Ιακωβίδης M.Σ & Σία Λτδ και Άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 1593

ECLI:CY:AD:2015:A509

(2015) 1 ΑΑΔ 1593

[*1593]10 Ιουλίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 378/2009)

 

Μ.Σ. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ ΚΑΙ ΑΛΛEΣ,

 

Εφεσείουσες,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 386/2009)

 

M.K. STAVRINOS LIMITED,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 378/2009 και 386/2009)

 

 

Αποζημιώσεις ― Σύνταγμα ― Παραβίαση περιουσιακών δικαιωμάτων ― Αμέλεια ― Παράβαση καθήκοντος ― Επιδίκαση από το Εφετείο, συμφωνηθέντων πρωτοδίκως αποζημιώσεων εναντίον της Δημοκρατίας ― Αγωγή για αξίωση αποζημιώσεων από ζημιογόνες συνέπειες που υπέστησαν φαρμακευτικές εταιρείες εκ της έκδοσης διατάγματος που εξέδωσε ο Υπουργός Υγείας, με το οποίο μειώθηκε η χονδρική τιμή πώλησης διαφόρων φαρμακευτικών προϊόντων ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης περί μη ύπαρξης αμέλειας και παράβασης καθηκόντων εκ μέρους της Δημοκρατίας ― Εκρίθη από το Εφετείο ότι τα αποθέματα φαρμάκων στις αποθήκες των εφεσειουσών ήταν περιουσιακό στοιχείο άξιο προστασίας από το Νόμο ως επίσης και η αναμε[*1594]νόμενη κερδοφορία ― Απόφανση μειοψηφίας ότι δεν αποτελεί περιουσία, το μελλοντικό εισόδημα το οποίο θα αποτελούσε οικονομική απώλεια, την οποία οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι θα υφίσταντο ως εκ της εφαρμογής του Διατάγματος.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Περιουσιακά δικαιώματα ― Άρθρο 23 ― Τι αποτελεί περιουσία ― Το δικαίωμα εκτείνεται και στην κινητή περιουσία ― Και οι απαιτήσεις εμπίπτουν στην έννοια της προστατεύσιμης περιουσίας ― Νομολογία ΕΔΑΔ.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Περιουσιακά δικαιώματα ―  Άρθρο 23 ― Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ― Νομολογία ΕΔΑΔ ― Θα πρέπει να τηρούνται για τον περιορισμό περιουσιακού στοιχείου οι αρχές της αναλογικότητας, της δίκαιης ισορροπίας και του αντισταθμίσματος.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Περιουσιακά δικαιώματα ― Άρθρο 23 ― De facto απαλλοτρίωση ― Υπάρχει αποστέρηση περιουσίας όπου διαπιστώνεται «de facto expropriation», ή, ακόμη και όπου στην απουσία επίσημης ή de facto αποστέρησης, διαπιστώνεται τέτοια επέμβαση που επηρεάζει ή αποτελεί μέθοδο ελέγχου επί της περιουσίας.

 

Αποζημιώσεις ― Παράβαση καθήκοντος ― Αμέλεια ― Η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης νομίμων καθηκόντων δεν πρέπει να συγχέεται ή να επικαλύπτεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια ― Αυτό, έστω και αν η ίδια ζημία, η έκταση της ή το ύψος της, δυνατόν να προέλθει είτε από συμπεριφορά που συνάδει με τη συνήθη αμέλεια, είτε με συμπεριφορά που ισοδυναμεί με διάρρηξη νόμιμου καθήκοντος.

 

Αμέλεια ― Παράβαση καθήκοντος ― Δικογράφιση ―- Κατά ορθή δικογράφηση, τα δύο αγώγιμα δικαιώματα της αμέλειας και παράβασης καθήκοντος, θα πρέπει να ξεχωρίζονται.

 

Αμέλεια ― Συνίσταται σε έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, η οποία θα έπρεπε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβληθεί από τον δράστη ώστε να μην προκληθεί ζημία στον πλησίον ― Το όριο της επιμέλειας διαγράφεται από την επίδειξη της ανάλογης προσοχής από τον υποθετικό μέσο συνετό άνθρωπο.

 

Αμέλεια ― Εύλογη επιμέλεια ― «Γείτονας», θεωρούνται όλα εκείνα τα πρόσωπα που είναι σε επαρκή σχέση εγγύτητας ή γειτονίας με το [*1595]πρόσωπο που επιφέρει τη ζημία ώστε το τελευταίο να έπρεπε λογικά να γνώριζε ή να προέβλεπε ότι οι πράξεις του θα επηρέαζαν το άλλο μέρος.

 

Αμέλεια ― Δεν υπάρχει γενικός κανόνας που να εξαιρεί τις δημόσιες αρχές από οποιαδήποτε ευθύνη λόγω αμελείας, απλώς και μόνο διότι είναι δημόσιες και όχι ιδιωτικές αρχές ή σώματα ― Η εφαρμογή των τριών βασικών γνωστών προϋποθέσεων της πρόβλεψης, της εγγύτητας και του δικαίου, ορθού και λογικού μέτρου, τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νουν πριν αποδώσει ευθύνη σε κρατική υπηρεσία.

 

Οι εφεσείουσες είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που ασχολούνται μεταξύ άλλων με την εισαγωγή και τη χονδρική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων, είναι δε μέλη του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιρειών Κύπρου. Κατέχουν την υπό του νόμου απαιτούμενη άδεια για εισαγωγή, χονδρική πώληση και διατήρηση αποθεμάτων φαρμακευτικών προϊόντων.

 

Στο πλαίσιο επανατιμολόγησης ή αναθεώρησης τιμών πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων έλαβαν χώραν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2004 και Φεβρουαρίου 2005, διαβουλεύσεις είτε απευθείας από τις εφεσείουσες εταιρείες, είτε μέσω του Συνδέσμου, με τον Υπουργό Υγείας, ο οποίος στις 25.2.2005 δημοσίευσε διάταγμα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με το οποίο η χονδρική τιμή πώλησης διαφόρων φαρμακευτικών προϊόντων μειώθηκε από 1.3.2005. Η μείωση αυτή αφορούσε μεγάλο αριθμό φαρμακευτικών προϊόντων τα οποία εισήγαγαν οι εφεσείουσες οι οποίες και επηρεάστηκαν αναλόγως, έγινε δε χωρίς να είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών οποιαδήποτε συγκεκριμένη μείωση ή διαφοροποίηση στις τιμές, ή, οποιαδήποτε μεταβατική περίοδος.

 

Ως αποτέλεσμα οι εφεσείουσες ήγειραν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για τις κατ’ ισχυρισμό ζημιογόνες συνέπειες που είχαν υποστεί λόγω της συμπεριφοράς της Δημοκρατίας μέσω των ενεργειών και ή του διατάγματος που εξέδωσε ο Υπουργός Υγείας. Καταλόγισαν στη Δημοκρατία, την οποία ενήγαγαν μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος των εφεσειουσών εταιρειών για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους και παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και/ή αμέλεια. Οι εφεσείουσες θεώρησαν ότι με την αναγκαστική επελθούσα μείωση των τιμών επί των υφισταμένων αποθεμάτων τους, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση τους και χωρίς να αφεθεί εύλογος χρόνος προμήθειας και διοχέτευσης στην αγορά των φαρμακευτικών προϊόντων που [*1596]ήταν στις αποθήκες τους, στην ουσία απαλλοτριώθηκε η περιουσία τους χωρίς εύλογη και δίκαιη αποζημίωση. Καταλόγισαν επίσης στη Δημοκρατία δυσμενή διάκριση έναντι των εταιρειών χονδρικής πώλησης δεδομένου ότι παρόμοιες μειώσεις δεν έγιναν και στους αδειούχους λιανικής πώλησης, δηλαδή, στα φαρμακεία. Ο Υπουργός Υγείας, εισηγήθηκαν, γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει μέσα από τις διαβουλεύσεις το μέγεθος των αποθεμάτων των εφεσειουσών εταιρειών, αλλά προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος μειώνοντας τις τιμές επηρεάζοντας έτσι τα αποθεματικά και την αξία τους χωρίς να μεριμνήσει για περίοδο χρόνου εξάντλησης των προαναφερομένων αποθεμάτων τα οποία και είχαν αγορασθεί από τις εφεσείουσες με βάση το προηγούμενο καθεστώς καθορισμού των τιμών.

 

Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων το ύψος των ζημιών που οι εφεσείουσες είχαν υποστεί σε σχέση με τα αποθέματα που διατηρούσαν κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Πρωτοδίκως είχαν εγερθεί δώδεκα διαφορετικές αγωγές από ανάλογους φαρμακέμπορους και παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση το συμφωνηθέν ποσό ζημίας για εκάστη αγωγή. Σε τρεις από τις αγωγές είχε τεθεί και θέμα αποζημίωσης για προϊόντα που ήταν καθοδόν, είχαν, δηλαδή, παραγγελθεί με τις προηγούμενες τιμές, αλλά δεν είχαν ακόμη αφιχθεί στη Δημοκρατία για να αποτελέσουν μέρος του αποθεματικού.

 

Επί αυτών των καθοδόν προϊόντων δεν επήλθε συμφωνία ως προς το ύψος της ζημίας και παρέμεινε συνεπώς επίδικο το ύψος του ποσού, εάν και εφόσον βεβαίως η Δημοκρατία κρινόταν υπόλογη για οποιασδήποτε μορφής παράβαση καθήκοντος προς τις εταιρείες.

 

Είχε δε εγερθεί και προδικαστική ένσταση από πλευράς της Δημοκρατίας ότι η έκδοση του Υπουργικού Διατάγματος αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη για την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας εξέτασης. Κρίθηκε ότι η προδικαστική αυτή ένσταση δεν ευσταθούσε, με συνέπεια την απόρριψη της και επ’ αυτού η Δημοκρατία δεν υπέβαλε οποιαδήποτε αντέφεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε τη σχετική προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε ότι οι εφεσείουσες εταιρείες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους.

 

Σύμφωνα με την προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, αρ[*1597]κετά από τα έγγραφα-παραγγελίες είχαν ημερομηνία μεταγενέστερη αυτής κατά την οποία οι εφεσείουσες γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν την προτεινόμενη μείωση τιμής στα συγκεκριμένα φάρμακα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι παρέμειναν κενά σε σχέση με προϊόντα που καταστράφηκαν και για τα οποία εν πάση περιπτώσει η Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να έχει ευθύνη, με το ότι δεν φαινόταν να είχε γίνει προσπάθεια διαπραγμάτευσης των τιμών με τους προμηθευτές, ότι πολλές από τις παραγγελίες έγιναν αφού οι εφεσείουσες γνώριζαν για την προτιθέμενη μείωση στις τιμές, ενώ αρκετές παραγγελίες αφορούσαν προϊόντα τα οποία καθυστέρησαν να αφιχθούν στη Δημοκρατία εξ αιτίας των εργοστασίων κατασκευής.

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι δεν υπήρξε στα δεδομένα της υπόθεσης καμία παραβίαση των δικαιωμάτων των εφεσειουσών διότι ενώ γνώριζαν τις προθέσεις της κυβέρνησης συνέχισαν να αγοράζουν φάρμακα σε υψηλότερες τιμές.

 

Σύμφωνα με το πρωτόδικο σκεπτικό, η κυβέρνηση ως είχε καθήκον, αποφάσισε να μειώσει τις τιμές των φαρμάκων προς προστασία του Κύπριου καταναλωτή, διαβουλεύθηκε επί ενδεκάμηνο με τους επηρεαζόμενους, ενώ δεν ήταν νομικά υπόχρεη να το πράξει, αλλά οι εφεσείουσες εταιρείες συνέχιζαν να αγοράζουν στις προηγούμενες τιμές με αποτέλεσμα να διατηρούσαν αποθέματα όταν οι νέες τιμές τέθηκαν σε εφαρμογή. Περαιτέρω, έκρινε, ότι καμία δυσμενής διάκριση δεν έγινε μεταξύ των εφεσειουσών ως αδειούχων χονδρικής πώλησης και των αδειούχων λιανικής πώλησης επί των πωλήσεων των οποίων δεν έγιναν παρόμοιες μειώσεις. Ούτε και η Δημοκρατία παρέβη οποιοδήποτε νόμιμο καθήκον της, καθήκον που οι εφεσείουσες απέτυχαν να τεκμηριώσουν παρά μόνο πρόβαλαν γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ειδικά το αστικό αδίκημα της αμέλειας κρίνοντας ότι οι λεπτομέρειες που δόθηκαν στην έκθεση απαίτησης δεν ήταν επαρκείς. Από την άλλη, έκρινε ότι οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν, ούτε θεμελίωσαν την εγγύτητα των σχέσεων τους με τη Δημοκρατία ή το Υπουργείο Υγείας ώστε οι τελευταίοι να είχαν ορισμένο καθήκον επιμέλειας έναντι τους.

 

Η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς εξ αιτίας πρόβλεψης ότι η συμπεριφορά της Δημοκρατίας θα προκαλούσε αυτή τη ζημιά στις εφεσείουσες, δεν στοιχειοθετήθηκε, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον είχαν γίνει πολύμηνες διαπραγματεύσεις ή συζητήσεις μεταξύ των μερών και ήταν οι εφεσείουσες που ήταν αμελείς στο να μην φροντίσουν να τύχουν καλύτερης τιμολογιακής ρύθμι[*1598]σης από τους προμηθευτές τους, τη στιγμή που ο Υπουργός Υγείας είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα να μειώσει τις τιμές με Διάταγμα.

 

Δεν αποδείχθηκε σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση στην υπόθεση, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας που κατ’ ισχυρισμόν επέδειξε η Δημοκρατία έναντι των εφεσειουσών, οι οποίες δεν κατάφεραν να αποδείξουν με σαφή μαρτυρία ότι η ζημιά τους προήλθε από τις ενέργειες που καταλόγιζαν στη Δημοκρατία.

 

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν με σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία τις ζημιές που κατ’ ισχυρισμόν υπέστησαν για τα καθ’ οδόν προϊόντα. Δεν ήταν αρκετή, όπως επεσήμανε, η κατάθεση σωρείας τιμολογίων και εγγράφων για να αποδειχθούν αυτές οι ζημιές που ως ειδικές αποζημιώσεις έπρεπε να αποδειχθούν με ακρίβεια και λεπτομέρεια.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία εφόσον δεν έλαβε καθόλου υπόψη τη μαρτυρία του Μ.Ε.5, στον οποίο καμία απολύτως αναφορά δεν γίνεται στο πρωτόδικο σκεπτικό.

 

β)  Ήταν λανθασμένη η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες μπορούσαν να καθορίσουν στο μεσοδιάστημα μέχρι την δημοσίευση του διατάγματος και κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων νέες τιμές, ενώ για να μπορούσαν νομότυπα οι εφεσείουσες να καθόριζαν διαφοροποιημένες τιμές θα έπρεπε να είχε τροποποιηθεί ο υφιστάμενος νόμος.

 

γ)  Ούτε ήταν ορθό το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ήταν δεδομένη η τροποποίηση του σχετικού Νόμου στις 25.2.2005, έτσι ώστε να αναμενόταν ο καθορισμός των νέων τιμών με την έκδοση του σχετικού διατάγματος.

 

δ)  Λανθασμένη ήταν πρόσθετα και η αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας της μοναδικής μάρτυρος της εφεσίβλητης, η οποία μαρτυρία ήταν στην ουσία εξ ακοής και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ανάλογα.

 

ε)  Ήταν λανθασμένη η νομική σκέψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε επέμβαση ή αλλοτρίωση των περιουσιακών δικαιωμάτων των εφεσειουσών, ούτε και έγινε πρωτοδίκως οποιαδή[*1599]ποτε αναφορά ή ανάλυση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

στ) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρξε αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας ή παράβαση των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων αυτής, ιδιαιτέρως τη στιγμή που η μείωση του μεγέθους της επικερδούς εργασίας των εταιρειών μπορούσε εύκολα να αποφευχθεί με μια μεταβατική περίοδο.

 

ζ)  Ούτε και η θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση ήταν ορθή εφόσον ήταν σαφές ότι ενώ μειώθηκαν οι τιμές χονδρικής πώλησης φαρμάκων, οι ίδιες τιμές αυξήθηκαν για τη λιανική πώληση από 33% σε 39%, προς όφελος των φαρμακείων.

 

η)  Ως προς τα καθοδόν προϊόντα λανθασμένα κρίθηκε ότι οι σχετικές ζημίες δεν είχαν αποδειχθεί με σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία ιδιαιτέρως εφόσον η αξιοπιστία των πρώτων τεσσάρων μαρτύρων των εφεσειουσών δεν αμφισβητήθηκε, ενώ η μαρτυρία του πέμπτου μάρτυρα αγνοήθηκε πλήρως.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η όλη υπόθεση έγκειτο στην επίλυση του θεμελιακού ερωτήματος που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο. Με δεδομένη τη ζημία των αποθεματικών εφόσον αυτή είχε, και ορθά, συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, αναδυόταν και παρέμενε προς τελική απάντηση, το ερώτημα κατά πόσο η περιουσία των εφεσειουσών που παρέμενε στις αποθήκες προστατευόταν ή όχι.

 

2.  Αν η απάντηση, ως θέμα δικαίου, ήταν αρνητική τότε το ζήτημα τελείωνε εκεί. Αν ήταν θετική, τότε θα έπρεπε η ανάλυση να περάσει στο επόμενο στάδιο, κατά πόσον, δηλαδή, υπήρχε συνάφεια και συσχέτιση μεταξύ των πράξεων που καταλογίζονται στην εφεσίβλητη Δημοκρατία, με τις ζημίες που υπέστησαν οι εφεσείουσες.

 

3.  Το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας είναι αδιαμφισβήτητο. Προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, αλλά και από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

4.  Το ενδιαφέρον της συνταγματικής προστασίας είναι ότι αυτή επεκτείνεται και στην κινητή περιουσία. Αυτό προνοείται και αναφέρεται ρητά στις παραγράφους 1 και 4 του Άρθρου 23. Και περαι[*1600]τέρω, η αυστηρή προϋπόθεση της παραγράφου 2, είναι ότι:«Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθεί, ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.»

 

5.  Η επόμενη παράγραφος 3, ρητά εξειδικεύει ότι μόνο περιορισμοί ή όροι ή δεσμεύσεις που είναι «απολύτως απαραίτητοι» μπορούν να εμποδίσουν την άσκηση του δικαιώματος στην περιουσία, και αυτοί πρέπει να είναι προς «το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.».

 

6.  Είναι πρόδηλο ότι το εκδοθέν Διάταγμα ουδέν σχετικό προς τα ως άνω αναφέρει, ούτε και επικαλείται οποιαδήποτε από τις ρητές και διαχρονικά στενά ερμηνευόμενες εξαιρέσεις της παραγράφου 3 του Άρθρου 23, με σκοπό τη στέρηση, περιορισμό, δέσμευση ή ένθεση όρων στο δικαίωμα απόλαυσης περιουσίας. Το Διάταγμα εκδόθηκε στη βάση του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου αρ. 70(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε.

 

7.  Από το λεκτικό των σχετικών διατάξεων είναι φανερό ότι ο Υπουργός «αυτεπαγγέλτως», (το εδάφιο (1) του Άρθρου 88 αναφέρεται στην εξουσία του Υπουργού να καθορίζει τις τιμές μετά από αίτηση του κατόχου αδείας φαρμακευτικών προϊόντων), με διάταγμα καθορίζει, μειώνει ή αυξάνει το ανώτατο ποσοστό κέρδους στη χονδρική και λιανική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων και καθορίζει επίσης τη μέγιστη δυνατή χονδρική ή λιανική πώληση.

 

8.  Δεν αναφέρεται οπουδήποτε στο λεκτικό ότι λαμβάνεται υπόψη το δημόσιο συμφέρον και κατά παρόμοιο τρόπο το εκδοθέν με την Κ.Δ.Π. 100/2005 Διάταγμα της 25.2.2005, καμία επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ή άλλως πως προβάλλεται ως αιτιολογία για τον καθορισμό του ανωτάτου ποσοστού κέρδους που αφορά τις εφεσείουσες σε σχέση με τα φαρμακευτικά προϊόντα.

 

9.  Το εν λόγω Διάταγμα, το οποίο όντως εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 88, εδάφια (2) και (3), απλώς καθόρισε με την παράγραφο 2 τα εξής, αναφορικά με τις φαρμακευτικές εταιρείες: «2. Το ανώτατο ποσοστό κέρδους, το οποίο δύναται να αποκομισθεί από την παρασκευή στη Δημοκρατία φαρμακευτικών προϊόντων, καθορίζεται σε 20 τοις εκατόν (20%), λογιζόμενο πάνω στην τιμή κόστους παρασκευής.»

[*1601]10.  Σημειώνεται ότι στην έννοια της «παρασκευής» φαρμακευτικών προϊόντων, περιλαμβάνεται κατά το συνδυαστικό ορισμό και πρόνοιες των Άρθρων 2, 39 και 53 του Νόμου αρ. 70(Ι)/2001, και η εισαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων από τρίτες χώρες στη Δημοκρατία με τη χορήγηση άδειας που θεωρείται ως «άδεια παρασκευής» που δίδεται από το Συμβούλιο Φαρμάκων.

 

11. Όπως έχει λεχθεί, το Άρθρο 23 του Συντάγματος είναι αυστηρότερο στην προστασία της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας από την αντίστοιχη πρόνοια του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.

 

12. Πέραν του γεγονότος ότι ούτε το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου μνημονεύεται οπουδήποτε στο Διάταγμα, είναι σαφές από την ερμηνεία που έχει δοθεί σε αυτό από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι θα πρέπει να τηρούνται για τον περιορισμό περιουσιακού στοιχείου οι αρχές της αναλογικότητας, της δίκαιης ισορροπίας και του αντισταθμίσματος.

 

13. Στο πνεύμα αυτό μπορεί να λεχθεί ότι θα μπορούσε να κινηθεί ή να ερμηνευθεί και το Διάταγμα εφόσον το εδάφιο (3)(β) του Άρθρου 88 του Νόμου, επιτρέπει τον καθορισμό της χρονικής ή της τοπικής ισχύος του διατάγματος.

 

14. Το Διάταγμα στην υπό κρίση περίπτωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 25.2.2005 και τέθηκε σε ισχύ λίγες μέρες μετά την 1.3.2005. Αυτό επηρέασε άμεσα τα αποθεματικά των εφεσειουσών εταιρειών εφόσον δεν τους παρασχέθηκε, παρά τις διαβουλεύσεις, οποιαδήποτε εύλογη περίοδος χρόνου για τη διοχέτευση στην αγορά των προϊόντων που ήσαν ήδη στις αποθήκες.

 

15. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αποθέματα φαρμάκων στις αποθήκες των εφεσειουσών ήταν περιουσιακό στοιχείο άξιον προστασίας από το Νόμο.

 

16. Αναμφίβολα εμπίπτει στην έννοια της κινητής περιουσίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Η έννοια της κινητής περιουσίας είναι βεβαίως ευρεία και αντιδιαστέλλεται με την ακίνητη περιουσία.

 

17. Το δικαίωμα στην προστασία της περιουσίας αναγνωρίζεται είτε σε φυσικά είτε σε νομικά πρόσωπα και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 έχει εμπορικές ή επιχειρηματικές διαστάσεις και έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τις επιχειρήσεις προς προστασία και επέκταση των συμφερόντων τους.

[*1602]18.  Στη βάση της νομολογίας που καθιέρωσε το ΕΔΑΔ, η προστασία παρέχεται στα ήδη υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία και δεν διασφαλίζει δικαίωμα στην απόκτηση περιουσίας.

 

19. Υπάρχει δε αποστέρηση περιουσίας όπου διαπιστώνεται «de facto expropriation», ή, ακόμη και όπου στην απουσία επίσημης ή de facto αποστέρησης, διαπιστώνεται τέτοια επέμβαση που επηρεάζει ή αποτελεί μέθοδο ελέγχου επί της περιουσίας.

 

20. Στην υπόθεση Pressos Compania Naviera S.A. κ.ά. ν. Βελγίου, ημερ. 20.11.1995, αποφασίστηκε ότι και οι απαιτήσεις καλύπτονται στην έννοια της προστατεύσιμης περιουσίας.

 

21. Χωρίς αμφιβολία τα αποθεματικά των εφεσειουσών αποτελούν στην Κυπριακή έννομη τάξη περιουσία υπαρκτή και η προώθηση τους στο εμπόριο στις τιμές που είχαν οι εφεσείουσες προγραμματίσει να πωλήσουν προς ίδιον βέβαια και νόμιμο όφελος, αυτό της κερδοφορίας, αποτελούσε «legitimate interest». Το «legitimate expectation» αναγνωρίζεται, ως άξιον προστασίας.

 

22. Ακολουθούσε το κατά πόσο η άξια προστασίας περιουσία των εφεσειουσών μειώθηκε σε αξία κατά το συμφωνηθέν συνολικό ποσό, εξ αιτίας της αμέλειας και ή παράβασης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων της Δημοκρατίας.

 

23. H δικογράφηση των σχετικών θέσεων των εφεσειουσών για επίδειξη αμέλειας και ή παράβαση νομίμων καθηκόντων, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην παράγραφο 8 της έκθεσης απαίτησης, δεν ήταν η καλύτερη δυνατή.

 

24. Έχει κατά κόρον αναφερθεί από τη νομολογία ότι είναι διαφορετικό το αστικό αδίκημα της αμέλειας από την θεμελίωση της παράβασης νομίμου καθήκοντος.

 

25. Οι εφεσείουσες σύμπλεξαν στην παρ. 8 της έκθεσης απαίτησης σε πέντε υποπαραγράφους, λεπτομέρειες για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παράβαση εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και αμέλεια. Το ορθότερο θα ήταν να ξεχώριζαν οι διάφορες νομικές βάσεις με ανάλογες λεπτομέρειες κάτω από κάθε μια από αυτές.

 

26. Δεν δημιουργήθηκε όμως κάποιο ανυπέρβλητο πρόβλημα κατά τη διεξαγωγή της δίκης πρωτοδίκως, ούτε και η Δημοκρατία επιχείρησε να διαφοροποιήσει με την αναζήτηση λεπτομερειών ή άλλως πως, το δικόγραφο των εφεσειουσών.

[*1603]27.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και αποφάσισε τη νομική πτυχή της αμέλειας επί των γεγονότων που είχε ενώπιον του, την παράβαση των νομίμων καθηκόντων και εξέτασε και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με σαφή αναφορά στο δικαίωμα της απόλαυσης περιουσίας.

 

28. Η αμέλεια ως αστικό αδίκημα είναι  πασίγνωστη ως έννοια και έχει αρχή στην υπόθεση Donoghue v. Stevenson (1932) A.C. 562. Αφορά τη νομική αναγκαιότητα λήψης εύλογης επιμέλειας ώστε να αποφευχθούν πράξεις ή παραλείψεις που προβλεπτώς μπορούν να επιφέρουν ζημία στον γείτονα.

 

29. Ως «γείτονας», θεωρούνται όλα εκείνα τα πρόσωπα που είναι σε επαρκή σχέση εγγύτητας ή γειτονίας με το πρόσωπο που επιφέρει τη ζημία ώστε το τελευταίο να έπρεπε λογικά να γνώριζε ή να προέβλεπε ότι οι πράξεις του θα επηρέαζαν το άλλο μέρος.

 

30. Το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αποτελεί την κωδικοποίηση των αρχών του. Βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, η οποία θα έπρεπε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβληθεί από τον δράστη ώστε να μην προκληθεί ζημία στον πλησίον.

 

31. Το όριο της επιμέλειας διαγράφεται από την επίδειξη της ανάλογης προσοχής από τον υποθετικό μέσο συνετό άνθρωπο.

 

32. Δεν υπάρχει γενικός κανόνας που να εξαιρεί τις δημόσιες αρχές από οποιαδήποτε ευθύνη λόγω αμελείας, απλώς και μόνο διότι είναι δημόσιες και όχι ιδιωτικές αρχές ή σώματα.

 

33. Η πιθανότητα της ζημιάς πρέπει να είναι εύλογα προβλεπτή. Όπου υπάρχει διακριτική ευχέρεια από το δημόσιο όργανο, ευχέρεια που δυνατόν να ασκείται καλόπιστα, αλλά κατά λανθασμένο τρόπο, δεν δημιουργεί κατ’ ανάγκη δικαίωμα σε αποζημίωση.

 

34. Η ουσία εν τέλει έγκειται στην εφαρμογή των τριών βασικών γνωστών προϋποθέσεων της πρόβλεψης («foreseeability»), της εγγύτητας («proximity») και του δικαίου, ορθού και λογικού μέτρου («just, fair and reasonable»), τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νουν πριν αποδώσει ευθύνη σε κρατική υπηρεσία. Στην άσκηση αυτή υπεισέρχεται και ο παράγοντας της πολιτικής του κράτους, αλλά και του τρόπου της εν τη πράξει εφαρμογής αυτής της πολιτικής.

 

35. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπό τις περιστάσεις [*1604]της υπόθεσης δεν αποδείχθηκε αμέλεια εκ μέρους της Δημοκρατίας, ήταν λανθασμένη. Η Δημοκρατία μέσω του αρμοδίου Υπουργείου Υγείας αναγνώρισε στην ουσία ότι η διαφοροποίηση των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων θα επηρέαζε τους φαρμακέμπορους, εξ ου και άρχισε συναντήσεις με το Σύνδεσμο όπως αποκαλύπτει το Τεκμήριο 47, όταν στις 12.5.2004 έγινε συνάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων, με το Σύνδεσμο και ακολούθησαν και άλλες.

 

36. Ήταν φανερό από τα ανωτέρω ότι και εγγύτητα σχέσεων μεταξύ Δημοκρατίας διά του Υπουργείου Υγείας και των φαρμακευτικών εταιρειών υπήρχε και η ζημιά ήταν όχι απλώς προβλεπτή, αλλά και καθορισμένη.

 

37. Οι εφεσείουσες τόνιζαν σε κάθε περίπτωση και σε κάθε συνάντηση ότι θα έπρεπε να δοθεί μια επαρκής μεταβατική περίοδος τουλάχιστον έξι μηνών ούτως ώστε να αποφευχθούν οι ζημιές που θα προέκυπταν από την αιφνίδια και αναγκαστική μείωση των τιμών.

 

38. Περαιτέρω ήταν δίκαιο και εύλογο να τίθεται η υποχρέωση αυτή επί των ώμων της Δημοκρατίας αφού στην ουσία οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες και το Υπουργείο Υγείας έχουν την απόλυτη εξουσία να ελέγχουν τους εισαγωγείς για τις ποσότητες φαρμάκων, τα δε φάρμακα είναι ελεγχόμενο είδος με τιμές να καθορίζονται από την κυβερνητική πολιτική.

 

39. Και το Υπουργείο Υγείας και το Υπουργικό Συμβούλιο δέχθηκαν στην ουσία την παροχή μεταβατικής περιόδου είτε 4 είτε 6 μηνών.

 

40. Σχετική ήταν η προσαχθείσα μαρτυρία των Εναγόντων.

 

41. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η έκδοση του Διατάγματος χωρίς την ύπαρξη μεταβατικής περιόδου σαφώς και προκάλεσε την προβλεπτή ζημία στις εφεσείουσες εταιρείες, όπως αυτή συμφωνήθηκε. Καμία εξήγηση δεν δόθηκε γιατί δεν ήταν δυνατή η παροχή μεταβατικής περιόδου.

 

42. Και δεν είναι λογικό να θεωρείται ορθή η προσέγγιση της Δημοκρατίας, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και επανέλαβε και κατ’ έφεση, ότι επειδή γίνονταν διαπραγματεύσεις για περίοδο 11 μηνών, οι εφεσείουσες έπρεπε και μπορούσαν να επαναδιαπραγματευθούν τις τιμές ή είχαν χρόνο για να μειώσουν τις ζημιές αυτές.

[*1605]43.  Η θέση αυτή αναιρείται από το γεγονός ότι η ζημία συμφωνήθηκε αφενός μεταξύ των διαδίκων και αφετέρου ότι πρόκειτο για αποθεματικά τα οποία ήδη βρίσκονταν στις αποθήκες των εφεσειουσών.

 

44. Τις συγκεκριμένες και τελικές τιμές οι εφεσείουσες έμαθαν μόνο με την έγκριση των νέων τιμών. Συνεπώς υπήρχαν όλες οι παράμετροι που στοιχειοθετούσαν αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας και ταυτόχρονα παραβίαση των νομίμων καθηκόντων της, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, διότι αποτελούσε υποχρέωση της Δημοκρατίας να εφαρμόσει τη νέα πολιτική τιμών χωρίς να προκαλέσει ζημίες στις εφεσείουσες. Και εγγύτητα υπήρχε και συνάφεια μεταξύ της έκδοσης του διατάγματος και των ζημιών που αυτές υπέστησαν.

 

45. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε από τις εφεσείουσες δεν έγινε με ιδιαίτερη σπουδή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

46. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης  δεν έγινε καμία αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε. 5, εφόσον η αξιολόγηση του Δικαστηρίου έγινε μόνο επί τεσσάρων μαρτύρων θεωρώντας ότι η μαρτυρία τους ολοκληρώθηκε με τον Μ.Ε. 4.

 

47. Πράγματι, ουδεμία αναφορά στον Μ.Ε. 5 γίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι έγινε ολόκληρη αντεξέταση όπως φανερώνεται από τις σελ. 65-77 των πρακτικών.

 

48. Είναι γεγονός ότι τα Τεκμήρια 37-42 που ο Μ.Ε. 5 κατέθεσε έχουν σχολιασθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο έστω με μια γενικότητα. Η ουσία εδώ ήταν ότι, παρά τον μη στοχευμένο σχολιασμό και την επί μέρους αξιολόγηση του Μ.Ε. 5 από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα τεκμήρια και η μαρτυρία του είχαν σχέση με την απόδειξη των ζημιών.

 

49. Εφόσον οι ζημιές των προϊόντων που ήταν ήδη αποθηκευμένα συμφωνήθηκαν, ουδόλως επηρεάστηκαν από τη λανθασμένη, βεβαίως, μη αξιολόγηση του Μ.Ε. 5, οι εφεσείουσες.

 

50. Όσον αφορούσε στα καθ’ οδόν προϊόντα τα οποία αφορούσαν σε τρεις από τις ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενάγουσες εταιρείες, εφαρμόζεται, στην απουσία συμφωνηθέντος ποσού αποζημιώσεων, ο γενικότερος κανόνας ότι οι ειδικές ζημιές όχι μόνο πρέπει να δικογραφούνται με ακρίβεια, αλλά και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με την αναγκαία μαρτυρία.

 

51. Οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται με σαφήνεια [*1606]και λεπτομέρεια ακριβώς διότι παραπέμπουν σε απώλεια που δεν τεκμαίρεται από το νόμο ότι απορρέει από την αδικοπραξία του εναγομένου.

 

52. Ορθά παρατηρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και από την εφεσίβλητη Δημοκρατία, ότι οι ζημιές επί των καθ’ οδόν προϊόντων δεν αποδείχθηκαν με την αναγκαία ακρίβεια, ούτε και το Δικαστήριο ήταν δυνατόν να προέβαινε σε λογιστικές ή μαθηματικές πράξεις για να εξαγάγει συμπεράσματα ως προς το ύψος των ζημιών.

 

53. Γενικώς, αναδρομή στη μαρτυρία των εφεσειουσών μέσα από τα πρακτικά πιστοποιεί ότι η μαρτυρία αυτή δεν τέθηκε με την αναγκαία εξειδίκευση ή ευκρίνεια και η αντεξέταση ιδιαιτέρως των Μ.Ε. 3, και Μ.Ε. 4, ήταν ενδεικτική της μη παρουσίασης σαφών δεδομένων ώστε η ζημιά επί των καθ’ οδόν προϊόντων να αποδεικνυόταν.

 

54. Εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου στο συμφωνηθέν πρωτοδίκως ποσό αποζημιώσεων για εκάστη εφεσείουσα, με τόκο από 1.3.2005 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Β. Υπό Γιασεμή Δ.:

 

1.  Προέκυπτε από το λεκτικό του επίδικου Διατάγματος ότι η εφαρμογή του επέβαλε υποχρεωτικό περιορισμό και στην ανώτατη χονδρική τιμή πώλησης εκάστου των φαρμακευτικών προϊόντων που αναφέρονται στο Παράρτημά του.

 

2.  Από την 1.3.2005, κανένα από τα προϊόντα αυτά δε θα ήταν, πλέον, δυνατό να πωληθεί χονδρικώς σε τιμή υψηλότερη από ό,τι καθοριζόταν γι’ αυτό στο εν λόγω Παράρτημα. Θα μπορούσε, όμως, να πωληθεί σε χαμηλότερη τιμή, ανάλογα με την επίδραση που, ίσως, θα ασκούσαν, συναφώς, οι νόμοι της αγοράς.

 

3.  Το ενδεχόμενο αυτό, βέβαια, ισχύει σε κάθε περίπτωση αγοραπωλησίας αγαθών. Ανεξάρτητα, όμως, είναι, επίσης, γεγονός ότι, με βάση προηγούμενα Διατάγματα, το μέχρι τότε ισχύον καθεστώς ελέγχου των τιμών επέτρεπε τη χονδρική πώληση εισαγόμενων φαρμακευτικών προϊόντων σε υψηλότερες τιμές από αυτές που καθορίστηκαν με το Παράρτημα του Διατάγματος. Στις αρχές δε του 2003, η Κύπρος θεωρείτο μια από τις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης στον τομέα αυτό.

 

4.  Εξέταση των συγκεκριμένων λόγων, θα καταστήσει αχρείαστη την ενασχόληση με τους λοιπούς λόγους έφεσης, με τους οποίους [*1607]έχουν αμφισβητηθεί ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα.

 

5.  Το συγκεκριμένο Διάταγμα, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου του, έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα νόμου. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί η νομιμότητά του με προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ως εκτελεστή διοικητική πράξη. Αυτό αποφασίστηκε στην υπόθεση Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250, σε σχέση με παρόμοιας φύσεως διάταγμα, το οποίο είχε εκδοθεί δυνάμει των ιδίων προαναφερθεισών προνοιών του Ν. 70(Ι)/2001.

 

6.  Δεν ετίθετο θέμα, βέβαια, μη συμμόρφωσης από οποιοδήποτε με το εν λόγω Διάταγμα, δεδομένου ότι  ήταν νόμος.

 

7.  Όσον αφορούσε στις απαιτήσεις οι οποίες βασίζονταν στις αιτίες της αμέλειας και της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, από την ανάγνωση της έκθεσης απαιτήσεως, δε διαπιστωνόταν τι ήταν αυτό που, συγκεκριμένα, αποδιδόταν στη Δημοκρατία, ως συνιστών είτε τη μία είτε την άλλη αιτία.

 

8.  Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστωνόταν, απουσίαζαν, από την έκθεση απαιτήσεως της κάθε αγωγής, τα εν λόγω ουσιώδη γεγονότα, ώστε δεν ήταν δυνατό να διαπιστωνόταν σε τι, ακριβώς, συνίστατο, υπό οποιαδήποτε αιτία, η ευθύνη, σχετικά, της Δημοκρατίας.

 

9.  Το θέμα που εξετάζεται πιο πάνω δεν ηγέρθη κατά την πρωτόδικη διαδικασία και, ειδικά, από την πλευρά της Δημοκρατίας, ενώ δεν ετέθη και από το εκδικάσαν Δικαστήριο, με δική του, έστω, πρωτοβουλία.

 

10. Ως αποτέλεσμα, αυτό δεν ηγέρθη και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Εντούτοις, το κενό που υπήρχε στο συγκεκριμένο τομέα, ασφαλώς, δεν μπορούσε να παραγνωριστεί. Ως εκ τούτου, έπρεπε, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, οι συγκεκριμένες αιτίες να μην εξετάζονταν από το εκδικάσαν Δικαστήριο, χωρίς τη δέουσα τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως στην κάθε αγωγή.

 

11. Εν πάση περιπτώσει, με τις εν λόγω αιτίες, προβάλλεται ευθέως η θέση ότι η Δημοκρατία υπήρξε, εν προκειμένω, αμελής ή και ότι παρέβη θέσμιο καθήκον της.

 

12. Επιχειρείται, έτσι, ουσιαστικά, η εναπόθεση αστικής ευθύνης στη [*1608]Δημοκρατία, σε σχέση με την απώλεια την οποία οι εφεσείουσες, όπως αυτές ισχυρίζονται, έχουν υποστεί.

 

13. Η οποιαδήποτε ευθύνη της Δημοκρατίας έναντι οποιουδήποτε προσώπου πρέπει να στοιχειοθετείται, πρωτίστως, στο Άρθρο 172 του Συντάγματος.

 

14. Με τους όρους δε «ζημιογόνον» και «άδικον», ο συνταγματικός νομοθέτης αναφέρεται στα εντελώς βασικά στοιχεία υπαιτιότητας, που πρέπει να χαρακτηρίζουν την πράξη ή την παράλειψη, προκειμένου να δικαιολογείται η εναπόθεση ευθύνης σε αυτή.

 

15. Βέβαια, ποτέ δε θα μπορούσε να ήταν η πρόθεσή του η ευθύνη της Δημοκρατίας να ήταν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, λιγότερη από την ευθύνη η οποία μπορεί να αποδοθεί, για οποιαδήποτε υπαίτια πράξη ή παράλειψη, είτε σε φυσικό είτε σε νομικό πρόσωπο, κατά το εφαρμοζόμενο γενικό δίκαιο.

 

16. Τέτοια διάκριση δεν είναι, άλλωστε, επιτρεπτή, λόγω, ακριβώς, της αρχής της κατίσχυσης του κράτους δικαίου επί παντός προσώπου και αρχής. Περαιτέρω, για την ευχερέστερη εφαρμογή του πιο πάνω δικαιώματος, θα έπρεπε, μάλλον, σύμφωνα με το Άρθρο 172, να είχε γίνει νομοθετική ρύθμιση.

 

17. Με αυτή, θα καθοριζόταν ο τρόπος προσδιορισμού και η έκταση της εν λόγω ευθύνης, καθώς, επίσης, άλλα παρεμφερή θέματα, αφορώντα στην καλύτερη επιδίωξη του υπό αναφορά δικαιώματος, (Georghiou v. Attorney-General (1982) 1 C.L.R. 938).

 

18. Όπως δε σημειώνεται στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, ελλείψει τέτοιας ρύθμισης, αποφασίστηκε νομολογιακά ότι, στον τομέα του αστικού δικαίου, εφαρμόζεται, σε σχέση και με τη Δημοκρατία, αν και όχι εξαντλητικά, ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, στο βαθμό που οι πρόνοιές του δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα.

 

19. Με το Άρθρο δε 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), προβλέπεται ότι, ενώπιον των Δικαστηρίων, η Δημοκρατία εκπροσωπείται από το Γενικό Εισαγγελέα.

 

20. Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, έχει, περαιτέρω, αποφασιστεί πως, με τους όρους «ζημιογόνον» και «άδικον», καθορίζεται ότι, για να είναι δυνατή η απόδοση ευθύνης στη Δημοκρατία, η πράξη ή η παράλειψη πρέπει να είναι έκνομη και, βεβαίως, να προέρχεται από υπάλληλό της ή κάποια αρχή, υπαγόμενη σε αυτή, [*1609](Alexandrou v. Attorney-General (1983) 1 C.L.R. 41).

 

21. Είναι δε σε σχέση με αυτήν, ακριβώς, την πτυχή της υπόθεσης που εντοπίζεται να υπάρχει το δικογραφικό κενό, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως.

 

22. Αφού δε δεν εμπλέκονται συγκεκριμένοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας, όπως γίνεται, τουλάχιστον, αντιληπτό από τα παρατεθέντα πιο πάνω γεγονότα, τα ερωτήματα, τα οποία τίθενται, είναι σε ποιας αρχής την πράξη ή την παράλειψη πρέπει να αναζητηθεί η ευθύνη της Δημοκρατίας και σε τι, ακριβώς, συνίσταται η ευθύνη αυτή.

 

23. Αν, τελικώς, η ευθύνη της Δημοκρατίας αναζητηθεί σε πράξη ή παράλειψη προερχόμενη από κάποια αρχή της, αυτή η αρχή δεν μπορεί να είναι άλλη από τον Υπουργό Υγείας, ενώ η πηγή της οποιασδήποτε υπαιτιότητας θα είναι, μάλλον, το υπό αναφορά Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύθηκε με την Κ.Δ.Π. 100/2005.

 

24. Από τη θεσμική δε υπόστασή του, ήτοι αυτήν του νομοθετήματος, που του έχει αναγνωρίσει η σχετική νομολογία, τεκμαίρεται ότι αυτό είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, (Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63, στη σελίδα 77 και η αναφερόμενη σε αυτή νομολογία).

 

25. Δεν έχει αναληφθεί, όμως, σε οποιοδήποτε στάδιο των υποθέσεων αυτών, τέτοιο εγχείρημα εκ μέρους των εφεσειουσών. Η δικαστική διαδικασία, σχετικά, κινήθηκε και προχώρησε στη βάση ότι τόσο το Διάταγμα όσο και οι πρόνοιες του Νόμου, δυνάμει των οποίων αυτό έχει εκδοθεί, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα.

 

26. Εν κατακλείδι, η διαπίστωση αυτή ως προς το νόμιμο των προαναφερθεισών νομοθετικών πράξεων και, βεβαίως, αυτών που προηγήθηκαν και οδήγησαν σε αυτές, καθιστούσε ανεδαφικούς τους λόγους έφεσης οι οποίοι ασχολούνται με το θέμα της αστικής ευθύνης της Δημοκρατίας, υπό οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες δύο αιτίες.

 

27. Με άλλο λόγο έφεσης, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος των εφεσειουσών. Στην έκθεση απαιτήσεως, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «οι πράξεις» της εφεσίβλητης Δημοκρατίας συνιστούν δυσμενή διάκριση έναντι των εφεσειουσών, καθότι δεν επιβλήθηκαν παρόμοιες μειώσεις και στους αδειούχους λιανικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων.

[*1610]28.  Δε διευκρινίζεται, όμως, ποιες είναι οι συγκεκριμένες πράξεις της Δημοκρατίας οι οποίες είχαν την εν λόγω επίδραση και ποια συνταγματική πρόνοια αυτές παραβίασαν. Αν, ως τέτοιες πράξεις, οι εφεσείουσες εννοούν τον τροποποιητικό Νόμο 13/(Ι)/2005 και το Διάταγμα, δεν εγείρεται θέμα αντισυνταγματικότητάς τους και, δη, ότι οι πρόνοιές τους αντίκεινται σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόνοια του Συντάγματος.

 

29. Η σχετική δε επί του θέματος τούτου νομολογία επιμένει σταθερά ότι η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου, για να αποτελεί επίδικο θέμα σε μια υπόθεση, πρέπει να δικογραφείται συγκεκριμένα.

 

30. Περαιτέρω, διαπιστώνεται πως δεν υπάρχει, σχετικά, ισχυρισμός για ζημιογόνες άδικες πράξεις της Δημοκρατίας, οι οποίες θα μπορούσαν, ίσως, να εξεταστούν υπό το πρίσμα του Άρθρου 172, ανωτέρω, οπότε θα ίσχυαν, εν προκειμένω, τα όσα αναφέρθηκαν, ήδη, προηγουμένως, σε σχέση με τον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.

 

31. Επιπρόσθετα, δε διαπιστώνεται να αναφέρονται και οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ως προς το πώς, ακριβώς, προέκυψε η ισχυριζόμενη δυσμενής διάκριση σε βάρος των εφεσειουσών.

 

32. Η υπόδειξη στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης στην αύξηση που επέφερε το Διάταγμα στις λιανικές τιμές πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων, από 33% σε 38%, δεν αποδεικνύει αύξηση του κέρδους των λιανοπωλητών έναντι αυτού των χονδρεμπόρων· η ποσοστιαία αύξηση δεν αποτελεί, από μόνη της, ικανοποιητικό κριτήριο για τη διαπίστωση διαφοράς προς όφελος των λιανοπωλητών.

 

33. Τέλος, όπως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις του Διατάγματος αφορούν μεν στον ίδιο οικονομικό τομέα, στοχεύουν, όμως, σε δύο διαφορετικές, μεταξύ τους, ομάδες εμπορευομένων, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό επίπεδο η κάθε μια, ήτοι στο λιανικό και στο χονδρικό εμπόριο, αντίστοιχα.

 

34. Η υπό εξέταση πτυχή έπασχε και ως προς την ουσία της, ώστε, ως εξ αυτού και μόνο, δεν ήταν δυνατό ο λόγος αυτός έφεσης να επιτύχει.

 

35. Αναφορικά με το δικαίωμα της ειρηνικής απόλαυσης περιουσίας, πλέον σημαντικός για τις εφεσείουσες είναι ο λόγος έφεσης ο οποίος βασίζεται στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτο[*1611]κόλλου εις την Σύμβασιν περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Στην έκθεση απαιτήσεως, υπάρχει σαφής αναφορά στο εν λόγω δικαίωμα και ότι αυτό παραβιάστηκε, αν και δεν υπάρχει αναφορά στο ίδιο το Άρθρο 1 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου.

 

36. Με τον συγκεκριμένο λόγο, χαρακτηρίζεται ως λανθασμένη η απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι «ουδεμία παραβίαση των δικαιωμάτων των Εναγόντων στην περιουσία τους υπήρξε». Η γενικότητα αυτή επεξηγείται στην αιτιολογία, με αναφορά σε επιμέρους πτυχές του Άρθρου 1, οι οποίες έτυχαν εξέτασης, και θεωρείται ότι, σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη, σχετικά, του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη.

 

37. Ως η βασικότερη αναφέρεται η διαπίστωσή του ότι δεν υπήρξε περιορισμός στην περιουσία των εφεσειουσών. Υποβάλλεται δε, συναφώς, πως, αντιθέτως, υπήρξε τέτοιος περιορισμός, συνιστάμενος στη μείωση των χονδρικών τιμών πώλησης των υφιστάμενων αποθεμάτων τους σε φαρμακευτικά προϊόντα, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, το γεγονός αυτό ως «de facto απαλλοτρίωση».

 

38. Επομένως, ό,τι τίθεται, πρωτίστως, προς εξέταση είναι η πτυχή που αφορά στην έννοια της «περιουσίας», την οποία το Άρθρο 1 προστατεύει.

 

39. Το θέμα του τι συνιστά περιουσία με βάση το Άρθρο 1, απασχόλησε την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χαραλάμπους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 1480/2011 κ.ά., 11.6.2014, όπου υιοθετήθηκε ο λόγος της υπόθεσης Zelca a.ο. v. Romania του ΕΔΑΔ (κατωτέρω).

 

40. Επομένως, το ερώτημα που τίθετο ήταν κατά πόσο η οικονομική απώλεια, την οποία προσδιόρισε, ως ανωτέρω, ο συνήγορος των εφεσειουσών, αποτελεί περιουσία.

 

41. Αν η απάντηση ήταν καταφατική, αναμφίβολα, η συνέπεια της έκδοσης του Διατάγματος θα είναι ότι εφεσείουσες έχουν αποστερηθεί της περιουσίας τους αυτής.

 

42. Σε τέτοια περίπτωση, η θεραπεία θα είναι η απόδοση προς αυτές της συμφωνηθείσας αποζημίωσης, η οποία, προφανώς, ισούται με την αξία της περιουσίας που οι ίδιες έχουν, κατ’ ισχυρισμό, αποστερηθεί και, προφανώς, ταυτίζεται με την οικονομική απώλεια την οποία τους έχει προκαλέσει το Διάταγμα.

[*1612]43.  Η ταύτιση δε αυτή εγείρει, ακριβώς, το ερώτημα κατά πόσο η εν λόγω οικονομική απώλεια συνιστά, πράγματι, περιουσία εντός της εννοίας του Άρθρου 1, όπως την έχει προσδιορίσει η προαναφερθείσα νομολογία, πρωτίστως, αυτή του Ε.Δ.Α.Δ., αλλά και η κυπριακή, η οποία την έχει υιοθετήσει.

 

44. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εφεσείουσες δραστηριοποιούνταν στην ελεύθερη αγορά και, συνεπώς, υπόκειντο στο «νόμο της ζήτησης και της προσφοράς», ο οποίος υποτίθεται ότι ισχύει σε σχέση με το συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισμού. Όπως συνέβηκε δε και με το υπό αναφορά Διάταγμα, έτσι και προηγουμένως υπήρχε οροφή ως προς τις ανώτατες τιμές χονδρικής πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων. Αυτή είχε καθοριστεί με προηγούμενα Διατάγματα. Βέβαια, με βάση το προηγούμενο καθεστώς, εφαρμοζόταν διαφορετική μεθοδολογία, με αποτέλεσμα η οροφή για τις χονδρικές τιμές πώλησης των εν λόγω προϊόντων να κυμαινόταν σε πιο ψηλό επίπεδο.

 

45. Τίποτε, όμως, δε διασφάλιζε, στην πραγματικότητα, στις εφεσείουσες ότι τα προϊόντα τους, από την 1.3.2005 και μετά, θα πωλούντο, είτε όλα είτε μέρος τους, και, σε τέτοια περίπτωση, ότι αυτά θα πωλούντο σε υψηλότερες χονδρικές τιμές από εκείνες που είχε καθορίσει το υπό αναφορά Διάταγμα, πόσο μάλλον στις ανώτατες τιμές πώλησης που επέτρεπαν τα προϋπάρχοντα Διατάγματα.

 

46. Οπωσδήποτε, εκ των πραγμάτων, υπήρχε αυτή η αβεβαιότητα, γενικά, για το εν λόγω μελλοντικό εισόδημα των εφεσειουσών από τα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία αυτές διατηρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο σε απόθεμα, ώστε αυτό να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί περιουσία εντός της εννοίας του Άρθρου 1.

 

47. Είναι δε σημαντικό για την πιο πάνω κατάληξη να τονιστεί ότι το εισόδημα αυτό δεν είχε ακόμα κερδηθεί, αποτελούσε, δηλαδή, μελλοντικό εισόδημα (future income) και ούτε υφίστατο, σε σχέση με αυτό, οποιαδήποτε δυνατότητα για αξίωσή του, με βάση το ισχύον δίκαιο.

 

48. Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα, ανωτέρω, είναι αρνητική, καθότι η οικονομική απώλεια, την οποία οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιες θα υφίσταντο ως εκ της εφαρμογής του Διατάγματος, δεν αποτελεί, με βάση τα προλεχθέντα, περιουσία.

 

Οι εφέσεις επέτυχαν και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τα έξοδα παραμερίστηκαν.

[*1613]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Marckx v. Belgium Appl. No. 6833/74, ημερ. 13.6.1979,

 

Sporrong and Lönnroth v. Sweden [1983] EHRR 35,

 

Ηοly Monasteries v. Greece [1995] 20 EHRR 1,

 

Pressos Compania Naviera S.A. κ.ά. ν. Βελγίου, ημερ. 20.11.1995,

 

Anheuser-Busch Inc. v. Portugal [2007] 45 EHRR 830,

 

Veselinski v. The former Yugoslav Republic of Macedonia, Appli. No. 45658/99,

 

Djidrovski v. The former Yugoslav Republic of Macedonia Appl. No. 46447/99 ημερ. 24.2.2009,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 432,

 

London Passenger Transport Board v. Upson [1949] A.C. 155,

 

Παναγή κ.ά. ν. Παναγή (2009) 1 Α.Α.Δ. 145,

 

Donoghue v. Stevenson [1932] A.C. 562,

 

Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1 Α.Α.Δ. 393,

 

Mersey Docks and Harbour Board Trustees v. Gibbs [1866] LR 1 HL 93,

 

Home Office v. Dorset Yacht Co Ltd [1970] AC 1004, HL,

 

Anns v. Merton London Borough Council [1978] AC 728, HL,

 

X. v. Bedfordshire County Council [1995] 2 AC 633,

 

Barrett v. Enfield London Borough Council [2001] 2 AC 550,

 

Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298,

 

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

 

Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083,

 

[*1614]Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1357,

 

Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250,

 

Koulias v. Polydorides a.o. (1969) 1 C.L.R. 616,

 

Παναγή κ.ά. ν. Κακόψιτου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 839,

 

Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

 

Georghiou v. Attorney-General (1982) 1 C.L.R. 938,

 

Alexandrou v. Attorney-General (1983) 1 C.L.R. 41,

 

Χριστοφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 1 Α.Α.Δ. 907,

 

Papaphilippou v. The Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 62,

 

Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63,

 

Investylia Ltd ν. Ε. & Π. Λειβαδιώτης Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1872,

 

Kanika Hotels Ltd κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λ/σού-Αμ/ντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15,

 

Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125,

 

Harvest Capital Manag. Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683,

 

Pressos Compania Naviera S.A. a.ο. v. Belgium, Application No. 17849/91, 20 November 1995,

 

Van Marle a.ο. v. The Netherlands, Application No. 8543/79, 8674/79, 8675/79, 8685/79, 26 June 1986,

 

Storksen v. Norway, Application No. 19819/92, 5 July 1994,

 

Zelca a.ο. v. Romania, Application No. 65161/10, 6 September 2011,

 

Anheuser-Busch Inc. v. Portugal, Application No. 73049/01, 11 January, 2005,

 

[*1615]Χαραλάμπους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 1480/2011 κ.ά., 11.6.2014.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τις Ενάγουσες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγές Αρ. 2891/2005, κ.ά.), ημερομ. 6/11/2009.

 

Α. Δημητριάδης, για τις Εφεσείουσες στην Πολ. Έφ. 378/2009.

 

Αρ. Λυμπουρή για Στ. Κιττή, για την Εφεσείουσα στην Πολ. Εφ. 386/2009.

 

Θ. Μαυρομουστάκη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο Εφέσεις.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και ο Παρπαρίνος, Δ., θα δοθεί από εμένα. Ο Γιασεμής, Δ., θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείουσες είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που ασχολούνται μεταξύ άλλων με την εισαγωγή και τη χονδρική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων, είναι δε μέλη του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιρειών Κύπρου, (εφεξής «ο Σύνδεσμος»). Κατέχουν την υπό του νόμου απαιτούμενη άδεια για εισαγωγή, χονδρική πώληση και διατήρηση αποθεμάτων φαρμακευτικών προϊόντων.

 

Στο πλαίσιο επανατιμολόγησης ή αναθεώρησης τιμών πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων έλαβαν χώραν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2004 και Φεβρουαρίου 2005, διαβουλεύσεις είτε απ’ ευθείας από τις εφεσείουσες εταιρείες, είτε μέσω του Συνδέσμου, με τον Υπουργό Υγείας, ο οποίος στις 25.2.2005 δημοσίευσε διάταγμα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με το οποίο η χονδρική τιμή πώλησης διαφόρων φαρμακευτικών προϊόντων μειώθηκε από 1.3.2005. Η μείωση αυτή αφορούσε μεγάλο αριθμό φαρμακευτικών προϊόντων τα οποία εισήγαγαν οι εφεσείουσες οι οποίες και επηρεάστηκαν αναλόγως, έγινε δε χωρίς να είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών οποιαδήποτε συγκεκριμένη μείωση ή διαφοροποίηση στις τιμές, ή, οποιαδήποτε μεταβατική περίοδος.

[*1616]Ως αποτέλεσμα οι εφεσείουσες ήγειραν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για τις κατ’ ισχυρισμό ζημιογόνες συνέπειες που είχαν υποστεί λόγω της συμπεριφοράς της Δημοκρατίας μέσω των ενεργειών και ή του διατάγματος που εξέδωσε ο Υπουργός Υγείας. Καταλόγισαν στη Δημοκρατία, την οποία ενήγαγαν μέσω του Γενικού Εισαγγελέα,  παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος των εφεσειουσών εταιρειών για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους και παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και/ή αμέλεια. Οι εφεσείουσες θεώρησαν ότι με την αναγκαστική επελθούσα μείωση των τιμών επί των υφισταμένων αποθεμάτων τους, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση τους και χωρίς να αφεθεί εύλογος χρόνος προμήθειας και διοχέτευσης στην αγορά των φαρμακευτικών προϊόντων που ήταν στις αποθήκες τους, στην ουσία απαλλοτριώθηκε η περιουσία τους χωρίς εύλογη και δίκαιη αποζημίωση. Καταλόγισαν επίσης στη Δημοκρατία δυσμενή διάκριση έναντι των εταιρειών χονδρικής πώλησης δεδομένου ότι παρόμοιες μειώσεις δεν έγιναν και στους αδειούχους λιανικής πώλησης, δηλαδή, στα φαρμακεία. Ο Υπουργός Υγείας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει μέσα από τις διαβουλεύσεις το μέγεθος των αποθεμάτων των εφεσειουσών εταιρειών, αλλά προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος μειώνοντας τις τιμές επηρεάζοντας έτσι τα αποθεματικά και την αξία τους χωρίς να μεριμνήσει για περίοδο χρόνου εξάντλησης των προαναφερομένων αποθεμάτων τα οποία και είχαν αγορασθεί από τις εφεσείουσες με βάση το προηγούμενο καθεστώς καθορισμού των τιμών.

 

Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων το ύψος των ζημιών που οι εφεσείουσες είχαν υποστεί σε σχέση με τα αποθέματα που διατηρούσαν κατά τον επίδικο χρόνο. Σημειώνεται ότι πρωτοδίκως είχαν εγερθεί δώδεκα διαφορετικές αγωγές από ανάλογους φαρμακέμπορους και παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση το συμφωνηθέν ποσό ζημίας για έκαστη αγωγή, τόσο σε λίρες Κύπρου, όσο και σε ευρώ.  Σε τρεις από τις αγωγές είχε τεθεί και θέμα αποζημίωσης για προϊόντα που ήταν καθοδόν, είχαν, δηλαδή, παραγγελθεί με τις προηγούμενες τιμές, αλλά δεν είχαν ακόμη αφιχθεί στη Δημοκρατία για να αποτελέσουν μέρος του αποθεματικού. Επί αυτών των καθοδόν προϊόντων δεν επήλθε συμφωνία ως προς το ύψος της ζημίας και παρέμεινε συνεπώς επίδικο το ύψος του ποσού, εάν και εφόσον βεβαίως η Δημοκρατία κρινόταν υπόλογη για οποιασδήποτε μορφής παράβαση καθήκοντος προς τις εταιρείες. Σημειώνεται περαιτέρω ότι πρωτοδίκως είχε εγερθεί και προδικαστική ένσταση από πλευράς της Δημοκρατίας ότι η έκδοση του Υπουργικού Διατάγματος αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη για [*1617]την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας εξέτασης. Στο πλαίσιο της αγωγής και της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η προδικαστική αυτή ένσταση δεν ευσταθούσε, με συνέπεια την απόρριψη της και επ’ αυτού η Δημοκρατία δεν υπέβαλε οποιαδήποτε αντέφεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε τη σχετική προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, (πέντε μάρτυρες εκ μέρους των εφεσειουσών και ένα εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας), έκρινε ότι οι εφεσείουσες εταιρείες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους. Η προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν να εξετάσει τη μαρτυρία των εφεσειούσων κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο προβαίνοντας σε παρατηρήσεις ως προς τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν αναφορικά με τις παραγγελίες των φαρμάκων από τις εφεσείουσες από τις κατασκευάστριες εταιρείες του εξωτερικού για να παρατηρήσει τελικώς ότι αρκετά από τα έγγραφα-παραγγελίες είχαν ημερομηνία μεταγενέστερη αυτής κατά την οποία οι εφεσείουσες γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν την προτεινόμενη μείωση τιμής στα συγκεκριμένα φάρμακα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι παρέμειναν κενά σε σχέση με προϊόντα που καταστράφηκαν και για τα οποία εν πάση περιπτώσει η Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να έχει ευθύνη, με το ότι δεν φαινόταν να είχε γίνει προσπάθεια διαπραγμάτευσης των τιμών με τους προμηθευτές, ότι πολλές από τις παραγγελίες έγιναν αφού οι εφεσείουσες γνώριζαν για την προτιθέμενη μείωση στις τιμές, ενώ αρκετές παραγγελίες αφορούσαν προϊόντα τα οποία καθυστέρησαν να αφιχθούν στη Δημοκρατία εξ αιτίας των εργοστασίων κατασκευής.

 

Η μαρτυρία από πλευράς της Δημοκρατίας, η οποία δόθηκε από την Ιακωβίνα Παντελή, Λειτουργό στο Υπουργείο Υγείας, κατέδειξε, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ότι μετά τη διαπίστωση ότι τα επίπεδα τιμών των φαρμάκων στη Δημοκρατία ήταν υψηλά ζητήθηκε μελέτη από ειδικούς εμπειρογνώμονες με έγκριση του σχεδίου αυτού από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η μελέτη από το London School of Economics έδειξε ότι όντως τα φάρμακα ήταν ακριβά και στις 12.3.2004, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας ενημέρωσε τον Σύνδεσμο, ο οποίος και ανέλαβε να προωθήσει το θέμα στο διοικητικό του συμβούλιο. Στις 21.5.2004, ο Σύνδεσμος είχε εκφράσει τη συμφωνία του με τη φιλοσοφία της αλλαγής, εξέφρασε δε εγγράφως σε επιστολή ημερ. 3.6.2004, τις θέσεις του. Ζήτημα σταδιακής εφαρμογής του συστήματος τέθηκε από το Σύνδεσμο για πρώτη φορά στις 6.7.2004, όταν προτάθηκε περίοδος έξι μηνών ως μεταβατική περίοδος πριν την υιοθέτηση και [*1618]εφαρμογή της αλλαγής στην τιμολόγηση των φαρμάκων.

 

Το Υπουργείο Υγείας τόνιζε στις συναντήσεις και διαβουλεύσεις του με τον Σύνδεσμο το επείγον του ζητήματος, όπως έγινε στις συναντήσεις ημερ. 6.8.2004 και 20.9.2004. Στις 8.12.2004, ο Σύνδεσμος επανέθεσε ζήτημα εξάμηνης περιόδου για εξάντληση των αποθεμάτων, ενώ στις 14.12.2004 στάληκε στον Σύνδεσμο από το Υπουργείο κατάλογος με τις νέες τιμές. Δύο μέρες μετά, στις 16.12.2004, σε νέα συνάντηση συμφωνήθηκαν τα χρονοδιαγράμματα για την έναρξη εφαρμογής των νέων τιμών. Ο Σύνδεσμος ζήτησε παράταση για υποβολή διαφοροποιήσεων στο νέο τιμοκατάλογο, ενώ από τη μαρτυρία προέκυψε ότι και οι προμηθευτές των εφεσειουσών είχαν ενημερωθεί για τις προθέσεις της κυβέρνησης. Η εφαρμογή του νέου συστήματος από 1.3.2005, αναφέρθηκε στους εφεσείοντες σε επιστολή του Υπουργείου Υγείας ημερ. 12.1.2005, (Τεκμ. 64), ενώ το Υπουργείο είχε δώσει αυτή την ένδειξη από 16.12.2004, (Τεκμ. 60). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Σύνδεσμος και κατ’ επέκταση οι εφεσείουσες, γνώριζαν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αρκετές λεπτομέρειες ώστε οι εφεσείουσες να ήταν σε θέση να υπολογίσουν τις νέες τιμές, ενώ ήταν σε θέση να συζητήσουν με τους προμηθευτές τους διαφοροποίηση στις τιμές αγοράς των φαρμάκων. Περαιτέρω θεώρησε ότι τα χρονοδιαγράμματα για την εφαρμογή του νέου συστήματος είχαν συμφωνηθεί τον Δεκέμβριο του 2004, με ημερομηνία έναρξης την 1.3.2005 και ότι εν τέλει κατά τη διάρκεια των έντεκα μηνών διαβουλεύσεων οι εφεσείουσες μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την πολιτική τους επί των τιμών και να διαπραγματευθούν ανάλογα με τις προμηθεύτριες εταιρείες. 

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι δεν υπήρξε στα δεδομένα της υπόθεσης καμία παραβίαση των δικαιωμάτων των εφεσειουσών διότι ενώ γνώριζαν τις προθέσεις της κυβέρνησης συνέχισαν να αγοράζουν φάρμακα σε υψηλότερες τιμές. Η Δημοκρατία δεν επέβαλε αιφνίδια την τιμολογιακή αλλαγή, αλλά μόνο μετά από έντεκα μήνες συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων με την ανάλογη ενημέρωση. Ο Σύνδεσμος, κατά το Δικαστήριο, ήταν απόλυτα ενήμερος για τις προθέσεις του Υπουργού Υγείας και κατ’ επέκταση της Δημοκρατίας και παρόλο που το αίτημα για παροχή μεταβατικής περιόδου απερρίφθη εξ αρχής και παρόλο που οι συζητήσεις διήρκεσαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το εξάμηνο που ζητήθηκε ως μεταβατική περίοδος από τις εφεσείουσες, εν τούτοις αυτές επέλεξαν να μην προβούν σε οποι[*1619]αδήποτε ενέργεια ή διαβούλευση με τους προμηθευτές τους. 

 

Σύμφωνα με το πρωτόδικο σκεπτικό, η κυβέρνηση ως είχε καθήκον, αποφάσισε να μειώσει τις τιμές των φαρμάκων προς προστασία του Κύπριου καταναλωτή, διαβουλεύθηκε επί εντεκάμηνο με τους επηρεαζόμενους, ενώ δεν ήταν νομικά υπόχρεη να το πράξει, αλλά οι εφεσείουσες εταιρείες συνέχιζαν να αγοράζουν στις προηγούμενες τιμές με αποτέλεσμα να διατηρούσαν αποθέματα όταν οι νέες τιμές τέθηκαν σε εφαρμογή. Περαιτέρω, καμία δυσμενής διάκριση δεν έγινε μεταξύ των εφεσειουσών ως αδειούχων χονδρικής πώλησης και των αδειούχων λιανικής πώλησης επί των πωλήσεων των οποίων δεν έγιναν παρόμοιες μειώσεις. Ούτε και η Δημοκρατία παρέβη οποιοδήποτε νόμιμο καθήκον της, καθήκον που οι εφεσείουσες απέτυχαν να τεκμηριώσουν παρά μόνο πρόβαλαν γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ειδικά το αστικό αδίκημα της αμέλειας κρίνοντας ότι οι λεπτομέρειες που δόθηκαν στην έκθεση απαίτησης δεν ήταν επαρκείς. Από την άλλη, οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν, ούτε θεμελίωσαν την εγγύτητα των σχέσεων τους με τη Δημοκρατία ή το Υπουργείο Υγείας ώστε οι τελευταίοι να είχαν ορισμένο καθήκον επιμέλειας έναντι τους. Η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς εξ αιτίας πρόβλεψης ότι η συμπεριφορά της Δημοκρατίας θα προκαλούσε αυτή τη ζημιά στις εφεσείουσες, δεν στοιχειοθετήθηκε εφόσον είχαν γίνει πολύμηνες διαπραγματεύσεις ή συζητήσεις μεταξύ των μερών και ήταν οι εφεσείουσες που ήσαν αμελείς στο να μην φροντίσουν να τύχουν καλύτερης τιμολογιακής ρύθμισης από τους προμηθευτές τους, τη στιγμή που ο Υπουργός Υγείας είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα να μειώσει τις τιμές με Διάταγμα. Δεν αποδείχθηκε λοιπόν στην υπόθεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας που κατ’ ισχυρισμόν επέδειξε η Δημοκρατία έναντι των εφεσειουσών, οι οποίες δεν κατάφεραν να αποδείξουν με σαφή μαρτυρία ότι η ζημιά τους προήλθε από  τις ενέργειες που καταλόγιζαν στη Δημοκρατία.

 

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν με σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία τις ζημιές που κατ’ ισχυρισμόν υπέστησαν για τα καθ’ οδόν προϊόντα. Δεν ήταν αρκετή η κατάθεση σωρείας τιμολογίων και εγγράφων για να αποδειχθούν αυτές οι ζημιές που ως ειδικές αποζημιώσεις έπρεπε να αποδειχθούν με ακρίβεια και λεπτομέρεια. 

 

Με έντεκα λόγους έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κρίση με πρώτο λόγο ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυ[*1620]ρία εφόσον δεν έλαβε καθόλου υπόψη τη μαρτυρία του Πέτρου Πέτρου, Μ.Ε.5, στον οποίο καμία απολύτως αναφορά δεν γίνεται στο πρωτόδικο σκεπτικό. Οι λόγοι έφεσης που ακολουθούν, δεύτερος μέχρι πέμπτος, σχετίζονται με τη λανθασμένη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες μπορούσαν να καθορίσουν στο μεσοδιάστημα μέχρι την δημοσίευση του διατάγματος και κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων νέες τιμές, ενώ για να μπορούσαν νομότυπα οι εφεσείουσες να καθόριζαν διαφοροποιημένες τιμές θα έπρεπε να είχε τροποποιηθεί ο υφιστάμενος νόμος.  Δεν ήταν λογικό να αναμενόταν από τις εφεσείουσες κατά τη διάρκεια των συζητήσεων και μέχρι την ολοκλήρωση τους να εξαντλούσαν τα αποθέματα τους εφόσον η έννοια της μεταβατικής περιόδου βασιζόταν στην ανάγκη εξάντλησης των παλαιών αποθεμάτων στην παλαιότερη ελεγχόμενη τιμή, κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί εάν δεν διασαφηνιζόταν ή αποφασιζόταν η νέα τιμολόγηση.  Ούτε ήταν ορθό το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ήταν δεδομένη η τροποποίηση του σχετικού Νόμου στις 25.2.2005, έτσι ώστε να αναμενόταν ο καθορισμός των νέων τιμών με την έκδοση του σχετικού διατάγματος. Λανθασμένη ήταν πρόσθετα και η αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας της μοναδικής μάρτυρας της εφεσίβλητης, η οποία μαρτυρία ήταν στην ουσία εξ ακοής και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ανάλογα. 

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης από τον έκτο μέχρι και τον εντέκατο, αφορούν τη λανθασμένη νομική σκέψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε επέμβαση ή αλλοτρίωση των περιουσιακών δικαιωμάτων των εφεσειουσών, ούτε και έγινε πρωτοδίκως οποιαδήποτε αναφορά ή ανάλυση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Ούτε μπορεί να ευσταθήσει το επιχείρημα ότι η μείωση των τιμών των εισαγωγέων και χονδρεμπόρων, που ήσαν οι εφεσείουσες εταιρείες, εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον τη στιγμή που οι λιανοπώλες, δηλαδή, τα φαρμακεία, αύξησαν τις τιμές πώλησης κατά 5%. Κατά τις εφεσείουσες, το Υπουργικό Διάταγμα με την επίφαση του Νόμου μείωσε σε αξία τα αποθέματα των εφεσειουσών μέσα σε μία νύκτα, ενώ τα καθ’ οδόν προϊόντα τα οποία και αναμένονταν να πωληθούν σε υψηλότερα τιμή αναγκαστικά πωλήθηκαν σε χαμηλότερη.

 

Λανθασμένα επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρξε αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας ή παράβαση των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων αυτής, ιδιαιτέρως τη στιγμή που η μείωση του μεγέθους της επικερδούς εργασίας των εταιρειών μπορούσε εύκολα να αποφευχθεί με μια με[*1621]ταβατική περίοδο. Ούτε και η θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση είναι ορθή εφόσον ήταν σαφές ότι ενώ μειώθηκαν οι τιμές χονδρικής πώλησης φαρμάκων, οι ίδιες τιμές αυξήθηκαν για τη λιανική πώληση από 33% σε 39%, προς όφελος των φαρμακείων.

 

Ως προς τα καθοδόν προϊόντα λανθασμένα κρίθηκε ότι οι σχετικές ζημίες δεν είχαν αποδειχθεί με σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία ιδιαιτέρως εφόσον η αξιοπιστία των πρώτων τεσσάρων μαρτύρων των εφεσειουσών δεν αμφισβητήθηκε, ενώ η μαρτυρία του πέμπτου μάρτυρα αγνοήθηκε πλήρως. 

 

Ο κ. Δημητριάδης αγορεύοντας ενώπιον του Εφετείου εστίασε την προσοχή του στο ότι το σύστημα καθορισμού τιμών φαρμάκων άλλαξε με Κανονιστική Διοικητική Πράξη, ώστε τα φάρμακα τα οποία είχαν στις αποθήκες τους οι εφεσείουσες να μειώθηκαν σε αξία εφόσον επηρεάστηκε η αξία αυτή από την τροποποίηση, ενώ επηρεάστηκαν και προϊόντα τα οποία είχαν ήδη παραγγελθεί και ήταν σε πορεία άφιξης προς τη Δημοκρατία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι εφεσείουσες εταιρείες χρειάζονταν τρεις με εννέα μήνες για να θέτουν τις παραγγελίες τους ώστε τα φάρμακα να φθάνουν στην Κύπρο με τις ανάλογες προδιαγραφές. Και ενώ συμφωνήθηκε κατά τις διαβουλεύσεις ότι θα διδόταν μια εξάμηνη μεταβατική περίοδος, εν τέλει ο Νόμος που τροποποιήθηκε δεν έδωσε καμία μεταβατική περίοδο, με αποτέλεσμα η πολιτική που ήθελε να ασκήσει η Δημοκρατία σε σχέση με τις τιμολογήσεις των φαρμάκων, να απέβη σε μείωση των τιμών σε βάρος των φαρμακευτικών εμπόρων. Οι διαβουλεύσεις είχαν την έννοια της προσπάθειας εξεύρεσης λύσης και δεν μπορούσε να εξισωθεί με τη θέση του Δικαστηρίου ότι ήταν λογικά προβλεπτή η επερχόμενη μείωση, εφόσον ούτε η τροποποίηση του Νόμου θα μπορούσε να εκληφθεί ως δεδομένη, ούτε και το ότι δεν θα διδόταν στο τέλος της ημέρας οποιαδήποτε μεταβατική περίοδος. 

 

Η όλη υπόθεση απλοποιείται εν τέλει στην επίλυση του θεμελιακού ερωτήματος που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο. Με δεδομένη τη ζημία των αποθεματικών εφόσον αυτή είχε, και ορθά, συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, αναδυόταν και παραμένει προς τελική απάντηση, το ερώτημα κατά πόσο η περιουσία των εφεσειουσών που παρέμενε στις αποθήκες προστατευόταν ή όχι. Αν η απάντηση, ως θέμα δικαίου, είναι αρνητική τότε το ζήτημα τελειώνει. Αν είναι θετική, τότε πρέπει η ανάλυση να περάσει στο επόμενο στάδιο, κατά πόσον, δηλαδή, υπήρχε συνάφεια και συσχέτιση μεταξύ των πράξεων που καταλογίζονται στην εφεσίβλητη Δη[*1622]μοκρατία, με τις ζημίες που υπέστησαν οι εφεσείουσες.

 

Το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας είναι αδιαμφισβήτητο. Προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, αλλά και από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος είναι πιο αυστηρό στις πρόνοιες του και προστατεύει σχεδόν απόλυτα το δικαίωμα στην περιουσία, την απόκτηση και τη διάθεση της. Αν πρόκειται για ακίνητη περιουσία, αυτή δύναται να απαλλοτριωθεί για συγκεκριμένους λόγους και υπό τους όρους που υπαγορεύει η παράγραφος 4 αυτού. Επιτρέπεται μόνο («και δη μόνον»), προς εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιας ωφελείας ειδικώς καθοριζομένου υπό νόμου, με αιτιολογημένη απόφαση για εξειδικευμένο σκοπό και επί τη καταβολή «τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς» δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης.

 

Το ενδιαφέρον της συνταγματικής προστασίας είναι ότι αυτή επεκτείνεται και στην κινητή περιουσία. Αυτό προνοείται και αναφέρεται ρητά στις παραγράφους 1 και 4 του Άρθρου 23. Και περαιτέρω, η αυστηρή προϋπόθεση της παραγράφου 2, είναι ότι:

 

«Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθεί, ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.»

 

Η επόμενη παράγραφος 3, ρητά εξειδικεύει ότι μόνο περιορισμοί ή όροι ή δεσμεύσεις που είναι «απολύτως απαραίτητοι» μπορούν να εμποδίσουν την άσκηση του δικαιώματος στην περιουσία, και αυτοί πρέπει να είναι προς «το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.».

 

Είναι πρόδηλο ότι το εκδοθέν Διάταγμα ουδέν σχετικό προς τα ως άνω αναφέρει, ούτε και επικαλείται οποιαδήποτε από τις ρητές και διαχρονικά στενά ερμηνευόμενες εξαιρέσεις της παραγράφου 3 του Άρθρου 23, με σκοπό τη στέρηση, περιορισμό, δέσμευση ή ένθεση όρων στο δικαίωμα απόλαυσης περιουσίας. Το Διάταγμα εκδόθηκε στη βάση του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου αρ. 70(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε.

 

Συγκεκριμένα τα Άρθρα 88(2) και 88(3), έχουν ως εξής:

[*1623]«88. (2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Υπουργός δύναται αυτεπάγγελτα με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας –

 

(α) Να καθορίζει, να μειώνει ή να αυξάνει το ανώτατο ποσοστό κέρδους από τη χονδρική και λιανική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων και από την παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων,

 

(β) να μειώνει ή καθηλώνει με τιμές φαρμακευτικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 93 ή να τις αυξάνει,

 

(γ) να καθορίζει τη μέγιστη δυνατή χονδρική ή λιανική τιμή, στην οποία δύναται να πωλούνται τα φαρμακευτικά προϊόντα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1β) του Άρθρου 89,

 

(3) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δυνατό,

 

(α) Να περιέχει τέτοιες δευτερεύουσες συμφυείς ή αναγκαίες διατάξεις όπως κάθε φορά μπορεί να καταστεί αναγκαίο για εφαρμογή του Διατάγματος,

 

(β) να καθορίζει τη χρονική ή τοπική του ισχύ,

 

(γ) να αφορά συγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα ή κατηγορίες φαρμακευτικών προϊόντων ή γενικά όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα.»

 

Από το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων είναι φανερό ότι ο Υπουργός «αυτεπαγγέλτως», (το εδάφιο (1) του Άρθρου 88 αναφέρεται στην εξουσία του Υπουργού να καθορίζει τις τιμές μετά από αίτηση του κατόχου αδείας φαρμακευτικών προϊόντων), με διάταγμα καθορίζει, μειώνει ή αυξάνει το ανώτατο ποσοστό κέρδους στη χονδρική και λιανική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων και καθορίζει επίσης τη μέγιστη δυνατή χονδρική ή λιανική πώληση. Δεν αναφέρεται οπουδήποτε στο λεκτικό ότι λαμβάνεται υπόψη το δημόσιο συμφέρον και κατά παρόμοιο τρόπο το εκδοθέν με την Κ.Δ.Π. 100/2005 Διάταγμα της 25.2.2005, καμία επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ή άλλως πως προβάλλεται ως αιτιολογία για τον καθορισμό του ανωτάτου ποσοστού κέρδους που αφορά τις εφεσείουσες σε σχέση με τα φαρμακευτικά προϊόντα. Το εν λόγω Διάταγμα,  το οποίο όντως εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 88, εδάφια (2) και (3), απλώς καθόρισε με την πα[*1624]ράγραφο 2 τα εξής, αναφορικά με τις φαρμακευτικές εταιρείες:

 

  «2. Το ανώτατο ποσοστό κέρδους, το οποίο δύναται να αποκομισθεί από την παρασκευή στη Δημοκρατία φαρμακευτικών προϊόντων, καθορίζεται σε 20 τοις εκατόν (20%), λογιζόμενο πάνω στην τιμή κόστους παρασκευής.»

 

Σημειώνεται ότι στην έννοια της «παρασκευής» φαρμακευτικών προϊόντων, περιλαμβάνεται κατά το συνδυαστικό ορισμό και πρόνοιες των Άρθρων 2, 39 και 53 του Νόμου αρ. 70(Ι)/2001, και η εισαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων από τρίτες χώρες στη Δημοκρατία με τη χορήγηση άδειας που θεωρείται ως «άδεια παρασκευής» που δίδεται από το Συμβούλιο Φαρμάκων.

 

Όπως έχει λεχθεί πιο πάνω, το Άρθρο 23 του Συντάγματος είναι αυστηρότερο στην προστασία της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας από την αντίστοιχη πρόνοια του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, το οποίο έχει ως εξής:

 

«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους.

 

Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσιν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»

 

Πέραν του γεγονότος ότι ούτε το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου μνημονεύεται οπουδήποτε στο Διάταγμα, είναι σαφές από την ερμηνεία που έχει δοθεί σε αυτό από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι θα πρέπει να τηρούνται για τον περιορισμό περιουσιακού στοιχείου οι αρχές της αναλογικότητας, της δίκαιης ισορροπίας και του αντισταθμίσματος. Στο πνεύμα αυτό μπορεί να λεχθεί ότι θα μπορούσε να κινηθεί ή να ερμηνευθεί και το Διάταγμα εφόσον το εδάφιο (3)(β) του Άρθρου 88 του Νόμου, επιτρέπει τον καθορισμό της χρονικής ή της τοπικής ισχύος του διατάγματος, (η έμφαση προστέθηκε). Το Διάταγμα στην υπό κρίση περίπτωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 25.2.2005 και τέθηκε σε ισχύ λίγες μέρες μετά την 1.3.2005. Αυτό επηρέασε άμεσα τα αποθεματικά των εφεσειουσών [*1625]εταιρειών εφόσον δεν τους παρασχέθηκε, παρά τις διαβουλεύσεις, οποιαδήποτε εύλογη περίοδος χρόνου για τη διοχέτευση στην αγορά των προϊόντων που ήσαν ήδη στις αποθήκες.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αποθέματα φαρμάκων στις αποθήκες των εφεσειουσών ήταν περιουσιακό στοιχείο άξιον προστασίας από το Νόμο. Αναμφίβολα εμπίπτει στην έννοια της κινητής περιουσίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Η έννοια της κινητής περιουσίας είναι βεβαίως ευρεία και αντιδιαστέλλεται με την ακίνητη περιουσία. Στο Αγγλικό κείμενο του Άρθρου 23 γίνεται αναφορά σε «movable or immovable property», «movables» δε, κατά το Oxford Dictionary of Law 5η Έκδ. σελ. 322, είναι «Tangible items of property other than land and goods fixed to the land (i.e. immovables)». Το δικαίωμα στην προστασία της περιουσίας αναγνωρίζεται είτε σε φυσικά είτε σε νομικά πρόσωπα και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 έχει εμπορικές ή επιχειρηματικές διαστάσεις και έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τις επιχειρήσεις προς προστασία και επέκταση των συμφερόντων τους, (Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights 5η Έκδ. σελ. 477). Στη βάση της νομολογίας που καθιέρωσε το ΕΔΑΔ, η προστασία παρέχεται στα ήδη υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία και δεν διασφαλίζει δικαίωμα στην απόκτηση περιουσίας, (Marckx v. Belgium Appl. No. 6833/74, ημερ. 13.6.1979). Υπάρχει δε αποστέρηση περιουσίας όπου διαπιστώνεται «de facto expropriation» (Sporrong and Lönnroth v. Sweden [1983] EHRR 35 παρ. 63), ή, ακόμη και όπου στην απουσία επίσημης ή de facto αποστέρησης, διαπιστώνεται τέτοια επέμβαση που επηρεάζει ή αποτελεί μέθοδο ελέγχου επί της περιουσίας, (Holy Monasteries v. Greece [1995] 20 EHRR 1).

 

Στην υπόθεση Pressos Compania Naviera S.A. κ.ά. ν. Βελγίου, ημερ. 20.11.1995, αποφασίστηκε ότι και οι απαιτήσεις καλύπτονται στην έννοια της προστατεύσιμης περιουσίας. Κατά τη σκέψη 43, οι απαιτήσεις για αποζημίωση εμπίπτουν στο περιουσιακό δικαίωμα και ο περιορισμός αυτού του δικαιώματος δεν μπορεί να λάβει χώραν χωρίς να επιδιώκεται, αλλά και να επιτυγχάνεται ένα λογικό ισοζύγιο μεταξύ των διαφόρων αντικρουόμενων συμφερόντων. Η υπόθεση αφορούσε την αναδρομικότητα νομοθετικής πρόνοιας που λειτούργησε κατά τρόπον ώστε να αποστερήσει τους ενάγοντες από την ευκαιρία να εγείρουν αγωγή σε σχέση με αποζημιώσεις αναφορικά με κατ’ ισχυρισμόν επίδειξη αμέλειας πιλότων που οδήγησε σε ναυτικά ατυχήματα. Όπως εξηγούν την ουσία της υπόθεσης οι Jacobs, White & Ovey, στο  [*1626]προαναφερθέν σύγγραμμα στη σελ. 488:

 

«The interest in issue in the Pressos Compania Naviera case has been explained in later case-law as being a legitimate expectation intimately linked to something which can be described as an asset, and the way in which the asset would be treated in the national legal order. What is required is a claim which is sufficiently established in the national legal order to constitute an asset for the applicant.»

 

Στην υπόθεση Anheuser-Busch Inc. v. Portugal [2007] 45 EHRR 830, το ΕΔΑΔ είπε τα εξής:

 

«… in certain circumstances, a `legitimate expectation´ of obtaining an `asset´ may also enjoy the protection of Article 1 of Protocol 1. Thus, where a proprietary interest is in the nature of a claim, the person in whom it is vested may be regarded as having a `legitimate expectation´ if there is a sufficient basis for the interest in national law, for example where there is settled case-law of the domestic courts confirming its existence (Kopecký v. Slovakia [GC], no. 44912/98, §52, ECHR 2004-IX). However, no legitimate expectation can be said to arise where there is a dispute as to be correct interpretation and application of domestic law and the applicant´s submissions are subsequently rejected by the national courts (Kopeck v. Slovakia, judgment cited above, §50.)»

 

Χωρίς αμφιβολία λοιπόν τα αποθεματικά των εφεσειουσών αποτελούν στην Κυπριακή έννομη τάξη περιουσία υπαρκτή και η προώθηση τους στο εμπόριο στις τιμές που είχαν οι εφεσείουσες προγραμματίσει να πωλήσουν προς ίδιον βέβαια και νόμιμο όφελος, αυτό της κερδοφορίας, αποτελούσε «legitimate interest». Το «legitimate expectation» αναγνωρίζεται, όπως λέχθηκε, ως άξιον προστασίας. Στις υποθέσεις Veselinski v. The former Yugoslav Republic of Macedonia, Appli. No. 45658/99 και Djidrovski v. The former Yugoslav Republic of Macedonia Appl. No. 46447/99 ημερ. 24.2.2009, η εφαρμογή νομοθεσίας η οποία δεν είχε αναδρομικό χαρακτήρα, που αφαίρεσε όφελος από αξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει στο Γιουγκοσλαβικό στρατό με το οποίο θα μπορούσαν να αγοράσουν τα διαμερίσματα τους σε χαμηλότερες τιμές, χωρίς η νομοθεσία αυτή να λαμβάνει υπόψη προηγούμενες συνεισφορές τους στην κατασκευή των στρατιωτικών διαμερισμάτων, κρίθηκε ότι αναιρούσε το «legitimate expectation» και η νομοθεσία ήταν αντίθετη με τη Σύμβαση. 

[*1627]Πρέπει τώρα να εξεταστεί κατά πόσο η άξια προστασίας περιουσία των εφεσειουσών μειώθηκε σε αξία κατά το συμφωνηθέν συνολικό ποσό, εξ αιτίας της αμέλειας και ή παράβασης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων της Δημοκρατίας. Είναι πρωτίστως οφειλόμενη η παρατήρηση ότι η δικογράφηση των σχετικών θέσεων των εφεσειουσών για επίδειξη αμέλειας και ή παράβαση νομίμων καθηκόντων, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην παράγραφο 8 της έκθεσης απαίτησης, δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Έχει κατά κόρον αναφερθεί από τη νομολογία ότι είναι διαφορετικό το αστικό αδίκημα της αμέλειας από την θεμελίωση της παράβασης νομίμου καθήκοντος. Η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης νομίμων καθηκόντων αποτελεί, όπως υποδείχθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 432,  σελ. 445-446, συγκεκριμένη θεραπεία του Κοινοδικαίου και δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση ή να επικαλύπτεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια. Αυτό, έστω και αν η ίδια ζημία, η έκταση της ή το ύψος της, δυνατόν να προέλθει είτε από συμπεριφορά που συνάδει με τη συνήθη αμέλεια, είτε με συμπεριφορά που ισοδυναμεί με διάρρηξη νομίμου καθήκοντος.

 

Κατά ορθή δικογράφηση, τα δύο αυτά αγώγιμα δικαιώματα θα πρέπει να ξεχωρίζονται όπως υποδεικνύει η υπόθεση London Passenger Transport Board v. Upson [1949] A.C. 155 και το σύγγραμμα Bullen & Leak: Precedents of  Pleadings 12η έκδ. σελ. 59-60. Τα ίδια αναφέρονται και στην Παναγή κ.ά. ν. Παναγή (2009) 1 Α.Α.Δ. 145, όπου υποδείχθηκε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας απαιτούν με τη Δ.19 θ.13, την ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν την παραβίαση των νομίμων καθηκόντων, (δέστε και Annual Practice 1958, Order 19 rule 15, σελ. 468-9). Η αναγκαιότητα ορθής και επιμελημένης δικογράφησης έχει βέβαια σημασία ως προς το τι αναμένεται να παρουσιαστεί από τον ενάγοντα προς απόδειξη της υπόθεσης του από πλευράς νομικής τοποθέτησης, ενώ είναι σημαντικό και για τον εναγόμενο να μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα στην  υπεράσπιση του. 

 

Οι εφεσείουσες σύμπλεξαν στην παρ. 8 της έκθεσης απαίτησης σε πέντε υποπαραγράφους, λεπτομέρειες για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παράβαση εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και αμέλεια. Το ορθότερο θα ήταν να ξεχώριζαν οι διάφορες νομικές βάσεις με ανάλογες λεπτομέρειες κάτω από κάθε μια από αυτές. Δεν φαίνεται όμως να δημιουργήθηκε κάποιο ανυπέρβλητο πρόβλημα κατά τη διεξαγωγή της δίκης πρωτοδίκως, ούτε και η Δημοκρατία επιχείρησε να διαφοροποιήσει με την αναζήτηση λεπτομερειών ή άλλως πως, το δικόγραφο των εφεσειου[*1628]σών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και αποφάσισε τη νομική πτυχή της αμέλειας επί των γεγονότων που είχε ενώπιον του, την παράβαση των νομίμων καθηκόντων και εξέτασε και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με σαφή αναφορά στο δικαίωμα της απόλαυσης περιουσίας που είναι και η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 8 της έκθεσης απαίτησης. Μπορούν επομένως να εξεταστούν και κατ’ έφεση τα διάφορα νομικά ζητήματα που ηγέρθησαν.

 

Όσον αφορά την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήδη έγινε εκτενής αναφορά πιο πάνω στο Άρθρο 23 του Συντάγματος και την προστασία που δίνει το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Η συζήτηση αυτή έχει καλύψει την εισήγηση ότι προστατεύεται η περιουσία των εφεσειουσών και εκείνο που απομένει είναι να εξεταστεί κατά πόσο υπήρξε αμέλεια ή παράβαση νομίμου καθήκοντος εκ μέρους της Δημοκρατίας. Η αμέλεια ως αστικό αδίκημα είναι βεβαίως πασίγνωστη ως έννοια και έχει αρχή στην υπόθεση Donoghue v. Stevenson [1932] A.C. 562. Αφορά τη νομική αναγκαιότητα λήψης εύλογης επιμέλειας ώστε να αποφευχθούν πράξεις ή παραλείψεις που προβλεπτώς μπορούν να επιφέρουν ζημία στον γείτονα.  Ως «γείτονας», θεωρούνται όλα εκείνα τα πρόσωπα που είναι σε επαρκή σχέση εγγύτητας ή γειτονίας με το πρόσωπο που επιφέρει τη ζημία ώστε το τελευταίο να έπρεπε λογικά να γνώριζε ή να προέβλεπε ότι οι πράξεις του θα επηρέαζαν το άλλο μέρος.

 

Το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αποτελεί την κωδικοποίηση των αρχών του Κοινοδικαίου, (Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1 Α.Α.Δ. 393). Έχει λεχθεί στην υπόθεση αυτή ότι το βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, η οποία θα έπρεπε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβληθεί από τον δράστη ώστε να μην προκληθεί ζημία στον πλησίον. Το όριο της επιμέλειας διαγράφεται από την επίδειξη της ανάλογης προσοχής από τον υποθετικό μέσο συνετό άνθρωπο. 

 

Στο σύγγραμμα «Street on Torts» 11η έκδ. σελ. 200 κ.ε., αναφέρεται ότι δεν υπάρχει γενικός κανόνας που να εξαιρεί τις δημόσιες αρχές από οποιαδήποτε ευθύνη λόγω αμελείας, απλώς και μόνο διότι είναι δημόσιες και όχι ιδιωτικές αρχές ή σώματα, (Mersey Docks and Harbour Board Trustees v. Gibbs [1866] LR 1 HL 93). Δεν υπάρχει με άλλα λόγια ασυλία εναντίον των δημοσίων αρχών ή του κράτους. Τα κριτήρια επιβολής καθήκοντος αμέλειας είναι τα ίδια όπως και στην περίπτωση των ιδιωτών.  Στην υπόθεση Home [*1629]Office v. Dorset Yacht Co Ltd [1970] AC 1004, HL, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αναφέρθηκε στο ότι η πιθανότητα της ζημιάς πρέπει να είναι εύλογα προβλεπτή. Όπου υπάρχει διακριτική ευχέρεια από το δημόσιο όργανο, ευχέρεια που δυνατόν να ασκείται καλόπιστα, αλλά κατά λανθασμένο τρόπο, δεν δημιουργεί κατ’ ανάγκη δικαίωμα σε αποζημίωση. Στην υπόθεση Anns v. Merton London Borough Council [1978] AC 728, HL, λέχθηκε ότι εκεί όπου η άσκηση νομίμου δημοσίου καθήκοντως απορρέει από μια ευρεία άσκηση πολιτικής απόφασης, η εναπόθεση στοιχείου αμέλειας κατά το αστικό δίκαιο δεν επαφίεται κατά κανόνα στα πολιτικά Δικαστήρια. Όμως, τέτοιο καθήκον επιμέλειας μπορεί να εναποτεθεί στο στάδιο της εφαρμογής της πολιτικής αυτής του κράτους, («operational sphere»).

 

Έγινε προσπάθεια περαιτέρω επεξήγησης της εναπόθεσης καθήκοντος σε δημόσιες αρχές, εφόσον το κριτήριο της διαφοράς μεταξύ «policy and operational decisions» στην Anns v. Merton London Borough Council, δεν θεωρήθηκε ιδιαίτερα επαρκές, με τις κατευθυντήριες γραμμές που έδωσε ο Lord Browne-Wilkinson στην X. v. Bedfordshire County Council [1995] 2 AC 633. Σχετική είναι και η μεταγενέστερη Barrett v. Enfield London Borough Council [2001] 2 AC 550. Η ουσία εν τέλει φαίνεται να έγκειται στην εφαρμογή των τριών βασικών γνωστών προϋποθέσεων της πρόβλεψης («foreseeability»), της εγγύτητας («proximity») και του δικαίου, ορθού και λογικού μέτρου («just, fair and reasonable»), τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νουν πριν αποδώσει ευθύνη σε κρατική υπηρεσία. Στην άσκηση αυτή υπεισέρχεται και ο παράγοντας της πολιτικής του κράτους, αλλά και του τρόπου της εν τη πράξει εφαρμογής αυτής της πολιτικής.

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν αποδείχθηκε αμέλεια εκ μέρους της Δημοκρατίας, κρίνεται λανθασμένη. Η Δημοκρατία μέσω του αρμοδίου Υπουργείου Υγείας αναγνώρισε στην ουσία ότι η διαφοροποίηση των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων θα επηρέαζε τους φαρμακέμπορους, εξ ου και άρχισε συναντήσεις με το Σύνδεσμο όπως αποκαλύπτει το Τεκμήριο 47, όταν στις 12.5.2004 έγινε συνάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων, με το Σύνδεσμο. Αυτή η αναγνώριση του προβλήματος που θα δημιουργούσε η νέα τιμολογιακή πολιτική που θα εφαρμοζόταν, ήταν που ώθησε τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες να συνομιλήσουν με το Σύνδεσμο. Διαφορετικά, μπορούσαν να προχωρήσουν αυτόνομα. Ο Σύνδεσμος μέσω των εκπροσώπων τους εξήγησαν ότι οι φαρμακευ[*1630]τικές εταιρείες είναι μια παραγωγική τάξη της κοινωνίας και ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εξασφαλίσει τη συνέχιση των εργασιών τους, ανέλαβαν δε να εξετάσουν το ζήτημα της διαφοροποίησης των τιμών σε συνεδρία του διοικητικού τους συμβουλίου. Ακολούθησαν και άλλες συναντήσεις, στις δε 6.7.2004 με το Τεκμήριο 52, ο πρόεδρος του Συνδέσμου εξήγησε ότι με την αλλαγή του συστήματος οι εισαγωγείς θα υφίσταντο μεγάλες ζημιές γι’ αυτό και χρειαζόταν μεταβατική περίοδος την οποία ο Σύνδεσμος καθόρισε σε ένα έτος με βάση υπόμνημα που είχε υποβάλει. Συμφωνήθηκε ότι το νέο σύστημα τιμολόγησης θα εφαρμοζόταν έξι μήνες μετά την απόφαση του τρόπου καθορισμού των λιανικών τιμών. Στην πρόταση που έγινε προς το Υπουργικό Συμβούλιο από το Υπουργείο Υγείας στις 4.11.2004, Τεκμήριο 55, σημειώθηκε στη σελ. 6, ότι ο Σύνδεσμος είχε εκφράσει σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων τους και ζήτησε αντισταθμιστικά μέτρα, ενώ στην παράγραφο 14 έγινε αναφορά ότι από την ημερομηνία απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου θα υπήρχε μεταβατική περίοδος τεσσάρων μηνών.

 

Το ότι το νέο σύστημα καθορισμού τιμών θα επηρέαζε άμεσα τις φαρμακευτικές εταιρείες είναι αποδεκτό και από το Τεκμήριο 64, ημερ. 12.1.2005, όπου ο Διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών αναγνωρίζει ότι στο νέο σύστημα καθορισμού τιμών δεν προβλέπεται κέρδος από χονδρική πώληση. Συνεπώς οι φαρμακευτικές εταιρείες θα πρέπει να διαπραγματεύονται με τις παρασκευάστριες εταιρείες προς καθορισμό των τιμών στις οποίες θα αγοράσουν τα προϊόντα, οι δε εταιρείες αυτές θα πρέπει να εξεύρουν φθηνότερες πηγές. Οι εφεσείουσες στις 25.1.2005, με επιστολή τους προς τον Υπουργό Υγείας, εξέφρασαν τη διαφωνία τους με τις εξαγγελθείσες μειώσεις αναφέροντας ότι σε περίπτωση που οι μειώσεις αυτές τεθούν σε άμεση ισχύ με την τροποποίηση του Νόμου ή άλλως πως θα υποστούν ζημιές της τάξης των £411,200, επισυνάπτοντας πλήρη ανάλυση των ζημιών. Επέσυραν την προσοχή του Υπουργού ότι η ζημιά αυτή θα δημιουργείτο από την αναγκαστική μείωση τιμών στα προϊόντα που ήταν ήδη στη διάθεση τους ή είχαν παραγγελθεί και βρίσκονταν καθ’ οδόν ή για τα οποία είχαν ήδη δοθεί δεσμεύσεις από τις εταιρείες προς παραγγελία τους. Οι εισαγωγείς φαρμακευτικών προϊόντων ήταν, όπως υπέδειξαν, υποχρεωμένοι με βάση τη νομοθεσία και ειδικότερα το Άρθρο 84(1)(ε) του Νόμου, ότι θα πρέπει να έχουν μονίμως στη διάθεση της Δημοκρατίας αρκετή ποσότητα φαρμάκων για κάλυψη των απαιτήσεων. Η κάλυψη αυτή αντιστοιχεί με ένα κύκλο εργασιών της τάξης των 6 με 9 μηνών. Εισηγήθηκαν λοιπόν ότι η μείωση των τιμών θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ μετά την πάροδο εννέα μηνών ώστε οι ζημιές να αποφευχθούν. Στις 8.12.2004 είχε αποσταλεί επιστολή στον Υπουργό Υγείας για να δο[*1631]θεί περίοδος για εξάντληση των αποθεμάτων τουλάχιστον 6 μηνών, αντί των 4 μηνών, που είχε προτείνει η κυβερνητική πλευρά. 

 

Είναι φανερό, επομένως, από τα ανωτέρω ότι και εγγύτητα σχέσεων μεταξύ Δημοκρατίας διά του Υπουργείου Υγείας και των φαρμακευτικών εταιρειών υπήρχε και η ζημιά ήταν όχι απλώς προβλεπτή, αλλά και καθορισμένη. Οι εφεσείουσες τόνιζαν σε κάθε περίπτωση και σε κάθε συνάντηση ότι θα έπρεπε να δοθεί μια επαρκής μεταβατική περίοδος τουλάχιστον έξι μηνών ούτως ώστε να αποφευχθούν οι ζημιές που θα προέκυπταν από την αιφνίδια και αναγκαστική μείωση των τιμών. Περαιτέρω ήταν δίκαιο και εύλογο να τίθεται η υποχρέωση αυτή επί των ώμων της Δημοκρατίας αφού στην ουσία οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες και το Υπουργείο Υγείας έχουν την απόλυτη εξουσία να ελέγχουν τους εισαγωγείς για τις ποσότητες φαρμάκων, τα δε φάρμακα είναι ελεγχόμενο είδος με τιμές να καθορίζονται από την κυβερνητική πολιτική. Ήταν επί τούτου χαρακτηριστική η μαρτυρία του Σώτου Ιακωβίδη, ότι αυτή η νέα πολιτική θα επηρέαζε 920 συγκεκριμένα φαρμακεία. Ήταν επομένως αναγκαία η μεταβατική περίοδος. Και όπως στη συνέχεια εξήγησε και ο Γεώργιος Πέτρου, Μ.Ε.3, δεν μπορούν οι αντιπρόσωποι των φαρμακευτικών προϊόντων, οι οποίοι χρειάζονται διάφορες άδειες και έγκριση περί της ικανότητας τους, να τοποθετούν παραγγελίες οποτεδήποτε ή για μικρές ποσότητες. Έχει ήδη υποδειχθεί πιο πάνω ότι και το Υπουργείο Υγείας και το Υπουργικό Συμβούλιο δέχθηκαν στην ουσία την παροχή μεταβατικής περιόδου είτε 4 είτε 6 μηνών.

 

Η μαρτυρία επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ότι οι κατασκευάστριες εταιρείες του εξωτερικού με τις οποίες συμβάλλοντο οι εφεσείουσες, χρειάζονταν περίοδο χρόνου για να παραδώσουν τα εμπορεύματα, τουλάχιστον 181 μέρες μετά την αποδοχή της παραγγελίας. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 34. Και πάλι ο Σ. Ιακωβίδης, Μ.Ε. 1, υπέδειξε με σαφήνεια στη μαρτυρία του ότι δεν αρκούσε η παροχή του ενδεικτικού καταλόγου από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες για να διαφοροποιηθούν οι τιμές ή να γίνει διαπραγμάτευση με τις κατασκευάστριες εταιρείες. Εξήγησε ότι υπήρχαν λάθη, γίνονταν διορθώσεις, ενώ έβγαιναν και διάφοροι κατάλογοι, (μαρτυρία Πανίκου Χατζηγεωργίου, Μ.Ε. 4), και δεν μπορούσαν ως εισαγωγείς να εισηγηθούν ή να ζητήσουν οτιδήποτε με μόνο ενδεικτικές τιμές. Δεν ήταν δυνατόν, όπως ανέφερε, με το «πάτημα ενός κουμπιού» να εφαρμοστεί το νέο σύστημα εφόσον είχαν αγοραστεί τα προϊόντα με βάση την παλαιά τιμολογιακή πολιτική. Αλλά και ο Αλέξανδρος Ιακωβίδης, Μ.Ε. 2, είχε καταθέσει ότι τα εργοστάσια παρασκευής φαρμάκων χρειάζονται χρόνο για να παράξουν μικρές ποσότητες.

[*1632]Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η έκδοση του Διατάγματος χωρίς την ύπαρξη μεταβατικής περιόδου σαφώς και προκάλεσε την προβλεπτή ζημία στις εφεσείουσες εταιρείες, όπως αυτή συμφωνήθηκε. Καμία εξήγηση δεν δόθηκε γιατί δεν ήταν δυνατή η παροχή μεταβατικής περιόδου. Και δεν είναι λογικό να θεωρείται ορθή η προσέγγιση της Δημοκρατίας, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και επανέλαβε και κατ’ έφεση, ότι επειδή γίνονταν διαπραγματεύσεις για περίοδο 11 μηνών, οι εφεσείουσες έπρεπε και μπορούσαν να επαναδιαπραγματευθούν τις τιμές ή είχαν χρόνο για να μειώσουν τις ζημιές αυτές. Η θέση αυτή αναιρείται από το γεγονός ότι η ζημία συμφωνήθηκε αφενός μεταξύ των διαδίκων και αφετέρου ότι πρόκειτο για αποθεματικά τα οποία ήδη βρίσκονταν στις αποθήκες των εφεσειουσών. Τις συγκεκριμένες και τελικές τιμές οι εφεσείουσες έμαθαν μόνο με την έγκριση των νέων τιμών. Συνεπώς υπήρχαν όλες οι παράμετροι που στοιχειοθετούσαν αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας και ταυτόχρονα παραβίαση των νομίμων καθηκόντων της, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, διότι αποτελούσε υποχρέωση της Δημοκρατίας να εφαρμόσει τη νέα πολιτική τιμών χωρίς να προκαλέσει ζημίες στις εφεσείουσες. Και εγγύτητα υπήρχε και συνάφεια μεταξύ της έκδοσης του διατάγματος και των ζημιών που αυτές υπέστησαν. 

 

Όπως έχει αναφερθεί και στην αρχή του σκεπτικού, η αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε από τις εφεσείουσες δεν έγινε με ιδιαίτερη σπουδή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αποτελεί μάλιστα πρώτο λόγο έφεσης ότι δεν έγινε καμία αξιολόγηση της μαρτυρίας του Π. Πέτρου, Μ.Ε. 5, εφόσον η αξιολόγηση του Δικαστηρίου έγινε μόνο επί τεσσάρων μαρτύρων θεωρώντας ότι η μαρτυρία τους ολοκληρώθηκε με τον Μ.Ε. 4. Πράγματι, ουδεμία αναφορά στον Μ.Ε. 5 γίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι έγινε ολόκληρη αντεξέταση όπως φανερώνεται από τις σελ. 65-77 των πρακτικών. Η Δημοκρατία λέγει ότι τα τεκμήρια τα οποία ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ήταν στην ουσία τεκμήρια τα οποία είχαν ήδη κατατεθεί και προηγουμένως από άλλους μάρτυρες και ιδιαίτερα από τη μαρτυρία του Μ.Ε. 3, ή, αφορούσε συμπληρωματικά τεκμήρια προς υποστήριξη των θέσεων των εφεσειουσών. Είναι γεγονός ότι τα Τεκμήρια 37-42 που ο Μ.Ε. 5 κατέθεσε έχουν σχολιασθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο έστω με μια γενικότητα. Η ουσία εδώ είναι ότι, παρά τον μη στοχευμένο σχολιασμό και την επί μέρους  αξιολόγηση του Μ.Ε. 5 από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα τεκμήρια και η μαρτυρία του είχαν σχέση με την απόδειξη των ζημιών. Εφόσον οι ζημιές των προϊόντων που ήταν ήδη αποθηκευμένα συμφωνήθηκαν, ουδόλως επηρεάστηκαν από τη λανθασμένη, βεβαίως, μη αξιολόγηση του Μ.Ε. 5, οι εφεσείουσες.

[*1633]Όσον αφορά τα καθ’ οδόν προϊόντα τα οποία αφορούσαν σε τρεις από τις ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενάγουσες εταιρείες, εφαρμόζεται, στην απουσία συμφωνηθέντος ποσού αποζημιώσεων, ο γενικότερος κανόνας ότι οι ειδικές ζημιές όχι μόνο πρέπει να δικογραφούνται με ακρίβεια, αλλά και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με την αναγκαία μαρτυρία, (δέστε Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396 και Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083). Οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται με σαφήνεια και λεπτομέρεια ακριβώς διότι παραπέμπουν σε απώλεια που δεν τεκμαίρεται από το νόμο ότι απορρέει από την αδικοπραξία του εναγομένου, (Odgers´ Principles of Pleading and Practice 21η Έκδ. σελ. 164).

 

Ορθά εδώ παρατηρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και από την εφεσίβλητη Δημοκρατία στο περίγραμμα της, ότι οι ζημιές επί των καθ’ οδόν προϊόντων δεν αποδείχθηκαν με την αναγκαία ακρίβεια, ούτε και το Δικαστήριο ήταν δυνατόν να προέβαινε σε λογιστικές ή μαθηματικές πράξεις για να εξαγάγει συμπεράσματα ως προς το ύψος των ζημιών, (Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1357). Η παρουσίαση τιμολογίων και άλλων πινάκων, ως τεκμηρίων πρωτόδικα, δεν επαρκούσαν για να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε συγκεκριμένη απόφαση επί ζημιάς που αφορούσε τα καθ’ οδόν προϊόντα. Υπήρξε, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθυστέρηση από κάποια εργοστάσια να παραδώσουν προϊόντα και τα ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφορικά με διάφορα τεκμήρια ήταν εύλογα ως προς τον υπολογισμό των ποσοτήτων, των τιμών, των καθυστερήσεων και της τιμολόγησης ορισμένων προϊόντων που καταστράφηκαν εφόσον είχαν λήξει. Επίσης ορισμένα φαρμακευτικά προϊόντα φαίνεται να είχαν τεθεί σε παραγγελία είτε μετά την προαναγγελθείσα μείωση τιμών ή πολύ κοντά στην έναρξη της νέας τιμολόγησης ώστε να μην ήταν δυνατό ή ευχερές για το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι είχε αποδειχθεί με την ακρίβεια που απαιτείτο η αξιούμενη ζημιά.

 

Γενικώς, αναδρομή στη μαρτυρία των εφεσειουσών μέσα από τα πρακτικά πιστοποιεί ότι η μαρτυρία αυτή δεν τέθηκε με την αναγκαία εξειδίκευση ή ευκρίνεια και η αντεξέταση ιδιαιτέρως των Γιώργου Πέτρου, Μ.Ε. 3, και Π. Χατζηγεωργίου, Μ.Ε. 4, ήταν ενδεικτική της μη παρουσίασης σαφών δεδομένων ώστε η ζημιά επί των καθ’ οδόν προϊόντων να αποδεικνυόταν.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, οι εφέσεις επιτρέπονται και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τα έξοδα παραμερίζεται.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου στο συμφωνηθέν πρωτοδίκως ποσό αποζημιώσεων για εκάστη εφεσείουσα που αφορούν τη ζημιά επί των αποθεμάτων στις αποθήκες των εφεσειουσών, όπως αυτές οι συμφωνηθείσες ζημιές καταγράφονται στη σελ. 9 της πρωτόδικης απόφασης. 

 

Επί εκάστου ποσού επιδικάζεται νόμιμος τόκος από 1.3.2005 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η κατάληξη επί των λόγων έφεσης, οι οποίοι εξετάζονται στη συνέχεια, και, όλως ιδιαίτερα, του τελευταίου, ο οποίος είναι και ο πλέον σημαντικός, θέτει, τελικώς, την παρούσα απόφαση στη μειοψηφία.

 

Εισαγωγή

 

Αρχίζοντας, λοιπόν, από τα βασικά, οι δυο αυτές εφέσεις, ουσιαστικά, αφορούν σε οικονομικής φύσεως διαφορά, που ανέκυψε σε χρόνο ο οποίος, εκ των πραγμάτων, προσδιορίζεται να είναι η 1.3.2005, μεταξύ αριθμού φαρμακευτικών εταιρειών, ήτοι των εφεσειουσών, ασχολουμένων με την εισαγωγή και εμπορία, χονδρικώς, φαρμακευτικών προϊόντων, και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποκλειστική αιτία υπήρξε η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 25.2.2005, με την Κ.Δ.Π. 100/2005, του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Καθορισμός Ανώτατων Ποσοστών Κέρδους και Μέγιστων Δυνατών Τιμών Φαρμακευτικών Προϊόντων) Διατάγματος του 2005, με ισχύ από την 1.3.2005. Το εν λόγω Διάταγμα εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας, δυνάμει των σχετικών προνοιών του Νόμου 70(Ι)/2001*, ο οποίος τροποποιήθηκε, για το σκοπό αυτό, από τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο 13(Ι)/2005, ο οποίος δημοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ στις 25.2.2005.

 

Το Διάταγμα, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-

[*1635]«3. Το ανώτατο ποσοστό κέρδους, το οποίο δύναται να αποκομισθεί από τη λιανική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων, καθορίζεται σε τριάντα οκτώ τοις εκατόν (38%), λογιζόμενο πάνω στην τιμή αγοράς από το χονδροπώλη.»

 

«5. Οι μέγιστες δυνατές χονδρικές και λιανικές τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων είναι ως καθορίζονται έναντι ενός εκάστου φαρμακευτικού προϊόντος στο Παράρτημα.»

 

Επομένως, η εφαρμογή του Διατάγματος επέβαλε υποχρεωτικό περιορισμό και στην ανώτατη χονδρική τιμή πώλησης εκάστου των φαρμακευτικών προϊόντων που αναφέρονται στο Παράρτημά του. Από την 1.3.2005, κανένα από τα προϊόντα αυτά δε θα ήταν, πλέον, δυνατό να πωληθεί χονδρικώς σε τιμή υψηλότερη από ό,τι καθοριζόταν γι’ αυτό στο εν λόγω Παράρτημα. Θα μπορούσε, όμως, να πωληθεί σε χαμηλότερη τιμή, ανάλογα με την επίδραση που, ίσως, θα ασκούσαν, συναφώς, οι νόμοι της αγοράς.  Το ενδεχόμενο αυτό, βέβαια, ισχύει σε κάθε περίπτωση αγοραπωλησίας αγαθών. Ανεξάρτητα, όμως, είναι, επίσης, γεγονός ότι, με βάση προηγούμενα Διατάγματα, το μέχρι τότε ισχύον καθεστώς ελέγχου των τιμών επέτρεπε τη χονδρική πώληση εισαγόμενων φαρμακευτικών προϊόντων σε υψηλότερες τιμές από αυτές που καθορίστηκαν με το Παράρτημα του Διατάγματος. Στις αρχές δε του 2003, η Κύπρος θεωρείτο μια από τις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης στον τομέα αυτό.

 

Εν πάση περιπτώσει, η διαμορφωθείσα, ως άνω, νέα τάξη πραγμάτων οδήγησε τις εφεσείουσες εταιρείες να ισχυριστούν ότι η 1.3.2005 τις βρήκε να έχουν στην κατοχή τους αποθέματα φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία αυτές υποχρεούνταν να πωλήσουν στις νέες πιο χαμηλές μέγιστες χονδρικές τιμές, προς ζημιά τους, ουσιαστικά, συνιστάμενης σε μελλοντική απώλεια κέρδους.  Μάλιστα, τρεις από τις εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι ανάλογη ζημιά θα υφίσταντο σε σχέση με φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία είχαν, ήδη, παραγγείλει και βρίσκονταν καθ’ οδόν. Διαφορετικά τεθέντος του θέματος, με δεδομένο το προηγούμενο καθεστώς, που τους διασφάλιζε υψηλότερες τιμές χονδρικής πώλησης, η μείωση, η οποία επιβλήθηκε, ως άνω, και επηρέασε προϊόντα τα οποία την 1.3.2005 διατηρούσαν σε απόθεμα, θα τους προκαλούσε ανάλογη οικονομική απώλεια, της φύσης που αναφέρθηκε πιο πάνω, η οποία θεωρούν ότι συνιστά ευθέως αποστέρηση της περιουσίας τους, χωρίς να έχουν τύχει της ανάλογης αποζημίωσης.  Όπως ισχυρίζονται, τέλος, το πιο πάνω αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν τους παρεχόταν χρόνος, τουλάχιστον, έξι μηνών, ώστε να καθίστατο δυνατή η διάθεση, κατά το χρόνο αυτό, των αποθεμάτων που [*1636]είχαν στην κατοχή τους, στις προηγούμενες υψηλότερες, εννοείται, χονδρικές τιμές.

 

Οι απαιτήσεις και οι εφέσεις

 

Οι εφεσείουσες είναι έντεκα, συνολικά, εταιρείες, μέλη του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιρειών Κύπρου, Σ.Φ.Ε.Κ. Στο επίπεδο του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η κάθε μια καταχώρισε ξεχωριστή αγωγή, προβάλλοντας τη δική της ιδιαίτερη απαίτηση για την οικονομική απώλεια, την οποία ισχυρίζεται ότι αυτή έχει υποστεί, υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται πιο πάνω. Θα πρέπει να έχει, ήδη, καταστεί πρόδηλο ότι, σε κάθε αγωγή, προβλήθηκε, ως κύρια αιτία, για νομική στήριξη της αντίστοιχης απαίτησης, η παραβίαση του δικαιώματος που έχει κάθε πρόσωπο για σεβασμό της περιουσίας του. Διαζευκτικά, μάλλον, έγινε επίκληση και τριών άλλων αιτιών, ήτοι για αμέλεια ή/και παράβαση θέσμιου καθήκοντος ή/και για δυσμενή διάκριση, που υπήρξε σε βάρος των εφεσειουσών, από μέρους της Δημοκρατίας.

 

Οι αγωγές συνεκδικάστηκαν, με την ακρόαση να έχει διεξαχθεί στο πλαίσιο της αγωγής 2892/2005. Το ποσό δε, το οποίο διεκδικούσε, τελικώς, η κάθε εφεσείουσα, ως ενάγουσα, δηλώθηκε, κατά τη διάρκεια της δίκης, ως κοινώς παραδεκτό γεγονός, αντιπροσωπευτικό της οικονομικής απώλειας που αυτή θα υφίστατο, με αναφορά στα αποθέματά της την 28.2.2005, νοουμένου ότι θα επιτύγχανε η αγωγή της κατά της Δημοκρατίας. Ωστόσο, οι νομικές βάσεις, ανωτέρω, στις οποίες αυτές στηρίχτηκαν, δεν έγιναν αποδεκτές από το εκδικάσαν Δικαστήριο και οι αγωγές, η κάθε μια ξεχωριστά, απορρίφθηκαν. Προηγουμένως, το Δικαστήριο είχε, επίσης, αποφασίσει ότι δεν αποδείχθηκε και η οικονομική απώλεια για τα προϊόντα που ήταν καθ’ οδόν, στις τρεις αγωγές όπου είχαν υποβληθεί τέτοιες απαιτήσεις.

 

Προβλήθηκε αριθμός λόγων έφεσης, ένας για κάθε μια από τις βάσεις αγωγής που αναφέρονται πιο πάνω, με τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να τις απορρίψει. Παράλληλα με αυτούς, κάποιοι άλλοι λόγοι έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα του χειρισμού που έτυχε πρωτοδίκως η μαρτυρία, η οποία είχε προσφερθεί εκ μέρους των εφεσειουσών και η οποία οδήγησε σε αρνητικά γι’ αυτές ευρήματα, όσον αφορά τα γεγονότα. Βέβαια, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι εφέσεις, οι οποίες καταχωρίστηκαν σε σχέση με όλες τις αγωγές, είναι δύο. Η μια αφορά σε δέκα αγωγές, τις οποίες χειρίστηκε, σε όλα τους τα στάδια, ο κ. Δημητριάδης, ενώ η άλλη αφορά σε μία [*1637]αγωγή, η οποία καταχωρίστηκε από διαφορετικό δικηγόρο. Ο συνήγορος ο οποίος την χειρίστηκε στο Εφετείο, βασικά, υιοθέτησε τις θέσεις του κ. Δημητριάδη, με δεδομένο ότι οι λόγοι της είναι, ακριβώς, οι ίδιοι με εκείνους της πρώτης.

 

Τα γεγονότα

 

Ο τροποποιητικός Νόμος 13(Ι)/2005 και το Διάταγμα της Κ.Δ.Π. 100/2005, τα οποία δημοσιεύθηκαν συγχρόνως, ήταν το αποκορύφωμα των κυβερνητικών ενεργειών για μείωση των τιμών των εισαγόμενων φαρμακευτικών προϊόντων, προς όφελος των καταναλωτών. Βέβαια, οι ενέργειες που οδήγησαν στη λήψη των εν λόγω νομοθετικών μέτρων άρχισαν από πολύ πιο νωρίς και, συγκεκριμένα, μετά την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 21.1.2003, με την οποία ανατέθηκε σε εμπειρογνώμονες του London School of Economics η εκπόνηση σχετικής μελέτης. Σε κάποιο στάδιο, η έκθεση για τη μελέτη αυτή ήταν έτοιμη και καταδείκνυε την ύπαρξη προβλημάτων στην τιμολόγηση των φαρμακευτικών προϊόντων, με αποτέλεσμα αυτά να πωλούνταν σε πολύ πιο ψηλές τιμές, σε σύγκριση με ό,τι ίσχυε σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν υποψήφια προς ένταξη. Τότε, κρίθηκε ότι η ανάγκη για υιοθέτηση νέας πολιτικής τιμολόγησης, η οποία να λάμβανε υπόψη την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, καθίστατο, πλέον, επιτακτική.  Τα ανωτέρω αναφέρονται στην Πρόταση του Υπουργείου Υγείας, ημερομηνίας 12.3.2004, προς το Υπουργικό Συμβούλιο, όπου γίνεται, επίσης, εισήγηση για την υιοθέτηση της προαναφερθείσας έκθεσης. Αυτό έγινε στις 17.3.2004, με ταυτόχρονη εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου προς την Υπουργό Υγείας, όπως αυτή ετοιμάσει Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για αλλαγή του συστήματος τιμολόγησης των φαρμάκων και εξετάσει, με τη Νομική Υπηρεσία, τον τρόπο εφαρμογής του νέου συστήματος.

 

Από κυβερνητικής πλευράς, τις διαβουλεύσεις προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού ανέλαβε ομάδα στελεχών των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, υπό την ηγεσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ενώ, από τον ιδιωτικό τομέα, μετείχαν σε αυτές η ηγεσία του Σ.Φ.Ε.Κ. και εκπρόσωπος του Κ.Ε.Β.Ε. Η πρώτη συνάντηση με το Σ.Φ.Ε.Κ., η οποία ήταν ενημερωτικού χαρακτήρα, σε σχέση με την προαναφερθείσα μελέτη, πραγματοποιήθηκε στις 12.5.2004, ενώ, μερικές μέρες αργότερα, στις 21.5.2004, οι δύο πλευρές, μετέχοντος και εκπροσώπου του Κ.Ε.Β.Ε., πραγματοποίησαν δεύτερη συνάντηση, κατά την οποία η συζήτησή τους ει[*1638]σήλθε, πλέον, σε επιμέρους θέματα ουσίας. Κατά τη συνάντηση αυτή, διαφάνηκε ότι ο Σ.Φ.Ε.Κ. συμμεριζόταν την άποψη της κυβερνητικής πλευράς για την ανάγκη μείωσης των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς, επίσης, για την εφαρμογή, προς τούτο, συγκεκριμένης μεθοδολογίας, απότοκου της προαναφερθείσας μελέτης. Τα ανωτέρω επιβεβαίωσε ο Σ.Φ.Ε.Κ., σε επιστολή του ημερομηνίας 3.6.2004, προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας. Στην ίδια επιστολή, παραθέτονταν, επιδοκιμαστικά, και οι παράμετροι τις οποίες θα λάμβανε υπόψη η εν λόγω μεθοδολογία, αν και, συγχρόνως, διατυπώνονταν και κάποιες επιφυλάξεις για επιμέρους πτυχές της.

 

Ο διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών συνεχίστηκε και κατά τους μήνες Ιούνιο έως Σεπτέμβριο, με την πραγματοποίηση άλλων τεσσάρων τέτοιων συναντήσεων. Υπήρχαν ακόμα διαφωνίες επί κάποιων θεμάτων, αλλά, όπως υποδείχθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, κατά τη συνάντηση της 20.9.2004, η φιλοσοφία του νέου συστήματος τιμολόγησης ήταν, ήδη, γνωστή στα μέλη του Σ.Φ.Ε.Κ., όπως, επίσης, και οι χώρες αναφοράς, οι οποίες είχαν επιλεγεί σε σχέση με τη διαπίστωση του μέσου όρου των τιμών λιανικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων που ίσχυαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση· είναι η μεθοδολογία που αναφέρεται πιο πάνω. Όπως δε επισημάνθηκε, κάθε εταιρεία, μέλος του Σ.Φ.Ε.Κ., ήταν, πλέον, σε θέση να υπολογίσει τις τιμές των δικών της φαρμακευτικών προϊόντων. Επί του προκειμένου, σχετικά είναι τα πρακτικά της υπό αναφορά συνάντησης. Στην πιο πάνω δε επισήμανση, προστίθεται ότι η κάθε εταιρεία, με δεδομένη την εν λόγω γνώση, μπορούσε να μεριμνήσει για τη διάθεση των αποθεμάτων της και για την εξασφάλιση, από τότε, φαρμακευτικών προϊόντων σε χαμηλότερες τιμές, συνάδουσες με τις τιμές στις οποίες αυτά θα κυμαίνονταν, με βάση την επικείμενη νέα τιμολογιακή πολιτική του Κράτους.

 

Ακολούθησαν, στις 4.11.2004, η Πρόταση του Υπουργείου Υγείας προς το Υπουργικό Συμβούλιο και, στις 9.12.2004, η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την «Αλλαγή του συστήματος τιμολόγησης των φαρμάκων». Με την εν λόγω Απόφαση, εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Υγείας να προχωρήσει στην εφαρμογή του νέου συστήματος τιμολόγησης φαρμάκων, σύμφωνα με συγκεκριμένο σενάριο, που αναφερόταν στην Πρόταση του Υπουργείου του, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής των επηρεαζομένων φαρμακευτικών προϊόντων κατά 25%.  Συνακόλουθα, του δόθηκε εξουσιοδότηση να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την ετοιμασία και κατάθεση σχετικού νομο[*1639]σχεδίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για ψήφισή του σε νόμο.  Στην υπό αναφορά Απόφαση, επισημαίνεται, τέλος, πως η πιο πάνω αλλαγή «Αποκαθιστά μια αδικία σε βάρος του Κύπριου πολίτη, που μέχρι τώρα πλήρωνε τα φάρμακα πολύ ακριβότερα από τους περισσότερους Ευρωπαίους.».

 

Σε συνέχεια της πιο πάνω Απόφασης, δόθηκε, στις 14.12.2004,  στη δημοσιότητα, από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, ανακοίνωση αναφορικά με τη νέα πολιτική τιμολόγησης των φαρμάκων, ως, επίσης, και κατάλογος με τις προτεινόμενες τιμές. Η εν λόγω ανακοίνωση κοινοποιήθηκε, συγχρόνως, προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήτοι τα μέλη του Σ.Φ.Ε.Κ. Επομένως, όλοι οι ενδιαφερόμενοι ήταν, πλέον, ενήμεροι της επερχόμενης κατάστασης αναφορικά με τη νέα πολιτική τιμολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς, επίσης, των νέων τιμών χονδρικής και λιανικής πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων που θα επηρεάζονταν από την εν λόγω πολιτική. Μάλιστα, με γραπτή απαίτηση του Σ.Φ.Ε.Κ., ημερομηνίας 24.1.2005, δόθηκε και κάποιος χρόνος, ώστε τα μέλη του να κοινοποιούσαν στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες τυχόν διαφοροποιήσεις που υπήρχαν στις τιμές των φαρμάκων τα οποία αυτά αντιπροσώπευαν, για να λαμβάνονταν υπόψη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, ο οποίος θα επισυναπτόταν στο σχετικό Διάταγμα, που θα δημοσιευόταν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ο τελικός Τιμοκατάλογος Φαρμακευτικών Προϊόντων κοινοποιήθηκε επισήμως στους ιδιώτες φαρμακοποιούς, εισαγωγείς και παρασκευαστές αυτών στις 25.2.2005 και την ίδια ημέρα δημοσιεύθηκε και το Διάταγμα. Η νέα τιμολογιακή πολιτική για τα φαρμακευτικά προϊόντα τέθηκε, τελικώς, σε ισχύ από την 1.3.2005, ως η προηγηθείσα σχετική εξαγγελία του Προέδρου της Δημοκρατίας.

 

Τα γεγονότα, τα οποία παρατίθενται πιο πάνω, δεν αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης με οποιοδήποτε από τους λόγους έφεσης και, μάλλον, θέτουν το υπόβαθρο για εξέταση των λόγων οι οποίοι ασχολούνται, συγκεκριμένα, με την απόρριψη, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, των προαναφερθεισών αιτιών αγωγής. Οι λόγοι αυτοί περιορίζονται, τελικώς, σε μια μόνο πτυχή του όλου θέματος, την επίδραση, που φέρεται να είχε το υπό αναφορά Διάταγμα, όπως αυτή επεξηγείται προηγουμένως και διατρέχει το σύνολό τους. Εξέταση των συγκεκριμένων λόγων, όπως θα φανεί στη συνέχεια, θα καταστήσει αχρείαστη την ενασχόληση με τους λοιπούς λόγους έφεσης, με τους οποίους έχουν αμφισβητηθεί ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα.

[*1640]Το Διάταγμα

 

Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, την 1.3.2005, τέθηκε σε ισχύ η νέα τιμολογιακή πολιτική της Κυβέρνησης για μείωση των τιμών χονδρικής και λιανικής πώλησης των  φαρμακευτικών προϊόντων. Αυτό επιτεύχθηκε με το Διάταγμα το οποίο εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας, δυνάμει του Άρθρου 88(2) και (3) του Ν. 70(Ι)/2001, όπως αυτός τροποποιήθηκε, για τον πιο πάνω σκοπό, από το Ν. 13(Ι)/2005. Μια αναγκαία παρατήρηση, στο σημείο αυτό, είναι πως το συγκεκριμένο Διάταγμα, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου του, έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα νόμου. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί η νομιμότητά του με προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ως εκτελεστή διοικητική πράξη.  Αυτό αποφασίστηκε στην υπόθεση Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250, σε σχέση με παρόμοιας φύσεως διάταγμα, το οποίο είχε εκδοθεί δυνάμει των ιδίων προαναφερθεισών προνοιών του Ν. 70(Ι)/2001.

 

Δεν ετίθετο θέμα, βέβαια, μη συμμόρφωσης από οποιοδήποτε με το εν λόγω Διάταγμα· ήταν νόμος. Οι εφεσείουσες συμμορφώθηκαν με αυτό και, βασιζόμενες στις προαναφερθείσες διαζευκτικές αιτίες, τις οποίες επικαλέστηκαν με τις πανομοιότυπες αγωγές τους, ισχυρίστηκαν ότι, εκ της εφαρμογής του, οι ίδιες υπέστησαν οικονομική απώλεια, την οποία απαίτησαν ειδικά, στην κάθε αγωγή, υπό μορφή αποζημίωσης. Οι αποζημιώσεις για όλες τις αγωγές, οι οποίες, όπως έχει αναφερθεί, συνεκδικάστηκαν, δηλώθηκαν, εκ συμφώνου, στην αγωγή στην οποία διεξήχθη η ακρόαση και θα αποδίδονταν στις εφεσείουσες, υπό την προϋπόθεση ότι θα διαπιστωνόταν πως η Δημοκρατία υπήρξε αμελής, ή παρέβη θέσμιο καθήκον της, ή προκάλεσε δυσμενή διάκριση σε βάρος των εφεσειουσών, ή προέβη σε παραβίαση του δικαιώματός τους για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους.

 

Αστική ευθύνη της Δημοκρατίας

 

Όσον αφορά τις απαιτήσεις οι οποίες βασίζονται στις αιτίες της αμέλειας και της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, από την ανάγνωση της έκθεσης απαιτήσεως, δε διαπιστώνεται τι είναι αυτό που, συγκεκριμένα, αποδίδεται στη Δημοκρατία, ως συνιστών είτε τη μία είτε την άλλη αιτία.  Θα πρέπει να τονιστεί δε πως τόσο η λέξη «αμέλεια» όσο και η φράση «παράβαση θέσμιου καθήκοντος» αποτελούν αξιολογικές έννοιες, γνωστές μεν στο δίκαιο, όμως, από μόνες τους, είναι άνευ [*1641]σημασίας, αν, κατά την επίκλησή τους σε δικόγραφο, δε συνοδεύονται από λεπτομέρειες, οι οποίες να τους προσδίδουν το αναγκαίο περιεχόμενο, από το οποίο να προσδιορίζεται η επίδραση είτε της μιας, είτε της άλλης, ή και των δύο αιτιών, συγχρόνως, αναλόγως της περίπτωσης, στα δικαιώματα του διαδίκου που τις επικαλείται, (βλ. Koulias v. Polydorides a.ο. (1969) 1 C.L.R. 616 και Παναγή κ.ά. ν. Κακόψιτου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 839). Οι λεπτομέρειες αυτές, στην περίπτωση των υπό αναφορά αιτιών, αποτελούν, σύμφωνα με τη Δ.19, κ. 4, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, τα ουσιώδη γεγονότα, στα οποία βασίζεται ο ενάγων, για τον προσδιορισμό της φύσης και του περιεχομένου της απαίτησής του, καθιστώντας, συγχρόνως, το αντίδικο μέρος γνώστη αυτών, (βλ. Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται, ελλείπουν, από την έκθεση απαιτήσεως της κάθε αγωγής, τα εν λόγω ουσιώδη γεγονότα, ώστε δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί σε τι, ακριβώς, συνίσταται, υπό οποιαδήποτε αιτία, η ευθύνη, σχετικά, της Δημοκρατίας.

 

Συγχρόνως, πρέπει, επίσης, να αναφερθεί πως το θέμα που εξετάζεται πιο πάνω δεν ηγέρθη κατά την πρωτόδικη διαδικασία και, ειδικά, από την πλευρά της Δημοκρατίας, ενώ δεν ετέθη και από το εκδικάσαν Δικαστήριο, με δική του, έστω, πρωτοβουλία.  Ως αποτέλεσμα, αυτό δεν ηγέρθη και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Εντούτοις, το κενό που υπάρχει στο συγκεκριμένο τομέα, ασφαλώς, δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Ως εκ τούτου, έπρεπε, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, οι συγκεκριμένες αιτίες να μην εξετάζονταν από το εκδικάσαν Δικαστήριο, χωρίς τη δέουσα τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως στην κάθε αγωγή.

 

Εν πάση περιπτώσει, με τις εν λόγω αιτίες, προβάλλεται ευθέως η θέση ότι η Δημοκρατία υπήρξε, εν προκειμένω, αμελής ή και ότι παρέβη θέσμιο καθήκον της. Επιχειρείται, έτσι, ουσιαστικά, η εναπόθεση αστικής ευθύνης στη Δημοκρατία, σε σχέση με την απώλεια την οποία οι εφεσείουσες, όπως αυτές ισχυρίζονται, έχουν υποστεί. Η οποιαδήποτε ευθύνη της Δημοκρατίας έναντι οποιουδήποτε προσώπου πρέπει να στοιχειοθετείται, πρωτίστως, στο Άρθρο 172 του Συντάγματος. Το θέμα αυτό, παρ’ όλον ότι δε φαίνεται, επίσης, να απασχόλησε ευθέως, τουλάχιστον, κατά τη δίκη, εντούτοις δεν μπορεί, και πάλιν, να παραγνωριστεί. Το Άρθρο 172 προβλέπει τα εξής:-

 

«Η Δημοκρατία ευθύνεται διά πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν [*1642]τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ’ επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νόμος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας.»

 

Το εν λόγω άρθρο, ουσιαστικά, αναγνωρίζει δικαίωμα έννομης αναζήτησης δικαστικής προστασίας, δηλαδή δικαίωμα αγωγής, κατά της Δημοκρατίας. Με τους όρους δε «ζημιογόνον» και «άδικον», ο συνταγματικός νομοθέτης αναφέρεται στα εντελώς βασικά στοιχεία υπαιτιότητας, που πρέπει να χαρακτηρίζουν την πράξη ή την παράλειψη, προκειμένου να δικαιολογείται η εναπόθεση ευθύνης σε αυτή. Βέβαια, ποτέ δε θα μπορούσε να ήταν η πρόθεσή του η ευθύνη της Δημοκρατίας να ήταν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, λιγότερη από την ευθύνη η οποία μπορεί να αποδοθεί, για οποιαδήποτε υπαίτια πράξη ή παράλειψη, είτε σε φυσικό είτε σε νομικό πρόσωπο, κατά το εφαρμοζόμενο γενικό δίκαιο. Τέτοια διάκριση δεν είναι, άλλωστε, επιτρεπτή, λόγω, ακριβώς, της αρχής της κατίσχυσης του κράτους δικαίου επί παντός προσώπου και αρχής. Περαιτέρω, για την ευχερέστερη εφαρμογή του πιο πάνω δικαιώματος, θα έπρεπε, μάλλον, σύμφωνα με το Άρθρο 172, να είχε γίνει νομοθετική ρύθμιση. Με αυτή, θα καθοριζόταν ο τρόπος προσδιορισμού και η έκταση της εν λόγω ευθύνης, καθώς, επίσης, άλλα παρεμφερή θέματα, αφορώντα στην καλύτερη επιδίωξη του υπό αναφορά δικαιώματος, (βλ. Georghiou v. Attorney-General (1982) 1 C.L.R. 938). Όπως δε σημειώνεται στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, ελλείψει τέτοιας ρύθμισης, αποφασίστηκε νομολογιακά ότι, στον τομέα του αστικού δικαίου, εφαρμόζεται, σε σχέση και με τη Δημοκρατία, αν και όχι εξαντλητικά, ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, στο βαθμό που οι πρόνοιές του δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα. Με το Άρθρο δε 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), προβλέπεται ότι, ενώπιον των Δικαστηρίων, η Δημοκρατία εκπροσωπείται από το Γενικό Εισαγγελέα.

 

Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, έχει, περαιτέρω, αποφασιστεί πως, με τους όρους «ζημιογόνον» και «άδικον», καθορίζεται ότι, για να είναι δυνατή η απόδοση ευθύνης στη Δημοκρατία, η πράξη ή η παράλειψη πρέπει να είναι έκνομη και, βεβαίως, να προέρχεται από υπάλληλό της ή κάποια αρχή, υπαγόμενη σε αυτή, (βλ. Alexandrou v. Attorney-General (1983) 1 C.L.R. 41). Είναι δε σε σχέση με αυτήν, ακριβώς, την πτυχή της υπόθεσης που εντοπίζεται να υπάρχει το δικογραφικό κενό, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Αφού δε δεν εμπλέκονται συγκεκριμένοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας, όπως γίνεται, τουλάχιστον, αντιληπτό από τα παρατεθέντα πιο πάνω γεγονότα, τα [*1643]ερωτήματα, τα οποία τίθενται, είναι σε ποιας αρχής την πράξη ή την παράλειψη πρέπει να αναζητηθεί η ευθύνη της Δημοκρατίας και σε τι, ακριβώς, συνίσταται η ευθύνη αυτή. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι επιτακτική, για να μπορεί, ακολούθως, να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στη Δημοκρατία, (βλ. Χριστοφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 1 Α.Α.Δ. 907).   

 

Υπενθυμίζεται πως, στην προκειμένη περίπτωση, από κυβερνητικής πλευράς, η τελική Απόφαση σε σχέση με τη συγκεκριμένη τιμολογιακή πολιτική, η οποία θα τύγχανε εφαρμογής, καθώς, επίσης, για την ετοιμασία και προώθηση σχετικού νομοσχεδίου, προς ψήφισή του σε νόμο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 9.12.2004. Η πιο πάνω Απόφαση, όμως, προφανώς, δε δημιούργησε οποιαδήποτε τετελεσμένα, αφού τον τελικό λόγο είχε η Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία προέβη στην τροποποίηση του βασικού Νόμου 70(Ι)/2001 με το Νόμο 13(Ι)/2005 και, ακολούθως, ο Υπουργός Υγείας, ο οποίος εξέδωσε, με την Κ.Δ.Π. 100/2005, το υπό αναφορά Διάταγμα. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το Διάταγμα εκδόθηκε από τον Υπουργό, κατ’ εντολή συγκεκριμένων προνοιών του προαναφερθέντος Νόμου και, όπως διαπιστώθηκε, ήδη, αυτό έχει την ισχύ νόμου. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται πως, με βάση την υπόθεση Papaphilippou v. The Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 62, ακόμα και πράξεις προερχόμενες από το Υπουργικό Συμβούλιο, οι οποίες είναι προπαρασκευαστικές ενός νομοσχεδίου, για προώθησή του στη Βουλή των Αντιπροσώπων, έχουν νομοθετικό χαρακτήρα. Στην κατηγορία αυτή των εν λόγω πράξεων, προφανώς, εμπίπτει η προαναφερθείσα Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Παρεμπιπτόντως, μια άποψη της προηγηθείσας παρατήρησης είναι και το ότι η εν λόγω Απόφαση, ως εκ της φύσεώς της, δεν μπορούσε να τύχει αναθεώρησης δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. 

 

Αν, τελικώς, η ευθύνη της Δημοκρατίας αναζητηθεί σε πράξη ή παράλειψη προερχόμενη από κάποια αρχή της, αυτή η αρχή δεν μπορεί να είναι άλλη από τον Υπουργό Υγείας, ενώ η πηγή της οποιασδήποτε υπαιτιότητας θα είναι, μάλλον, το υπό αναφορά Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύθηκε με την Κ.Δ.Π. 100/2005. Ό,τι προηγήθηκε και οδήγησε στη διαμόρφωση της προαναφερθείσας νέας τιμολογιακής πολιτικής της Κυβέρνησης, όπως και ο χρόνος έναρξης της εφαρμογής της, ενσωματώθηκαν και βρήκαν την έκφρασή τους μέσω του Διατάγματος αυτού. Από τη θεσμική δε υπόστασή του, ήτοι αυτήν του νομοθετήματος, που του έχει αναγνωρίσει η σχετική νομολογία, τεκμαίρεται ότι αυτό είναι σύμ[*1644]φωνο με το Σύνταγμα, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, (βλ. Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63, στη σελίδα 77 και την αναφερόμενη σε αυτή νομολογία). Δεν έχει αναληφθεί, όμως, σε οποιοδήποτε στάδιο των υποθέσεων αυτών, τέτοιο εγχείρημα εκ μέρους των εφεσειουσών. Η δικαστική διαδικασία, σχετικά, κινήθηκε και προχώρησε στη βάση ότι τόσο το Διάταγμα όσο και οι πρόνοιες του Νόμου, δυνάμει των οποίων αυτό έχει εκδοθεί, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Εν κατακλείδι, η διαπίστωση αυτή ως προς το νόμιμο των προαναφερθεισών νομοθετικών πράξεων και, βεβαίως, αυτών που προηγήθηκαν και οδήγησαν σε αυτές, καθιστά ανεδαφικούς τους λόγους έφεσης οι οποίοι ασχολούνται με το θέμα της αστικής ευθύνης της Δημοκρατίας, υπό οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες δύο αιτίες.

 

Δυσμενής διάκριση

 

Προχωρώντας, περαιτέρω, διαπιστώνεται πως ίδια πρέπει να είναι η τύχη και ενός άλλου λόγου έφεσης, συνταγματικού, μάλλον, περιεχομένου, αν και δεν αναφέρεται οτιδήποτε, που να το καθιστά αυτό βέβαιο. Εν πάση περιπτώσει, με το συγκεκριμένο λόγο, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος των εφεσειουσών. Στην έκθεση απαιτήσεως, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «οι πράξεις» της εφεσίβλητης Δημοκρατίας συνιστούν δυσμενή διάκριση έναντι των εφεσειουσών, καθότι δεν επιβλήθηκαν παρόμοιες μειώσεις και στους αδειούχους λιανικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων. Δε διευκρινίζεται, όμως, ποιες είναι οι συγκεκριμένες πράξεις της Δημοκρατίας οι οποίες είχαν την εν λόγω επίδραση και ποια συνταγματική πρόνοια αυτές παραβίασαν. Αν, ως τέτοιες πράξεις, οι εφεσείουσες εννοούν τον τροποποιητικό Νόμο 13/(Ι)/2005 και το Διάταγμα, δεν εγείρεται θέμα αντισυνταγματικότητάς τους και, δη, ότι οι πρόνοιές τους αντίκεινται σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόνοια του Συντάγματος. Η σχετική δε επί του θέματος τούτου νομολογία επιμένει σταθερά ότι η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου, για να αποτελεί επίδικο θέμα σε μια υπόθεση, πρέπει να δικογραφείται συγκεκριμένα, (βλ. Investylia Ltd ν. Ε. & Π. Λειβαδιώτης Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1872). Περαιτέρω, διαπιστώνεται πως δεν υπάρχει, σχετικά, ισχυρισμός για ζημιογόνες άδικες πράξεις της Δημοκρατίας, οι οποίες θα μπορούσαν, ίσως, να εξεταστούν υπό το πρίσμα του Άρθρου 172, ανωτέρω, οπότε θα ίσχυαν, εν προκειμένω, τα όσα αναφέρθηκαν, ήδη, προηγουμένως, σε σχέση με τον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Επιπρόσθετα, δε διαπιστώνεται να αναφέρονται και οποιεσδή[*1645]ποτε λεπτομέρειες ως προς το πώς, ακριβώς, προέκυψε η ισχυριζόμενη δυσμενής διάκριση σε βάρος των εφεσειουσών. Η υπόδειξη στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης στην αύξηση που επέφερε το Διάταγμα στις λιανικές τιμές πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων, από 33% σε 38%, δεν αποδεικνύει αύξηση του κέρδους των λιανοπωλητών έναντι αυτού των χονδρεμπόρων· η ποσοστιαία αύξηση δεν αποτελεί, από μόνη της, ικανοποιητικό κριτήριο για τη διαπίστωση διαφοράς προς όφελος των λιανοπωλητών. Τέλος, όπως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις του Διατάγματος αφορούν μεν στον ίδιο οικονομικό τομέα, στοχεύουν, όμως, σε δύο διαφορετικές, μεταξύ τους, ομάδες εμπορευομένων, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό επίπεδο η κάθε μια, ήτοι στο λιανικό και στο χονδρικό εμπόριο, αντίστοιχα, (βλ. Kanika Hotels Ltd κ.ά. ν. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμ/ντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15). Καταλήγοντας, λοιπόν, πέραν των δικογραφικών προβλημάτων, τα οποία αναφέρονται πιο πάνω, η υπό εξέταση πτυχή πάσχει και ως προς την ουσία της, ώστε, ως εξ αυτού και μόνο, δεν είναι δυνατό ο λόγος αυτός έφεσης να επιτύχει.

 

Το δικαίωμα της ειρηνικής απόλαυσης περιουσίας

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, πλέον σημαντικός για τις εφεσείουσες είναι ο λόγος έφεσης ο οποίος βασίζεται στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου εις την Σύμβασιν περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Στην έκθεση απαιτήσεως, υπάρχει σαφής αναφορά στο εν λόγω δικαίωμα και ότι αυτό παραβιάστηκε, αν και δεν υπάρχει αναφορά στο ίδιο το Άρθρο 1 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, προνοεί ότι:-

 

«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

 

Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»

 

Με το συγκεκριμένο λόγο, χαρακτηρίζεται ως λανθασμένη η [*1646]απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι «ουδεμία παραβίαση των δικαιωμάτων των Εναγόντων στην περιουσία τους υπήρξε». Η γενικότητα αυτή επεξηγείται στην αιτιολογία, με αναφορά σε επιμέρους πτυχές του Άρθρου 1, οι οποίες έτυχαν εξέτασης, και θεωρείται ότι, σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη, σχετικά, του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Ως η βασικότερη αναφέρεται η διαπίστωσή του ότι δεν υπήρξε περιορισμός στην περιουσία των εφεσειουσών. Υποβάλλεται δε, συναφώς, πως, αντιθέτως, υπήρξε τέτοιος περιορισμός, συνιστάμενος στη μείωση των χονδρικών τιμών πώλησης των υφιστάμενων αποθεμάτων τους σε φαρμακευτικά προϊόντα, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, το γεγονός αυτό ως «de facto απαλλοτρίωση». Επομένως, ό,τι τίθεται, πρωτίστως, προς εξέταση είναι η πτυχή που αφορά στην έννοια της «περιουσίας», την οποία το Άρθρο 1 προστατεύει.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών, στη γραπτή του αγόρευση, την οποία υπέβαλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, περιγράφει, με ιδιαίτερα σαφείς όρους, ως προς τη φύση της, την περιουσία την οποία οι εφεσείουσες θεωρούν ότι έχουν αποστερηθεί. Όπως εισηγείται, έχοντας, προφανώς, κατά νουν το υπό αναφορά Διάταγμα, αυτό «στην πραγματικότητα απαλλοτρίωσε εκείνο το μέρος της αξίας του φαρμάκου που αντιστοιχεί στην υποχρεωτική μείωση της ελεγχόμενης τιμής του». Εδώ, επισημαίνεται, παρεμπιπτόντως, πως, στο Άρθρο 1, όπως είναι, άλλωστε, εμφανές, δε χρησιμοποιείται ο όρος «απαλλοτρίωση». Ο συνήγορος τον χρησιμοποίησε, μάλλον, μεταφορικά, αφού ο όρος αυτός έχει συγκεκριμένη νομική σημασία, αναφερόμενη στην περίπτωση αποστέρησης από πρόσωπο της περιουσίας του προς όφελος της Πολιτείας. Εμφανίζεται δε στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, με αυτήν, ακριβώς, την έννοια, όπως προκύπτει από τις υποθέσεις Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125 και Harvest Capital Manag. Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683. Εν πάση περιπτώσει, στις παρούσες υποθέσεις, δεν έγινε, τελικώς, επίκληση οποιασδήποτε συγκεκριμένης πρόνοιας του Άρθρου 23.

 

Οι εφεσείουσες επικαλέστηκαν το Άρθρο 1, ανωτέρω, επιδιώκοντας τη στοιχειοθέτηση αξίωσης, σε σχέση με την αποστέρηση από αυτές της προαναφερθείσας, όπως την περιέγραψε ο συνήγορός τους, περιουσίας. Η εν λόγω αποστέρηση φέρεται να ήταν, κατά την περαιτέρω εισήγησή του, το αποτέλεσμα της επίδρασης του υπό αναφορά Διατάγματος, έναντι του οποίου, όπως είναι, άλλωστε, η περίπτωση και με τον εξουσιοδοτών Νόμο, η Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, περιλαμβανομένου του Πρώ[*1647]του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, έχει αυξημένη ισχύ, κατά το Άρθρο 169.3 του Συντάγματος. Η πιο πάνω αξίωση μπορεί να προσομοιασθεί με την ανάλογη αξίωση που δημιουργεί, ουσιαστικά, το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος και καθιστά δυνατή τη διεκδίκηση δίκαιης αποζημίωσης, στην περίπτωση επιβολής περιορισμών σε σχέση με κάποια περιουσία. Εφόσον αποδειχθεί, σε τέτοια περίπτωση, ότι η Δημοκρατία υπέχει, όντως, ευθύνη για καταβολή αποζημίωσης, σαφώς, αυτή εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 172, που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί ότι το Διάταγμα έχει ως συνέπεια την παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 1, ανωτέρω, δεδομένης της υπεροχής του Άρθρου αυτού έναντι του ημεδαπού νόμου. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η ως άνω προσδιορισθείσα οικονομική απώλεια των εφεσειουσών συνιστά περιουσία εντός της εννοίας του Άρθρου 1, παρέπεμψε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (Ε.Δ.Α.Δ.), Pressos Compania Naviera S.A. a.ο. v. Belgium, Application No. 17849/91, 20 November 1995, που, κατά την άποψή του, αποτελεί εύγλωττο παράδειγμα ως προς το εύρος των περιπτώσεων, το αντικείμενο των οποίων αποτελεί περιουσία και οι οποίες μπορούν, έτσι, να τύχουν προστασίας, κατά το εν λόγω Άρθρο. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε περίπτωση κατά την οποία εγχώριος νόμος, με αναδρομική ισχύ, κατάργησε το δικαίωμα των αιτητών να αξιώσουν αποζημίωση για ζημιές που αυτοί είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια ναυτικού δυστυχήματος, το οποίο είχε συμβεί πριν από τη θέσπιση του εν λόγω νόμου. Τέτοιο δικαίωμα, σύμφωνα με το αστικό δίκαιο της εμπλεκόμενης χώρας, εγεννάτο ευθύς μόλις προκαλείτο η ζημιά και παρείχε στο διεκδικητή του εύλογη προσδοκία ότι υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας. Υπό το φως των πιο πάνω νομικών δεδομένων, το Ε.Δ.Α.Δ. έκρινε, στην παράγραφο 31 της απόφασής του, ότι αξίωση (claim), όπως η ανωτέρω, αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο και, επομένως, ενέπιπτε στην έννοια της περιουσίας που προστατεύεται από το Άρθρο 1.

 

Το Ε.Δ.Α.Δ., διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 1 ως προς το τι μπορεί να συνιστά περιουσία, επεξέτεινε τη σημασία του όρου αυτού και σε περιπτώσεις στις οποίες είναι ολιγότερο εμφανές το στοιχείο της ιδιοκτησίας. Στην υπόθεση, που μόλις έχει αναφερθεί, κρίθηκε ότι περιουσία συνιστά η αξίωση για διεκδίκηση αποζημίωσης, εφόσον διαπιστώνεται, με βάση το εσωτερικό δίκαιο μιας χώρας, η ύπαρξη εύλογης προσδοκίας για επιτυχία της. Σε προγενέστερή της υπόθεση, τη Van Marle a.ο. v. The Netherlands, [*1648]Application No. 8543/79, 8674/79, 8675/79, 8685/79, 26 June 1986, κρίθηκε ότι συνιστούσε περιουσία, εμπίπτουσα στην εμβέλεια του Άρθρου 1, το πελατολόγιο το οποίο είχαν δημιουργήσει με την εργασία τους, ως λογιστές, οι αιτητές στην υπόθεση εκείνη. Διαπιστώθηκε δε ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμα σ’ αυτήν, όταν η αρμόδια κρατική αρχή αρνήθηκε να τους αναγνωρίσει, επισήμως, την πιο πάνω ιδιότητα, προκαλώντας τους, έτσι, ανάλογη μείωση στην εν λόγω επαγγελματική τους δραστηριότητα. 

 

Το Ε.Δ.Α.Δ. δεν περιορίστηκε στην ad hoc αναγνώριση σε υποθέσεις του πιο πάνω δικαιώματος, το οποίο προστατεύει το Άρθρο 1, αλλά καθόρισε, παράλληλα, προς τούτο, και συγκεκριμένα κριτήρια, καθιερώνοντας, έτσι, μια περισσότερο στέρεη βάση αναγνώρισής του. Στην υπόθεση Storksen v. Norway, Application No. 19819/92, 5 July 1994, στη σκέψη 3, το Συμβούλιο της Ευρώπης παρατήρησε, σχετικά, πως:-

 

"As regards expectations for future earnings, the Commission also recalls its previous case-law to the effect that future income could only be considered to constitute a ‘possession’, if it had already been earned or where an enforceable claim to it existed. ..."

 

Μεταγενέστερα, το Ε.Δ.Α.Δ., επικυρώνοντας, ουσιαστικά, την προηγούμενη νομολογία, ανωτέρω, του Συμβουλίου, επεσήμανε, στην υπόθεση Zelca a.ο. v. Romania, Application No. 65161/10, 6 September 2011, στη σκέψη 18, πως:-

 

"The Court notes at the outset that Article 1 of Protocol No. 1 applies only to a person’s existing possessions. Thus, future income cannot be considered to constitute ‘possessions’ unless it has already been earned or is definitely payable (see, for example, Koivusaari a.ο. v. Finland (dec.), no. 20690/06, 23 February 2010). However, in certain circumstances, a ‘legitimate expectation’ of obtaining an ‘asset’ may also enjoy the protection of Article 1 of Protocol No. 1. Thus, where a proprietary interest is in the nature of a claim, the person in whom it is vested may be regarded as having a ‘legitimate expectation’ if there is a sufficient basis for the interest in national law, for example where there is settled case-law of the domestic courts confirming its existence (see Kopecký v. Slovakia [GC], no. 44912/98, § 52, ECHR 2004-IX)."

 

Με πολύ παρόμοιο τρόπο είχε εκφραστεί, προηγουμένως, το Ε.Δ.Α.Δ. και στην υπόθεση Anheuser-Busch Inc. v. Portugal, Ap[*1649]plication No. 73049/01, 11 January, 2005, στις σκέψεις 64 και 65.

 

Το θέμα του τι συνιστά περιουσία με βάση το Άρθρο 1, απασχόλησε την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χαραλάμπους, κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 1480/2011 κ.ά., 11.6.2014, όπου υιοθετήθηκε ο λόγος της υπόθεσης Zelca a.ο. v. Romania, ανωτέρω, με παράθεση, μάλιστα, του αποσπάσματος που τίθεται πιο πάνω. Το Δικαστήριο, όμως, πρόσθεσε και τη δική του αντίληψη για το θέμα, αναφέροντας, σχετικά, τα εξής:-

 

«Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι ιδιοκτησιακό δικαίωμα στη συνήθη του μορφή αφορά σε υπάρχουσα ιδιοκτησία και δεν εκτείνεται σε δικαίωμα για απόκτηση της ιδιοκτησίας στο μέλλον, εκτός και αν, ως χρηματικής φύσεως δικαίωμα (pecuniary right) ή άλλης φύσεως δικαίωμα, είναι διά νόμου κατοχυρωμένο για πληρωμή στο μέλλον, όπως συμβαίνει με ορισμένες κατηγορίες συντάξεων (βλ. Marckx v. Belgium, App. No. 6833/74, [1979] ECHR 2, σκέψη 50, Vilho Eskelinen a.ο. v. Finland, App. No. 63235/00, [2007] ECHR 314, σκέψη 45 και Tushaj v. Albania, App. No. 13620/10, HEJUD [2013] ECHR 49, σκέψη 21).  ...»

 

Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η οικονομική απώλεια, την οποία προσδιόρισε, ως ανωτέρω, ο συνήγορος των εφεσειουσών, αποτελεί περιουσία. Αν η απάντηση είναι καταφατική, αναμφίβολα, η συνέπεια της έκδοσης του Διατάγματος θα είναι ότι εφεσείουσες έχουν αποστερηθεί της περιουσίας τους αυτής. Σε τέτοια περίπτωση, η θεραπεία θα είναι η απόδοση προς αυτές της συμφωνηθείσας αποζημίωσης, η οποία, προφανώς, ισούται με την αξία της περιουσίας που οι ίδιες έχουν, κατ’ ισχυρισμό, αποστερηθεί και, προφανώς, ταυτίζεται με την οικονομική απώλεια την οποία τους έχει προκαλέσει το Διάταγμα. Η ταύτιση δε αυτή εγείρει, ακριβώς, το ερώτημα κατά πόσο η εν λόγω οικονομική απώλεια συνιστά, πράγματι, περιουσία εντός της εννοίας του Άρθρου 1, όπως την έχει προσδιορίσει η προαναφερθείσα νομολογία, πρωτίστως, αυτή του Ε.Δ.Α.Δ., αλλά και η κυπριακή, η οποία την έχει υιοθετήσει. 

 

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εφεσείουσες δραστηριοποιούνταν στην ελεύθερη αγορά και, συνεπώς, υπόκειντο στο «νόμο της ζήτησης και της προσφοράς», ο οποίος υποτίθεται ότι ισχύει σε σχέση με το συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισμού. Όπως συνέβηκε δε και με το υπό ανα[*1650]φορά Διάταγμα, έτσι και προηγουμένως υπήρχε οροφή ως προς τις ανώτατες τιμές χονδρικής πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων. Αυτή είχε καθοριστεί με προηγούμενα Διατάγματα, τα οποία είχαν εκδοθεί με τις Κ.Δ.Π. 197/2003 και 198/2003, δυνάμει του ιδίου προαναφερθέντος βασικού Νόμου. Βέβαια, με βάση το προηγούμενο καθεστώς, εφαρμοζόταν διαφορετική μεθοδολογία, με αποτέλεσμα η οροφή για τις χονδρικές τιμές πώλησης των εν λόγω προϊόντων να κυμαινόταν σε πιο ψηλό επίπεδο. Τίποτε, όμως, δε διασφάλιζε, στην πραγματικότητα, στις εφεσείουσες ότι τα προϊόντα τους, από την 1.3.2005 και μετά, θα πωλούντο, είτε όλα είτε μέρος τους, και, σε τέτοια περίπτωση, ότι αυτά θα πωλούντο σε υψηλότερες χονδρικές τιμές από εκείνες που είχε καθορίσει το υπό αναφορά Διάταγμα, πόσο μάλλον στις ανώτατες τιμές πώλησης που επέτρεπαν τα προϋπάρχοντα Διατάγματα.

 

Οπωσδήποτε, εκ των πραγμάτων, υπήρχε αυτή η αβεβαιότητα, γενικά, για το εν λόγω μελλοντικό εισόδημα των εφεσειουσών από τα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία αυτές διατηρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο σε απόθεμα, ώστε αυτό να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί περιουσία εντός της εννοίας του Άρθρου 1.  Είναι δε σημαντικό για την πιο πάνω κατάληξη να τονιστεί ότι το εισόδημα αυτό δεν είχε ακόμα κερδηθεί, αποτελούσε, δηλαδή, μελλοντικό εισόδημα (future income) και ούτε υφίστατο, σε σχέση με αυτό, οποιαδήποτε δυνατότητα για αξίωσή του, με βάση το ισχύον δίκαιο. Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα, ανωτέρω, είναι αρνητική, καθότι η οικονομική απώλεια, την οποία οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιες θα υφίσταντο ως εκ της εφαρμογής του Διατάγματος, δεν αποτελεί, με βάση τα προλεχθέντα, περιουσία.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος έφεσης, για τους πιο πάνω λόγους, δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Για όλους, λοιπόν, τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, οι εφέσεις θα αποτύγχαναν και θα απορρίπτονταν.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τα έξοδα παραμερίζονται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο