Eλληνική Τράπεζα Λτδ ν. Νίκου Κυριακίδη (2015) 1 ΑΑΔ 1840

ECLI:CY:AD:2015:A579

(2015) 1 ΑΑΔ 1840

[*1840]9 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα - Εναγόμενη,

 

ν.

 

ΝΙΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου - Eνάγοντος.

 

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 209/2010)

 

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Παράνομη απόλυση ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς αιτιολογία εδραζομένη στην αξιοπιστία, αποφάσισε ότι η απόλυση του ενάγοντα ήταν παράνομη ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με απόφαση κατά πλειοψηφία ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε μόνο κατ’ αποκλειστικότητα την επιλογή του να θεωρήσει ότι η εφεσείουσα τράπεζα λειτούργησε εναντίον του εφεσίβλητου κατά παρέκκλιση της φυσικής δικαιοσύνης, αναφέροντας, υπό μορφή κατάληξης, ότι δεν εδόθη στον εφεσίβλητο ούτε ευκαιρία, ούτε χρόνος για να υπερασπίσει τον εαυτό του.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Στην εκκαλούμενη απόφαση δεν εντοπιζόταν να γίνεται και να καταγράφεται το έργο της αξιολόγησης σε σχέση με δύο μάρτυρες υπεράσπισης και ούτε συσχετισμός και αντιπαραβολή της μαρτυρίας τους με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία ― Μόνο αφού διαπιστωθεί ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης, έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στα επόμενα στάδια που αφορούν στο βάρος και στο επίπεδο απόδειξης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα ― Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας.

[*1841]Ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε από την εφεσείουσα τράπεζα την 1.9.1983, όταν ακόμη η εφεσείουσα λειτουργούσε ως Barclays Plc, τις εργασίες της οποίας εξαγόρασε τον Απρίλιο του 1996, η εφεσείουσα Ελληνική Τράπεζα.

 

Στις 24.11.2003, η εφεσείουσα τράπεζα με σχετική επιστολή της τερμάτισε τις υπηρεσίες εργοδότησης του εφεσίβλητου χωρίς προειδοποίηση. Είχε προηγηθεί επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 6.10.2003, με την οποία ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο όπως υποβάλει εγγράφως εντός πέντε ημερών τις θέσεις του ως προς τη χρήση λογαριασμού που διατηρούσε για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων. Η επιστολή αυτή, αναφερόταν σε συνάντηση που είχε λάβει χώραν στις 12.6.2003 μεταξύ του εφεσίβλητου και αξιωματούχων της Γενικής Επιθεώρησης Συγκροτήματος, αναφορικά με τη διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων στον προσωπικό λογαριασμό παρατραβήγματος του εφεσίβλητου. Η επιστολή κατέληγε με τη θέση ότι αν η απολογία και οι εξηγήσεις του εφεσίβλητου για τις ενέργειες του δεν κρίνονταν ικανοποιητικές «…. θα σας κοινοποιηθεί ποινή σύμφωνα με τους όρους της εργοδότησης σας και τον Κώδικα Υπηρεσίας της τράπεζας.».

 

Ο εφεσίβλητος απάντησε στις 17.10.2003, ότι η διακίνηση χρημάτων που έγινε στο λογαριασμό του «….. δεν είχε καμία σχέση με παράνομο στοίχημα και τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αναληθείς και απαράδεκτοι και ως τέτοιοι απορρίπτονται.». Ως περαιτέρω εξήγησε στην επιστολή αυτή ο εφεσίβλητος, τα ποσά που διακινήθηκαν αφορούσαν νόμιμες πράξεις δύο νόμιμων και αδειούχων αντιπροσώπων στοιχημάτων με σκοπό την καλύτερη εξασφάλιση αποδόσεων τους οποίους εξυπηρέτησε επειδή ήταν φίλοι του, εξυπηρετώντας έτσι και τα συμφέροντα της τράπεζας.

 

Η εφεσείουσα τράπεζα στις 24.11.2003 απέστειλε σχετική επιστολή, τεκμήριο 5 πρωτοδίκως, με την οποία οι ενέργειες και πράξεις του εφεσίβλητου και η διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του λογαριασμού του «….. για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων ….», κρίθηκαν ότι αποτελούσαν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία απεφασίσθη η ποινή της άμεσης απόλυσης διότι η γραπτή απολογία και οι προφορικές απαντήσεις και εξηγήσεις που ο εφεσίβλητος είχε δώσει στην Πειθαρχική Επιτροπή κρίθηκαν αβάσιμες και απορρίφθηκαν.

 

Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο καταλόγισε στην εφεσείουσα τράπεζα ότι αντισυμβατικά και παράνομα τερμάτισε τις υπηρεσίες του στη βάση αναληθών ισχυρισμών, ψευδών γεγονότων και στοιχείων και κατά παράβαση των όρων εργοδότησης του. Η εφεσείουσα τράπεζα αρνήθηκε [*1842]το παράνομο του τερματισμού, θεωρώντας ότι η απόλυση ήταν ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις και ότι ο εφεσίβλητος είχε παραδεχθεί κατά την ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής ακρόασης, τη διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του προσωπικού του λογαριασμού παρατραβήγματος για στοιχήματα τα οποία ισχυρίστηκε ότι ήταν νόμιμα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε σχετική μαρτυρία από τον ίδιο τον εφεσίβλητο και τη σύζυγο του και δύο λειτουργούς της εφεσείουσας τράπεζας, έκρινε ότι η απόλυση ήταν παράνομη και απέδωσε στον εφεσίβλητο σχετικές αποζημιώσεις. Την πρωτόδικη αυτή κρίση η εφεσείουσα τράπεζα αμφισβήτησε με την παρούσα έφεση.

 

Η έφεση στηρίχθηκε σε σωρεία λόγων από τους οποίους προηγήθηκε η εξέταση του πέμπτου και όγδοου λόγου έφεσης, οι οποίοι τέθηκαν ως εξής:

 

α)  Το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εναγόμενοι-εφεσείοντες παράνομα απέλυσαν τον ενάγοντα – εφεσίβλητο.

 

β)  Το εκδικάσαν Δικαστήριο όφειλε να κρίνει τη μαρτυρία των Εναγομένων και να καταλήξει σε ευρήματα αξιοπιστίας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό: Ψαρά-Μιλτιάδου Δ. συμφωνούντος και του Οικονόμου Δ.:

 

1.  Ήταν σαφές ότι η εξέταση των λόγων έφεσης 5 και 8 έπρεπε να προηγηθεί όποιας άλλης απόπειρας εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης. Το θέμα της αξιοπιστίας και οποιουδήποτε λάθους ή παράλειψης που την αφορά επηρεάζει το βάθρο των γεγονότων ως παρατίθενται στα ευρήματα του Δικαστηρίου και συνεπώς των συμπερασμάτων που ακολουθούν και βεβαίως της δικανικής κατάληξης.

 

2.  Από όλη την εκκαλούμενη απόφαση δεν εντοπιζόταν να γίνεται και να καταγράφεται το έργο της αξιολόγησης σε σχέση με τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης και ούτε βέβαια συσχετισμός και αντιπαραβολή της μαρτυρίας τους με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

 

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κανένα σημείο δεν φαινόταν να διερευνά και να εξηγεί γιατί δέχεται ή δεν δέχεται τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης.

 

4.  Το έργο της αξιολόγησης έγινε με ένα μη δόκιμο τρόπο. Ο εφεσίβλητος και η δια ζώσης μαρτυρία του συσχετίζεται, αντιδιαστέλ[*1843]λεται και «υπερισχύει» των θέσεων της Υπεράσπισης, σαν να μη δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους της.

 

5.  Αυτό το έργο που περιγράφεται πιο πάνω, φαίνεται να επιτελέστηκε πλημμελώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπήρξαν θέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης οι οποίες ήταν αντίθετες της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, πλην όμως δεν σχολιάστηκαν και δεν υπήρξε επ΄αυτών δικαστική κρίση, σε συνάρτηση με την αξιολόγηση τους.

 

6.  Σημαντικότερα σημεία αυτής της διάστασης θέσεων ήταν τα εξής:

 

7.  (α) Το αν η απόλυση ήταν παράνομη, όχι ως νομικό συμπέρασμα, αλλά στις συνθήκες κατά τις οποίες σε επίπεδο πραγματικό έλαβε χώρα η απόλυση. Οι δύο θέσεις ήταν σαφώς αντίθετες. Οι μάρτυρες υπεράσπισης συσχέτισαν άμεσα το θέμα της απόλυσης με το ότι υπήρξε ανώμαλη κατάσταση του λογαριασμού του εφεσίβλητου, όπως άλλωστε προέκυπτε και από το ίδιο το Άρθρο 7 του Κώδικα Υπηρεσίας. Περαιτέρω οι μάρτυρες υπεράσπισης εξήγησαν, τι συνέπεια είχε αυτό, θεωρώντας το ως το βασικό έναυσμα για την έναρξη της διαδικασίας εναντίον του και όχι το τυχόν παράνομο των στοιχημάτων.

 

     Οι σχετικές καταθέσεις αφορούσαν ποσά τα οποία σύμφωνα με την υπεράσπιση κατά το έτος 2001 έφθασαν στο ποσό των Λ.Κ.118.378, το έτος 2002 σε Λ.Κ.176.563, το δε 2003 για την περίοδο μέχρι τον τερματισμό των υπηρεσιών του σε Λ.Κ.77.901. Οι αναλήψεις από τον εν λόγω λογαριασμό εκ μέρους του εφεσίβλητου ήσαν ανάλογες, με τις καταθέσεις σε εύρος και έκταση.

 

     Αυτό από μόνο του συσχετίστηκε από τους μάρτυρες υπεράσπισης με το πρόβλημα που δημιουργήθηκε ως αφετηρία της διαδικασίας εναντίον του εφεσίβλητου, σε συμφωνία με πολλά από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια.

 

(β) Λόγω των πιο πάνω προβλημάτων ο εφεσίβλητος κλήθηκε σε συνάντηση με αξιωματούχους της τράπεζας (μεταξύ των οποίων και ο ΜΥ2) στην οποία – κατά τη θέση του τελευταίου - ο ίδιος ο εφεσίβλητος ομίλησε για στοιχήματα και ότι η πιο πάνω κίνηση στους λογαριασμούς του σχετιζόταν με τα στοιχήματα. Εν αντιθέσει, ο εφεσίβλητος δεν δέχεται ενόρκως ότι είπε κάτι τέτοιο και ούτε ότι εισέπραττε προμήθεια 12 με 15 τοις εκατόν. Παρά δε το γεγονός ότι η θέση αυτή αντανακλάται και στα πρακτικά συνεδρίας της Πειθαρχικής Επιτροπής και πάλι δεν υπάρχει σχετικός σχολιασμός.

[*1844](γ)  Υπήρξε θέση και των δύο μαρτύρων υπεράσπισης (αλλά και γενικά της υπεράσπισης) ότι η χρήση και μόνο του προσωπικού λογαριασμού του εφεσίβλητου είτε για παράνομα είτε για νόμιμα στοιχήματα αποτελεί ουσιώδη παράβαση των όρων εργοδότησης του ως εκ της φύσεως του επαγγέλματος που συνιστούσε νόμιμο λόγο για άμεση απόλυση του.

 

(δ) Οι θέσεις του εφεσίβλητου ότι ο λογαριασμός του ήταν τύπου «secret account” και ο υπεύθυνος του το γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει, δεν έγινε δεκτός από τους μάρτυρες υπεράσπισης στους οποίους μάλιστα έγινε μεγάλος αριθμός ερωτήσεων επ’ αυτών και είχαν αντίθετη θέση.

 

(ε) Απασχόλησε τη δίκη και η πειθαρχική διαδικασία που έγινε σε κάποιο άλλο υπάλληλο της Τράπεζας, ονόματι Θεμιστοκλέους. Ο πρωτόδικος δικαστής αποδέχτηκε τον ισχυρισμό για «άνιση μεταχείριση» ως προς τον εφεσίβλητο επί της ποινής, αφού στον Θεμιστοκλέους επιβλήθηκε μόνο απώλεια προσαυξήσεων για μια περίοδο και όχι απόλυση όπως στον εφεσείοντα. Επ’ αυτού του θέματος υπήρξαν ερωτήσεις προς τους μάρτυρες υπεράσπισης και έδωσαν θέσεις και εξηγήσεις τις οποίες όμως ο πρωτόδικος δικαστής δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη.

 

8.  Ειδικά δέον να προσεχθεί η θέση του Μ.Υ.1 ότι ο Θεμιστοκλέους παραδέχτηκε ότι ενεργούσε «καθ’ ύπόδειξιν» του εφεσείοντα για τέτοιου είδους συναλλαγές και ότι οι ίδιοι στην πειθαρχική διαδικασία δεν αντιλήφθηκαν ότι αυτός λειτουργούσε ως agent ή «αλογάρης». Κανένα σχόλιο στην πρωτόδικη προσέγγιση δεν αντανακλά την αντίθετη θεώρηση της Υπεράσπισης που και πάλι ο πρωτόδικος Δικαστής καθηκόντως έπρεπε να αξιολογήσει.

 

9.  Επί όλων των πιο πάνω σημείων, ο πρωτόδικος δικαστής – αν αφήσουμε κατά μέρος την κρίση του για το είδος της σύμβασης εργοδοσίας και το αποτέλεσμα της διάρρηξης της σχέσης με την επιδίκαση αποζημιώσεων – όφειλε να διατυπώσει ευρήματα αξιοπιστίας επί της μαρτυρίας που άκουσε.

 

10. Αντ’ αυτού χωρίς τη διεργασία σκέψης και κρίσης, κατέγραψε μόνο κατ’ αποκλειστικότητα την επιλογή του να θεωρήσει ότι η εφεσείουσα τράπεζα λειτούργησε εναντίον του εφεσίβλητου κατά παρέκκλιση της φυσικής δικαιοσύνης, αναφέροντας, υπό μορφή κατάληξης, ότι δεν εδόθη στον εφεσίβλητο ούτε ευκαιρία, ούτε χρόνος για να υπερασπίσει τον εαυτό του.

[*1845]11.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τύπο και πάλι κατάληξης, χωρίς αιτιολογία εδραζομένη στην αξιοπιστία, αποφάσισε  ότι η απόλυση του ενάγοντα ήταν παράνομη.

 

12. Απουσίαζε παντελώς η αξιολόγηση της ένορκης μαρτυρίας των Μ.Υ.1 και 2 και των εξηγήσεων που αυτοί έδωσαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαγράφει εντελώς από το σκηνικό τη θέση των μαρτύρων υπεράσπισης και δεν σχολιάζει την παραδοχή του ιδίου του εφεσίβλητου ως προς τη χρήση των λογαριασμών του για στοιχήματα, καθώς και τη θέση των μαρτύρων υπεράσπισης ότι το πειθαρχικό παράπτωμα αφορούσε τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας του λογαριασμού και όχι απλώς αν τα στοιχήματα ήταν νόμιμα ή παράνομα.

 

13. Το έργο της αξιοπιστίας που θα έπρεπε να επιτελέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο εγγενώς παρουσίαζε πλημμέλεια με τρόπο που δεν μπορούσε να θεραπευθεί.

 

14. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, ενόψει της παρατηρηθείσας πλημέλειας, παρά η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή ανάλογης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Β. Υπό: Ναθαναήλ Δ.:

 

1.  Στο πέμπτο λόγο έφεσης στον οποίο και επικεντρώνεται τελικά το σκεπτικό των αποφάσεων του Εφετείου, αναφέρεται ως μέρος της αιτιολογίας ότι η σύμβαση εργοδότησης προνοούσε τον τερματισμό αυτής γι’ οποιοδήποτε λόγο με ένα μήνα προειδοποίηση, ζήτημα που τονίστηκε από την εφεσείουσα και κατά τη συζήτηση της έφεσης.

 

2.  Ευθέως και άμεσα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η εφεσείουσα τράπεζα δεν βασίστηκε σε αυτό το δικαίωμα, αλλά επέλεξε να προχωρήσει εναντίον του εφεσίβλητου μια διαδικασία στη βάση καταλογισμού παραβίασης όρων της εργοδότησης.

 

3.  Δεν υπάρχει στο δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου στερεότυπος τρόπος συγγραφής μιας απόφασης. Και αυτό για καλό λόγο. Η δικαστική απόφαση είναι ένας ζωντανός τρόπος έκφρασης της νομικής σκέψης του συγγραφέα της.

 

4.  Είναι γεγονός ότι η δικανική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την πτυχή της αξιολόγησης της μαρτυρίας δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη. Θα έπρεπε να ήταν σαφέστερη και με ευγλωττία καταγραμμένη. Είναι όμως εν τέλει η ουσία της κρίσης που ενέχει [*1846]σημασία. Κατά πόσο, ανιχνεύεται, πρώτον, κρίση επί της αξιολόγησης και, δεύτερο, κρίση και καταγραφή ευρημάτων. Τέτοια διπλή άσκηση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστή, έγινε.

 

5.  Από συγκεκριμένο λεκτικό της πρωτόδικης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: πρώτον, ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν παράνομη, προειλημμένη και εκδικητική, ληφθείσα κατά παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και αδίκως επιβληθείσα. Στην ουσία το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως προς το αδικαιολόγητο και παράνομο του τερματισμού των υπηρεσιών του που ήταν και η βάση της νομικής αξίωσης του με την εγερθείσα υπ’ αυτού αγωγή.

 

6.  Δεύτερο, ότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον εφεσίβλητο για τη χρήση του λογαριασμού και ότι δεν ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα θα έπρεπε να είχαν γίνει δεκτές από την εφεσείουσα. Δεν έγιναν όμως και επειδή δεν μπορούσε να αποδείξει ότι όντως διακινούσε παρανόμως χρήματα από παράνομα στοιχήματα, η εφεσείουσα δικαιολόγησε την απόλυση του στη βάση δύο άλλων λόγων, ήτοι, της ανώμαλης λειτουργίας του λογαριασμού χωρίς δέουσα εξουσιοδότηση και ενασχόλησης του με δεύτερη εργασία.

 

7.  Το Δικαστήριο εν άλλοις λόγοις απέρριψε την εκδοχή που πρόβαλαν διά ζώσης στη μαρτυρία τους οι μάρτυρες της εφεσείουσας και όπως η εκδοχή αυτή τέθηκε στην επιστολή απόλυσης.

 

8.  Τρίτο, η προταθείσα διά της έκθεσης υπεράσπισης εκδοχή των γεγονότων ήταν ότι η εργοδότηση του εφεσίβλητου τερματίστηκε λόγω του ότι οι ενέργειες του ήσαν αντίθετες με τους όρους 3 και 4 της Σύμβασης Εργοδότησης και του Άρθρου 7(1)(στ)(η) και (θ) του Κώδικα Υπηρεσίας της Ελληνικής Τράπεζας Λτδ.

 

9.  Όμως η έναρξη της όλης υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου έγινε με την επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 6.10.2003, Τεκμ. 3, με την οποία κλήθηκε με βάση το Άρθρο 10(1) του Κώδικα Υπηρεσίας να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις του «ως προς τη χρήση του λογαριασμού σας για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων». Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε τέτοια χρήση.

 

10. Η θέση του ήταν ότι τα ποσά που διακινήθηκαν μέσω του λογαριασμού του «αφορούσαν νόμιμες πράξεις δύο νομίμων και αδειούχων αντιπροσώπων στοιχημάτων».

 

11. Η πράξη απόλυσης όμως, ημερ. 24.11.2003, Τεκμήριο 5, βασίστηκε [*1847]αλλού: ότι η ίδια η «…. διακίνηση μεγάλων ποσών στην Τράπεζα για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων αποτελούν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα βάσει της σύμβασης και των γενικών όρων εργοδότησης σας (όροι 3 και 4) και του Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας (Άρθρα 7(1), (στ), (η) και (θ) ….». Τα οποία όμως δεν έχουν καμιά σχέση με «παράνομα» στοιχήματα.

 

12. Προέκυπτε από την πρωτόδικη απόφαση ότι το Δικαστήριο αποφάσισε  τα ακόλουθα: (i) η απόλυση ήταν προαποφασισμένη με την επιβολή μάλιστα της εσχάτης των ποινών, (ii) η απόλυση έφερε ως δικαιολογία άλλους λόγους από αυτόν για τον οποίο κλήθηκε σε απολογία, (iii) ενώ του ζητήθηκε να τοποθετηθεί ως προς τα παράνομα στοιχήματα απελύθη για υπέρβαση και ενασχόληση με άλλη εργασία, (iv) απελύθη διότι δεν ήταν συνεργάσιμος με την πειθαρχική επιτροπή, δεν έδειξε μεταμέλεια και ήταν ειρωνικός, (σελ. 59 και 60 των πρακτικών από την αντεξέταση του Μ.Υ. 1).

 

13. Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι σχετικοί λόγοι έφεσης ότι δεν αξιολογήθηκε η μαρτυρία της εφεσείουσας και ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι κακώς απελύθη ο εφεσίβλητος, που είναι και η ουσία της όλης έφεσης, δεν ευσταθούσαν.

 

14. Ήταν πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε επαρκώς τη μαρτυρία της εφεσείουσας τράπεζας, εντόπισε τις αδυναμίες της μαρτυρίας αυτής και τις ανέδειξε με το δικό του τρόπο στο εκτεταμένο μέρος του σκεπτικού που παρατέθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης.

 

15. Το αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του αρμοδίου οργάνου της εφεσείουσας ήταν διαφορετικό από αυτό που αρχικά καταλογίσθηκε στον εφεσίβλητο, ενώ σημειώνεται ότι ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου δεν παρουσιάστηκαν τα πρακτικά της Πειθαρχικής Επιτροπής, ούτε και απευθύνθηκε οποιοδήποτε πειθαρχικό κατηγορητήριο στον εφεσίβλητο.

 

16. Να σημειωθεί δε περαιτέρω, ότι η επιστολή με την οποία ο εφεσίβλητος απολύθηκε, από την οποία και απουσιάζει πλέον το αρχικώς διαπιστωθέν επιλήψιμο του παρανόμου των στοιχημάτων, εμπεριέχει ουσιαστικά την ποινή χωρίς να φαίνεται η προηγούμενη απόφαση περί ενοχής ως αποτέλεσμα κάποιας ιδιαίτερης ακροαματικής διαδικασίας.

 

17. Ακολουθήθηκε δηλαδή μια πλημμελής διαδικασία κατά την οποία η ποινή της απόλυσης επεβλήθη χωρίς να προηγηθεί κρίση περί της [*1848]ενοχής του εφεσιβλήτου, και χωρίς σαφή διαχωρισμό των δύο σταδίων, ενοχής και επιβολής ποινής.

 

18. Με βάση την απόφαση της μειοψηφίας, η έφεση θα απορριπτόταν.

 

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα κατά πλειοψηφία. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478,

 

Interamerican Insurance Co Ltd v. Μακρίδου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1586,

 

Στυλιανίδης ν. British American Insurance co. Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 517,

 

C & A Pelecanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,

 

Papadopoulos ν. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

 

Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422,

 

Kades v. Nicolaou κ.ά. (1986) 1 C.L.R. 212.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχικού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3052/2004), ημερομ. 28/5/2010.

 

Αλ. Πασχαλίδου, (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Μιχ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. και με αυτή συμφωνεί ο Τ. Οικονόμου, Δ.. Εγώ, θα δώσω δική μου διϊστάμενη απόφαση.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Υπήρξε κύριο επίδικο θέμα στην πρωτόδικη διαδικασία το ερώτημα αν ο συντελεσθείς τερματι[*1849]σμός της εργοδότησης του εφεσίβλητου – ενάγοντα με την εφεσείουσα – εναγόμενη τράπεζα (από τώρα και στο εξής η Τράπεζα) ήταν παράνομος και αν συνεπακόλουθα ο εφεσίβλητος δικαιούται αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.

 

Είναι κοινό έδαφος ότι ο εφεσίβλητος είχε προσληφθεί αρχικά από το 1983 στην Barclays Bank και μετά την εξαγορά της από την Ελληνική, συνέχισε να εργοδοτείται στη Τράπεζα ως μέλος του γραφειακού προσωπικού.

 

Τα προβλήματα για τον εφεσίβλητο ξεκίνησαν όταν του ζητήθηκε να έχει συνάντηση με αξιωματούχους της Γενικής Επιθεώρησης της Τράπεζας, τον Ιούνιο 2003, για να δώσει εξηγήσεις σχετικά «με τη διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων από το προσωπικό του λογαριασμό.»

 

Αυτή η συνάντηση πραγματοποιείται στις 12.6.2003. Το τι ελέχθη στη συνάντηση αυτή υπήρξε αμφισβητούμενο θέμα, αφού ο ΜΥ2 κ. Σιαρπέλ Μάρκου του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου αποδίδει το περιεχόμενο της συνάντησης αυτής με σαφώς διαφορετικό τρόπο απ’ ότι ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του. Το θέμα αυτό θα απασχολήσει και στη συνέχεια.

 

Σε σχέση με τη συνέχεια στο ιστορικό των δρώμενων τα οποία είναι αδιαμφισβήτητα, της συνάντησης εκείνης, ακολουθεί η επιστολή της τράπεζας και η απάντηση του εφεσείοντα, τα τεκμ.3 και 4 τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει αυτούσια στις σελ.2 και 3 της εκκαλούμενης απόφασης, υπογραμμίζοντας μάλιστα τα ουσιώδη – κατά την κρίση του - σημεία.

 

Σκόπιμο είναι να παρατεθούν τα ως άνω τεκμήρια όπως ακριβώς καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, με την επισήμανση ότι οι υπογραμμίσεις είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

    «Κύριο Νίκο Κυριακίδη

     Κατάστημα Διγενή Ακρίτα

     Ελληνική Τράπεζα Λτδ

     Λευκωσία

 

Μέσω: κ. Ε. Ξενίδη, Διευθυντής Τραπεζικών Εργασιών & Διοικητικών Υπηρεσιών

 

Κύριε

 

[*1850]Εξέταση Πειθαρχικών Παραπτωμάτων

 

Αναφέρομαι στη συνάντηση που είχατε στις 12/06/2003 με αξιωματούχους της Γενικής Επιθεώρησης Συγκροτήματος σχετικά με την διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων στο προσωπικό λογαριασμό παρατραβήγματος σας, και σας καλώ βάσει των διατάξεων του Άρθρου 10(1) του Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας, όπως υποβάλετε γραπτώς μέσα σε πέντε ημέρες από της κοινοποιήσεως της παρούσας, τις θέσεις σας ως προς τη χρήση του λογαριασμού σας για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων.

 

Αν η απολογία και οι εξηγήσεις σας για τις πιο πάνω ενέργειες σας δεν κριθούν ικανοποιητικές, θα σας κοινοποιηθεί ποινή σύμφωνα με τους όρους της εργοδότησης σας και το Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας. Σε ένδειξη παραλαβής της επιστολής αυτής παρακαλώ να υπογράψετε το εσωκλεισμένο αντίγραφο και να το επιστρέψετε στο κύριο Γιάννη Ξενίδη που θα σας παραδώσει την επιστολή αυτή.

 

Με εκτίμηση

 

Δ. Ηλιοδώρου

Διευθυντής Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού    

 

Εσωκλ.

Κοιν:   κον Λοΐζο Χατζηκωστή

            Πρόεδρο / Γραμματέα

            ΕΤΥΚ»

 

(Σημ: Οι υπογραμμίσεις δικές μου)

 

----------------------------------------------------------------------------------

 

«Κύριο

Δώρο Ηλιοδώρου

Διευθυντή Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικής Τράπεζας

 

Κύριε

 

Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 06/10/2003, στην οποία αναφέρεστε στη διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων από προσωπικό λογαριασμό μου και ισχυρισμούς περί δήθεν αποδοχής παράνομου στοιχήματος και σας αναφέρω ότι η δια[*1851]κίνηση χρημάτων που έγινε δεν είχε καμία σχέση με παράνομο στοίχημα και τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αναληθείς και απαράδεχτοι και ως τέτοιοι απορρίπτονται.

 

Τα ποσά που διακινήθηκαν μέσο του λογαριασμού μου αφορούσαν νόμιμες πράξεις δυο νόμιμων και αδειούχων αντιπροσώπων στοιχημάτων, με σκοπό την εξασφάλιση καλύτερων αποδόσεων λόγω της διαφοράς στις τιμές που είχαν συγκεκριμένα στοιχήματα στις εταιρείες που αντιπροσωπεύουν.

 

Επειδή έτυχε να είναι και οι δυο φίλοι μου, αλλά δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλο, με είχαν εμένα ως έμπιστο άτομο, προς τους δυο, για την τακτοποίηση των συναλλαγών τους.

 

Ανεξάρτητα των ανωτέρω, θέλω να αναφέρω ότι, ουδεμία παρατυπία έγινε στο λογαριασμό μου, αντίθετα πάντοτε πίστευα ότι εξυπηρετούσα τα συμφέροντα της τράπεζας και δεν πίστευα ότι η κίνηση αυτή του λογαριασμού μου θα δημιουργούσε τέτοιους προβληματισμούς.

 

Πραγματικά λυπούμαι για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.

 

Με εκτίμηση

Νίκος Κυριακίδης»

 

Ακολούθως, στην πρωτόδικη απόφαση αποδίδεται και η κατάληξη των πραγμάτων ως εξής:

 

Ο ενάγων στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 13.11.2003 εκλήθη ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής των εναγομένων όπου έδωσε προφορικές εξηγήσεις. Στις 24.11.2003 οι εναγόμενοι με επιστολή τους ιδίας ημερομηνίας (τεκμήριο 5), αποφάσισαν ότι η ανάμιξη και ενασχόληση του με τη διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του λογαριασμού του, για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων, αποτελούσε πειθαρχικό παράπτωμα, και προχώρησαν στην άμεση και άνευ προειδοποίησης απόλυση του.

 

Παραθέτω επίσης αυτούσιο το περιεχόμενο του τεκμηρίου 5:

 

«Κύριον

Νίκο Κυριακίδη

Οδός Παλαιολόγου 1 Στρόβολος 2023 Λευκωσία

 

ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ

[*1852]Κύριε,

 

Σε συνέχεια της επιστολής μας ημερ. 6 Οκτωβρίου 2003 με θέμα "Εξέταση Πειθαρχικών Παραπτωμάτων", της επιστολής - απολογίας σας ημερ. 17 Οκτωβρίου 2003 και των προφορικών εξηγήσεων που δώσατε ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής της Τράπεζας στις 13 Νοεμβρίου 2003, έχω εντολή να σας κοινοποιήσω τα ακόλουθα:

 

Επειδή οι πράξεις και ενέργειες σας όπως περιγράφονται στην πιο πάνω επιστολή μας και η εν γένει ανάμιξη &/ή ενασχόληση σας με διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του λογαριασμού σας στην Τράπεζα για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων αποτελούν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα βάσει της σύμβασης και των γενικών όρων εργοδότησής σας (όροι 3 και 4) και του Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας (Άρθρα 7(1), (στ), (η) και (θ)), για τα οποία εκλήθητε προτού σας επιβληθεί ποινή σε γραπτή απολογία.

 

Και επειδή τόσον η γραπτή σας απολογία όσον και οι προφορικές απαντήσεις και εξηγήσεις που δώσατε ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, στην παρουσία και εκπροσώπων της ΕΤΥΚ κρίθηκαν αβάσιμες και απορρίφθηκαν.

 

Διά τούτο, για τους πιο πάνω λόγους που συνιστούν διαγωγή εκ μέρους σας που καθιστά σαφές ότι η σχέση σας με την Τράπεζα δεν μπορεί εύλογα να αναμένεται να συνεχισθεί, από σήμερα τερματίζεται η Υπηρεσία σας στην Ελληνική Τράπεζα.

 

Με τιμή,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ

 

Δώρος Ηλιοδώρου

Διευθυντής

Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού

 

Κοινοποίηση: Πρόεδρον/Γενικόν Γραμματέα Ε.Τ.Υ.Κ. Λευκωσία»

 

(Σημ: Οι υπογραμμίσεις δικές μου)

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ποιοί μάρτυρες κατέθεσαν και, ως είναι το αναμενόμενο, παραθέτει τη σύνοψη της μαρτυρίας τους. Ήταν ο ίδιος ο εφεσίβλητος, και η σύζυγος του αφενός και αφετέρου οι μάρτυρες υπεράσπισης, δύο τραπεζικοί, ο κ. Ηλιοδώρου, κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθυντής της υπηρεσίας [*1853]ανθρώπινου δυναμικού και μέλος της Πειθαρχικής Επιτροπής της Τράπεζας, καθώς και ο κ. Σιαρπέλ Μάρκου στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω.

 

Δύο από τους λόγους έφεσης συσχετίζονται και αφορούν το θέμα του ελέγχου της αξιοπιστίας που όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να διενεργεί εφ’ όλης της δοθείσας μαρτυρίας.

 

Το παράπονο της εφεσείουσας καθορίζεται στο Λόγο Έφεσης 5 (μέρος της αιτιολογίας) καθώς και στο Λόγο 8:

 

Λόγος έφεσης 5:

 

«5) Το Δικαστήριο λανθασμένα αποφασίζει ότι οι Εναγόμενοι-Εφεσείοντες παράνομα απόλυσαν τον Ενάγοντα, καθ’ ότι:

 

Αιτιολογία:

 

……………………………………………………………………

 

Γ)   Το δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εν λόγω απόλυση ήταν παράνομη σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Οι Εναγόμενοι απέδειξαν ότι δεν ήταν λογικά εφικτό για μία Τράπεζα να εργοδοτεί ένα υπάλληλο ο οποίος διακινούσε μεγάλα ποσά στο λογαριασμό του χωρίς η Τράπεζα ακόμη και κατά τον χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης να είναι σε θέση να γνωρίζει την πηγή των εν λόγω εισοδημάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψην την διακίνηση μεγάλων ποσών στο λογαριασμό του Ενάγοντα και την παράλειψη/αδυναμία του να δώσει λεπτομερείς ή επαρκείς εξηγήσεις γι’ αυτό. Λανθασμένα αποφασίζει ότι δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις.

 

…………………..…………………………………………………

 

Ε)   Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψην την μαρτυρία των Εναγομένων χωρίς όμως να την απορρίπτει ρητά ή να προβαίνει σε οποιοδήποτε εύρημα σε σχέση με την αξιοπιστία τους.

 

……………..………………………………………………………

 

Λόγος έφεσης 8

 

Το εκδικάσαν Δικαστήριο όφειλε να κρίνει τη μαρτυρία των [*1854]Εναγομένων και να καταλήξει σε ευρήματα αξιοπιστίας.

 

Αιτιολογία:

 

Α)   Το Δικαστήριο δεν αξιολογεί την μαρτυρία των Εναγομένων και δεν δίνει κανένα λόγο ως προς το γιατί δεν την δέχεται.

 

Β)   Σε κάποια σημεία της απόφασης του δέχεται μαρτυρία των Εναγομένων, ως για παράδειγμα το θέμα της καταβολής των αποζημιώσεων κατά το χρόνο τερματισμού της σύμβασης, όμως αποδέχεται τη μαρτυρία αυτή επιλεκτικά.

 

Γ)   Το δικαστήριο δεν απορρίπτει τη μαρτυρία των Εναγομένων απλά αναφέρεται ή αποδέχεται αυτήν αποσπασματικά, χωρίς καμία αιτιολογία.»

 

Οι λοιποί λόγοι έφεσης κυρίως αφορούν νομικές θεωρήσεις και νομικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου για τη φύση της εργοδότησης του, το παράνομο του τερματισμού καθώς και την παροχή και την έκταση αποζημιώσεων ειδικά στο μη επιτρεπτό της αναφοράς (άρα αποδοχής) στην κρινόμενη περίπτωση του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου Ν.24/67 αφού, όπως εισηγείται η εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατ’ επίκληση αρχών που προκύπτουν από τις υποθέσεις Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478, Interamerican Insurance Co Ltd v. Μακρίδου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1586, Στυλιανίδης ν. British American Insurance co. Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 517.

 

Είναι σαφές ότι η εξέταση των λόγων έφεσης 5 και 8 πρέπει να προηγηθεί όποιας άλλης απόπειρας εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης. Το θέμα της αξιοπιστίας και οποιουδήποτε λάθους ή παράλειψης που την αφορά επηρεάζει το βάθρο των γεγονότων ως παρατίθενται στα ευρήματα του Δικαστηρίου και συνεπώς των συμπερασμάτων που ακολουθούν και βεβαίως της δικανικής κατάληξης.

 

Έχοντας διεξέλθει όλη την εκκαλούμενη απόφαση δεν έχει εντοπιστεί να γίνεται και να καταγράφεται το έργο της αξιολόγησης σε σχέση με τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης και ούτε βέβαια συσχετισμός και αντιπαραβολή της μαρτυρίας τους με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κανένα σημείο δεν φαίνεται να διερευνά και να εξηγεί γιατί δέχεται ή δεν δέχεται τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης.

[*1855]Το έργο της αξιολόγησης γίνεται με ένα μη δόκιμο τρόπο. Ο εφεσίβλητος και η δια ζώσης μαρτυρία του συσχετίζεται, αντιδιαστέλλεται και «υπερισχύει» των θέσεων της Υπεράσπισης, σαν να μη δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους της.

 

Ο Δικαστής Νικήτας (όπως ήταν τότε) με το στοχευμένο του λόγο περιγράφει πολύ παραστατικά το καθήκον του Δικαστηρίου στον έλεγχο της αξιοπιστίας στην υπόθεση C & A Pelecanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 στη σελ.1280:

 

Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει. Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.

 

(Βλ. και Papadopoulos ν. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, 325)

 

Aυτό το έργο που περιγράφεται πιο πάνω, φαίνεται να επιτελέστηκε πλημμελώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπήρξαν θέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης οι οποίες ήταν αντίθετες της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, πλην όμως δεν σχολιάστηκαν και δεν υπήρξε επ’ αυτών δικαστική κρίση, σε συνάρτηση με την αξιολόγηση τους.

 

Στη συνέχεια θα δώσουμε κάποια από τα σημαντικότερα σημεία αυτής της διάστασης θέσεων:

 

(α)  Το αν η απόλυση ήταν παράνομη, όχι ως νομικό συμπέρασμα, αλλά στις συνθήκες κατά τις οποίες σε επίπεδο πραγματικό έλαβε χώρα η απόλυση. Οι δύο θέσεις ήταν σαφώς αντίθετες.  Οι μάρτυρες υπεράσπισης συσχέτισαν άμεσα το θέμα της απόλυσης με το ότι υπήρξε ανώμαλη κατάσταση του λογαριασμού του εφεσίβλητου, όπως άλλωστε προέκυπτε και από το ίδιο το Άρθρο 7 του Κώδικα Υπηρεσίας (τεκμ.13). Περαιτέρω οι μάρτυρες υπεράσπισης [*1856]εξήγησαν, τι συνέπεια είχε αυτό, θεωρώντας το ως το βασικό έναυσμα για την έναρξη της διαδικασίας εναντίον του και όχι το τυχόν παράνομο των στοιχημάτων. Οι σχετικές καταθέσεις αφορούσαν ποσά τα οποία σύμφωνα με την υπεράσπιση κατά το έτος 2001 έφθασαν στο ποσό των Λ.Κ.118,378, το έτος 2002 σε Λ.Κ.176.563, το δε 2003 για την περίοδο μέχρι τον τερματισμό των υπηρεσιών του σε Λ.Κ.77.901. Οι αναλήψεις από τον εν λόγω λογαριασμό εκ μέρους του Εφεσίβλητου ήσαν ανάλογες, με τις καταθέσεις σε εύρος και έκταση. Αυτό από μόνο του συσχετίστηκε από τους μάρτυρες υπεράσπισης με το πρόβλημα που δημιουργήθηκε ως αφετηρία της διαδικασίας εναντίον του εφεσίβλητου, σε συμφωνία με πολλά από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια.

 

(β)  Λόγω των πιο πάνω προβλημάτων ο εφεσίβλητος κλήθηκε σε συνάντηση με αξιωματούχους της τράπεζας (μεταξύ των οποίων και ο ΜΥ2) στην οποία – κατά τη θέση του τελευταίου - ο ίδιος ο εφεσίβλητος ομίλησε για στοιχήματα και ότι η πιο πάνω κίνηση στους λογαριασμούς του σχετιζόταν με τα στοιχήματα.  Συγκεκριμένα ο ΜΥ2 ισχυρίστηκε ενόρκως τα ακόλουθα στις σελ.65 και 66 των πρακτικών:

 

«Ε. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της συνάντησης που είχετε με τον κ. Νίκο Κυριακίδη;

 

Α.   Το αποτέλεσμα ήταν ότι μας δήλωσε ότι τα μετρητά, η κινηση στο λογαριασμό προέρχεται από παράνομα στοιχήματα και ότι αυτό το έκανε με αμοιβή, έπαιρνε κάποια προμήθεια, 12 με 15%.

 

Ε.   Την έρευνα αυτή με ποιον τη διεξάγετε;

 

Α.   Την διεξήγαγα εγώ μαζί με τον κ. Χριστοφορίδη, διευθυντή εσωτερικού ελέγχου ο οποίος ήταν και στη συνάντηση. Μαζί είχαμε κάνει και τη συνάντηση ο οποίος και σαν διευθυντής υπέγραψε την έκθεση την οποία στείλαμε στην Υπηρεσία Ανθρώπινου Δυναμικού σε απάντηση του σημειώματος που μας είχαν ζητήσει να γίνει αυτή η έρευνα.

 

Ε.   Παρακαλώ να δείτε το τεκμήριο 20. (μάρτυς βλέπει το τεκμήριο 20)

 

Α.   Το αναγνωρίζω. Είναι η έκθεση η οποία ετοιμάστηκε και στάληκε στον κ. Ηλιοδώρου ο οποίος μας είχε ζητήσει να διεξάγουμε αυτή την έρευνα.»

[*1857]Εν αντιθέσει, ο εφεσίβλητος δεν δέχεται ενόρκως ότι είπε κάτι τέτοιο και ούτε ότι εισέπραττε προμήθεια 12 με 15 τοις εκατόν.  Παρά δε το γεγονός ότι η θέση αυτή αντανακλάται και στα πρακτικά συνεδρίας της Πειθαρχικής Επιτροπής τεκμ.21 και πάλι δεν υπάρχει σχετικός σχολιασμός.

 

(γ)  Υπήρξε θέση και των δύο μαρτύρων υπεράσπισης (αλλά και γενικά της υπεράσπισης) ότι η χρήση και μόνο του προσωπικού λογαριασμού του εφεσίβλητου είτε για παράνομα είτε για νόμιμα στοιχήματα αποτελεί ουσιώδη παράβαση των όρων εργοδότησης του ως εκ της φύσεως του επαγγέλματος που συνιστούσε νόμιμο λόγο για άμεση απόλυση του.

 

(δ)  Οι θέσεις του εφεσίβλητου ότι ο λογαριασμός του ήταν τύπου «secret account” και ο υπεύθυνος του το γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει, δεν έγινε δεκτός από τους μάρτυρες υπεράσπισης στους οποίους μάλιστα έγινε μεγάλος αριθμός ερωτήσεων επ΄αυτών και είχαν αντίθετη θέση.

 

(ε)  Απασχόλησε τη δίκη και η πειθαρχική διαδικασία που έγινε σε κάποιο άλλο υπάλληλο της Τράπεζας, ονόματι Θεμιστοκλέους. Ο πρωτόδικος δικαστής αποδέχτηκε τον ισχυρισμό για «άνιση μεταχείριση» ως προς τον εφεσίβλητο επί της ποινής, αφού στον Θεμιστοκλέους επιβλήθηκε μόνο απώλεια προσαυξήσεων για μια περίοδο και όχι απόλυση όπως στον εφεσείοντα. Επ’ αυτού του θέματος υπήρξαν ερωτήσεις προς τους μάρτυρες υπεράσπισης και έδωσαν θέσεις και εξηγήσεις τις οποίες όμως ο πρωτόδικος δικαστής δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη. Ειδικά δέον να προσεχθεί η θέση του Μ.Υ.1 ότι ο Θεμιστοκλέους παραδέχτηκε ότι ενεργούσε «καθ’ ύπόδειξιν» του εφεσείοντα για τέτοιου είδους συναλλαγές και ότι οι ίδιοι στην πειθαρχική διαδικασία δεν αντιλήφθηκαν ότι αυτός λειτουργούσε ως agent ή «αλογάρης». Κανένα σχόλιο στην πρωτόδικη προσέγγιση δεν αντανακλά την αντίθετη θεώρηση της Υπεράσπισης που και πάλιν ο πρωτόδικος Δικαστής καθηκόντως έπρεπε να αξιολογήσει. 

 

Αυτές οι θέσεις υπήρξαν σημαντικοί παράμετροι του ιστορικού των γεγονότων που απασχόλησαν τη δίκη.

 

Επί όλων των πιο πάνω σημείων, ο πρωτόδικος δικαστής – αν αφήσουμε κατά μέρος την κρίση του για το είδος της σύμβασης εργοδοσίας και το αποτέλεσμα της διάρρηξης της σχέσης με την επιδίκαση αποζημιώσεων – όφειλε να διατυπώσει ευρήματα αξιοπιστίας επί της μαρτυρίας που άκουσε.

[*1858]Αντ’ αυτού χωρίς τη διεργασία σκέψης και κρίσης που υπεδείχθησαν πιο πάνω στην Pelecanou (ανωτέρω), κατέγραψε μόνο κατ’ αποκλειστικότητα την επιλογή του να θεωρήσει ότι η εφεσείουσα τράπεζα λειτούργησε εναντίον του εφεσίβλητου κατά παρέκκλιση της φυσικής δικαιοσύνης, αναφέροντας, υπό μορφή κατάληξης, ότι δεν εδόθη στον εφεσίβλητο ούτε ευκαιρία, ούτε χρόνος για να υπερασπίσει τον εαυτό του.

 

Στις κρίσιμες σελίδες (σελ.12 και επόμενες) της εκκαλούμενης απόφασης που θα έπρεπε να αφορούν ακριβώς τη διεργασία αξιολόγησης όλης της δοθείσας μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τύπο και πάλι κατάληξης, χωρίς αιτιολογία εδραζομένη στην αξιοπιστία, αποφάσισε ως εξής:

 

«Δεν έχω κανένα ενδοιασμό επίσης αξιολογώντας την ενώπιον μου μαρτυρία να αποφασίσω ότι η απόλυση του ενάγοντα ήταν παράνομη. Δικαιολογημένα ο ενάγων αισθάνεται ότι αδικήθηκε από την συμπεριφορά των εργοδοτών του έναντι του. Η απόφαση τους για την απόλυση του ήταν για άγνωστο λόγο προειλημμένη και εκδικητική και δεν ενείχε τα στοιχεία της δικαίας και ίσης αντιμετώπισης των εργοδοτουμένων των εναγομένων. Παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης κατά την εναντίον του ενάγοντα πειθαρχική έρευνα και ο ίδιος παραπλανήθηκε και αγνοούσε για το ποιες κατηγορίες αντιμετώπιζε. Ήταν φανερό ότι υπήρχε παντελής έλλειψη επικοινωνίας κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταξύ ενάγοντος-εναγομένων επί ζημία βεβαίως του ενάγοντα. Ο λογαριασμός του λειτουργούσε για τρία σχεδόν χρόνια και είναι αδύνατο να δεχθεί οποιοσδήποτε ότι υπήρχε αδυναμία από πλευράς Τράπεζας να εντοπίσει την «ανώμαλη λειτουργία του». Πιο λογική φαίνεται η πιθανότητα ο λογαριασμός να λειτουργούσε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με την έγκριση του υπεύθυνου του υποκαταστήματος του ενάγοντα παρά το αντίθετο».

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι απουσιάζει παντελώς η αξιολόγηση της ένορκης μαρτυρίας των Μ.Υ.1 και 2 και των εξηγήσεων που αυτοί έδωσαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαγράφει εντελώς από το σκηνικό τη θέση των μαρτύρων υπεράσπισης και δεν σχολιάζει την παραδοχή του ιδίου του εφεσίβλητου ως προς τη χρήση των λογαριασμών του για στοιχήματα, καθώς και τη θέση των μαρτύρων υπεράσπισης ότι το πειθαρχικό παράπτωμα αφορούσε τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας του λογαριασμού και όχι απλώς αν τα στοιχήματα ήταν νόμιμα ή παράνομα.

[*1859]Είναι φανερό ότι το έργο της αξιοπιστίας που θα έπρεπε να επιτελέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο εγγενώς παρουσιάζει πλημμέλεια με τρόπο που δεν μπορεί να θεραπευθεί.

 

Στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422, επίσης παρατηρήθηκε έλλειψη καταγραφής της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιολόγηση μαρτύρων των εφεσειόντων αφού το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας για τον κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιον του.

 

Αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής στις σελ.1459-1460:

 

«Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας για τον κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιόν του, αλλά προχώρησε απευθείας να εξετάσει τις δύο εκδοχές που δόθηκαν, για να σημειώσει ότι δεν πείστηκε καθόλου για την ορθότητα της εκδοχής της τράπεζας. Με δεδομένο ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των μαρτύρων της κάθε πλευράς, η σαφής και επαρκώς αιτιολογημένη κρίση του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας τους, ήταν επιτακτική. Ενόψει της διάστασης της μαρτυρίας για τις συνθήκες υπογραφής των Τεκμηρίων 72, 73, 74 και 190(9), το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καθήκον να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας.  Όπως αναφέρθηκε στη Benmanx v. Austin Motor Co Ltd [1955] 1 All E R 326 και υιοθετήθηκε στην Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη, ανωτέρω, εύρημα επί της αξιοπιστίας μάρτυρα σημαίνει κρίση του Δικαστηρίου για το αν ο μάρτυρας είπε ή όχι την αλήθεια στο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, το ζητούμενο ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκαν τα πιο πάνω τεκμήρια. Οι τρεις μάρτυρες των Εφεσειόντων (Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3) που κατάθεσαν επί του θέματος, υποστήριξαν διαφορετικά πράγματα από αυτά που υποστήριξε ο Εφεσίβλητος. Με δεδομένη την πιο πάνω διάσταση, το δικαστήριο όφειλε να αναζητήσει τα αληθή γεγονότα, αφού προηγουμένως αποφαινόταν για το ποιος μάρτυρας έλεγε την αλήθεια και ποιος όχι (βλ. R.C.K. Sports Ltd, ως έχει μετονομαστεί από Palinex Sports Ltd v. Persona Advertising Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 1074). Μόνο αφού διαπιστωθεί ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης, έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στα επόμενα στάδια που αφορούν στο βάρος και στο επίπεδο απόδειξης».

[*1860](βλ. και Kades v. Nicolaou κ.ά. (1986) 1 C.L.R. 212).

 

Δεν υπάρχει άλλη επιλογή – δυστυχώς – παρά την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή ανάλογης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Βέβαια το μέτρο είναι επώδυνο και καθόλου επιθυμητό από τους διαδίκους, ούτε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Όμως ενόψει της παρατηρηθείσας πλημμέλειας δεν είναι δυνατό να ακολουθηθεί άλλη οδός από την επανεκδίκαση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται εξ ολοκλήρου. Διατάσσεται επανεκδίκαση ως ανωτέρω. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης. Τα έξοδα της έφεσης εκ ποσού €2,000 πλέον ΦΠΑ επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε από την εφεσείουσα τράπεζα την 1.9.1983, όταν ακόμη η εφεσείουσα λειτουργούσε ως Barclays Plc, τις εργασίες της οποίας εξαγόρασε τον Απρίλιο του 1996, η εφεσείουσα Ελληνική Τράπεζα.

 

Στις 24.11.2003, η εφεσείουσα τράπεζα με σχετική επιστολή της τερμάτισε τις υπηρεσίες εργοδότησης του εφεσίβλητου χωρίς προειδοποίηση. Είχε προηγηθεί επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 6.10.2003, με την οποία ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο όπως υποβάλει εγγράφως εντός πέντε ημερών τις θέσεις του ως προς τη χρήση λογαριασμού που διατηρούσε για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων. Η επιστολή αυτή, τεκμήριο 3 πρωτοδίκως, αναφερόταν σε συνάντηση που είχε λάβει χώραν στις 12.6.2003 μεταξύ του εφεσίβλητου και αξιωματούχων της Γενικής Επιθεώρησης Συγκροτήματος, αναφορικά με τη διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων στον προσωπικό λογαριασμό παρατραβήγματος του εφεσίβλητου. Η επιστολή κατέληγε με τη θέση ότι αν η απολογία και οι εξηγήσεις του εφεσίβλητου για τις ενέργειες του δεν κρίνονταν ικανοποιητικές «…. θα σας κοινοποιηθεί ποινή σύμφωνα με τους όρους της εργοδότησης σας και τον Κώδικα Υπηρεσίας της τράπεζας.».

 

Ο εφεσίβλητος απάντησε στις 17.10.2003, τεκμήριο 4 πρωτοδίκως, ότι η διακίνηση χρημάτων που έγινε στο λογαριασμό του «….. δεν είχε καμία σχέση με παράνομο στοίχημα και τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αναληθείς και απαράδεκτοι και ως τέτοιοι απορρίπτονται.». Ως περαιτέρω εξήγησε στην επιστολή αυτή ο εφεσίβλητος, τα ποσά που διακινήθηκαν αφορούσαν νόμιμες πράξεις δύο νόμιμων και αδειούχων αντιπροσώπων στοιχημάτων με σκο[*1861]πό την καλύτερη εξασφάλιση αποδόσεων τους οποίους εξυπηρέτησε επειδή ήταν φίλοι του, εξυπηρετώντας έτσι και τα συμφέροντα της τράπεζας. 

 

Η εφεσείουσα τράπεζα στις 24.11.2003 απέστειλε σχετική επιστολή, τεκμήριο 5 πρωτοδίκως, με την οποία οι ενέργειες και πράξεις του εφεσίβλητου και η διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του λογαριασμού του «….. για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων ….», κρίθηκαν ότι αποτελούσαν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία απεφασίσθη η ποινή της άμεσης απόλυσης διότι η γραπτή απολογία και οι προφορικές απαντήσεις και εξηγήσεις που ο εφεσίβλητος είχε δώσει στην Πειθαρχική Επιτροπή κρίθηκαν αβάσιμες και απορρίφθηκαν. 

 

Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο καταλόγισε στην εφεσείουσα τράπεζα ότι αντισυμβατικά και παράνομα τερμάτισε τις υπηρεσίες του στη βάση αναληθών ισχυρισμών, ψευδών γεγονότων και στοιχείων και κατά παράβαση των όρων εργοδότησης του. Η εφεσείουσα τράπεζα αρνήθηκε το παράνομο του τερματισμού, θεωρώντας ότι η απόλυση ήταν ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις με τον εφεσίβλητο να είχε παραδεχθεί κατά την ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής ακρόασης τη διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του προσωπικού του λογαριασμού παρατραβήγματος για στοιχήματα τα οποία ισχυρίστηκε ότι ήταν νόμιμα (παράγραφος 6(δ)(ii)).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε σχετική μαρτυρία από τον ίδιο τον εφεσίβλητο και τη σύζυγο του και δύο λειτουργούς της εφεσείουσας τράπεζας, έκρινε ότι η απόλυση ήταν παράνομη και απέδωσε στον εφεσίβλητο σχετικές αποζημιώσεις. Την πρωτόδικη αυτή κρίση η εφεσείουσα τράπεζα αμφισβήτησε με την παρούσα έφεση με σωρεία λόγων. Μεταξύ αυτών προβλήθηκε και η θέση με το λόγο έφεσης αρ. 5 ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι παρανόμως απελύθη ο εφεσίβλητος. Στο σχετικό λόγο έφεσης στον οποίο και επικεντρώνεται τελικά το σκεπτικό των αποφάσεων του Εφετείου, αναφέρεται ως μέρος της αιτιολογίας ότι η σύμβαση εργοδότησης προνοούσε τον τερματισμό αυτής γι’ οποιοδήποτε λόγο με ένα μήνα προειδοποίηση, ζήτημα που τονίστηκε από την εφεσείουσα και κατά τη συζήτηση της έφεσης.  Ευθέως και άμεσα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η εφεσείουσα τράπεζα δεν βασίστηκε σε αυτό το δικαίωμα, αλλά επέλεξε να προχωρήσει εναντίον του εφεσίβλητου μια διαδικασία στη βάση καταλογισμού παραβίασης όρων της εργοδότησης. Σε περαιτέρω αιτιολογία του λόγου αυτού, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι απέ[*1862]δειξε ότι δεν ήταν λογικά εφικτό γι’ αυτή να εργοδοτεί άτομο που διακινούσε μεγάλα ποσά στο λογαριασμό του χωρίς η τράπεζα να γνώριζε την πηγή των εισοδημάτων και ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να δώσει λεπτομερείς ή επαρκείς εξηγήσεις για το ζήτημα.  Και πρόσθετα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε σαφή αξιολόγηση των μαρτύρων της εφεσείουσας, τη μαρτυρία των οποίων δεν έλαβε υπόψη.

 

Δεν υπάρχει στο δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου στερεότυπος τρόπος συγγραφής μιας απόφασης. Και αυτό για καλό λόγο. Η δικαστική απόφαση είναι ένας  ζωντανός τρόπος έκφρασης της νομικής σκέψης του συγγραφέα της. Αποτελεί μια δυναμική προέκταση της όλης κατανόησης των ενώπιον του Δικαστή δεδομένων, νομικών και πραγματικών, όπως αυτά γίνονται αντιληπτά μέσα από το δικό του δικαστικό φιλτράρισμα. 

 

Είναι γεγονός ότι η δικανική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την πτυχή της αξιολόγησης της μαρτυρίας δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη. Θα έπρεπε να ήταν σαφέστερη και με ευγλωττία καταγραμμένη. Είναι όμως εν τέλει η ουσία της κρίσης που ενέχει σημασία. Κατά πόσο, ανιχνεύεται, πρώτον, κρίση επί της αξιολόγησης και, δεύτερο, κρίση και καταγραφή ευρημάτων.  Τέτοια διπλή άσκηση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστή, έγινε.  Παρατίθεται ολόκληρο το σχετικό σκεπτικό:

 

      «Δεν έχω κανένα ενδοιασμό επίσης αξιολογώντας την ενώπιον μου μαρτυρία να αποφασίσω ότι η απόλυση του ενάγοντα ήταν παράνομη. Δικαιολογημένα ο ενάγων αισθάνεται ότι αδικήθηκε από την συμπεριφορά των εργοδοτών του έναντι του. Η απόφαση τους για την απόλυση του ήταν για άγνωστο λόγο προειλημμένη και εκδικητική και δεν ενείχε τα στοιχεία της δικαίας και ίσης αντιμετώπισης των εργοδοτουμένων των εναγομένων. Παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης κατά την εναντίον του ενάγοντα πειθαρχική έρευνα και ο ίδιος παραπλανήθηκε και αγνοούσε για το ποιες κατηγορίες αντιμετώπιζε. Ήταν φανερό ότι υπήρχε παντελής έλλειψη επικοινωνίας κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταξύ ενάγοντος-εναγομένων επί ζημία βεβαίως του ενάγοντα. Ο λογαριασμός του λειτουργούσε για τρία σχεδόν χρόνια και είναι αδύνατο να δεχθεί οποιοσδήποτε ότι υπήρχε αδυναμία από πλευράς Τράπεζας να εντοπίσει την ‘ανώμαλη λειτουργία του’. Πιο λογική φαίνεται η πιθανότητα ο λογαριασμός να λειτουργούσε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με την έγκριση του υπεύθυνου του υποκαταστήματος του ενάγοντα παρά το αντίθετο.

[*1863]     Η αρχική θέση των εναγομένων όπως εκφράζεται στο τεκμήριο 3 ήταν να υποβληθούν γραπτώς εντός πέντε ημερών οι θέσεις του ενάγοντα ‘ως προς τη χρήση του λογαριασμού σας για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων – Αν η απολογία σας και οι εξηγήσεις σας για τις πιο πάνω ενέργειες σας δεν κριθούν ικανοποιητικές …..’, θεωρώντας ουσιαστικά και τελεσίδικα ότι ο ενάγοντας ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα (ως η μαρτυρία του κ. Σ. Μάρκου) ή τα χρήματα που διακινούντο στο λογαριασμό του προέρχοντο από παράνομα στοιχήματα. Η θέση ότι ο ενάγων ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα ή διακινούσε χρήματα μέσω του λογαριασμού του, προερχόμενα από παράνομα στοιχήματα συνιστούσε μια επιλήψιμη, ποινικά κολάσιμη, και σοβαρή κατηγορία. Παρά ταύτα οι ενάγοντες αντί να καταγγείλουν στην αστυνομία τη διερεύνηση της εκλαμβάνουν εντελώς λανθασμένα ότι αυτό είναι δεδομένο προτού ακούσουν τον ενάγοντα και προαποφασίζουν την καταδίκη και την επιβολή της εσχάτης των ποινών του Κώδικα Υπηρεσίας (τεκμήριο 13 Άρθρο 8) την οποία προσπαθούν να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων στο δικαστήριο ότι επέβαλαν για άλλους λόγους της δήθεν ‘ανώμαλης λειτουργίας’ του λογαριασμού του και της δήθεν άλλης εργασίας. Αυτή η θέση των εναγομένων δεν εδιαφοροποιήθηκε μετά τις εξηγήσεις που ο ίδιος ο ενάγων έδωσε προς τους εργοδότες του με το τεκμήριο 4. Δεν τον πίστεψαν. Δεν τους έλεγε την αλήθεια. Κατά τους ίδιους ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα και διακινούσε χρήματα προερχόμενα από παράνομα στοιχήματα. Έπρεπε όμως αφού δεν μπορούσε να αποδειχθεί αυτό, δηλαδή ότι τα χρήματα προέρχοντο από παράνομα στοιχήματα, να δικαιολογηθεί η απόλυση του.  Ο ενάγων παραπέμφθηκε ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής η οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία του κ. Ηλιοδώρου και το τεκμήριο 5 προχώρησε στην απόλυση του για δύο άλλους λόγους. (α) ανώμαλη λειτουργία του λογαριασμού του χωρίς τη δέουσα εξουσιοδότηση, Άρθρο 7 του Κώδικα υπηρεσίας της Τράπεζας (τεκμήριο 13 Άρθρο 7) και (β) ενασχόληση σε δεύτερη εργασία (ως ‘Agent’ και ή ‘αλογάρης’, ανεξάρτητα αν είναι επ’ αμοιβή ή όχι (Άρθρο 4 του τεκμηρίου 6).

 

      Ο ενάγων ενώ προσπαθούσε να τους πείσει ότι δεν ασχολείται με ‘παράνομα στοιχήματα’ (ποινικά κολάσιμη πράξη) για την οποία δεν υπήρξε καταγγελία στην αστυνομία, χωρίς να επιτυγχάνει, φαίνεται να απολύεται για άλλους λόγους χωρίς να αντιμετωπίζει τέτοια πειθαρχικά παραπτώματα και χωρίς να κληθεί για να απολογηθεί σ’ αυτά. Πέραν τούτου, είναι αδιανόητο νομίζω να απολύεται ένας εργοδοτημένος γιατί είναι ‘αλογάρης’ δηλαδή ασχολείται με ιπποδρομιακά άλογα ή είναι ιδιοκτήτης ιπ[*1864]ποδρομιακών αλόγων και αυτό να θεωρείται ενασχόληση όχι επ’ αμοιβή η οποία επηρεάζει την εργασία του στην τράπεζα ή η εξυπηρέτηση δύο φίλων να θεωρείται ότι ο ίδιος λειτουργεί ως αντιπρόσωπος ‘Agent’, και ότι αυτό συνιστά ασχολία, δηλαδή έχει δεύτερο επάγγελμα, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στην εσχάτη των ποινών του Κώδικα, δηλαδή την απόλυση του. Εξηγήσεις για την ισχυριζόμενη ‘ανώμαλη’ λειτουργία του λογαριασμού εδόθησαν κατά την άποψη μου ικανοποιητικές. Η επιβολή της εσχάτης των ποινών στον ενάγοντα υποδηλεί ότι αυτός τιμωρήθηκε γιατί ήταν θρασύς, δεν μετανόησε, δεν έλεγε την αλήθεια σε αντίθεση με τον κ. Θεμιστοκλέους που ήταν ‘συνεργάσιμος’ και για τον οποίο διαφοροποιήθηκε η ποινή. Ουσιαστικά οι εναγόμενοι θεωρούσαν ότι ο υπό κατηγορία εργοδοτούμενος για να τύχει επιεικούς μεταχείρισης πρέπει να παραδέχεται, να μεταμελεί, να απολογείται και να αναμένει την ποινή του. Για ένα καλό εργοδοτούμενο για είκοσι ολόκληρα χρόνια με συμμετοχή σε σοβαρές χρηματοαποστολές, τίμιο χωρίς προηγούμενη επιλήψιμη συμπεριφορά, η επιβολή της εσχάτης των ποινών για ένα όχι τόσο σοβαρό παράπτωμα, δικαιολογείται μόνο από λόγους εκδικητικούς με πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειες της στον ίδιο και την οικογένεια του με την επίκληση προνοιών της σύμβασης εργασίας και του κώδικα υπηρεσίας οι οποίες σύμφωνα με τους εναγόμενους που αγνοούν τα συναλλακτικά ήθη και βασίζονται κυρίως σ’ αυτό, δηλαδή στο ότι οι όροι εργοδότησης τους δίνουν το δικαίωμα της απόλυσης χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση. Η συμπεριφορά του ενάγοντα όχι μόνο δεν συνιστά παράπτωμα αλλά αντίθετα η διακίνηση χρημάτων μέσω του λογαριασμού του, πιθανότατα με την έγκριση του υπευθύνου του υποκαταστήματος του, ήταν επωφελής για τους εργοδότες του και έτσι αντικρίζετο από τον ίδιο αλλά και κάθε λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο.»

 

Από το πιο πάνω χρησιμοποιηθέν λεκτικό προκύπτουν τα ακόλουθα: πρώτον, ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν παράνομη, προειλημμένη και εκδικητική, ληφθείσα κατά παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και αδίκως επιβληθείσα. Στην ουσία το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως προς το αδικαιολόγητο και παράνομο του τερματισμού των υπηρεσιών του που ήταν και η βάση της νομικής αξίωσης του με την εγερθείσα υπ’ αυτού αγωγή, (ιδιαιτέρως σχετικές οι παράγραφοι 7, 10,. 13 και 16 της Έκθεσης Απαίτησης).

 

Δεύτερο, ότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον εφεσίβλητο για τη χρήση του λογαριασμού και ότι δεν ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα θα έπρεπε να είχαν γίνει δεκτές από την εφεσείουσα.  [*1865]Δεν έγιναν όμως και επειδή δεν μπορούσε να αποδείξει ότι όντως διακινούσε παρανόμως χρήματα από παράνομα στοιχήματα, η εφεσείουσα δικαιολόγησε την απόλυση του στη βάση δύο άλλων λόγων, ήτοι, της ανώμαλης λειτουργίας του λογαριασμού χωρίς δέουσα εξουσιοδότηση και ενασχόλησης του με δεύτερη εργασία.  Το Δικαστήριο εν άλλοις λόγοις απέρριψε την εκδοχή που πρόβαλαν διά ζώσης στη μαρτυρία τους οι μάρτυρες της εφεσείουσας και όπως η εκδοχή αυτή τέθηκε στην επιστολή απόλυσης.

 

Τρίτο, η προταθείσα διά της έκθεσης υπεράσπισης εκδοχή των γεγονότων ήταν ότι η εργοδότηση του εφεσίβλητου τερματίστηκε λόγω του ότι οι ενέργειες του ήσαν αντίθετες με τους όρους 3 και 4 της Σύμβασης Εργοδότησης – «General Rules of Staff» και του Άρθρου 7(1)(στ)(η) και (θ) του Κώδικα Υπηρεσίας της Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, (δέστε και παρ. 5 της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης).

 

Όμως η έναρξη της όλης υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου έγινε με την επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 6.10.2003, Τεκμ. 3, με την οποία κλήθηκε με βάση το Άρθρο 10(1) του Κώδικα Υπηρεσίας να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις του «ως προς τη χρήση του λογαριασμού σας για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων». Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε τέτοια χρήση. Η θέση του ήταν ότι τα ποσά που διακινήθηκαν μέσω του λογαριασμού του «αφορούσαν νόμιμες πράξεις δύο νομίμων και αδειούχων αντιπροσώπων στοιχημάτων».

 

Η πράξη απόλυσης όμως, ημερ. 24.11.2003, Τεκμήριο 5, βασίστηκε αλλού: ότι η ίδια η «…. διακίνηση μεγάλων ποσών στην Τράπεζα για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων αποτελούν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα βάσει της σύμβασης και των γενικών όρων εργοδότησης σας (όροι 3 και 4) και του Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας (Άρθρα 7(1), (στ), (η) και (θ) ….». Τα οποία όμως δεν έχουν καμιά σχέση με «παράνομα» στοιχήματα. Αναδρομή στα σχετικά πρωτοδίκως κατατεθέντα Τεκμήρια 6 και 13 που είναι οι Γενικοί Όροι και ο Κώδικας Υπηρεσίας, αντίστοιχα, επιβεβαιώνει το αναφερθέν. Εκείνο που ιδιαιτέρως ενδιαφέρει εδώ είναι η παρ. (η) του Άρθρου 7 – Πειθαρχικά Παραπτώματα – που επί λέξει ταξινομεί το εξής ως πειθαρχικό παράπτωμα: «Η υπέρβασις ή ανώμαλος λειτουργία του παρά τη Τραπέζη λογαριασμού του υπαλλήλου άνευ της δέουσας εξουσιοδοτήσεως.»

 

Στη μαρτυρία τους οι δύο μάρτυρες της εφεσείουσας έθεσαν τα πράγματα διαφορετικά.  Τόνισαν, ιδιαιτέρως, ο Σιαρπέλ Μάρκου, Μ.Υ. 2, ότι ο εφεσίβλητος του είχε δηλώσει σε συνάντηση που εί[*1866]χαν ότι η κίνηση στο λογαριασμό του προερχόταν από παράνομα στοιχήματα και ότι αυτό το έπραττε με αμοιβή, προμήθεια, 12-15% (σελ. 65, 68 και 70 των πρακτικών και Τεκμ. 20). Στην πορεία της αντεξέτασης, όμως, άλλαξε τη θέση του προωθώντας την εκδοχή ότι αφενός δεν ενέπιπτε στα καθήκοντα της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου, στην οποία υπηρετούσε την ουσιώδη περίοδο, η καταγγελία στην αστυνομία εφόσον, ως του υπεδείχθη κατά την αντεξέταση, τα παράνομα στοιχήματα, ήταν ποινικό αδίκημα, (σελ. 68 των πρακτικών), αλλά ούτε «….. ανελύσαμε το θέμα τι εστί παράνομα στοιχήματα ούτε και μπήκαμε σ’ αυτή τη λεπτομέρεια επειδή δεν ήταν το θέμα μας. Το θέμα μας ήταν η κίνηση η υπερβολική στο λογαριασμό. Αυτό μας ενδιέφερε.», (σελ. 71 των πρακτικών). Και στη σελ. 72, εντελώς αντίθετα με την αρχική του θέση ότι ο εφεσίβλητος δήλωσε ευθέως και στον ίδιο ότι ασχολείτο επί προμηθεία με παράνομα στοιχήματα, κατέθεσε ότι, «Είναι δήλωση των συναδέλφων ότι τα λεφτά που μπήκαν στο λογαριασμό του ήταν προϊόν παρανόμων στοιχημάτων και επαναλαμβάνω ότι δεν ήταν δουλειά μου να διερευνήσω εάν είναι παράνομο στοίχημα ή δεν είναι παράνομο.». Και, περαιτέρω, σε πλήρη και ευθεία αντίθεση με το Τεκμήριο 3, με το οποίο ο εφεσίβλητος κλήθηκε να απαντήσει για παράνομα στοιχήματα, ο μάρτυρας στη σελ. 75 είπε:  «Δεν παραπέμφθηκε στην πειθαρχική για το παράνομο στοίχημα προς Θεού.».

 

Να σημειωθεί περαιτέρω ότι ο μάρτυς δεν ήταν καθόλου σαφής ως προς το ποιος σύνταξε το Τεκμήριο 20, εσωτερικό σημείωμα προς τον Δ. Ηλιοδώρου, Γενικό Διευθυντή, το οποίο αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος τους δήλωσε ότι ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα, λέγοντας ότι μπορεί και να το σύνταξε ο ίδιος, ενώ φέρει την υπογραφή του Μ. Χριστοφορίδη, Γενικού Επιθεωρητή του Συγκροτήματος, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν κλήθηκε από την εφεσείουσα τράπεζα ως μάρτυρας.

 

Είναι λοιπόν όλη την πιο πάνω μαρτυρία που απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι αντί η εφεσείουσα να καταγγείλει τον εφεσίβλητο στην αστυνομία, τον απέλυσε για λόγους άλλους από αυτόν που του καταλόγισαν αρχικά με το Τεκμήριο 3, και χωρίς να «αντιμετωπίζει τέτοια πειθαρχικά παραπτώματα και χωρίς να κληθεί να απολογηθεί σ’ αυτά.»

 

Επομένως, υπό τύπο σύνοψης, το Δικαστήριο στο πιο πάνω απόσπασμα απεφάσισε τα ακόλουθα: (i) η απόλυση ήταν προαποφασισμένη με την επιβολή μάλιστα της εσχάτης των ποινών, (ii) η απόλυση έφερε ως δικαιολογία άλλους λόγους από αυτόν για τον οποίο κλήθηκε σε απολογία, (iii) ενώ του ζητήθηκε να τοποθετηθεί [*1867]ως προς τα παράνομα στοιχήματα απελύθη για υπέρβαση και ενασχόληση με άλλη εργασία, (iv) απελύθη διότι δεν ήταν συνεργάσιμος με την πειθαρχική επιτροπή, δεν έδειξε μεταμέλεια και ήταν ειρωνικός, (σελ. 59 και 60 των πρακτικών από την αντεξέταση του Ηλιοδώρου Ηλιοδώρου, Μ.Υ. 1).

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι σχετικοί λόγοι έφεσης ότι δεν αξιολογήθηκε η μαρτυρία της εφεσείουσας και ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι κακώς απελύθη ο εφεσίβλητος, που είναι και η ουσία της όλης έφεσης, δεν ευσταθούν. Είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε επαρκώς τη μαρτυρία της εφεσείουσας τράπεζας, εντόπισε τις αδυναμίες της μαρτυρίας αυτής και τις ανέδειξε με το δικό του τρόπο στο εκτεταμένο μέρος του σκεπτικού που παρατέθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης. Το αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του αρμοδίου οργάνου της εφεσείουσας ήταν διαφορετικό από αυτό που αρχικά καταλογίσθηκε στον εφεσίβλητο, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου δεν παρουσιάστηκαν τα πρακτικά της Πειθαρχικής Επιτροπής, ούτε και απευθύνθηκε οποιοδήποτε πειθαρχικό κατηγορητήριο στον εφεσίβλητο. Να σημειωθεί δε περαιτέρω ότι η επιστολή Τεκμήριο 5 με την οποία ο εφεσίβλητος απολύθηκε, από την οποία και απουσιάζει πλέον το αρχικώς διαπιστωθέν επιλήψιμο του παρανόμου των στοιχημάτων, εμπεριέχει ουσιαστικά την ποινή χωρίς να φαίνεται η προηγούμενη απόφαση περί ενοχής ως αποτέλεσμα κάποιας ιδιαίτερης ακροαματικής διαδικασίας. Παρουσιάζεται δηλαδή να ακολουθήθηκε μια πλημμελής διαδικασία κατά την οποία η ποινή της απόλυσης επεβλήθη χωρίς να προηγηθεί κρίση περί της ενοχής του εφεσιβλήτου, και χωρίς σαφή διαχωρισμό των δύο σταδίων, ενοχής και επιβολής ποινής.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θα απέρριπτα την έφεση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία. Διατάσσεται επανεκδίκαση.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο