Χρίστου Χρίστος ν. Ανδρούλλας Χρίστου και Άλλου (2015) 1 ΑΑΔ 1527

ECLI:CY:AD:2015:A483

(2015) 1 ΑΑΔ 1527

[*1527]7 Ιουλίου, 2015

 

[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,

 

Εφεσείων - Τριτοδιάδικος,

 

ν.

 

1. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,

 

      Εφεσίβλητης - Ενάγουσας,

 

2. ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,

 

      Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 250/2010)

 

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Είσοδος αυτοκινήτου σε κύριο δρόμο από ανώνυμη οδό ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία αποδόθηκε συντρέχουσα αμέλεια 20% στον οδηγό που οδηγούσε στον κύριο δρόμο, επί του αυτοκινήτου του οποίου, συγκρούστηκε το αυτοκίνητο του εναγόμενου που εισήλθε από ανώνυμη οδό ― Εκρίθη μη επιτρεπτό το πρωτόδικο εύρημα περί μη χαμηλής ταχύτητας του οδηγού που οδηγούσε στον κύριο δρόμο ―  Δεν θα μπορούσε να ήταν και καθοριστικό στοιχείο για να καταλογιστεί ευθύνη στον εφεσείοντα για το ατύχημα ― Για καταλογισμό  τέτοιας ευθύνης σημασία θα είχε αν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληγε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείοντας οδηγούσε με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα.

 

Αμέλεια ― Τροχαία ατυχήματα ― Οδηγοί επί κυρίου δρόμου ― Κατά κανόνα, καταλογίζεται αποκλειστική ευθύνη στους οδηγούς που εισέρχονται σε κύριο δρόμο από παρόδους και οι οποίοι ανακόπτουν τη νόμιμη πορεία οδηγών που κινούνται στον κύριο δρόμο, εκτός εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι που δικαιολογούν όπως επιμεριστεί κάποιο ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας στον οδηγό του κυρίου δρόμου ― Όπου ο τελευταίος εξ αντικειμένου δεν έχει δυνατότητα να αντιληφθεί άλλο όχημα που εισέρχεται στην πορεία του από πάροδο πριν αυτό εισέλθει στον κύριο δρόμο, η νομολογία είναι επιφυλακτική προτού του αποδώσει ευθύνη.

[*1528]Τα επίδικα γεγονότα αφορούσαν σε τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη στον κύριο δρόμο Ποταμιάς - Δαλίου,  με ενεχόμενα τα αυτοκίνητα CAΝ 254 και ΗΧΖ 253.

 

Oδηγός του αυτοκινήτου CAΝ 254 ήταν ο εφεσείοντας-τριτοδιάδικος o οποίος ταξίδευε με την οικογένεια του στον κύριο δρόμο με κατεύθυνση το Δάλι, ενώ οδηγός του αυτοκινήτου HXZ 273 ήταν ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, ο οποίος στην προσπάθεια του να εισέλθει στον κύριο δρόμο από ανώνυμη οδό για να κατευθυνθεί προς Ποταμιά, απέκοψε την πορεία του πρώτου αυτοκινήτου με αποτέλεσμα τη σύγκρουση και τον τραυματισμό της συζύγου του εφεσείοντα.

 

Η σύζυγος του εφεσείοντα διεκδίκησε με αγωγή αποζημιώσεις εναντίον του εφεσίβλητου, οι οποίες καθορίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, επί πλήρους ευθύνης.

 

Σ’ ότι δε αφορούσε στο θέμα της ευθύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο την καταμέρισε σε 80% στον εφεσίβλητο-εναγόμενο και 20% στον εφεσείοντα, ο οποίος προσεκλήθηκε στη διαδικασία ως τριτοδιάδικος. Με ανάλογη συνεισφορά του τελευταίου στο ύψος της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στη σύζυγό του. 

 

Εκρίθη πρωτοδίκως ότι από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης ο τριτοδιάδικος όφειλε να είναι πιο προσεκτικός και να κινείται με πιο χαμηλή ταχύτητα ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο εισόδου οχήματος από την ανώνυμη οδό. Ο τριτοδιάδικος σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, γνώριζε το πρόβλημα του οδικού δικτύου της περιοχής. Ότι δηλαδή δεν υπήρχε ορατότητα προς την ανώνυμη οδό, ότι δεν υπήρχε σήμανση και ότι η ορατότητα στην οδό Αισχύλου - προς το Δάλι - περιοριζόταν μέχρι το σημείο της καμπής του δρόμου. Όφειλε, συνεπώς, να κινείται με χαμηλή ταχύτητα γιατί ήταν ενδεχόμενο να επιχειρήσει κάποιος είσοδο στο δρόμο όπου κινείτο από την ανώνυμη οδό.

 

Ο εφεσείων τριτοδιάδικος αμφισβήτησε με την έφεση την πιο πάνω κρίση και την απόδοση σε αυτόν ποσοστού ευθύνης 20% αναφορικά με την πρόκληση του δυστυχήματος.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η ιδιορρυθμία της σκηνής και η ταχύτητα του δεν ήταν παράγοντες που συνέβαλαν στην πρόκληση του ατυχήματος.

 

β)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν [*1529]ταξίδευε με την επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις χαμηλή ταχύτητα ως επίσης και η κατάληξη σε εύρημα σε σχέση με την ταχύτητα του χωρίς επιστημονική μαρτυρία.

 

γ)  Εσφαλμένα εκρίθη πως η ταχύτητα του εφεσείοντα συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στη σύγκρουση και ήταν εσφαλμένη η κατάληξη πως όφειλε να ήταν πιο προσεκτικός και να κινείται με χαμηλή ταχύτητα ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ενδεχόμενο κίνδυνο εισόδου οχήματος από την ανώνυμη πάροδο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν υπήρχε διαφωνία ότι, γενικώς, είναι επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να αποκλείσει ή επιβεβαιώσει εκδοχή οδηγού ως προς την ταχύτητα του ιδίου ή άλλου οδηγού, να καταφύγει στην απλή κοινή λογική και εμπειρία για να αξιολογήσει την εκδοχή οποιουδήποτε από τους εμπλεκόμενους οδηγούς ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα κατά πόσο η ταχύτητα ενός εκ των εμπλεκομένων οδηγών ήταν ψηλή ή χαμηλή, ανάλογα με τον ισχυρισμό που τίθεται ενώπιον του.

 

2.  Όμως αυτό αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που δεν επιτρέπει στο πρωτόδικο Δικαστήριο να ενεργήσει ως εμπειρογνώμονας και ενόψει τούτου η κατάληξη σε τέτοιο συμπέρασμα προϋποθέτει ότι τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του, ιδιαίτερα η πραγματική μαρτυρία, είναι τέτοια που αφ’ εαυτών, ως θέμα κοινής λογικής και εμπειρίας, δικαιολογούν τέτοιο συμπέρασμα.

 

3.  Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν φαινόταν πως τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο - ζημιές στα δύο οχήματα, σοβαρός τραυματισμός ενός εκ των πέντε επιβατών του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείοντας και 6.30 μ. ίχνη τροχοπέδησης που άφησε το αυτοκίνητό του - ήταν αφ’ εαυτών ικανοποιητικά στοιχεία για χαρακτηρισμό της ταχύτητας του «ως μη χαμηλής» υπό τις περιστάσεις.

 

4.  Εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να ήταν καθοριστικό στοιχείο για να καταλογιστεί ευθύνη στον εφεσείοντα για το ατύχημα, αφού για καταλογισμό τέτοιας ευθύνης, σημασία θα είχε αν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληγε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείοντας οδηγούσε με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα και τέτοιο συμπέρασμα απουσιάζει από την πρωτόδικη απόφαση.

 

5.  Σ’ ότι δε αφορούσε στην ιδιομορφία της σκηνής, η οποία χρησι[*1530]μοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνδυασμό με τη «μη χαμηλή» ταχύτητα του εφεσείοντα για να του καταλογιστεί ευθύνη 20%, αυτή δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ο εφεσείοντας οδηγούσε σε κύριο δρόμο.

 

6.  Κατά κανόνα, καταλογίζεται αποκλειστική ευθύνη στους οδηγούς που εισέρχονται σε κύριο δρόμο από παρόδους και οι οποίοι ανακόπτουν τη νόμιμη πορεία οδηγών που κινούνται στον κύριο δρόμο, εκτός εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι που δικαιολογούν όπως επιμεριστεί κάποιο ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας στον οδηγό του κυρίου δρόμου.

 

7.  Όμως, όπου ο οδηγός του κυρίου δρόμου εξ αντικειμένου δεν έχει δυνατότητα να αντιληφθεί άλλο όχημα που εισέρχεται στην πορεία του από πάροδο πριν αυτό εισέλθει στον κύριο δρόμο - όπως συμβαίνει στην παρούσα - η νομολογία είναι επιφυλακτική προτού του αποδώσει ευθύνη.

 

8.  Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείοντας δεν είχε δυνατότητα να αντιληφθεί το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου πριν την είσοδό του στον κύριο δρόμο. Μόλις δε το αντιλήφθηκε, μόλις δηλαδή εκδηλώθηκε ο κίνδυνος σύγκρουσης, εφάρμοσε τα φρένα του οχήματός του  και έκανε ενστικτωδώς ελιγμό προς τα αριστερά για να το αποφύγει.

 

9.  Εκπλήρωσε συνεπώς το καθήκον που είχε υπό τις περιστάσεις και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν το εκπλήρωσε λόγω ταχύτητας, η οποία απλώς δεν ήταν χαμηλή, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιομορφίας της σκηνής.

 

10. Το ότι η σκηνή ήταν όντως ιδιόμορφη και ο εφεσείοντας δεν είχε ορατότητα προς το σημείο από το οποίο εισήλθε στην πορεία του το όχημα το εφεσίβλητου, δεν είναι στοιχείο που θα μπορούσε να επιδράσει στο δικαίωμα που είχε για χρήση του δρόμου κατά προτεραιότητα και να του επέβαλλε επιπρόσθετο καθήκον για λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους κάποιου οδηγού που θα παρεμβαλλόταν στην πορεία του από πάροδο.

 

11. Κάτι τέτοιο, θα εναπόθετε ανυπόφορο βάρος στον οδηγό του κυρίου δρόμου.

 

12. Διαφορετική θα ήταν η κατάληξη εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληγε σε εύρημα για υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύ[*1531]τητα του εφεσείοντα και όχι απλώς σε εύρημα ότι δεν οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα.

 

13. Η πρωτόδικη απόφαση αντικαταστάθηκε με απόφαση ότι την πλήρη ευθύνη πρόκλησης του ατυχήματος τη φέρει ο εφεσίβλητος. 

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Νικολαΐδης κ.ά. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 442,

 

Κασιέρη κ.ά. ν. Γεωργίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246,

 

Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 642,

 

Δημητρίου κ.ά. ν. Χαραλάμπους (1992) 1(Β) ΑΑΔ 756,

 

Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,

 

Βίκης ν. Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ. 345,

 

Shakolas v. Agathangelou a.o. (1983) 1(B) CLR 1007,

 

Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1193,

 

 Κωνσταντίνου ν. Χατζηαντωνίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 455,

 

Ιωαννίδη ν. Γιαννή (1990) 1 Α.Α.Δ. 213,

 

Παναγιώτου ν. Χατζηπαναγή (1994) 1 Α.Α.Δ. 178,

 

Νικολάου ν. Καϊμακκάκη (2004) 1 Α.Α.Δ. 570,

 

Μeemanage v. Αναστασίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 59,

 

Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Τριτοδιάδικο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9896/2003), ημερομ. 8/7/2010.

 

[*1532]Θ. Ιωαννίδης, για Εφεσείοντα-Τριτοδιάδικο.

 

Χ. Κυριακίδης, για Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το απόγευμα της 9.8.2002 συνέβηκε τροχαίο ατύχημα στον κύριο δρόμο Ποταμιάς – Δαλίου, στην οδό Αισχύλου στο Δάλι, με ενεχόμενα τα αυτοκίνητα CAΝ 254 και ΗΧΖ 253.

 

Oδηγός του αυτοκινήτου CAΝ 254 ήταν ο Χρίστος Χρίστου (εφεσείοντας-τριτοδιάδικος) o οποίος ταξίδευε με την οικογένεια του στον κύριο δρόμο με κατεύθυνση το Δάλι, ενώ οδηγός του αυτοκινήτου HXZ 273 ήταν ο Φίλιππος Σωτηρίου (εφεσίβλητος-εναγόμενος) ο οποίος στην προσπάθεια του να εισέλθει στον κύριο δρόμο από ανώνυμη οδό για να κατευθυνθεί προς Ποταμιά, απέκοψε την πορεία του πρώτου αυτοκινήτου με αποτέλεσμα τη σύγκρουση και τον τραυματισμό της συζύγου του εφεσείοντα.

 

Η σύζυγος του εφεσείοντα διεκδίκησε με αγωγή αποζημιώσεις εναντίον του εφεσίβλητου, οι οποίες καθορίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ποσό των €160.743,24, πλέον νόμιμο τόκο, επί πλήρους ευθύνης. Σ’ ότι δε αφορά το θέμα της ευθύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο την καταμέρισε σε 80% στον εφεσίβλητο-εναγόμενο και 20% στον εφεσείοντα, ο οποίος προσεκλήθηκε στη διαδικασία ως τριτοδιάδικος. Με ανάλογη συνεισφορά του τελευταίου στο ύψος της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στη σύζυγό του.

 

Αμφότερες οι πλευρές έμειναν ικανοποιημένες από το ύψος των αποζημιώσεων – γενικών και ειδικών – που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σύζυγο του εφεσείοντα επί πλήρους ευθύνης, όπως ικανοποιημένος έμεινε και ο εφεσίβλητος από την επίρριψη ευθύνης 20% στον εφεσείοντα. Όμως, ο τελευταίος, αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση ότι «… κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης ο τριτοδιάδικος όφειλε να είναι πιο προσεκτικός και να κινείται με πιο χαμηλή ταχύτητα ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο εισόδου οχήματος από την ανώνυμη οδό. Ο τριτοδιάδικος γνώριζε το πρόβλημα του οδικού δικτύου της περιοχής. Ότι δηλαδή δεν υπήρχε ορατότητα προς την ανώνυμη οδό, ότι δεν υπήρχε σήμανση και ότι η ορατότητα στην οδό Αισχύλου - προς το Δάλι - περιοριζόταν μέχρι το σημείο της [*1533]καμπής του δρόμου. Όφειλε, συνεπώς, να κινείται με χαμηλή ταχύτητα γιατί ήταν ενδεχόμενο να επιχειρήσει κάποιος είσοδο στο δρόμο (την οδό Αισχύλου στην οποία εκινείτο) από την ανώνυμη οδό. Τη χαμηλότερη ταχύτητα επέβαλλαν στον τριτοδιάδικο οι πιο πάνω ιδιαίτερες περιστάσεις, τις οποίες γνώριζε».

 

Οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, τις οποίες σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση γνώριζε ο εφεσείοντας, αφορούσαν τα δεδομένα της σκηνής. Πρόκειται όντως για ιδιόμορφη σκηνή, υπό την έννοια ότι στο σημείο της σύγκρουσης η οδός Αισχύλου (ο κύριος δρόμος) διαπλατύνεται από τα 6.60 μ. στα 20.50 μ. και στη συνέχεια, μετά από μερικά μέτρα, το πλάτος της προς Δάλι μειώνεται στα 8.70 μ. Και αυτό καθότι, στο σημείο της σύγκρουσης, η οδός Αισχύλου ενώνεται με παράλληλη ανώνυμη οδό – από την οποία εξήλθε ο εφεσίβλητος πλάτους 7.50 μ. – και μεταξύ των δύο δρόμων παρεμβάλλεται σε σχήμα «Π» αυλή σπιτιού με δέντρα και περίφραξη πλάτους 6.40 μ. η οποία εμπόδιζε την ορατότητα του εφεσείοντα προς την ανώνυμη οδό. Σ’ ότι δε αφορά την ταχύτητα με την οποία ταξίδευε ο εφεσείοντας, αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής μαρτυρίας. Το πρωτόδικο όμως Δικαστήριο εκτίμησε ότι ο εφεσείοντας δεν ταξίδευε με χαμηλή ταχύτητα, εφαρμόζοντας, όπως αναφέρει στην καλοδιατυπωμένη απόφαση του, τους κανόνες της κοινής λογικής και εμπειρίας λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, των εκτεταμένων ζημιών στα ενεχόμενα οχήματα, του σοβαρού τραυματισμού της συζύγου του εφεσείοντα και των ιχνών τροχοπέδησης που άφησε το όχημα του εφεσείοντα στην επιφάνεια της ασφάλτου μήκους 6.30 μ..

 

Ο εφεσείοντας θεωρεί ότι η ιδιορρυθμία της σκηνής και η ταχύτητα του δεν ήταν παράγοντες που συνέβαλαν στην πρόκληση του ατυχήματος και με την παρούσα έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση με τέσσερις λόγους έφεσης. Απ’ αυτούς ο πρώτος είναι γενικός και έχει στο στόχαστρό του την πρωτόδικη κρίση με την οποία του καταλογίστηκε ποσοστό ευθύνης 20% στην πρόκληση του ατυχήματος, ενώ οι υπόλοιποι τρεις αφορούν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ταξίδευε με την επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις χαμηλή ταχύτητα. Προβάλλεται συγκεκριμένα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα σε σχέση με την ταχύτητα του χωρίς επιστημονική μαρτυρία (2ος λόγος έφεσης), εσφαλμένα έκρινε πως η ταχύτητα του συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στη σύγκρουση (3ος λόγος έφεσης) και εσφαλμένα κατέληξε πως όφειλε να ήταν πιο προσεκτικός και να κινείται με χαμηλή ταχύτητα ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ενδεχόμενο κίνδυνο εισόδου οχήματος από την ανώνυμη πάροδο (4ος λόγος έφεσης).

[*1534]Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, προώθησε τον πρώτο λόγο έφεσης με αναφορά σε ευρήματα του Δικαστηρίου, η ορθότητα των οποίων δεν αμφισβητείται. Από τη στιγμή, υπέβαλε, που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ορθό εύρημα ότι μόλις ο εφεσείοντας αντιλήφθηκε να παρεμβάλλεται στην πορεία του το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, εφάρμοσε τα φρένα του και κινήθηκε ενστικτωδώς αριστερότερα για να αποφύγει τη σύγκρουση εσφαλμένα του καταλογίστηκε συντρέχουσα αμέλεια. Επικαλέστηκε συναφώς τις Νικολαΐδης κ.ά. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 442 και Κασιέρη κ.ά. ν. Γεωργίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246, επισημαίνοντας πως  σύμφωνα με τις εν λόγω αυθεντίες το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλου οδηγού. Κάτι τέτοιο, τόνισε, θα εναπόθετε ανυπόφορο βάρος στον νομιμόφρονα οδηγό και θα παρείχε αδικαιολόγητη συγχώρεση σε εκείνον ο οποίος παραβαίνει τα καθήκοντα του και το Νόμο. Σ’ ότι δε αφορά τους υπόλοιπους τρεις λόγους έφεσης, υπέβαλε ότι ελλείψει επιστημονικής μαρτυρίας το σχετικό με το θέμα της ταχύτητας συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο. Επέσυρε επί του προκειμένου την προσοχή του Εφετείου στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξηγεί πως ο εφεσείοντας θα απέφευγε τη σύγκρουση εάν οδηγούσε με πιο χαμηλή ταχύτητα αφού το (ορθό) εύρημα του ήταν ότι ο εφεσίβλητος του απέκοψε την πορεία. Παρέπεμψε επί του προκειμένου στην Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 642, στην οποία λέχθηκε πως η στοιχειοθέτηση αμέλειας λόγω ταχύτητας προϋποθέτει εύρημα για οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα που στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει τέτοιο εύρημα.

 

Με τη σειρά του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και επί των δύο σημείων, παραπέμποντας  στις υποθέσεις Δημητρίου κ.ά. ν. Χαραλάμπους (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 756, Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Βίκης ν. Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ. 345, Shakolas v. Agathangelou a.o. (1983) 1(B) C.L.R. 1007, Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1193 και Κωνσταντίνου ν. Χατζηαντωνίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 455.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και σε σχέση με το ζήτημα της ταχύτητας, να επισημάνουμε κατ’ αρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν του ήταν επιτρεπτό να ενεργήσει ως εμπειρογνώμονας και για το λόγο αυτό δεν προέβηκε σε εύρημα όσον αφορά την ταχύτητα του εφεσείοντα. Όμως αυ[*1535]τό, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις Shakolas και Σπύρου (ανωτέρω), δεν το εμπόδιζε να προβεί σε κάποια εκτίμηση σε σχέση με την ταχύτητα, εφαρμόζοντας επί του προκειμένου τους κανόνες της κοινής λογικής και εμπειρίας.

 

Δεν διαφωνούμε ότι, γενικώς, είναι επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να αποκλείσει ή επιβεβαιώσει εκδοχή οδηγού ως προς την ταχύτητα του ιδίου ή άλλου οδηγού, να καταφύγει στην απλή κοινή λογική και εμπειρία για να αξιολογήσει την εκδοχή οποιουδήποτε από τους εμπλεκόμενους οδηγούς ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα κατά πόσο η ταχύτητα ενός εκ των εμπλεκομένων οδηγών ήταν ψηλή ή χαμηλή, ανάλογα με τον ισχυρισμό που τίθεται ενώπιον του. Όμως αυτό αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που δεν επιτρέπει στο (πρωτόδικο) Δικαστήριο να ενεργήσει ως εμπειρογνώμονας και ενόψει τούτου η κατάληξη σε τέτοιο συμπέρασμα προϋποθέτει ότι τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του, ιδιαίτερα η πραγματική μαρτυρία, είναι τέτοια που αφ’ εαυτών, ως θέμα κοινής λογικής και εμπειρίας, δικαιολογούν τέτοιο συμπέρασμα.

 

Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν μας φαίνεται πως τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο – ζημιές στα δύο οχήματα, σοβαρός τραυματισμός ενός εκ των πέντε επιβατών του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείοντας και 6.30 μ. ίχνη τροχοπέδησης που άφησε το αυτοκίνητό του – ήταν αφ’ εαυτών ικανοποιητικά στοιχεία για χαρακτηρισμό της ταχύτητας του «ως μη χαμηλής» υπό τις περιστάσεις. Έπεται ότι επί του προκειμένου έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε τέτοιο χαρακτηρισμό ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να ήταν καθοριστικό στοιχείο για να καταλογιστεί ευθύνη στον εφεσείοντα για το ατύχημα, αφού για καταλόγιση τέτοιας ευθύνης σημασία θα είχε αν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληγε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσειοντας οδηγούσε με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα και τέτοιο συμπέρασμα απουσιάζει από την πρωτόδικη απόφαση.  Σ’ ότι δε αφορά την ιδιομορφία της σκηνής, η οποία χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνδυασμό με τη «μη χαμηλή» ταχύτητα του εφεσείοντα για να του καταλογιστεί ευθύνη 20%, αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο εφεσείοντας οδηγούσε σε κύριο δρόμο. Είναι δε καλώς εδραιωμένη νομολογιακή αρχή ότι οι οδηγοί επί του κυρίου δρόμου έχουν προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους άλλους οδηγούς που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από πάροδο. Γι’ αυτό, κατά κανόνα, καταλογίζεται αποκλειστική ευθύνη στους οδηγούς που εισέρχονται σε κύριο δρόμο από παρόδους και οι οποί[*1536]οι ανακόπτουν τη νόμιμη πορεία οδηγών που κινούνται στον κύριο δρόμο, εκτός εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι που δικαιολογούν όπως επιμεριστεί κάποιο ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας στον οδηγό του κυρίου δρόμου (βλ. μεταξύ άλλων Ιωαννίδη ν. Γιαννή (1990) 1 Α.Α.Δ. 213, Παναγιώτου ν. Χατζηπαναγή (1994) 1 Α.Α.Δ. 178, Νικολάου ν. Καϊμακκάκη (2004) 1 Α.Α.Δ. 570 και Μeemanage v. Αναστασίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 59), οι οποίες αναφέρονται και στην πρωτόδικη απόφαση. Όμως, όπου ο οδηγός του κυρίου δρόμου εξ  αντικειμένου δεν έχει δυνατότητα να αντιληφθεί άλλο όχημα που εισέρχεται στην πορεία του από πάροδο πριν αυτό εισέλθει στον κύριο δρόμο - όπως συμβαίνει στην παρούσα - η νομολογία είναι επιφυλακτική προτού του αποδώσει ευθύνη. (Βλ. Meemanage ανωτέρω, η οποία παραπέμπει στις Ιωαννίδη (ανωτέρω) και Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815). 

 

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείοντας δεν είχε δυνατότητα να αντιληφθεί το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου πριν την είσοδό του στον κύριο δρόμο. Μόλις δε το αντιλήφθηκε, μόλις δηλαδή εκδηλώθηκε ο κίνδυνος σύγκρουσης, εφάρμοσε τα φρένα του οχήματός του και έκανε ενστικτωδώς ελιγμό προς τα αριστερά για να το αποφύγει. Εκπλήρωσε συνεπώς το καθήκον που είχε υπό τις περιστάσεις και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν το εκπλήρωσε λόγω ταχύτητας, η οποία απλώς δεν ήταν χαμηλή, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιομορφίας της σκηνής. Το ότι η σκηνή ήταν όντως ιδιόμορφη και ο εφεσείοντας δεν είχε ορατότητα προς το σημείο από το οποίο εισήλθε στην πορεία του το όχημα το εφεσίβλητου, δεν είναι στοιχείο που θα μπορούσε να επιδράσει στο δικαίωμα που είχε για χρήση του δρόμου κατά προτεραιότητα και να του επέβαλλε επιπρόσθετο καθήκον για λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους κάποιου οδηγού που θα παρεμβαλλόταν στην πορεία του από πάροδο. Κάτι τέτοιο, όπως ορθά τόνισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, θα εναπόθετε ανυπόφορο βάρος στον οδηγό του κυρίου δρόμου και θα οδηγούσε σε καθιέρωση καθήκοντος των οδηγών του κυρίου δρόμου όποτε προσεγγίζουν πάροδο προς την οποία δεν έχουν ορατότητα να οδηγούν με χαμηλή ταχύτητα ενόψει ενδεχόμενου κινδύνου κάποιος οδηγός της παρόδου να παρεμβληθεί στην πορεία του προτού ελέγξει κατά πόσο η είσοδος στον κύριο δρόμο είναι ασφαλής. Διαφορετική βεβαίως θα ήταν η κατάληξη μας εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληγε σε εύρημα για υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα του εφεσείοντα και όχι απλώς σε εύρημα ότι δεν οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση, σ’ ότι αφορά τον κα[*1537]ταλογισμό ευθύνης στον εφεσείοντα, επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση αντικαθίσταται με απόφαση ότι την πλήρη ευθύνη πρόκλησης του ατυχήματος τη φέρει ο εφεσίβλητος. Σ’ ότι αφορά τα έξοδα, αυτά, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, θα είναι προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο