Αντωνίου Κώστας και Άλλος (2015) 1 ΑΑΔ 1734

ECLI:CY:AD:2015:A523

(2015) 1 ΑΑΔ 1734

[*1734]16 Ιουλίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

S.N.K. EXCLUSIVE PROPERTIES LTD ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ

ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΑΥΤΗΣ ΚΩΣΤΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΠΥΡΟΥ

ΣΠΥΡΟΥ ΔΙ’ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ

CERTIORARI, PROHIBITION KAI MANDAMUS,

 

Εφεσείοντες - Αιτητές,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΦΟΡΩΝ

ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΓΕΝΙΚΩΝ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ,

ΚΔΠ 314/2001, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 48-51 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΟΡΟΥ

ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 95(Ι)/2000, ΤΑ

ΑΡΘΡΑ 218(1), 230-236 ΚΑΙ 236 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 113,

 

ΚΑΙ

 

ΤA ΑΡΘΡA 30.1 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 636/2012

ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 7/4/2014 ΜΕ ΤΗΝ

ΟΠΟΙΑ ΟΙ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΙΤΗΤΕΣ – ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΚΛΗΘΗΚΑΝ ΣΕ ΑΠΟΛΟΓΙΑ.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 132/2014)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Επικύρωση κατ’ [*1735]έφεση, απορριπτικής απόφασης σε αίτηση παραχώρησης άδειας προς καταχώρηση αιτήσεων για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσεως Certiorari, που θα στόχευαν στην ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, ως επίσης και Prohibition με το οποίο να απαγορευόταν η συνέχιση της εκδίκασης της ― Απουσία εξαιρετικών περιστάσεων και ύπαρξη διαθέσιμου εναλλακτικού ένδικου μέσου.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Εφαρμοστέες αρχές ― Προϋπόθεση ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων ― Η διακρίβωση εξαιρετικών περιστάσεων συναρτάται με την παροχή θεραπείας και γίνεται πάντα με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.

 

Με την έφεση προσβλήθηκε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό και με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αιτήσεων προς έκδοση δύο προνομιακών ενταλμάτων. Ήτοι Certiorari, για ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε Ποινική Υπόθεση και Prohibition, με το οποίο να απαγορευόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο η συνέχιση της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονταν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η εταιρεία SNK Exclusive Properties Ltd και οι δύο Αιτητές οι οποίοι είναι Διευθυντές της, κατηγορήθηκαν για παράλειψη καταβολής ΦΠΑ, παράλειψη καταβολής των σχετικών επιβαρύνσεων και παράλειψη υποβολής φορολογικών δηλώσεων, κατά παράβαση του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 Ν. 95(Ι)/2000.

 

Η εταιρεία διώχθηκε ως το υποκείμενο στο ΦΠΑ πρόσωπο και οι Εφεσείοντες ως οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι της. Στο αρχικό στάδιο της δίκης, όλοι οι κατηγορούμενοι εκπροσωπούνταν από δικηγόρους. Όμως, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας απεσύρθησαν οι δικηγόροι της εταιρείας, με αποτέλεσμα η υπόθεση εναντίον της να προχωρήσει σε απόδειξη. Ταυτόχρονα, αναστάληκε η ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορούμενου 4, ο οποίος ήταν ο εκκαθαριστής της εταιρείας. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι Εφεσείοντες, αφορούσαν σε χρονικές περιόδους, πριν η εταιρεία τεθεί υπό εκκαθάριση.

 

Όταν η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της, οι δικηγόροι των δύο Εφεσειόντων εισηγήθηκαν πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των πελατών τους, σε σχέση με τις κατηγορίες 1 και 2. Προς υποστήριξη της υπόθεσής τους ισχυρίστηκαν ότι την 1.7.2011 που η εταιρεία τέθηκε υπό καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης και διορίστηκε ως εκκαθαριστής ο πρώην κατηγορούμενος [*1736]4, οι Εφεσείοντες έπαυσαν να έχουν τον έλεγχο της εταιρείας και να ευθύνονται για τις υποθέσεις της. Συνεπώς, στις 29.9.2011 που ειδοποιήθηκαν για τις βεβαιώσεις του οφειλόμενου ΦΠΑ, δεν είχαν οποιαδήποτε δυνατότητα συμμόρφωσης. Παρέπεμψαν δε το δικαστήριο στο Άρθρο 48(2) του Ν. 95/00 εισηγούμενοι ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν όπως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υποκείμενο στο ΦΠΑ πρόσωπο τελεί υπό εκκαθάριση (όπως εδώ η εταιρεία), η ευθύνη των Αξιωματούχων της εταιρείας, μεταφέρεται στους ώμους του εκκαθαριστή.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του απέρριψε την εισήγηση των Εφεσειόντων ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και τους κάλεσε σε απολογία για όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Θεώρησε ότι παρά το διορισμό Εκκαθαριστή, οι Εφεσείοντες εξακολουθούσαν να είναι οι εγγεγραμμένοι αξιωματούχοι της εταιρείας και να φέρουν την ευθύνη την οποία τους επέβαλλαν ειδικές νομοθετικές διατάξεις. Το Επαρχιακό Δικαστήριο παράλληλα σημείωσε ότι ο βεβαιωθείς οφειλόμενος από την εταιρεία φόρος, αφορούσε σε φορολογική περίοδο κατά την οποία μόνοι αξιωματούχοι της εταιρείας ήταν οι Εφεσείοντες, ενώ το Άρθρο 48(1) του Νόμου δίδει στους Εφεσείοντες το δικαίωμα να αμφισβητήσουν το κύρος μιας τέτοιας βεβαίωσης. Τέλος, σημείωσε ότι παρά το γεγονός ότι η εταιρεία τελούσε υπό εκκαθάριση, οι Εφεσείοντες, ως υφιστάμενοι αξιωματούχοι της, διατηρούσαν κατάλοιπο εξουσίας που τους επέτρεπε σε περίπτωση αδράνειας του εκκαθαριστή, να επιδιώξουν οι ίδιοι την προστασία των συμφερόντων της εταιρείας.

 

Οι Εφεσείοντες διαφωνώντας με τα πιο πάνω πρωτόδικα ευρήματα, καταχώρησαν την αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας άδεια για την έκδοση των δύο προνομιακών ενταλμάτων, προβάλλοντας ως λόγους, την υπέρβαση δικαιοδοσίας και τη νομική πλάνη.

 

Σύμφωνα με την πρωτοβάθμια απορριπτική κρίση για παροχή άδειας, οι Εφεσείοντες, επιδίωκαν στην ουσία τον έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου (αντί της νομιμότητας), κάτι που μπορούσε να κριθεί μόνο στα πλαίσια αναθεώρησης από το Εφετείο.

 

Πέραν τούτου, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας ή εμφανής νομική πλάνη στην απόδειξη της υπόθεσης εναντίον της εταιρείας και ότι αν ακόμη και αν το Επαρχιακό Δικαστήριο διέπραξε οποιοδήποτε λάθος, δικονομικό ή άλλο, ή δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, τα ζητήματα αυτά μπο[*1737]ρούσαν να εγερθούν μετά την ολοκλήρωση της πρωτόδικης δικαστικής διαδικασίας, με το ορθό ένδικο μέσο που δεν ήταν άλλο από εκείνο της έφεσης.

 

Με την περαιτέρω διαπίστωση, ότι εξέλιπαν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η πιο πάνω κατάληξη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η έφεση δεν μπορούσε να πετύχει. Όλα όσα τέθηκαν ως εισηγήσεις με την έφεση δεν ήταν αρκετά για ανατροπή του ευρήματος ότι με την αίτηση επιδιωκόταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

2.  Δεν υπήρχε οτιδήποτε το αντιφατικό στην αναφορά του Δικαστηρίου ότι υπάρχει το δικαίωμα έφεσης στην τελική απόφαση, εφόσον υπάρξει καταδίκη.

 

3.  Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι αποφάσεις στο εκ πρώτης όψεως στάδιο για κλήση κατηγορουμένου σε απολογία, συνήθως ενσωματώνονται στις τελικές και σε περίπτωση που η τελική απόφαση είναι καταδικαστική, ο κατηγορούμενος έχει κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο είναι και το ορθό δικονομικό μέτρο σε αντίθεση με το προνομιακό ένταλμα, το οποίο δεν προσφέρεται όταν υπάρχει άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο.

 

4.  Η αναφορά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στην υπόθεση Attorney General of the Republic v. Morphitis (1975) 2 C.L.R. 138, έγινε για να καταδείξει υπό μορφή παραδείγματος την ύπαρξη του ένδικου μέσου της έφεσης και υπό αυτή την έννοια, ουδόλως αντιμάχεται το υπόλοιπο σκεπτικό του δικαστηρίου, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων. Τα όσα υποδείχθηκαν από το Εφετείο ως προς τα καθήκοντα ενός δικαστή που απορρέουν από το Άρθρο 74(1)(c) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, ουδόλως μπορούσαν να ερμηνευθούν ότι δίδουν δικαίωμα στον επηρεαζόμενο κατηγορούμενο να καταφύγει στην έκδοση προνομιακού εντάλματος.

 

5.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβλήθηκε η ορθότητα της κατάληξης ότι οι Εφεσείοντες είχαν στη διάθεσή τους στον κατάλληλο [*1738]χρόνο, το ένδικο μέσο της έφεσης. Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες, η κατάληξη είναι εμφανώς αντιφατική, αφού ενώ στην ουσία αποδέχεται την ανυπαρξία εναλλακτικού ένδικου μέσου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, από την άλλη παραπέμπει στο ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο όμως είναι διαθέσιμο μόνο στο τέλος της διαδικασίας.

 

6.  Δεν ήταν ορθή η πιο πάνω εισήγηση. Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι δυνατό να προκαθοριστεί τι συνιστά εξαιρετική περίσταση.

 

7.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυπτε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις ως εκ του ενδεχομένου και μόνο δημιουργίας δυσμενών επιπτώσεων και επιπλοκών, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες.

 

8.  Το ότι υπάρχει περίπτωση να καταδικαστούν, αντισταθμίζεται με το δικαίωμα έφεσης στην τελική απόφαση. Από την άλλη όμως, μπορεί να υπάρξει αθωωτική απόφαση, οπότε εξαφανίζονται οι δραστικές επιπτώσεις.

 

9.  Ενόψει της επικύρωσης της πρωτοβάθμιας κατάληξης ότι δεν ήταν δυνατό να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια, λόγω της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, παρήλκε η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης που άπτετο της ουσίας των ισχυρισμών των Εφεσειόντων, ήτοι της υπέρβασης εξουσίας και της ύπαρξης νομικής πλάνης.

 

10. Επιπλέον από τη στιγμή που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, δεν ήταν αναγκαίο στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων να ασχοληθεί με την ουσία των επιχειρημάτων των Εφεσειόντων σε σχέση με την υπέρβαση εξουσίας και τη νομική πλάνη.

 

11. Καμιά παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν διαπιστώνεται ως εκ της μη παραχώρησης άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari. Οι Εφεσείοντες είχαν κάθε δικαίωμα να προβάλουν την υπεράσπιση τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και σε περίπτωση καταδίκης να εφεσιβάλουν την απόφαση.

 

Παρατήρηση Εφετείου:

 

     «Αναφορικά με την πληροφόρηση ότι η  περαιτέρω ακρόαση της ποινικής υπόθεσης, κατά παράβαση πάγιας νομολογίας, διακόπηκε ως αποτέλεσμα της καταχώρησης της παρούσας έφεσης, θεω[*1739]ρούμε απαράδεχτη μια τέτοια τακτική, η οποία ουδόλως εξυπηρετεί την έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης.»

 

Η έφεση απορρίφθηκε ως ανεδαφική.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414,

 

Ρωτή ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246,

 

Attorney General of the Republic v. Morphitis (1975) 2 C.L.R. 138,

 

Αφρικάνα Ντίσκο Λτδ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 826,

 

In Re Pantelidou (1984) 1 C.L.R. 661,

 

Μεστάνας (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965,

 

Re Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 116,

 

Re Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,

 

Re Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παναγή, Δ.), (Αίτηση Αρ. 76/2014), ημερομ. 16/5/2014.

 

Φ. Χατζηχάννας με Γ. Χατζηπαρασκευά, για τους Εφεσείοντες - Αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση αδελφής Δικαστού, με την οποία απέρριψε αίτημά τους για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση δύο προνομιακών ενταλμά[*1740]των:- (α) Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η οποία δόθηκε στις 7.4.2014 στην Ποινική Υπόθεση με αρ. 636/12 και (β) Prohibition το οποίο να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να συνεχίσει την εκδίκαση της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εταιρεία SNK Exclusive Properties Ltd και οι δύο Αιτητές οι οποίοι είναι Διευθυντές της, κατηγορήθηκαν για παράλειψη καταβολής ΦΠΑ, παράλειψη καταβολής των σχετικών επιβαρύνσεων και παράλειψη υποβολής φορολογικών δηλώσεων, κατά παράβαση του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000). Η εταιρεία διώχθηκε ως το υποκείμενο στο ΦΠΑ πρόσωπο και οι Εφεσείοντες ως οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι της. Στο αρχικό στάδιο της δίκης, όλοι οι κατηγορούμενοι εκπροσωπούνταν από δικηγόρους. Όμως, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας απεσύρθησαν οι δικηγόροι της εταιρείας, με αποτέλεσμα η υπόθεση εναντίον της να προχωρήσει σε απόδειξη. Ταυτόχρονα, αναστάληκε η ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορούμενου 4, ο οποίος ήταν ο εκκαθαριστής της εταιρείας. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι Εφεσείοντες, αφορούσαν σε χρονικές περιόδους, πριν η εταιρεία τεθεί υπό εκκαθάριση.

 

Όταν η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της, οι δικηγόροι των δύο Εφεσειόντων εισηγήθηκαν πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των πελατών τους, σε σχέση με τις κατηγορίες 1 και 2. Προς υποστήριξη της υπόθεσής τους ισχυρίστηκαν ότι την 1.7.2011 που η εταιρεία τέθηκε υπό καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης και διορίστηκε ως εκκαθαριστής ο πρώην κατηγορούμενος 4, οι Εφεσείοντες έπαυσαν να έχουν τον έλεγχο της εταιρείας και να ευθύνονται για τις υποθέσεις της. Συνεπώς, στις 29.9.2011 που ειδοποιήθηκαν για τις βεβαιώσεις του οφειλόμενου ΦΠΑ, δεν είχαν οποιαδήποτε δυνατότητα συμμόρφωσης.  Παρέπεμψαν δε το δικαστήριο στο Άρθρο 48(2) του Ν. 95/00 εισηγούμενοι ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν όπως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υποκείμενο στο ΦΠΑ πρόσωπο τελεί υπό εκκαθάριση (όπως εδώ η εταιρεία), η ευθύνη των Αξιωματούχων της εταιρείας, μεταφέρεται στους ώμους του εκκαθαριστή.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του απέρριψε την εισήγηση των Εφεσειόντων ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και τους κάλεσε σε απολογία για όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Θεώρησε ότι παρά το διορισμό Εκκα[*1741]θαριστή, οι Εφεσείοντες εξακολουθούσαν να είναι οι εγγεγραμμένοι αξιωματούχοι της εταιρείας και να φέρουν την ευθύνη την οποία τους επέβαλλαν ειδικές νομοθετικές διατάξεις. Το Επαρχιακό Δικαστήριο παράλληλα σημείωσε ότι ο βεβαιωθείς οφειλόμενος από την εταιρεία φόρος, αφορούσε σε φορολογική περίοδο κατά την οποία μόνοι αξιωματούχοι της εταιρείας ήταν οι Εφεσείοντες, ενώ το Άρθρο 48(1) του Νόμου δίδει στους Εφεσείοντες το δικαίωμα να αμφισβητήσουν το κύρος μιας τέτοιας βεβαίωσης.  Τέλος, σημείωσε ότι παρά το γεγονός ότι η εταιρεία τελούσε υπό εκκαθάριση, οι Εφεσείοντες, ως υφιστάμενοι αξιωματούχοι της, διατηρούσαν κατάλοιπο εξουσίας που τους επέτρεπε σε περίπτωση αδράνειας του εκκαθαριστή, να επιδιώξουν οι ίδιοι την προστασία των συμφερόντων της εταιρείας.

 

Οι Εφεσείοντες διαφωνώντας με την άποψη της Επαρχιακής Δικαστού, καταχώρησαν την προαναφερόμενη αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας άδεια για την έκδοση των πιο πάνω δύο προνομιακών ενταλμάτων, προβάλλοντας ως λόγους την υπέρβαση δικαιοδοσίας και τη νομική πλάνη, καθότι:- (α) κλήθηκαν σε απολογία χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και (β) ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, έκρινε τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής «αξιόπιστη και επαρκή για να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ευθύνη της υπό εκκαθάριση εταιρείας» και εμμέσως των Εφεσειόντων από το εκ πρώτης όψεως στάδιο.

 

Η αδελφή Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση, την απέρριψε, κρίνοντας ότι οι Εφεσείοντες στην ουσία επιδίωκαν τον έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου (αντί της νομιμότητας), κάτι που μπορούσε να κριθεί μόνο στα πλαίσια αναθεώρησης από το Εφετείο. Πέραν τούτου, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας ή εμφανής νομική πλάνη στην απόδειξη της υπόθεσης εναντίον της εταιρείας. Διαπίστωσε επίσης ότι ακόμη και αν το Επαρχιακό Δικαστήριο διέπραξε οποιοδήποτε λάθος, δικονομικό ή άλλο ή δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, τα ζητήματα αυτά μπορούν να εγερθούν μετά που θα ολοκληρωθεί η πρωτόδικη δικαστική διαδικασία με το ορθό ένδικο μέσο που δεν είναι άλλο από αυτό της έφεσης. Με την περαιτέρω διαπίστωση ότι ελλείπουν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι δεν παραχωρείται άδεια για καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα αν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης.

[*1742]Οι Εφεσείοντες με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης της αδελφής Δικαστού, παραπονούμενοι ότι σφάλλει στις διαπιστώσεις της ότι:- (1) Δεν διαπιστώθηκε υπέρβαση εξουσίας ή εμφανής νομική πλάνη, (2) ότι οι Εφεσείοντες έχουν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο και (3) ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις για να παραχωρηθεί άδεια κατά παρέκκλιση. Περαιτέρω παραπονούνται ότι δεν υπήρξε ενασχόληση του δικαστηρίου με σωρεία άλλων λόγων που πρόβαλαν οι Εφεσείοντες και τέλος, ότι δεν ερμηνεύθηκαν ορθά τα όσα επικαλούνται οι Εφεσείοντες ως προς την υπέρβαση δικαιοδοσίας και τη νομική πλάνη.

 

Αφού έχουμε μελετήσει τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας μέσα από το περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου των Εφεσειόντων, έχουμε καταλήξει ότι η έφεση δεν μπορεί να πετύχει.

 

Η ουσία της απόφασης της αδελφής Δικαστού είναι ότι με την αίτηση επιδιωκόταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης επαρχιακού δικαστηρίου. Με το δεύτερο λόγο έφεσης επιδιώκεται η  ανατροπή αυτής της κατάληξης. Όμως τα όσα ανέπτυξε στο περίγραμμα αγόρευσής του ο συνήγορος των Εφεσειόντων, δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν το πιο πάνω εύρημα. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το αντιφατικό στην αναφορά του δικαστηρίου ότι υπάρχει το δικαίωμα έφεσης στην τελική απόφαση, εφόσον υπάρξει καταδίκη. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι αποφάσεις στο εκ πρώτης όψεως στάδιο για κλήση κατηγορουμένου σε απολογία, συνήθως ενσωματώνονται στις τελικές και σε περίπτωση που η τελική απόφαση είναι καταδικαστική, ο κατηγορούμενος έχει κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο είναι και το ορθό δικονομικό μέτρο σε αντίθεση με το προνομιακό ένταλμα, το οποίο δεν προσφέρεται όταν υπάρχει άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο (βλ. Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414 και Ρωτή ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246).

 

Η αναφορά της αδελφής δικαστού στην υπόθεση Attorney General of the Republic v. Morphitis (1975) 2 C.L.R. 138, έγινε για να καταδείξει υπό μορφή παραδείγματος την ύπαρξη του ένδικου μέσου της έφεσης και υπό αυτή την έννοια ουδόλως αντιμάχεται το υπόλοιπο σκεπτικό του δικαστηρίου, όπως εισηγείται ο δικηγόρος των Εφεσειόντων. Σ’ εκείνη την υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκρινε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση προχώρησε και εξέτασε τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής για να καταλήξει ότι δεν αποδεικνύονταν τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος. Ο Γενικός Εισαγγελέας «εφεσί[*1743]βαλε» την απόφαση και αυτό ήταν κατά κύριο λόγο το σημείο που προσπάθησε να αναδείξει η αδελφή δικαστής. Τα όσα υποδείχθηκαν από το Εφετείο ως προς τα καθήκοντα ενός δικαστή που απορρέουν από το Άρθρο 74(1)(c) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, ουδόλως μπορούν να ερμηνευθούν ότι δίδουν δικαίωμα στον επηρεαζόμενο κατηγορούμενο να καταφύγει στην έκδοση προνομιακού εντάλματος.

 

Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, για να ενισχύσει τα επιχειρήματά του ως προς την υπέρβαση εξουσίας και τη νομική πλάνη, αναφέρθηκε εκτενώς στην υπόθεση Αναφορικά με την Αφρικάνα Ντίσκο Λτδ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 826 στην οποία, όπως ανέφερε, επί παρομοίων γεγονότων δόθηκε άδεια για καταχώρηση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition και ότι η απόφαση της αδελφής μας δικαστού να μην δώσει τη σχετική άδεια, έρχεται σε αντίθεση με τα αποφασισθέντα στην πιο πάνω υπόθεση.

 

Κατ’ αρχάς, η συγκεκριμένη απόφαση δεν τέθηκε ενώπιον της αδελφής δικαστού ώστε να τύχει σχολιασμού. Πέραν τούτου, στα περιγράμματα αγόρευσης των Εφεσειόντων γίνεται αναφορά μόνο στην απόφαση που αφορά την αίτηση για την έκδοση Certiorari, χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον του Εφετείου το σκεπτικό δυνάμει του οποίου το δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να παραχωρήσει άδεια για καταχώρηση της αίτησης. Εν πάση περιπτώσει, όποιο και αν είναι το σκεπτικό, πρόκειται για απόφαση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε μονομελή σύνθεση, η οποία δεν δεσμεύει το Εφετείο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τελικά το δικαστήριο στην υπόθεση Αφρικάνα Ντίσκο, πιο πάνω, εγκρίνοντας την αίτηση, στηρίχθηκε στην απόφαση Morphitis, πιο πάνω, η οποία αφορούσε σε έφεση και όχι σε προνομιακό ένταλμα. 

 

Ούτε η υπόθεση In Re Pantelidou (1984) 1 C.L.R. 661, στην οποία επίσης αναφέρθηκε ο συνήγορος των Εφεσειόντων, βοηθά την πλευρά των Εφεσειόντων, αφού ούτε εδώ τέθηκε ενώπιον μας το σκεπτικό του δικαστηρίου για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος. Εν πάση περιπτώσει, τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν διαφορετικά, αφού αφορούσαν στην άρνηση του δικαστηρίου να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148 του Κεφ. 155, νομικό ζήτημα που ηγέρθη κατά τη διάρκεια της δίκης.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης της αδελφής δικαστού ότι οι Εφεσείοντες είχαν στη διά[*1744]θεσή τους στον κατάλληλο χρόνο, το ένδικο μέσο της έφεσης.  Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες, η κατάληξη είναι εμφανώς αντιφατική, αφού ενώ στην ουσία αποδέχεται την ανυπαρξία εναλλακτικού ένδικου μέσου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, από την άλλη παραπέμπει στο ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο όμως είναι διαθέσιμο μόνο στο τέλος της διαδικασίας. Σύμφωνα με το δικηγόρο των Εφεσειόντων, το οποιοδήποτε ένδικο μέσο υπάρχει, δεν θα είναι διαθέσιμο παρά μόνο μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και πιθανώς και της επιβολής ποινής στους κατηγορούμενους. Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι μετά την επιβολή ποινής, δεν μπορεί να γίνεται αναφορά σε εναλλακτικό ένδικο μέσο. Υπό αυτές τις συνθήκες, που ως εκ της υπέρβασης εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου δημιουργούνται δυσμενείς επιπτώσεις και επιπλοκές, οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δεχθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Δεν συμφωνούμε. Κατά την άποψή μας δεν συντρέχουν εδώ οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι δυνατό να προκαθοριστεί τι συνιστά εξαιρετική περίσταση. Όπως αναφέρθηκε από την Ολομέλεια στη Μεστάνας (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469, η διακρίβωση εξαιρετικών περιστάσεων συναρτάται με την παροχή θεραπείας και γίνεται πάντα με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Στην προκειμένη περίπτωση δεν συμφωνούμε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ως εκ του ενδεχομένου και μόνο δημιουργίας δυσμενών επιπτώσεων και επιπλοκών, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες. Το ότι υπάρχει περίπτωση να καταδικαστούν, αντισταθμίζεται με το δικαίωμα έφεσης στην τελική απόφαση. Από την άλλη όμως, μπορεί να υπάρξει αθωωτική απόφαση, οπότε εξαφανίζονται οι δραστικές επιπτώσεις. Όπως εξηγείται από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ.1965, στη σελίδα 1975:-

 

«Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι’ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

 

Ενόψει της επικύρωσης της κατάληξης της αδελφής δικαστού ότι δεν ήταν δυνατό να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια λόγω της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης που άπτεται της ουσίας των ισχυρισμών των Εφεσειόντων, ήτοι της υπέρβασης εξουσίας και της ύπαρξης νομικής πλάνης.

[*1745]Με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι η αδελφή δικαστής δεν ασχολήθηκε «με σωρεία άλλων λόγων που πρόβαλαν» οι Εφεσείοντες ως προς την στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως υπόθεσης για το θέμα της κατ’ ισχυρισμό υπέρβασης εξουσίας και νομικής πλάνης, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί το δικαίωμα των Εφεσειόντων για δίκαιη δίκη.

 

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Από τη στιγμή που η αδελφή δικαστής κατέληξε ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, δεν ήταν αναγκαίο στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων να ασχοληθεί με την ουσία των επιχειρημάτων των Εφεσειόντων σε σχέση με την υπέρβαση εξουσίας και τη νομική πλάνη. Όπως τονίστηκε επανειλημμένα από τη νομολογία, το κατάλοιπο εξουσίας δεν αποτελεί μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων πρωτόδικων δικαστηρίων και ούτε μπορεί να αφεθεί η διαδικασία να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση (βλ. Re Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ.116, Re Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442, Re Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) A.A.Δ.712). Καμιά παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν διαπιστώνεται ως εκ της μη παραχώρησης άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari. Οι Εφεσείοντες είχαν κάθε δικαίωμα να προβάλουν την υπεράσπιση τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και σε περίπτωση καταδίκης να εφεσιβάλουν την απόφαση (βλ. Ρωτή ν. Αστυνομίας, πιο πάνω).

 

Προτού δώσουμε την τελική κατάληξη, θα θέλαμε να σχολιάσουμε την πληροφόρηση που είχαμε από την ευπαίδευτη συνήγορο για τους Εφεσείοντες, ότι η περαιτέρω ακρόαση της ποινικής υπόθεσης κατά παράβαση πάγιας νομολογίας, διακόπηκε ως αποτέλεσμα της καταχώρησης της παρούσας έφεσης. Θεωρούμε απαράδεχτη μια τέτοια τακτική, η οποία ουδόλως εξυπηρετεί την έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης.

 

Υπό τις περιστάσεις, η έφεση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται ως ανεδαφική.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο