Φελλά Ανθή και Άλλη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 1981

ECLI:CY:AD:2015:A630

(2015) 1 ΑΑΔ 1981

[*1981]28 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2010

 

ΑΝΘΗ ΦΕΛΛΑ,

 

Εφεσείουσα - Εναγόμενη 2,

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2010

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Εναγόμενη 1,

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 94/2010 και 158/2010)

 

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον των εφεσειουσών ― Από την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς προέκυπτε ότι τηρήθηκαν οι απαιτήσεις του Νόμου 39(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε από το Ν.34(Ι)/2002 που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Συμβάσεις ― Ενοικιαγορά ― Ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς.

 

Συμβάσεις ― Συνέπειες αποδοχής εκπλήρωσης από τρίτο ― Άρθρο 41 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Εκρίθη από το Εφετείο ότι στην [*1982]προκειμένη δεν εξοφλήθηκε η επίδικη ενοικιαγορά εφ’ όσον η παραλαβή της επιταγής από τρίτο πρόσωπο, έγινε με ρητή επιφύλαξη ως προς την εκκαθάριση που δεν ακολούθησε ως είναι παραδεκτό.

 

Αποζημιώσεις ― Συμβάσεις ― Ο εκμισθωτής σε περίπτωση τερματισμού αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεων ανάλογο προς τη ζημιά που υφίσταται.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε είναι δυνατή η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Απόδειξη ― Επίδικα θέματα ― Ζητήματα και θέσεις που δεν δικογραφούνται δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη έστω και αν τέθηκαν στη μαρτυρία χωρίς ένσταση.

 

Η εφεσίβλητη/ενάγουσα, ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οργανισμού Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ, δυνάμει Διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 13.12.2005, αξίωσε με την αγωγή της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εναντίον τριών εναγομένων το ποσό των £4.834,95 οφειλόμενο δυνάμει ενοικιαγοράς πλέον τόκο. Περαιτέρω αιτήθηκε την έκδοση Διατάγματος εναντίον της εναγομένης 1, διά παράδοση των αντικειμένων της ενοικιαγοράς που ήταν έπιπλα και Διάταγμα διά την πώλησή τους με δημόσιο πλειστηριασμό προς ικανοποίηση της απαίτησης. Εναντίον της εναγομένης 3, εξεδόθη απόφαση λόγω μη εμφάνισης. Οι εναγόμενες 1 και 2 αντίστοιχα καταχώρισαν υπεράσπιση.

 

Η εφεσείουσα στην έφεση 158/2010 (εφεσείουσα 1) με την υπεράσπισή της πρόβαλε ότι ουδέποτε συνήψε την κατ’ ισχυρισμό ενοικιαγορά, ουδέποτε υπέγραψε τη σχετική συμφωνία ενοικιαγοράς, ουδέποτε αγόρασε ή παρέλαβε τα επίδικα έπιπλα και ότι η φερόμενη ως υπογραφή της στη συμφωνία είναι προϊόν πλαστογραφίας και οι παραστάσεις προς την εφεσίβλητη είναι προϊόν πλαστοπροσωπίας τρίτου προσώπου, ονόματι Ελβίρα Γεωργίου, η οποία κατέχει και τα έπιπλα. Με ανταπαίτηση της αξίωνε Δηλώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία είναι εικονική και/ή παράνομη και/ή άκυρη και/ή μη εκτελεστή.

 

Με την υπεράσπισή της, η εφεσείουσα στην έφεση 94/2010 πρόβαλε ότι υπέγραψε το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς εν λευκώ, ως εγγυήτρια της φίλης της, Ελβίρας Γεωργίου προκειμένου αυτή να αγοράσει τα επίδικα έπιπλα. Την «εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1» δεν την γνωρίζει και ουδέποτε την εγγυήθηκε.

 

Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση και το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε διά την εφεσίβλητη [*1983]και απέρριψε τη μαρτυρία που δόθηκε για τις «εφεσείουσες 1 και 2», εξέδωσε απόφαση εναντίον τους για το ποσό των €10.528,20 πλέον τόκο προς 12.50% επί ποσού €2.307,08 από 22.4.2004 και νόμιμο τόκο επί του ποσού των €8.221,12 από 21.7.2004 πλέον έξοδα. Εναντίον της «εφεσείουσας 1» εξέδωσε επίσης τα διατάγματα για παράδοση και πώληση του αντικειμένου της ενοικιαγοράς.

 

Οι εφεσείουσες/εναγόμενες 2 και 1 με τις εφέσεις τους 94/10 και 158/10 αντίστοιχα προσβάλλουν με 9 λόγους έφεσης εκάστη, την πρωτόδικη απόφαση.

 

Οι εφέσεις στηρίχθηκαν στους κάτωθι λόγους:

 

Αναφορικά με τις εισηγήσεις περί παρανομίας και ακυρότητα της επίδικης ενοικιαγοράς οι οποίες υπήρχαν και στις δύο εφέσεις.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε ως προς τα θέματα που θίγονταν με τους πιο πάνω λόγους έφεσης. Πρόσθετα από τα πρακτικά φαίνεται ότι η ΜΕ1 διά την εφεσίβλητη, ρωτήθηκε από το συνήγορό της εφεσείουσας 1/εναγόμενης 1 κατά πόσο το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς, τεκμ. 2 δόθηκε στην εφεσείουσα 1 και η απάντηση της ήταν καταφατική, συγκεκριμένα ότι ταχυδρομήθηκε στη δοθείσα από την εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1 διεύθυνση κατά την ημέρα που έγινε η συμφωνία.

 

2.   Το θέμα παρέμεινε μέχρι εκεί χωρίς αμφισβήτηση της ανωτέρω μαρτυρίας και χωρίς να παρουσιασθεί οιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία προς αντίκρουση. Η εφεσείουσα 2/εναγόμενη 2 κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ουδόλως έθιξε το θέμα.

 

3.  Από την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς προέκυπτε ότι τηρήθηκαν οι απαιτήσεις του Άρθρου 2 του Ν. 39(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε από το Ν.34(Ι)/2002 που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

4.  Επίσης ικανοποιούνταν και οι προϋποθέσεις που τίθενται από το Άρθρο 25 του ιδίου νόμου όπως αποκαλυπτόταν από την επιστολή της εφεσίβλητης ημερ. 8.3.2004, προς την εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης και στις δύο εφέσεις και ένατος λόγος στην έφεση 158/2010:

 

Η ισχυριζόμενη εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας.

[*1984]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ούτε αυτός ο λόγος μπορούσε να επιτύχει. Σύμφωνα με τη νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση.

 

2.  Αυτή συνιστά το αποτέλεσμα της κρίσης του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που δίδεται ενώπιόν του διά ζώσης.

 

3.  Η αξιολόγηση των όσων τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου σε καμία περίπτωση δεν κρινόταν πλημμελής και η καθοδήγησή του ήταν εντός των ορθών νομολογιακών πλαισίων.

 

Τρίτος λόγος έφεσης στην έφεση 158/2010:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία προερχόμενη από την εφεσίβλητη που επιβεβαίωνε τη θέση της εφεσείουσας 1 ότι η επίδικη ενοικιαγορά εξοφλήθηκε από την Ελβίρα Γεωργίου την 1.7.2003, εντούτοις παρέλειψε να αποφασίσει πάνω σ’ αυτή τη δικογραφημένη υπεράσπιση της εναγόμενης 1.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που αναφέρεται στη μαρτυρία της ΜΕ1 σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα όπως και στον ΜΥ1 σύζυγο της εφεσείουσας 1, ο οποίος κατέθεσε σχετικά, εντούτοις, άγνωστο γιατί, δεν εξέτασε στην απόφασή του τη μαρτυρία αυτή ούτε το θέμα που προκύπτει απ’ αυτή, σύμφωνα με τις θέσεις της εφεσείουσας 1.

 

2.  Η μαρτυρία ήταν ενώπιον του Ανωτάτου και το θέμα είναι νομικό και συνεπώς δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα εξέτασης της από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

3.  Σχετικό ήταν το Άρθρο 41 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 υπό τον τίτλο «Συνέπειες αποδοχής εκπλήρωσης από τρίτο».

 

4.  Στα περιστατικά της υπόθεσης η εφεσίβλητη αποδέχτηκε από τρίτο πρόσωπο, την Ελβίρα Γεωργίου, επιταγή, ως φαίνεται στο τεκμ. 12, προς πλήρη εξόφληση του οφειλόμενου ποσού βάσει της επίδικης ενοικιαγοράς με ρητή, γραπτή επί της αποδείξεως, επιφύλαξη ότι η «επιταγή πιστώνεται με την επιφύλαξη μέχρι την τελική εκκαθάριση».

 

5.  Επομένως εκείνο που μπορούσε με ασφάλεια να λεχθεί στα περι[*1985]στατικά της παρούσας υπόθεσης κάτω από τα δοσμένα γεγονότα, ήταν ότι δεν εξοφλήθηκε η επίδικη ενοικιαγορά εφ’ όσον η παραλαβή της επιταγής έγινε με ρητή επιφύλαξη ως προς την εκκαθάριση που δεν ακολούθησε ως είναι παραδεκτό.

 

Τρίτος και δεύτερος λόγος έφεσης στην 94/2010 και 158/2010:

 

Αναφορικά με το λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε την 22.4.2004 ενώ αυτή, σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία, τερματίστηκε στις 19.9.2003.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε με γραπτή επιστολή ημερ. 22.4.2004. Οι εφεσείουσες με τις εκθέσεις υπερασπίσεως τους αρνήθηκαν τον ισχυρισμό αυτό.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του προέβη σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 22.4.2004 τερμάτισε την επίδικη συμφωνία. Στηρίχθηκε στην ενώπιόν του μαρτυρία και κυρίως στις επιστολές της εφεσίβλητης της αυτής ημερομηνίας, που απεστάλησαν στις εφεσείουσες και εναγόμενη 3 αντίστοιχα.

 

3.  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τέθηκε μαρτυρία κατά το στάδιο της αντεξέτασης της ΜΕ1, ότι η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε και στις 19.9.2003 με επιστολή της εφεσίβλητης.

 

4.  Το ίδιο φαινόταν και σε κατάσταση λογαριασμού που ετοιμάστηκε από την εφεσίβλητη ημερ. 4.12.2003, τεκμ. 9 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να επιτρέψει στις εφεσείουσες κατά τη δίκη να προβάλουν για πρώτη φορά ζητήματα και θέσεις που δεν είχαν προηγουμένως δικογραφήσει.

 

6.  Ούτε το γεγονός ότι δεν ηγέρθη ένσταση στη λήψη της μαρτυρίας διαφοροποιεί ή δικαιολογεί παράβαση των Θεσμών.

 

7.  Ορθά συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης στη δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης για τους λόγους που αναφέρει στην απόφασή του και ορθό ήταν το εύρημά του ότι η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε στις 22.4.2004.

[*1986]Οι Υπόλοιποι λόγοι της έφεσης αρ. 94/2010:

 

Πέμπτος λόγος έφεσης:

 

Ήταν λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει εναντίον της εναγόμενης 1/εφεσείουσας 1 στην έφεση 158/2010, Διάταγμα παράδοσης των αντικειμένων της ενοικιαγοράς παραλείποντας να προβεί σε εύρημα ποιος ήταν ο κάτοχός τους, που δεν ήταν άλλη παρά η Ελβίρα Γεωργίου, που να σημειωθεί δεν είναι διάδικος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο λόγος αυτός ήταν αβάσιμος. Η εφεσίβλητη αναμφίβολα με βάση τη συμφωνία ενοικιαγοράς έχει δικαίωμα ως ιδιοκτήτρια να της επιστραφούν τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς.

 

2.  Επίσης σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ2, η εναγόμενη 1 εγγράφως αναγνώρισε την παραλαβή των επίπλων, αντικείμενο της ενοικιαγοράς.

 

3.  Η εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1 εναντίον της οποίας εξεδόθη το Διάταγμα παράδοσης δεν προσβάλλει αυτό με την έφεσή της. Το θέμα της κατοχής ή μη των αντικειμένων από την εναγόμενη 1 όπως και η σχέση δυνάμει της οποίας τρίτο πρόσωπο έχει στην κατοχή του το αντικείμενο της ενοικιαγοράς ήταν αδιάφορο στο στάδιο έκδοσης της απόφασης.

 

Έκτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά το σχετικό  τεκμήριο αναφορικά με τα αναγραφόμενα σ’ αυτό στοιχεία ότι δηλαδή δεν ανήκαν στην εναγόμενη 1/εφεσείουσα 1.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο από τις δύο εκδοχές που τέθηκαν ενώπιόν του επέλεξε και αποδέχτηκε διά τους λόγους που αναφέρονται στην απόφασή του την εκδοχή που παρουσίασαν οι μάρτυρες διά την εφεσίβλητη/ενάγουσα και ιδιαίτερα αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΕ2 ενώπιον του οποίου τέθηκαν στο τεκμ. 2 οι υπογραφές των εναγομένων/εφεσειουσών.

 

2.  Ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα [*1987]ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία και δεν υπήρχαν περιθώρια παρέμβασης.

 

Έβδομος λόγος έφεσης:

 

Ήταν λανθασμένη η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το επιδικασθέν ποσό προς όφελος της εφεσίβλητης καθ’ ότι η κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε απ’ αυτή, είχε ως βάση τερματισμού την ημερ. 19.9.2003 με αποτέλεσμα το αναφερόμενο ποσό σ’ αυτή να μη συμφωνεί με την απαίτησή της ως αυτή εμφαίνεται στην έκθεση απαίτησης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση το ποσό που επιδικάστηκε προς όφελος της εφεσίβλητης είναι €10.528,20 πλέον τόκο 12.50% επί ποσού €2.307,08 από 22.4.2004 και νόμιμο τόκο επί του ποσού των €8.221,12 από 21.7.2004.

 

2.  Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της ΜΕ1 οι εναγόμενες πλήρωσαν έναντι της οφειλής το ποσό των £773,51 με τον τερματισμό της ενοικιαγοράς και εν συνεχεία ουδέν ποσό πλήρωσαν με αποτέλεσμα να οφείλουν το ποσό των €10.528,20 πλέον τόκο προς 12.50% επί των καθυστερημένων ενοικίων από τη λήξη των άνω δόσεων και προς 8% επί μη ληγμένων ενοικίων (ημερ. τερματισμού) μέχρι εξόφλησης.

 

3.  Σύμφωνα με την ίδια, από την καταχώρηση της αγωγής ουδέν ποσό πληρώθηκε με αποτέλεσμα το οφειλόμενο ποσό να είναι αυτό που αναφέρεται στην παράγραφο 9(Α) της Έκθεσης Απαιτήσεως.

 

4.  Η μαρτυρία αυτή δεν αντικρούστηκε, έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και εκείνο που προέκυπτε ήταν ότι ακόμη και με την αντεξέταση ουσιαστικά δεν αμφισβητήθη αλλά περισσότερο διεσαφινίσθη.

 

5.  Στα περιστατικά της παρούσης υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθό στην κρίση του ότι το ποσό της απόφασης καλύπτετο από την Έκθεση Απαιτήσεως.

 

Όγδοος και ένατος λόγος έφεσης:

 

Λανθασμένα η πρωτόδικη απόφαση καταλήγει ότι συνήφθη έγκυρη συμφωνία ενοικιαγοράς και ότι η εφεσείουσα 2 εγγυήθηκε την εναγομένη 1 καθ’ ότι σύμφωνα με αυτή από τη μαρτυρία δεν απεδείχθη ότι το αντικείμενο της ενοικιαγοράς παρεδόθη στον ενοικιαγοραστή (ενα[*1988]γόμενη 1) και η εγγύηση της αφορούσε άλλο άτομο την Ελβίρα Γεωργίου και όχι την εναγόμενη 1.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι εν λόγω λόγοι έφεσης παραβλέπουν μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ειλικρινή και αξιόπιστη. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 17 της απόφασης του απορρίπτει τον ισχυρισμό της εφεσείουσας 2 ότι υπέγραψε το συμβόλαιο ενοικιαγοράς εν λευκώ και αποδέχεται ότι αυτό ήταν «δεόντως συμπληρωμένο και τα στοιχεία της πρωτοφειλέτιδας - εναγομένης 1 αναγράφοντο σε αυτό καθαρά.

 

2.  Επίσης αποδεκτή έγινε η μαρτυρία του ΜΕ2 ότι το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, έπιπλα, παραδόθηκαν στην πρωτοφειλέτιδα εναγόμενη 1, έναντι υπογραφής της. Το πραγματικό υπόστρωμα των λόγων έφεσης πάσχει και συνεπώς δεν μπορούσαν να επιτύχουν.

 

Υπόλοιποι λόγοι έφεσης αρ. 158/2010

 

Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα είναι ιδιοκτήτης του αντικειμένου της ενοικιαγοράς δεν δικαιολογείτο βάσει του τεκμ. 2, συμβολαίου ενοικιαγοράς.

 

1.  Με βάση τη νομολογία ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς.

 

2.  Το σύνηθες είναι να την αποκτούν από τον έμπορο του αντικειμένου καταβάλλοντας το τίμημα του, πλην της προκαταβολής όπου υπάρχει τέτοια. Και να συνάπτουν στη συνέχεια σύμβαση ενοικιαγοράς με τον πελάτη του εμπόρου με προοπτική την τελική μεταβίβαση της κυριότητας σε αυτόν.

 

3.  Το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς αποκαλύπτει στο πρόσωπό του όλα τα πιο πάνω και συνεπώς ούτε και ο λόγος αυτός μπορούσε να επιτύχει.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551,

[*1989]Manda Navigation Co Ltd v. Του πλοίου Mediterranean Sky (1995) 1 Α.Α.Δ. 472,

 

Interamerican Property and Casualty Ins. Co v. Ιωάννου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1224,

 

In re Romer & Haslam [1893] 2 Q.B. 286,

 

Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826,

 

Latifundia Properties Ltd v. Φάκη κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670,

 

Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

 

Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ ν. Παντελή κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 854,

 

Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τις Εναγόμενες 1 και 2 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7075/2004), ημερομ. 24/2/2010.

 

Γ. Κορφιώτης, για την Εφεσείουσα στην 94/2010.

 

Κ. Πουτζιουρής, για την Εφεσείουσα στην 158/2010.

 

Μ. Ναθαναήλ (κα) για Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη/ενάγουσα, ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οργανισμού Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ, δυνάμει Διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 13.12.2005, αξίωσε με την αγωγή της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εναντίον [*1990]τριών εναγομένων το ποσό των £4.834,95 οφειλόμενο δυνάμει ενοικιαγοράς πλέον τόκο. Περαιτέρω αιτήθηκε την έκδοση Διατάγματος εναντίον της εναγομένης 1 διά παράδοση των αντικειμένων της ενοικιαγοράς που ήταν έπιπλα και Διάταγμα διά την πώλησή τους με δημόσιο πλειστηριασμό προς ικανοποίηση της απαίτησης. Εναντίον της εναγομένης 3 εξεδόθη απόφαση λόγω μη εμφάνισης. Οι εναγόμενες 1 και 2 αντίστοιχα καταχώρισαν υπεράσπιση.

 

Η εφεσείουσα στην έφεση 158/2010 (εν τοις εφεξής «η εφεσείουσα 1») με την υπεράσπισή της πρόβαλε ότι ουδέποτε συνήψε την κατ’ ισχυρισμό ενοικιαγορά, ουδέποτε υπέγραψε τη σχετική συμφωνία ενοικιαγοράς, ουδέποτε αγόρασε ή παρέλαβε τα επίδικα έπιπλα και ότι η φερόμενη ως υπογραφή της στη συμφωνία είναι προϊόν πλαστογραφίας και οι παραστάσεις προς την εφεσίβλητη είναι προϊόν πλαστοπροσωπίας τρίτου προσώπου, ονόματι Ελβίρα Γεωργίου, η οποία κατέχει και τα έπιπλα. Με ανταπαίτηση της αξίωνε Δηλώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία είναι εικονική και/ή παράνομη και/ή άκυρη και/ή μη εκτελεστή.

 

Με την υπεράσπισή της, η εφεσείουσα στην έφεση αρ. 94/2010 (εν τοις εφεξής «η εφεσείουσα 2») πρόβαλε ότι υπέγραψε το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς εν λευκώ, ως εγγυήτρια της φίλης της, Ελβίρας Γεωργίου προκειμένου αυτή να αγοράσει τα επίδικα έπιπλα. Την «εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1» δεν την γνωρίζει και ουδέποτε την εγγυήθηκε.

 

Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση και το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε διά την εφεσίβλητη και απέρριψε τη μαρτυρία που δόθηκε για τις «εφεσείουσες 1 και 2», εξέδωσε απόφαση εναντίον τους για το ποσό των €10.528,20 πλέον τόκο προς 12.50% επί ποσού €2.307,08 από 22.4.04 και νόμιμο τόκο επί του ποσού των €8.221,12 από 21.7.04 πλέον έξοδα. Εναντίον της «εφεσείουσας 1» εξέδωσε επίσης τα διατάγματα για παράδοση και πώληση του αντικειμένου της ενοικιαγοράς.

 

Οι εφεσείουσες/εναγόμενες 2 και 1 με τις εφέσεις τους αρ. 94/2010 και 158/2010 αντίστοιχα προσβάλλουν με 9 λόγους έφεσης εκάστη, την πρωτόδικη απόφαση.

 

Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους στην έφεση υπ’ αριθμό 94/2010 και πρώτο λόγο στην έφεση υπ’ αριθμό 158/2010 το παράπονο που προβάλλεται είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε, δεν εξέτασε και δεν προέβη σε ευρήματα αναφορικά [*1991]με την τήρηση των προνοιών των Άρθρων 8 και 25 του περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμου, Ν. 39(Ι)/2001. Η μη τήρηση των άνω προνοιών καθιστά άκυρη τη συμφωνία σύμφωνα με τις εφεσείουσες. Ειδικότερα προβάλλουν ότι η εφεσίβλητη/ενάγουσα ως πιστωτής παρέλειψε κατά παράβαση του Άρθρου 8 του Ν. 39(Ι)/2001 κατά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας να δώσει πρωτότυπο ή αντίγραφο της συμφωνίας ή της σύμβασης εγγυήσεως και/ή δεν απέστειλε αυτές εντός 15 ημερών με συστημένη επιστολή αντίστοιχα στις εφεσείουσες.

 

Επίσης παραπονούνται ότι η εφεσίβλητη κατά παράβαση του Άρθρου 25 του ως άνω νόμου δεν τήρησε κατά τον τερματισμό της συμφωνίας τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού που προβλέπει την επίδοση ή αποστολή ειδοποίησης με συστημένη επιστολή στον καταναλωτή η οποία πρέπει ν’ αναφέρει τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες και πληροφορίες σε σχέση με τη συμφωνία ενοικιαγοράς, την παράβαση και τις συνέπειές της.

 

Η απάντηση της εφεσίβλητης είναι ότι το θέμα δεν ηγέρθηκε πρωτόδικα και ούτε αποτέλεσε επίδικο θέμα επί τη βάσει των δικογράφων.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τους πιο πάνω λόγους έφεσης και κρίνουμε ότι δεν μπορούν να επιτύχουν. Αμφότερες οι εφεσείουσες με τις εκθέσεις υπεράσπισής τους πρόβαλαν μεταξύ άλλων παρανομία και ακυρότητα της επίδικης ενοικιαγοράς.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ουδεμία μαρτυρία παρουσίασαν ως προς τα θέματα που θίγουν τώρα με τους πιο πάνω λόγους έφεσης. Πρόσθετα από τα πρακτικά φαίνεται ότι η ΜΕ1 διά την εφεσίβλητη, κα Μαρία Γιαννακού, ρωτήθηκε από το συνήγορό της εφεσείουσας 1/εναγόμενης 1 κατά πόσο το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς, τεκμ. 2 δόθηκε στην εφεσείουσα 1 και η απάντηση της ήταν καταφατική, συγκεκριμένα ότι ταχυδρομήθηκε στη δοθείσα από την εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1 διεύθυνση κατά την ημέρα που έγινε η συμφωνία. Το θέμα παρέμεινε μέχρι εκεί χωρίς αμφισβήτηση της ανωτέρω μαρτυρίας και χωρίς να παρουσιασθεί οιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία προς αντίκρουση. Η εφεσείουσα 2/εναγόμενη 2 κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ουδόλως έθιξε το θέμα. Η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς ημερ. 23.12.2002 είναι ενώπιόν μας και είμαστε ικανοποιημένοι ότι τηρήθηκαν οι απαιτήσεις του Άρθρου 2 του Ν. 39(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε από το Ν.34(Ι)/2002 που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επίσης κατά την εκτίμησή μας ικανοποιούνται και οι προϋπο[*1992]θέσεις που τίθενται από το Άρθρο 25 του ιδίου νόμου όπως αποκαλύπτεται από την επιστολή της εφεσίβλητης ημερ. 8.3.2004, τεκμ. 10 προς την εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1. Σ’ αυτήν αναφέρονται όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται από το Άρθρο 25(2)(α)-(στ) και καλείται ο μισθωτής, ήτοι η εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1, όπως εντός 21 ημερών από την παραλαβή της επιστολής άρει την παράβαση που συνίστατο στην καθυστέρηση πληρωμής δόσεων ύψους £307,28.

 

Με τον τέταρτο λόγο και στις δύο εφέσεις όπως και με τον ένατο λόγο στην 158/10 προσβάλλεται γενικά και αόριστα η αξιολόγηση της μαρτυρίας των όσων κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως λανθασμένη, αυθαίρετη και αντίθετη με τα νομολογιακά κριτήρια.

 

Εξετάσαμε με πολύ προσοχή τα όσα αναφέρθηκαν και κρίνουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να επιτύχει. Σύμφωνα με τη νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση. Αυτή συνιστά το αποτέλεσμα της κρίσης του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που δίδεται ενώπιόν του διά ζώσης.

 

Στην Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 555 λέχθηκαν τ’ ακόλουθα από το Εφετείο:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).

 

Παρ’ όλα ταύτα επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση των δεδομένων ήταν πλημμελής (βλ. Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθρεώτη & Συνεργάτες (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106, Στ. Αττεσλή κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., Π.Ε. 231/2009, ημερ. 25/10/13).»

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκαν δύο εκδοχές [*1993]και αυτό επέλεξε και αποδέχτηκε αυτή που πρόβαλαν οι μάρτυρες διά την εφεσίβλητη και κυρίως ο ΜΕ 2 κ. Ανδρέας Πέτρου που ήταν το πρόσωπο που προσωπικά γνώριζε ως κατέθεσε όλη την εξέλιξη των γεγονότων ως ο έμπορος που πώλησε, παρέδωσε και προέβη σε αίτηση προς την εφεσίβλητη χρηματοδότησης των επίδικων επίπλων. Αντίθετα απέρριψε τα όσα αναφέρθηκαν από τους ΜΥ και εφεσείουσα 2/εναγόμενη 2 διά τους λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και κρίνονται καθόλα βάσιμοι. Η αξιολόγηση των όσων τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου σε καμία περίπτωση δεν κρίνεται πλημμελής και η καθοδήγησή του ήταν εντός των ορθών νομολογιακών πλαισίων. Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας 1/εναγόμενης 1 ότι ο ΜΥ1 σύζυγος της εναγόμενης 1 «ήταν σχεδόν ο μοναδικός μάρτυρας με προσωπική γνώση όλων των γεγονότων» δεν είναι ορθή. Ολοι οι ισχυρισμοί του αναφορικά με την επίδικη ενοικιαγορά είχαν ως βάση τους, είτε την πληροφόρηση που έτυχε, ως ο ίδιος ανέφερε, από τη σύζυγό του/εναγόμενη 1 είτε υποθέσεις αναφορικά με τη συμπεριφορά της συζύγου του. Να σημειωθεί ότι η σύζυγος του εναγόμενη 1, δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο. Η απόρριψη της σχετικής μαρτυρίας του από το Δικαστήριο κρίνεται διά τους λόγους που αυτό αναφέρει στην απόφασή του πλήρως δικαιολογημένη και ορθή. Οι σχετιζόμενοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Σύμφωνα με τον 3ο λόγο έφεσης στην 158/2010, το πρωτόδικο Δικαστήριο, άνκαι υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία προερχόμενη από την εφεσίβλητη που επιβεβαίωνε τη θέση της εφεσείουσας 1 ότι η επίδικη ενοικιαγορά εξοφλήθηκε από την Ελβίρα Γεωργίου την 1.7.2003, εντούτοις παρέλειψε να αποφασίσει πάνω σ’ αυτή τη δικογραφημένη υπεράσπιση της εναγόμενης 1.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα 1 εισηγήθηκε ότι με βάση τη μαρτυρία της ΜΕ1 έγινε παραδοχή εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού δυνάμει της επίδικης ενοικιαγοράς και εξεδόθη η απόδειξη τεκμ. 12 με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη/ενάγουσα ν’ απωλέσει το αγώγιμο δικαίωμα της εναντίον της εφεσείουσας 1 δυνάμει των Άρθρων 4 και 6 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

 

Αντίθετη ήταν η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσίβλητη. Σύμφωνα με αυτήν ο επίδικος λογαριασμός δεν εξοφλήθηκε με την πιο πάνω επιταγή καθότι αυτή δεν τιμήθηκε.

 

Η εφεσείουσα 1 στην τροποποιημένη υπεράσπιση της, παραγρ. 4 ρητά ισχυρίζεται ότι:

[*1994]«…. σε επίσκεψή της στα γραφεία των εναγόντων στη Λευκωσία μαζί με την Ελβίρα Γεωργίου, οι ενάγοντες απεδέχθησαν από την Ελβίρα Γεωργίου πληρωμή του επίδικου συμβολαίου ενοικιαγοράς προς πλήρη και τελεία εξόφληση του, εκδίδοντας προς τούτο σχετική απόδειξη.»

 

Η εφεσίβλητη στην Τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση απαντά ως ακολούθως στην παράγρ. 7:

 

«Περαιτέρω οι ενάγοντες παραδέχονται ότι η πρωτοφειλέτιδα μαζί με κάποια Ελβίρα Γεωργίου επισκέφθηκε υπαλλήλους των εναγόντων και παρουσίασε αυτή (την Ελβίρα Γεωργίου) ως οικείο πρόσωπο της εναγομένης 1 με σκοπό την εξόφληση του συμβολαίου ενοικιαγοράς ημερ. 23.12.2002. Η επιταγή όμως που εξεδόθη προς όφελος των εναγόντων επεστράφη απλήρωτη. Επομένως, κανένα ποσόν δεν εξοφλήθηκε, ούτε από την εναγόμενη, ούτε από το οικείο της πρόσωπο ονόματι Ελβίρα Γεωργίου, και οι ενάγοντες ύστερα από επανειλημμένες άκαρπες προειδοποιήσεις προς την εναγόμενη με επιστολές ημερ. 8.3.2004 και 22.4.2004 για πληρωμή των καθυστερημένων δόσεων επαναλαμβάνουν την αξίωση τους στην παράγραφο 9Α και Β της Τροποποιημένης Εκθεσης Απαίτησής τους.»

 

Τα ίδια επαναλαμβάνει στην παράγρ. 13 και στην παράγρ. 15 ισχυριζόμενη τα ακόλουθα:

 

«Οι ενάγοντες αρνούνται και απορρίπτουν τους ισχυρισμούς της παραγράφου 4 της Υπεράσπισης της εναγομένης και επαναλαμβάνουν όλους τους ανωτέρω ισχυρισμούς τους αναφορικά με την δήθεν εξόφληση του οφειλομένου ποσού με επιταγή από την Ελβίρα Γεωργίου. Οι ενάγοντες περαιτέρω παραδέχονται ότι έλαβαν την επιταγή αλλά ουδέποτε προμήθευσαν την εναγομένη με εξοφλητική απόδειξη αναφορικά με το επίδικο χρέος της.»

 

Η ΜΕ1 Μύρνα Μιχαηλίδου, υπάλληλος της εφεσίβλητης αντεξεταζόμενη από τον συνήγορο της εφεσείουσας 1 δέχτηκε ότι την 1.7.2003 η Ελβίρα Γεωργίου επισκέφθηκε τα γραφεία της εφεσίβλητης και παρέδωσε σ’ αυτήν επιταγή για το ποσό των £4.431 ότε και εξεδόθη η απόδειξη ημερ. 1.7.2003, τεκμ. 12. Επίσης ανέφερε ότι η επιταγή δεν τιμήθηκε. Στην απόδειξη, τεκμ. 12, αναφέρεται ο αριθμός λογαριασμού 810-0-6194443, ως όνομα πελάτη, η Γεωργία Δημητρίου (εφεσείουσα 1), στις λεπτομέρειες γίνεται αναφορά σε έπιπλα και τέλος καταγράφεται η λέξη «εξόφληση». Επίσης αναγράφεται το όνομα του εκδότη της επιταγής, που ήταν η Ελβί[*1995]ρα Γεωργίου, ο αριθμός της επιταγής, το πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εξεδόθη και ασφαλώς το ποσό των £4.431. Επίσης φέρει σφραγίδα της εφεσίβλητης με ημερομηνία 1.6.2003.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που αναφέρεται στη μαρτυρία της ΜΕ1 σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα όπως και στον ΜΥ1 σύζυγο της εφεσείουσας 1, ο οποίος κατέθεσε σχετικά, εντούτοις, άγνωστο γιατί, δεν εξέτασε στην απόφασή του τη μαρτυρία αυτή ούτε το θέμα που προκύπτει απ’ αυτή, σύμφωνα με τις θέσεις της εφεσείουσας 1. Η μαρτυρία είναι ενώπιόν μας, συμφωνεί, το θέμα είναι νομικό και συνεπώς δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα εξέτασης της από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Το Άρθρο 41 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 κάτω από τον τίτλο «Συνέπειες αποδοχής εκπλήρωσης από τρίτο» προβλέπει:

 

«41. Αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης από τρίτο, δεν δύναται έπειτα να στραφεί προς εκτέλεση εναντίον του οφειλέτη.»

 

Στη Manda Navigation Co Ltd v. Του πλοίου Mediterranean Sky (1995) 1 Α.Α.Δ. 472 οι ενάγοντες παρέλαβαν από τρίτο πρόσωπο δύο επιταγές χωρίς διατύπωση οποιασδήποτε επιφύλαξης εκ μέρους τους με αντάλλαγμα απελευθέρωση του πλοίου, οι επιταγές δεν τιμήθηκαν. Αποφασίστηκε ότι η περίπτωση καλύπτεται πλήρως από τις πρόνοιες του Άρθρου 41 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και ότι οι ενάγοντες με την αποδοχή των επιταγών εγκατέλειψαν την αξίωσή τους εναντίον του εναγομένου πλοίου.

 

Στην Interamerican Property and Casualty Ins. Co v. Ιωάννου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1224, το εξετασθέν θέμα αφορούσε ασφαλιστική κάλυψη με όρο ανανέωσης μόνο εφόσον πληρωθεί και γίνει αποδεκτό το ασφάλιστρο. Η πληρωμή του έγινε με δυο επιταγές, η μια της ίδιας ημέρας και η άλλη ήταν μεταχρονολογημένη. Έγινε αποδοχή των επιταγών και εξεδόθη απόδειξη για την πρώτη χωρίς διατύπωση οποιασδήποτε επιφύλαξης. Η επιταγή δεν τιμήθηκε. Απεφασίσθη από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η παραλαβή των επιταγών σήμαινε την αποδοχή τους ως τρόπο πληρωμής του ασφαλίστρου με άμεση την ανανέωση του ασφαλίστρου.

 

Στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, vol. 1, σελ. 1597, παράγρ. 21-078 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Absolute payment. If the creditor accepts a negotiable [*1996]instrument in absolute satisfaction of the original debt, agreeing expressly or impliedly to take upon itself the risk of the instrument not being paid, the effect is to extinguish its right of action for the debt and to leave it without remedy except upon the instrument. It is a question of fact in each case whether the instrument was accepted as absolute payment or not.»

 

Στην In re Romer & Haslam [1893] 2 Q.B. 286, 296, o Lord Esher M.R. είπε τ’ ακόλουθα σχετικά:

 

«It is perfectly well-known law, which is acted upon in every form of mercantile business, that the giving of a negotiable security by a debtor to his creditor operates as a conditional payment only, and not as a satisfaction of the debt, unless the parties agree so to treat it. Such a conditional payment is liable to be defeated on non-payment of the negotiable instrument at maturity, and it is surprising that there can be at the present day any doubt as to the business result of such a transaction.»

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης η εφεσίβλητη αποδέκτηκε από τρίτο πρόσωπο, την Ελβίρα Γεωργίου, επιταγή, ως φαίνεται στο τεκμ. 12, προς πλήρη εξόφληση του οφειλόμενου ποσού βάσει της επίδικης ενοικιαγοράς με ρητή, γραπτή επί της αποδείξεως, επιφύλαξη ότι η «επιταγή πιστώνεται με την επιφύλαξη μέχρι την τελική εκκαθάριση». Επομένως εκείνο που μπορεί με ασφάλεια να λεχθεί στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης κάτω από τα δοσμένα γεγονότα, είναι ότι δεν εξοφλήθηκε η επίδικη ενοικιαγορά εφ’ όσον η παραλαβή της επιταγής έγινε με ρητή επιφύλαξη ως προς την εκκαθάριση που δεν ακολούθησε ως είναι παραδεκτό.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης ως ανωτέρω, απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο και δεύτερο λόγο έφεσης στην 94/2010 και 158/2010 αντίστοιχα, προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε την 22.4.2004 ενώ αυτή, σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία, τερματίστηκε στις 19.9.2003.

 

Η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης είναι ότι η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε με γραπτή επιστολή ημερ. 22.4.2004. Οι εφεσείουσες με τις εκθέσεις υπερασπίσεως τους αρνήθηκαν τον ισχυρισμό αυτό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του προέβη σε εύρη[*1997]μα ότι η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 22.4.2004 τερμάτισε την επίδικη συμφωνία. Στηρίχθηκε στην ενώπιόν του μαρτυρία και κυρίως στις επιστολές της εφεσίβλητης της αυτής ημερομηνίας, τεκμ. 8, 8(Α) και 8(Β) που απεστάλησαν  στις εφεσείουσες και εναγόμενη 3 αντίστοιχα. Είναι αλήθεια ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τέθηκε μαρτυρία κατά το στάδιο της αντεξέτασης της ΜΕ1, ότι η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε και στις 19.9.2003 με επιστολή της εφεσίβλητης, τεκμ. 11 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το ίδιο φαίνεται και σε κατάσταση λογαριασμού που ετοιμάστηκε από την εφεσίβλητη ημερ. 4.12.2003, τεκμ. 9 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Εξετάσαμε με προσοχή το όλο θέμα και εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να επιτρέψει στις εφεσείουσες κατά τη δίκη να προβάλουν για πρώτη φορά ζητήματα και θέσεις που δεν είχαν προηγουμένως δικογραφήσει. Ούτε το γεγονός ότι δεν ηγέρθη ένσταση στη λήψη της μαρτυρίας διαφοροποιεί ή δικαιολογεί παράβαση των Θεσμών. Ζητήματα και θέσεις που δεν δικογραφούνται δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη έστω και αν τέθηκαν στη μαρτυρία χωρίς ένσταση. (Βλ. Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826, Latifundia Properties Ltd v. Φάκη κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24). Ορθά συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης στη δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης για τους λόγους που αναφέρει στην απόφασή του και ορθό κρίνεται το εύρημά του ότι η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε στις 22.4.2004. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Υπόλοιποι λόγοι έφεσης αρ. 94/2010

 

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης αρ. 94/2010 προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει εναντίον της εναγόμενης 1/εφεσείουσας 1 στην έφεση 158/2010, Διάταγμα παράδοσης των αντικειμένων της ενοικιαγοράς παραλείποντας να προβεί σε εύρημα ποιος ήταν ο κάτοχός τους, που δεν ήταν άλλη παρά η Ελβίρα Γεωργίου, που να σημειωθεί δεν είναι διάδικος.

 

Είμαστε της γνώμης ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Η εφεσίβλητη αναμφίβολα με βάση τη συμφωνία ενοικιαγοράς έχει δικαίωμα ως ιδιοκτήτρια να της επιστραφούν τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς (βλ. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ ν. Παντελή κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 854). Επίσης σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ2, η εναγόμενη 1 εγγράφως [*1998]ανεγνώρισε την παραλαβή των επίπλων, αντικείμενο της ενοικιαγοράς. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι η εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1 εναντίον της οποίας εξεδόθη το Διάταγμα παράδοσης δεν προσβάλλει αυτό με την έφεσή της. Το θέμα της κατοχής ή μη των αντικειμένων από την εναγόμενη 1 όπως και η σχέση δυνάμει της οποίας τρίτο πρόσωπο έχει στην κατοχή του το αντικείμενο της ενοικιαγοράς ήταν αδιάφορο στο στάδιο έκδοσης της απόφασης. Συνακόλουθα ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά το τεκμ. 2, Συμφωνία Ενοικιαγοράς. Ειδικότερα η εφεσείουσα 2 παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά το άνω τεκμήριο αναφορικά με τα αναγραφόμενα σ’ αυτό στοιχεία ότι δηλαδή δεν ανήκαν στην εναγομένη 1/εφεσείουσα 1.

 

Πιστεύουμε ότι θα ήταν ορθό να καταγραφεί το κείμενο της απόφασης όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το όλο θέμα ως ακολούθως:

 

«Όσον αφορά την Εναγόμενη 1 από την αξιολόγηση της μαρτυρίας καταρρίπτεται η θέση της. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της πέρασε στους ώμους της μετά που η Ενάγουσα με τη δική της αποδεχτή μαρτυρία πέτυχε την απόδειξη των δικών της ισχυρισμών. Το γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 ουδέποτε υπήρξε νοσοκόμα όπως αναγράφεται στο Τεκμήριο 2, και αυτό αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου από την αναντίλεκτη μαρτυρία του Ν. Κουμή, και το γεγονός ότι περιγράφηκε από το σύζυγο της ως «παχιά και μελαχρινή» ενώ ο ΜΕ2 Α. Πέτρου είπε ότι η γυναίκα που συνάντησε και του παρουσιάστηκε ως Γεωργία ήταν κανονικού ύψους χωρίς να έχει κάτι το ιδιαίτερο και ότι ήταν συνηθισμένη, δεν αποτελούν στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης 1 εφόσον ο αριθμός πολιτικής ταυτότητας και η διεύθυνση της Εναγόμενης είναι ορθές, το θέμα των τηλεφώνων δεν έχει αποδειχτεί και με δεδομένη τη θέση με την οποία συμφωνά και η υπεράσπιση της Εναγόμενης 1 ότι η υπογραφή των συμβολαίων ουδέποτε έγινε στη Λευκωσία, ο σχετικός ισχυρισμός της υπεράσπισης της Εναγόμενης 1 είναι ότι η ίδια ουδέποτε πήγε στη Λευκωσία και ότι καθόλα τα σχετικά χρονικά διαστήματα ήταν στην Αραδίππου. Η θέση του ΜΕ2 ήταν ότι μαζί με την Ελβίρα Γεωργίου μετέβηκαν στο σπίτι της Εναγόμενης 1 στην Αραδίππου και εκεί υπέγραψε ο Εναγόμενη 1 ενώπιον του. Ούτε και το γεγονός ότι ο ΜΕ2 είπε ότι το σπίτι δεν ήταν πολυκατοικία και θυμόταν ότι ανέβηκαν κά[*1999]ποια σκαλιά σε σχέση με τη θέση του συζύγου της Εναγόμενης 1 ότι η κατοικία τους είναι τριώροφη δεν δημιουργεί εκείνο το βαθμό αμφιβολίας για να γίνει αποδεκτή η θέση της.»

 

Όπως νωρίτερα στην απόφασή μας αναφέραμε το πρωτόδικο Δικαστήριο από τις δύο εκδοχές που τέθηκαν ενώπιόν του επέλεξε και αποδέκτηκε διά τους λόγους που αναφέρονται στην απόφασή του την εκδοχή που παρουσίασαν οι μάρτυρες διά την εφεσίβλητη/ενάγουσα και ιδιαίτερα αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΕ2 ενώπιον του οποίου τέθηκαν στο τεκμ. 2 οι υπογραφές των εναγομένων/εφεσειουσών. Είμαστε της γνώμης ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία και δεν θα πρέπει να επέμβουμε. Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το επιδικασθέν ποσό προς όφελος της εφεσίβλητης καθ’ ότι η κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε απ’ αυτή είχε ως βάση τερματισμού την ημερ. 19.9.2003 με αποτέλεσμα το αναφερόμενο ποσό σ’ αυτή να μη συμφωνεί με την απαίτησή της ως αυτή εμφαίνεται στην έκθεση απαίτησης.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση το ποσό που επιδικάστηκε προς όφελος της εφεσίβλητης είναι «€10.528,20 πλέον τόκο 12.50% επί ποσού €2.307,08 από 22.4.2004 και νόμιμο τόκο επί του ποσού των €8.221,12 από 21.7.2004».

 

Η εφεσίβλητη με την Έκθεση Απαίτησής της αξίωνε:     

 

«(1) £4.834,95 σαν οφειλόμενο υπόλοιπο ενοικιαγοράς ή και σαν αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας ως ανωτέρω αναφέρεται πλέον τόκον προς 12.5% επί £405,20 (ληγμένα ενοίκια) από 26.6.2003 μέχρι εξοφλήσεως και Νόμιμο τόκο επί £4.406,41 (μη ληγμένα ενοίκια) από 22.4.2004 μέχρι εξοφλήσεως.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην έκδοση της πιο πάνω απόφασης αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι το ποσό που οφείλεται με βάση το συμβόλαιο, όπως έχει τεκμηριωθεί από την Ενάγουσα, δεν αμφισβητήθηκε από τους συνήγορους των Εναγομένων 1 και 2, ούτε και έχει υποβληθεί σε κανένα μάρτυρα της Ενάγουσας οτιδήποτε σε σχέση με το αξιούμενο ποσό και/ή [*2000]τις χρεώσεις και/ή τους τόκους και/ή το υπόλοιπο. Θέση των Εναγομένων 1 και 2 ήταν ότι δεν οφείλουν κανένα ποσό στην Ενάγουσα για τους λόγους που έχουν, με λεπτομέρεια, εκτεθεί πιο πάνω. Έτσι, σε περίπτωση που η υπεράσπιση τους αποτύχει το ποσό της αξίωσης παραμένει αδιαμφισβήτητο.»

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου διά το εξεταζόμενο θέμα κατέθεσε η ΜΕ1 Μαρία Γιαννακού, υπάλληλος της εφεσίβλητης στην παρακολούθηση της οποίας ήταν ο επίδικος λογαριασμός υπ’ αριθμό 810-0-6194443. Η ΜΕ1 παρουσίασε δύο καταστάσεις του λογαριασμού αυτού, τεκμ. 7 και 9. Το τελευταίο αφορούσε ανακατασκευασμένη κατάσταση λογαριασμού με ημερομηνία 4.12.2008 που ετοιμάστηκε με χρονική βάση τερματισμού της επίδικης ενοικιαγοράς την 22.4.2004. Σύμφωνα με αυτό (τεκμ. 9) και αποδεκτή μαρτυρία της ΜΕ1 οι εναγόμενες πλήρωσαν έναντι της οφειλής το ποσό των £773,51 με τον τερματισμό της ενοικιαγοράς και εν συνεχεία ουδέν ποσό πλήρωσαν με αποτέλεσμα να οφείλουν το ποσό των €10.528,20 πλέον τόκο προς 12.50% επί των καθυστερημένων ενοικίων από τη λήξη των άνω δόσεων και προς 8% επί μη ληγμένων ενοικίων (ημερ. τερματισμού) μέχρι εξόφλησης. Σύμφωνα με την ίδια από την καταχώρηση της αγωγής ουδέν ποσό πληρώθηκε με αποτέλεσμα το οφειλόμενο ποσό να είναι αυτό που αναφέρεται στην παράγραφο 9(Α) της Έκθεσης Απαιτήσεως. Η μαρτυρία αυτή είναι αλήθεια ότι δεν αντικρούστηκε, έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι ακόμη και με την αντεξέταση ουσιαστικά δεν αμφισβητήθη αλλά περισσότερο διεσαφινίσθη. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.α. ν. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246) ο εκμισθωτής σε περίπτωση τερματισμού αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεων ανάλογο προς τη ζημιά που υφίσταται. Εις τα περιστατικά της παρούσης υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθό στην κρίση του ότι το ποσό της απόφασης καλύπτεται από την Έκθεση Απαιτήσεως, παράγραφος 9(Α)(1) καθ’ ότι στο αιτούμενο ποσό προστίθεται «πλέον τόκος προς 12.5% από 26.6.2003 επί ποσού £405,20 (€692,32) και νόμιμος τόκος επί ποσού £4.406,41 (€7.528,70) από 22.4.2004 μέχρι εξοφλήσεως». Συνεπώς κρίνεται απορριπτέος και ο έβδομος λόγος έφεσης.

 

Με τους όγδοο και ένατο λόγους έφεσης η εφεσείουσα 2 προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ότι λανθασμένα καταλήγει ότι συνήφθη έγκυρη συμφωνία ενοικιαγοράς και ότι αυτή εγγυήθηκε την εναγομένη 1 καθ’ ότι σύμφωνα με αυτή από τη μαρτυρία δεν απεδείχθη ότι το αντικείμενο της ενοικιαγοράς παρεδόθη στον ενοικιαγοραστή (εναγόμενη 1) και η εγγύηση της αφορούσε άλλο [*2001]άτομο την Ελβίρα Γεωργίου και όχι την εναγόμενη 1. Δεν υπήρχε, όπως προβάλλει, ταύτιση βούλησης μεταξύ των μερών.

 

Εξετάσαμε και τους δύο λόγους έφεσης με προσοχή και κρίνουμε ότι αμφότεροι θα πρέπει ν’ απορριφθούν διά τον απλούστατο λόγο ότι παραβλέπουν μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ειλικρινή και αξιόπιστη. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 17 της απόφασης του απορρίπτει τον ισχυρισμό της εφεσείουσας 2 ότι υπέγραψε το συμβόλαιο ενοικιαγοράς εν λευκώ και αποδέχεται ότι αυτό ήταν «δεόντως συμπληρωμένο και τα στοιχεία της πρωτοφειλέτιδας – εναγομένης 1 αναγράφοντο σε αυτό καθαρά. Επίσης όπως ήδη έχει αναφερθεί, αποδεκτή έγινε η μαρτυρία του ΜΕ2 ότι το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, έπιπλα, παραδόθησαν στην πρωτοφειλέτιδα εναγόμενη 1, έναντι υπογραφής της. Το πραγματικό υπόστρωμα των λόγων έφεσης πάσχει και συνεπώς δεν μπορούν να επιτύχουν.

 

Υπόλοιποι λόγοι έφεσης αρ. 158/2010

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την ορθή ημερομηνία τερματισμού της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς που ήδη εξετάστηκε και απερρίφθη με την εξέταση των λόγων έφεσης αρ. 3 και 2 στις εφέσεις αρ. 94/2010 και 158/2010 αντίστοιχα και συνεπώς δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο παρά ν’ απορριφθεί.

 

Το ίδιο ισχύει και διά τον πέμπτο λόγο έφεσης ο οποίος στηρίζεται στην εισήγηση ότι η εφεσείουσα-εναγόμενη 1 ουδέν αντάλλαγμα ή αντιπαροχή έλαβε εφ’ όσον το αντικείμενο της ενοικιαγοράς δεν παρεδόθη σ’ αυτή. Όπως έχουμε προαναφέρει σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία τα έπιπλα παραδόθηκαν στην ίδια έναντι της υπογραφής της συνεπώς δεν τίθεται θέμα μη λήψεως ανταλλάγματος ή αντιπαροχής. Εάν αυτή διά λόγους που την αφορούσαν τα διέθεσε στην Ελβίρα Γεωργίου μετά την παραλαβή τους ουδόλως επηρεάζεται η εγκυρότητα της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Ο 5ος λόγος απορρίπτεται.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως μη ορθή καθ’ ότι

 

(α) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα είναι ιδιοκτήτης του αντικειμένου της ενοικιαγοράς δεν δικαιολογείται βάσει του τεκμ. 2, συμβολαίου ενοικιαγοράς.

 

(β) Το εύρημα ότι πληρώθηκε η προκαταβολή και δύο ενοίκια [*2002]μέχρι 23.10.2003 είναι αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

(γ) Το εύρημα ότι η εφεσίβλητη σύμφωνα με το τεκμ. 9 διεκδικεί το ποσό των €10.528,20 είναι σε αντίθεση με τη δικογραφημένη θέση για καθυστερημένες δόσεις.

 

Αναφορικά με τα υπό (β) και (γ) πιο πάνω απλά αναφέρεται ότι αυτοί εξετάστηκαν νωρίτερα στην απόφασή μας και απερρίφθησαν και συνεπώς δεν μπορούν να έχουν καμιά τύχη άλλη παρά την απόρριψή τους. Οσον αφορά το υπό (α) παρατηρούμε τα ακόλουθα:

 

Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432, στις 1436-1437 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς. Το σύνηθες είναι να την αποκτούν από τον έμπορο του αντικειμένου καταβάλλοντας το τίμημα του, πλην της προκαταβολής όπου υπάρχει τέτοια. Και να συνάπτουν στη συνέχεια σύμβαση ενοικιαγοράς με τον πελάτη του εμπόρου με προοπτική την τελική μεταβίβαση της κυριότητας σε αυτόν. ………..»

 

Το τεκμ. 2 συμβόλαιο ενοικιαγοράς αποκαλύπτει στο πρόσωπό του όλα τα πιο πάνω και συνεπώς ούτε και ο λόγος αυτός μπορεί να επιτύχει.

 

Τέλος οι λόγοι έφεσης με αριθμό 7 και 8 που αφορούν την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αποδοχή του τεκμ. 9, ανακατασκευασμένη κατάσταση λογαριασμού, ως το ποσό που έπρεπε να επιδικασθεί προς όφελος της εφεσίβλητης παρατηρούμε ότι αυτά ήδη έχουν εξετασθεί σε άλλο μέρος της απόφασής μας και απερρίφθησαν.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι αμφότερες οι εφέσεις θα πρέπει ν’ απορριφθούν.

 

Ως αποτέλεσμα οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο