλαδή να περιοριστεί σύμφωνα και με τη δήλωση της ευπαίδευτης συνηγόρου των εφεσιβλήτων. Αναφορικά με τη Μ.Ε.2 παρατήρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι και αυτή ήταν ειλικρινής μάρτυρας, η οποία παραδέχθηκε ότι δεν θυμόταν ακριβώς το περιστατικό της υπογραφής της σχετικής αίτησης για παραχώρηση πιστωτικής κάρτας (τεκ. 3) από την εφεσείουσα, αλλά αναγνώρισε τη σημείωση «s.v.», δηλαδή «signature verified», την οποία έθεσε η ίδια δίπλα από την υπογραφή της εφεσείουσας. Αναφορικά με τη Μ.Ε.3, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε μόνο το μέρος της μαρτυρίας της που βασιζόταν σε δική της προσωπική γνώση και απέρριψε το υπόλοιπο μέρος, το οποίο χαρακτήρισε ως εικασίες. Αυτό ήταν επιτρεπτό και δεν δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου.

 

Ως προς το βάρος της απόδειξης, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων το είχαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι και το απέσεισαν με κριτήριο το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Αναφορικά με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, π.χ. αναφορικά με την ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του συζύγου της να εξοφλήσει το οφειλόμενο υπόλοιπο, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά παρατήρησε ότι το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών εκείνων το έφερε η εφεσείουσα, η οποία δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία και ως εκ τούτου δεν προώθησε τις δικογραφημένες θέσεις της. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό ή το εσφαλμένο στην καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Ως προς τον περιορισμό της απαίτησης των εφεσιβλήτων, με δήλωση της ευπαίδευτης συνηγόρου τους, αυτό ήταν απόλυτα επιτρεπτό και παρατηρούμε ότι με τον περιορισμό της απαίτησης οι εφεσίβλητοι μείωσαν την απαίτηση τους και περιόρισαν τον τόκο που αξίωναν σε νόμιμο τόκο (5.5% ετησίως) από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, αντί 12.25% ετησίως από την 1.2.2005.

[*961]Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε τις καταστάσεις λογαριασμών που της αποστέλλονταν μηνιαίως (τεκ. 5 και 6) και ότι ουσιαστικά αυτή, η μη αμφισβήτηση, συνιστούσε παραδοχή εκ μέρους της, του περιεχομένου των καταστάσεων λογαριασμού. Το πρωτόδικο συμπέρασμα είναι ορθό. Ούτε η εφεσείουσα, ούτε οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου με την οποία να αντικρούουν τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων ότι οι καταστάσεις λογαριασμού αποστέλλονταν μηνιαίως στην εφεσείουσα και ότι αυτή ουδέποτε τους αμφισβήτησε. Αντίθετα οι μάρτυρες των εναγόντων-εφεσιβλήτων, οι οποίοι κρίθηκαν ως αξιόπιστοι, ανέφεραν ότι οι καταστάσεις λογαριασμού αποστάλησαν στην εφεσείουσα, αυτή ουδέποτε αντέδρασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο και ότι το χρεωστικό υπόλοιπο, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία τερματισμού της λειτουργίας του λογαριασμού, ήταν Λ.Κ.11.530,91 ήτοι €19.704,22. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την απόφαση στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Ρεϊνποου Πλητσ. & Ντάιγκ Κο Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 610. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε βέβαια παραδεδεγμένο ή εκκαθαρισμένο λογαριασμό τον οποίον οι εφεσείοντες είχαν αποδεχθεί, εφόσον ουδέποτε τον αμφισβήτησαν. Το Εφετείο έκρινε ότι ο προαναφερόμενος λογαριασμός ορθά αποτέλεσε αιτία αγωγής των εφεσιβλήτων και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως οι εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει τη δικογραφημένη αιτία αγωγής τους εναντίον των εφεσειόντων.

 

Στη μεταγενέστερη υπόθεση Demil Imports Exports Ltd v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 462 το Εφετείο ασχολήθηκε με την έννοια του παραδεδεγμένου ή εκκαθαρισμένου λογαριασμού και επικύρωσε απόφαση που εκδόθηκε στη βάση τέτοιου λογαριασμού.

 

Στην προκείμενη περίπτωση ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπόψιν του, όπως και έκαμε, ότι οι προαναφερόμενες καταστάσεις λογαριασμού αποστάλησαν από τους εφεσίβλητους στην εφεσείουσα και η εφεσείουσα ουδέποτε αμφισβήτησε είτε την παραλαβή τους, είτε το περιεχόμενο τους. Αυτός ο παράγων ορθά συνυπολογίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους για χρεωστικό υπόλοιπο, οφειλόμενο σ΄ αυτούς από την εφεσείουσα, στο βαθμό που ήταν απαραίτητο.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στα τεκ. 3-7, τα οποία πα[*962]ρουσιάστηκαν από τη Μ.Ε.1 η οποία ανέφερε ότι είναι στην Υπηρεσία των εναγόντων-εφεσιβλήτων, στο Τμήμα Εισπράξεως Χρεών, και τα είχε στην κατοχή της. Το τεκ. 3 είναι η αίτηση ημερ. 29.4.2002 για παραχώρηση πιστωτικής κάρτας, το τεκ. 4 είναι αναλυτική κατάσταση της κίνησης του λογαριασμού της εφεσείουσας, το τεκ. 5 είναι αντίγραφο επιστολής των εφεσιβλήτων ημερ. 13.8.2004 με την οποίαν οι εφεσίβλητοι ενημέρωναν την εφεσείουσα για το τότε ισχύον χρεωστικό επιτόκιο (που δεν έχει σημασία εφόσον τελικά η απαίτηση των εφεσιβλήτων περιορίστηκε μόνο σε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης). Το τεκ. 6 είναι επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 8.9.2004 με την οποίαν ζητούσαν από την εφεσείουσα την πλήρη εξόφληση του λογαριασμού και το τεκ. 7 είναι επιστολή ημερ. 9.3.2005 με την οποίαν επίσης καλούσαν την εφεσείουσα να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της κάρτας της. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην παρουσίαση εκ μέρους της Μ.Ε.1 των προαναφερόμενων τεκμηρίων αλλά ούτε και υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην απόδοση βαρύτητας εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου στα προαναφερόμενα έγγραφα, δεδομένου ότι η εφεσείουσα ούτε τα αμφισβήτησε, ούτε τα αντέκρουσε με οποιαδήποτε μαρτυρία. Η παρουσίαση εξ ακοής μαρτυρίας είναι επιτρεπτή σύμφωνα με το νόμο και σ’ αυτήν αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα από το δικαστήριο, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζει, όχι εξαντλητικά, ο νόμος. Δεν βρίσκουμε ούτε σ’ αυτό το λόγο έφεσης οποιαδήποτε αιτία για επέμβαση του Εφετείου.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο