Τουμαζή Θεοπίστη ν. Vandita Dixit (2015) 1 ΑΑΔ 963

ECLI:CY:AD:2015:A302

(2015) 1 ΑΑΔ 963

[*963]5 Μαΐου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΘΕΟΠΙΣΤΗ ΤΟΥΜΑΖΗ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

VANDITA DIXIT,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 274/2010)

 

 

Δίκαιη Δίκη ― Ισότητα όπλων μεταξύ των διαδίκων ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης η οποία στηρίχθηκε σε εξ ακοής μαρτυρία απόντος μάρτυρα ― Ποια τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη ένα δικαστήριο, για να αποφασίσει ως προς τη βαρύτητα που θα προσδώσει σε εξ ακοής μαρτυρία ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Απόδειξη ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 ― Η μαρτυρία απόντος μάρτυρα ― Κατά πόσον παρουσιασθείσα, εξ ακοής μαρτυρία, απόντος μάρτυρα, μπορεί να έχει επιπτώσεις στη δίκαιη δίκη ― Η δυνατότητα αντεξέτασης ενός ουσιαστικού μάρτυρα, με σκοπό την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, είναι βασικό στοιχείο της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα προβαίνοντας σε ευρήματα αναφορικά με το επίδικο δυστύχημα.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αγωγή της εφεσείουσας με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις από την εφεσίβλητη, αναφορικά με την πρόκληση δυστυχήματος στο οποίο τραυματίστηκε η πρώτη και για το οποίο επέρριπτε την ευθύνη στην εφεσίβλητη.

 

Το επίδικο δυστύχημα επεσυνέβη όταν η εφεσείουσα προσπαθούσε να διασταυρώσει λεωφόρο και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσίβλητη.

[*964]Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν πέντε μάρτυρες για την εφεσείουσα, ενώ για την εφεσίβλητη κατέθεσαν τρεις μάρτυρες. Η ίδια η εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου καθότι, από το 2007, μετέβη με την οικογένεια της στην Αυστραλία. Έγινε δήλωση από τον συνήγορο της ότι, αυτή, δεν ήταν εφικτό να κλητευθεί ως μάρτυρας για να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου επειδή δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί. Η κατάθεση της όμως στην Αστυνομία, κατατέθηκε από τον Εξεταστή του δυστυχήματος ως Τεκμήριο και η μετάφραση της στην ελληνική.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας (Μ.Ε.4) ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Απέρριψε επίσης και τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, καθότι έκρινε ότι αυτός δεν είπε στο δικαστήριο την αλήθεια. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε ουσιαστικές αντιφάσεις στη μαρτυρία του Μ.Ε.3, ο οποίος εμφανίστηκε ως αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος, και υπέδειξε τις, κατά την κρίση του, τέτοιες αντιφάσεις ή διαφορές στη μαρτυρία του, οι οποίες το οδήγησαν στο προαναφερόμενο συμπέρασμα.   Αντιφάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο, εντόπισε και στη μαρτυρία της ίδιας της ενάγουσας-εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, Αστυφύλακα, Εξεταστή του δυστυχήματος, του Μ.Ε.2, Ιατρού και του Μ.Ε.5 Ιατρου. Επίσης δέχθηκε, ως αξιόπιστη, τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων υπεράσπισης.  

 

Ουσιαστικό ζήτημα, στην πρωτόδικη απόφαση, αποτέλεσε η δεκτότητα αλλά και η βαρύτητα την οποία θα απέδιδε το πρωτόδικο δικαστήριο στην κατάθεση της εφεσίβλητης, στην Αστυνομία. Η  πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στο σχετικό Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 (το οποίο προστέθηκε με το Ν 32(Ι)/2004) και τους παράγοντες που συνυπολογίζονται για να αποφασιστεί η βαρύτητα κατάθεσης προσώπου το οποίο δεν εμφανίζεται ως μάρτυρας στο δικαστήριο. Έκαμε αναφορά και σε νομολογία  και συνυπολογίζοντας διάφορους παράγοντες στους οποίους αναφέρθηκε, έκρινε ότι «η υπό αναφορά εξ ακοής μαρτυρία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα». Θεώρησε δε ότι η προαναφερόμενη κατάληξη, επιβεβαιωνόταν και από την πραγματική μαρτυρία. Ακόμα, θεώρησε ότι, το εν λόγω συμπέρασμα, επιβεβαιωνόταν και από θέσεις του Μ.Ε.3, αυτόπτη μάρτυρα, του οποίου όμως τη μαρτυρία είχε ήδη απορρίψει, ως αναξιόπιστη. Αναφορικά με την ταχύτητα της εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη χρόνο, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, ως επιβεβαίωση της θέσης της εφεσίβλητης (όπως φαίνεται στην κατάθεσή της) ότι οδηγούσε με μικρή ταχύτητα, 20-30 χ.α.ω, το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης [*965]του οχήματος της, στο δρόμο. Επιπρόσθετα, θεώρησε ως επιβεβαίωση της θέσης της εφεσίβλητης (όπως φαίνεται στην κατάθεσή της) ότι αυτή σταμάτησε το όχημα της πριν τη σύγκρουση με την εφεσείουσα, το γεγονός ότι η εφεσείουσα τραυματίστηκε στο αριστερό της πόδι και κανένα τραυματισμό δεν υπέστη στη δεξιά πλευρά της.   Αυτό, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, συνήδε και επιβεβαίωνε τη θέση της εναγόμενης ότι αυτή σταμάτησε το όχημα της και ήταν η ενάγουσα που κτύπησε στο όχημα της και στη συνέχεια έπεσε στο δρόμο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ως γεγονότα ότι η εφεσίβλητη, η οποία κινείτο με την προαναφερόμενη ταχύτητα, αντελήφθηκε την εφεσείουσα από απόσταση 5-6 μέτρων πριν την προαναφερόμενη διασταύρωση, να περπατά γρήγορα ανάμεσα στα αυτοκίνητα των αριστερών λωρίδων, βλέποντας μόνον μπροστά της.  Η εφεσίβλητη, μόλις την αντελήφθηκε, σταμάτησε και τότε η εφεσείουσα, εισερχόμενη στην τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας, κτύπησε η ίδια στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, έπεσε στο δρόμο και τραυματίστηκε.

 

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης.

 

Παρά το εν λόγω συμπέρασμα προχώρησε και υπολόγισε και τις ζημιές που θα επιδίκαζε υπέρ της εφεσείουσας, αν αυτή αποδείκνυε την υπόθεση της.

 

Η έφεση προσβλήθηκε με έξι λόγους έφεσης από τους οποίους ο πέμπτος λόγος κατέστη αποφασιστικής σημασίας στην απόφαση του Εφετείου.

 

Με αυτόν προσβλήθηκε ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας της γραπτής κατάθεσης της εναγόμενης-εφεσίβλητης στην Αστυνομία, η οποία δεν προσήλθε στο δικαστήριο. Κατά την εφεσείουσα, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά νόμο, καθότι δεν βεβαιώθηκε ότι τηρούνται οι αρχές της ισότητας και της δίκαιης δίκης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Κρίσιμος και αποφασιστικής σημασίας ήταν ο λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το δικαστήριο έσφαλε κατά νόμο και δεν διασφάλισε τα εχέγγυα της ισότητας και της δίκαιης δίκης.

 

2.  Γι’ αυτό το ζήτημα, το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν του συγκεκριμένους παράγοντες, αναφορικά με τη βαρύτητα την οποία θα απέδιδε στην κατάθεση της εφεσίβλητης στην Αστυνομία, [*966]η οποία παρουσιάστηκε ως τεκμήριο 2 ενώπιον του δικαστηρίου, από τον εξεταστή Μ.Ε.1, δεν φαίνεται όμως να κατηύθυνε την προσοχή του σε σημαντικά στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να είχε συνυπολογίσει.

 

3.  Τα σημαντικά αυτά στοιχεία είναι: (α) ότι η εφεσίβλητη ήταν διάδικος και επομένως είχε συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, και (β) ότι δεν βρισκόταν ενώπιον του δικαστηρίου για να αντεξεταστεί και, με αυτό τον τρόπο, να ελεγχθεί η αξιοπιστία της κατά τον παραδοσιακά ενδεδειγμένο τρόπο της βασάνου της αντεξέτασης.

 

4.  Τα προαναφερόμενα στοιχεία θα έπρεπε να είχαν απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά δεν φαίνεται να το απασχόλησαν.   Εκτός από τα τυπικά και ουσιαστικά κριτήρια που αναγράφονται στο Άρθρο 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αλλά και το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 27(1), ένα δικαστήριο, για να αποφασίσει ως προς τη βαρύτητα που θα προσδώσει σε εξ ακοής μαρτυρία, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν του και το συμφέρον της δικαιοσύνης, το οποίον περιλαμβάνει πρωτίστως τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και ακριβοδίκαιης μεταχείρισης των διαδίκων.

 

5.  Υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποίαν, ο ένας από τρεις σημαντικούς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν προς διαπίστωση του κατά πόσον παρουσιασθείσα, εξ ακοής μαρτυρία, (απόντος μάρτυρα), μπορεί να έχει επιπτώσεις στη δίκαιη δίκη, είναι και το κατά πόσον «υπάρχουν άλλοι αντισταθμιστικοί παράγοντες, όπως ισχυρές δικονομικές δικλίδες που να διασφαλίζουν την ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του απόντος μάρτυρα».

 

6.  Προκύπτει από τη νομολογία ότι η δυνατότητα αντεξέτασης ενός ουσιαστικού μάρτυρα, με σκοπό την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, είναι βασικό στοιχείο της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων.

 

7.  Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, θεώρησε ότι εξ ακοής μαρτυρία της εφεσίβλητης, η οποία περιλαμβάνεται στην προαναφερόμενη κατάθεση της, τεκμήριο 2, επιβεβαιωνόταν, από μαρτυρία, προβαίνοντας σε ευρήματα αναφορικά με μη ανεύρεση ιχνών τροχοπέδησης, τον τρόπο τραυματισμού της εφεσείουσας κλπ..

 

8.  Οι εν λόγω συλλογισμοί ήταν εσφαλμένοι εφόσον, ουσιαστικά, το [*967]πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, παραβλέποντας μάλιστα τη σοβαρή φύση και έκταση των τραυμάτων της εφεσείουσας.

 

9.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε, σε λεπτομέρεια, στις αντιφάσεις και αδυναμίες στη μαρτυρία των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 (ενάγουσας-εφεσείουσας) για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία αυτή ήταν αναξιόπιστη και να της αποδώσει μηδενική βαρύτητα (εκτός από μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 που ήταν ευνοϊκό για την εφεσίβλητη).

 

10. Έκρινε όμως την, εξ ακοής, μαρτυρία της, απούσας, εφεσίβλητης, ως «ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα» παρά το συμφέρον της στην έκβαση της υπόθεσης και τη μη υποβολή της σε αντεξέταση με την οποία θα ελεγχόταν η αξιοπιστία της.

 

11. Ενεργώντας όπως ενήργησε, όμως, δεν ήταν ακριβοδίκαιο προς τις δύο πλευρές, καθότι εξονύχισε τη μαρτυρία της μιας πλευράς (της εφεσείουσας) ενώ έκρινε τη μαρτυρία της (απούσας) εφεσίβλητης, η οποία ήταν η ουσιαστικότερη μάρτυρας της υπεράσπισης, όχι μόνο ως αποδεκτή μαρτυρία, αλλά και ως «ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα», βασιζόμενο εσφαλμένα, και σε «πραγματική μαρτυρία» και μη λαμβάνοντας υπόψιν την μη αντεξέταση της (επειδή ήταν απούσα) αλλά και το συμφέρον της στην υπόθεση.

 

12. Οι προαναφερόμενες ενέργειες συνιστούσαν παραβάσεις του θεμελιώδους καθήκοντος του πρωτόδικου δικαστηρίου να διασφαλίσει δίκαιη δίκη και για τους δύο διαδίκους. Η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης παρήλκε. 

 

Διατάχθηκε επανεκδίκαση εξαιρουμένου, του ζητήματος των αποζημιώσεων οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217,

 

Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,

 

Παναγιώτου ν. Μαύρου (1970) 1 Α.Α.Δ. 215,

[*968]Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1988) 1 Α.Α.Δ. 48,

 

Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 2,

 

Νικολάου ν. Λούκα (1985) 1 Α.Α.Δ. 91,

 

Ταβέλης ν. Ευαγγέλου (1984) 1 Α.Α.Δ. 60,

 

Κωνσταντίνου ν. Κατσούρη (1975) 1 Α.Α.Δ. 188,

 

Al-Khawaja and Tahery v. The United Kingdom [2012] 54 EHRR 23,

 

R v. Tahery (No 2) [2013] EWCA Crim 1053,

 

Delta v. France [1993] 16 EHRR 574,

 

Saidi v. France [1994] 17 EHRR 251.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χατζηγιάννη, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5022/2006), ημερομ. 20/7/2010.

 

Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή, για την Εφεσείουσα.

 

Ν. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στις 20.7.2005 η εναγόμενη-εφεσίβλητη οδηγούσε το αυτοκίνητο της κατά μήκος της Λεωφ. Σπύρου Κυπριανού στη Λεμεσό. Κατά τον ίδιο χρόνο η ενάγουσα-εφεσείουσα, η οποία ήταν πεζή, προσπαθούσε να διασταυρώσει την ίδια λεωφόρο, κοντά στα φώτα τροχαίας, στη διασταύρωση της οδού Αγίας Φυλάξεως. Αφού η πεζή διέσχισε τις πρώτες δύο λωρίδες κυκλοφορίας και εισέρχετο στην τρίτη, συνέβηκε σύγκρουση με το όχημα της εφεσίβλητης. Η εφεσείουσα επέρριψε την ευθύνη για το δυστύχημα στην εφεσίβλητη και ήγειρε αγωγή εναντίον της διεκδικώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα. Η εφεσίβλητη απέρριψε την, εκ μέρους της, ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος.

[*969]Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν πέντε μάρτυρες για την εφεσείουσα ενώ για την εφεσίβλητη κατέθεσαν τρεις μάρτυρες. Η ίδια η εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου καθότι, από το 2007, μετέβη με την οικογένεια της στην Αυστραλία. Έγινε δήλωση από τον ευπαίδευτο συνήγορο της ότι, αυτή, δεν ήταν εφικτό να κλητευθεί ως μάρτυρας για να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου επειδή δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί. Η κατάθεση της όμως στην Αστυνομία, στις 22.7.2005 (δηλαδή δύο μέρες μετά το δυστύχημα), κατατέθηκε από τον Εξεταστή του δυστυχήματος ως Τεκμήριο 2Α και η μετάφραση της στην ελληνική ως Τεκμήριο 2Β.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας (Μ.Ε.4) ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Απέρριψε επίσης και τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, κ. Ντίνου Φιλίππου, καθότι έκρινε ότι αυτός δεν είπε στο δικαστήριο την αλήθεια. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε ουσιαστικές αντιφάσεις στη μαρτυρία του Μ.Ε.3, ο οποίος εμφανίστηκε ως αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος, και υπέδειξε τις, κατά την κρίση του, τέτοιες αντιφάσεις ή διαφορές στη μαρτυρία του, οι οποίες το οδήγησαν στο προαναφερόμενο συμπέρασμα. Τέτοιες αντιφάσεις εντόπισε μεταξύ της κατάθεσης του στην Αστυνομία και της μαρτυρίας του στο δικαστήριο, καθώς και στην ίδια τη μαρτυρία του στο δικαστήριο. Αντιφάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο, εντόπισε και στη μαρτυρία της ίδιας της ενάγουσας-εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, Αστυφύλακα Χ"Γεωργίου, Εξεταστή του δυστυχήματος, του Μ.Ε.2, Ιατρού Ανδρέα Τάνου, και του Μ.Ε.5, Ιατρού Γεώργιου Κοκκινόφτα. Επίσης δέχθηκε, ως αξιόπιστη, τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων υπεράσπισης.

 

Ουσιαστικό ζήτημα, στην πρωτόδικη απόφαση, αποτέλεσε η δεκτότητα αλλά και η βαρύτητα την οποία θα απέδιδε το πρωτόδικο δικαστήριο στην προαναφερόμενη κατάθεση της εφεσίβλητης, στην Αστυνομία. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στο σχετικό Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 (το οποίο προστέθηκε με το Ν 32(Ι)/2004) και τους παράγοντες που συνυπολογίζονται για να αποφασιστεί η βαρύτητα κατάθεσης προσώπου το οποίο δεν εμφανίζεται ως μάρτυρας στο δικαστήριο. Έκαμε αναφορά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217 στην οποία τονίστηκε ότι στο Άρθρο 27(2) δεν καθορίζονται εξαντλητικά όλοι οι σχετικοί παράγοντες που συνυπολογίζονται. Αυτό είναι προφανές και από το εδάφιο 1 του Άρθρου 27 το οποίο προνοεί ότι, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του το σύνολο των περιστά[*970]σεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία τέτοιας μαρτυρίας.

 

Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου 1, στο εδάφιο 2 αναγράφονται οχτώ παράγοντες τους οποίους το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψιν του. Από τους παράγοντες αυτούς, το πρωτόδικο δικαστήριο, έλαβε υπόψιν του τους εξής: την εξήγηση που δόθηκε για την απουσία της εφεσίβλητης από το δικαστήριο, το ότι η κατάθεση της στην Αστυνομία δόθηκε μόλις δύο μέρες μετά το δυστύχημα, το ότι η, εξ ακοής, μαρτυρία της ήταν πρώτου βαθμού, και το ότι η αρχική δήλωση της, δηλαδή η κατάθεση της στην Αστυνομία μεταφέρθηκε στο δικαστήριο, επακριβώς, με την παρουσίαση της από τον Μ.Ε.1, εξεταστή του δυστυχήματος.  Επίσης έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις, η προαναφερόμενη μαρτυρία ήταν η καλύτερη δυνατή, που θα μπορούσε να προσκομιστεί από πλευράς εναγόμενης-εφεσίβλητης.

 

Συνυπολογίζοντας τα ανωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι «η υπό αναφορά εξ ακοής μαρτυρία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα». Δεν έμεινε όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο μέχρις εκεί, αφού θεώρησε ότι η προαναφερόμενη κατάληξη του επιβεβαιώνεται και από την πραγματική μαρτυρία. Ακόμα, θεώρησε ότι, το προαναφερόμενο συμπέρασμα, επιβεβαιώνεται και από θέσεις του Μ.Ε.3, αυτόπτη μάρτυρα, του οποίου όμως τη μαρτυρία είχε ήδη απορρίψει, ως αναξιόπιστη. Αναφορικά με την  ταχύτητα της εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη χρόνο, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε, ως επιβεβαίωση της θέσης της εφεσίβλητης (όπως φαίνεται στην κατάθεσή της) ότι οδηγούσε με μικρή ταχύτητα, 20-30 χ.α.ω, το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης τους οχήματος της, στο δρόμο. Επιπρόσθετα, θεώρησε ως επιβεβαίωση της θέσης της εφεσίβλητης (όπως φαίνεται στην κατάθεσή της) ότι αυτή σταμάτησε το όχημα της πριν τη σύγκρουση με την εφεσείουσα, το γεγονός ότι η εφεσείουσα τραυματίστηκε στο αριστερό της πόδι και κανένα τραυματισμό δεν υπέστη στη δεξιά πλευρά της. Αυτό, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, «συνάδει και επιβεβαιώνει τη θέση της εναγόμενης ότι αυτή σταμάτησε το όχημα της και είναι η ενάγουσα που κτύπησε στο όχημα της και στη συνέχεια έπεσε στο δρόμο …».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ως γεγονότα ότι η εφεσίβλητη, η οποία κινείτο με την προαναφερόμενη ταχύτητα, αντελήφθηκε την εφεσείουσα από απόσταση 5-6 μέτρων πριν την προαναφερόμενη διασταύρωση, να περπατά γρήγορα ανάμεσα στα αυτοκίνητα των αριστερών λωρίδων, βλέποντας μόνον μπροστά της. Η εφεσίβλητη, μόλις την αντελήφθηκε, σταμάτησε και τότε η εφεσείουσα, εισερχόμενη στην τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας, κτύπησε η ίδια στο αυ[*971]τοκίνητο της εφεσίβλητης, έπεσε στο δρόμο και τραυματίστηκε.

 

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης, είτε στη βάση της μή επίδειξης της δέουσας παρατηρητικότητας ή επισκόπησης του δρόμου, που ήταν καθήκον της ως οδηγού, είτε στη βάση της μή λήψης των απαραίτητων μέτρων αποφυγής της σύγκρουσης από τη στιγμή που αντελήφθηκε ή που όφειλε να αντιληφθεί την εφεσείουσα να διασταυρώνει το δρόμο. Αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία και συγκεκριμένα στις αποφάσεις: Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Παναγιώτου ν. Μαύρου (1970) 1 Α.Α.Δ. 215, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1988) 1 Α.Α.Δ. 48, Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 2, Νικολάου ν. Λούκα (1985) 1 Α.Α.Δ. 91, Ταβέλης ν. Ευαγγέλου (1984) 1 Α.Α.Δ. 60 και Κωνσταντίνου ν. Κατσούρη (1975) 1 Α.Α.Δ. 188.

 

Παρά το προαναφερόμενο συμπέρασμα, προχώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο και υπολόγισε και τις ζημιές που θα επιδίκαζε υπέρ της εφεσείουσας, αν αυτή αποδείκνυε την υπόθεση της, τις οποίες υπολόγισε σε €70.000.-, τις γενικές (επί πλήρους ευθύνης), για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη συνεπεία του τραυματισμού της και σε €128.- τις ειδικές. Απέρριψε όμως τον ισχυρισμό της εφεσείουσας για απώλεια εισοδημάτων προς £100.- την εβδομάδα, καθότι έκρινε την εφεσείουσα ως αναξιόπιστη.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με έξι λόγους έφεσης.

 

Ο πρώτος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν επέδειξε αμέλεια, δηλαδή ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι η εφεσίβλητη δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα κατά τον ουσιώδη χρόνο, παρά το ότι αντελήφθηκε την εφεσείουσα μόνον στα 5-6 μέτρα πριν τη σύγκρουση.  

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην, κατ’ ισχυρισμό, εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών της νομολογίας και του δικαίου της αμέλειας αναφορικά με τη μη έγκαιρη αντίληψη της παρουσίας της εφεσείουσας.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένα ευρήματα, που δεν καλύπτονταν από τα δικόγραφα, και ήταν αντίθετα με αδιαμφισβήτητη μαρτυρία.

[*972]Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην, κατ’ ισχυρισμό, εσφαλμένη και χωρίς επαρκή αιτιολογία απόρριψη της μαρτυρίας της ενάγουσας-Μ.Ε.4 και του Μ.Ε.3.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην, κατ’ ισχυρισμό, εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της γραπτής κατάθεσης της εναγόμενης-εφεσίβλητης στην Αστυνομία, η οποία δεν προσήλθε στο δικαστήριο. Κατά την εφεσείουσα, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά νόμο καθότι δεν βεβαιώθηκε ότι τηρούνται οι αρχές της ισότητας και της δίκαιης δίκης.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στην, κατ’ ισχυρισμό, εσφαλμένη επιδίκαση αποζημιώσεων για την απώλεια ή και τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας της εφεσείουσας, κατά το ότι δεν δέχθηκε το τεκμήριο 8 σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα κέρδιζε £100.- εβδομαδιαίως πριν τη σύγκρουση και τον τραυματισμό της.

 

Θεωρούμε ως κρίσιμο και αποφασιστικής σημασίας το λόγο έφεσης 5, σύμφωνα με τον οποίο το δικαστήριο έσφαλε κατά νόμο και δεν διασφάλισε τα εχέγγυα της ισότητας και της δίκαιης δίκης. Γι’ αυτό το ζήτημα, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν του τους προαναφερόμενους παράγοντες, αναφορικά με τη βαρύτητα την οποία θα απέδιδε στην κατάθεση της εφεσίβλητης στην Αστυνομία, η οποία παρουσιάστηκε ως τεκμήριο 2 ενώπιον του δικαστηρίου, από τον εξεταστή Μ.Ε.1, δεν φαίνεται όμως να κατηύθυνε την προσοχή του σε σημαντικά στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να είχε συνυπολογίσει. Τα σημαντικά αυτά στοιχεία είναι: (α) ότι η εφεσίβλητη ήταν διάδικος και επομένως είχε συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, και (β) ότι δεν βρισκόταν ενώπιον του δικαστηρίου για να αντεξεταστεί και, με αυτό τον τρόπο, να ελεγχθεί η αξιοπιστία της κατά τον παραδοσιακά ενδεδειγμένο τρόπο της βασάνου της αντεξέτασης.

 

Τα προαναφερόμενα στοιχεία θα έπρεπε να είχαν απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά δεν φαίνεται να το απασχόλησαν.   Εκτός από τα τυπικά και ουσιαστικά κριτήρια που αναγράφονται στο Άρθρο 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αλλά και το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 27(1), ένα δικαστήριο, για να αποφασίσει ως προς τη βαρύτητα που θα προσδώσει σε εξ ακοής μαρτυρία, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν του και το συμφέρον της δικαιοσύνης, δηλαδή τους σκοπούς της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το οποίον περιλαμβάνει πρωτίστως τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και ακριβοδίκαιης μεταχείρισης των διαδίκων.

 

Υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποίαν, ο ένας από τρεις [*973]σημαντικούς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν προς διαπίστωση του κατά πόσον παρουσιασθείσα, εξ ακοής μαρτυρία, (απόντος μάρτυρα), μπορεί να έχει επιπτώσεις στη δίκαιη δίκη, είναι και το κατά πόσον «υπάρχουν άλλοι αντισταθμιστικοί παράγοντες, όπως ισχυρές δικονομικές δικλίδες που να διασφαλίζουν την ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του απόντος μάρτυρα» (Δέστε: Al-Khawaja and Tahery v. The United Kingdom [2012] 54 EHRR 23 (απόφαση ΕΔΔΑ) και R v. Tahery (No 2) [2013] EWCA Crim 1053) – Δέστε επίσης το σύγγραμμα Ηλιάδης και Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, σελ. 324 κ.επ.).

 

Στις αποφάσεις Delta v. France [1993] 16 EHRR 574 και Saidi v. France [1994] 17 EHRR 251, του ΕΔΔΑ αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ κατά το ότι, η καταδικαστική (εθνική) απόφαση, είχε στηριχθεί κατά κύριο λόγο σε γραπτές καταθέσεις μαρτύρων που δεν παρουσιάστηκαν για αντεξέταση και οι οποίες συνιστούσαν τη μοναδική ή την κύρια μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου, με τρόπο που επηρεαζόταν ο πυρήνας του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη.    

 

Από τις προαναφερόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η δυνατότητα αντεξέτασης ενός ουσιαστικού μάρτυρα, με σκοπό την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, είναι βασικό στοιχείο της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων.

 

Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, κατά την κρίση μας, θεώρησε ότι εξ ακοής μαρτυρία της εφεσίβλητης, η οποία περιλαμβάνεται στην προαναφερόμενη κατάθεση της, τεκμήριο 2, επιβεβαιώνεται από πραγματική μαρτυρία, όπως είναι:  (α) η μή ανεύρεση ιχνών τροχοπέδησης του οχήματος της, στοιχείο που εκλήφθηκε ότι επιβεβαιώνει τη θέση της εφεσίβλητης ότι οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα 20-30 χλμ ανά ώρα και (β) ο τραυματισμός της εφεσείουσας στο αριστερό πόδι από την πτώση της μετά τη σύγκρουση, ο οποίος εκλήφθηκε ως επιβεβαίωση του ισχυρισμού της εφεσίβλητης, ότι η εφεσείουσα κτύπησε στο αυτοκίνητο της και όχι το αντίθετο. Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή θεωρούμε ότι έσφαλε, κατά τους προαναφερόμενους συλλογισμούς που φαίνονται στη σελ. 27 της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον, ουσιαστικά, μετέτρεψε τον εαυτό της σε εμπειρογνώμονα όσον αφορά την ταχύτητα σε συνάρτηση με τα ίχνη τροχοπέδησης και τον τραυματισμό του θύματος σε συνάρτηση με το πώς έγινε η σύγκρουση, παραβλέποντας μάλιστα τη σοβαρή φύση και έκταση των τραυμάτων της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε, σε λεπτομέρεια, στις [*974]αντιφάσεις και αδυναμίες στη μαρτυρία των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 (ενάγουσας-εφεσείουσας) για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία αυτή ήταν αναξιόπιστη και να της αποδώσει μηδενική βαρύτητα (εκτός από μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 που ήταν ευνοϊκό για την εφεσίβλητη). Έκρινε όμως την, εξ ακοής, μαρτυρία της, απούσας, εφεσίβλητης, ως «ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα» παρά το συμφέρον της στην έκβαση της υπόθεσης και τη μή υποβολή της σε αντεξέταση με την οποία θα ελεγχόταν η αξιοπιστία της.

 

Ενεργώντας όπως ενήργησε, όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν ακριβοδίκαιο προς τις δύο  πλευρές, καθότι εξονύχισε τη μαρτυρία της μιας πλευράς (της εφεσείουσας) ενώ έκρινε τη μαρτυρία της (απούσας) εφεσίβλητης, η οποία ήταν η ουσιαστικότερη μάρτυρας της υπεράσπισης, όχι μόνο ως αποδεκτή μαρτυρία, αλλά και ως «ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα», βασιζόμενο εσφαλμένα, και σε «πραγματική μαρτυρία» και μη λαμβάνοντας υπόψιν την μη αντεξέταση της (επειδή ήταν απούσα) αλλά και το συμφέρον της στην υπόθεση.

 

Οι προαναφερόμενες ενέργειες συνιστούν παραβάσεις του θεμελιώδους καθήκοντος του πρωτόδικου δικαστηρίου να διασφαλίσει δίκαιη δίκη και για τους δύο διαδίκους και να τους μεταχειριστεί ακριβοδίκαια και με ισότητα. 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι ο λόγος έφεσης 5 είναι βάσιμος. Ως αποτέλεσμα τούτου επιβάλλεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου. Υπό τις περιστάσεις δεν είναι σκόπιμο να αποφασίσουμε αναφορικά και με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Κατά συνέπεια, η έφεση επιτυγχάνει και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου εξαιρουμένων των ζητημάτων των γενικών αποζημιώσεων (€70.000) και των ειδικών ζημιών των €128 που δεν αμφισβητήθηκαν. Η πρωτόδικη απόφαση (εκτός των δύο προαναφερόμενων ζητημάτων), περιλαμβανομένου και του σκέλους που αφορά τα έξοδα, ακυρώνεται. Τα έξοδα της παρούσας έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο. Τα πρωτόδικα έξοδα θα είναι έξοδα δίκης, κατά την επανεκδίκαση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο