Ιnvestylia Public Company Ltd ν. Τζοζεφίν Γαβριηλίδου (2015) 1 ΑΑΔ 1900

ECLI:CY:AD:2015:A590

(2015) 1 ΑΑΔ 1900

[*1900]10 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,

 

Eφεσείουσα - Εναγόμενη,

 

ν.

 

ΤΖΟΖΕΦΙΝ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 236/2010)

 

 

Χρηματιστήριο ― Κώλυμα ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή των χρημάτων που η εφεσίβλητη κατέβαλε για την αγορά μετοχών της εφεσείουσας, οι οποίες τελικά δεν εισήχθησαν στο ΧΑΚ ― Απόρριψη λόγων έφεσης περί κωλύματος και απεμπόλησης δικαιώματος ― Η  συμπεριφορά της εφεσίβλητης δεν ήταν τέτοια που να τεκμηρίωνε εγκατάλειψη του δικαιώματός της να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε στην εφεσείουσα για την αγορά των μετοχών.

 

Κώλυμα ― Η αρχή του κωλύματος συχνότερα εφαρμόζεται όταν πρόκειται για συμβατικά δικαιώματα και σπανιότερα όταν πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο, τα οποία συνήθως επηρεάζουν μεγαλύτερο φάσμα ατόμων απ’ ότι τα συμβατικά δικαιώματα.

 

Κώλυμα ― Χρηματιστήριο ― Απώλεια του δικαιώματος ακύρωσης συμφωνίας αγοράς μετοχών ― Επισκόπηση νομολογίας.

 

Η αγωγή που καταχώρισε η εφεσίβλητη - ενάγουσα εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας - εναγομένης για επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε για την αγορά μετοχών της εφεσείουσας οι οποίες τελικά δεν εισήχθησαν στο ΧΑΚ, είχε επιτυχή κατάληξη και εκδόθηκε απόφαση υπέρ της για το ποσό των €12.831,60 πλέον τόκους και έξοδα.

 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα της εν λόγω απόφασης και κατά την ημερομηνία Ακρόασης της έφεσης, περιορίστηκε στον λόγο έφεσης ο οποίος αφορούσε σε εισήγηση ότι το Πρωτόδικο Δικαστή[*1901]ριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή με βάση τη θέση της εναγομένης ότι υπήρξε μακρά καθυστέρηση από μέρους της ενάγουσας-εφεσίβλητης (laches) στην υποβολή της απαίτησης του γεγονός που ισοδυναμούσε με απεμπόληση του δικαιώματος του (waiver).

 

Πέραν τούτου, προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τη νομολογία στις υποθέσεις Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 2053 και Alliance International Reinsurance Company Ltd ν. Σαββίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 635.

 

Η εφεσίβλητη αιτήθηκε τις μετοχές στις 23 Ιανουαρίου του 2000 και της παραχωρήθηκαν στις 5/4/2000. Στις 2/5/2000 μεταβιβάστηκαν στην εφεσίβλητη ακόμα 5,000 μετοχές που είχαν αρχικά παραχωρηθεί σε συγγενικό της πρόσωπο. Έστειλε για πρώτη φορά επιστολή απαίτησης μέσω των δικηγόρων της στις 22/8/2005 για όλες τις 10,000 μετοχές και ήγειρε αγωγή στις 14/10/2005.

 

Από την πλευρά της εφεσίβλητης προβλήθηκε η εισήγηση ότι δεν υπήρχε δικογραφική κάλυψη για ισχυριζόμενη απεμπόλιση δικαιώματος (waiver), ζήτημα το οποίο εγέρθηκε για πρώτη φορά στην αίτηση για τροποποίηση της έφεσης, με την προσθήκη του συγκεκριμένου λόγου έφεσης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Προέκυπτε ότι στην τροποποιημένη υπεράσπιση της εφεσείουσας, το θέμα που εγειρόταν, ήταν ισχυρισμός περί καθυστέρησης στην αποστολή επιστολής με την οποία ζητήθηκε η επιστροφή των χρημάτων.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στο θέμα της καθυστέρησης ως εγειρόμενο από την εφεσείουσα, χωρίς να προβαίνει όμως στην εξέτασή του.

 

3.  Παρά το ότι ισχυρισμός περί απεμπόλησης δικαιωμάτων (waiver) αποτελεί ζήτημα που απαιτείται να δικογραφείται ειδικά, θα μπορούσε να τύχει εξέτασης, στη βάση της πιο πάνω γενικής αναφοράς στην υπεράσπιση.

 

4.  Η εξέταση του εγειρόμενου θέματος στην έφεση έγινε υπό το φως της νομολογίας στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσείουσας, η οποία, είναι μεταγενέστερη της πρωτόδικης απόφασης και δεν έτυχε ανάλυσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

[*1902]5.    Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ στις 14.6.2000, χωρίς να γίνει αυτό κατορθωτό μέσα σε τρεις μήνες (μέχρι 14.9.2000), ούτε όμως και μεταγενέστερα. Η εφεσίβλητη ζήτησε προσωπικά για πρώτη φορά επιστροφή των χρημάτων της με επιστολή της ημερομηνίας 4.6.2002, στην οποία η εφεσείουσα της απάντησε αρνητικά στις 10.6.2002.

 

6.  Ακολούθησε δεύτερη επιστολή, και πάλι προσωπικά, ημερομηνίας 29.7.2002, η οποία παραλήφθηκε από την εφεσείουσα στις 2.8.2002 και, ακολούθως, μέσω των δικηγόρων της, νέα επιστολή, ημερομηνίας 22.8.2005, η οποία επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 5.9.2005.

 

7.  Η εφεσίβλητη προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία στις 15.4.2003, όπου αναφέρεται και σε επιστολή που απέστειλε μαζί με άλλους μετόχους προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 26.11.2002, ζητώντας την ποινική δίωξη της εφεσείουσας.

 

8.  Παρά το ότι τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκαν, στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, η εφεσείουσα αναφερόταν μόνο στην επιστολή απαίτησης που απεστάλη από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης στις 22.8.2005, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι είναι η πρώτη φορά που απαιτήθηκε η επιστροφή των χρημάτων.

 

9.  Η συμπεριφορά της εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη συμπεριφορά που επέδειξαν οι επενδυτές στις αποφάσεις που επικαλέστηκε η πλευρά της εφεσείουσας.

 

10. Υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην αποστολή της πρώτης επιστολής, όμως όλες οι ενέργειες της εφεσίβλητης, από την αρχή μέχρι την καταχώρηση της αγωγής, κατεδείκνυαν την αποδοκιμασία της για την παράλειψη της εταιρείας να της επιστρέψει τα χρήματά της.

 

11. Το γεγονός ότι επέλεξε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία, χωρίς αποτέλεσμα, δεν μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματά της για επιστροφή των χρημάτων της.

 

12. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη ουδέν όφελος έλαβε από την εφεσείουσα καθ’ οιονδήποτε στάδιο, έτσι ώστε αυτό να λειτουργούσε αρνητικά στην απαίτησή της. Πέραν των πιο πάνω, δεν υπήρξε παρα[*1903]γραφή του αγώγιμου δικαιώματος της εφεσίβλητης.

 

13. Η συμπεριφορά της εφεσίβλητης δεν ήταν τέτοια που να τεκμηρίωνε εγκατάλειψη του δικαιώματός της να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε στην εφεσείουσα για την αγορά των μετοχών.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co. Ltd κ.ά.  (2010) 1 Α.Α.Δ. 2053,

 

Alliance International Reinsurance Company Ltd ν. Σαββίδη κ.ά.   (2011) 1 Α.Α.Δ. 635,

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Φιλίππου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3944/2005), ημερομ. 31/5/2010.

 

Λ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.

 

Τ. Κουκούνης, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αγωγή που καταχώρισε η εφεσίβλητη - ενάγουσα εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας - εναγομένης για επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε για την αγορά μετοχών της εφεσείουσας οι οποίες τελικά δεν εισήχθησαν στο ΧΑΚ, είχε επιτυχή κατάληξη και εκδόθηκε απόφαση υπέρ της για το ποσό των €12.831,60 πλέον τόκους και έξοδα.

 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα της εν λόγω απόφασης, με 17 λόγους έφεσης. Την ημέρα όμως της ακρόασης αποσύρθηκαν οι πρώτοι 16 λόγοι και επικεντρώθηκε η έφεση στον 17ο λόγο. Παραθέτουμε αυτούσιο τόσο τον λόγο έφεσης όσο και την αιτιολογία του, στην υιοθέτηση της οποίας περιορίστηκε το διάγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας:

[*1904]«17ος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή σύμφωνα με τη θέση της εναγομένης ότι υπήρξε μακρά καθυστέρηση από μέρους του ενάγοντα/εφεσίβλητου στην υποβολή της απαίτησης του γεγονός που ισοδυναμούσε με απεμπόληση του δικαιώματος του (waiver) και θα’ πρεπε για το λόγο αυτό να απορριφθεί η αγωγή.

 

Αιτιολογία

 

Ευσεβάστως υποβάλλεται ότι το Πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης αντιμετώπισε την εν λόγω θέση:

 

To Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να επιληφθεί της σχετικής ένστασης και να απορρίψει την αγωγή με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Πέραν τούτου, το Δικαστήριο παραγνώρισε τη νομολογία στις υποθέσεις Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co Ltd κ.ά., Πολ. Έφεση 192/07, ημερ. 21/12/10 και Alliance International Reinsurance Company Ltd ν. Σαββίδη, Πολ. Εφ. 194/08 και 201/08, ημερ. 24/3/11.

 

Υπενθυμίζεται ότι η εφεσίβλητη αιτήθηκε τις μετοχές στις 23 Ιανουαρίου του 2000. Και της παραχωρήθηκαν στις 5/4/2000. Στις 2/5/2000 μεταβιβάστηκαν στην εφεσίβλητη ακόμα 5,000 μετοχές που είχαν αρχικά παραχωρηθεί σε συγγενικό της πρόσωπο. Έστειλε για πρώτη φορά επιστολή απαίτησης μέσω των δικηγόρων της στις 22/8/2005 για όλες τις 10,000 μετοχές. Κίνησε αγωγή στις 14/10/2005».

 

Ο κ. Λουκαΐδης, κατά την ακρόαση της έφεσης, αναφέρθηκε στη γραπτή αγόρευση του τότε δικηγόρου της εφεσείουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σ’ αυτήν γίνεται αναφορά σε υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση της απαίτησης της εφεσίβλητης και στην εφαρμογή των αρχών του δικαίου της επιείκειας σε σχέση με την αδράνεια που επιδεικνύει διάδικος στην προώθηση των τυχόν δικαιωμάτων του (laches). Περαιτέρω, γίνεται αναφορά και στον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο του 2010 (2(I)/2010 και όχι 2(Ι)/2000, όπως λανθασμένα αναφέρεται στην αγόρευση).

[*1905]Από την άλλη, ο κ. Κουκούνης εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει δικογραφική κάλυψη για ισχυριζόμενη απεμπόλιση δικαιώματος (waiver), ζήτημα το οποίο εγέρθηκε για πρώτη φορά στην αίτηση για τροποποίηση της έφεσης, με την προσθήκη του 17ου λόγου. Ακόμα, όμως, και αν περιλαμβανόταν στα δικόγραφα τέτοιος ισχυρισμός, πρόσθεσε ο συνήγορος, η νομολογία που επικαλείται η εφεσείουσα είναι μεταγενέστερη της πρωτόδικης απόφασης και, εν πάση περιπτώσει, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα από την παρούσα.

 

Διαπιστώνουμε ότι στην τροποποιημένη υπεράσπιση της εφεσείουσας, το θέμα που εγείρεται είναι ισχυρισμός περί καθυστέρησης στην αποστολή επιστολής με την οποία ζητήθηκε η επιστροφή των χρημάτων. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την παράγραφο 6 της τροποποιημένης Υπεράσπισης της εφεσείουσας:

 

«6. ……………………………………………………………..

 

Εν πάση περιπτώσει και άνευ βλάβης των πιο πάνω και/ή διαζευκτικά, η επιστολή ημερ. 22/8/2205 που απέστειλε η ενάγουσα όπως ισχυρίζεται, αποστάληκε με μεγάλη καθυστέρηση και συγκεκριμένα πέντε (5) ολόκληρα χρόνια από την ημερομηνία που η αίτηση της εναγομένης για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χρηματιστήριο είχε απορριφθεί, χωρίς να δίδεται καμία απολύτως εύλογη ή μη δικαιολογία η οποία να δικαιολογεί την τόσο μεγάλη καθυστέρηση και/ή εν πάση περιπτώσει τίθεται ως καταχρηστική στερώντας το δικαίωμα προώθησης της αγωγής ταύτης αφού άτομα με καλό και βάσιμο δικαίωμα θα πρέπει να προωθούν την οποιανδήποτε απαίτηση τους με εύλογη επιμέλεια και το ενωρίτερο δυνατό.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στο θέμα της καθυστέρησης ως εγειρόμενο από την εφεσείουσα, χωρίς να προβαίνει όμως στην εξέτασή του.

 

Παρά το ότι ισχυρισμός περί απεμπόλησης δικαιωμάτων (waiver) αποτελεί ζήτημα που απαιτείται να δικογραφείται ειδικά, θεωρούμε ότι θα μπορούσε να τύχει εξέτασης, στη βάση της πιο πάνω γενικής αναφοράς στην υπεράσπιση. Η εξέταση του εγειρόμενου θέματος θα γίνει υπό το φως της νομολογίας στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Λουκαΐδης, η οποία, βέβαια, είναι μεταγενέστερη της πρωτόδικης απόφασης και δεν έτυχε ανάλυσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

[*1906]Η υπόθεση Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 2053 αφορούσε και αυτή αίτημα για επιστροφή χρημάτων που καταβλήθηκαν για αγορά μετοχών, οι οποίες τελικά δεν εισήχθησαν στο ΧΑΚ, με βάση το Άρθρο 58Α3(β) του Νόμου. Το Εφετείο εξέτασε την εφαρμογή της αρχής του κωλύματος (estoppel) σε περιπτώσεις όπου πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την σελ. 2060-1 της απόφασης:

 

«Το συμπέρασμα που φαίνεται να εξάγεται από τη νομολογία είναι ότι η αρχή του κωλύματος συχνότερα εφαρμόζεται όταν πρόκειται για συμβατικά δικαιώματα και σπανιότερα όταν πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο, τα οποία συνήθως επηρεάζουν μεγαλύτερο φάσμα ατόμων απ' ότι τα συμβατικά δικαιώματα. Όμως στην υπόθεση Scholey (ανωτέρω), εξετάστηκε συγκεκριμένα το ζήτημα της απώλειας του δικαιώματος ακύρωσης συμφωνίας αγοράς μετοχών, που δημιουργήθηκε εξαιτίας ψευδών παραστάσεων και το οποίον πήγαζε από νομοθετική πρόνοια και αποφασίστηκε ότι η είσπραξη μερίσματος συνιστούσε ενέργεια που αποστερούσε το δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Σε άλλη παλιά αγγλική υπόθεση, τη Re Hop and Malt Exchange and Warehouse Co., Ex parte Briggs [1866] L.R. 1 Eq. 483, αποφασίστηκε ότι η απόπειρα πώλησης των μετοχών στερεί τον δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας αγοράς των μετοχών. Το δικαίωμα τερματισμού, επίσης, μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς και από τη μη άσκηση του μέσα σε εύλογο χρόνο. Βέβαια το τι συνιστά εύλογο χρόνο είναι ζήτημα γεγονότων στην κάθε υπόθεση. Ο χρόνος αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούχος έλαβε γνώση των ψευδών παραστάσεων ή του λόγου για τον οποίο έχει δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας (Δέστε: Halsbury's Laws of England, Third Edition, Vo. 6, παρα. 383, σελ. 188 και 189)».

 

Στην υπόθεση εκείνη το Εφετείο θεώρησε ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα και οι ενέργειές του τον εμπόδιζαν να ασκήσει το δικαίωμα που του παρείχε ο Νόμος. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων αποδέχθηκε τις μετοχές, τις πρόσθετες μετοχές που του παραχωρήθηκαν και τα μερίσματα, ενώ, μετά την καταχώρηση της αγωγής του, προχώρησε στην ενεχυρίαση του συνόλου των επίδικων μετοχών που κατείχε, με σκοπό την εξασφάλιση δανείου. Αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση κατά 19 μήνες από τη γένεση του δικαιώματος μέχρι την απόπειρα άσκησης του, θεωρήθηκαν ανεπίτρεπτη αποδοκιμασία και επιδοκιμασία των ενεργειών [*1907]της εφεσίβλητης εταιρείας, με αποτέλεσμα να κωλύεται ο εφεσείων να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχεται από το Νόμο.

 

Στην υπόθεση Alliance International Reinsurance Co Ltd ν. Σαββίδη κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 635 ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση. Στην υπόθεση εκείνη οι εφεσίβλητοι, μετά τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος με βάση το Άρθρο 58Α3(β), αποδέχτηκαν την παραχώρηση δωρεάν μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς, καθώς και την καταβολή προμερίσματος.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ στις 14.6.2000, χωρίς να γίνει αυτό κατορθωτό μέσα σε τρεις μήνες (μέχρι 14.9.2000), ούτε όμως και μεταγενέστερα. Η εφεσίβλητη ζήτησε προσωπικά για πρώτη φορά επιστροφή των χρημάτων της με επιστολή της ημερομηνίας 4.6.2002, στην οποία η εφεσείουσα της απάντησε αρνητικά στις 10.6.2002. Ακολούθησε δεύτερη επιστολή, και πάλι προσωπικά, ημερομηνίας 29.7.2002, η οποία παραλήφθηκε από την εφεσείουσα στις 2.8.2002 και, ακολούθως, μέσω των δικηγόρων της, νέα επιστολή, ημερομηνίας 22.8.2005, η οποία επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 5.9.2005. Όπως δε προκύπτει από το Τεκμ. 1, η εφεσίβλητη προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία στις 15.4.2003, όπου αναφέρεται και σε επιστολή που απέστειλε μαζί με άλλους μετόχους προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 26.11.2002, ζητώντας την ποινική δίωξη της εφεσείουσας.

 

Παρά το ότι τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου δεν αμφισβητούνται, παρατηρούμε ότι στην αιτιολογία του λόγου έφεσης η εφεσείουσα αναφέρεται μόνο στην επιστολή απαίτησης που απεστάλη από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης στις 22.8.2005, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι είναι η πρώτη φορά που απαιτήθηκε η επιστροφή των χρημάτων.

 

Η συμπεριφορά της εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου (πιο πάνω), δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συμπεριφορά που επέδειξαν οι επενδυτές στις αποφάσεις που επικαλέστηκε ο κ. Λουκαΐδης. Υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην αποστολή της πρώτης επιστολής, όμως όλες οι ενέργειες της εφεσίβλητης, από την αρχή μέχρι την καταχώρηση της αγωγής, καταδεικνύουν την αποδοκιμασία της για την παράλειψη της εταιρείας να της επιστρέψει τα χρήματά της. Το γεγονός ότι επέλεξε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία, χωρίς αποτέλεσμα, δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει δυσμενώς τα δι[*1908]καιώματά της για επιστροφή των χρημάτων της. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη ουδέν όφελος έλαβε από την εφεσείουσα καθ’ οιονδήποτε στάδιο, έτσι ώστε αυτό να λειτουργήσει αρνητικά στην απαίτησή της. Πέραν και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, δε μας διαφεύγει ότι δεν υπήρξε παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος της εφεσίβλητης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης δεν ήταν τέτοια που να τεκμηριώνει εγκατάλειψη του δικαιώματός της να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε στην εφεσείουσα για την αγορά των μετοχών.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα τεθούν προς έγκριση από το Εφετείο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο