Νικολάου Τάκης ν. Δημήτρη Μανναρή, υπό την ιδιότητα του ως Παραλήπτης-Διαχειριστής της εταιρείας Priamos Hotels Ltd (2015) 1 ΑΑΔ 1666

ECLI:CY:AD:2015:D505

(2015) 1 ΑΑΔ 1666

[*1666]10 Ιουλίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Εφεσείων - Eνάγων,

 

ν.

 

ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΝΝΑΡΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ

ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

PRIAMOS HOTELS  LTD,

 

Εφεσιβλήτoυ -Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 226/2010)

 

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Απόφανση Εφετείου περί εσφαλμένου πρωτόδικης κρίσης ότι δεν πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις  του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 14/1960, ως έχει τροποποιηθεί ― Εξέταση από το Εφετείο της τρίτης προϋπόθεσης και απόρριψη της έφεσης, λόγω μη εντοπισμού δυσκολίας απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Εταιρείες ― Διορισμός Παραλήπτη/Διαχειριστή εταιρείας ― Μετά το διορισμό Παραλήπτη/Διαχειριστή δεν υπάρχει κίνδυνος σπατάλης ή διασκορπισμού των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας.

 

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ο εφεσείοντας απέκτησε το 5% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Priamos Hotels Ltd αντί του ποσού των €42.715 και ταυτοχρόνως παραχώρησε δάνειο προς την Εταιρεία ύψους €170.860, υπό τον όρο (όρος 2(δ) της Συμφωνίας) να μη ζητήσει την αποπληρωμή του δανείου πριν εξοφληθούν όλα τα χρέη της Εταιρείας προς τις τράπεζες και αλλού.

 

Ο διορισμός του εφεσίβλητου ως Παραλήπτη/Διαχειριστή της Εταιρείας, θεωρήθηκε από τον εφεσείοντα ότι εξάλειψε το εμπόδιο διεκδίκησης αποπληρωμής του δανείου που είχε παραχωρήσει στην Εταιρεία και τον Απρίλιο του 2010, καταχώρισε αγωγή επί γενικώς οπισθογραφημένου εγγράφου, με την οποία αξίωνε δικαστική απόφαση για το ποσό του δανείου πλέον τόκους και έξοδα. Παράλληλα δε, καταχώρισε και αίτηση διά κλήσεως, για έκδοση αριθμού ενδιάμεσων [*1667]θεραπειών μεταξύ των οποίων διάταγμα παγοποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του ενεργητικού της Εταιρείας μέχρι ποσού €1.000.000, καθώς επίσης και διάταγμα μη αποξένωσης και επιβάρυνσης του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της Εταιρείας.

 

Ο εφεσίβλητος έφερε ένσταση στην αίτηση και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι ο διορισμός Παραλήπτη/Διαχειριστή της Εταιρείας δεν επέφερε τερματισμό της Συμφωνίας και συνεπώς ο όρος 2(δ) εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ. Έκρινε πως δεν πληρούνταν τόσο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 14/1960, όπως τροποποιήθηκε, όσο και οι προϋποθέσεις των Άρθρων 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 εφόσον η αγωγή του εφεσείοντα δεν είχε ως αντικείμενο τα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας.

 

Ο εφεσείοντας προσέβαλε ως λανθασμένα τα πιο πάνω ευρήματα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όσον αφορούσε στο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα στη θεώρηση ότι δεν συνέτρεχαν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, προέκυπτε κατ’ αρχάς πως το έγγραφο διορισμού του εφεσίβλητου ως Διαχειριστή/Παραλήπτη της Εταιρείας δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

2.  Με αυτό ως δεδομένο, η θέση που εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος αντιπροσώπευε τους πιστωτές που τον διόρισαν, στερείτο πραγματικής βάσης, αφού το έγγραφο διορισμού του ενδεχομένως να τον διόριζε ως αντιπρόσωπο της Εταιρείας.

 

3.  Όμως επρόκειτο για επουσιώδες ζήτημα, ενώ το ουσιώδες ήταν η θέση του εφεσείοντα πως ο διορισμός του εφεσίβλητου ως Διαχειριστή/Παραλήπτη της Εταιρείας είχε μεταβάλει και/ή τροποποιήσει τον όρο 2(δ) της Συμφωνίας, με επακόλουθο να εγείρεται ως προς τούτο συζητήσιμο ζήτημα προς εκδίκαση, το οποίο μόνο στο πλαίσιο της κυρίως δίκης θα μπορούσε να αποφασιστεί και όχι στο πλαίσιο αίτησης για ενδιάμεση θεραπεία.

 

4.  Κατά συνέπεια ικανοποιείτο η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

5.  Σ’ ότι αφορούσε στη δεύτερη προϋπόθεση, είναι καλώς εμπεδωμένο ότι σύμφωνα με τη νομολογία, αυτή ικανοποιείται με την κα[*1668]τάδειξη από τον αιτητή ορατής δυνατότητας επιτυχίας. Δυνατότητα η οποία αναφέρεται σε κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά ταυτόχρονα κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το επίπεδο απόδειξης αστικής υπόθεσης.

 

6.  Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν αμφισβητείτο ότι ο εφεσείοντας παραχώρησε δάνειο προς την Εταιρεία, το οποίο εξακολουθούσε να οφείλεται. Με αυτό ως δεδομένο, και νοουμένου ότι κατά την κυρίως δίκη ήθελε αποφασιστεί ότι ο διορισμός του εφεσίβλητου ως Παραλήπτη/Διαχειριστή της Εταιρείας εξάλειψε το εμπόδιο της παρ. 2(δ) της Συμφωνίας, ήταν σαφές ότι ικανοποιείτο και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 εφόσον η δυνατότητα επιτυχίας στην αγωγή ήταν από κάθε άποψη ορατή.

 

7.  Υπό το φως των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα, αποφασίζοντας, στο πρώιμο αυτό στάδιο της διαδικασίας, ότι ο όρος 2(δ) της Συμφωνίας αναιρούσε τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και συνακόλουθα και τις προϋποθέσεις του Άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

 

8.  Έπετo, ότι έχρηζε εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32. Η υπό αναφορά όμως προϋπόθεση δεν εξετάστηκε. Το Εφετείο άσκησε προς τούτο, τις εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 να προβεί το ίδιο σε εξέταση της, εφόσον όλα τα στοιχεία για επίλυση του ζητήματος ήταν ενώπιον του.

 

9.  Προέκυπτε από  τα υπό αναφορά στοιχεία ότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν ικανοποιείτο αφού στην περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, θα ενεργοποιούνταν οι πρόνοιες των Άρθρων 89 και 300 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, οι οποίες ρυθμίζουν την προτεραιότητα πληρωμής των χρεών της υπό εκκαθάριση/διαχείριση εταιρείας.

 

10. Δεν εγειρόταν επομένως ζήτημα αδυναμίας ή δυσκολίας απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο και ως εκ τούτου  δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

11. Όπου επιδιώκεται η παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρείας που τελεί υπό διαχείριση δεν πρέπει να παρεμβάλλονται (από το Δικαστήριο) ανεπίτρεπτα εμπόδια στο έργο του Παραλήπτη/Διαχειριστή, ανεξάρτητα αν αυτός αντιπροσωπεύει την εταιρεία ή τον ομολογιούχο που τον διόρισε. Μετά το διορισμό Παραλήπτη/Διαχειριστή, δεν υπάρχει κίνδυνος σπατάλης ή διασκορ[*1669]πισμού των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας.

 

Η έφεση απορρίφθηκε. Η κάθε πλευρά τα έξοδα της.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Capital Cameras Ltd v. Harold Lines and others (National Westminster Bank plc Intervening) [1991] 3 All E.R. 389.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του  Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3628/2010), ημερομ. 9/7/2010.

 

Κ. Ευσταθίου, για Εφεσείοντα.

 

Αντ. Ανδρέου, για Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 28.12.1989 (στο εξής η Συμφωνία), ο εφεσείοντας απέκτησε το 5% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Priamos Hotels Ltd (στο εξής η Εταιρεία) αντί του ποσού των €42.715 (Λ.Κ.25.000) και ταυτοχρόνως παραχώρησε δάνειο προς την Εταιρεία ύψους €170.860 (Λ.Κ. 100.000), υπό τον όρο (όρος 2(δ) της Συμφωνίας) να μη ζητήσει την αποπληρωμή του δανείου πριν εξοφληθούν όλα τα χρέη της Εταιρείας προς τις τράπεζες και αλλού.

 

Πέντε χρόνια μετά τη σύναψη της Συμφωνίας, στις 15.12.1994, τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας επιβαρύνθηκαν με κυμαινόμενη επιβάρυνση προς όφελος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου), η οποία στις 14.3.2006 διόρισε τον εφεσίβλητο Δημήτρη Μάνναρη ως Παραλήπτη/Διαχειριστή (Receiver and Manager) της Εταιρείας προς διασφάλιση είσπραξης του λαβείν της.

 

Ο διορισμός του εφεσίβλητου ως Παραλήπτη/Διαχειριστή της Εταιρείας θεωρήθηκε από τον εφεσείοντα ότι εξάλειψε το εμπόδιο διεκδίκησης αποπληρωμής του δανείου που είχε παραχωρήσει στην Εταιρεία και τον Απρίλιο του 2010 καταχώρισε αγωγή επί γενικώς οπισθογραφημένου εγγράφου, με την οποία αξίωνε δικαστική απόφαση για το ποσό του δανείου πλέον τόκους και έξοδα.  Παράλληλα δε καταχώρισε και αίτηση διά κλήσεως για έκδοση αριθμού ενδιάμεσων θεραπειών, μεταξύ των οποίων διάταγμα παγοποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του ενεργητικού της Εταιρείας μέχρι ποσού €1.000.000, καθώς επίσης και διάταγμα μη αποξένωσης και επιβάρυνσης του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της Εταιρείας που αφορά ½ μερίδιο σε ακίνητο στην Αγία Νάπα επί του οποίου είχε ανεγερθεί το ξενοδοχείο Nestor Hotel.

 

Ο εφεσίβλητος έφερε ένσταση στην αίτηση και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση θεωρώντας ότι ο διορισμός Παραλήπτη/Διαχειριστή της Εταιρείας δεν επέφερε τερματισμό της Συμφωνίας και συνεπώς ο όρος 2(δ) εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ. Με αυτό ως δεδομένο έκρινε πως δεν πληρούνταν τόσο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960, όπως τροποποιήθηκε) – συζητήσιμο ζήτημα και ορατή πιθανότητα επιτυχίας - όσο και οι προϋποθέσεις των Άρθρων 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 εφόσον η αγωγή του εφεσείοντα δεν είχε ως αντικείμενο τα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας.

 

Ο εφεσείοντας θεωρεί λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο όρος 2(δ) της Συμφωνίας αναιρούσε τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου ως και τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, το οποίο και προσέβαλε με την παρούσα έφεση.  Υποστήριξε συναφώς ότι ο διορισμός του εφεσίβλητου ως Διαχειριστή/Παραλήπτη της Εταιρείας τροποποίησε και/ή μετέβαλε τη Συμφωνία, η οποία ως εκ του γεγονότος αυτού κατέστη ώριμη προς εκτέλεση και κατά συνέπεια ο επίδικος όρος έπαυσε να αποτελεί όρο συνιστώντος προϋπόθεση (condition precedent). Παρέπεμψε επί του προκειμένου στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 25η έκδοση, Vol. I General Principles, σελίδα 413, Παρ. 753*, επισημαίνοντας ότι ο Παραλήπτης/Διαχειριστής μιας εταιρείας ενέχει τη θέση του αντιπροσώπου των πιστωτών και θα ήταν αντινομικό, αυθαίρετο και παράλογο σε μια διαδικασία ικανοποίησης μερικών εκ των δανειστών να μην λαμβάνεται πρόνοια διαφύλαξης του λαβείν των υπολοίπων δανειστών, όπως ήταν και η περίπτωση του εφεσείοντα. Προς νομική δε τεκμηρίωση της θέσης του επικαλέστηκε αναφορά στο σύγγραμμα Τopham´s Company Law, 12th (1955) edition, σελ. 203* σύμφωνα με την οποία ο Διαχειριστής/Παραλήπτης είναι αντιπρόσωπος των πιστωτών που τον διόρισαν, εκτός και εάν το έγγραφο διορισμού προνοεί ρητώς ότι θα είναι αντιπρόσωπος της εταιρείας.

 

Ο εφεσίβλητος, υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, επεσήμανε πως αποδοχή των θέσεων του εφεσείοντα θα οδηγούσε σε απαλλαγή της Εταιρείας από την ευθύνη για παραβιάσεις συμβάσεων που προϋπήρχαν του διορισμού του, καθώς και σε ανεπίτρεπτη επέμβαση στην εξουσία του να συμβιβάζει αξιώσεις οφειλετών ή πιστωτών της Εταιρείας. Παρέπεμψε επί του προκειμένου στο σύγγραμμα του Hubert Picarda «The Law Relating to Receivers and Managers», έκδοση 1984, όπου στη σελ. 60 αναφέρεται πως μια (υπό διαχείριση) εταιρεία εξακολουθεί να ευθύνεται για παραβιάσεις προϋπαρχουσών του διαχειριστή συμβάσεων (The company will be liable for breaches of pre-existing contracts by the receiver...), ενώ στη σελ. 67 αναγνωρίζεται στον Παραλήπτη/Διαχειριστή εξουσία να συμβιβάζει αξιώσεις οφειλετών ή πιστωτών της εταιρείας**. Kαι αυτό για να εισηγηθεί ότι στην περίπτωση που θα αποφάσιζε να ασκήσει την εξουσία του για συμβιβασμό της αξίωσης του εφεσείοντα, θα το έπραττε βάσει του όρου 2(δ) της Συμφωνίας και επομένως η θέση του εφεσείοντα ότι ο όρος αυτός έπαυσε να ισχύει δεν ευσταθεί. Επιπρόσθετα διατύπωσε και τη θέση ότι ο εφεσείοντας εμποδίζεται να εγείρει τέτοιο θέμα κατ’ έφεση, αφού ο ισχυρισμός του για μη εγκυρότητα του όρου 2(δ) δεν καλύπτεται από την ειδοποίηση έφεσης και ούτε είχε εγερθεί πρωτοδίκως. Τέλος, εκτός περιγράμματος αγόρευσης, ζήτησε να ξεκαθαριστεί από το Εφετείο ο ρόλος του Διαχειριστή/Παραλήπτη μιας εταιρείας για καθοδήγηση των πρωτόδικων Δικαστηρίων, ώστε όταν αυτά επιλαμβάνονται αιτήσεων για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων να μην παρεμβάλλουν ανεπίτρεπτα εμπόδια στο έργο του. Προς τούτο έκανε αναφορά και στις πρόνοιες των Άρθρων 89 και 300 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, οι οποίες καθορίζουν τη σειρά πληρωμής των χρεών μιας εταιρείας που τελεί υπό διαχείριση ή εκκαθάριση, καθώς επίσης και στη σελ. 274 του πιο πάνω συγγράμματος όπου, υπό τον τίτλο «Operation as Injunction», αναφέρεται πως ο διορισμός Παραλήπτη/Διαχειριστή εμποδίζει τα μέρη μιας αγωγής από την είσπραξη οποιουδήποτε μέρους της περιουσίας που επηρεάζεται από το διορισμό του*.

 

Εξετάσαμε με την προσήκουσα προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς ότι δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα για μη εγκυρότητα του όρου 2(δ) της Συμφωνίας δεν καλύπτεται από την ειδοποίηση έφεσης, εφόσον στην αιτιολογία του λόγου έφεσης αυτό εγείρεται. Όπως δεν μας βρίσκει σύμφωνους ότι το θέμα δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως, αφού και πάλιν οι ενδιάμεσες θεραπείες που ζητούσε ο εφεσείοντας με την αίτηση του είχαν ως βάση τον ισχυρισμό ότι ο διορισμός του εφεσίβλητου στη θέση του Διαχειριστή/Παραλήπτη της Εταιρείας είχε μεταβάλει και/ή τροποποιήσει τον σχετικό όρο καθιστώντας τη Συμφωνία ώριμη προς εκτέλεση.  Έπεται ότι ο εφεσείοντας δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε εμπόδιο να εγείρει το ζήτημα κατ’ έφεση και να το αναπτύξει με τον τρόπο που το ανέπτυξε.

 

Τώρα σ’ ότι αφορά την ουσία του λόγου έφεσης, ότι δηλαδή το [*1673]πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα στη θεώρηση ότι δεν συνέτρεχαν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, να επισημάνουμε κατ’ αρχάς πως το έγγραφο διορισμού του εφεσίβλητου ως Διαχειριστή/Παραλήπτη της Εταιρείας δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Με αυτό ως δεδομένο, θεωρούμε πως η θέση που εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος αντιπροσώπευε τους πιστωτές που τον διόρισαν στερείτο πραγματικής βάσης, αφού το έγγραφο διορισμού του ενδεχομένως να τον διόριζε ως αντιπρόσωπο της Εταιρείας (βλ. υποσημείωση 2 ανωτέρω). Όμως πρόκειται για επουσιώδες ζήτημα, ενώ το ουσιώδες ήταν η θέση του εφεσείοντα πως ο διορισμός του εφεσίβλητου ως Διαχειριστή/Παραλήπτη της Εταιρείας είχε μεταβάλει και/ή τροποποιήσει τον όρο 2(δ) της Συμφωνίας, με επακόλουθο να εγείρεται ως προς τούτο συζητήσιμο ζήτημα προς εκδίκαση το οποίο μόνο στο πλαίσιο της κυρίως δίκης θα μπορούσε να αποφασιστεί και όχι στο πλαίσιο αίτησης για ενδιάμεση θεραπεία. Κατά συνέπεια ικανοποιείτο η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και σ’ ότι αφορά τη δεύτερη, είναι καλώς εμπεδωμένο ότι σύμφωνα με τη νομολογία η προϋπόθεση αυτή ικανοποιείται με την κατάδειξη από τον αιτητή ορατής δυνατότητας επιτυχίας. Δυνατότητα η οποία αναφέρεται σε κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά ταυτόχρονα κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το επίπεδο απόδειξης αστικής υπόθεσης. Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν αμφισβητείται ότι ο εφεσείοντας παραχώρησε δάνειο προς την Εταιρεία ύψους €170.000, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται. Με αυτό ως δεδομένο, και νοουμένου ότι κατά την κυρίως δίκη ήθελε αποφασιστεί ότι ο διορισμός του εφεσίβλητου ως Παραλήπτη/Διαχειριστή της Εταιρείας εξάλειψε το εμπόδιο της παρ. 2(δ) της Συμφωνίας, είναι σαφές ότι ικανοποιείται και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 εφόσον η δυνατότητα επιτυχίας στην αγωγή είναι από κάθε άποψη ορατή.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, έχουμε την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα, αποφασίζοντας, στο πρώιμο αυτό στάδιο της διαδικασίας, ότι ο όρος 2(δ) της Συμφωνίας αναιρούσε τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και συνακόλουθα και τις προϋποθέσεις του Άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου. Έπεται ότι έχρηζε εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32. Αν δηλαδή, χωρίς την έκδοση των αιτουμένων θεραπειών θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο και, εάν ναι, κατά πόσο θα ασκούσε εν τέλει θετικά τη διακριτική ευχέρεια που είχε επί του θέματος λαμβάνοντας υπόψη [*1674]και το ισοζύγιο της ευχέρειας. Η υπό αναφορά όμως προϋπόθεση δεν εξετάστηκε και ενόψει τούτου εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο το Εφετείο θα ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 να προβεί το ίδιο σε εξέταση της. Η απάντηση είναι θετική εφόσον όλα τα στοιχεία για επίλυση του ζητήματος είναι ενώπιον μας. Εξετάζοντας λοιπόν τα υπό αναφορά στοιχεία κρίνουμε ότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν ικανοποιείται αφού στην περίπτωση επιτυχίας της αγωγής θα ενεργοποιούνταν οι πρόνοιες των Άρθρων 89 και 300 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, οι οποίες ρυθμίζουν την προτεραιότητα πληρωμής των χρεών της υπό εκκαθάριση/διαχείριση εταιρείας. Δεν εγείρεται επομένως ζήτημα αδυναμίας ή δυσκολίας απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο και ως εκ τούτου κρίνουμε ότι δεν ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, αλλά δεν θα ’ταν χωρίς σημασία να επισημανθεί ότι όπου επιδιώκεται η παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρείας που τελεί υπό διαχείριση δεν πρέπει να παρεμβάλλονται (από το Δικαστήριο) ανεπίτρεπτα εμπόδια στο έργο του Παραλήπτη/Διαχειριστή, ανεξάρτητα αν αυτός αντιπροσωπεύει την εταιρεία ή τον ομολογιούχο που τον διόρισε. Παραπέμπουμε σχετικά στην υπόθεση Capital Cameras Ltd v. Harold Lines a.o. (National Westminster Bank plc Intervening) [1991] 3 All E.R. 389 όπου παρατηρήθηκε ότι μετά το διορισμό Παραλήπτη/Διαχειριστή δεν υπάρχει κίνδυνος σπατάλης ή διασκορπισμού των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας και ως εκ τούτου δεν πρέπει να εμποδίζεται ο διαχειριστής να χειρίζεται αυτά τα στοιχεία σύμφωνα με τους όρους του ομολόγου και όπως αυτός κρίνει κατάλληλα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Σ’ ότι όμως αφορά τα κατ’ έφεση έξοδα, κρίνουμε ορθό και δίκαιο να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή και η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα ενόψει του διαφορετικού, απ’ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, σκεπτικού για απόρριψη της έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Η κάθε πλευρά τα έξοδα της.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο