L' Union National (Tourist & Sea Resorts) Limited ν. Γιώργου Χουλιώτη (2015) 1 ΑΑΔ 1874

ECLI:CY:AD:2015:A589

(2015) 1 ΑΑΔ 1874

[*1874]10 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

L’ UNION NATIONAL (TOURIST & SEA RESORTS) LIMITED,

 

Εφεσείοντες - Καθ’ ων η Αίτηση,

 

ν.

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΟΥΛΙΩΤΗ,

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 176/2010)

 

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Το διευθυντικό δικαίωμα ― Κατά πόσον οι εφεσείοντες, δυνάμει της σύμβασης εργασίας που συνήψαν με τον αιτητή και του διευθυντικού τους δικαιώματος, είχαν το δικαίωμα μονομερώς να ζητήσουν από τον εφεσίβλητο να αλλάξει τα καθήκοντα που εκτελούσε, μετακινώντας τον από τη μια θέση στην άλλη ― Δόθηκε αρνητική  απάντηση από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση η απόφαση για παράνομη απόλυση και επιδίκαση αποζημιώσεων.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Εντολές εργοδότη ― Ο εργοδοτούμενος έχει καθήκον να συμμορφώνεται με τις εντολές του εργοδότη του, και σε περίπτωση που αρνείται να υπακούσει, τότε αυτό ισοδυναμεί με άρνηση να εφαρμόσει τους όρους της σύμβασης εργοδότησής του και ο εργοδότης έχει δικαίωμα να τον απολύσει, χωρίς προειδοποίηση ― Το καθήκον αυτό όμως, περιορίζεται σε υπακοή νόμιμων και λογικών οδηγιών του εργοδότη.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Εντολές εργοδότη ― Πέραν του ότι απαιτείται όπως η εντολή του εργοδότη είναι εντός του συμβατικού πλαισίου, νόμιμη και λογική, η άρνηση του εργοδοτούμενου πρέπει να είναι ηθελημένη ή εσκεμμένη, να γίνεται με πλήρη επίγνωση ότι αυτή η συμπεριφορά του θα οδηγήσει σε απόλυση και να του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή ― Η νομιμότητα της απόλυσης εξαρτάται από το κατά πόσο ο εργοδότης εφάρμοσε ορθά την αρχή της λογικότητας, δίδοντας την επίδικη εντολή.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Όροι εργοδότησης ― Η οποιαδήπο[*1875]τε αλλαγή στους όρους εργοδότησης του εργοδοτουμένου δεν μπορεί να γίνεται αυθαίρετα ― Ο εργοδότης πρέπει να καταδείξει ότι η αλλαγή αυτή έγινε για εύλογη αιτία η οποία πρέπει να υποστηρίζεται από στοιχεία ― Το Δικαστήριο οφείλει να σταθμίζει το συμφέρον του εργοδότη να προβεί στην αλλαγή και του εργοδοτούμενου, να μην την αποδεχτεί.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Όροι εργοδότησης ― Για να δίδεται δυνατότητα, αλλαγής καθηκόντων ως εισηγούνταν οι εφεσείοντες, θα έπρεπε να περιλαμβάνεται ρητός όρος στη σύμβαση που να επιτρέπει στους εργοδότες να μεταθέτουν τον εργοδοτούμενο σε διαφορετικά τμήματα, με διαφορετικής φύσης καθήκοντα.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχόλησης ― Άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (Ν. 24/67) ― Ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτούμενου τεκμαίρεται ότι έγινε αδικαιολόγητα, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι αυτός έγινε για ένα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο Άρθρο 5 του Νόμου.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Έφεση ― Η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση μόνο για νομικά σημεία ― Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του «νομικού σημείου» ― Τι περιλαμβάνει η έννοια με βάση τη νομολογία.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, με την οποία κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες – καθ’ ων η αίτηση τερμάτισαν παράνομα την απασχόληση του εφεσίβλητου – αιτητή και καταδικάστηκαν να του καταβάλουν ποσό των €38.347,42 ως αποζημίωση για παράνομη απόλυση, ποσό των €10.225,98 ως αποζημίωση αντί νενομισμένης προειδοποίησης, και, ποσό των €4.416,73 ως υπόλοιπο δεδουλευμένων, με νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες και διαχειριστές του ξενοδοχείου «Le Meridien Spa and Resort».

 

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος έχει πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων με εξειδίκευση στη Λογιστική, προσελήφθη στην υπηρεσία των εφεσειόντων στις 15.11.1990 και εργάστηκε ως Παραλήπτης/Αποθηκάριος Α΄(Receiver/Store Keeper A’) μέχρι και την 31.10.1991. Στις 15.11.1990 δόθηκε στον εφεσίβλητο επιστολή πρόσληψης την οποία υπέγραψε ο ίδιος και στην οποία γινόταν αναφορά στη θέση εργασίας του στο ξενοδοχείο, στην ημερομηνία έναρξης της εργοδότησής του, [*1876]στις αποδοχές του και στους όρους εργασίας που θα εφαρμόζονταν στην απασχόλησή του.

 

Την 1.11.1991 ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε από τους εφεσείοντες στο ξενοδοχείο ως Λογιστής Α΄(Accountant A’). Κατά την πιο πάνω ημερομηνία δόθηκε στον εφεσίβλητο επιστολή πρόσληψης, με την οποία οι εφεσείοντες γνωστοποιούσαν την ημερομηνία έναρξης της εργοδότησής του στο ξενοδοχείο στη θέση του Λογιστή Α΄, τις απολαβές του και τους όρους απασχόλησής του.

 

Ο εφεσίβλητος παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι και την 1.2.1993, ημερομηνία κατά την οποία ανέλαβε καθήκοντα Εσωτερικού Ελεγκτή του ξενοδοχείου (Internal Auditor). Προς τούτο κατατέθηκε το Τεκμ. 5, όπου αναφέρονται τα καθήκοντα της θέσης που ανέλαβε.

 

Την 1.5.2004, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ο εφεσίβλητος μετατέθηκε στο Τμήμα Αγορών ως Διευθυντής Αγορών (Purchasing Manager). Τα καθήκοντα της νέας θέσης που ανέλαβε  καταγράφηκαν επίσης σε έγγραφο (Τεκμ. 16).

 

Την 30.8.2007 οι εφεσείοντες επέδωσαν στον εφεσίβλητο γραπτή επιστολή, με την οποία του κοινοποιούσαν την απόφασή τους για μετάθεσή του στο Τμήμα του Λογιστηρίου και διορισμό του στη θέση του Accounts Logistics Manager, προβάλλοντας ως λόγο για την πιο πάνω απόφασή τους τη μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του ως Διευθυντή Αγορών και προειδοποιούσαν τον αιτητή ότι, σε περίπτωση μη αποδοχής της εν λόγω μετακίνησης, θα θεωρούσαν την άρνησή του ως πρόθεση διακοπής της εργοδότησής του στο ξενοδοχείο.

 

Ο εφεσίβλητος με επιστολή του ημερομηνίας 5.9.2007, απορρίπτοντας τους λόγους που οι εφεσείοντες επικαλούντο για την μετακίνησή του, σημείωσε ότι δεν αποδεχόταν τη νέα θέση γιατί τα καθήκοντα της νέας θέσης (α) είναι εντελώς διαφορετικά από τα καθήκοντα της θέσης που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και από αυτά της θέσης του εσωτερικού ελεγκτή που κατείχε προηγουμένως και (β) προϋπόθεταν γνώσεις και προσόντα τα οποία δεν είχε και δεν μπορούσε να τα αποκτήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, τονίζοντας όμως ότι δεν είχε καμία πρόθεση να διακόψει την εργοδότησή του στο ξενοδοχείο.

 

Στις 14.9.2007, οι εφεσείοντες με επιστολή τους τερμάτισαν άμεσα τις υπηρεσίες του εφεσίβλητου στο ξενοδοχείο, λόγω της άρνησής του να αποδεχθεί τη μετακίνησή του στη θέση του Accounts Logistics Manager.

[*1877]Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ως αναντίλεκτα τα πιο κάτω γεγονότα:

 

1.  Οι ώρες εργασίες και οι απολαβές που προβλέπονται για τη θέση του Accounts Logistics Manager ήταν οι ίδιες με αυτές της θέσης του Διευθυντή Αγορών και ιεραρχικά οι δύο θέσεις βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο.

 

2.  Παρόλο που στις επιστολές που δόθηκαν στον εφεσίβλητο αναφορικά με τους όρους εργοδότησής του, γινόταν αναφορά σε εσωτερικούς κανονισμούς του ξενοδοχείου, οι εφεσείοντες δεν είχαν εκδώσει εσωτερικούς κανονισμούς που να διέπουν τη λειτουργία της επιχείρησης του ξενοδοχείου και τις εργασιακές σχέσεις σ’ αυτό.

 

3.  Η εργοδότηση του εφεσείοντα, καθόλη τη διάρκειά της, διέπετο και από τους εκάστοτε σε ισχύ όρους της συλλογικής σύμβασης μεταξύ του Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων, της Ένωσης Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων Κύπρου και των Συντεχνιών. Προς τούτο κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντίγραφο της σχετικής συλλογικής σύμβασης για τους όρους εργασίας και τις μισθολογικές κλίμακες, η οποία ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση, χρόνο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την αξιολόγηση στην οποία προέβη, απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντά του ως Διευθυντής Αγορών και ότι επιδείκνυε προβληματική συμπεριφορά, την αναγκαιότητα της πλήρωσης της θέσης Account Logistics Manager κατά την επίδικη περίοδο, το ότι οι εφεσείοντες ήταν πρόθυμοι να τον εκπαιδεύσουν στο χειρισμό των λογισμικών προγραμμάτων τα οποία σχετίζονταν με την εκτέλεση των καθηκόντων του στη νέα θέση και τα οποία δεν γνώριζε, καθώς και τον ισχυρισμό τους ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε το χειρισμό των περισσότερων λογισμικών προγραμμάτων για σκοπούς διεκπεραίωσης των καθηκόντων του στη νέα θέση.

 

Αξιολογώντας περαιτέρω το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η μετάθεση του εφεσίβλητου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδοτμηματική και, επίσης, «ότι με τη συμφωνία των διαδίκων μερών για την τοποθέτηση του Αιτητή στο Τμήμα των Αγορών στη θέση του Διευθυντή Αγορών επήλθε ένας νέος συμβατικός καθορισμός μεταξύ των διαδίκων μερών για τη θέση και τα εργασιακά καθήκοντα του Αιτητή και ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως εργοδοτούμενος Λογιστής στο Τμήμα του Λογιστηρίου.»

[*1878]Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είχαν το ανάλογο βάρος, απέδειξαν ότι δικαιολογημένα απέλυσαν τον εφεσίβλητο λόγω της διαγωγής του εντός των προνοιών του Άρθρου 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (Ν. 24/67).

 

Κατέληξε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν με βάση τη σύμβαση εργασίας που συνήψαν με τον Αιτητή το διευθυντικό δικαίωμα να μετακινήσουν τον Αιτητή σε άλλη θέση από αυτή που συμφώνησε ο Αιτητής σε προγενέστερο στάδιο με αυτούς και να του τροποποιήσουν εξ ολοκλήρου τα καθήκοντα που εκτελούσε και κατά συνέπεια δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα να δώσουν την εντολή μετάθεσης του Αιτητή από τη θέση του Διευθυντή Αγορών στη θέση του Accounts Logistics Manager. Περαιτέρω ότι απέτυχαν να αποδείξουν σε περίπτωση που είχαν αυτό το δικαίωμα, ότι το εξάσκησαν εύλογα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και συνακόλουθα απέτυχαν να αποδείξουν ότι η εντολή που έδωσαν στον αιτητή δικαιολογείτο αντικειμενικά υπό τις περιστάσεις και ότι ήταν εύλογη.

 

Συνακόλουθα προέβη σε κατάληξη ότι οι εφεσείοντες – καθ’ ων η αίτηση, δεν τερμάτισαν νόμιμα και δικαιολογημένα την εργοδότηση του Αιτητή εντός των πλαισίων του Άρθρου 5 του Νόμου και ως εκ τούτου υποχρεούνταν όπως καταβάλουν αποζημιώσεις στον Αιτητή σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου.

 

Όλα τα πιο πάνω ευρήματα αμφισβητήθηκαν ως εσφαλμένα με την έφεση στην οποία αποτέλεσε και περαιτέρω εισήγηση, η θέση των εφεσειόντων πως δεν συναγόταν από την προσκομισθείσα μαρτυρία, ούτε υποστηρίζεται από τη νομολογία το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ότι δεν είχαν το δικαίωμα με βάση τη σύμβαση εργασίας που υπέγραψαν με τον εφεσίβλητο να τον μετακινήσουν στη θέση του Accounts Logistics Manager.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Με βάση το Άρθρο 11 Α του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999, Ν. 110(Ι)/99, η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση μόνο για νομικά σημεία.

 

2.  Με τους εγειρόμενους λόγους έφεσης ουσιαστικά αμφισβητούνταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση ότι αυτά δεν συνήδαν με την ενώπιόν του μαρτυρία ή ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου επί των γεγονότων δεν μπορούσε εύλογα να [*1879]υποστηριχθεί ή ότι το Δικαστήριο δε συνεκτίμησε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα.

 

3.  Ο σχετικός λόγος έφεσης εξετάστηκε υπό το φως των νομικών αρχών που διέπουν το θέμα.

 

4.  Σύμφωνα με το Άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (Ν.24/67), ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτούμενου τεκμαίρεται ότι έγινε αδικαιολόγητα, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι αυτός έγινε για ένα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο Άρθρο 5 του Νόμου. Στη προκείμενη περίπτωση, αυτό που ενδιαφέρει είναι οι πρόνοιες των παραγράφων (ε) και (στ) του Άρθρου 5 του Νόμου, αναφορικά με την περίπτωση τερματισμού απασχόλησης χωρίς δικαίωμα σε αποζημίωση.

 

5.  Σε περιπτώσεις απόλυσης εργοδοτουμένου για ισχυριζόμενη εσκεμμένη ανυπακοή εντολής εργοδότη, όπως η παρούσα, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο η εντολή ήταν νόμιμη και εύλογη, αφού λάβει υπόψη κατά πόσο η εν λόγω εντολή ήταν εντός των συμβατικών πλαισίων της σύμβασης εργασίας και κατά πόσο αυτή ήταν λογικό να εκδοθεί υπό τις περιστάσεις και να απαιτείται από τον εργοδότη η συμμόρφωση με αυτή.

 

6.  Επίσης εξετάζει κατά πόσο ο εργοδοτούμενος είχε βάσιμους λόγους να αρνηθεί να συμμορφωθεί με την εντολή του εργοδότη.

 

7.  Αποτελεί εξυπακουόμενο όρο της σύμβασης εργασίας ότι η κάθε πλευρά δεν πρέπει να ενεργεί με τρόπο που θα βλάψει το κλίμα της μεταξύ τους αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης (mutual trust and confidence).

 

8.  Κατά συνέπεια, η δυνατότητα που έχει ο εργοδότης δυνάμει των όρων που προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και εμπιστοσύνης που διέπουν τέτοιες συμβάσεις.

 

9.  Η οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους εργοδότησης του εργοδοτούμενου δεν μπορεί να γίνεται αυθαίρετα.

 

10. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ο εργοδότης πρέπει να καταδείξει ότι η αλλαγή αυτή έγινε για εύλογη αιτία η οποία πρέπει να υποστηρίζεται από στοιχεία. Το Δικαστήριο οφείλει να σταθμίζει [*1880]το συμφέρον του εργοδότη να προβεί στην αλλαγή και του εργοδοτούμενου να μην την αποδεχτεί.

 

11. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέτασε ως πρώτο θέμα κατά πόσον οι εφεσείοντες, δυνάμει της σύμβασης εργασίας που συνήψαν με τον αιτητή και του διευθυντικού τους δικαιώματος, είχαν το δικαίωμα μονομερώς να ζητήσουν από τον εφεσίβλητο να αλλάξει τα καθήκοντα που εκτελούσε, μετακινώντας τον από τη μια θέση στην άλλη.

 

12. Δε διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου έτσι ώστε να απαιτείτο η παρέμβαση του Εφετείου. Σε κάθε θέση που διορίζετο ή μετατίθετο ο εφεσίβλητος του δίδονταν λεπτομερώς τα καθήκοντα που είχε στη συγκεκριμένη θέση εργασίας.

 

13. Το γεγονός ότι δίδεται και το δικαίωμα στους εργοδότες να του αναθέσουν επιπρόσθετα καθήκοντα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί ότι αυτά θα μπορούσαν να ήταν οποιασδήποτε φύσης, διαφορετικά δε θα απαιτείτο ο προσδιορισμός της θέσης και η λεπτομερής καταγραφή των καθηκόντων, τα οποία, σημειώνεται βέβαια, ότι δεν ήταν πανομοιότυπα για την κάθε θέση εργασίας.

 

14. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να δίδεται τέτοια δυνατότητα, ως εισηγούνται οι εφεσείοντες, θα έπρεπε να περιλαμβάνεται ρητός όρος στη σύμβαση που να επιτρέπει στους εργοδότες να μεταθέτουν τον εργοδοτούμενο σε διαφορετικά τμήματα, με διαφορετικής φύσης καθήκοντα. Τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει σε καμία από τις συμβάσεις που διέπουν τις σχέσεις των διαδίκων.

 

15. Περαιτέρω, η σχέση μεταξύ των διαδίκων, όπως είναι παραδεκτό, διέπετο και από τη συλλογική σύμβαση, η οποία ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο (Τεκμ. 17), στην οποία γινόταν λόγος για «Εναλλαξιμότητα θέσεων». Ο όρος αυτός, όπως ορθά κατέληξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δε δίδει το δικαίωμα στην εργοδοτική πλευρά να εναλλάσσει τις θέσεις εργασίας του προσωπικού μονομερώς και αναφέρεται σε εναλλαξιμότητα προσωπικού στο ίδιο τμήμα.

 

16. Το γεγονός ότι έγιναν προηγουμένως άλλες μετακινήσεις του εφεσίβλητου, δε διαφοροποιεί την κατάσταση, έχοντας υπόψη ότι ο ίδιος είχε δώσει τη συγκατάθεσή του. Η συγκατάθεση αυτή σε προγενέστερες μετακινήσεις δεν μπορεί ασφαλώς να θεμελιώσει δικαίωμα των εφεσειόντων να μεταθέτουν τον εφεσίβλητο σε διάφορες θέσεις, εκτός βέβαια και αν αυτές είναι ενδοτμηματικές και συναφείς με τα καθήκοντά του.

[*1881]17.  Έστω και αν υπήρξε παράλειψη αντεξέτασης των μαρτύρων των εφεσειόντων επί του σημείου κατά πόσον οι δύο θέσεις υπάγονταν στο ίδιο τμήμα, η παράλειψη αυτή δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι οι δύο θέσεις υπάγονται στο ίδιο τμήμα, σε αντίθεση με τα διαλαμβανόμενα στα Τεκμ. 5, 16 και 10.

 

18. Αναφορικά με το λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει τους παράγοντες και τις αρχές που διέπουν την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα, στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε να μην αποδεχθεί τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντά του ως Διευθυντής Αγορών και ότι επεδείκνυε προβληματική συμπεριφορά στη θέση αυτή, ή ότι υπήρχε αναγκαιότητα πλήρωσης της θέσης του Accounts Logistics Manager, κατά την επίδικη περίοδο.

 

19. Στην υπό κρίση υπόθεση με τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου με σαφήνεια και λεπτομέρειες όλες τις συνθήκες που περιβάλλουν την εκτέλεση από τον Αιτητή των καθηκόντων του ως Διευθυντή Αγορών με αποτέλεσμα να μην αποδειχτεί η θέση τους ότι ο Αιτητής δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντα του και το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να εξετάσει κατά πόσο η κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά του Αιτητή αντικειμενικά δικαιολογούσε την απόφαση μετάθεσης του.

 

20. Το παράπονο των εφεσειόντων ότι, ενώ η μαρτυρία που προσέφεραν ως προς τους λόγους που αποφασίστηκε η μετακίνηση του εφεσιβλήτου στη νέα θέση δεν αμφισβητήθηκαν, το Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα ευρήματα, δεν ευσταθούσε.

 

21. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσείοντες τόσο ως προς την ανάγκη δημιουργίας της νέας θέσης, όσο και ως προς την μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του εφεσίβλητου στη θέση Διευθυντή Αγορών, χαρακτηριζόταν από γενικότητα και αοριστία.

 

22. Οι εφεσείοντες είχαν το βάρος να αποδείξουν τόσο την αναγκαιότητα πλήρωσης της θέσης του Accounts Logistics Manager, όσο και τον ισχυρισμό τους ότι, λόγω της μη ικανοποιητικής εκτέλεσης των καθηκόντων του στη προηγούμενη θέση, του προτάθηκε η νέα θέση. Οι θέσεις των μαρτύρων των εφεσειόντων καταγράφονται [*1882]με λεπτομέρεια στην απόφαση και αξιολογούνται.

 

23. Το Δικαστήριο δεν κατάληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς το κατά πόσο οι εφεσείοντες άσκησαν το διευθυντικό τους δικαίωμα μέσα στα όρια της καλής πίστης. Επίσης, συνεκτίμησε όλους τους παράγοντες και τις αρχές που διέπουν την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος και  κατάληξε στα ορθά συμπεράσματα.

 

Η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης παρήλκε.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Παπαχριστοδούλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 625,

 

Κυριακίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 26,

 

Constantinidou v. F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd (1980) 1 C.L.R. 302,

 

Union of Construction Allied Trades and Technicians v. Brian [1980] Ι.R.L.R. 357,

 

Catamaran Cruises Ltd v. Williams [1994] I.R.L.R. 386,

 

Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 603.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Δικαστής), (Αίτηση Αρ. 813/2007), ημερομ. 29/4/2010.

 

Ο. Λάμπρου (κα) για Μ. Μουαϊμη, για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Πασιαρδής για Ζ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η έφεση αφορά απόφαση του Δικαστηρίου [*1883]Εργατικών Διαφορών, με την οποία κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες – καθ’ ων η αίτηση τερμάτισαν παράνομα την απασχόληση του εφεσίβλητου – αιτητή και καταδικάστηκαν να του καταβάλουν (α) το ποσό των €38.347,42 ως αποζημίωση για παράνομη απόλυση, (β) το ποσό των €10.225,98 ως αποζημίωση αντί νενομισμένης προειδοποίησης, και, (γ) το ποσό των €4.416,73 ως υπόλοιπο δεδουλευμένων, με νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

Συνοψίζουμε τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και καταγράφονται στην αρχή της απόφασής του.

 

Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες και διαχειριστές του ξενοδοχείου «Le Meridien Spa and Resort» και ο εφεσίβλητος, ο οποίος έχει πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων με εξειδίκευση στη Λογιστική προσελήφθη στην υπηρεσία των εφεσειόντων στις 15.11.1990 και εργάστηκε ως Παραλήπτης/Αποθηκάριος Α΄(Receiver/Store Keeper A’) μέχρι και την 31.10.1991. Στις 15.11.1990 δόθηκε στον εφεσίβλητο επιστολή πρόσληψης (Τεκμ. 1) την οποία υπέγραψε ο ίδιος και στην οποία γινόταν αναφορά στη θέση εργασίας του στο ξενοδοχείο, στην ημερομηνία έναρξης της εργοδότησής του, στις αποδοχές του και στους όρους εργασίας που θα εφαρμόζονταν στην απασχόλησή του.

 

Την 1.11.1991 ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε από τους εφεσείοντες στο ξενοδοχείο ως Λογιστής Α΄(Accountant A’). Κατά την πιο πάνω ημερομηνία δόθηκε στον εφεσίβλητο επιστολή πρόσληψης (Τεκμ. 4), με την οποία οι εφεσείοντες γνωστοποιούσαν την ημερομηνία έναρξης της εργοδότησής του στο ξενοδοχείο στη θέση του Λογιστή Α΄, τις απολαβές του και τους όρους απασχόλησής του.

 

Ο εφεσίβλητος παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι και την 1.2.1993, ημερομηνία κατά την οποία ανέλαβε καθήκοντα Εσωτερικού Ελεγκτή του ξενοδοχείου (Internal Auditor). Προς τούτο κατατέθηκε το Τεκμ. 5, όπου αναφέρονται τα καθήκοντα της θέσης που ανέλαβε.

 

Την 1.5.2004, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ο εφεσίβλητος μετατέθηκε στο Τμήμα Αγορών ως Διευθυντής Αγορών (Purchasing Manager). Τα καθήκοντα της νέας θέσης που ανέλαβε είναι καταγραμμένα σε έγγραφο (Τεκμ. 16).

 

Την 30.8.2007 οι εφεσείοντες επέδωσαν στον εφεσίβλητο γραπτή επιστολή (Τεκμ. 10), με την οποία του κοινοποιούσαν την απόφασή τους για μετάθεσή του στο Τμήμα του Λογιστηρίου και [*1884]διορισμό του στη θέση του Accounts Logistics Manager, προβάλλοντας ως λόγο για την πιο πάνω απόφασή τους τη μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του ως Διευθυντή Αγορών και προειδοποιούσαν τον αιτητή ότι, σε περίπτωση μη αποδοχής της εν λόγω μετακίνησης, θα θεωρούσαν την άρνησή του ως πρόθεση διακοπής της εργοδότησής του στο ξενοδοχείο.

 

Ο εφεσίβλητος με επιστολή του ημερομηνίας 5.9.2007, απορρίπτοντας τους λόγους που οι εφεσείοντες επικαλούντο για την μετακίνησή του, σημείωσε ότι δεν αποδεχόταν τη νέα θέση γιατί τα καθήκοντα της νέας θέσης (α) είναι εντελώς διαφορετικά από τα καθήκοντα της θέσης που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και από αυτά της θέσης του εσωτερικού ελεγκτή που κατείχε προηγουμένως και (β) προϋπόθεταν γνώσεις και προσόντα τα οποία δεν είχε και δεν μπορούσε να τα αποκτήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, τονίζοντας όμως ότι δεν είχε καμία πρόθεση να διακόψει την εργοδότησή του στο ξενοδοχείο.

 

Στις 14.9.2007, οι εφεσείοντες με επιστολή τους τερμάτισαν άμεσα τις υπηρεσίες του εφεσίβλητου στο ξενοδοχείο, λόγω της άρνησής του να αποδεχθεί τη μετακίνησή του στη θέση του Accounts Logistics Manager.

 

Πέραν των πιο πάνω παραδεκτών γεγονότων, το Δικαστήριο κατέγραψε γεγονότα, τα οποία προκύπτουν ως αναντίλεκτα, τα οποία συνοψίζουμε ως ακολούθως:

 

Οι ώρες εργασίες και οι απολαβές που προβλέπονται για τη θέση του Accounts Logistics Manager είναι οι ίδιες με αυτές της θέσης του Διευθυντή Αγορών και ιεραρχικά οι δύο θέσεις βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο.

 

Παρόλο που στις επιστολές που δόθηκαν στον εφεσίβλητο αναφορικά με τους όρους εργοδότησής του, γινόταν αναφορά σε εσωτερικούς κανονισμούς του ξενοδοχείου, οι εφεσείοντες δεν είχαν εκδώσει εσωτερικούς κανονισμούς που να διέπουν τη λειτουργία της επιχείρησης του ξενοδοχείου και τις εργασιακές σχέσεις σ’ αυτό.

 

Η εργοδότηση του εφεσείοντα, καθόλη τη διάρκειά της, διέπετο και από τους εκάστοτε σε ισχύ όρους της συλλογικής σύμβασης μεταξύ του Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων (ΠΑΣΥΞΕ), της Ένωσης Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων Κύπρου (ΕΞΕΚ – ΣΤΕΚ) και των Συντεχνιών ΟΥΞΕΒ –ΣΕΚ και ΣΥΞΚΑ – ΠΕΟ. Προς [*1885]τούτο κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντίγραφο της σχετικής συλλογικής σύμβασης για τους όρους εργασίας και τις μισθολογικές κλίμακες, η οποία ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση χρόνο.

 

Ήταν η θέση του εφεσίβλητου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες τερμάτισαν παράνομα την απασχόλησή του, και προς τούτο αξίωσε αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό και πληρωμή, αντί προειδοποίησης, αυξημένης κατά 50%, ως προνοείται στη σύμβαση εργοδότησής του, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Από την άλλη, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι νόμιμα απέλυσαν τον εφεσίβλητο, καθότι η άρνησή του να μετατεθεί στη θέση που του προσφέρθηκε συνιστούσε άρνηση εκτέλεσης νόμιμης και εύλογης εντολής των εργοδοτών του και διαγωγή η οποία καθιστούσε σαφές ότι η σχέση εργοδότη εργοδούμενου δεν μπορούσε να συνεχιστεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε και αξιολόγησε τη μαρτυρία των Κ. Γαλαταριώτη και Β. Λαζαρίδη, οι οποίοι κατέθεσαν εκ μέρους των εφεσειόντων, καθώς και του εφεσίβλητου, ως του μόνου μάρτυρα που κατέθεσε από τη δική του πλευρά. Με βάση την αξιολόγηση στην οποία προέβη, απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντά του ως Διευθυντής Αγορών και ότι επιδείκνυε προβληματική συμπεριφορά, την αναγκαιότητα της πλήρωσης της θέσης Account Logistics Manager κατά την επίδικη περίοδο, το ότι οι εφεσείοντες ήταν πρόθυμοι να τον εκπαιδεύσουν στο χειρισμό των λογισμικών προγραμμάτων τα οποία σχετίζονταν με την εκτέλεση των καθηκόντων του στη νέα θέση και τα οποία δεν γνώριζε, καθώς και τον ισχυρισμό τους ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε το χειρισμό των περισσότερων λογισμικών προγραμμάτων για σκοπούς διεκπεραίωσης των καθηκόντων του στη νέα θέση.

 

Περαιτέρω, με βάση την αξιολόγηση, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι προτού παρθεί η απόφαση για μετάθεση του εφεσίβλητου και πριν του δοθεί η εντολή για μετακίνησή του, προηγήθηκαν συναντήσεις μεταξύ της διεύθυνσης των εφεσειόντων και του εφεσιβλήτου.

 

Αξιολογώντας περαιτέρω το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η μετάθεση του εφεσίβλητου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενδοτμηματική και, επίσης, «ότι με τη συμφωνία των διαδίκων μερών για την τοποθέτη[*1886]ση του Αιτητή στο Τμήμα των Αγορών στη θέση του Διευθυντή Αγορών επήλθε ένας νέος συμβατικός καθορισμός μεταξύ των διαδίκων μερών για τη θέση και τα εργασιακά καθήκοντα του Αιτητή και ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως εργοδοτούμενος Λογιστής στο Τμήμα του Λογιστηρίου.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είχαν το ανάλογο βάρος, απέδειξαν ότι δικαιολογημένα απέλυσαν τον εφεσίβλητο λόγω της διαγωγής του εντός των προνοιών του Άρθρου 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (Ν.24/67). Προς τούτο, προέβη σε ανάλυση των νομικών αρχών τόσο του κοινοδικαίου όσο και της Αγγλικής, Ελληνικής και Κυπριακής νομολογίας και καθόρισε τα ζητήματα τα οποία πρέπει να αποφασιστούν προτού αποφανθεί κατά πόσο ο επίδικος τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσίβλητου ήταν νόμιμος, ως ακολούθως:

 

      (α) κατά πόσον οι Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει (i) της σύμβασης εργασίας που συνήψαν με τον Αιτητή και (ii) του διευθυντικού τους δικαιώματος, είχαν το δικαίωμα μονομερώς να ζητήσουν από τον Αιτητή να αλλάξει τα καθήκοντα που εκτελούσε μετακινώντας τον από τη μία θέση στην άλλη, δηλαδή κατά πόσο οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν το συμβατικό δικαίωμα να δώσουν την εντολή στον Αιτητή για να απασχοληθεί στη νέα θέση.

 

      (β) στην περίπτωση που οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν αυτό το δικαίωμα, κατά πόσο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης (i) το εξάσκησαν εύλογα και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και εμπιστοσύνης που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας και (ii) η άρνηση του Αιτητή να αποδεχθεί αυτή τη θέση ήταν δικαιολογημένη ή όχι.»

 

Το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, προέβη σε υπαγωγή των γεγονότων σ’ αυτές και κατέληξε ως ακολούθως:

 

      «… οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν με βάση τη σύμβαση εργασίας που συνήψαν με τον Αιτητή το διευθυντικό δικαίωμα να μετακινήσουν τον Αιτητή σε άλλη θέση από αυτή που συμφώνησε ο Αιτητής σε προγενέστερο στάδιο με αυτούς και να του τροποποιήσουν εξ ολοκλήρου τα καθήκοντα που εκτελούσε και κατά συνέπεια δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα να δώσουν την εντολή μετάθεσης του Αιτητή από τη θέση του Διευθυντή Αγορών [*1887]στη θέση του Accounts Logistics Manager. Περαιτέρω οι Καθ’ ων η αίτηση απέτυχαν να αποδείξουν σε περίπτωση που είχαν αυτό το δικαίωμα το εξάσκησαν εύλογα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και συνακόλουθα απέτυχαν να αποδείξουν ότι η εντολή που έδωσαν στον αιτητή δικαιολογείτο αντικειμενικά υπό τις περιστάσεις και ότι ήταν εύλογη.

 

      Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ότι εφόσον (α) δεν έχει αποδειχτεί ότι (i) ο Αιτητής δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντα της θέσης του Διευθυντή Αγορών, (ii) ο Αιτητής γνώριζε και ήταν σε θέση να χειριστεί τα λογισμικά προγράμματα που σχετίζονταν με τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του Accounts Logistics Manager, (iii) ο Αιτητής συμφώνησε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση θα μπορούσαν να τον μεταθέσουν σε οποιαδήποτε θέση εργασίας που απαιτούσε προσόντα λογιστικής τα οποία κατείχε και (β) τα καθήκοντα της θέσης του Διευθυντή Αγορών ήταν εντελώς διαφορετικά από αυτά της προτεινόμενης θέσης του Accounts Logistics Manager, ο Αιτητής δικαιολογημένα αρνήθηκε να αποδεχτεί το διορισμό του στη θέση του Accounts Logistics Manager.

 

      Είναι επομένως κατάληξη μας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν τερμάτισαν νόμιμα και δικαιολογημένα την εργοδότηση του Αιτητή εντός των πλαισίων του Άρθρου 5 του Νόμου και ως εκ τούτου υποχρεούνται όπως καταβάλουν αποζημιώσεις στον Αιτητή σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου.»

 

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητούνται με τρεις βασικά λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν, με βάση τη σύμβαση εργασίας που συνήψαν με τον εφεσίβλητο, το δικαίωμα να τον μετακινήσουν από τη θέση του Υπεύθυνου Αγορών στη θέση του Accounts Logistics Manager. Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν εξάσκησαν εύλογα το δικαίωμά τους να μετακινήσουν τον εφεσίβλητο στη θέση του Accounts Logistics Manager και ότι η εντολή που έδωσαν στον εφεσίβλητο δε δικαιολογείται αντικειμενικά υπό τις περιστάσεις και δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία. Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δικαιολογημένα ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να αποδεχθεί το διορισμό του στη θέση του Accounts Logistics Manager και, κατά συνέπεια, οι εφεσείοντες δεν τερμάτισαν νόμιμα και αιτιολογημένα την εργοδότηση του εφε[*1888]σιβλήτου. Για τους πιο πάνω λόγους, με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες εισηγούνται πως η απόφαση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και θα πρέπει να παραμεριστεί.

 

Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν είχαν το δικαίωμα με βάση τη σύμβαση εργασίας που υπέγραψαν με τον εφεσίβλητο να τον μετακινήσουν στη θέση του Accounts Logistics Manager, δεν συνάγεται από την προσκομισθείσα μαρτυρία, ούτε υποστηρίζεται από τη νομολογία. Τόσο ο όρος 8 του Υπομνήματος Καθηκόντων ημερομηνίας 15.1.2001 (Τεκμ. 5) και όρος 15 του Υπομνήματος Καθηκόντων του Υπεύθυνου Αγορών (Τεκμ. 16), όσο και ο όρος 40.3 της Συλλογικής Σύμβασης που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (Τεκμ. 17), επέτρεπαν την ανάθεση άλλων καθηκόντων στον εφεσίβλητο. Αυτό άλλωστε έγινε και προηγουμένως, ισχυρίστηκαν, όταν ο εφεσίβλητος μετακινήθηκε από τη θέση του Παραλήπτη/Αποθηκάριου Α, σε Λογιστή Α, μετέπειτα σε Εσωτερικό Ελεγκτή και κατόπιν σε Υπεύθυνο Αγορών. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υποστήριξαν οι εφεσείοντες, ότι η μετάθεση του εφεσίβλητου από τη θέση του Υπεύθυνου Αγορών στη θέση του Accounts Logistics Manager, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδοτμηματική, δεν τεκμηριώνεται από την προσαχθείσα μαρτυρία. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε ότι όλες οι θέσεις που κατείχε, καθώς και η προτεινόμενη, ανήκαν στο τμήμα του Λογιστηρίου και σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία ότι η επίδικη μετακίνηση ήταν εσωτερική μετακίνηση. Η απουσία αντεξέτασης επί του σημείου αυτού των μαρτύρων των εφεσειόντων, εισηγήθηκαν, παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει την παράλειψη αυτή, ως αποδοχή των ισχυρισμών τους στο σημείο που δεν αντεξετάστηκαν.

 

Από την άλλη, η πλευρά του εφεσίβλητου ισχυρίστηκε ότι με αυτό το λόγο έφεσης ουσιαστικά αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ζήτημα που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σε έφεση από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Σε περίπτωση όμως που δεν κριθεί ορθός αυτός ο ισχυρισμός, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί, υπεραμυνόμενος της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.

 

Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε ότι, με βάση το Άρθρο 11 Α του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999, Ν. 110(Ι)/99, η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση μόνο για νομικά σημεία.

[*1889]Στην υπόθεση Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν. Παπαχριστοδούλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 625, στη σελ. 628, υποδείχθηκε ότι:

 

      «Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του «νομικού σημείου». Περιλαμβάνει εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχτεί (Αναφορικά με τον Πέτρο Κυριακίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 26).»

 

Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι με τους εγειρόμενους λόγους έφεσης ουσιαστικά αμφισβητούνται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση ότι αυτά δε συνάδουν με την ενώπιόν του μαρτυρία ή ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου επί των γεγονότων δεν μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ή ότι το Δικαστήριο δε συνεκτίμησε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Κατά συνέπεια, δε θεωρούμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί γι’ αυτό το λόγο.

 

Θα εξετάσουμε τον πιο πάνω λόγο έφεσης υπό το φως των νομικών αρχών που διέπουν το θέμα, για τις οποίες υπήρξε εκτενής ανάλυση στην πρωτόδικη απόφαση, με αναφορές στο Κοινοδίκαιο, καθώς και στην Αγγλική και Ελληνική νομολογία επί του θέματος. Ουσιαστικά δεν υπήρξε αμφισβήτηση των αρχών αυτών από τους εφεσείοντες, γι’ αυτό περιοριζόμαστε σε μια επιγραμματική αναφορά σ’ αυτές.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (Ν.24/67), ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτούμενου τεκμαίρεται ότι έγινε αδικαιολόγητα, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι αυτός έγινε για ένα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο Άρθρο 5 του Νόμου. Στη προκείμενη περίπτωση, αυτό που ενδιαφέρει είναι οι πρόνοιες των παραγράφων (ε) και (στ) του Άρθρου 5 του Νόμου, οι οποίες προνοούν τα εξής:

 

«5. Τερματισμός απασχολήσεως δι’ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

[*1890](α) .........................................................................................................

 

(β) .........................................................................................................

 

(γ) .........................................................................................................

 

(δ) .........................................................................................................

 

(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:

 

Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απολύση τον εργοδοτούμενον·

 

(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

(i) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή·

 

(ii)..........................................................................................................

 

(iii).........................................................................................................

 

(iν).........................................................................................................

 

(ν).......................................................................................................».

 

Με βάση τις αρχές του Κοινοδικαίου, ο εργοδοτούμενος έχει καθήκον να συμμορφώνεται με τις εντολές του εργοδότη του, και σε περίπτωση που αρνείται να υπακούσει, τότε αυτό ισοδυναμεί με άρνηση να εφαρμόσει τους όρους της σύμβασης εργοδότησής του και ο εργοδότης έχει δικαίωμα να τον απολύσει, χωρίς προειδοποίηση. Το καθήκον αυτό όμως περιορίζεται σε υπακοή νόμιμων και λογικών οδηγιών του εργοδότη (βλ. D.J.Lockton, Employment Law, Pelgrave Macmillan Law Masters, 5th Edition, σελ. 103, Chitty on Contracts, 27th Edition, Vol. II Specific Contracts σελ. 798, Constantinidou v. F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd (1980) 1 C.L.R. 302).

[*1891]Με βάση την Αγγλική νομολογία, πέραν του ότι απαιτείται όπως η εντολή του εργοδότη είναι εντός του συμβατικού πλαισίου, νόμιμη και λογική, η άρνηση του εργοδοτούμενου πρέπει να είναι ηθελημένη ή εσκεμμένη, να γίνεται με πλήρη επίγνωση ότι αυτή η συμπεριφορά του θα οδηγήσει σε απόλυση και να του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή (βλ. St. D. Anderman, “The Law of Unfair Dismissal”, 3rd Edition, σελ. 190, J. Bowers, A Practical Approach to Employment Law, 7th Edition, Oxford University Press, σελ. 348). Περαιτέρω, η νομιμότητα της απόλυσης εξαρτάται από το κατά πόσο ο εργοδότης εφάρμοσε ορθά την αρχή της λογικότητας (reasonableness) δίδοντας την επίδικη εντολή στον εργοδοτούμενο. Συνακόλουθα, σε περιπτώσεις απόλυσης εργοδοτουμένου για ισχυριζόμενη εσκεμμένη ανυπακοή εντολής εργοδότη, όπως η παρούσα, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο η εντολή ήταν νόμιμη και εύλογη, αφού λάβει υπόψη κατά πόσο η εν λόγω εντολή ήταν εντός των συμβατικών πλαισίων της σύμβασης εργασίας και κατά πόσο αυτή ήταν λογικό να εκδοθεί υπό τις περιστάσεις και να απαιτείται από τον εργοδότη η συμμόρφωση με αυτή. Επίσης εξετάζει κατά πόσο ο εργοδοτούμενος είχε βάσιμους λόγους να αρνηθεί να συμμορφωθεί με την εντολή του εργοδότη.

 

Αποτελεί εξυπακουόμενο όρο της σύμβασης εργασίας ότι η κάθε πλευρά δεν πρέπει να ενεργεί με τρόπο που θα βλάψει το κλίμα της μεταξύ τους αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης (mutual trust and confidence). Κατά συνέπεια, η δυνατότητα που έχει ο εργοδότης δυνάμει των όρων που προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και εμπιστοσύνης που διέπουν τέτοιες συμβάσεις. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Union of Construction Allied Trades and Technicians v. Brian [1980] Ι.R.L.R. 357:

 

      “There must be considered not only the nature of the order but the circumstances surrounding the giving of the order …. And also the reason for not carrying out the order.”

 

Η οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους εργοδότησης του εργοδοτούμενου δεν μπορεί να γίνεται αυθαίρετα (βλ. Catamaran Cruises Ltd v. Williams [1994] IRLR 386). Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ο εργοδότης πρέπει να καταδείξει ότι η αλλαγή αυτή έγινε για εύλογη αιτία η οποία πρέπει να υποστηρίζεται από στοιχεία. Το Δικαστήριο οφείλει να σταθμίζει το συμφέρον του εργοδότη να προβεί στην αλλαγή και του εργοδοτούμενου να μην την αποδεχτεί (βλ. Harvey on Industrial Relations and Employment Law – κάτω από τον υπότιτλο “Refusal to accept changes in terms and conditions”).

[*1892]Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέτασε ως πρώτο θέμα κατά πόσον οι εφεσείοντες, δυνάμει της σύμβασης εργασίας που συνήψαν με τον αιτητή και του διευθυντικού τους δικαιώματος, είχαν το δικαίωμα μονομερώς να ζητήσουν από τον εφεσίβλητο να αλλάξει τα καθήκοντα που εκτελούσε, μετακινώντας τον από τη μια θέση στην άλλη.

 

Η παράγραφος 8 του Τεκμ. 5, ήτοι του εγγράφου στο οποίο αναφέρονται τα καθήκοντα της θέσης του Εσωτερικού Ελεγκτή, προνοεί τα εξής:

 

«To perform other duties as and when requested by the General Manager».

 

Η παράγραφος 15 του Τεκμ. 16, ήτοι του εγγράφου που αναφέρονται τα καθήκοντα της θέσης του Διευθυντή Αγορών, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

      «To perform other non- conflicting duties as and when requested by the Assistant General Manager».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στους πιο πάνω όρους, ανέφερε στη σελ. 25 τα εξής:

 

      «Αναφορικά με τον όρο 8 του Τεκμηρίου 5 και τον όρο 15 του Τεκμηρίου 16 παρατηρούμε ότι αυτοί περιέχονται σε έγγραφα που έχουν τίτλο “Position Descripition” και δόθηκαν στον Αιτητή με το διορισμό του σε συγκεκριμένες θέσεις. Τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν λεπτομερώς τα καθήκοντα των συγκεκριμένων θέσεων εργασίας που κατείχε ο Αιτητής στο ξενοδοχείο. Πιο συγκεκριμένα για τις θέσεις του Εσωτερικού Ελεγκτή και του Διευθυντή Αγορών αντίστοιχα. Ερμηνεύοντας τους εν λόγω όρους όπως αυτοί εντάσσονται στα πλαίσια των εν λόγω εγγράφων, βρίσκουμε ότι αυτοί δίνουν το δικαίωμα στους Καθ’ ων η αίτηση ως εργοδότες να αναθέσουν στον κάτοχο της θέσης επιπρόσθετα καθήκοντα από αυτά που περιγράφονται στα εν λόγω έγγραφα τα οποία όμως πρέπει να σχετίζονται με τα κύρια καθήκοντα της εν λόγω θέσης. Κατά την κρίση μας οι εν λόγω όροι δεν δίνουν στους Καθ΄ων η αίτηση το δικαίωμα να τροποποιήσουν ή να αλλάξουν εξ’ ολοκλήρου τα καθήκοντα του εργοδοτούμενου τους και στην προκειμένη περίπτωση του Αιτητή, να τον μεταθέσουν σε άλλη θέση σε άλλο τμήμα με διαφορετικά εργασιακά καθήκοντα. Οι Καθ’ ων η αίτηση θα μπορούσαν να είχαν ένα τέτοιο δικαίωμα αν σχετι[*1893]κός όρος στη σύμβαση εργασίας ξεκάθαρα και ρητά επιφύλασσε σε αυτούς ως εργοδότες το δικαίωμα να μπορούν να μεταθέσουν τον Αιτητή σε άλλα τμήματα με διαφορετικής φύσεως εργασιακά καθήκοντα από αυτά που περιγράφονται στα έγγραφα με τίτλο “Position Description”.»

 

Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας. Σε κάθε θέση που διορίζετο ή μετατίθετο ο εφεσίβλητος του δίδονταν λεπτομερώς τα καθήκοντα που είχε στη συγκεκριμένη θέση εργασίας. Το γεγονός ότι δίδεται και το δικαίωμα στους εργοδότες να του αναθέσουν επιπρόσθετα καθήκοντα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί ότι αυτά θα μπορούσαν να ήταν οποιασδήποτε φύσης, διαφορετικά δε θα απαιτείτο ο προσδιορισμός της θέσης και η λεπτομερής καταγραφή των καθηκόντων, τα οποία, σημειώνεται βέβαια, ότι δεν ήταν πανομοιότυπα για την κάθε θέση εργασίας. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να δίδεται τέτοια δυνατότητα, ως εισηγούνται οι εφεσείοντες, θα έπρεπε να περιλαμβάνεται ρητός όρος στη σύμβαση που να επιτρέπει στους εργοδότες να μεταθέτουν τον εργοδοτούμενο σε διαφορετικά τμήματα, με διαφορετικής φύσης καθήκοντα. Τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει σε καμία από τις συμβάσεις που διέπουν τις σχέσεις των διαδίκων.

 

Αναφορικά με τα έγγραφα που δόθηκαν στον εφεσίβλητο κατά το διορισμό τους στις θέσεις του Παραλήπτη/Αποθηκάριου Α’ και Λογιστή Α΄(Τεκμ. 1 και 4), περιλαμβάνετο σ’ αυτά ο ακόλουθος όρος:

 

      «Any other rights, benefits and obligations will be governed by the terms of the relevant Collective Agreement with the Trade Unions for the time being in force, and in accordance with the regulations and terms of service from time to time issued by the Ministry of Labour for the Hotel Industry as well as in accordance with the Internal Hotel regulations and the instructions issued from time to time by the Management of the Hotel.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «η γενική αναφορά στην παράγραφο για τους όρους που θα εφαρμόζονταν κατά την απασχόληση του στο ξενοδοχείο σε οδηγίες που θα εκδίδονταν από τη διεύθυνση του ξενοδοχείου δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για να στηριχθεί δικαίωμα των Καθ΄ ων η αίτηση να μεταθέσουν μονομερώς τον Αιτητή σε άλλες θέσεις εργασίας εκτός από αυτές που αναφέρονται στα Τεκμήρια 1 και 4 και να του αλλάζουν/τροποποιούν ουσιαστικά τα εργασιακά καθήκοντα τα οποία είχαν [*1894]συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων μερών να εκτελεί ο Αιτητής από τη συγκεκριμένη θέση που έχει διοριστεί.»

 

Ούτε σε αυτό το σημείο διαπιστώνουμε λάθος στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Περαιτέρω, η σχέση μεταξύ των διαδίκων, όπως είναι παραδεκτό, διέπετο και από τη συλλογική σύμβαση, η οποία ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο (Τεκμ. 17), στην οποία κάτω από τον τίτλο «Εναλλαξιμότητα θέσεων», προνοούνταν τα πιο κάτω:

 

«ΕΝΑΛΛΑΞΙΜΟΤΗΤΑ ΘΕΣΕΩΝ

 

40.3 Να εξετάζεται ευνοϊκά και από τις δύο πλευρές η μείωση της υπερβολικής εξειδίκευσης των θέσεων σ’ ένα τμήμα όπως επίσης και η εφαρμογή της εναλλαξιμότητας στη χρησιμοποίηση του προσωπικού όταν συντρέχουν λόγοι βελτίωσης της παραγωγικότητας.

 

40.4 Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να γίνονται συνεννοήσεις μεταξύ της διεύθυνσης και της τοπικής επιτροπής ή και της συντεχνίας. Σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα, το θέμα θα συζητείται σε ανώτερο επίπεδο.

 

40.5 Νοείται ότι η λήψη τέτοιων μέτρων δεν θα συνεπάγεται οποιαδήποτε μείωση των ωφελημάτων του εργαζομένου.»

 

Ο όρος αυτός, όπως ορθά κατέληξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δε δίδει το δικαίωμα στην εργοδοτική πλευρά να εναλλάσσει τις θέσεις εργασίας του προσωπικού μονομερώς και αναφέρεται σε εναλλαξιμότητα προσωπικού στο ίδιο τμήμα. Το γεγονός ότι έγιναν προηγουμένως άλλες μετακινήσεις του εφεσίβλητου, δε διαφοροποιεί την κατάσταση, έχοντας υπόψη ότι ο ίδιος είχε δώσει τη συγκατάθεσή του. Η συγκατάθεση αυτή σε προγενέστερες μετακινήσεις δεν μπορεί ασφαλώς να θεμελιώσει δικαίωμα των εφεσειόντων να μεταθέτουν τον εφεσίβλητο σε διάφορες θέσεις, εκτός βέβαια και αν αυτές είναι ενδοτμηματικές και συναφείς με τα καθήκοντά του.

 

Οι εφεσείοντες διατείνονται ότι δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσίβλητο ότι οι θέσεις του Διευθυντή Αγορών και του Accounts Logistics Manager υπάγονται στο ίδιο τμήμα, ήτοι, το Λογιστήριο, και συνεπώς, το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι δύο αυτές θέσεις υπάγονται σε ξεχωριστά τμήματα.

[*1895]Παρατηρούμε ότι το Δικαστήριο σημείωσε τη θέση του εφεσίβλητου, ο οποίος δεν απέρριψε υποβολή του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι οργανικά οι θέσεις του Λογιστή Α΄, του Εσωτερικού Ελεγκτή, του Διευθυντή Αγορών και του Accounts Logistics Manager, υπάγονται στο τμήμα Λογιστηρίου. Παρά ταύτα, κατέληξε σε εύρημα ότι οι δύο θέσεις υπάγονται σε ξεχωριστά τμήματα, αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των Τεκμ. 5, 16 και 10. Στα εν λόγω Τεκμήρια, τα οποία υπεγράφησαν υπό αμφοτέρων των διαδίκων και σ’ αυτά καθορίζονται τα καθήκοντα του εφεσίβλητου στην κάθε μια από τις πιο πάνω θέσεις, αναφέρεται ρητά ότι ο Εσωτερικός Ελεγκτής υπάγεται στο Τμήμα του Εσωτερικού Ελέγχου και ότι ο κάτοχος της θέσης αναφέρεται στο Γενικό Διευθυντή, ενώ ο Διευθυντής Αγορών υπάγεται στο Τμήμα Αγορών και αναφέρεται στο Βοηθό Γενικό Διευθυντή. Η δε θέση του Accounts Logistics Manager υπάγεται στο Λογιστήριο και αναφέρεται στον Οικονομικό Διευθυντή. Με αυτά τα δεδομένα ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν πρόκειται για ενδοτμηματική μετακίνηση. Τα Τεκμήρια 5, 16 και 10 αποτελούν τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων, υπάρχουν σ’ αυτά οι υπογραφές τους, δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητά τους από τους εφεσείοντες και, συνεπώς, τους δεσμεύουν. Η πιο πάνω αναφορά του εφεσίβλητου κατά την αντεξέταση ως προς το που υπάγονται οι διάφορες θέσεις εργασίας, δεν μπορεί να ανατρέψει τα γραφόμενα στα εν λόγω Τεκμήρια. Συνακόλουθα, έστω και αν υπήρξε παράλειψη αντεξέτασης των μαρτύρων των εφεσειόντων επί του σημείου, αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι οι δύο θέσεις υπάγονται στο ίδιο τμήμα, σε αντίθεση με τα διαλαμβανόμενα στα Τεκμ. 5, 16 και 10.

 

Για τους πιο πάνω λόγους ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει τους παράγοντες και τις αρχές που διέπουν την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Με αναφορά στην Ελληνική νομολογία, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι άσκησαν το διευθυντικό τους δικαίωμα για μετακίνηση του εφεσιβλήτου από τη θέση του Διευθυντή Αγορών στη θέση του Accounts Logistics Manager, εντός των ορίων της καλής πίστης. Η προτεινόμενη μεταβολή των όρων εργασίας του εφεσίβλητου συζητήθηκε με τον ίδιο και οι λόγοι που οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση αφορούσαν την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και το πρόσωπο του εφεσίβλητου. Η μαρτυρία που προσέφεραν οι εφεσείοντες σχετικά με τους λόγους πλήρωσης της θέσης του Accounts Logistics Manager παρέμεινε ανα[*1896]ντίλεκτη και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εισήγησή τους, κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα αναφορικά με την αναγκαιότητα πλήρωσης της θέσης. Από την άλλη, η πλευρά του εφεσιβλήτου εισηγήθηκε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι πλήρως αιτιολογημένη και σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία.

 

Όπως προκύπτει από το σύγγραμμα Ζερδελλή «Το Δίκαιο της Καταγγελίας της Σύμβασης Εξαρτημένης Εργασίας», 2η Έκδοση, σελ. 684, και επόμενες, που μας παρέπεμψαν οι εφεσείοντες, είναι επιτρεπτή «η τοποθέτηση του μισθωτού σε διαφορετικό τμήμα της επιχείρησης από εκείνο στο οποίο είχε αρχικά τοποθετηθεί και με άλλο αντικείμενο απασχόλησης, αν αυτό επιβάλλει το συμφέρον της επιχείρησης και εφόσον τα νέα καθήκοντα δεν είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και δεν επέρχεται μείωση των αποδοχών.». Επίσης, «η απασχόληση του εργαζομένου, έστω και για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε ορισμένη θέση, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, δεν σημαίνει ότι αυτός αποκτά το δικαίωμα να υπηρετεί και στο μέλλον στη θέση αυτή, ώστε να καθίσταται ανενεργές το δικαίωμα του εργοδότη να καθορίζει και να μεταβάλλει, προς επίτευξη των σκοπών της επιχείρησης και την εύρυθμη λειτουργία της, τον τομέα απασχόλησης του εργαζομένου.».

 

Με βάση τη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, η τοποθέτηση του μισθωτού σε διαφορετικό τμήμα της επιχείρησης από εκείνο στο οποίο είχε αρχικά τοποθετηθεί και με άλλο αντικείμενο απασχόλησης, κρίθηκε ότι καλύπτονται από το διευθυντικό δικαίωμα και, επομένως, δε συνιστούν μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, αν αυτό επιβάλλει το συμφέρον της επιχείρησης και εφόσον τα νέα καθήκοντα δεν είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και δεν επέρχεται μείωση των αποδοχών, η μετάθεση υπαλλήλου από ένα τμήμα εργασίας σε άλλο, η αλλαγή στο είδος εργασίας, εφόσον και τα νέα καθήκοντα είναι σύμφωνα με την ειδικότητα ή τη θέση για την οποία προσλήφθηκε ο εργαζόμενος και δεν επιφέρει σ’ αυτόν υλική ή ηθική ζημιά.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε να μην αποδεχθεί τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντά του ως Διευθυντής Αγορών και ότι επεδείκνυε προβληματική συμπεριφορά στη θέση αυτή, ή ότι υπήρχε αναγκαιότητα πλήρωσης της θέσης του Accounts Logistics Manager, κατά την επίδικη περίοδο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους λόγους για τους [*1897]οποίους οι εφεσείοντες αποφάσισαν τη μετακίνηση του αιτητή από τη θέση του Διευθυντή Αγορών στη θέση του Accounts Logistics Manager, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

      «Στην προκείμενη περίπτωση, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προσκόμισαν μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι συνέτρεχαν λόγοι βελτίωσης της παραγωγικότητας για τη μετακίνηση του Αιτητή από τη θέση του Διευθυντή Αγορών στη θέση του Accounts Logistics Manager. Δεν τέθηκαν ενώπιον μας στοιχεία και λεπτομέρειες αναφορικά με την οργανωτική δομή του τμήματος του λογιστηρίου και του τμήματος των αγορών του ξενοδοχείου, το προσωπικό που απασχολείται στα εν λόγω τμήματα, τα καθήκοντα που εκτελούν οι εργοδοτούμενοι στο τμήμα του Λογιστηρίου και στο τμήμα Αγορών, η σχέση του Λογιστηρίου με τις Αγορές και τον Εσωτερικό Έλεγχο και πως θα βελτιωνόταν η παραγωγικότητα του ξενοδοχείου με τη δημιουργία της θέσης του Accounts Logistics Manager και την πλήρωση της θέσης από τον Αιτητή και όχι από άλλο πρόσωπο και την πρόσληψη άλλου προσώπου ως Διευθυντή Αγορών.

 

      Η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν εκτελούσε ευλόγως ικανοποιητικά τα καθήκοντα της θέσης του Διευθυντή Αγορών δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω με αποτέλεσμα οι Καθ’ ων η αίτηση να αποτύχουν να αποδείξουν ότι λόγω της μη ικανοποιητικής απόδοσης του Αιτητή στη θέση που κατείχε, η παραγωγικότητα θα βελτιωνόταν με τη μετάθεση του.

 

      Αντλώντας καθοδήγηση από τις νομικές αρχές που σημειώσαμε πιο πάνω και πιο συγκεκριμένα από την αρχή ότι ο έλεγχος της άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος για μετάθεση και αλλαγή καθηκόντων υπόκειται στον ίδιο έλεγχο που υπόκειται ο εργοδότης για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, βρίσκουμε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να αποδείξουν ότι η απόφαση τους για τη μετάθεση του Αιτητή ήταν μία απόφαση που θα έπαιρνε ένας λογικός και συνετός εργοδότης υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι ο λόγος που αποφάσισαν να προσφέρουν στον Αιτητή τη θέση του Accounts Logistics Manager ήταν ότι δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντα του στη θέση του Διευθυντή Αγορών. Το Δικαστήριο για να αποφασίσει κατά πόσον η προσφορά της νέας απασχόλησης στον Αιτητή και κατά συνέπεια και η εντολή για μετακίνηση που του δόθηκε ήταν λογική υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης θα πρέπει να εξετά[*1898]σει κατά πόσο η εν λόγω απόφαση ήταν δικαιολογημένη υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης και ότι δεν έγινε αυθαίρετα για άλλους σκοπούς. Διαφορετική προσέγγιση από το Δικαστήριο θα σήμαινε ότι ένας εργοδότης χωρίς σοβαρό λόγο και όποτε θελήσει θα μπορεί να αλλάζει τα καθήκοντα και τις θέσεις εργασίας εργοδοτούμενου του και στην περίπτωση που αυτός δεν αποδέχεται, να τερματίζεται η εργοδότηση του με την επίκληση της ανυπακοής σε εντολή εργοδότη στερώντας τον από τα δικαιώματα που δίνονται στους εργοδοτούμενους από τον Νόμο και την σχετική νομολογία που σημειώνει ότι το κριτήριο για το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ενός εργοδοτούμενου είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη να προβεί στον τερματισμό της εργοδότησης του εργοδοτούμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για το συγκεκριμένο λόγο (βλ. Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 603).

 

      Στην υπό κρίση υπόθεση με τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου με σαφήνεια και λεπτομέρειες όλες τις συνθήκες που περιβάλλουν την εκτέλεση από τον Αιτητή των καθηκόντων του ως Διευθυντή Αγορών με αποτέλεσμα να μην αποδειχτεί η θέση τους ότι ο Αιτητής δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντα του και το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να εξετάσει κατά πόσο η κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά του Αιτητή αντικειμενικά δικαιολογούσε την απόφαση μετάθεσης του.»

 

Το παράπονο των εφεσειόντων ότι, ενώ η μαρτυρία που προσέφεραν ως προς τους λόγους που αποφασίστηκε η μετακίνηση του εφεσιβλήτου στη νέα θέση δεν αμφισβητήθηκαν, το Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα ευρήματα, δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσείοντες τόσο ως προς την ανάγκη δημιουργίας της νέας θέσης, όσο και ως προς την μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του εφεσίβλητου στη θέση Διευθυντή Αγορών, χαρακτηριζόταν από γενικότητα και αοριστία. Οι εφεσείοντες είχαν το βάρος να αποδείξουν τόσο την αναγκαιότητα πλήρωσης της θέσης του Accounts Logistics Manager, όσο και τον ισχυρισμό τους ότι, λόγω της μη ικανοποιητικής εκτέλεσης των καθηκόντων του στη προηγούμενη θέση, του προτάθηκε η νέα θέση. Οι θέσεις των μαρτύρων των εφεσειόντων καταγράφονται με λεπτομέρεια στην απόφαση και αξιολογούνται. Δεν μας έχει υποδειχθεί στην έφεση ότι υπάρχουν στοιχεία που δόθηκαν στην μαρτυρία τους, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε διαφορετικά συμπεράσματα. Οι ίδιες γενι[*1899]κές αναφορές που έγιναν από τους μάρτυρες, επαναλαμβάνονται και στην αγόρευση. Συνακόλουθα, δεν κρίνουμε ότι το Δικαστήριο κατάληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς το κατά πόσο οι εφεσείοντες άσκησαν το διευθυντικό τους δικαίωμα μέσα στα όρια της καλής πίστης. Το Δικαστήριο, επίσης, κρίνουμε ότι συνεκτίμησε όλους τους παράγοντες και τις αρχές που διέπουν την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος και πως κατάληξε στα ορθά συμπεράσματα.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται. Έχοντας καταλήξει ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν το δικαίωμα, είτε με βάση τη σύμβαση εργασίας, είτε με βάση το διευθυντικό τους δικαίωμα, να ζητήσει τη μετακίνηση του εφεσίβλητου σε νέα θέση, θεωρούμε ότι η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων δύο λόγων έφεσης, ένας εκ των οποίων αφορά τα έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο