ECLI:CY:AD:2015:A376
(2015) 1 ΑΑΔ 1169
[*1169]26 Μαΐου, 2015
[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείουσα,
ν.
1. ΒΑΣΟY ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ
ΧΡΙΣΤΟΦΗ Β. ΠΠΑΣΙΑ,
2. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΤΤΟΦΗ ΠΠΑΣΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
3. ΒΑΣΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
4. ΜΑΡΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
5. ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 381/2010)
Ανθρώπινα δικαιώματα ― Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕΣΔΑ ― Σύνταγμα ― Αγωγή αξίωσης αποζημιώσεων για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αστική αμέλεια, συνεπεία παράλειψης διερεύνησης τύχης αγνοούμενου προσώπου κατά την τραγωδία του 1974 ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης ότι υπήρξε τέτοια παράλειψη και ότι συνιστούσε εξευτελιστική και ταπεινωτική μεταχείριση με την έννοια του όρου στο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και στο Άρθρο 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις ανώμαλες και αποδιοργανωτικές συνθήκες των γεγονότων και κατά πόσον προέβη χωρίς στέρεη μαρτυρία σε εικασίες, ότι η σορός θα μπορούσε να είχε αναγνωρισθεί μέσω των προσωπικών αντικειμένων ― Μη παραβίαση του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ για διεξαγωγή δέουσας έρευνας ― Κατά πόσον η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ή όχι υπεύθυνη για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, μετά την περισυλλογή της σορού από το πεδίο της μάχης και οι ενέργειες της υπό το φως της ΕΣΔΑ από την ταφή μέχρι την εκταφή το 1999.
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Άρθρο 2 ΕΣΔΑ ― Προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ότι η διεξαγωγή έρευνας, δεν [*1170]επιβάλλεται μόνο όταν ένα όργανο του κράτους προκαλεί το θάνατο είτε εκ προθέσεως είτε λόγω βαριάς αμέλειας, αλλά και όταν τρίτος αφαιρεί τη ζωή, εκ προθέσεως ή από αμέλεια.
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Άρθρο 3 ΕΣΔΑ ― Όπως και στην περίπτωση του Άρθρου 2, έτσι και στην περίπτωση του Άρθρου 3, το διαδικαστικό του σκέλος δεν καθιερώνει υποχρέωση αποτελέσματος, αλλά υποχρέωση συμπεριφοράς (obligation de moyens/obligation of means).
Συνταγματικό Δίκαιο ― Τριτενέργεια ανθρωπίνων δικαιωμάτων ― Στη Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, καταγράφεται για πρώτη φορά σε απόφαση, αποδοχή της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Συντάγματος ― Επίκληση δηλαδή ακόμη και στα πλαίσια ιδιωτικής διαφοράς, Συνταγματικών Διατάξεων.
Αποζημιώσεις ― Ηθική βλάβη (non-pecuniary loss) ― Πρόκληση αγωνίας και άγχους (distress and anxiety) ― Παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ― Η νομολογία του ΕΔΑΔ.
Αποζημιώσεις ― Δίκαιη αποζημίωση ― Παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ― Άρθρο 41 της ΕΣΔΑ, §51 ― Στην πλειονότητα των καταδικαστικών αποφάσεων το ΕΔΑΔ, επιδικάζει αποζημίωση, συχνότερα για την ηθική βλάβη που ο προσφεύγων υπέστη από τη διαπιστωθείσα παραβίαση, για δε την υλική ζημία καταλογίζεται ποσό στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχει η βασική προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παραβιάσεως και επικαλούμενης βλάβης.
Αποζημιώσεις ― Ανθρώπινα δικαιώματα ― Τριτενέργεια ― Στην απόφαση Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558 τέθηκε ζήτημα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων, σε περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ιδιώτη για παραβίαση από άλλο ιδιώτη.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κλήθηκε να επιληφθεί μιας πρωτόγνωρης για τα δικαστικά χρονικά της Κύπρου υπόθεσης. Aφορούσε την αξίωση των συγγενών του Χριστοφή Β. Ππασιά για αποζημιώσεις στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και της παραβίασης των δικαιωμάτων τους, όπως απορρέουν από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις Διεθνείς Συμβάσεις και τη Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Τον Αύγουστο του 1974, όπως καταγράφονται και τα γεγονότα [*1171]από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η στρατιωτική μονάδα του Ππασιά βρέθηκε να αμύνεται στην ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου Λευκωσίας απέναντι από το στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ. Μετά το τέλος των εχθροπραξιών ο Ππασιάς δεν επέστρεψε στο χωριό του. Τα συγγενικά του πρόσωπα τον αναζήτησαν σε διάφορα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς, χωρίς θετικό αποτέλεσμα.
Οι έρευνες των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας έφεραν στο φως μαρτυρία σύμφωνα με την οποία, το φυλάκιο στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο Ππασιάς καταλήφθηκε από Τούρκους στρατιώτες και ο ίδιος θεάθηκε να αιχμαλωτίζεται. Με αυτά τα δεδομένα ο Ππασιάς θεωρήθηκε ως αγνοούμενο πρόσωπο και το όνομα του συμπεριλήφθηκε στον σχετικό κατάλογο, ως αποτέλεσμα της δράσης του Τουρκικού στρατού.
Ενώ οι μαρτυρίες που είχε συγκεντρώσει η Δημοκρατία, είτε κατόπιν της διενέργειας σχετικής έρευνας από την Εθνική Φρουρά αμέσως μετά την κρίσιμη ημερομηνία εξαφάνισης του Ππασιά, είτε από συμπολεμιστές του, είτε αργότερα από τρίτα πρόσωπα, έφεραν τον Ππασιά ως αγνοούμενο, άκρως απόρρητο σημείωμα της Υπηρεσίας Αγνοουμένων, ημερομηνίας 26.11.1993, υπογεγραμμένο από τον Χαρ. Σίβακα, Λοχ. 414, που κατατέθηκε εκ συμφώνου ως τεκμήριο (Τεκμήριο 35) έφερε στο φως νέα στοιχεία:
Αφού παρατίθετο εκτενής μαρτυρία επί τραγικών ημερών της Εισβολής αναφέρονταν ως Συμπέρασμα τα εξής:
«Αγνοούμενοι των περιοχών ΕΛΔΥΚ-Αγ. Παύλου κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής πρέπει ν’ αναζητηθούν από το κοιμητήριο Λακατάμιας όπου προφανώς τάφηκαν ως άγνωστοι. Ιδιαίτερη προσοχή να δοθεί στο θέμα των Τούρκων νεκρών σε περίπτωση που πρόσωπα που ασχολήθηκαν με τις ταφές αυτές μπορούν να υποδείξουν το μέρος ταφής τους».
Επισυναπτόταν δε, σχεδιάγραμμα του κοιμητηρίου Λακατάμιας στο οποίο σημειώνονται οι ταφέντες ως άγνωστοι στρατιώτες της Ε.Φ. όπως επίσης και ο κατάλογος με τα ονόματα του προσκλητηρίου πεσόντων του 336 Τ. Π.
Η μαρτυρία στο σύνολο της, όπως συνοψίζεται στις παραγράφους 32-37 της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατέδειξε ότι η θέση όπου αμυνόταν η μονάδα του Ππασιά κατελήφθη από Τούρκους στρατιώτες στις 14.8.1974 και ο ίδιος φέρεται να πέφτει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών. Στις 17.8.1974 κατόπιν συμφω[*1172]νίας που επετεύχθη και κατά τη διάρκεια βραχύχρονης εκεχειρίας, έγινε περισυλλογή νεκρών από το πεδίο της μάχης, με την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών.
Με δεδομένο πλέον τις νέες πληροφορίες υπήρχε αποχρώσα ένδειξη ότι ο Ππασιάς τάφηκε στο κοιμητήριο Λακατάμιας ως «άγνωστο πρόσωπο».
Το 1996 δημιουργήθηκε στην Κύπρο τράπεζα γενετικού υλικού από συγγενείς αγνοουμένων πεσόντων. Tο 1999 με διαθέσιμη πλέον τη μέθοδο DNA και στη βάση των νέων μαρτυριών, ξεκίνησαν οι εκταφές στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας σε μια προσπάθεια ταυτοποίησης πεσόντων κατά την Τουρκική εισβολή. Σύγκριση γενετικού υλικού, που λήφθηκε από ένα από τα λείψανα που είχαν εκταφεί από το Στρατιωτικό Κοιμητήριο, με τη βάση δεδομένων, αποκάλυψε ότι ανήκε στον Ππασιά. Βρέθηκαν επίσης κατά την εκταφή διάφορα αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία κομματάκια αλυσίδας, ένας σταυρός που έφερε τον Χριστό και ένα ρολόι χεριού (Τεκμήρια 7-12) τα οποία οι εφεσίβλητοι θεωρούν ότι συνιστούν σημαντικά στοιχεία σύνδεσης με τον νεκρό.
Οι συγγενείς του Ππασιά, σύζυγος και τα τρία παιδιά του, θεωρούν ως υπεύθυνη την Κυπριακή Δημοκρατία για έλλειψη έρευνας ως προς τις συνθήκες εξαφάνισης και εντοπισμού του και για παραλείψεις σε σχέση με την περισυλλογή του νεκρού, τις προσπάθειες αναγνώρισης της σορού και τέλος τις συνθήκες ενταφιασμού του, μέχρι και την τελική εκταφή και αναγνώριση του, 26 χρόνια αργότερα. Παραλείψεις, που όπως προωθήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, στοιχειοθετούν το αστικό αδίκημα της αμέλειας έναντι τόσο του ιδίου του Ππασιά, όσο και των συγγενών του, ενώ ταυτοχρόνως συνιστούν και παραβίαση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων (Άρθρο 2 και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Γι’ αυτές τις παραλείψεις και παραβιάσεις αξίωσαν από τη Δημοκρατία αποζημιώσεις, συμπεριλαμβανομένων και τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσέγγισε την υπόθεση διαχωρίζοντας την σε δύο χρονικές περιόδους: Την περίοδο που καλύπτει την περισυλλογή και ταφή των πεσόντων στην περιοχή του Αγίου Παύλου, χωρίς προηγούμενη αναγνώριση και την περίοδο από την ταφή μέχρι την εκταφή και αναγνώριση με την μέθοδο του DNA, 26 χρόνια αργότερα.
Εστίασαν ιδιαιτέρως την προσοχή τους οι εφεσίβλητοι ως προς [*1173]τη δεύτερη περίοδο, στο ότι η Δημοκρατία δεν προχώρησε νωρίτερα σε εκταφή και ότι δεν έγινε καμιά προσπάθεια αναγνώρισης μέσω προσωπικών αντικειμένων, παρόλο που ενδιαμέσως διενεργήθηκαν άλλες εκταφές, που σε κάποιες των περιπτώσεων, οδήγησαν σε αναγνώριση προσώπων τα οποία θεωρούνται αγνοούμενοι.
Η Δημοκρατία αρνήθηκε όλα όσα της προσήψαν οι εφεσίβλητοι, ως παραλείψεις είτε κατά τη διαδικασία περισυλλογής του νεκρού και αναγνώρισης ή για τη μετέπειτα διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν από το πραξικόπημα μέχρι και τον ουσιώδη χρόνο, Αύγουστος 1974 και τα στοιχεία και μέσα που είχε τότε στη διάθεση της, έπραξε κάθε τι που ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για τη διακρίβωση της τύχης του Ππασιά, τον οποίο θεωρούσε ως αγνοούμενο, όσο και για την ενημέρωση των συγγενών του.
Αναλύοντας το Δικαστήριο τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του - προερχόταν κατά το πλείστον από τη Δημοκρατία - τόσο ως προς τη γενική κατάσταση που επικρατούσε, όσο και τα επιμέρους στοιχεία, σχετικά με τις συνθήκες εξαφάνισης του Ππασιά αλλά και με τα όσα διαδικαστικά προβλέπονταν κατά την περισυλλογή των νεκρών, απέδωσε στη Δημοκρατία μια σειρά σοβαρών παραλείψεων κατά τη διαδικασία χειρισμού των νεκρών που παραλήφθηκαν από το πεδίο της μάχης στην περιοχή Αγίου Παύλου. Παραλείψεις τις οποίες έκρινε ότι είχαν ως αποτέλεσμα αφενός, να μην εξακριβωθεί το γεγονός του θανάτου του Ππασιά και αφετέρου, τον μη εντοπισμό της σορού του. Υπήρξε, κατά το Δικαστήριο, μια υποτυπώδης και επιφανειακή τήρηση κάποιων από τις προβλεπόμενες διαδικασίας κατά την περισυλλογή των νεκρών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να μην συγκεντρωθούν και να μην διασωθούν τα προβλεπόμενα στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να είχαν οδηγήσει στην εξακρίβωση της τύχης του συγκεκριμένου προσώπου και στον εντοπισμό της σορού του.
Απορρίπτοντας τη μαρτυρία που προσήγαγε η Δημοκρατία για την κατάσταση που επικρατούσε κατά τον Αύγουστο του 1974, ως τέτοια που δεν ήταν δυνατό ή εύλογα αναμενόμενο να τηρηθούν οι διαδικασίες, κατέληξε ότι κάθε άλλο παρά πλήρης αποδιοργάνωση επικρατούσε: δεν υπεισήρχετο, ήταν εύρημα του Δικαστηρίου, οποιοσδήποτε παράγοντας που να εμπόδιζε την τήρηση της προβλεπόμενης συνεργασίας κατά τη διαδικασία περισυλλογής της σορού, με αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να συμπληρώσουν την εικόνα για την τύχη του Ππασιά.
Για τη δεύτερη χρονική περίοδο από 1974-1979 συνέδεσε το γεγο[*1174]νός της μη συγκέντρωσης και καταγραφής των προσωπικών αντικειμένων των περισυνελεγέντων νεκρών, με την αναγκαιότητα διενέργειας εκταφής το συντομότερο δυνατόν, εφόσον έκρινε, ότι υπήρχε εύλογη πιθανότητα κάποιοι από τους νεκρούς να αναγνωριστούν.
Την κατάληξη του αυτή τη στήριξε στο γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία γνώριζε, πως στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας υπήρχαν τάφοι αγνώστων προσώπων και παρά ταύτα, μέχρι το 1992, δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια αναγνώρισης τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε μεταξύ άλλων ότι ο άνθρωπος τον οποίον για τόσα χρόνια οι συγγενείς του και η πολιτεία θεωρούσαν αγνοούμενο είχε στην πραγματικότητα φονευθεί το 1974 και είχε ενταφιασθεί από όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε χώρο που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της.
Oι ενάγοντες-εφεσίβλητοι πρωτοδίκως προώθησαν τη θέση ότι το Άρθρο 2 της ΕΣΔΑ δημιουργεί υποχρέωση στο κράτος ή την αρχή, στην εξουσία του οποίου είτε θεάθηκε για τελευταία φορά ο εξαφανισθείς υπό συνθήκες απειλητικές για τη ζωή του είτε βρέθηκε νεκρός, να προβεί σε δέουσα έρευνα για την τύχη του. Προκύπτει, κατά τους εφεσίβλητους και μια δεύτερη υποχρέωση, το δικαίωμα των συγγενών του εν λόγω προσώπου να πληροφορηθούν για την τύχη του. Η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, όπως την στοιχειοθέτησαν οι εφεσίβλητοι, εκ μέρους της Δημοκρατίας και η αγωνία στην οποία υποβλήθηκαν κρίνεται ότι ισοδυναμεί και με παράβαση του Άρθρου 3, ως συνιστώσα απάνθρωπη μεταχείριση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικρίζοντας τα ευρήματα του με τις νομοθετικές πρόνοιες της ΕΣΔΑ κατέληξε ότι η υποχρέωση για αποτελεσματική έρευνα δεν βαραίνει μόνο την Τουρκία. Σε αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση όπου η Δημοκρατία είχε εκ των πραγμάτων πρόσβαση στα στοιχεία και τους μάρτυρες βαρύνεται και η ίδια, ανεξάρτητα από την υποχρέωση της Τουρκίας, με την υποχρέωση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας.
Η Δημοκρατία σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, για 25 χρόνια απέτυχε να προβεί σε αποτελεσματική και ολοκληρωμένη έρευνα εγκλωβίζοντας τους ενάγοντες 2, 3, 4 και 5 στην αβεβαιότητα για την τύχη του συζύγου και πατέρα τους με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να υποστούν την ψυχική ταλαιπωρία που αναφέρθηκε πιο πάνω. Η παράλειψη διερεύνησης συνιστά εξευτελιστική και ταπεινωτική μεταχείριση με την έννοια του όρου στο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και στο Άρθρο 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
[*1175]Η παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 8 του Συντάγματος δίδει σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο στους ενάγοντες αγώγιμο δικαίωμα για τη διεκδίκηση έννομης προστασίας με την παροχή κάθε θεραπείας την οποία το Δικαστήριού έχει την εξουσία να αποδώσει.
Συνακόλουθα, επεδίκασε στους εφεσίβλητους αποζημιώσεις, για τη σύζυγο εφεσίβλητη 2 ποσό €50.000 και στους εφεσίβλητους 3-5 €25.000 για τον καθένα, πλέον τα έξοδα της αγωγής.
Εναντίον της απόφασης καταχωρίστηκαν έντεκα λόγοι έφεσης και τρεις λόγοι αντέφεσης.
Λόγος Έφεσης 2: Το ουσιαστικό Δίκαιο
Προηγήθηκε η εξέταση του 2ου λόγου έφεσης που αφορά στο ουσιαστικό δίκαιο, εφόσον αποδοχή του ενδεχομένως προέκρινε την έφεση.
Αφορούσε στη λανθασμένη, κατά την εφεσείουσα, ερμηνεία και απόληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έκρινε, ότι η υποχρέωση που προκύπτει από το Άρθρο 2 της ΕΣΔΑ και ιδιαίτερα στο βαθμό που αφορά την αποτελεσματική διερεύνηση στην παρούσα περίπτωση, βαρύνει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Ππασιάς θεάθηκε για τελευταία φορά ζωντανός στα χέρια τούρκων στρατιωτών, ενώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να τεκμηριώνει τη θανάτωση του.
2. Είναι πολύ αργότερα που διεφάνη, 26.11.1993, Τεκμήριο 35, ότι η σορός του περισυνελλέγη στις 17 Αυγούστου και τάφηκε στο κοιμητήριο Λακατάμιας υπό τις συνθήκες που περιγράφηκαν πρωτοδίκως. Σκοπός της έρευνας, κατά τη Δημοκρατία, είναι να αποδοθούν ευθύνες σε όποιον ευθύνεται για το θάνατο ή την εξαφάνιση προσώπου, θέτοντας σε εφαρμογή το ημεδαπό δίκαιο.
3. Η Κelly, (ανωτέρω), ήταν η θέση της Δημοκρατίας, την οποία επικαλέστηκε το Δικαστήριο, δεν υποστηρίζει τον λόγο των εφεσιβλήτων αλλά αντιθέτως τη θέση της Δημοκρατίας. Είναι το κράτος που θανάτωσε ή εξαφάνισε πρόσωπο που οφείλει να προβεί στη δέουσα έρευνα των περιστάσεων της εξαφάνισης, όπως ήδη κρίθηκε από το ΕΔΑΔ στην IV Διακρατική Υπόθεση Κύπρος ν. Τουρ[*1176]κία, 25781/94, 10.5.2001, και επιβεβαιώθηκε με την Βαρνάβα ν. Τουρκίας, Application No. 16064/90 etc., ημερ. 10.1.2008.
4. Η εμπλοκή της Κυπριακής Δημοκρατίας περιορίστηκε στην περισυλλογή των νεκρών της και μόνο. Ο χρόνος που ο Ππασιάς περιήλθε νεκρός στα χέρια της Δημοκρατίας και ο τόπος στον οποίο τάφηκε και εντοπίστηκε αργότερα - κοιμητήριο Λακατάμιας - δεν είναι κριτήριο απόδοσης ευθύνης, όπως λανθασμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είχε πρόσβαση στα στοιχεία και τους μάρτυρες και άρα, βαρύνετο με την υποχρέωση δέουσας έρευνας.
5. Σθεναρά υποστήριξε η Δημοκρατία, με παραπομπή στην Βαρνάβα, σκέψη 132, ότι ακόμα και μετά τον εντοπισμό των λειψάνων η Τουρκία δεν απαλλάσσεται των υποχρεώσεων της ως προς διερεύνηση των συνθηκών θανάτωσης και απόδοσης ευθυνών, όπως απορρέουν από το Άρθρο 2.
6. Οι εφεσίβλητοι με παραπομπή σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ Rod v. Croatia, Application No. 47024/06, ECHR, ημερ. 18/9/2008 και Silih v. Slovenia, Application No. 71463/01, ECHR, ημερ. 9 Απριλίου 2009, υποστήριξαν ότι η απουσία άμεσης ευθύνης του κράτους για το θάνατο, δεν αποκλείει την εφαρμογή του Άρθρου 2.
7. Τo Άρθρο 2 της ΕΣΔΑ κατατάσσεται μεταξύ των «πρωταρχικών» («one of the most fundamental» «primordiaux») άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και σε συνδυασμό με το Άρθρο 3, κατοχυρώνει μία από τις θεμελιώδεις αξίες των κρατών που συγκροτούν το Συμβούλιο της Ευρώπης, την αξία της Ζωής.
8. Η πρωταρχικής σημασίας αξία της ζωής στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ αντικατοπτρίζεται και στο Άρθρο 15,το οποίο προβλέπει ότι, μαζί με τα Άρθρα 3, 4 παρ. 1 και 7, το Άρθρο 2 δεν επιδέχεται καμιά εξαίρεση «ειμή δια την περίπτωσιν θανάτου συνεπεία κανονικών πολεμικών πράξεων», δηλαδή πράξεων που τελούνται κατά τη διάρκεια ένοπλης σύρραξης και συνάδουν με τους κανόνες του δικαίου του πολέμου (jus in bello).
9. Από την πρώτη παράγραφο του Άρθρου 2, σύμφωνα με την οποία «το δικαίωμα έκαστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου», απορρέουν μια σειρά από ουσιαστικές υποχρεώσεις, καθώς και μια διαδικαστική υποχρέωση: διεξαγωγή έρευνας, [*1177]Άρθρο 2 σε συνδυασμό με το Άρθρο 1 της ΕΔΔΑ, για διεξαγωγή επίσημης αποτελεσματικής έρευνας.
10. Συντρέχουν δηλαδή παράλληλα δύο υποχρεώσεις κατά τρόπο που επιτρέπεται η διαπίστωση ταυτόχρονης παραβίασης του Άρθρου 2, τόσο υπό το ουσιαστικό όσο και υπό το διαδικαστικό του σκέλος, κατά τρόπο ώστε η διαδικαστική υποχρέωση για διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας να κρίνεται ως ανεξάρτητη από την ουσιαστική την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη υπέχουν.
11. Προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ότι η διεξαγωγή έρευνας, δεν επιβάλλεται μόνο όταν ένα όργανο του κράτους προκαλεί το θάνατο είτε εκ προθέσεως είτε λόγω βαριάς αμέλειας αλλά και όταν τρίτος αφαιρεί τη ζωή, εκ προθέσεως ή από αμέλεια.
12. Στην τελευταία περίπτωση η ευθύνη του κράτους προκύπτει από τη μη λήψη μέτρων ή τη μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ζωής.
13. Το κράτος έχει την υποχρέωση να διεξάγει επίσημη αποτελεσματική έρευνα για τα αίτια θανάτου οποιουδήποτε προσώπου που υπάγεται στη δικαιοδοσία του, εφόσον αυτός προκλήθηκε σε συνθήκες ύποπτες, είτε από κρατικό όργανο, είτε από ιδιώτη, είτε από το ίδιο το θύμα, είτε με άλλο τρόπο. Μάλιστα, αυτή η υποχρέωση υφίσταται και σε περίπτωση όπου ένα πρόσωπο υπέστη, σε συνθήκες ύποπτες πάντα, τραύματα δυνάμει θανατηφόρα.
14. Σκοπός της εν λόγω διαδικαστικής υποχρέωσης είναι η εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής στην πράξη της γενικής ουσιαστικής υποχρέωσης προστασίας της ζωής, είτε υπό την αρνητική είτε υπό τη θετική της έκφανση.
15. Ακριβώς λόγω του σκοπού που υπηρετεί η υποχρέωση για διεξαγωγή έρευνας, η τελευταία πρέπει να είναι αυτεπάγγελτη, αμέσως μόλις οι αρχές λάβουν γνώση της υπόθεσης. Η απλή πληροφόρηση των αρχών για το θάνατο ενός προσώπου, ανεξαρτήτως της αιτίας, γεννά ipso facto την υποχρέωση, εκ του Άρθρου 2, διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε.
16. Ίδια υποχρέωση υφίσταται και όταν η πληροφόρηση αφορά την εξαφάνιση ενός προσώπου, Βαρνάβα ν. Τουρκίας (Ευρεία Σύνθεση), 18.9.2009, παρ. 174.
[*1178]17. Στην ΙV Διακρατική Προσφυγή Κύπρος ν. Τουρκίας, (κατωτέρω) αν και το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση της ουσιαστικής υποχρέωσης του Άρθρου 2, εφόσον κατέληξε ότι τίποτε δεν καταδείκνυε ότι οποιοσδήποτε από τους αγνοούμενους σκοτώθηκε παράνομα, έκρινε ότι το καθ’ ου κράτος, στην περίπτωση εκείνη η Τουρκία, οφείλει να εκπληρώσει τη διαδικαστική υποχρέωση, όταν υφίσταται υποστηρίξιμη αιτίαση βασιζόμενη σε αποδείξεις ότι ένα άτομο το οποίο θεάθηκε για τελευταία φορά να τελεί υπό την επίβλεψη οργάνων του κράτους, στη συνέχεια εξαφανίστηκε υπό περιστάσεις οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν επικίνδυνες για τη ζωή του.
18. Mε τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι το Άρθρο 2 τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση εν τη εννοία του διαδικαστικού σκέλους, με την επιφύλαξη θεμελιώδους ευθύνης εκ μέρους της Δημοκρατίας στις νομολογιακές παραμέτρους του ΕΔΑΔ.
19. Εκείνο που προέβαλλε σοβαρά εμπόδια και έπρεπε να απαντηθεί πριν την κατάληξη στο επίμαχο ερώτημα - της ευθύνης δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας, για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του Άρθρου 2 - είναι το γεγονός ότι όπως απέδειξαν τα γεγονότα που ήρθαν πολύ αργότερα στο φως, παρελήφθη από την Κυπριακή Δημοκρατία η σορός του Ππασιά και έκτοτε η ευθύνη διερεύνησης που απορρέει από το Άρθρο 2 μετατέθηκε στους ώμους της.
Οι λόγοι έφεσης 3, 7, 9 και 10
Κατά πόσον η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ή όχι υπεύθυνη για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους, μετά την περισυλλογή της σορού από το πεδίο της μάχης. Υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα επί του ζητήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Για να απαντηθεί το ερώτημα θα πρέπει να ανατρέξουμε στα πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν την όλη εικόνα από τη στιγμή της παραλαβής της σορού από την Κυπριακή Δημοκρατία. Αναμφίβολα παραμένει ως αρχικός πυρήνας το γεγονός ότι οι πρώτες μαρτυρίες που είχε στα χέρια της η Κυπριακή Δημοκρατία έφεραν τον Ππασιά να αιχμαλωτίζεται και οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο Ππασιάς εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών για να προστεθεί έτσι το όνομα του στο μακρύ κατάλογο των αγνοουμένων.
[*1179]2. Για να εξεταστεί η ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αντιπροσώπων της αναμφίβολα προέβαλλε επιτακτικά η ανάγκη εξέτασης των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο της περισυλλογής και ταφής των νεκρών που έπεσαν στην περιοχή του Αγίου Παύλου και συγκεκριμένα του Ππασιά.
3. Ήταν ορθή η θέση της συνηγόρου για τη Δημοκρατία ότι το Δικαστήριο παραβλέπει κατάφορα την πραγματικότητα, αρνούμενο ότι κατά τον Αύγουστο του 1974 η κατάσταση ήταν τέτοια που ήταν αδύνατο ή δεν ήταν εύλογα αναμενόμενο να τηρηθούν όλες οι διαδικασίες. Αυτό κατεδείκνυε η αναντίλεκτη και ταυτόχρονα τραγική επί του θέματος μαρτυρία.
4. Συγκεκριμένοι μάρτυρες έδωσαν μια εικόνα κόλασης όπως ο στρατηγός Αλευρομάγειρος (ΜΥ6) του οποίου τη μαρτυρία το Δικαστήριο όχι μόνο αγνοεί, αλλά ούτε καν τη σχολιάζει. Το ίδιο και τη μαρτυρία του Χαράλαμπου Λόττα (ΜΥ2) αντιστράτηγου εν αποστρατεία που κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο 211 Τ.Π., όπου περίγραψε παραστατικά το σχεδιασμό άμυνας της Λευκωσίας που εξαρτιόταν από τρεις λόχους.
5. Ένας από αυτούς και ο λόχος στον Άγιο Παύλο που υπηρετούσε ο Ππασιάς, ο οποίος μαζί με τον τρίτο λόχο δέχονταν σφοδρούς βομβαρδισμούς. Περιέγραψε ο μάρτυρας το χάος που επικρατούσε από την ώρα του πραξικοπήματος μέχρι τις τελευταίες ώρες της εισβολής, καθώς και την αποδιοργάνωση του μηχανισμού της επιστράτευσης.
6. Εκ των πραγμάτων δεν ακολουθείτο κανένας σχεδιασμός ενώ το ΓΕΕΦ δεν ήταν πλήρως επανδρωμένο. Τις κρίσιμες εκείνες ημέρες ακολούθησαν σφοδρές μάχες και υπήρξε άτακτη υποχώρηση της Εθνικής Φρουράς. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που δεν επέτρεπαν την περισυλλογή των νεκρών σε κάθε περίπτωση, παρά μόνο σε περίπτωση εκεχειρίας ή συμφωνίας με την άλλη πλευρά, όπως στην υπό κρίση περίπτωση.
7. Λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, παρά την ύπαρξη κανονισμών διαδικασίας περισυλλογής και παρά την προσπάθεια κάποιων στρατιωτών και μάλιστα εφέδρων, να φέρουν σε πέρας την αποστολή, όσο καλύτερα μπορούσαν, υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι συνθήκες δεν επέτρεπαν να ακολουθηθούν οι κανονισμοί: Η αποσύνθεση των πτωμάτων, η δυσοσμία που απέπνεαν τα τυμπανιαία και παραμορφωμένα τις πλείστες των περιπτώσεων πτώματα και η αδικαιολόγητη αλλά υπαρκτή δυσφορία που επικρατούσε στα συ[*1180]νεργεία του ΓΕΕΦ κατά την περισυλλογή, όπως περιγράφηκαν από τους μάρτυρες υπεράσπισης, όπως από τον Α. Καρά (ΜΥ3), έδειχναν μια τραγική, συγκλονιστική εικόνα η οποία επίσης αγνοήθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο στάθηκε στα διαδικαστικά, τοποθετώντας την μέσα σε ένα ειρηνικό και ψύχραιμο περιβάλλον.
8. Μια διαδικασία που όπως περιγράφηκε από τους μάρτυρες κράτησε από τις 2:00-3:00 το μεσημέρι, κάτω από τον καυτό ήλιο της Κύπρου, Αύγουστο μήνα, με το θερμόμετρο να αγγίζει τους 41°-42°, και που κράτησε όλη τη νύκτα.
9. Αποσπασματικά το Δικαστήριο επιλέγει μαρτυρία για να παρουσιάσει μια εικόνα που κάθε άλλο ανταποκρίνεται στην άκρως τραγική κατάσταση που επικρατούσε, για να χαρακτηρίσει τη λειτουργία του συστήματος ως «ομαλή» και να καταλήξει ότι κάθε άλλο «παρά πλήρη αποδιοργάνωση αποδείκνυαν τα γεγονότα», προσθέτοντας και το παράδοξο, «τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη μονάδα που υπηρετούσε ο Ππασιάς».
10. Η μαρτυρία του Αλευρομάγειρου περιέγραψε παραστατικά και με φορτισμένο συγκινησιακά λόγο την κατάσταση που επικρατούσε όχι μόνο στη γενικότητα της αλλά με συγκεκριμένη αναφορά στην περιοχή διεξαγωγής των μαχών όπου και το φυλάκιο που αμυνόταν η μονάδα του Ππασιά, μαρτυρία που και πάλι αγνόησε το Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπεράσματα εξερχόμενα της λογικής.
11. Για τα γεγονότα του 1974 το Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση. Υπάρχει δικαστική γνώση ότι στις 15 Ιουλίου 1974 έγινε πραξικόπημα και μέχρι την παραμονή της Τουρκικής εισβολής, στις 20 Ιουλίου 1974, οι πραξικοπηματικές δυνάμεις επιδόθηκαν σε ευρείας κλίμακα εκστρατεία σύλληψης και φυλάκισης των δυνάμεων που υποστήριζαν τη νομιμότητα, καταφέροντας σοβαρότατο πλήγμα στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού αλλά και της οργάνωσης της Εθνικής Φρουράς αφού πλείστα στελέχη της, κυρίως Κύπριοι αξιωματικοί, ήταν εναντίον του πραξικοπήματος.
12. Μέσα σε αυτή την αποσταθεροποιητική και για την Εθνική Φρουρά κατάσταση, εκδηλώθηκε στις 20 Ιουλίου 1974 η Τουρκική εισβολή, η πρώτη φάση της οποίας ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγες ημέρες σκορπώντας τον τρόμο και τον ξεριζωμό στον άμαχο πληθυσμό και επιφέροντας εξοντωτικά πλήγματα στην ήδη αποδιοργανωμένη Εθνική Φρουρά. Ακολούθησε στις 14 Αυγούστου 1974 η δεύτερη φάση της τουρκικής Εισβολής η οποία, πέραν της κατάληψης του 37% εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ξε[*1181]ριζωμού των πολιτών της από τα καταληφθέντα εδάφη, διάλυσε ουσιαστικά και τη δομή και οργάνωση της Εθνικής Φρουράς. Επί τούτων υπάρχει δικαστική γνώση.
13. Υπάρχει δικαστική γνώση, όπως υπήρχε και μαρτυρία πρωτοδίκως, για την άτακτη, «ανοικτή», όπως την χαρακτήρισε ο Αλευρομάγειρος, επιστράτευση της Εθνικής Φρουράς από έφεδρους στρατιώτες.
14. Tα όσα σταχυολογεί το Δικαστήριο, άκρως επιλεκτικά, περί καταγραφής των στοιχείων των στρατιωτών της μονάδας, ή της «επαφής με την ιεραρχία» ή «τις επισκέψεις σε προκεχωρημένα φυλάκια» και λειτουργίες του συστήματος αναπλήρωσης απωλειών με ενισχύσεις, μόνο φραστικά αντικρούουν την εικόνα «κόλασης» που περιέγραψαν άνθρωποι που βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης και που το Δικαστήριο χωρίς καθόλου εξήγηση αγνοεί κατάφορα.
15. Εκείνο που προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΕ5 Αντισυνταγματάρχη Παπασάββα, ο οποίος κατέθεσε ως προς την ακολουθητέα διαδικασία για την περισυλλογή των νεκρών και τα σχετικά έντυπα - δελτία αναγνώρισης (Τεκμήρια 46-49) είναι ότι παρά τις επικρατούσες συνθήκες και το χάος, ότι έγινε - στο βαθμό που ήταν υπό τις περιστάσεις δυνατόν - είναι ότι έγινε προσπάθεια για κάποια τήρηση των διαδικασιών.
16. Το γεγονός ότι οι νεκροί που περισυνελέγησαν καταγράφονται στα έντυπα ως «ΑΓΝΩΣΤΟΙ» δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στα ευρήματα του Δικαστηρίου και τα συμπεράσματα του περί σοβαρών παραλείψεων κατά τη συμπλήρωση των δελτίων, όπως στοιχείων ταυτότητας, περιγραφή τραυμάτων - καταγράφονται απλώς ως πολεμικά - λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων(!), φωτογράφιση, θέση ανεύρεσης της σορού κλπ..
17. Η ανωτέρω συλλογιστική και τα ευρήματα του περί παραλείψεων, ήδη στηρίζεται στο σαθρό προηγούμενο εύρημα του περί ομαλής κατάστασης κατά τον Αύγουστο του 1974. Επ’ αυτού κτίζεται πλέον το ανασφαλές συμπέρασμα περί παραλείψεων.
18. Και όλα αυτά μέσα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου καταφθάνουν νεκροί και τραυματίες με τις υπάρχουσες συνθήκες και τον εξοπλισμό της εποχής της Κύπρου του 1974 και της αναγκαιότητας άμεσης ταφής των νεκρών, ο θάνατος των οποίων ή κάποιων από αυτούς, πιθανόν να είχε επέλθει 2-3 μέρες πριν την περισυλλογή.
[*1182]19. Υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι κάποιοι από τους νεκρούς τάφηκαν από τους Τούρκους και στη συνέχεια ξεθάφτηκαν ή ενδεχομένως σε άλλες περιπτώσεις παρέμειναν επί 1-3 μέρες άταφοι, μαρτυρία που επίσης παραγνωρίστηκε από το Δικαστήριο.
20. Όπως παραγνωρίστηκε και η μαρτυρία των παθολογοανατόμων Πάνου Σταυριανού (ΜΥ4) και Σοφοκλή Σοφοκλέους (ΜΥ1): Δεν παρείχετο καν χρόνος κάτω από την άμεση αναγκαιότητα ταφής να τηρηθεί η διαδικασία ή να κληθούν συγγενείς προς αναγνώριση του νεκρού ή των προσωπικών του αντικειμένων, σταυρός και ρολόι στην περίπτωση του Ππασιά.
21. Όταν μάλιστα όπως προκύπτει από τη μαρτυρία στο σύνολο της τα πλείστα των πτωμάτων δεν ήταν καν δυνατόν να αναγνωριστούν: «έβλεπες κάτι άλλο από αυτό που ήταν. Παραμορφωμένοι ήταν» όπως τραγικά περιέγραψε ο ΜΥ3 και μάλιστα όταν τα παραμορφωμένα πτώματα δεν έφεραν μεταλλική στρατιωτική ταυτότητα ή άλλα «χαρτιά» που να την αποδεικνύουν.
22. Η φύλαξη των νεκρών ήταν εκτός συζήτησης όπως και η ευχέρεια διενέργειας νεκροτομής. Υπήρχε επ’ αυτού μαρτυρία που και πάλι το Δικαστήριο αγνόησε. Το πάτωμα του νεκροτομείου ήταν γεμάτο από νεκρούς, ενώ το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ήταν ήδη υπερπλήρες από τραυματίες.
23. Δεν ετίθετο συζήτηση διενέργειας εξετάσεων σε πτώματα που η σήψη και η δυσοσμία έφτανε σε προχωρημένο στάδιο, ενώ η περισυλλογή στοιχείων κατά την νεκροψία απαιτούσε εξειδίκευση και έπαιρνε πολύ χρόνο, όπως επιβεβαίωνε ο ΜΥ4 Π. Σταυρινός, αυτόπτης μάρτυρας και ο μόνος από τους ιατροδικαστές που ήταν σε υπηρεσία, η μαρτυρία του οποίου επίσης αγνοήθηκε από το Δικαστήριο χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση.
24. Όπως αγνοήθηκε και η παντελής αποδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, η όποια υποτυπώδης λειτουργία της οφείλεται στο αίσθημα ευθύνης μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων.
25. Επί τούτου είναι ορθή η παρατήρηση της συνηγόρου για τη Δημοκρατία, ότι ακόμα και αν όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια και η κρατική μηχανή έθετε όλους τους μηχανισμούς της σε λειτουργία, ωσάν να βρισκόταν σε καιρό ειρήνης, ακόμα και τότε, η αναγνώριση του Ππασιά, υπό τις συνθήκες που αυτός χάθηκε και με τα στοιχεία που έφερε ή δεν έφερε επί το ορθότερον, δεν ήταν δυνατόν να γίνει με βεβαιότητα.
[*1183]26. Η όποια μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στηρίζεται σε μαρτυρίες που σχετίζονται με άλλα αγνοούμενα πρόσωπα και άλλες περιπτώσεις, οι οποίες κατ’ αναλογίαν και αυθαίρετα λήφθηκαν υπόψη για να κριθεί ότι κάλυπταν και το θέμα του Ππασιά για να καταλήξει το Δικαστήριο στο λανθασμένο εύρημα περί προχειρότητας χειρισμού του νεκρού, του συγκεκριμένου νεκρού.
27. Όντως το Δικαστήριο προβαίνει σε εντελώς επιλεκτική αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, παραγνωρίζοντας εντελώς και την επιστημονική μαρτυρία που δόθηκε από τους μάρτυρες για τη Δημοκρατία, η οποία κατεδείκνυε σαφέστατα τις δυσκολίες και την αδυναμία αναγνώρισης του νεκρού υπό την υποθετική πάντοτε κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο νεκρός και υπό τις επίσης υποθετικές πάντοτε επικρατούσες συνθήκες και περιστάσεις ως προς το χειρισμό της σορού του στο Νοσοκομείο Λευκωσίας.
28. Έστω και αν τα εν λόγω αντικείμενα φωτογραφίζονταν, τίθετο σοβαρά το ερώτημα κατά πόσο αφ’ εαυτών είχαν τη δυνατότητα να οδηγήσουν πρακτικά σε αναγνώριση, πολύ περισσότερο σε θετικό εύρημα θανάτου. Δεν προσκομίστηκε τέτοια μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία στη διάθεση της Δημοκρατίας τα οποία παρέλειψε να λάβει υπόψη.
29. Υπήρχε δηλαδή στην περίπτωση του Ππασιά ένας συμφυρμός στοιχείων και απλών ενδείξεων τα οποία το Δικαστήριο εξέλαβε ως βεβαιότητα, για να διατυπώσει εύρημα εξερχόμενο, όχι μόνο της λογικής αλληλουχίας του πράγματος αλλά και του επίδικου ζητήματος και των παραμέτρων του Άρθρου 2.
30. Η Δημοκρατία, που είχε αποκλειστική γνώση των επίμαχων γεγονότων και δεδομένων σε μεγάλο μέρος, έθεσε όλη τη διαθέσιμη στα χέρια της μαρτυρία. Οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν μαρτυρία που στο μεγαλύτερο μέρος της στηρίχθηκε σε δημοσιογραφικές έρευνες, γνώμες και αιτιάσεις για να αποδώσει πλημμελείς ενέργειες στη Δημοκρατία.
31. Το ζήτημα της εξαφάνισης προσώπου συνδέεται άρρηκτα με το πρόβλημα της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών υποθέσεων αυτής της φύσης.
32. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΑΔ το έναυσμα προς διερεύνηση, δίδει συνήθως η ανεύρεση του σώματος ή διαπίστωση της επέλευσης θανάτου (Βαρνάβα και Skendzic a.o. (ανωτέρω)), εφαρμόζεται δε προς την απόδειξη των πραγματικών περιστατι[*1184]κών το κριτήριο «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας», ανεξαρτήτως αν η διαφορά είναι πολιτική ή ποινική.
33. Η μαρτυρία που προσήχθη στο σύνολο της κάθε άλλο παρά καταδείκνυε ότι η εκδοχή των εφεσίβλητων ήταν πιο πιθανή από την εκδοχή της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να αχθεί σε λανθασμένη κατάληξη, αποδίδοντας ευθύνες στη Δημοκρατία για παραλείψεις που στοιχειοθετούν παράβαση του Άρθρου 2 της Σύμβασης για την πρώτη περίοδο.
34. Η Δημοκρατία το μόνο που έπραξε, όπως τα γεγονότα και η μαρτυρία που προωθήθηκε κατέδειξε, ήταν να περισυλλέξει από το πεδίο της μάχης την 17.8.1974, κάτω από τις ανώμαλες και τις αποδιοργανωτικές για το κράτος συνθήκες που επικρατούσαν κατά την εκεχειρία, τους νεκρούς της, ανάμεσα στους οποίους και τον Ππασιά ο οποίος και τάφηκε σε ομαδικό τάφο ως άγνωστο πρόσωπο, του οποίου ο θάνατος δυνατόν να επήλθε μεταξύ τις 14-17.8.1974.
35. Η μαρτυρία που είχε συγκεντρωθεί έφερε τον Ππασιά να αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους στρατιώτες. Μη υπάρχουσας άλλης περί του αντιθέτου μαρτυρίας εύλογα η Δημοκρατία τον θεωρούσε ως αγνοούμενο πρόσωπο. Το Δικαστήριο προβαίνει χωρίς στέρεη μαρτυρία σε εικασίες και κατ’ αναλογίαν άλλων περιπτώσεων, καταλήγοντας σε τελικό και βέβαιο συμπέρασμα κατά τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας ως εξης:
«Με αυτά τα δεδομένα τα οποία θα μπορούσε να ήταν γνωστά από το 1974 αν η Δημοκρατία είχε τηρήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες και είχε προβεί σε εύλογη διερεύνηση της υπόθεσης, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Ππασιάς θα μπορούσε να είχε αναγνωρισθεί μέσω των προσωπικών του αντικειμένων.»
Αναφορικά με τη δεύτερη περίοδο από την ταφή μέχρι την εκταφή 1999.
1. Υπήρξε η θέση των εναγόντων-εφεσιβλήτων ότι αν ακολουθούνταν οι ορθές διαδικασίες και εντοπιζόταν εγκαίρως το μέρος όπου τάφηκε ο Ππασιάς, η Δημοκρατία θα μπορούσε να προχωρήσει νωρίτερα και/ή αμέσως σε εκταφή, ώστε και μόνο η ανεύρεση των προσωπικών αντικειμένων του θα οδηγούσαν σε αναγνώριση του Ππασιά.
2. Στηρίχθηκε σε παρόμοια γεγονότα σε σχέση με μια μεμονωμένη περίπτωση που επιτράπηκε η διενέργεια εκσκαφής και εκταφής [*1185]κατόπιν δικαστικού διατάγματος και άλλες που αφορούσε στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ όπου η Κυπριακή Δημοκρατία για την περίοδο 1979-1981 επέτρεψε τις εκταφές για Ελλαδίτες, αλλά όχι και με στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς.
3. Η οικογένεια του Ππασιά ουδέποτε έθεσε θέμα ή αποτάθηκε στις αρμόδιες αρχές για παρόμοιες ενέργειες ή έδωσε νέους ισχυρισμούς τους οποίους παρέλειψε να εξετάσει η Δημοκρατία.
4. Παρόλο που στην υπό εξέταση υπόθεση δεν τέθηκαν υπό κρίση οι πρόνοιες του Άρθρου 8 της Σύμβασης, το ζήτημα εξετάστηκε ως προς τα Άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης και 8 του Συντάγματος, εν τούτοις κρίνουμε ότι μπορούσε να υιοθετηθεί ο λόγος της Τzivilaki, επί τω ότι ακόμα και αν γίνονταν οι κατάλληλες έρευνες και περισυλλεγόταν μαρτυρία ώστε να εντοπιζόταν ο χώρος ταφής του Ππασιά νωρίτερα, δεν μπορούσε να επιβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία η θετική υποχρέωση να προχωρήσει σε εκσκαφή και εκταφή και μάλιστα ενός ομαδικού τάφου.
5. Αγνόησε το Δικαστήριο την επιστημονική μαρτυρία του μάρτυρα της υπεράσπισης Μάριου Καριόλου (ΜΥ5), ειδικού εμπειρογνώμονα προϊσταμένου του προγράμματος για αναγνώριση λειψάνων με τη μέθοδο γενετικού υλικού, ότι το 1974 δεν ήταν δυνατόν να γίνουν τέτοιες εξειδικευμένες εξετάσεις - η πρώτη ταυτοποίηση λειψάνων αγνοουμένων έγινε το 1996 από εργαστήριο του Αμερικανικού στρατού στην Ουάσιγκτον - η Δημοκρατία δεν είχε στη διάθεση της την υποδομή και τεχνογνωσία ώστε να προχωρήσει στη βάση δεδομένων να αναζητήσει το γενετικό προφίλ που θα οδηγούσε σε ταυτοποίηση με απόλυτη βεβαιότητα.
6. Η τράπεζα DNA δημιουργήθηκε μόλις το 1996, είκοσι δύο χρόνια μετά και ως εκ τούτου οποιαδήποτε συζήτηση επί του ουσιαστικού ή πραγματικού παραμένει άκρως θεωρητική.
7. Η ανεύρεση ενός λειψάνου σε προχωρημένη αποσύνθεση και έστω του ρολογιού ή και του σταυρού δεν παρείχε τη δυνατότητα ταυτοποίησης του νεκρού με βεβαιότητα.
8. Η διαδικασία εκσκαφής και εκταφής με τα τότε δεδομένα, κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες τα αμέσως επόμενα χρόνια μετά την εισβολή και οι πολιτικές διαστάσεις του ζητήματος, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η πρέπουσα λύση (Tzivilaki (κατωτέρω). Όπως και αγνόησε ότι σε εκταφές κάτω από τη διαδικασία της ΔΕΑ απαιτείτο και η συνεργασία της τουρκικής πλευράς η οποία [*1186]το 1999 δεν υπήρχε, μονομερείς δε ενέργειες δεν επιτρέπονταν.
9. Η Δημοκρατία, όπως φανερώνουν τα γεγονότα, ουδέποτε έπαυσε να αναζητεί μαρτυρία για την τύχη του Ππασιά. Ούτε και εγκατέλειψε τις προσπάθειες της για να εξασφαλίσει οποιαδήποτε στοιχεία ήταν πρακτικά διαθέσιμα να εξασφαλιστούν, όπως αποδεικνύεται και από το σχετικό φάκελο αγνοουμένων που κατατέθηκε στο Δικαστήριο για τον Ππασιά.
10. Το γεγονός ότι το 1993 υπήρχε πλέον διαθέσιμη μαρτυρία η οποία συγκεντρώθηκε εκ των υστέρων (τεκμήριο 35) ότι ο Ππασιάς ενδέχετο να είχε ταφεί ως «άγνωστος» και να αναζητηθεί στο κοιμητήριο Λακατάμιας, δεν διαφοροποιεί το ζήτημα.
11. Μόνο μετά την ανεύρεση του τόπου ταφής, της εκσκαφής και εκταφής του λειψάνου και τέλος της ταυτοποίησης με τη μέθοδο DNA, ξεκινούσε η υποχρέωση της Δημοκρατίας για διερεύνηση, ως προς το διαδικαστικό σκέλος πάντοτε, του Άρθρου 2 (Skendzic a.ο.).
12. Λίγα πράγματα μπορεί να λεχθούν για το Άρθρο 3 της Σύμβασης. Όπως και στην περίπτωση του Άρθρου 2, έτσι και στην περίπτωση του Άρθρου 3, το διαδικαστικό του σκέλος δεν καθιερώνει υποχρέωση αποτελέσματος, αλλά υποχρέωση συμπεριφοράς (obligation de moyens/obligation of means).
13. Δεν είναι απαραίτητο κάθε έρευνα να είναι επιτυχής ή να καταλήγει σε συμπεράσματα που συμπίπτουν με την εκδοχή των γεγονότων που δίνει ο προσφεύγων.
14. Η έρευνα αυτή πρέπει να διεξάγεται με τρόπο που να επιτρέπει την εξακρίβωση των γεγονότων και εφόσον αποδεικνύεται η αλήθεια των ισχυρισμών του προσφεύγοντος, ο εντοπισμός και η τιμωρία όσων είναι υπεύθυνοι για μια τέτοια μεταχείριση.
15. Ως εκ τούτου, ό,τι έχει λεχθεί ανωτέρω ως προς το διαδικαστικό σκέλος του Άρθρου 2 υιοθετείται. Ο σκοπός του Άρθρου 2 ικανοποιήθηκε.
16. Η Κυπριακή Δημοκρατία εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της έναντι των συγγενών του Ππασιά εφόσον σε εύλογο χρόνο μετά την ανεύρεση του λειψάνου και την ταυτοποίηση με τη μέθοδο του DNA και της ιατροδικαστικής έκθεσης, σε συνδυασμό με την λοιπή μαρτυρία, την οποία είχε εξ υπαρχής στα χέρια της, εκ[*1187]πλήρωσε τη διαδικαστική της υποχρέωση.
17. Το ίδιο το Δικαστήριο δέχεται ότι με την πρώτη δυνατή ευκαιρία έγινε εκσκαφή και εκταφή οπότε και ταυτοποιήθηκαν τα λείψανα του Ππασιά με την μέθοδο πλέον του DNA για να δοθεί οριστική απάντηση στους ενάγοντες-εφεσίβλητους για την τύχη του δικού τους ανθρώπου. Από την επιστημονική μαρτυρία προκύπτει ότι ο Ππασιάς ο οποίος θεάθηκε να αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους εκτελέστηκε αφού προηγουμένως κακοποιήθηκε βάναυσα: χτυπήθηκε με λόγχη και εκτελέσθηκε με πυροβολισμό στη στοματική κοιλότητα.
18. Ορθή αξιολόγηση των γεγονότων της υπόθεσης όπως προέκυπταν από το μαρτυρικό υλικό δεν επέτρεπε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι λόγοι έφεσης 3ος, 5ος, 6ος, 7ος, 9ος, 10ος έγιναν δεκτοί.
Λόγος έφεσης και αντέφεσης περί αποζημιώσεων
1. Η σοβαρότητα της υπόθεσης και η καθοδήγηση που θα δοθεί για μελλοντικές ή εκκρεμούσες παρόμοιες υποθέσεις επέβαλλε το καθήκον ενασχόλησης και με τον 4ο λόγο έφεσης, του εσφαλμένου του ύψους των ποσών που επιδικάστηκαν από το Δικαστήριο και που συνδέεται άμεσα με τον 1ο λόγο έφεσης, την ψυχική ταλαιπωρία των εφεσίβλητων ως εκ της αβεβαιότητας που της προκάλεσαν οι παραλείψεις της εφεσείσουσας, καθώς και με την αντέφεση, λόγοι 1 και 3, παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει, εν όψει των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση και τιμωρητικές αποζημιώσεις, εν όψει του ενδεχόμενου η υπόθεση να οδηγηθεί ενώπιον του ΕΔΑΔ έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης αντίκριση των εγερθέντων ζητημάτων.
2. Το Δικαστήριο με παραπομπή στις Bazorkina v. Russia, Appl. No. 69481/01, Imakayeva v. Russia, Appl. No. 7615/02, Baysayeva v. Russia, Appl. No. 74237/01, για παρόμοιες, όπως τις όρισε, παραβιάσεις, τη φύση και την έκταση τους καθώς και το χρονικό διάστημα που διάρκεσαν, αλλά και το βαθμό που η παραβίαση επηρέασε τον καθένα από τους εφεσείοντες, απέδωσε τα προαναφερθέντα ποσά.
3. Το Άρθρο 13 της ΕΣΔΑ και η ρύθμιση που εισάγει αποτελεί τμήμα της ειδικής προστασίας που οφείλουν να παρέχουν τα κράτη-μέλη του Σ.Ε. στα άτομα και επιβάλλει στα Εθνικά Δικαστήρια να παράσχουν ικανοποιητική θεραπεία για περιπτώσεις πα[*1188]ραβίασης της Σύμβασης.
4. Στη Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, καταγράφεται για πρώτη φορά σε απόφαση αποδοχή της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ΙΙ Μέρους του Συντάγματος. Επίκληση δηλαδή ακόμη και στα πλαίσια ιδιωτικής διαφοράς, Συνταγματικών Διατάξεων.
5. Τέθηκε και εκεί θέμα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων, σε περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ιδιώτη για παραβίαση από άλλο ιδιώτη.
6. Με το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Δημοκρατία προχώρησε μετά τη λήψη των νέων μαρτυριών (Τεκμήριο 35) τάχιστα σε ταυτοποίηση του νεκρού και την κατάληξη του ότι η Δημοκρατία κρίθηκε υπεύθυνη για τη δεύτερη περίοδο για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του Άρθρου 2, βρίσκουμε ότι οι αποζημιώσεις που απέδωσε στηριζόμενο σε νομολογιακά προηγούμενα (Γιάλλουρος κ.ά.) ήταν εκτός της φιλοσοφίας και του σκοπού της ρύθμισης.
7. Οι δε αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις οποίες έστρεψε την προσοχή του για καθοδήγηση το Δικαστήριο διακρίνονταν της παρούσας: Στρέφονταν κατά του κράτους που όχι μόνο κρίθηκε ως υπεύθυνο για παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του Άρθρου 2 της Σύμβασης (εξαφάνιση και δολοφονία), αλλά και κράτους που αποδεδειγμένα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τι απέγιναν τα εν λόγω πρόσωπα, απέκρυψε στοιχεία, δεν προχώρησε σε αποτελεσματική έρευνα και αποστέρησε τους αιτητές του δικαιώματος να προσφύγουν στη δικαιοσύνη. Επιβαρυντικά στοιχεία που δεν συνέτρεχαν στην υπό κρίση περίπτωση.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων και παρατηρήσεων, εκρίθη υπό τας περιστάσεις ότι η περίπτωση δεν ήταν πλέον κατάλληλη για επιδίκαση αποζημιώσεων, τοσούτω δε μάλλον τιμωρητικών.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης δεν υπήρχε περιθώριο εξέτασης του 3ου λόγου αντέφεσης, αναφορικά με παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για εξέταση του Δικαίου του Πολέμου και της εφαρμογής του, οι οποίες δεν προσθέτουν οτιδήποτε πέραν των όσων η Σύμβαση εναποθέτει στο Συμβαλλόμενο μέρος.
Η έφεση επέτυχε και η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
[*1189]Παρατήρηση Εφετείου
«Ο έφεδρος στρατιώτης Χριστοφής Ππασιά εκτελέστηκε αφού προηγουμένως βασανίστηκε από στρατιώτες του Τουρκικού στρατού έχοντας ως τελευταία σκέψη τα παιδιά του. Η θυσία του αναγνωρίζεται και τιμάται από την οικογένεια του. Την ίδια αναγνώριση και τιμή του αποδίδουμε καθηκόντως και εμείς, τόσο ως Δικαστές όσο και ως μέλη μιας τραγικά δοκιμασθείσας και δοκιμαζόμενης Πολιτείας. Η Δημοκρατία φρόντισε, με τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διέθετε, την οικογένεια του, χωρίς όμως να μπορέσει, όπως και κανείς δεν μπορούσε, να αναπληρώσει το κενό που άφησε ο θάνατος του ή να απαλύνει την αγωνία και την οδύνη που έφερε μαζί της η είδηση για την εξαφάνιση του. Τα λόγια σε τέτοιες περιπτώσεις που τα συναισθήματα κυριαρχούν είναι περιττά! Ας αφήσουμε τους νεκρούς να αναπαυθούν τιμώντας τη μνήμη τους».
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
ΙV Διακρατική Προσφυγή Κύπρος ν. Τουρκίας, 25781/94, 10.5.2001,
Βαρνάβα ν. Τουρκίας, Application No. 16064/90, etc. , 10.1.2008,
Rod v. Croatia, Application No. 47024/06 ECHR, 18/09/2008,
Silih v. Slovenia, Application No. 71463/01, ECHR, 09/04/2009,
McCann a.o. v United Kingdom (21 ECHR 97 GC),
Al-Skeini κ.α. ν. Ηνωμένου Βασιλείου Application no. 55721/07 ECHR, 7/10/2011, .
Μακαρατζής ν. Ελλάδας, Appl. nο. 2954/07 ECHR, 22/04/2010,
Dink ν. Τουρκίας, Appl. No. 2668/07, 6102/08, 30079/08, 14.9.2010,
Tanrikulu v Turkey, App No. 23763/94, [2000] 30 EHRR 950, IHRL 2807 (ECHR 1999), 8th July 1999,
Βαρνάβα ν. Τουρκίας, 16064/90, etc., 18.9.2009,
Skendzic a.o. v. Croatia, Appl. No. 16212/08, 20/01/2011,
The Attorney General of the Republic ν. Mustafa a.o. (1964) C.L.R. 195,
[*1190]Τzivilakis v. Cyprus, Application No. 23082/07,
Selmouni v. Γαλλίας France [2000] 29 EHRR 403,
Kmetty v. Ουγγαρίας, Application No. 57967/00 ,16/03/2004,
Durdevic v. Κροατίας, Appl. 50231/13, 19.7.2011,
Alchagin v. Ρωσίας, 20212/05, [2012] ECHR 53,
Saviny v. Ουκρανίας, Case No 39948/06,16.2.2012,
Bazorkina v. Russia, Appl. No. 69481/01, 27/07/2006,
Imakayeva v. Russia, App No. 7615/02, 19/10/ 2006,
Baysayeva v. Russia, Appl. No. 74237/01, 05/04/2007,
Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558,
Imakayeva v. Russia, Appl. No. 7615/02, 09/02/2007,
Luluyeva v. Russia, application no. 69480/01, 09/11/2006,
Estamivor v. Russia, Appl. No. 60272/00,
Amufrijeva a.o. v. Southwark London Borough Counsil [2004] Q.B. 1124,
R(Greenfield) v. SSHD [2005] 1 W.L.R. 673,
Baiai [2006] EWHC 1035 (Admin.),
Van Colle v. Chief Constable of the Hertfordshire Police [2007] 1 W.L.R. 1821.
Έφεση.
Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 13863/2002), ημερομ. 5/11/2010.
Θ. Μαυρομουστάκη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
[*1191]Αχ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Το παλιρροϊκό κύμα που προκάλεσε η Τουρκική εισβολή φθάνει μέχρι τις μέρες μας ως είδηση μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όπου καθημερινά έρχονται στο φως περιπτώσεις ταυτοποίησης λειψάνων αγνοουμένων μέσω της μεθόδου DNA.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κλήθηκε να επιληφθεί μιας πρωτόγνωρης για τα δικαστικά χρονικά της Κύπρου υπόθεσης. Aφορούσε την αξίωση των συγγενών του Χριστοφή Β. Ππασιά για αποζημιώσεις στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και της παραβίασης των δικαιωμάτων τους, όπως απορρέουν από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις Διεθνείς Συμβάσεις και τη Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Τον Αύγουστο του 1974, όπως καταγράφονται και τα γεγονότα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η στρατιωτική μονάδα του Ππασιά βρέθηκε να αμύνεται στην ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου Λευκωσίας απέναντι από το στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ. Μετά το τέλος των εχθροπραξιών ο Ππασιάς δεν επέστρεψε στο χωριό του. Τα συγγενικά του πρόσωπα τον αναζήτησαν σε διάφορα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς, χωρίς θετικό αποτέλεσμα.
Οι έρευνες των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας έφεραν στο φως μαρτυρία σύμφωνα με την οποία, το φυλάκιο στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο Ππασιάς καταλήφθηκε από Τούρκους στρατιώτες και ο ίδιος θεάθηκε να αιχμαλωτίζεται. Με αυτά τα δεδομένα ο Ππασιάς θεωρήθηκε ως αγνοούμενο πρόσωπο και το όνομα του συμπεριλήφθηκε στον σχετικό κατάλογο, ως αποτέλεσμα της δράσης του Τουρκικού στρατού.
Ενώ οι μαρτυρίες που είχε συγκεντρώσει η Δημοκρατία, είτε κατόπιν της διενέργειας σχετικής έρευνας από την Εθνική Φρουρά αμέσως μετά την κρίσιμη ημερομηνία εξαφάνισης του Ππασιά, είτε από συμπολεμιστές του, είτε αργότερα από τρίτα πρόσωπα, έφεραν τον Ππασιά ως αγνοούμενο, άκρως απόρρητο σημείωμα της Υπηρεσίας Αγνοουμένων, ημερομηνίας 26.11.1993, υπογε[*1192]γραμμένο από τον Χαρ. Σίβακα, Λοχ. 414, που κατατέθηκε εκ συμφώνου ως τεκμήριο (Τεκμήριο 35) έφερε στο φως νέα στοιχεία:
«AKΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Σημείωμα για τον φάκελλο Υ.Α.5.14.3.1.10
Σχετικά με την επιστολή του Εκπροσώπου μας στη ΔΕΑ με ημερ. 11.3.92 (ερ. 95-96) αναφορικά με την περισυλλογή νεκρών μας στρατιωτών κατά τον Αύγουστο του 74 από την περιοχή Ιπποδρόμου/Αγ.Παύλου/ΕΛΔΥΚ έχω να σας πληροφορήσω τα πιο κάτω:
Έγιναν εξετάσεις και εντοπίστηκε αριθμός στρατιωτών που έλαβαν μέρος τότε στην περισυλλογή των νεκρών μας που έγινε στις 17 και 18.8.74. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των προσώπων αυτών φαίνεται ότι η περισυλλογή έγινε μετά από συμφωνία και με την επίβλεψη ανδρών των Η.Ε. οι οποίοι συνόδευσαν δικούς μας στρατιώτες σε διάφορα μέρη των πιο πάνω περιοχών που είχαν καταληφθεί από τα Τουρκικά στρατεύματα εισβολής και παράλαβαν πτώματα στρατιωτών μας.
Προς τον σκοπό αυτό ετοιμάστηκαν συνεργεία με έφεδρους από το έμπεδον Αθαλάσσας με στρατιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα που στάληκαν στην περιοχή Ιπποδρόμου με υπεύθυνον τον Ελλαδίτη Ταγματάρχη Τσαούση. Από εκεί αφού ως αναφέρεται από μερικούς οι στρατιώτες μας ερευνούντο από Τούρκους στρατιώτες και αφού ελέγχοντο τα ατομικά τους βιβλιάρια, όπως φαίνεται ήταν συμφωνία να μπουν άοπλοι και μόνον απλοί στρατιώτες, προχωρούσαν στις καταλημμένες περιοχές. Παρ’ όλο τούτο, φαίνεται ότι ο Κώστας Ορφανού, έφεδρος Ανθυπολοχαγός, έλαβε μέρος στην περισυλλογή σαν μεταφραστής. Στο συνεργείο τούτο παρά τη συμφωνία υπεύθυνος ορίστηκε Ελλαδίτης Ανθυπολοχαγός ο οποίος όμως την τελευταία στιγμή αρνήθηκε να μπει στις καταλημμένες περιοχές και όπως αναφέρει ο Ορφανού πήγε μαζί τους άλλος άγνωστος του ανθυπολοχαγός που υπηρετούσε στην περιοχή εκείνη. Φαίνεται ότι πρόκειται για την περίπτωση που αναφέρει στην κατάθεση του ο Κύπριος λοχαγός Χριστοδουλίδης ότι διέταξε έφεδρο αξιωματικό και άνδρες του να μαζέψουν τους νεκρούς.
Από εξετάσεις που έγιναν φαίνεται να πρόκειται για τον έφεδρο Ανθυπολοχαγό Μίκη Κουτούρη από την Αγκαστίνα, ο οποίος μετά την εισβολή είχε σοβαρό αυτοκινητικό δυστύχημα και έκτοτε έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα αφού νοση[*1193]λεύθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα στα Ψυχιατρικά Ιδρύματα Αθαλάσσας. Πρόσωπα του στενού συγγενικού του περιβάλλοντος μας απέτρεψαν να τον δούμε γιατί η θύμιση των γεγονότων του 74 του προκαλεί μεγάλη αναστάτωση.
Εκτός από στρατιώτες του Εμπέδου Αθαλάσσας έλαβαν μέρος στην περισυλλογή και στρατιώτες του 211 και 336 Τ.Π. που υπηρετούσαν στην περιοχή Αγ. Παύλου οι οποίοι επεβιβάστηκαν των αυτοκινήτων των συνεργείων την τελευταία στιγμή είτε κατόπι διαταγής είτε γιατί ενδιαφέροντο να δουν για την τύχη δικών τους που πολέμησαν στις κατηλημμένες περιοχές και δεν επέστρεψαν πίσω. Τούτο φαίνεται στην περίπτωση του συνεργείου που ηγήτο ο Κώστας Ορφανού στο οποίο Λοχίας του 211 Τ.Π. που πήγε μαζί τους την τελευταία στιγμή ανεγνώρισε τον νεκρό αδελφό του.
Συνολικά αναφέρθηκαν 6 περιπτώσεις περισυλλογής νεκρών από διάφορα πρόσωπα που έλαβαν μέρος σ’ αυτές και έχουν ως ακολούθως:
Ο Κώστας Ορφανού με τρεις άγνωστους του έφεδρους στρατιώτες από το Έμπεδον Αθαλάσσας καθώς και έφεδρο Αξιωματικό και άνδρες που υπηρετούσαν στην περιοχή Ιπποδρόμου στις 17.8.74 μπήκαν με στρατιωτικό φορτηγό αριστερά του Πάϊπας (κονβόϊ) Αγ. Παύλου και αφού έφτασαν στο ύψος των τελευταίων Ε/Κ κατοικιών που καταλήφθηκαν από τους Τούρκους περισυνέλεξαν 8 Ε/Κ νεκρούς στρατιώτες και ένα πολίτη ηλικίας 50 ετών περίπου φαλακρό. Οι 6 νεκροί στρατιώτες ήταν θαμμένοι σε λάκκο σε αυλή κάποιας οικίας και τους ξέθαψαν κατόπιν υποδείξεως των Τ/στρατιωτών. Πλην ενός νεκρού στρατιώτη που αναγνωρίστηκε από το Λοχία του 211 Τ.Π. που ελάμβανε μέρος στην περισυλλογή και δεν έχει εντοπιστεί, οι υπόλοιποι ήταν άγνωστοι, δεν έφεραν αναγνωριστικά στοιχεία και τάφηκαν στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας μαζί με τον πολίτη που όπως φαίνεται από την περιγραφή είναι ο αγνοούμενος Ανδρέας Κυριάκου Σιάμισιης ΑΦΑ.907 σαν άγνωστοι.
2. Ο Παναγιώτης Κοντεάτης που υπηρετούσε και αυτός στο έμπεδον Αθαλάσσας μαζί με 4 άλλους άγνωστους του έφεδρους στρατιώτες κατόπιν διαταγής πήγαν με στρατιωτικό φορτηγό αυτοκίνητο στον Ιππόδρομο όπου συνάντησαν τον Ελλαδίτη Ταγματάρχη Τσαούση. Κατόπιν ελέγχου μπήκαν με συνοδεία ανδρών των Η.Ε. και προχώρησαν σε περιοχή Β.Α. της ΤΟΥΡΔΥΚ όπου βρισκόταν στρατόπεδο Λόχου του 211 Τ.Π. και περισυνέλεξαν κατόπιν υποδείξεως των Τ/στρατιωτών 34 πτώματα στρατιωτών της [*1194]ΕΛΔΥΚ και 1 Ε/Κ στρατιώτη. Οι 10 από τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ βρίσκοντο σε κρατήρα διαμέτρου 3 μέτρων και μεταξύ αυτών ήταν και ένας λοχαγός σωματώδης ψηλός και φαλακρός. Με οδηγίες του Τσαούση, ο ίδιος ερευνούσε τους νεκρούς και τα προσωπικά τους και άλλα αντικείμενα τα έβαλλε σε νάϋλον σακκουλάκια που του είχεν δώσει για τον σκοπό αυτό ο Τσαούσης και μετά τα έβαλλε όλα μαζί σε ναϋλο τσάντα χωρίς να τα ξεχωρίζει ή να καταγράφει οποιαδήποτε άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία για την αναγνώριση των νεκρών. Όταν τα σακκουλάκια είχαν τελειώσει έβαλε τα προσωπικά αυτά αντικείμενα όλα μαζί στη νάϋλο τσάντα. Αποτέλεσμα τούτου όπως αναφέρει και ο ίδιος ήταν να μην μπορέσουν μετά ν΄ αναγνωριστούν οι νεκροί και τάφηκαν όλοι μαζί χωρίς αναγνώριση στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας.
Ο ίδιος και το συνεργείο του κατόπιν οδηγιών του Τσαούση έκαμαν και δεύτερη περισυλλογή το απόγευμα της ίδιας ημέρας και αφού μπήκαν στην περιοχή ΕΛΔΥΚ-ΤΟΥΡΔΥΚ περισυνέλεξαν ακόμη 37 νεκρούς στρατιώτες από διάφορους χώρους μέσα στην ΤΟΥΡΔΥΚ και μέσα και έξω από το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ προς τη Σχολή Γρηγορίου. Εκτός από 2-3 Ε/Κ στρατιώτες οι υπόλοιποι ήταν στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ και αυτών όλα τα προσωπικά αντικείμενα τα έβαλεν όλα μαζί σε ναϋλο τσάντα και δεν ανεγνωρίσθησαν ούτε αυτοί κατά την ταφή στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας. Συνολικά και στις δύο περιπτώσεις περισυνέλεξε 72 νεκρούς.
Ο Φοίβος Φραγκουλλής του 381 Τ. Π. που υπηρετούσε στον Αγ. Παύλο προς ενίσχυση του 211 Τ.Π. στις 17.8.74 ενώ ήταν στον Ιππόδρομο πήρε οδηγίες από τον έφεδρο Ανθυπολοχαγό Μίκη Κουτούρη να βοηθήσει στην περισυλλογή. Μπήκε σε επιταγμένο φορτηγό που ήρθε έξω από τον Ιππόδρομο και το οδηγούσε κάποιος άγνωστος του πολίτης που συνοδευόταν από ακόμη ένα άγνωστο του έφεδρο στρατιώτη και με συνοδεία ανδρών των Η.Ε. μπήκαν στην καταλημμένη περιοχή ανατολικά της ΕΛΔΥΚ και από χωράφι σε απόσταση 150 μέτρων από την ΕΛΔΥΚ περισυνέλεξαν 39-40 νεκρούς στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ μεταξύ των οποίων ήταν και το πτώμα ηλικιωμένης γυναίκας περίπου 65 ετών. Τα πτώματα έφεραν τραύματα από πυροβολισμούς αεροπλάνων και δεν ανεγνώρισαν κανέναν ούτε και εκοίταξαν για αναγνωριστικά στοιχεία. Όταν το φορτηγό επέρασε με τους νεκρούς από τον Ιππόδρομο ο ίδιος κατέβηκε χωρίς να του πουν πού θα έπαιρναν τους νεκρούς για ταφή.
Ο Σάββας Καραπάσιης έφεδρος του 336 Τ. Π. που υπηρέτησε και [*1195]αυτός στο φυλάκιο «Παλλούκια», την 17.8.74 το πρωϊ ενώ βρισκόταν στη γραμμή αντιπαράθεσης στον Αγ. Παύλο μπήκε σε στρατιωτικό φορτηγό μαζί με δύο άλλους άγνωστους του στρατιώτες και πήγαν με συνοδεία των Η.Ε. στο φυλάκιο «Παλλούκια» στο μέρος όπου είδε το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας να πυροβολούνται δικοί μας στρατιώτες και περισυνέλεξαν 6 πτώματα νεκρών στρατιωτών μας. Από τους 6 οι πέντε ήσαν διάτρητοι από σφαίρες στο στήθος ενώ ο 6ος τον οποίο αναγνώρισε σαν το Γιαννή Γιαννή ΑΦΑ.1244 από την Αμμόχωστο έφερε πολλαπλά τραύματα πιθανόν από οβίδα. Από τους άλλους πέντε ανεγνώρισε τον Αντρέα Ζορπή ΑΦΑ.268, τον Δημήτρη Ευαγγέλου ΑΦΑ.1466, τον Αντρέα Πάλμα ΑΦΑ.719 και Χαράλαμπο Πάλμα ΑΦΑ.1316. Όταν το φορτηγό με τους νεκρούς έφτασε στον Αγ. Παύλο αυτός κατέβηκε και δεν γνωρίζει πού πήραν τους νεκρούς για ταφή.
Ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Αντώνης Καράς που υπηρετούσε και αυτός στον Αγ. Παύλο για την ενίσχυση του 211 Τ.Π. αναφέρει ότι στις 17.8.74 το μεσημέρι ενώ ήταν στον Ιππόδρομο πήρε διαταγή να διευκολύνει συνεργείο της Ε.Φ. που θα έκαμνε περισυλλογή. Συνόδευσε στρατιωτικό φορτηγό με επί κεφαλής άγνωστο του Αξιωματικό από τον Ιππόδρομο προς το Πάϊπας όπου βρίσκονταν ο Ελλαδίτης Ταγματάρχης Αλευρομάγειρας, ένας αξιωματικός των Η.Ε. και ένας Τούρκος Ταγματάρχης. Το μόνο στρατιώτη που γνώριζε και βρισκόταν στο στρατιωτικό φορτηγό ήταν ο κ. Αλέκκος Μαρκίδης δικηγόρος από τη Λευκωσία με τον οποίο συνομίλησε για λίγο. Το φορτηγό κινήθηκε κατά μήκος του χαρακώματος μέχρι την ΤΟΥΡΔΥΚ και περισυνέλεξε νεκρούς μας στρατιώτες. Μετά επέστρεψε πίσω και αφού πήρε νεκρούς που βρίσκονταν σε φυλάκιο μπροστά από το Γυμνάσιο Αγ. Παύλου, προφανώς από το φυλάκιο «ΚΙΒΩΤΟΣ» προχώρησε ανατολικά προς τα φυλάκια Αγ. Παύλου και έφυγε χωρίς ο ίδιος να δει τους νεκρούς και δεν γνωρίζει ποιοι και πόσοι ήταν. Ο κ. Μαρκίδης μέσω τηλεφώνου ανέφερεν ότι πήγε στην περιοχή αυτή για περισυλλογή αλλά δεν τους επιτράπηκε να μπουν στις καταλημμένες περιοχές γιατί δεν υπήρξε συνεννόηση με τα Η.Ε.
Ο Πανίκκος Παμπόρης έφεδρος Ανθυπολοχαγός του 336 Τ. Π. διοικητής Λόχου παρά το Πάϊπας Αγίου Παύλου σε κατάθεση του αναφέρει ότι την 16.8.74 ο λόχος του είχε 6 νεκρούς στο φυλάκιο Παλλούκια και 12 νεκρούς στα φυλάκια «ΚΙΒΩΤΟΣ – ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ». Τους νεκρούς περισυνέλεξε συνεργείο του Λόχου Διοίκησης με επικεφαλής τον Ελλαδίτη Ταγματάρχη Τσαούση το απόγευμα της 17.8.74. Μετά την περισυλλογή αυτή [*1196]ο πιο πάνω Ταγματάρχης κατευθύνθηκε προς την ΕΛΔΥΚ με αποτέλεσμα να μην του δοθεί η ευκαιρία να δει και να αναγνωρίσει τους 18 νεκρούς στρατιώτες του Λόχου του.
Τα πιο πάνω βεβαιώνει σε κατάθεση του και ο Ανδρέας Σάββα υπάλληλος της Πολιτικής Αεροπορίας ο οποίος τότε διενεργούσε τις ταφές στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας. Ο Σάββα αναφέρει ότι πήγε μετά την εκεχειρία στο τελευταίο φυλάκιο του Αγ. Παύλου παρά τον Ιππόδρομο και παρέλαβε 18 νεκρούς στρατιώτες Ε/Κ που βρίσκονταν σε δύο στρατιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα και τους μετέφερε στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας. Επειδή πίστευε ότι ανεγνωρίσθησαν τα πτώματα από τη μονάδα τους δεν έλεγξε τα στοιχεία τους και προχώρησε στην ταφή τους.
Πιστεύεται ότι οι 18 αυτοί νεκροί που βρίσκονταν στα δύο αυτοκίνητα που παρέλαβε ο Αντρέας Σάββα πρέπει να αφορούσαν τους 6 νεκρούς του φυλακίου «Παλλούκια» και οι άλλοι 12 πολύ πιθανόν να ήταν οι νεκροί που παρέλαβε το συνεργείο του κ. Μαρκίδη από το χαράκωμα και το φυλάκιο «ΚΙΒΩΤΟΣ» που βρισκόταν μπροστά από το Γυμνάσιο.
Συνολικά βρέθηκε ότι περισυνελέγησαν τόσον από την περιοχή ΕΛΔΥΚ-ΤΟΥΡΔΥΚ όσον και την περιοχή Αγ. Παύλου περίπου 139 νεκροί από τους οποίους 107 πρέπει να ήταν Ε/Ε στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, 31 Ε/Κ στρατιώτες και μια ηλικιωμένη γυναίκα.
Από περαιτέρω εξετάσεις που έγιναν φαίνεται ότι κατά την ταφή ή και αργότερα των Ε/Ε στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ ανεγνωρίσθησαν αρκετοί Ε/Ε στρατιώτες και ανεγράφει σε πλάκα το όνομα ενός εκάστου στο μέρος όπου τάφηκαν. Στο κοιμητήριο Λακατάμιας υπάρχουν 25 τάφοι οπλιτών της ΕΛΔΥΚ σαν άγνωστοι με ημερομηνία θανάτου την 16.8.74. Σε μεταγενέστερο στάδιο έγινε εκταφή των οστών των αγνώστων οπλιτών της ΕΛΔΥΚ τόσον από το κοιμητήριο Λακατάμιας όσον και από το νέο κοιμητήριο Λευκωσίας και σύμφωνα με στοιχεία που υπάρχουν στον Τύμβο Μακεδονίτισσας φυλάττονται εκεί σε οστεοφυλάκιο οστά 34 αγνώστων Ε/Ε στρατιωτών.
Το πτώμα της ηλικιωμένης γυναίκας που παραλήφθηκε σύμφωνα με τη μαρτυρία του Φοίβου Φραγκουλλή μαζί με νεκρούς Ε/Ε στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ από χώρο ανατολικά του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ ανήκει στην Καλλιόπη Αβραάμ ΑΦΑ.1562 από το Λάρνακα της Λαπήθου η οποία κατοικούσε δίπλα από [*1197]την ΕΛΔΥΚ. Αυτή τάφηκε μεταξύ γνωστών και αγνώστων οπλιτών της ΕΛΔΥΚ στο κοιμητήριο Λακατάμιας όπου υπάρχει πλάκα με το όνομα της και ημερ. θανάτου. Το όνομα της διαγράφηκε από τον κατάλογο των αγνοουμένων όπου κατ’ αρχή είχε περιληφθεί.
Στο κοιμητήριο Λακατάμιας υπάρχουν 41 τάφοι αγνώστων Ε/Κ στρατιωτών της Ε.Φ. από τους οποίους οι 24 φέρουν ημερομηνίες θανάτου τις 15, 16 & 17.8.74. Σύμφωνα με τις Συνοπτικές Εκθέσεις επί ενεργηθείσης ανακρίσεως που έγιναν από το 336 Τ. Πεζικού που ενίσχυσε το 211 Τ.Π. στην περιοχή Αγ. Παύλου-ΤΟΥΡΔΥΚ καθώς και άλλα Τάγματα που βρίσκοντο στην περιοχή αναφέρονται τα ονόματα 23 στρατιωτών μας ότι δυνατόν να αιχμαλωτίσθησαν ή εφονεύθησαν υπό των Τούρκων κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής και αγνοούνται. Από τα πρόσωπα αυτά οι 21 έχουν φάκελλο αγνοουμένου και στους πλείστους από αυτούς αναφέρεται ότι τραυματίστηκαν στο πεδίο της μάχης ή και εγκλωβίστηκαν στην περιοχή που καταλήφθηκε από τα Τουρκικά στρατεύματα. Αυτοί είναι οι πιο κάτω:
1. ………………………………..
2. ………………………………..
3. ………………………………..
4. ………………………………..
5. ………………………………..
6. ………………………………..
7. ………………………………..
8. ………………………………..
9. ………………………………..
10. Πασιά Ττοφής Βασιλείου ΑΦΑ.851
11. ………………………………..
12. ………………………………..
13. ………………………………..
14. ………………………………..
15. ………………………………..
16. ………………………………..
17. ………………………………..
18. ………………………………..
19. ………………………………..
20. ………………………………..
21. ………………………………..
Από τους πιο πάνω τα ονόματα εκείνων που έχουν ΑΦΑ 268, 719, 1244, 1316 ΚΑΙ 1466 κατατάγηκαν στην κατηγορία εκείνων για [*1198]τους οποίους υπάρχει μαρτυρία ότι τάφηκαν στις ελεύθερες περιοχές, για εκείνους με ΑΦΑ 387, 835, 54, 638, 1197, 1201, 967, 19, 373, 546, 820, 1300 και 949 στην κατηγορία εκείνων που τα ίχνη τους χάθηκαν σε ώρα μάχης και για εκείνους με ΑΦΑ 148, 851 και 1026 στην κατηγορία εκείνων που συνελήφθηκαν στην παρουσία άλλων.
Στις 17.8.75, το 336 Τ.Π. τέλεσε το ετήσιο Εθνικό μνημόσυνο των νεκρών του τάγματος στον Ιερό Ναό Αγ. Παύλου Λευκωσίας. Στο προσκλητήριο πεσόντων αναγράφονται 16 ονόματα πεσόντων. Αυτά είναι τα ακόλουθα:
1. ………………………………
2. ………………………………
3. ………………………………
4. ………………………………
5. ………………………………
6. ………………………………
7. ………………………………
8. ………………………………
9. ………………………………
10. ………………………………
11. ……….……………………...
12. ……………………………....
13. ……………………………....
14. ……………………………....
15. ……………………………....
16. ……………………………....
Από τη σύγκριση του καταλόγου τούτου με τα αναγραφέντα ονόματα στο κοιμητήριο Λακατάμιας φαίνεται ότι δέκα νεκροί τάφηκαν στο κοιμητήριο Λακατάμιας και ένας στο κοιμητήριο Στροβόλου. Αυτοί είναι οι πιο κάτω τα ονόματα των οποίων δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αγνοουμένων μας.
1. ……………………………....
2. ……………………………....
3. ……………………………....
4. ……………………………....
5. ……………………………....
6. ……………………………....
7. ……………………………....
8. ……………………………....
9. ……………………………....
10. ……………………………....
[*1199]11. ……………………………....
Από τους άλλους πέντε του προσκλητηρίου που αναφέρονται πιο κάτω τέσσερεις έχουν φάκελλο αγνοουμένου εκ των οποίων οι 3 πρώτοι φάκελλοι περιέχουν δελτίον μεταφοράς της σορού από τη μονάδα ή και πιστοποιητικό ταφής από τον ιερέα της Λακατάμιας πλην όμως δεν υπάρχει τάφος με τα ονόματα των τεσσάρων αυτών στρατιωτών. Ο πέμπτος αναφέρεται στους καταλόγους νεκρών του ΓΕΕΦ αλλά ούτε και ατού υπάρχει τάφος στο κοιμητήριο Λακατάμιας ή οπουδήποτε αλλούˑ τα ονόματα αυτών είναι:
1. ………………………………
2. ………………………………
3. ………………………………
4. ………………………………
5. ………………………………
Από τους πιο πάνω τα ονόματα των πρώτων τριών, ήτοι εκείνων με ΑΦΑ 1274, 384 και 1230 κατατάγηκαν στην κατηγορία εκείνων για τους οποίους υπάρχει μαρτυρία ότι τάφηκαν στις ελεύθερες περιοχές ενώ εκείνου με ΑΦΑ 907 στην κατηγορία εκείνων για τους οποίους υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι νεκροί αλλά χρειάζονται περισσότερες έρευνες.
Πρόσωπα που ασχολήθηκαν με τις ταφές στο κοιμητήριο Λακατάμιας ανέφεραν ότι μεταξύ των νεκρών μας τάφηκαν και 2 ή 3 Τούρκοι στρατιώτες οι οποίοι αναγνωρίσθηκαν από τατουάζ (μισοφέγγαρο) που έφεραν στα χέρια καθώς και άλλα χαρακτηριστικά. Παρ’ όλο που τα πρόσωπα αυτά έδωσαν καταθέσεις εντούτοις δεν το ανέφεραν αλλά το ανέφεραν μετά εμπιστευτικά.
Συμπέρασμα:
Αγνοούμενοι των περιοχών ΕΛΔΥΚ-Αγ. Παύλου κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής πρέπει ν’ αναζητηθούν από το κοιμητήριο Λακατάμιας όπου προφανώς τάφηκαν ως άγνωστοι. Ιδιαίτερη προσοχή να δοθεί στο θέμα των Τούρκων νεκρών σε περίπτωση που πρόσωπα που ασχολήθηκαν με τις ταφές αυτές μπορούν να υποδείξουν το μέρος ταφής τους.
Επισυνάπτεται σχεδιάγραμμα του κοιμητηρίου Λακατάμιας στο οπoίο σημειώνονται οι ταφέντες ως άγνωστοι στρατιώτες της Ε.Φ. όπως επίσης και ο κατάλογος με τα ονόματα του προσκλητηρίου πεσόντων του 336 Τ. Π.
[*1200](Χαρ. Σίβακας)
Λοχίας 414
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
ΛΕΥΚΩΣΙΑ
26 Νοεμβρίου, 1993.»
Η μαρτυρία στο σύνολο της, όπως συνοψίζεται στις §32-37 της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατέδειξε ότι η θέση όπου αμυνόταν η μονάδα του Ππασιά κατελήφθη από Τούρκους στρατιώτες στις 14.8.1974 και ο ίδιος φέρεται να πέφτει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών. Στις 17.8.1974 κατόπιν συμφωνίας που επετεύχθη και κατά τη διάρκεια βραχύχρονης εκεχειρίας, έγινε περισυλλογή νεκρών από το πεδίο της μάχης, με την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών.
Με δεδομένο πλέον τις νέες πληροφορίες υπήρχε αποχρώσα ένδειξη ότι ο Ππασιάς τάφηκε στο κοιμητήριο Λακατάμιας ως «άγνωστο πρόσωπο». Το 1996 δημιουργήθηκε στην Κύπρο τράπεζα γενετικού υλικού από συγγενείς αγνοουμένων πεσόντων. Tο 1999 με διαθέσιμη πλέον τη μέθοδο DNA και στη βάση των νέων μαρτυριών, ξεκίνησαν οι εκταφές στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας σε μια προσπάθεια ταυτοποίησης πεσόντων κατά την Τουρκική εισβολή. Σύγκριση γενετικού υλικού, που λήφθηκε από ένα από τα λείψανα που είχαν εκταφεί από το Στρατιωτικό Κοιμητήριο, με τη βάση δεδομένων, αποκάλυψε ότι ανήκε στον Ππασιά. Βρέθηκαν επίσης κατά την εκταφή διάφορα αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία κομματάκια αλυσίδας, ένας σταυρός που έφερε τον Χριστό και ένα ρολόι χεριού (Τεκμήρια 7-12) τα οποία οι εφεσίβλητοι θεωρούν ότι συνιστούν σημαντικά στοιχεία σύνδεσης με τον νεκρό.
Οι συγγενείς του Ππασιά, σύζυγος και τα τρία παιδιά του, θεωρούν ως υπεύθυνη την Κυπριακή Δημοκρατία για έλλειψη έρευνας ως προς τις συνθήκες εξαφάνισης και εντοπισμού του και για παραλείψεις σε σχέση με την περισυλλογή του νεκρού, τις προσπάθειες αναγνώρισης της σορού και τέλος τις συνθήκες ενταφιασμού του, μέχρι και την τελική εκταφή και αναγνώριση του, 26 χρόνια αργότερα. Παραλείψεις, που όπως προωθήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, στοιχειοθετούν το αστικό αδίκημα της αμέλειας έναντι τόσο του ιδίου του Ππασιά, όσο και των συγγενών του, ενώ ταυτοχρόνως συνιστούν και παραβίαση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων (Άρθρο 2 και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – «η Σύμβαση» (ΕΣΔΑ)). Είναι γι’ αυτές τις παραλείψεις και παραβιάσεις που αξίωσαν από τη Δημοκρατία αποζημιώ[*1201]σεις, συμπεριλαμβανομένων και τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσέγγισε την υπόθεση διαχωρίζοντας την σε δύο χρονικές περιόδους: Την περίοδο που καλύπτει την περισυλλογή και ταφή των πεσόντων στην περιοχή του Αγίου Παύλου, χωρίς προηγούμενη αναγνώριση και την περίοδο από την ταφή μέχρι την εκταφή και αναγνώριση με την μέθοδο του DNA, 26 χρόνια αργότερα. Εστιάζουν ιδιαιτέρως την προσοχή τους οι εφεσίβλητοι ως προς τη δεύτερη περίοδο, στο ότι η Δημοκρατία δεν προχώρησε νωρίτερα σε εκταφή και ότι δεν έγινε καμιά προσπάθεια αναγνώρισης μέσω προσωπικών αντικειμένων, παρόλο που ενδιαμέσως διενεργήθηκαν άλλες εκταφές, που σε κάποιες των περιπτώσεων, οδήγησαν σε αναγνώριση προσώπων τα οποία θεωρούνται αγνοούμενοι.
Η Δημοκρατία αρνήθηκε όλα όσα της προσάπτουν οι εφεσίβλητοι, ως παραλείψεις είτε κατά τη διαδικασία περισυλλογής του νεκρού και αναγνώρισης ή για τη μετέπειτα διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν από το πραξικόπημα μέχρι και τον ουσιώδη χρόνο, Αύγουστος 1974 και τα στοιχεία και μέσα που είχε τότε στη διάθεση της, έπραξε κάθε τι που ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για τη διακρίβωση της τύχης του Ππασιά, τον οποίο θεωρούσε ως αγνοούμενο, όσο και για την ενημέρωση των συγγενών του.
Αναλύοντας το Δικαστήριο τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του - προερχόταν κατά το πλείστον από τη Δημοκρατία - τόσο ως προς τη γενική κατάσταση που επικρατούσε, όσο και τα επιμέρους στοιχεία, σχετικά με τις συνθήκες εξαφάνισης του Ππασιά αλλά και με τα όσα διαδικαστικά προβλέπονταν κατά την περισυλλογή των νεκρών, απέδωσε στη Δημοκρατία μια σειρά σοβαρών παραλείψεων κατά τη διαδικασία χειρισμού των νεκρών που παραλήφθηκαν από το πεδίο της μάχης στην περιοχή Αγίου Παύλου. Παραλείψεις τις οποίες έκρινε ότι είχαν ως αποτέλεσμα αφενός, να μην εξακριβωθεί το γεγονός του θανάτου του Ππασιά και αφετέρου, τον μη εντοπισμό της σορού του. Υπήρξε, κατά το Δικαστήριο, μια υποτυπώδης και επιφανειακή τήρηση κάποιων από τις προβλεπόμενες διαδικασίας κατά την περισυλλογή των νεκρών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να μην συγκεντρωθούν και να μην διασωθούν τα προβλεπόμενα στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να είχαν οδηγήσει στην εξακρίβωση της τύχης του συγκεκριμένου προσώπου και στον εντοπισμό της σορού του. Απορρίπτοντας τη μαρτυρία που προσήγαγε η Δημοκρατία για την κατάσταση που επικρατούσε κατά τον Αύγουστο του 1974, ως τέτοια που δεν ήταν δυνατό ή εύλογα αναμενόμενο να τηρηθούν οι διαδικασίες, κατέληξε ότι κάθε άλλο παρά πλήρης αποδιοργάνωση επικρατούσε: δεν [*1202]υπεισήρχετο, ήταν εύρημα του Δικαστηρίου, οποιοσδήποτε παράγοντας που να εμπόδιζε την τήρηση της προβλεπόμενης συνεργασίας κατά τη διαδικασία περισυλλογής της σορού, με αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να συμπληρώσουν την εικόνα για την τύχη του Ππασιά.
Για τη δεύτερη χρονική περίοδο από 1974-1979 συνέδεσε το γεγονός της μη συγκέντρωσης και καταγραφής των προσωπικών αντικειμένων των περισυνελεγέντων νεκρών, με την αναγκαιότητα διενέργειας εκταφής το συντομότερο δυνατόν, εφόσον έκρινε, ότι υπήρχε εύλογη πιθανότητα κάποιοι από τους νεκρούς να αναγνωριστούν. Την κατάληξη του αυτή τη στηρίζει στο γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία γνώριζε, πως στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας υπήρχαν τάφοι αγνώστων προσώπων και παρά ταύτα, μέχρι το 1992, δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια αναγνώρισης τους, για να ορίσει τα πράγματα με όσα καταγράφει στην ακόλουθη παράγραφο:
«Ο άνθρωπος τον οποίον για τόσα χρόνια οι συγγενείς του και η πολιτεία θεωρούσαν αγνοούμενο είχε στην πραγματικότητα φονευθεί το 1974 και είχε ενταφιασθεί από όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε χώρο που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της».
Oι ενάγοντες-εφεσίβλητοι πρωτοδίκως προώθησαν τη θέση ότι το Άρθρο 2 της ΕΣΔΑ δημιουργεί υποχρέωση στο κράτος ή την αρχή, στην εξουσία του οποίου είτε θεάθηκε για τελευταία φορά ο εξαφανισθείς υπό συνθήκες απειλητικές για τη ζωή του είτε βρέθηκε νεκρός, να προβεί σε δέουσα έρευνα για την τύχη του. Προκύπτει, κατά τους εφεσίβλητους και μια δεύτερη υποχρέωση, το δικαίωμα των συγγενών του εν λόγω προσώπου να πληροφορηθούν για την τύχη του. Η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, όπως την στοιχειοθέτησαν οι εφεσίβλητοι, εκ μέρους της Δημοκρατίας και η αγωνία στην οποία υποβλήθηκαν κρίνεται ότι ισοδυναμεί και με παράβαση του Άρθρου 3, ως συνιστώσα απάνθρωπη μεταχείριση.
Αντίθετη ήταν η θέση της υπεράσπισης σχετικά με την εμβέλεια του Άρθρου 2: Η υποχρέωση για αποτελεσματική διερεύνηση βαρύνει αποκλειστικά το κράτος στα χέρια του οποίου θεάθηκε για τελευταία φορά ο εξαφανισθείς, κάτω από περιστάσεις που η ζωή του απειλείτο, η δε καταχώριση αγωγής εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας ουσιαστικά αποενοχοποιεί την Τουρκία η οποία είναι εκείνη που ευθύνεται για το θάνατο του Ππασιά.
Το Δικαστήριο, αντικρίζοντας τα ευρήματα του με τις νομοθετικές πρόνοιες της ΕΣΔΑ κατέληξε:
«[173] Αναμφίβολα για το θάνατο του Ππασιά και την έλλειψη πληροφόρησης τόσο για το γεγονός όσο και για τις συνθήκες που το περιβάλλουν ευθύνεται η Τουρκία στα χέρια του στρατού της οποίας βρέθηκε λίγο πριν χαθούν τα ίχνη του. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και η Κυπριακή Δημοκρατία να ευθύνεται για τυχόν δικές τις παραλείψεις που έγιναν είτε ταυτόχρονα είτε σε άλλο χρονικό σημείο (και χωρίς βέβαια αυτό σε κανένα βαθμό και με κανένα τρόπο να αποενοχοποιεί την Τουρκία).
[174] Η υποχρέωση για αποτελεσματική διερεύνηση δεν περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις που για το θάνατο ευθύνεται κάποιο κράτος ή κρατική αρχή. Επεκτείνεται και σε περιπτώσεις όπου ο πιθανός δράστης είναι οποιοσδήποτε πολίτης. Ακόμα και σε τέτοια περίπτωση επιβάλλεται στο κράτος η υποχρέωση, από τη στιγμή που το περιστατικό περιέλθει εις γνώσιν του, να προβεί σε αποτελεσματική έρευνα. (Βλ. International and Comparative Law Quarterly, Vol 51, p. 438, “Duties of Investigation under ECHR”*). Μάλιστα η υποχρέωση αυτή εγείρεται χωρίς να αποτελεί προϋπόθεση το κράτος να γίνει δέκτης οποιασδήποτε καταγγελίας. (Βλ. Ergi v. Turkey (1998)**). Ο σκοπός της υποχρέωσης για αποτελεσματική έρευνα δεν περιορίζεται στην αποτελεσματική εφαρμογή της ΕΣΔΑ αλλά επεκτείνεται και στην αποτελεσματική εφαρμογή του ημεδαπού δικαίου το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή (βλ. Κelly a.ο. v. The United Kingdom (2001)***). Συνεπώς δεν θα συμφωνήσω ότι στην περίπτωση του Χριστοφή Ππασιά η υποχρέωση για αποτελεσματική έρευνα βαραίνει μόνο την Τουρκία. Σε αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση όπου η Δημοκρατία είχε εκ των πραγμάτων πρόσβαση στα στοιχεία και τους μάρτυρες βαρύνεται και η ίδια, ανεξάρτητα από την υποχρέωση της Τουρ[*1204]κίας, με την υποχρέωση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας.
[175] Η Δημοκρατία για 25 χρόνια απέτυχε να προβεί σε αποτελεσματική και ολοκληρωμένη έρευνα εγκλωβίζοντας τους ενάγοντες 2, 3, 4 και 5 στην αβεβαιότητα για την τύχη του συζύγου και πατέρα τους με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να υποστούν την ψυχική ταλαιπωρία που αναφέρθηκε πιο πάνω. Η παράλειψη διερεύνησης συνιστά εξευτελιστική και ταπεινωτική μεταχείριση με την έννοια του όρου στο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και στο Άρθρο 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
[176] Η παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 8 του Συντάγματος δίδει στους ενάγοντες αγώγιμο δικαίωμα για τη διεκδίκηση έννομης προστασίας με την παροχή κάθε θεραπείας την οποία το Δικαστήριού έχει την εξουσία να αποδώσει. (Βλ. Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558).»
Συνακόλουθα, επεδίκασε στους εφεσίβλητους αποζημιώσεις, για τη σύζυγο εφεσίβλητη 2 ποσό €50.000 και στους εφεσίβλητους 3-5 €25.000 για τον καθένα, πλέον τα έξοδα της αγωγής.
Εναντίον της απόφασης καταχωρίστηκαν έντεκα λόγοι έφεσης και τρεις λόγοι αντέφεσης. Θα εστιάσουμε κατά πρώτον στον αυτοτελή 2ο λόγο έφεσης που αφορά στο ουσιαστικό δίκαιο, ζήτημα που πιστεύουμε πρέπει να προταχθεί, εφόσον αποδοχή του ενδεχομένως προκρίνει την έφεση. Αφορά στη λανθασμένη, κατά την εφεσείουσα, ερμηνεία και απόληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έκρινε, ότι η υποχρέωση που προκύπτει από το Άρθρο 2 της ΕΣΔΑ και ιδιαίτερα στο βαθμό που αφορά την αποτελεσματική διερεύνηση στην παρούσα περίπτωση, βαρύνει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ο Ππασιάς θεάθηκε για τελευταία φορά ζωντανός στα χέρια τούρκων στρατιωτών, ενώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να τεκμηριώνει τη θανάτωση του. Είναι πολύ αργότερα που διεφάνη, 26.11.1993, Τεκμήριο 35, ότι η σορός του περισυνελλέγη στις 17 Αυγούστου και τάφηκε στο κοιμητήριο Λακατάμιας υπό τις συνθήκες που περιγράφηκαν πρωτοδίκως. Σκοπός της έρευνας, κατά τη Δημοκρατία, είναι να αποδοθούν ευθύνες σε όποιον ευθύνεται για το θάνατο ή την εξαφάνιση προσώπου, θέτοντας σε εφαρμογή το ημεδαπό δίκαιο. Η Κelly, (ανωτέρω), ήταν η θέση της Δημοκρατίας, την οποία επικαλέστηκε το Δικαστήριο, δεν υποστηρίζει τον λόγο των εφεσιβλήτων αλλά αντιθέτως τη θέση της Δημοκρατίας. Είναι το κράτος που θανάτωσε ή εξαφάνισε πρόσωπο που οφείλει να προβεί στη δέουσα έρευνα των περιστάσεων της εξαφάνισης, όπως ήδη [*1205]κρίθηκε από το ΕΔΑΔ στην IV Διακρατική Υπόθεση Κύπρος ν. Τουρκία, 25781/94, 10.5.2001, και επιβεβαιώθηκε με την Βαρνάβα ν. Τουρκία, Απόφαση ημερ. 10.1.2008. Η εμπλοκή της Κυπριακής Δημοκρατίας περιορίστηκε στην περισυλλογή των νεκρών της και μόνο. Ο χρόνος που ο Ππασιάς περιήλθε νεκρός στα χέρια της Δημοκρατίας και ο τόπος στον οποίο τάφηκε και εντοπίστηκε αργότερα - κοιμητήριο Λακατάμιας - δεν είναι κριτήριο απόδοσης ευθύνης, όπως λανθασμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είχε πρόσβαση στα στοιχεία και τους μάρτυρες και άρα, βαρύνετο με την υποχρέωση δέουσας έρευνας. Σθεναρά υποστήριξε η Δημοκρατία, με παραπομπή στην Βαρνάβα, σκέψη 132, ότι ακόμα και μετά τον εντοπισμό των λειψάνων η Τουρκία δεν απαλλάσσεται των υποχρεώσεων της ως προς διερεύνηση των συνθηκών θανάτωσης και απόδοσης ευθυνών, όπως απορρέουν από το Άρθρο 2.
Οι εφεσίβλητοι με παραπομπή σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ Rod v. Croatia, Αίτηση Αρ. 47024/06, και Silih v. Slovenia, Aίτηση Αρ. 71463/01, ΕΔΑΔ, 9 Απριλίου 2009, υποστηρίζουν ότι η απουσία άμεσης ευθύνης του κράτους για το θάνατο, δεν αποκλείει την εφαρμογή του Άρθρου 2. Η διαδικαστική υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας για αποτελεσματική έρευνα είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη από την ουσιαστική υποχρέωση, όπως προκύπτει από το Άρθρο 2.
Τα Άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης προβλέπουν:
«2.1. Το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου. Εις ουδένα δύναται να επιβληθή εκ προθέσεως θάνατος, ειμή εις εκτέλεσιν θανατικής ποινής εκδιδομένης υπό δικαστηρίου εν περιπτώσει αδικήματος τιμωρουμένου υπό του νόμου δια της ποινής ταύτης.
2. Ο θάνατος δεν θεωρείται ως επιβαλλόμενος κατά παράβασιν του άρθρου τούτου, εις ας περιπτώσεις θα επήρχετο συνεπεία χρήσεως βίας καταστάσης απολύτως αναγκαίας :
α. δια την υπεράσπισιν οιουδήποτε προσώπου κατά παρανόμου βίας.
β. δια την πραγματοποίησιν νομίμου συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσώπου νομίμως κρατουμένου.
γ. δια την καταστολήν, συμφώνως τω νόμω, στάσεως ή ανταρσίας.
[*1206]3. Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς.»
Τo Άρθρο 2 κατατάσσεται μεταξύ των «πρωταρχικών» («one of the most fundamental» «primordiaux») άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και σε συνδυασμό με το Άρθρο 3, κατοχυρώνει μία από τις θεμελιώδεις αξίες των κρατών που συγκροτούν το Συμβούλιο της Ευρώπης, την αξία της Ζωής. Η πρωταρχικής σημασίας αξία της ζωής στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ αντικατοπτρίζεται και στο Άρθρο 15,το οποίο προβλέπει ότι, μαζί με τα Άρθρα 3, 4 παρ. 1 και 7, το Άρθρο 2 δεν επιδέχεται καμιά εξαίρεση «ειμή δια την περίπτωσιν θανάτου συνεπεία κανονικών πολεμικών πράξεων», δηλαδή πράξεων που τελούνται κατά τη διάρκεια ένοπλης σύρραξης και συνάδουν με τους κανόνες του δικαίου του πολέμου (jus in bello). Από την πρώτη παράγραφο του Άρθρου 2, σύμφωνα με την οποία «το δικαίωμα έκαστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου», απορρέουν μια σειρά από ουσιαστικές υποχρεώσεις, καθώς και μια διαδικαστική υποχρέωση: διεξαγωγή έρευνας, Άρθρο 2 σε συνδυασμό με το Άρθρο 1 της ΕΔΔΑ, για διεξαγωγή επίσημης αποτελεσματικής έρευνας (McCann κ.ά. ν. Ηνωμένου Βασιλείου (Ευρεία Σύνθεση), και Al-Skeini κ.ά. ν. Ηνωμένου Βασιλείου (Ευρεία Σύνθεση)). Συντρέχουν δηλαδή παράλληλα δύο υποχρεώσεις κατά τρόπο που επιτρέπεται η διαπίστωση ταυτόχρονης παραβίασης του Άρθρου 2, τόσο υπό το ουσιαστικό όσο και υπό το διαδικαστικό του σκέλος, (Μακαρατζής ν. Ελλάδας (Ευρεία Σύνθεση)), κατά τρόπο ώστε η διαδικαστική υποχρέωση για διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας να κρίνεται ως ανεξάρτητη από την ουσιαστική την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη υπέχουν.
Προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ότι η διεξαγωγή έρευνας, δεν επιβάλλεται μόνο όταν ένα όργανο του κράτους προκαλεί το θάνατο είτε εκ προθέσεως είτε λόγω βαριάς αμέλειας αλλά και όταν τρίτος αφαιρεί τη ζωή, εκ προθέσεως ή από αμέλεια. Στην τελευταία περίπτωση η ευθύνη του κράτους προκύπτει από τη μη λήψη μέτρων ή τη μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ζωής (Dink ν. Τουρκίας, παρ. 76). Το κράτος έχει την υποχρέωση να διεξάγει επίσημη αποτελεσματική έρευνα για τα αίτια θανάτου οποιουδήποτε προσώπου που υπάγεται στη δικαιοδοσία του, εφόσον αυτός προκλήθηκε σε συνθήκες ύποπτες, είτε από κρατικό όργανο, είτε από ιδιώτη, είτε από το ίδιο το θύμα, είτε με άλλο τρόπο. Μάλιστα, αυτή η υποχρέωση υφίσταται και σε περίπτωση όπου ένα πρόσωπο υπέστη, σε συνθήκες ύποπτες πάντα, τραύματα δυνάμει θανατηφόρα.
[*1207]Σκοπός της εν λόγω διαδικαστικής υποχρέωσης είναι η εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής στην πράξη της γενικής ουσιαστικής υποχρέωσης προστασίας της ζωής, είτε υπό την αρνητική είτε υπό τη θετική της έκφανση (Al-Skeini (ανωτέρω)). Ακριβώς λόγω του σκοπού που υπηρετεί η υποχρέωση για διεξαγωγή έρευνας, η τελευταία πρέπει να είναι αυτεπάγγελτη, αμέσως μόλις οι αρχές λάβουν γνώση της υπόθεσης. Η απλή πληροφόρηση των αρχών για το θάνατο ενός προσώπου, ανεξαρτήτως της αιτίας, γεννά ipso facto την υποχρέωση, εκ του Άρθρου 2, διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε (Tunrikulu v. Τουρκίας (Ευρεία Σύνθεση)). Ίδια υποχρέωση υφίσταται και όταν η πληροφόρηση αφορά την εξαφάνιση ενός προσώπου, Βαρνάβα ν. Τουρκίας (Ευρεία Σύνθεση), 18.9.2009, παρ. 174, όπου το Δικαστήριο συνόψισε τις ανωτέρω παραμέτρους:
«200. The phenomenon of disappearances imposes a particular burden on the relatives of missing persons who are kept in ignorance of the fate of their loved ones and suffer the anguish of uncertainty. Thus the Court’s case-law recognised from very early on that the situation of the relatives may disclose inhuman and degrading treatment contrary to Article 3. The essence of the violation is not that there has been a serious human rights violation concerning the missing person; it lies in the authorities’ reactions and attitudes to the situation when it has been brought to their attention (see, among many authorities, Orhan v. Turkey, no. 25656/94, § 358, 18 June 2002, and Imakayeva, cited above, § 164). Other relevant factors include the proximity of the family tie, the particular circumstances of the relationship, the extent to which the family member witnessed the events in question, and the involvement of the family member in the attempts to obtain information about the disappeared person (see Tanış a.ο., cited above, § 219). The finding of such a violation is not limited to cases where the respondent State has been held responsible for the disappearance (see Osmanoğlu, cited above, § 96) but can arise where the failure of the authorities to respond to the quest for information by the relatives or the obstacles placed in their way, leaving them to bear the brunt of the efforts to uncover any facts, may be regarded as disclosing a flagrant, continuous and callous disregard of an obligation to account for the whereabouts and fate of a missing person.
201. The Court notes that in the fourth inter-State case the Grand Chamber found that in the context of the disappearances in 1974, where the military operation resulted in considerable loss of life, [*1208]large-scale arrests and detentions and enforced separations of families, the relatives of the missing men had suffered the agony of not knowing whether their family member had been killed in the conflict or had been taken into detention and, due to the continuing division of Cyprus, had been faced with very serious obstacles in their search for information. The silence of the authorities of the respondent State in face of the real concerns of the relatives could only be categorised as inhuman treatment (see Cyprus v. Turkey, cited above, § 157).
202. The Court finds no basis on which it can differ from this finding in the present case. The length of time over which the ordeal of the relatives has been dragged out and the attitude of official indifference in face of their acute anxiety to know the fate of their close family members discloses a situation attaining the requisite level of severity. There has, accordingly, been a breach of Article 3 in respect of the applicants.
Στην δε Skendzic and Krznaric v. Croatia, Application No. 16212/08, 20 January 2011, το Δικαστήριο καταθέτοντας τις σκέψεις του για τη διαδικαστική υποχρέωση όπως προκύπτει από το Άρθρο 2, με παραπομπή στην Bαρνάβα (ανωτέρω) παρατηρεί:
«145. The Court would note that the procedural obligation to investigate under Article 2 where there has been an unlawful or suspicious death is triggered by, in most cases, the discovery of the body or the occurrence of death. Where disappearances in life-threatening circumstances are concerned, the procedural obligation to investigate can hardly come to an end on discovery of the body or the presumption of death; this merely casts light on one aspect of the fate of the missing person. An obligation to account for the disappearance and death, and to identify and prosecute any perpetrator of unlawful acts in that connection, will generally remain.
…………………………………………………………..…………
148. There is, however, an important distinction to be drawn in the Court’s case-law between the obligation to investigate a suspicious death and the obligation to investigate a suspicious disappearance. A disappearance is a distinct phenomenon, characterised by an ongoing situation of uncertainty and unaccountability in which there is a lack of information or even a deliberate concealment and obfuscate, on of what has occurred (see also the definitions of disappearance set out above in part II [*1209]B. “International law documents on enforced disappearances”). This situation is very often drawn out over time, prolonging the torment of the victim’s relatives. It cannot therefore be said that a disappearance is, simply, an “instantaneous” act or event; the additional distinctive element of subsequent failure to account for the whereabouts and fate of the missing person gives rise to a continuing situation. Thus, the procedural obligation will, potentially, persist as long as the fate of the person is unaccounted for; the ongoing failure to provide the requisite investigation will be regarded as a continuing violation (see Cyprus v. Turkey, cited above, § 136). This is so, even where death may, eventually, be presumed.»
Στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία Κατά Άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, Διεύθυνση Έκδοσης Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, καταγράφονται οι σκέψεις γύρω από το ζήτημα των αναγκαστικών εξαφανίσεων προσώπων §§ 95, 96, σ. 96:
«95. Το ζήτημα των αναγκαστικών εξαφανίσεων προσώπων συνδέεται άρρηκτα με το πρόβλημα της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών τέτοιων υποθέσεων. Γενικότερα, το Δικαστήριο εφαρμόζει ως προς την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών το κριτήριο «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» ανεξάρτητα από τη φύση της διαφοράς. Δέχεται, ωστόσο, μια ελαστικότερη ερμηνεία του εν λόγω κριτηρίου όταν δεν πρόκειται για διακρατική αλλά για ατομική διαφορά. Σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέραμε, έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι η απόδειξη «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» μπορεί να προκύψει από μια δέσμη ενδείξεων ή αμάχητων τεκμηρίων, επαρκώς, σοβαρών, συγκεκριμένων και συγκλινόντων. «Έτσι, όταν οι αρχές έχουν αποκλειστικά γνώση των επίμαχων δεδομένων, στο σύνολό τους ή σε μεγάλο μέρος τους, όπως στην περίπτωση της κράτησης, κάθε τραύμα, θάνατος ή εξαφάνιση που επέρχεται κατά την περίοδο που το θύμα τελούσε υπό τον έλεγχο των αρχών, τεκμαίρεται de facto (ότι προκλήθηκε από το κράτος).» Σ’ αυτό το πλαίσιο το βάρος της απόδειξης το φέρουν οι αρχές, οι οποίες οφείλουν να δώσουν μια ικανοποιητική ή πειστική εξήγηση. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση όπου δεν υπήρξε κράτηση, αλλά όπου είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί ότι ένα άτομο εισήλθε σε ένα χώρο υπό τον έλεγχο των αρχών και κανείς δεν το ξαναείδε από τότε. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η κυβέρνηση έχει καθήκον να δώσει μια πιθανή εξήγηση για το τι συνέβη στον εν λόγω χώρο και να αποδείξει ότι το άτομο δεν [*1210]έχει κρατηθεί από τις αρχές, αλλά ότι έχει εγκαταλείψει το χώρο χωρίς στη συνέχεια να στερήθηκε την ελευθερία του.
96. «Κατά λογική συνέπεια, λοιπόν, σε μια κατάσταση όπου άτομα βρίσκονται τραυματισμένα ή νεκρά σε μια ζώνη υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των αρχών του κράτους και όπου ορισμένα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της πιθανής εμπλοκής του τελευταίου, το βάρος της απόδειξης μετατίθεται στην κυβέρνηση, καθώς τα επίμαχα γεγονότα, στο σύνολό τους ή σε μεγάλο μέρος τους, είναι αποκλειστικά σε γνώση των αρχών. Σε παρόμοια υπόθεση, εάν η κυβέρνηση δεν δημοσιοποιεί κρίσιμα έγγραφα ικανά να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να αποτυπώσει τα περιστατικά ή δεν παρέχει μια ικανοποιητική ή πειστική απάντηση, μπορούν να συναχθούν από τη συμπεριφορά της βάσιμα συμπεράσματα.» Έτσι, το Δικαστήριο θεωρεί ότι νομιμοποιείται να εξάγει αντίθετα συμπεράσματα – τεκμήριο θανάτου του εξαφανισθέντος – εάν το καθ’ ου κράτος δεν αποκαλύψει κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του.»
Στην ΙV Διακρατική Προσφυγή Κύπρος ν. Τουρκίας, (ανωτέρω) αν και το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση της ουσιαστικής υποχρέωσης του Άρθρου 2, εφόσον κατέληξε ότι τίποτε δεν καταδείκνυε ότι οποιοσδήποτε από τους αγνοούμενους σκοτώθηκε παράνομα, έκρινε ότι το καθ’ ου κράτος, στην περίπτωση εκείνη η Τουρκία, οφείλει να εκπληρώσει τη διαδικαστική υποχρέωση, όταν υφίσταται υποστηρίξιμη αιτίαση βασιζόμενη σε αποδείξεις ότι ένα άτομο το οποίο θεάθηκε για τελευταία φορά να τελεί υπό την επίβλεψη οργάνων του κράτους, στη συνέχεια εξαφανίστηκε υπό περιστάσεις οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν επικίνδυνες για τη ζωή του.
Mε τις ανωτέρω παρατηρήσεις φρονούμε ότι το Άρθρο 2 τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση εν τη εννοία του διαδικαστικού σκέλους, με την επιφύλαξη θεμελιώδους ευθύνης εκ μέρους της Δημοκρατίας στις νομολογιακές παραμέτρους του ΕΔΑΔ.
Ο 2ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Εκείνο που προβάλλει λοιπόν σοβαρά εμπόδια και πρέπει να απαντηθεί πριν καταλήξουμε στο επίμαχο ερώτημα - της ευθύνης δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας, για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του Άρθρου 2 - είναι το γεγονός ότι όπως απέδειξαν τα γεγονότα που ήρθαν πολύ αργότερα στο φως, παρελήφθη από την [*1211]Κυπριακή Δημοκρατία η σορός του Ππασιά και έκτοτε η ευθύνη διερεύνησης που απορρέει από το Άρθρο 2 μετατέθηκε στους ώμους της. Εγείρεται επομένως το ερώτημα κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ή όχι υπεύθυνη για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους, μετά την περισυλλογή της σορού από το πεδίο της μάχης, είναι ζήτημα που θα αποφασισθεί εκ των γεγονότων. Σχετικοί επί του ζητήματος είναι οι λόγοι έφεσης 3, 7, 9 και 10, οι οποίοι έχουν στο στόχαστρο τους την κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προβάλλεται να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Με υποκεφάλαιο την πλημμέλεια του χειρισμού της μαρτυρίας, ως προς την αποδοχή μαρτυρίας άσχετης με την υπό εκδίκαση και σε σχέση με άλλα αγνοούμενα πρόσωπα, ή της παραγνώρισης σημαντικού μέρους της μαρτυρίας που δόθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας και σημαντικών αναφορών μαρτύρων που θα καταδείκνυαν ότι η Δημοκρατία έπραξε ότι ήταν δυνατόν να πράξει κάτω από τις δοσμένες συνθήκες. Λόγοι που συνδέονται άμεσα με το εσφαλμένο της κρίσης και κατάληξης του Δικαστηρίου ως προς τα επιμέρους ζητήματα: του αποδεικτικού βάρους ως προς την τεκμηρίωση της θανάτωσης του Ππασιά, (5ος και 6ος λόγος), και τέλος του εσφαλμένου ευρήματος περί παραλείψεων της Κυπριακής Δημοκρατίας (8ος λόγος).
Για να απαντηθεί το ερώτημα θα πρέπει να ανατρέξουμε στα πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν την όλη εικόνα από τη στιγμή της παραλαβής της σορού από την Κυπριακή Δημοκρατία. Αναμφίβολα παραμένει ως αρχικός πυρήνας το γεγονός ότι οι πρώτες μαρτυρίες που είχε στα χέρια της η Κυπριακή Δημοκρατία έφεραν τον Ππασιά να αιχμαλωτίζεται και οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο Ππασιάς εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών για να προστεθεί έτσι το όνομα του στο μακρύ κατάλογο των αγνοουμένων.
Θα αντικρίσουμε ενιαία όλους τους ανωτέρω λόγους (3ος, 5ος, 6ος, 7ος, 9ος, και 10ος).
Αφήνουμε επ’ αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο να παραθέσει τις σκέψεις και τα συμπεράσματα του, με το απόσπασμα που ακολουθεί από την πρωτόδικη απόφαση:
«Παραλείψεις εναγομένης κατά τη διάρκεια της περισυλλογής νεκρών και ταφής.
[132] Απετέλεσε βασική θέση της υπεράσπισης ότι με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν κατά την περίοδο του 1974 και μεταγε[*1212]νέστερα δεν ήταν δυνατόν να καταλήξει σε συγκεκριμένο συμπέρασμα για την τύχη του Ππασιά. Συνεπώς θεωρεί ότι έπραξε ότι ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις και ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράλειψη από μέρους της. Το κριτήριο όμως δεν είναι μόνο ποια στοιχεία είχε στη διάθεση της η Δημοκρατία. Είναι και ποιο στοιχεία θα ήταν διαθέσιμα αν ενεργούσε όπως όφειλε να ενεργήσει. Αν δηλαδή από παράλειψη της Δημοκρατίας δεν βρέθηκαν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν εύλογα υπό τις περιστάσεις να είχαν συγκεντρωθεί και τα οποία όφειλε να είχε συγκεντρώσει, τότε δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί τη δική της παράλειψη ως δικαιολογία για την έλλειψη στοιχείων.
[133] Αυτό που προκύπτει από την μαρτυρία είναι ότι έγινε μια σειρά σοβαρών παραλείψεων κατά τη διαδικασία χειρισμού των πεσόντων που παραλήφθηκαν από το πεδίο της μάχης στην περιοχή Αγίου Παύλου. Οι παραλείψεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα αφενός να μην εξακριβωθεί το γεγονός του θανάτου του Ππασιά και αφετέρου να μην εντοπιστεί η σωρός του.
[134] Να σημειώσω εδώ άλλο είναι η διακρίβωση της τύχης ενός αγνοουμένου προσώπου και άλλο η ανεύρεση των λειψάνων. Είναι δυνατόν να υπάρχουν πειστικά στοιχεία που να οδηγούν στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι ένα πρόσωπο είναι νεκρό χωρίς κατ' ανάγκη να εντοπιστεί η σωρός. Αν αυτό συνέβαινε στην περίπτωση του Ππασιά. οι ενάγοντες θα γνώριζαν ότι είναι πεσών και όχι αγνοούμενος. Δεν θα γνώριζαν ίσως που θάφτηκε, αλλά η γνώση του γεγονότος ότι ήταν νεκρός θα μετρίαζε τις αρνητικές συνέπειες τής αβεβαιότητας για την τύχη του δικού τους ανθρώπου.
[135] Η προβλεπόμενη διαδικασία για την περισυλλογή και τον χειρισμό νεκρών έχει περιγράφει πιο πάνω (Βλ. παραγρ. [46], [47] και [54]). Δυστυχώς αυτό που προκύπτει είναι ότι για τους νεκρούς της περιοχής στην οποία σκοτώθηκε ο Ππασιάς υπήρξε μια υποτυπώδης και επιφανειακή τήρηση κάποιων από τις προβλεπόμενες διαδικασίες η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να μη συγκεντρωθούν και να μη διασωθούν τα προβλεπόμενα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει στην εξακρίβωση της τύχης του συγκεκριμένου προσώπου και στον εντοπισμό της σωρού του.
[136] Από πλευράς της υπεράσπισης έγινε αναφορά στα τεκμήρια 46-1 μέχρι 46-44, 47- 1 μέχρι 47-44, 48-1 μέχρι 48-44 και 49-1 μέχρι 49-43, (Δελτία Αναγνωρίσεως Νεκρού, Δελτία Διακομι[*1213]δής, Πιστοποιητικά Θανάτου, Δηλώσεις Ταφής) σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι στο μέτρο του δυνατού τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Βρίσκω ότι τα εν λόγω τεκμήρια όχι μόνο δεν υποστηρίζουν αυτή τη θέση αλλά αντίθετα αποτελούν και έγγραφη μαρτυρία για την πρόχειρη και επιφανειακή προσέγγιση στη συγκέντρωση των προβλεπόμενων στοιχείων.
[137] Τα Δελτία Αναγνωρίσεως Νεκρού Τεκ. 46-1 μέχρι 46-44 φέρουν την ένδειξη «άγνωστος νεκρός» και ημερομηνία. Σε κάποια από αυτά καταγράφεται και η εθνικότητα «Κύπριος». Το μόνο άλλο στοιχείο το οποίο συμπληρώθηκε είναι η περιγραφή των τραυμάτων η οποία σε όλες τις περιπτώσεις είναι μονολεκτική και στερεότυπη. Τα τραύματα περιγράφονται απλώς ως «πολεμικά». Κανένα άλλο στοιχείο δεν καταγράφεται. Και αυτό ενώ προβλέπεται η καταγραφή στοιχείων όπως η θέση στην οποία βρέθηκε ο νεκρός, η ημερομηνία και ώρα, τα τραύματα που έφερε, τυχόν διακριτικά βαθμού, ατομικά αντικείμενα, περιγραφή των ειδών ιματισμού, το ονοματεπώνυμο άλλων νεκρών που βρέθηκαν μαζί του και τυχόν άλλες πληροφορίες, ως επίσης και η φωτογράφιση, περιγραφή των φυσικών χαρακτηριστικών και για τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων. Από τα προβλεπόμενα στοιχεία τα περισσότερα θα μπορούσαν να καταγραφούν ακόμα στην περίπτωση νεκρού του οποίου η σωρός βρισκόταν σε μη αναγνωρίσιμη κατάσταση. Ακόμα και μόνο η θέση ανεύρεσης να είχε καταγραφεί αυτό θα αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό και υποβοηθητικό στοιχείο.
[138] Τα Δελτία Διακομιδής Νεκρού (Τεκμήρια 47-1 μέχρι 47-44) φέρουν μόνο την ημερομηνία διακομιδής και την ένδειξη «Άγνωστος Νεκρός». Μόνο σε 10 από τα Δελτία καταγράφεται το δρομολόγιο διακομιδής με την όχι ιδιαίτερα κατατοπιστική φράση «Νοσοκομείον-Νεκροταφείον».
[139] Τα Πιστοποιητικά Θανάτου (Τεκμήρια 48-1 μέχρι 48-44) στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπογράφονται από το πρόσωπο που πιστοποιεί το θάνατο, ενώ κατά παράδοξο τρόπο η ημερομηνία που καταγράφεται ως ημερομηνία εκφοράς από ιερέα προηγείται χρονικά της ημερομηνίας πιστοποίησης του θανάτου. Ενώ η φυσιολογική πορεία των πραγμάτων είναι πρώτα να πιστοποιηθεί ο θάνατος και ακολούθως να γίνει η εκφορά.
[140] Προβάλλεται η θέση ότι η κατάσταση που επικρατούσε κατά τον Αύγουστο του 1974 ήταν τέτοια που δεν ήταν δυνατόν ή εύλογα αναμενόμενο να τηρηθούν οι διαδικασίες. Η μαρτυρία δεν κα[*1214]ταδεικνύει κάτι τέτοιο. Η εικόνα της πλήρους αποδιοργάνωσης που η υπεράσπιση προσπάθησε να προβάλει δεν συνάδει με τα όσα προκύπτουν μέσα από την μαρτυρία τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη μονάδα στην οποία υπηρετούσε ο Ππασιάς. Όπως έχει γίνει δεκτό, υπήρξε πλήρης καταγραφή των στοιχείων των στρατιωτών της μονάδας (Βλ. παραγρ.[17] και [57]). Υπήρχε επαφή με την ιεραρχία τόσο σε επίπεδο Λόχου όσο και σε επίπεδο Τάγματος, και συντονισμός του Τάγματος με προϊστάμενα κλιμάκια. Σημειώνω εδώ τη μαρτυρία ότι ο Λοχαγός Παπαχαντζόπουλος ήλθε σε επαφή με τον στρατιώτη Χ"Παύλου (που σκοτώθηκε στις 16.8.1974) ο οποίος τον πληροφόρησε για τα γεγονότα της 14.8.1974 (Βλ παραγρ. [34]). Ο ίδιος ο Διοικητής μαζί με τον Α. Καρρά είχαν επισκεφθεί τα προκεχωρημένα φυλάκια. Είχαν συνάντηση με άλλους αξιωματικούς για την συζήτηση των αμυντικών σχεδίων της περιοχής και με τον Στρατηγό ο οποίος θέλησε να 'συγχαρεί τον Διοικητή για το έργο της μονάδας (βλ. παραγρ. [21]). Λειτούργησε το σύστημα αναπλήρωσης απωλειών με ενισχύσεις (Βλ. παραγρ. [23]). Επίσης όταν χρειάστηκε υποστήριξη με αντιαρματικά μέσα ή υποστήριξη πυροβολικού διατέθηκαν, στη μονάδα τα ανάλογα μέσα (βλ. παραγρ. [27]). Όλα αυτά κάθε άλλο παρά πλήρη αποδιοργάνωση καταδεικνύουν.
[141] Η χρονική περίοδος στην οποία εστιάζονται οι παραλείψεις αυτές είναι αυτή τής περισυλλογής νεκρών που έγινε στις 17.8.1974. Η περισυλλογή έγινε κατά τη διάρκεια εκεχειρίας, με την εποπτεία και συνοδεία ανδρών των Ηνωμένων Εθνών και όχι υπό την πίεση του εχθρού. Φαίνεται μάλιστα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξε συνεργασία των τούρκων, στρατιωτών οι οποίοι υπέδειξαν σημεία στα οποία οι ίδιοι είχαν ήδη θάψει νεκρούς της δικής μας πλευράς τους οποίους τα συνεργεία περισυλλογής ξέθαψαν και παρέλαβαν.
[142] Εξ άλλου από την μαρτυρία των -προσώπων που είχαν εμπλακεί στη διαδικασία περισυλλογής όπως αυτή καταγράφεται στο Τεκμήριο 35 δεν προκύπτει η ύπαρξη οποιουδήποτε παράγοντα που να εμπόδιζε την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας. Εκείνο που προκύπτει είναι μια διαφορετική προσέγγιση από συνεργείο σε συνεργείο χωρίς σε καμία περίπτωση η προσέγγιση αυτή να συσχετισθεί με την ύπαρξη διαφορετικών συνθηκών ή αντικειμενικών δυσκολιών. (Βλ. παραγρ. [64]-[66] πιο πάνω). Αναφέρεται περίπτωση όπου οι νεκροί δεν είχαν κανένα στοιχείο αναγνώρισης κάτι που βέβαια εισηγείται ότι ερευνήθηκαν από το συνεργείο και δεν βρέθηκαν στοιχεία. Σε άλλη περίπτωση το συνεργείο ερευνούσε τους νεκρούς και μά[*1215]ζευε τα προσωπικά αντικείμενα, χωρίς όμως να τα καταγράφει. Σε άλλη πάλι περίπτωση το συνεργείο ούτε καν κοίταξε αν υπήρχαν στοιχεία αναγνώρισης.
[143] Αυτή η χαλαρή προσέγγιση στην καταγραφή των στοιχείων που όφειλαν να είχαν καταγράψει τα συνεργεία περισυλλογής οδήγησε στην απώλεια σημαντικών στοιχείων τα οποία θα μπορούσε να συμπληρώσουν την εικόνα του τι είχε συμβεί στον Ππασιά.
[144] Άλλη παράλειψη που εντοπίζεται είναι η ταφή στρατιωτών χωρίς έλεγχο των στοιχείων τους. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Σάββα αυτός προχώρησε στην ταφή .18. νεκρών χωρίς να ελέγξει τα στοιχεία τους βασιζόμενος στην λανθασμένη πεποίθηση ότι αυτοί είχαν αναγνωρισθεί από την μονάδα τους. Μα και έτσι ακόμα να είχαν τα πράγματα, και να είχε δηλαδή προηγηθεί αναγνώριση των νεκρών, θα έπρεπε το όργανο που διενεργούσε τις κηδείες να τηρούσε στοιχεία ποιος αναγνωρισθείς νεκρός τάφηκε σε ποιο σημείο.
[145] Είναι επίσης φανερό από τα προσωπικά αντικείμενα τα οποία εντοπίσθηκαν όταν έγιναν εκταφές το 1974 (περίπτωση Κυπριανίδη), το 1979 και το 1999-2000 ότι οι νεκροί τάφηκαν με τα προσωπικά τους αντικείμενα, κάποιες φορές ακόμα και με δελτία ταυτότητας. Στην περίπτωση του Ππασιά υπήρχε ο σταυρός και το ρολόι του. Αν αυτά είχαν αφαιρεθεί θα υπήρχε το σοβαρό ενδεχόμενο να αναγνωρισθούν από τους συγγενείς του. Επισημαίνω πως σύζυγος του θυμόταν και θεωρούσε σημαντική την ύπαρξη του σταυρού, αφού την ανέφερε στο τεκμήριο 28.
Παραλείψεις κατά την περίοδο 1974-1999.
[146] Το παράπονο των εναγόντων για αυτή την περίοδο συνίσταται στην ελλιπή διερεύνηση της τύχης του Ππασιά, συμπεριλαμβανομένης και της παράλειψης διενέργειας εκταφών.
[147] Το γεγονός ότι κατά την περισυλλογή νεκρών το 1974 δεν συγκεντρώθηκαν και καταγράφηκαν τα προσωπικά τους αντικείμενα αλλά τάφηκαν μαζί με τους νεκρούς επέβαλλε την διενέργεια εκταφών το συντομότερο δυνατόν μετά από το 1974, αφού υπήρχε εύλογη πιθανότητα κάποιοι τουλάχιστον από τους νεκρούς να αναγνωριστούν.
[148] Η εναγομένη γνώριζε πως στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λα[*1216]κατάμιας υπήρχαν τάφοι αγνώστων πεσόντων. Μέχρι το 1992 δεν έγινε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια αναγνώρισης τους. Μόλις το 1992 μετά από την επιστολή του ΜΕ4 Ξ. Καλλή λήφθηκαν με καθυστέρηση 18 χρόνων καταθέσεις από τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στα συνεργεία περισυλλογής - όσα από αυτά τα πρόσωπα έγινε κατορθωτό να εντοπιστούν μετά από τόσα χρόνια - και ετοιμάστηκε η έκθεση Τεκμήριο 35, η οποία καταλήγει στο προφανές συμπέρασμα ότι πεσόντες της περιοχής Αγίου Παύλου πρέπει να αναζητηθούν στο κοιμητήριο Λακατάμιας όπου τάφηκαν ως άγνωστοι. Τα στοιχεία που οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα ήταν διαθέσιμα φτάνει κάποιος να είχε μπει στον κόπο να καταγράψει τη μαρτυρία των προσώπων που περισυνέλεγαν τους νεκρούς. Αν το 1992, 13 χρόνια μετά από τα γεγονότα, έγινε κατορθωτό να συγκεντρωθεί η μαρτυρία που καταγράφεται στο Τεκμήριο 35, τότε είναι βέβαιο ότι το 1974 θα μπορούσαν να είχαν συγκεντρωθεί πολύ περισσότερα στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει και μόνο από τα στοιχεία που περιέχονται στα Τεκμήρια 37 και 35 αν κάποιος είχε προβεί σε σοβαρή μελέτη και αξιολόγηση των στοιχείων θα προέκυπτε ότι ο Ππασιάς κατά πάσα πιθανότητα σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1974 και τάφηκε στο κοιμητήριο Λακατάμιας. Φαίνεται ότι στο σημείο που υπηρετούσε ο Ππασιάς ο Λόχος του είχε συνολικά 18 νεκρούς. Το συνεργείο περισυλλογής μάζεψε 18 νεκρούς από την ίδια περιοχή οι οποίοι μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στο Κοιμητήριο Λακατάμιας. Αν ήταν γνωστό το σημείο που τάφηκαν, όπως η Δημοκρατία είχε την υποχρέωση να το καταγράψει, τότε ο Ππασιάς θα μπορούσε να είχε αναζητηθεί ανάμεσα σε 18 νεκρούς αντί ανάμεσα σε εκατοντάδες. Τα προσωπικά του αντικείμενα που εντοπίστηκαν κατά την εκταφή του 1999 και τα 2 ασημένια δόντια που είχε μπορεί να μην ήταν στοιχεία που από μόνα τους το κάθε ένα να οδηγούσε σε ασφαλές συμπέρασμα για την ταυτότητα του, αλλά η συνύπαρξη όλων των στοιχείων σε συνδυασμό με την προέλευση της σωρού από συγκριμένη περιοχή θα μπορούσε να οδηγήσει με βεβαιότητα σε ταυτοποίηση ανάμεσα σε περιορισμένο αριθμό πεσόντων. Υπάρχει δε το ενδεχόμενο να υπήρχαν και άλλα στοιχεία μεταξύ των, προσωπικών του αντικειμένων τα οποία χάθηκαν λόγω της παρέλευσης του χρόνου. Υπενθυμίζεται η διαταγή για αναγραφή του ονόματος σε χαρτί που θα ετοποθετείτο στην τσέπη του πουκαμίσου. Δόθηκε η διαταγή και αναφέρθηκε εκτέλεση της. Δεν βλέπω γιατί ο Ππασιάς, ένας πειθαρχημένος στρατιώτης, να μην είχε υπακούσει τη διαταγή.
[149] Στην περιοχή που πολεμούσε ο Ππασιάς ο λόχος του έχασε 18 στρατιώτες. Από την ίδια περιοχή το συνεργείο περισυλλογής νεκρών περισυνέλεξε 18 νεκρούς. Το συνεργείο που διε[*1217]νεργούσε τις ταφές στο κοιμητήριο Λακατάμιας παρέλαβε από την περιοχή 18 νεκρούς και προχώρησε στην ταφή τους. Στον ομαδικό τάφο που βρέθηκε ο Ππασιάς όταν έγιναν οι εκταφές το 1999 βρέθηκαν 18 νεκροί. …»
Για να εξεταστεί η ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αντιπροσώπων της αναμφίβολα προέβαλλε επιτακτικά η ανάγκη εξέτασης των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο της περισυλλογής και ταφής των νεκρών που έπεσαν στην περιοχή του Αγίου Παύλου και συγκεκριμένα του Ππασιά. Θα συμφωνήσουμε με τη συνήγορο για τη Δημοκρατία ότι το Δικαστήριο παραβλέπει κατάφορα την πραγματικότητα, αρνούμενο ότι κατά τον Αύγουστο του 1974 η κατάσταση ήταν τέτοια που ήταν αδύνατο ή δεν ήταν εύλογα αναμενόμενο να τηρηθούν όλες οι διαδικασίες. Αυτό κατεδείκνυε η αναντίλεκτη και ταυτόχρονα τραγική επί του θέματος μαρτυρία. Συγκεκριμένοι μάρτυρες έδωσαν μια εικόνα κόλασης όπως ο στρατηγός Αλευρομάγειρος (ΜΥ6) του οποίου τη μαρτυρία το Δικαστήριο όχι μόνο αγνοεί, αλλά ούτε καν τη σχολιάζει. Το ίδιο και τη μαρτυρία του Χαράλαμπου Λόττα (ΜΥ2) αντιστράτηγου εν αποστρατεία που κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο 211 Τ.Π., όπου περίγραψε παραστατικά το σχεδιασμό άμυνας της Λευκωσίας που εξαρτιόταν από τρεις λόχους. Ένας από αυτούς και ο λόχος στον Άγιο Παύλο που υπηρετούσε ο Ππασιάς, ο οποίος μαζί με τον τρίτο λόχο δέχονταν σφοδρούς βομβαρδισμούς. Περιέγραψε ο μάρτυρας το χάος που επικρατούσε από την ώρα του πραξικοπήματος μέχρι τις τελευταίες ώρες της εισβολής, καθώς και την αποδιοργάνωση του μηχανισμού της επιστράτευσης. Εκ των πραγμάτων δεν ακολουθείτο κανένας σχεδιασμός ενώ το ΓΕΕΦ δεν ήταν πλήρως επανδρωμένο. Τις κρίσιμες εκείνες ημέρες ακολούθησαν σφοδρές μάχες και υπήρξε άτακτη υποχώρηση της Εθνικής Φρουράς. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που δεν επέτρεπαν την περισυλλογή των νεκρών σε κάθε περίπτωση, παρά μόνο σε περίπτωση εκεχειρίας ή συμφωνίας με την άλλη πλευρά, όπως στην υπό κρίση περίπτωση. Λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, παρά την ύπαρξη κανονισμών διαδικασίας περισυλλογής και παρά την προσπάθεια κάποιων στρατιωτών και μάλιστα εφέδρων, να φέρουν σε πέρας την αποστολή, όσο καλύτερα μπορούσαν, υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι συνθήκες δεν επέτρεπαν να ακολουθηθούν οι κανονισμοί: Η αποσύνθεση των πτωμάτων, η δυσοσμία που απέπνεαν τα τυμπανιαία και παραμορφωμένα τις πλείστες των περιπτώσεων πτώματα και η αδικαιολόγητη αλλά υπαρκτή δυσφορία που επικρατούσε στα συνεργεία του ΓΕΕΦ κατά την περισυλλογή, όπως περιγράφηκαν από τους μάρτυρες υπεράσπισης, όπως από τον Α. Καρά (ΜΥ3), έδειχναν μια τραγική, συγκλονιστική εικόνα η οποία επίσης αγνοήθηκε από το Δικα[*1218]στήριο, το οποίο στάθηκε στα διαδικαστικά, τοποθετώντας την μέσα σε ένα ειρηνικό και ψύχραιμο περιβάλλον. Μια διαδικασία που όπως περιγράφηκε από τους μάρτυρες κράτησε από τις 2:00-3:00 το μεσημέρι, κάτω από τον καυτό ήλιο της Κύπρου, Αύγουστο μήνα, με το θερμόμετρο να αγγίζει τους 41°-42°, και που κράτησε όλη τη νύκτα.
Αποσπασματικά το Δικαστήριο επιλέγει μαρτυρία για να παρουσιάσει μια εικόνα που κάθε άλλο ανταποκρίνεται στην άκρως τραγική κατάσταση που επικρατούσε, για να χαρακτηρίσει τη λειτουργία του συστήματος ως «ομαλή» και να καταλήξει ότι κάθε άλλο «παρά πλήρη αποδιοργάνωση αποδείκνυαν τα γεγονότα», προσθέτοντας και το παράδοξο, «τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη μονάδα που υπηρετούσε ο Ππασιάς». Η μαρτυρία του Αλευρομάγειρου περιέγραψε παραστατικά και με φορτισμένο συγκινησιακά λόγο την κατάσταση που επικρατούσε όχι μόνο στη γενικότητα της αλλά με συγκεκριμένη αναφορά στην περιοχή διεξαγωγής των μαχών όπου και το φυλάκιο που αμυνόταν η μονάδα του Ππασιά, μαρτυρία που και πάλι αγνόησε το Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπεράσματα εξερχόμενα της λογικής.
Για τα γεγονότα του 1974 το Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση (The Attorney General of the Republic ν. Μustafa a.ο. (1964) C.L.R. 195). Έχουμε δικαστική γνώση ότι στις 15 Ιουλίου 1974 έγινε πραξικόπημα και μέχρι την παραμονή της Τουρκικής εισβολής, στις 20 Ιουλίου 1974, οι πραξικοπηματικές δυνάμεις επιδόθηκαν σε ευρείας κλίμακα εκστρατεία σύλληψης και φυλάκισης των δυνάμεων που υποστήριζαν τη νομιμότητα, καταφέροντας σοβαρότατο πλήγμα στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού αλλά και της οργάνωσης της Εθνικής Φρουράς αφού πλείστα στελέχη της, κυρίως Κύπριοι αξιωματικοί, ήταν εναντίον του πραξικοπήματος. Μέσα σε αυτή την αποσταθεροποιητική και για την Εθνική Φρουρά κατάσταση, εκδηλώθηκε στις 20 Ιουλίου 1974 η Τουρκική εισβολή, η πρώτη φάση της οποίας ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγες ημέρες σκορπώντας τον τρόμο και τον ξεριζωμό στον άμαχο πληθυσμό και επιφέροντας εξοντωτικά πλήγματα στην ήδη αποδιοργανωμένη Εθνική Φρουρά. Ακολούθησε στις 14 Αυγούστου 1974 η δεύτερη φάση της τουρκικής Εισβολής η οποία, πέραν της κατάληψης του 37% εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ξεριζωμού των πολιτών της από τα καταληφθέντα εδάφη, διάλυσε ουσιαστικά και τη δομή και οργάνωση της Εθνικής Φρουράς. Επί τούτων υπάρχει δικαστική γνώση.
Υπάρχει δικαστική γνώση, όπως υπήρχε και μαρτυρία πρωτοδίκως, για την άτακτη, «ανοικτή», όπως την χαρακτήρισε ο Αλευρομάγειρος, επιστράτευση της Εθνικής Φρουράς από έφεδρους στρατιώ[*1219]τες. Tα όσα σταχυολογεί το Δικαστήριο, άκρως επιλεκτικά, περί καταγραφής των στοιχείων των στρατιωτών της μονάδας, ή της «επαφής με την ιεραρχία» ή «τις επισκέψεις σε προκεχωρημένα φυλάκια» και λειτουργίες του συστήματος αναπλήρωσης απωλειών με ενισχύσεις, μόνο φραστικά αντικρούουν την εικόνα «κόλασης» που περιέγραψαν άνθρωποι που βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης και που το Δικαστήριο χωρίς καθόλου εξήγηση αγνοεί κατάφορα.
Εκείνο που προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΕ5 Αντισυνταγματάρχη Παπασάββα, ο οποίος κατέθεσε ως προς την ακολουθητέα διαδικασία για την περισυλλογή των νεκρών και τα σχετικά έντυπα – δελτία αναγνώρισης (Τεκμήρια 46-49) είναι ότι παρά τις επικρατούσες συνθήκες και το χάος, ότι έγινε - στο βαθμό που ήταν υπό τις περιστάσεις δυνατόν – είναι ότι έγινε προσπάθεια για κάποια τήρηση των διαδικασιών. Το γεγονός ότι οι νεκροί που περισυνελέγησαν καταγράφονται στα έντυπα ως «ΑΓΝΩΣΤΟΙ» δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στα ευρήματα του Δικαστηρίου και τα συμπεράσματα του περί σοβαρών παραλείψεων κατά τη συμπλήρωση των δελτίων, § 132-141 στην απόφαση, όπως στοιχείων ταυτότητας, περιγραφή τραυμάτων – καταγράφονται απλώς ως πολεμικά – λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων(!), φωτογράφιση, θέση ανεύρεσης της σορού κλπ.. Η ανωτέρω συλλογιστική και τα ευρήματα του περί παραλείψεων, ήδη στηρίζεται στο σαθρό προηγούμενο εύρημα του περί ομαλής κατάστασης κατά τον Αύγουστο του 1974. Επ’ αυτού κτίζεται πλέον το ανασφαλές συμπέρασμα περί παραλείψεων. Και όλα αυτά μέσα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου καταφθάνουν νεκροί και τραυματίες με τις υπάρχουσες συνθήκες και τον εξοπλισμό της εποχής της Κύπρου του 1974 και της αναγκαιότητας άμεσης ταφής των νεκρών, ο θάνατος των οποίων ή κάποιων από αυτούς, πιθανόν να είχε επέλθει 2-3 μέρες πριν την περισυλλογή. Υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι κάποιοι από τους νεκρούς τάφηκαν από τους Τούρκους και στη συνέχεια ξεθάφτηκαν ή ενδεχομένως σε άλλες περιπτώσεις παρέμειναν επί 1-3 μέρες άταφοι, μαρτυρία που επίσης παραγνωρίστηκε από το Δικαστήριο. Όπως παραγνωρίστηκε και η μαρτυρία των παθολογοανατόμων Πάνου Σταυριανού (ΜΥ4) και Σοφοκλή Σοφοκλέους (ΜΥ1): Δεν παρείχετο καν χρόνος κάτω από την άμεση αναγκαιότητα ταφής να τηρηθεί η διαδικασία ή να κληθούν συγγενείς προς αναγνώριση του νεκρού ή των προσωπικών του αντικειμένων, σταυρός και ρολόι στην περίπτωση του Ππασιά. Όταν μάλιστα όπως προκύπτει από τη μαρτυρία στο σύνολο της τα πλείστα των πτωμάτων δεν ήταν καν δυνατόν να αναγνωριστούν: «έβλεπες κάτι άλλο από αυτό που ήταν. Παραμορφωμένοι ήταν» όπως τραγικά περιέγραψε ο ΜΥ3 και μάλιστα όταν τα παραμορφωμένα πτώμα[*1220]τα δεν έφεραν μεταλλική στρατιωτική ταυτότητα ή άλλα «χαρτιά» που να την αποδεικνύουν.
Η φύλαξη των νεκρών ήταν εκτός συζήτησης όπως και η ευχέρεια διενέργειας νεκροτομής. Υπήρχε επ’ αυτού μαρτυρία που και πάλι το Δικαστήριο αγνόησε. Το πάτωμα του νεκροτομείου ήταν γεμάτο από νεκρούς, ενώ το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ήταν ήδη υπερπλήρες από τραυματίες. Δεν ετίθετο συζήτηση διενέργειας εξετάσεων σε πτώματα που η σήψη και η δυσοσμία έφτανε σε προχωρημένο στάδιο, ενώ η περισυλλογή στοιχείων κατά την νεκροψία απαιτούσε εξειδίκευση και έπαιρνε πολύ χρόνο, όπως επιβεβαίωνε ο ΜΥ4 Π. Σταυρινός, αυτόπτης μάρτυρας και ο μόνος από τους ιατροδικαστές που ήταν σε υπηρεσία, η μαρτυρία του οποίου επίσης αγνοήθηκε από το Δικαστήριο χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Όπως αγνοήθηκε και η παντελής αποδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, η όποια υποτυπώδης λειτουργία της οφείλεται στο αίσθημα ευθύνης μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων. Επί τούτου είναι ορθή η παρατήρηση της συνηγόρου για τη Δημοκρατία, ότι ακόμα και αν όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια και η κρατική μηχανή έθετε όλους τους μηχανισμούς της σε λειτουργία, ωσάν να βρισκόταν σε καιρό ειρήνης, ακόμα και τότε, η αναγνώριση του Ππασιά, υπό τις συνθήκες που αυτός χάθηκε και με τα στοιχεία που έφερε ή δεν έφερε επί το ορθότερον, δεν ήταν δυνατόν να γίνει με βεβαιότητα. Η όποια μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στηρίζεται σε μαρτυρίες που σχετίζονται με άλλα αγνοούμενα πρόσωπα και άλλες περιπτώσεις, οι οποίες κατ’ αναλογίαν και αυθαίρετα λήφθηκαν υπόψη για να κριθεί ότι κάλυπταν και το θέμα του Ππασιά για να καταλήξει το Δικαστήριο στο λανθασμένο εύρημα περί προχειρότητας χειρισμού του νεκρού και τονίζουμε το ουσιώδες, του συγκεκριμένου νεκρού.
Όντως το Δικαστήριο προβαίνει σε εντελώς επιλεκτική αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, παραγνωρίζοντας εντελώς και την επιστημονική μαρτυρία που δόθηκε από τους μάρτυρες για τη Δημοκρατία, η οποία καταδεικνύει σαφέστατα τις δυσκολίες και την αδυναμία αναγνώρισης του νεκρού υπό την υποθετική πάντοτε κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο νεκρός και υπό τις επίσης υποθετικές πάντοτε επικρατούσες συνθήκες και περιστάσεις ως προς το χειρισμό της σορού του στο Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Έστω και αν τα εν λόγω αντικείμενα φωτογραφίζονταν τίθεται σοβαρά το ερώτημα κατά πόσο αφ’ εαυτών είχαν τη δυνατότητα να οδηγήσουν πρακτικά σε αναγνώριση, πολύ περισσότερο σε θετικό εύρημα θανάτου. Δεν προσκομίστηκε τέτοια μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία στη διάθεση της Δημοκρα[*1221]τίας τα οποία παρέλειψε να λάβει υπόψη. Υπήρχε δηλαδή στην περίπτωση του Ππασιά ένας συμφυρμός στοιχείων και απλών ενδείξεων τα οποία το Δικαστήριο εξέλαβε ως βεβαιότητα, για να διατυπώσει εύρημα εξερχόμενο, όχι μόνο της λογικής αλληλουχίας του πράγματος αλλά και του επίδικου ζητήματος και των παραμέτρων του Άρθρου 2.
«[134] Να σημειώσω εδώ άλλο είναι η διακρίβωση της τύχης ενός αγνοουμένου προσώπου και άλλο η ανεύρεση των λειψάνων. Είναι δυνατόν να υπάρχουν πειστικά στοιχεία που να οδηγούν στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι ένα πρόσωπο είναι νεκρό χωρίς κατ’ ανάγκη να εντοπιστεί η σορός. Αν αυτό συνέβαινε στην περίπτωση του Ππασιά οι ενάγοντες θα γνώριζαν ότι είναι πεσών και όχι αγνοούμενος. Δεν θα γνώριζαν ίσως πού θάφτηκε, αλλά η γνώση του γεγονότος ότι ήταν νεκρός θα μετρίαζε τις αρνητικές συνέπειες της αβεβαιότητας για την τύχη του δικού τους ανθρώπου.»
Η Δημοκρατία, που είχε αποκλειστική γνώση των επίμαχων γεγονότων και δεδομένων σε μεγάλο μέρος, έθεσε όλη τη διαθέσιμη στα χέρια της μαρτυρία. Οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν μαρτυρία που στο μεγαλύτερο μέρος της στηρίχθηκε σε δημοσιογραφικές έρευνες, γνώμες και αιτιάσεις για να αποδώσει πλημμελείς ενέργειες στη Δημοκρατία.
Το ζήτημα της εξαφάνισης προσώπου συνδέεται άρρηκτα με το πρόβλημα της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών υποθέσεων αυτής της φύσης. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΑΔ το έναυσμα προς διερεύνηση, δίδει συνήθως η ανεύρεση του σώματος ή διαπίστωση της επέλευσης θανάτου (Βαρνάβα και Skendzic a.o. (ανωτέρω)), εφαρμόζεται δε προς την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών το κριτήριο «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας», ανεξαρτήτως αν η διαφορά είναι πολιτική ή ποινική (Λινος-Αλέξανδρος Σισιλιανός, §95-96 (ανωτέρω)).
Η μαρτυρία που προσήχθη στο σύνολο της κάθε άλλο παρά καταδείκνυε ότι η εκδοχή των εφεσίβλητων ήταν πιο πιθανή από την εκδοχή της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να αχθεί σε λανθασμένη κατάληξη, αποδίδοντας ευθύνες στη Δημοκρατία για παραλείψεις που στοιχειοθετούν παράβαση του Άρθρου 2 της Σύμβασης για την πρώτη περίοδο.
Η Δημοκρατία το μόνο που έπραξε, όπως τα γεγονότα και η μαρτυρία που προωθήθηκε κατέδειξε, ήταν να περισυλλέξει από το πε[*1222]δίο της μάχης την 17.8.1974, κάτω από τις ανώμαλες και τις αποδιοργανωτικές για το κράτος συνθήκες που επικρατούσαν κατά την εκεχειρία, τους νεκρούς της, ανάμεσα στους οποίους και τον Ππασιά ο οποίος και τάφηκε σε ομαδικό τάφο ως άγνωστο πρόσωπο, του οποίου ο θάνατος δυνατόν να επήλθε μεταξύ τις 14-17.8.1974. Η μαρτυρία που είχε συγκεντρωθεί έφερε τον Ππασιά να αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους στρατιώτες. Μη υπάρχουσας άλλης περί του αντιθέτου μαρτυρίας εύλογα η Δημοκρατία τον θεωρούσε ως αγνοούμενο πρόσωπο. Το Δικαστήριο προβαίνει χωρίς στέρεη μαρτυρία σε εικασίες και κατ’ αναλογίαν άλλων περιπτώσεων, καταλήγει σε τελικό και βέβαιο συμπέρασμα κατά τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας:
« …Με αυτά τα δεδομένα τα οποία θα μπορούσε να ήταν γνωστά από το 1974 αν η Δημοκρατία είχε τηρήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες και είχε προβεί σε εύλογη διερεύνηση της υπόθεσης, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Ππασιάς θα μπορούσε να είχε αναγνωρισθεί μέσω των προσωπικών του αντικειμένων.»
Δεύτερη περίοδος από την ταφή μέχρι την εκταφή 1999.
Υπήρξε η θέση των εναγόντων-εφεσιβλήτων ότι αν ακολουθούνταν οι ορθές διαδικασίες και εντοπιζόταν εγκαίρως το μέρος όπου τάφηκε ο Ππασιάς, η Δημοκρατία θα μπορούσε να προχωρήσει νωρίτερα και/ή αμέσως σε εκταφή, ώστε και μόνο η ανεύρεση των προσωπικών αντικειμένων του θα οδηγούσαν σε αναγνώριση του Ππασιά. Στηρίχθηκε σε παρόμοια γεγονότα σε σχέση με μια μεμονωμένη περίπτωση που επιτράπηκε η διενέργεια εκσκαφής και εκταφής κατόπιν δικαστικού διατάγματος και άλλες που αφορούσε στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ όπου η Κυπριακή Δημοκρατία για την περίοδο 1979-1981 επέτρεψε τις εκταφές για Ελλαδίτες, αλλά όχι και με στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς. Σημειώνουμε ότι η οικογένεια του Ππασιά ουδέποτε έθεσε θέμα ή αποτάθηκε στις αρμόδιες αρχές για παρόμοιες ενέργειες ή έδωσε νέους ισχυρισμούς τους οποίους παρέλειψε να εξετάσει η Δημοκρατία.
Η πολυσυζητημένη υπόθεση εκταφής στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ (Τzivilakis v. Cyprus, Application No. 23082/07), έφθασε μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όπου συγγενείς Ελλαδιτών αγνοουμένων κινήθηκαν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για παράβαση του Άρθρου 2 της Σύμβασης για παραβίαση των δύο σκελών του. Ουσιαστική και διαδικαστική, αλλά και δυνάμει του Άρθρου 8 σχετικά με την παράλειψη των Κυπριακών Αρχών κατά τη διάρκεια μακράς [*1223]χρονικής περιόδου, να τους εφοδιάσουν με πληροφορίες σχετικά με την εκσκαφή και εκταφή των λειψάνων των συγγενών τους, για τους οποίους σημειώνεται δεν υπήρχε οποιαδήποτε αβεβαιότητα για την τύχη τους, θεωρούνταν ήδη νεκροί. Αποδιδόταν ευθύνη στην Κυπριακή Δημοκρατία ως προς τις παραλείψεις της και την αβεβαιότητα που δημιουργούσε και συνεχιζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως προς το πού τάφησαν τα σώματα. Παραλείψεις που επικεντρώνονταν κυρίως στο ότι οι Αρχές δεν ανέσκαψαν τον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, παρεμβάλλοντας εμπόδια και παραλείποντας να δώσουν στους αιτητές πληροφορίες για την εκταφή και τις εκσκαφές. Όπως διαφάνηκε με την απόφαση, που εκδόθηκε στις 14.10.2014, πολύ μετά από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, όταν διενεργήθηκαν αρχικά οι εκσκαφές και εκταφές έγιναν λάθη, με αποτέλεσμα να αποδοθούν στους συγγενείς απομεινάρια οστών που ανήκαν σε διαφορετικά πρόσωπα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι το παράπονο των αιτητών ενέπιπτε στη σφαίρα του άρθρου 8 της Σύμβασης και όχι του Άρθρου 2: δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, για να παρατηρήσει και τα εξής:
«32. The Court observes that the issue is whether the authorities have shown a lack of respect for the family life of the applicants due to alleged failures in exhuming their relatives’ bodies or in providing information on this matter. This involves the assertion by the applicants that the authorities were under a positive obligation in this regard to take particular steps.
33. The Court’s case-law concerning positive obligations under Article 8 indicates that the object of Article 8 is essentially that of protecting the individual against arbitrary interference by the public authorities. However, this provision does not merely compel the State to abstain from such interference: in addition to this primarily negative undertaking, there are positive obligations inherent in an effective respect for private or family life. While these obligations may involve the adoption of measures designed to secure respect for private life or family life (see, inter alia, Airey v. Ireland, 9 October 1979, § 32, Series A no. 32), the choice of the means calculated to secure compliance with Article 8 of the Convention in the sphere of the relations of individuals between themselves is in principle a matter that falls within the Contracting States’ margin of appreciation, whether the obligations on the State are positive or negative. There are different ways of ensuring respect for private life and the nature of the State’s obligation will depend on the particular aspect of private or family life that is at issue. Even though the boundaries between the State’s positive and negative obligations [*1224]under this provision do not lend themselves to precise definition, the applicable principles are, nonetheless, similar. In both contexts regard must be had to the fair balance that has to be struck between the competing interests of the individual and of the community as a whole; and in both contexts the State enjoys a certain margin of appreciation (Kutzner v. Germany, no. 46544/99, § 62, ECHR 2002 I).
34. As concerns the subject-matter of the present case, there is no case law indicating that in any general sense Article 8 requires Contracting States to ensure identification, exhumation or burial of remains on request of family members (see, for differing outcomes in cases concerning widely differing facts, Pannullo and Forte v. France, no. 37794/97, §§ 35-40, ECHR 2001 X; Hadri-Vionnet v. Switzerland, no. 55525/00, §§ 50-62, 14 February 2008; Elli Poluhas Dodsbo v. Sweden 61564/2000, §§ 23-29, 17 January 2006; Kemal Şişman v. Turkey, 46352/10, 21 January 2014). Nor does the Court find it appropriate on the facts of the present applications to attempt to define any responsibilities that might arise in this respect.»
Παρόλο που στην υπό εξέταση υπόθεση δεν τέθηκαν υπό κρίση οι πρόνοιες του Άρθρου 8 της Σύμβασης, το ζήτημα εξετάστηκε ως προς τα Άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης και 8 του Συντάγματος, εν τούτοις κρίνουμε ότι μπορούμε να υιοθετήσουμε το λόγο της Τzivilaki, επί τω ότι ακόμα και αν γίνονταν οι κατάλληλες έρευνες και περισυλλεγόταν μαρτυρία ώστε να εντοπιζόταν ο χώρος ταφής του Ππασιά νωρίτερα, δεν μπορούσε να επιβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία η θετική υποχρέωση να προχωρήσει σε εκσκαφή και εκταφή και μάλιστα ενός ομαδικού τάφου. Αγνόησε το Δικαστήριο την επιστημονική μαρτυρία του μάρτυρα της υπεράσπισης Μάριου Καριόλου (ΜΥ5), ειδικού εμπειρογνώμονα προϊσταμένου του προγράμματος για αναγνώριση λειψάνων με τη μέθοδο γενετικού υλικού, ότι το 1974 δεν ήταν δυνατόν να γίνουν τέτοιες εξειδικευμένες εξετάσεις - η πρώτη ταυτοποίηση λειψάνων αγνοουμένων έγινε το 1996 από εργαστήριο του Αμερικανικού στρατού στην Ουάσιγκτον - η Δημοκρατία δεν είχε στη διάθεση της την υποδομή και τεχνογνωσία ώστε να προχωρήσει στη βάση δεδομένων να αναζητήσει το γενετικό προφίλ που θα οδηγούσε σε ταυτοποίηση με απόλυτη βεβαιότητα. Η τράπεζα DNA δημιουργήθηκε μόλις το 1996, είκοσι δύο χρόνια μετά και ως εκ τούτου οποιαδήποτε συζήτηση επί του ουσιαστικού ή πραγματικού παραμένει άκρως θεωρητική: Η ανεύρεση ενός λειψάνου σε προχωρημένη αποσύνθεση και έστω του ρολογιού ή και του σταυρού δεν παρείχε τη δυνατό[*1225]τητα ταυτοποίησης του νεκρού με βεβαιότητα. Η διαδικασία εκσκαφής και εκταφής με τα τότε δεδομένα, κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες τα αμέσως επόμενα χρόνια μετά την εισβολή και οι πολιτικές διαστάσεις του ζητήματος, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η πρέπουσα λύση (Tzivilaki (ανωτέρω)). Όπως και αγνόησε ότι σε εκταφές κάτω από τη διαδικασία της ΔΕΑ απαιτείτο και η συνεργασία της τουρκικής πλευράς η οποία το 1999 δεν υπήρχε, μονομερείς δε ενέργειες δεν επιτρέπονταν.
Η Δημοκρατία, όπως φανερώνουν τα γεγονότα, ουδέποτε έπαυσε να αναζητεί μαρτυρία για την τύχη του Ππασιά. Ούτε και εγκατέλειψε τις προσπάθειες της για να εξασφαλίσει οποιαδήποτε στοιχεία ήταν πρακτικά διαθέσιμα να εξασφαλιστούν, όπως αποδεικνύεται και από το σχετικό φάκελο αγνοουμένων που κατατέθηκε στο Δικαστήριο για τον Ππασιά. Το γεγονός ότι το 1993 υπήρχε πλέον διαθέσιμη μαρτυρία η οποία συγκεντρώθηκε εκ των υστέρων (τεκμήριο 35) ότι ο Ππασιάς ενδέχετο να είχε ταφεί ως «άγνωστος» και να αναζητηθεί στο κοιμητήριο Λακατάμιας, δεν διαφοροποιεί το ζήτημα και δεν επιθυμούμε να επαναλαμβανόμαστε. Μόνο μετά την ανεύρεση του τόπου ταφής, της εκσκαφής και εκταφής του λειψάνου και τέλος της ταυτοποίησης με τη μέθοδο DNA κρίνουμε ότι ξεκινούσε η υποχρέωση της Δημοκρατίας για διερεύνηση, ως προς το διαδικαστικό σκέλος πάντοτε, του Άρθρου 2 (Skendzic a.o. (ανωτέρω)).
Λίγα πράγματα μπορεί να λεχθούν για το Άρθρο 3 της Σύμβασης. Όπως και στην περίπτωση του Άρθρου 2, έτσι και στην περίπτωση του Άρθρου 3, το διαδικαστικό του σκέλος δεν καθιερώνει υποχρέωση αποτελέσματος, αλλά υποχρέωση συμπεριφοράς (obligation de moyens/obligation of means). Δεν είναι απαραίτητο κάθε έρευνα να είναι επιτυχής ή να καταλήγει σε συμπεράσματα που συμπίπτουν με την εκδοχή των γεγονότων που δίνει ο προσφεύγων. Η έρευνα αυτή πρέπει να διεξάγεται με τρόπο που να επιτρέπει την εξακρίβωση των γεγονότων και εφόσον αποδεικνύεται η αλήθεια των ισχυρισμών του προσφεύγοντος, ο εντοπισμός και η τιμωρία όσων είναι υπεύθυνοι για μια τέτοια μεταχείριση (Selmouni v. Γαλλίας, Kmetty v. Ουγγαρίας, 16.12.2003, Durdevic v. Κροατίας, 19.7.2011, Alchagin v. Ρωσίας, 17.1.2012, Savin v. Ουκρανίας, 16.2.2012). Ως εκ τούτου, ό,τι έχει λεχθεί ανωτέρω ως προς το διαδικαστικό σκέλος του Άρθρου 2 υιοθετείται.
Ο σκοπός του Άρθρου 2 ικανοποιήθηκε. Η Κυπριακή Δημοκρατία εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της έναντι των συγγενών του Ππασιά εφόσον σε εύλογο χρόνο μετά την ανεύρεση του λειψάνου και την [*1226]ταυτοποίηση με τη μέθοδο του DNA και της ιατροδικαστικής έκθεσης, σε συνδυασμό με την λοιπή μαρτυρία, την οποία είχε εξ υπαρχής στα χέρια της, εκπλήρωσε τη διαδικαστική της υποχρέωση. Το ίδιο το Δικαστήριο δέχεται ότι με την πρώτη δυνατή ευκαιρία έγινε εκσκαφή και εκταφή οπότε και ταυτοποιήθηκαν τα λείψανα του Ππασιά με την μέθοδο πλέον του DNA για να δοθεί οριστική απάντηση στους ενάγοντες-εφεσίβλητους για την τύχη του δικού τους ανθρώπου. Από την επιστημονική μαρτυρία προκύπτει ότι ο Ππασιάς ο οποίος θεάθηκε να αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους εκτελέστηκε αφού προηγουμένως κακοποιήθηκε βάναυσα: χτυπήθηκε με λόγχη και εκτελέσθηκε με πυροβολισμό στη στοματική κοιλότητα.
Ορθή αξιολόγηση των γεγονότων της υπόθεσης όπως προέκυπταν από το μαρτυρικό υλικό δεν επέτρεπε την κατάληξη του Δικαστηρίου.
Οι λόγοι έφεσης 3ος, 5ος, 6ος, 7ος, 9ος, 10ος γίνονται δεκτοί.
Η σοβαρότητα της υπόθεσης και η καθοδήγηση που θα δοθεί για μελλοντικές ή εκκρεμούσες παρόμοιες υποθέσεις μας επιβάλλει το καθήκον να ασχοληθούμε και με τον 4ο λόγο έφεσης, του εσφαλμένου του ύψους των ποσών που επιδικάστηκαν από το Δικαστήριο και που συνδέεται άμεσα με τον 1ο λόγο έφεσης, την ψυχική ταλαιπωρία των εφεσίβλητων ως εκ της αβεβαιότητας που της προκάλεσαν οι παραλείψεις της εφεσείσουσας, καθώς και με την αντέφεση, λόγοι 1 και 3, παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει, εν όψει των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση και τιμωρητικές αποζημιώσεις, εν όψει του ενδεχόμενου η υπόθεση να οδηγηθεί ενώπιον του ΕΔΑΔ έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης αντίκριση των εγερθέντων ζητημάτων.
Το Δικαστήριο με παραπομπή στις Bazorkina v. Russia, Appl. No. 69481/01, Imakayeva v. Russia, Appl. No. 7615/02, Baysayeva v. Russia, Appl. No. 74237/01, για παρόμοιες, όπως τις όρισε, παραβιάσεις, τη φύση και την έκταση τους καθώς και το χρονικό διάστημα που διάρκεσαν, αλλά και το βαθμό που η παραβίαση επηρέασε τον καθένα από τους εφεσείοντες, απέδωσε τα προαναφερθέντα ποσά.
Το Άρθρο 13 της ΕΣΔΑ και η ρύθμιση που εισάγει αποτελεί τμήμα της ειδικής προστασίας που οφείλουν να παρέχουν τα κράτη-μέλη του Σ.Ε. στα άτομα και επιβάλλει στα Εθνικά Δικαστήρια να παράσχουν ικανοποιητική θεραπεία για περιπτώσεις παραβίασης της Σύμβασης.
[*1227]Το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε και εφαρμόζει τη νομολογία του ΕΔΑΔ, προχωρώντας μάλιστα σε κάποιες των περιπτώσεων ένα βήμα παραπέρα, καθιερώνοντας υπέρτερη προστασία από αυτή του ΕΔΑΔ:
«Όχι μόνο η Σύμβαση στην ουσία ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα και το Κυπριακό Δίκαιο, αλλά και τα Κυπριακά Δικαστήρια αναφέρονται στη νομολογία των οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης ως βοήθημα στην ερμηνεία των αντιστοίχων Άρθρων του Συντάγματος.» Α. Λοϊζου, Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σ.38, Λευκωσία, 2000.
Στη Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, καταγράφεται για πρώτη φορά σε απόφαση αποδοχή της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ΙΙ Μέρους του Συντάγματος. Επίκληση δηλαδή ακόμη και στα πλαίσια ιδιωτικής διαφοράς, Συνταγματικών Διατάξεων. Τέθηκε και εκεί θέμα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων, σε περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ιδιώτη για παραβίαση από άλλο ιδιώτη. Ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πικής, αναλύοντας το ζήτημα, επεσήμανε και τα ακόλουθα, σ.573:
«Κατά πόσο δικαιολογείται η πρόσδοση επιβαρυντικού ή τιμωρητικού χαρακτήρα στις αποζημιώσεις δεν αποτέλεσε το αντικείμενο δικαστικής απόφασης από το δικαστήριο του Στρασβούργου μέχρι σήμερα ή, ακριβέστερα, όπως επισημαίνεται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Righs των DJ Harris, M O'Boyle και C Warbrick, δεν έχουν εγκριθεί μέχρι σήμερα τέτοιας φύσης αποζημιώσεις.»
Ενώ ο Δικαστής Χρ. Αρτεμίδης στη δική του απόφαση ανέφερε τα εξής, σ. 579-580:
«Με τις σκέψεις που εξέφρασα αμέσως πιο πάνω αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 30 του Συντάγματος, στην εμβέλεια που άπτεται του ειδικού θέματος που συζητούμε, νομίζω πως είναι νομικά αδόκιμος πλέον ο χαρακτηρισμός των αποζημιώσεων ως «τιμωρητικών», «παραδειγματικών» ή «επαυξημένων». Ο μοναδικός σκοπός της αποζημίωσης είναι η επανόρθωση, από τον υπαίτιο, της ζημιάς που υπέστη το θύμα από βλάβη που υπέστη ή δικαίωμα του που παραβιάστηκε. Η τιμωρία του υπαίτιου, με την καταδίκη του σε τιμωρητικές αποζημιώσεις εκφεύγει των ορίων της αστικής δικαιοδοσίας, που δε λειτουργεί για τον κολασμό των διαδίκων σε αστική υπόθε[*1228]ση. Όπως είπα όμως είναι καθαρά ζήτημα ορθού χαρακτηρισμού των αποζημιώσεων παρά ουσίας.
Μολονότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει το ποσό των ΛΚ.5.000, που έδωσε στον εφεσίβλητο, ως τιμωρητικές αποζημιώσεις, συμφωνώ κι’ εγώ, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του Προέδρου, πως το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει εύλογες αποζημιώσεις.»
Με το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Δημοκρατία προχώρησε μετά τη λήψη των νέων μαρτυριών (Τεκμήριο 35) τάχιστα σε ταυτοποίηση του νεκρού και την κατάληξη του ότι η Δημοκρατία κρίθηκε υπεύθυνη για τη δεύτερη περίοδο για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του Άρθρου 2, βρίσκουμε ότι οι αποζημιώσεις που απέδωσε στηριζόμενο σε νομολογιακά προηγούμενα (Γιάλλουρος (ανωτέρω) κ.ά.) ήταν εκτός της φιλοσοφίας και του σκοπού της ρύθμισης. Οι δε αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις οποίες έστρεψε την προσοχή του για καθοδήγηση το Δικαστήριο (Imakayeva v. Russia, Appl. No. 7615/02, Luluyeva v. Russia, Bazorkina v. Russia, Appl. No. 69481/01, Estamivor v. Russia, Appl. No. 60272/00) διακρίνονταν της παρούσας: Στρέφονταν κατά του κράτους που όχι μόνο κρίθηκε ως υπεύθυνο για παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του Άρθρου 2 της Σύμβασης (εξαφάνιση και δολοφονία), αλλά και κράτους που αποδεδειγμένα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τι απέγιναν τα εν λόγω πρόσωπα, απέκρυψε στοιχεία, δεν προχώρησε σε αποτελεσματική έρευνα και αποστέρησε τους αιτητές του δικαιώματος να προσφύγουν στη δικαιοσύνη. Επιβαρυντικά στοιχεία που δεν συντρέχουν στην υπό κρίση περίπτωση.
Οι Clayton & Tomlinson, στο σύγγραμμα The Law of Human Rights, Vol.1, προβαίνοντας σε μια στατιστική ανάλυση του ζητήματος των αξιώσεων για αποζημιώσεις από το ΕΔΑΔ σχολιάζουν ως ακολούθως:
«21.32. The court does not routinely award compensation to successful applicants. Between 1972 and 1981 the court made awards in seven cases and rejected three such claims. Between 1982 and 1999 applicants sought non-pecuniary damages in 51 cases where the court held that the judgment alone gave just satisfaction. It has been suggested that these cases share certain general characteristics: the court was very divided on the merits; a large majority of cases concerned individuals who were accused of (or were guilty of) criminal offences; and they often involved [*1229]procedural errors in civil or administrative hearings. The same pattern continued for 1992 until the new court was established in November 1998. The court found its judgment sufficient to meet the moral injury caused in 79 of the cases.»
Ανατρέξαμε και στην Αγγλική νομολογία. Ο Λόρδος Woolf στην Amufrijeva a.ο. v. Southwark London Borough Counsil [2004] Q.B. 1124, παρατηρεί τα εξής:
«Where an infringement of an individual’s human rights has occurred, the concern will usually be to bring the infringement to an end and any question of compensation will be of secondary, if any, importance.»
Παρατήρηση που ενισχύθηκε από τον Λόρδο Bingham στην R(Greenfield) v. SSHD [2005] 1 W.L.R. 673:
«The expectation therefore is, and has always been, that a member state found to have violated the Convention will act promptly to prevent a repletion of the violation, and in this way the primary object of the Convention is served.»
Στη δε Baiai [2006] EWHC 1035 (Admin.) για αξιώσεις για ηθική βλάβη (non-pecuniary loss) για πρόκληση αγωνίας και άγχους (distress and anxiety), ακολουθήθηκε η στενή προσέγγιση, με τον Δικαστή Silber να τονίζει ότι είναι πολύ ασύνηθες για ένα ενάγοντα να αποζημιωθεί για ηθική βλάβη, μη αποτιμητέα χρηματικά, εκτός αν η προκληθείσα στρεσσογόνος και αγωνιώδης κατάσταση είναι εξαιρετικής σοβαρότητας (distress is of exceptional gravity), όπως ακολουθήθηκε στις Amufrijeva και R(Greenfield) (ανωτέρω):
«as damages are not in Lord Bingham’s words ‘the routine treatment’ there will have to be exceptional circumstances before damages can be awarded for violations of Articles 12 and 14.
……………………………………………………………………
there is an absence of cogent corroborative medical or other evidence showing that any of the claimants suffered from serious or and distress of the intensity required to obtain an award of compensation.»
………………………………………………………………….....
[*1230]Ιt follows that there is a minimum threshold required to obtain damages for distress and anxiety, the threshold being identified by reference to ‘intensity’, ‘exceptional circumstances’ or ‘exceptional gravity’. Where psychiatric injury can be proven, damages are more likely to be awarded. Where, however, the distress falls short of that, it will be rare indeed for the court to make an award.
…………………………………………………………………....»
Η πλέον βοηθητική από τις αποφάσεις είναι, κατά τη γνώμη μας, η Van Colle v. Chief Constable of the Hertfordshire Police [2007] 1 W.L.R. 1821, όπου το Δικαστήριο ακολουθώντας την RGreenfield (ανωτέρω) κατέληξε πως ο ορθός οδηγός για το ύψος των αποζημιώσεων εναπόκειται στο Στρασβούργο παρά στις Αγγλικές Δικαστικές Αρχές:
«it seems to us that there is no clear basis in the Strasbourg decisions for an award to the claimants in their personal capacity, as opposed to an award to the first claimant as personal representative of their son, which is plainly justified. Nevertheless, although on this appeal the defendant contends that the award to the claimants personally was too high, the defendant’s notice does not take the point that no award should have been made to them at all, assuming that the court rejects his appeal on liability and causation. In the defendant’s skeleton argument, though the point is noted that no Strasbourg award includes compensation for the applicant’s own suffering except where the applicant was also a direct victim, this is not put as the basis for a contention that no award at all should be made to the claimants personally, if the judge is upheld on liability and causation. We therefore leave this point for possible future consideration.»
Σύμφωνα με το Άρθρο 41 της ΕΣΔΑ, §51, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, και αν το εσωτερικό Δικαστήριο που εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο δεν προνοεί επαρκή θεραπεία παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης, το Δικαστήριο χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο, στον παθόντα δίκαιη αποζημίωση. Η έκταση της δίκαιης αποζημίωσης από το ΕΔΑΔ εξετάζεται και στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία Κατά Άρθρο (ανωτέρω), §51-58, σ.634-636, υπό τον υπότιτλο ‘Η δίκαιη ικανοποίηση’:
«53. Στην πλειονότητα των καταδικαστικών αποφάσεων το Δικαστήριο επιδικάζει αποζημίωση, συχνότερα για την ηθική βλάβη που ο προσφεύγων υπέστη από τη διαπιστωθείσα παραβίαση, για δε την υλική ζημία καταλογίζεται ποσό στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχει η βασική προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παραβιάσεως και επικαλούμενης βλάβης. Υπάρχουν βεβαίως και οι (μάλλον σπάνιες) περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαπίστωση της παραβίασης συνιστά επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για τον προσφεύγοντα.*»
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων και παρατηρήσεων μας κρίνουμε υπό τας περιστάσεις ότι η περίπτωση δεν ήταν πλέον κατάλληλη για επιδίκαση αποζημιώσεων, τοσούτω δε μάλλον τιμωρητικών.
Ο 4ος λόγος έφεσης γίνεται δεκτός.
Εν όψει της κατάληξης μας δεν υπάρχει περιθώριο εξέτασης του 3ου λόγου αντέφεσης, παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για εξέταση του Δικαίου του Πολέμου και της εφαρμογής του, οι οποίες δεν προσθέτουν οτιδήποτε πέραν των όσων η Σύμβαση εναποθέτει στο Συμβαλλόμενο μέρος.
Ο έφεδρος στρατιώτης Χριστοφής Ππασιά εκτελέστηκε αφού προηγουμένως βασανίστηκε από στρατιώτες του Τουρκικού στρατού έχοντας ως τελευταία σκέψη τα παιδιά του. Η θυσία του αναγνωρίζεται και τιμάται από την οικογένεια του. Την ίδια αναγνώριση και τιμή του αποδίδουμε καθηκόντως και εμείς, τόσο ως Δικαστές όσο και ως μέλη μιας τραγικά δοκιμασθείσας και δοκιμαζόμενης Πολιτείας. Η Δημοκρατία φρόντισε, με τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διέθετε, την οικογένεια του, χωρίς όμως να μπορέσει, όπως και κανείς δεν μπορούσε, να αναπληρώσει το κενό που άφησε ο θάνατος του ή να απαλύνει την αγωνία και την οδύνη που έφερε μαζί της η είδηση για την εξαφάνιση του. Τα λόγια σε τέτοιες περι[*1232]πτώσεις που τα συναισθήματα κυριαρχούν είναι περιττά! Ας αφήσουμε τους νεκρούς να αναπαυθούν τιμώντας τη μνήμη τους.
Η έφεση γίνεται δεκτή.
Η αντέφεση απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Ως προς τα έξοδα της διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη του καινοφανούς ζητήματος για τα δικαστικά χρονικά καταλήξαμε, ασκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια, να μην προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε διαταγή.
Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο