Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Natalia Konovalova (2015) 1 ΑΑΔ 2052

ECLI:CY:AD:2015:D639

(2015) 1 ΑΑΔ 2052

[*2052]30 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

ΝΟΜΟ 97/1970,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ

ΝΑΤΑLIAS KONOVALOVA,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 436/2011)

 

 

Φυγόδικοι ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για έκδοση της εφεσίβλητης στη Ρωσική ομοσπονδία ― Κατά πόσον το Επαρχιακό Δικαστήριο απεφάνθη εσφαλμένα για το εφαρμοστέο κριτήριο περί του με βάση ποιο δίκαιο θα έπρεπε να κριθεί ότι συνιστούσε κολάσιμη πράξη η αποδιδόμενη στην εκζητούμενη, συμπεριφορά ― Κατά πόσον εσφαλμένα διαπίστωσε την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων και ότι η εφεσίβλητη δεν θα είχε δίκαιη δίκη σε περίπτωση έκδοσης της.

 

Φυγόδικοι ― Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος 97/1970 ― Ο κανόνας της διπλής εγκληματικότητας ― Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιβεβαιώνει την αρχή ότι το κριτήριο, κατά την απόφαση έκδοσης φυγοδίκου, δεν είναι το κατά πόσο το αδίκημα που αναφέρεται στο αλλοδαπό ένταλμα Σύλληψης είναι ουσιαστικά παρόμοιο με αδίκημα του ημεδαπού δικαίου δυνάμει του ημεδαπού νόμου, αλλά ότι η συμπεριφορά του φυγόδικου θα συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο.

 

Φυγόδικοι ― Ο κανόνας της διπλής εγκληματικότητας ― Το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας ικανοποιείται όταν η συμπεριφορά που κα[*2053]ταλογίζει η αιτήτρια χώρα σε ένα φυγόδικο, μεταφερόμενης στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο, στοιχειοθετεί πιθανότητα ενοχής για παραπομπή του σε δίκη σύμφωνα με το Άρθρο 94 της Ποινικής Δικονομίας.

 

Φυγόδικοι ― Η διαδικασία που διέπει την έκδοση φυγοδίκου ― Πρόκειται για μια ειδική διαδικασία προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου της αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου, με κύριο σκοπό τη διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων για την έκδοση του ― Περί διαπίστωσης ύπαρξης των απαιτούμενων προϋποθέσεων, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται αυστηρά στην τήρηση των κανόνων του Δικαίου της Απόδειξης που ισχύουν στο πλαίσιο εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων. 

 

Φυγόδικοι ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ισχυρισμοί σε διαδικασία έκδοσης εκζητουμένου, περί αλλότριων πολιτικών κινήτρων αιτούσας χώρας ― Δεν είναι αρκετό να εγείρονται υποψίες ύπαρξης τέτοιων κινήτρων, αλλά θα πρέπει το εκζητούμενο πρόσωπο να τεκμηριώσει με θετικό τρόπο στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, τη θέση του ότι όντως η δίωξη του γίνεται για αλλότρια πολιτικά κίνητρα.

 

Ύστερα από αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως εξουσιοδότησε την έναρξη διαδικασίας για έκδοση της εφεσίβλητης στις Ρωσικές Αρχές προκειμένου να δικαστεί για τα αδικήματα της συνομωσίας και της υπεξαίρεσης ξένης περιουσίας μεγάλης αξίας.

 

Η εφεσίβλητη έφερε ένσταση στην αίτηση και στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας που επακολούθησε κατέθεσαν για κάθε πλευρά δύο μάρτυρες. Για την αιτήτρια χώρα κατέθεσαν Λειτουργός του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (ΜΑ1) και Δόκτωρ Νομικών Επιστημών (ΜΑ2), ενώ για την εφεσίβλητη οι (MY1) και (ΜΥ2), ειδικός στη σύγχρονη ρωσική πολιτική ο πρώτος και ειδικός σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο δεύτερος.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδίκασε την αίτηση, αφού μελέτησε τα σχετικά κατατεθέντα έγγραφα από τη ΜΑ1 και αφού ανάλυσε τη μαρτυρία των προαναφερθέντων τριών εμπειρογνωμόνων, έκρινε πως η αίτηση δεν ήταν συμβατή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων - η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον ομότιτλο Νόμο 95/1970 για τους ακόλουθους λόγους:

 

1.  Δεν είχε αποκαλυφθεί η ύπαρξη των αδικημάτων της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις καθ’ ον [*2054]χρόνο οι πράξεις αυτές αποδίδονταν στην καθ’ ης η αίτηση σύμφωνα με το Δίκαιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ώστε να διατασσόταν η έκδοση της για τα εν λόγω αδικήματα.

 

2.  Δεν είχε αποκαλυφθεί η διάπραξη του εναπομείναντος αδικήματος της κλοπής εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο και με βάση τον κανόνα της διπλής εγκληματικότητας.

 

3.  Οι κατηγορίες που αποδίδονται στην καθ’ ης η αίτηση διέπονται από αλλότρια πολιτικά κίνητρα, κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης και

 

4.  Σε περίπτωση έκδοσης της καθ’ ης η αίτηση στη Ρωσική Ομοσπονδία, ελλόχευε σοβαρός λόγος ότι δεν θα έχει δίκαιη δίκη.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την ως άνω απόφαση.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ως προς τη μη αποκάλυψη των αδικημάτων της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις και τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η κρίση ότι οι κατηγορίες που αποδίδονται στην εφεσίβλητη διέπονται από αλλότρια κίνητρα και σε περίπτωση έκδοσης της ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος να μην τύχει δίκαιης δίκης.

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο  εσφαλμένα δέχτηκε συμπληρωματική έκθεση του (ΜΥ1) στο στάδιο της αντεξέτασης, αναζήτησε μαρτυρία σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, κρίνοντας μάλιστα και τον (ΜΑ2) αναξιόπιστο.

 

δ)  Εσφαλμένα αποδέχτηκε από τη μαρτυρία του (ΜΥ2) ότι «η Υukos έχει υποθέσεις εναντίον της Ρωσικής Κυβέρνησης στο ΕΔΑΔ και σε διαιτησία τις οποίες κερδίζει», εσφαλμένα αποδέχτηκε τη θέση των ΜΥ ότι υπάρχει ποινική υπόθεση στη Ρωσική Ομοσπονδία που αποτελεί την «υπόθεση Yukos» και ότι η παρούσα συνδέεται με την υπόθεση αυτή και η δίωξη της εφεσίβλητης γίνεται για πολιτικούς λόγους.

 

ε)  Εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Κhondorkovsky, κρίνοντας πως σε διαδικασίες έκδοσης το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης πολιτικών κινήτρων είναι χαμηλό[*2055]τερο και εσφαλμένα βασίστηκε στη μαρτυρία των ΜΥ για να αποφασίσει ότι υπήρχαν πολιτικά κίνητρα και η εφεσίβλητη δεν θα είχε δίκαιη δίκη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε. Καθοριστικό για την έκδοση φυγόδικου είναι το δίκαιο της χώρας από την οποία επιζητείται η έκδοσή του σε συσχετισμό με τα αδικήματα που στοιχειοθετεί η μαρτυρία, τηρουμένου βεβαίως του στοιχείου της διπλής εγκληματικότητας το οποίο είναι πάντα αλληλένδετο με το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος.

 

2.  Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση, στα έγγραφα που διαβίβασε η Ρωσική Ομοσπονδία στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως δεν γίνεται παραπομπή στις νομοθετικές διατάξεις που ίσχυαν στη Ρωσική Ομοσπονδία κατά το χρόνο διάπραξης των κατ’ ισχυρισμό εγκλημάτων, αλλά παραπομπή σε μεταγενέστερο νόμο - στο Άρθρο 174.1 όπως τροποποιήθηκε στις 7.4.10 - και ενόψει τούτου ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα και αποφάσισε ότι με την παραπομπή αυτή δεν αποκαλύφθηκαν τα καταλογιζόμενα στην εφεσίβλητη εγκλήματα της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις κατά το χρόνο διάπραξής τους.

 

3.  Κατά συνέπεια η αιτήτρια χώρα, η Ρωσική Ομοσπονδία, δεν ικανοποίησε βασική προϋπόθεση του Άρθρου 12(1)(β) της Σύμβασης και η νομολογία στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος του εφεσείοντα δεν διαφοροποιούσε την κατάσταση επί του ζητήματος.

 

4.  Αναφορικά με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του δεν είχε αποκαλυφθεί το αδίκημα της κλοπής σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, προέκυπτε ότι καταλογίστηκε με βάση τον κανόνα της διπλής εγκληματικότητας, στην εφεσίβλητη ότι συνωμότησε με αξιωματούχους άλλων εταιρειών - κυρίως με το διευθυντή της Tomskeft Sergei Shimkevich - και από κοινού προέβαιναν στην πώληση πετρελαίου που παρήγατε η εταιρεία Tomskeft προς την εταιρεία της εφεσίβλητης Rekma σε τιμή κάτω από την πραγματική και στη συνέχεια πωλούσαν το προϊόν αυτό στην εταιρεία ΕΟ Ucos-M στην πραγματική τιμή, προξενώντας με αυτό τον τρόπο τεράστια ζημιά στην Tomskeft  και αποκομίζοντας οι ίδιοι αντίστοιχο (επιλήψιμο) κέρδος.

 

5.  Σύμφωνα με την εφεσείουσα, το σφάλμα του πρωτόδικου Δικα[*2056]στηρίου, έγκειτο στο ότι δεν δέχτηκε ως δεδομένα τα γεγονότα τα οποία διαβιβάστηκαν από την αιτούσα χώρα.

 

6.  Ο λόγος έφεσης ευσταθούσε. Το ότι η συμπεριφορά που καταλογίζεται από τις Δικαστικές Αρχές της Ρωσίας στην εφεσίβλητη συνιστά κολάσιμη πράξη - κλοπή - κατά το ποινικό δίκαιο της χώρας αυτής, δεν είναι θέμα που τίθεται προς εξέταση εφόσον αυτό εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ρωσικών δικαστικών αρχών και ως εκ τούτου ήταν ορθή η θέση της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να θεωρηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεδομένο ότι η εν λόγω συμπεριφορά κατά το δίκαιο της Ρωσίας είναι κολάσιμη.

 

7.  Ούτε θα διαφοροποιούσε την κατάσταση ως προς το ζήτημα αυτό εάν το αδίκημα της κλοπής κατά το ρωσικό ποινικό δίκαιο είναι ή όχι ουσιαστικώς παρόμοιο με το αδίκημα της κλοπής του ημεδαπού δικαίου.

 

8.  Το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση φυγόδικου, ικανοποιείται όταν η καταλογιζόμενη στο εκζητούμενο πρόσωπο συμπεριφορά συνιστά αδίκημα και σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο.

 

9.  Με βάση τη νομολογία, το κριτήριο, κατά την απόφαση έκδοσης φυγοδίκου, δεν είναι το κατά πόσο το αδίκημα που αναφέρεται στο αλλοδαπό ένταλμα Σύλληψης είναι ουσιαστικά παρόμοιο με αδίκημα του ημεδαπού δικαίου δυνάμει του ημεδαπού νόμου, αλλά ότι η συμπεριφορά του φυγόδικου θα συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο.

 

10. Eρώτημα που θα πρέπει να αποφασίζεται από τα Δικαστήρια της αιτούμενης χώρας με βάση το κριτήριο που έχει τεθεί στην απόφαση Hachem (κατωτέρω). Κατά πόσο, δηλαδή, η προσαχθείσα μαρτυρία, απαλλαγμένη από τα μη αποδεκτά μέρη της και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αντιφατική μαρτυρία, τεκμηριώνει πιθανή υπόθεση ενοχής ώστε η μαρτυρία αυτή να στοιχειοθετεί υπόθεση για παραπομπή του φυγόδικου σε δίκη βάσει του Άρθρου 94 της Ποινικής Δικονομίας.

 

11. Και αυτό, όπως παρατηρήθηκε per curiam στην εν λόγω απόφαση, στη βάση φιλελεύθερης ερμηνείας του ημεδαπού (ποινικού) δικαίου προς ευόδωση του στόχου της καταπολέμησης του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα.

 

12. Στη βάση των πιο πάνω αρχών, είναι σαφές ότι το στοιχείο της δι[*2057]πλής εγκληματικότητας ικανοποιείται όταν η συμπεριφορά που καταλογίζει η αιτήτρια χώρα σε ένα φυγόδικο, μεταφερόμενης στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο, στοιχειοθετεί πιθανότητα ενοχής για παραπομπή του σε δίκη σύμφωνα με το Άρθρο 94 της Ποινικής Δικονομίας.

 

13. Ουσιώδες στοιχείο της συμπεριφοράς την οποία οι ρωσικές δικαστικές αρχές καταλόγιζαν στην εφεσίβλητη, ήταν η πρόκληση με δόλιο τρόπο τεράστιας ζημίας στην Tomskeft (1.571.007.847,56 ρουβλιών) την οποία οικειοποιήθηκαν παράνομα οι συμμετέχοντες στη συνομωσία.

 

14. Είναι πρόδηλο ότι, μεταφερόμενης της συμπεριφοράς αυτής στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο, αποκαλύπτεται πιθανότητα ενοχής για το αδίκημα της κλοπής του Άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα εφόσον εγείρεται ζήτημα αποκόμισης χρηματικού οφέλους - το οποίο βεβαίως μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής - με δόλιο τρόπο και κατά συνέπεια στοιχειοθετείται και κατά το ημεδαπό δίκαιο υπόθεση για παραπομπή της σε δίκη σύμφωνα με το Άρθρο 94 της Ποινικής Δικονομίας.

 

15. Έσφαλε επί του προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας ότι η υπό κρίση συμπεριφορά δεν αποκαλύπτει το αδίκημα της κλοπής του Άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα εφόσον εξέλαβε την ανυπαρξία προκαθορισμένης τιμής πώλησης του πετρελαίου ως του μόνου στοιχείου για αιτιολόγηση της κρίσης του, παραβλέποντας τα επιπρόσθετα στοιχεία - δόλος και αποκόμιση με επιλήψιμο τρόπο οικονομικού οφέλους σε βλάβη της Tomskeft - που συνθέτουν την καταλογιζόμενη στην εφεσίβλητη συμπεριφορά και ως εκ τούτου ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

16. Αναφορικά με την ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί δεύτερη έκθεση εμπειρογνωμοσύνης κατά το στάδιο της αντεξέτασης, ο εν λόγω λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε.

 

17. Η διαδικασία που διέπει την έκδοση φυγοδίκου ρυθμίζεται από τον σχετικό ημεδαπό νόμο και πρόκειται για μια ειδική διαδικασία. Για τη διαπίστωση ύπαρξης των απαιτούμενων προϋποθέσεων, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται αυστηρά στην τήρηση των κανόνων του Δικαίου της Απόδειξης που ισχύουν στο πλαίσιο εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων.

 

18. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να επιτρέψει την [*2058]κατάθεση της επίδικης έκθεσης ως τεκμηρίου εφόσον  ήταν σχετική  με τον κύριο σκοπό της διαδικασίας και επομένως δεν ήταν νομικά ανεπίτρεπτο - όπως ήταν η θέση της συνηγόρου του εφεσείοντα - η αποδοχή της για κατάθεση και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης ήταν απορριπτέος.

 

19. Αναφορικά με τους λόγους έφεσης σχετικά με την πρωτόδικη κρίση ότι οι κατηγορίες που αποδίδονται στην εφεσίβλητη διέπονται από αλλότρια πολιτικά κίνητρα κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης και σε περίπτωση έκδοσής της υπάρχει σοβαρός λόγος ότι δεν θα έχει δίκαιη δίκη, όποτε εγείρεται θέμα πως η δίωξη ενός προσώπου γίνεται για πολιτικά ή αλλότρια κίνητρα το βάρος απόδειξης το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο.

 

20. Το ότι το ΕΔΑΔ επεσήμανε ότι το επίπεδο απόδειξης τέτοιου ισχυρισμού ενώπιον του είναι υψηλό και μπορεί να διαφέρει από το επίπεδο απόδειξης που εφαρμόζουν τα διάφορα εθνικά δικαστήρια, δεν μεταθέτει το βάρος απόδειξης στην αιτούσα χώρα, το οποίο πάντοτε το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο και το οποίο αποσείεται με την τεκμηρίωση ύπαρξης «σοβαρών λόγων» ότι η δίωξη του γίνεται για πολιτικά ή αλλότρια κίνητρα.

 

21. Εγείρεται επομένως ερώτημα για το επίπεδο απόδειξης τέτοιων ισχυρισμών σύμφωνα με το κυπριακό εθνικό δίκαιο, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά αυτό που ισχύει σε ποινική διαδικασία όταν το βάρος απόδειξης ενός ισχυρισμού το φέρει ο κατηγορούμενος.

 

22. Και αυτό, όπως είναι γνωστό, αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ώστε σ’ ότι αφορά τη διαδικασία έκδοσης φυγόδικου να δίνεται περιεχόμενο στην έννοια του όρου «σοβαροί λόγοι» που προνοείται από το Άρθρο 3 της Σύμβασης για τη μη έκδοση του.

 

23. Με αυτό ως δεδομένο, το όλο θέμα για το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν κατά πόσο η διαβεβαίωση των ρωσικών αρχών ήταν ή όχι ικανή να εξαλείψει τις υποψίες του ότι η εφεσίβλητη θα είχε δίκαιη δίκη σε περίπτωση έκδοσης της, αλλά αν αυτή είχε αποσείσει το βάρος απόδειξης στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι δεν θα είχε δίκαιη δίκη εφόσον η δίωξη της είχε ως κρυφή ατζέντα πολιτικά κίνητρα.

 

24. Δεν είναι αρκετό να εγείρονται υποψίες ύπαρξης τέτοιων κινήτρων, αλλά θα πρέπει ο φυγόδικος να τεκμηριώσει με θετικό τρό[*2059]πο στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων τη θέση του ότι όντως η δίωξη του γίνεται για αλλότρια πολιτικά κίνητρα.

 

25. Υπό τα περιστατικά της παρούσας περίπτωσης, είναι κοινός τόπος ότι η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην πολιτική, δεν ανήκε σε πολιτικό κόμμα και ούτε είχε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τη Ρωσική Κυβέρνηση.

 

26. Κάτω από αυτά τα δεδομένα η οποιαδήποτε δίωξη στη Ρωσία προσώπων που είχαν πολιτική δραστηριότητα και τα οποία είχαν, άμεσα ή έμμεσα, εμπλοκή στα ποινικά αδικήματα που καταλογίζονται στην εφεσίβλητη, δεν ήταν ικανή αφ’ εαυτής να τεκμηριώσει και τη θέση της ότι η δίωξη της γίνεται για αλλότρια πολιτικά κίνητρα.

 

27. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να συνδέσει την ενώπιον του υπόθεση με την «υπόθεση Yucos» και λόγω της σύνδεσης στην οποία προέβη, να καταλήξει όπως κατέληξε, στηριζόμενο μόνο σε υποψίες.

 

Η έφεση επέτυχε. Εκδόθηκε διάταγμα έκδοσης της εφεσίβλητης στη Ρωσική Ομοσπονδία.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Mechanov (Aρ. 2) (2001) 1(B) A.A.Δ. 1228,

 

Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856,

 

Ιn Re Atapina (2002) 1(B) A.A.Δ. 1208,

 

Αtapina v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1509,

 

Νurmanide Bacai v. Governor of Brixton Prison [1999] WL 8095,

 

Golov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1109,

 

Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1964,

 

In re El-Bustani (1991) 1 A.A.Δ. 736,

 

Ηachem (1991) 1 A.A.Δ. 723,

 

[*2060]In re Kadre [2005] WL 1902450,

 

Kotlyarenko v. Διευθυντή Φυλακών (2011) 1 Α.Α.Δ. 505,

 

Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2261,

 

Κhodorkovsky v. Russia ΕΔΑΔ ημερ. 31.5.11,

 

R v. Governor of Pentonville Prison, ex p. Fernandez [1971] 2 All E.R. 24.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Εφραίμ, Α.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 5/2010), ημερομ. 21/10/2011.

 

Ελ. Λοϊζίδου (κα) με Μ. Κωνσταντίνου και Π. Πασπαλίδου (κα) Ασκούμενους Δικηγόρους, για τον Εφεσείοντα.

 

Γ. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως εξουσιοδότησε την έναρξη διαδικασίας για έκδοση της Natalia Konovalova στις Ρωσικές Αρχές προκειμένου να δικαστεί για τα αδικήματα της συνομωσίας και της υπεξαίρεσης ξένης περιουσίας μεγάλης αξίας.

 

Η Konovalova έφερε ένσταση στην αίτηση και στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας που επακολούθησε κατέθεσαν για κάθε πλευρά δύο μάρτυρες. Για την αιτήτρια χώρα κατέθεσαν η Λειτουργός του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως Μ. Μούντη (ΜΑ1) και ο Δόκτωρ Νομικών Επιστημών Alexander Halioulin (ΜΑ2), ενώ για την Konovalova οι Richard Sakwa (MY1) και William Bowring (ΜΥ2), ειδικός στη σύγχρονη ρωσική πολιτική ο πρώτος και ειδικός σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο δεύτερος.

 

H ευπαίδευτη Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμε[*2061]σού, η οποία εκδίκασε την αίτηση, αφού μελέτησε τη δέσμη εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον της από τη ΜΑ1 και αφού ανάλυσε τη μαρτυρία των προαναφερθέντων τριών εμπειρογνωμόνων, έκρινε πως η αίτηση δεν ήταν συμβατή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων (στο εξής η Σύμβαση) – η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον ομότιτλο Νόμο 95/1970 –για τέσσερις λόγους. Τους ακόλουθους:

 

1. Δεν έχει αποκαλυφθεί η ύπαρξη των αδικημάτων της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις καθ’ ον χρόνο – δηλαδή από το Μάρτιο του 2005 μέχρι και το Μάιο του 2006 – οι πράξεις αυτές αποδίδονταν στην καθ’ ης η αίτηση σύμφωνα με το Δίκαιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας ώστε να διαταχθεί η έκδοση της για τα εν λόγω αδικήματα.

 

2. Δεν έχει αποκαλυφθεί η διάπραξη του εναπομείναντος αδικήματος της κλοπής εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο και με βάση τον κανόνα της διπλής εγκληματικότητας.

 

3. Οι κατηγορίες που αποδίδονται στην καθ’ ης η αίτηση διέπονται από αλλότρια πολιτικά κίνητρα, κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης και

 

4. Σε περίπτωση έκδοσης της καθ’ ης η αίτηση στη Ρωσική Ομοσπονδία, ελλοχεύει σοβαρός λόγος ότι δεν θα έχει δίκαιη δίκη.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί ότι η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για έκδοση της Konovalova (στο εξής η εφεσίβλητη) είναι εσφαλμένη και με την υπό κρίση έφεση ζητά τον παραμερισμό της στη βάση εννέα λόγων. Aπ’ αυτούς, οι δύο πρώτοι άπτονται της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης ως προς τη μη αποκάλυψη των αδικημάτων της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις (1ος λόγος έφεσης) και της διάπραξης του αδικήματος της κλοπής (2ος λόγος έφεσης), ενώ οι υπόλοιποι έχουν στο στόχαστρο τους στοιχεία της πρωτόδικης απόφασης βάσει των οποίων κρίθηκε ότι οι κατηγορίες που αποδίδονται στην εφεσίβλητη διέπονται από αλλότρια κίνητρα και σε περίπτωση έκδοσης της ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος να μην τύχει δίκαιης δίκης. Συγκεκριμένα καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα (α) δέχτηκε συμπληρωματική έκθεση του Sakwa (ΜΥ1) στο στάδιο της αντεξέτασης (3ος λόγος έφεσης), (β)  αναζήτησε μαρτυρία σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, κρίνοντας μάλιστα και τον Halioulin (ΜΑ2) αναξιόπιστο (4ος λόγος έφεσης), (γ) αποδέχτηκε από τη μαρτυρία του Bowring (ΜΥ2) ότι «η Υukos έχει υποθέσεις εναντίον της Ρωσικής Κυβέρνησης στο ΕΔΑΔ και σε διαιτησία τις οποίες κερδίζει» (5ος λόγος έφεσης), (δ) αποδέχτηκε τη θέση των ΜΥ ότι υπάρχει ποινική υπόθεση στη Ρωσική Ομοσπονδία που αποτελεί την «υπόθεση Yukos» (6ος λόγος έφεσης) και ότι η παρούσα συνδέεται με την υπόθεση αυτή και η δίωξη της εφεσίβλητης γίνεται για πολιτικούς λόγους (7ος λόγος έφεσης), (ε) δεν έλαβε υπόψη του την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Κhondorkovsky, κρίνοντας πως σε διαδικασίες έκδοσης το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης πολιτικών κινήτρων είναι χαμηλότερο (8ος λόγος έφεσης) και (δ) εσφαλμένα βασίστηκε στη μαρτυρία των ΜΥ για να αποφασίσει ότι υπήρχαν πολιτικά κίνητρα και η εφεσίβλητη δεν θα είχε δίκαιη δίκη (9ος λόγος έφεσης).

 

Όπως γίνεται αντιληπτό οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης άπτονται των διαδικαστικών προϋποθέσεων που προνοούνται από το Άρθρο 12(2)(β)* της Σύμβασης, η μη τήρηση των οποίων οδηγεί σε απόρριψη αίτησης για έκδοση εκζητούμενου προσώπου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επί του προκειμένου, έκρινε ότι σε σχέση με το αδίκημα της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων δεν ικανοποιούνταν οι πρόνοιες της υποπαραγράφου 2(β). Και αυτό μετά από προσεκτική – όπως σημείωσε – ανάγνωση των εγγράφων που κατέθεσε η ΜΑ1, τα οποία σύμφωνα με την πρωτόδικο Δικαστή «… προκαλούν μία ασαφή εικόνα προς το Δικαστήριο αναφορικά [*2063]με το ισχύον νομικό καθεστώς κατά το χρόνο που αποδίδεται η αξιόποινη συμπεριφορά στην καθ’ ης η αίτηση».  Προέχει, επομένως, η αναφορά στο περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων ώστε να γίνει κατανοητή τόσο η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος, όσο και οι σχετικές θέσεις που προώθησε ο εφεσείοντας στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Αφετηρία για καταδίωξη της εφεσίβλητης αποτέλεσε απόφαση ανώτερου ανακριτή της Γενικής Εισαγγελίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ημερ. 15.12.06, με την οποία καταλογίστηκε στην εφεσίβλητη η διάπραξη των αδικημάτων της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις κατά παράβαση του Άρθρου 174-1 του μέρους 4 του Ομοσπονδιακού Νόμου 162-0Ν ημερ. 8.12.03, καθώς επίσης και της κλοπής ξένης περιουσίας εξαιρετικά μεγάλου ύψους που της εμπιστεύτηκε οργανωμένη ομάδα, κατά παράβαση του Άρθρου 160 του μέρους 4 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τα αδικήματα, σύμφωνα με την απόφαση, διαπράχθηκαν από το Μάρτιο του 2005 μέχρι και το Μάιο του 2006, περίοδο κατά την οποία η εφεσίβλητη κατείχε τη θέση της διευθύντριας της εταιρείας Rekma την οποία καταχράστηκε και σε συνεργασία με αξιωματούχους άλλων εταιρειών υπεξαίρεσε ξένη περιουσία μεγάλης αξίας. Δηλαδή, από κοινού με αξιωματούχους άλλων εταιρειών προέβαιναν στην πώληση πετρελαίου που παρήγαγε η εταιρεία Tomskeft BNK προς την Rekma σε τιμή κάτω από την πραγματική και στη συνέχεια πωλούσαν το προϊόν στην εταιρεία ΕΟ Ucos-M στην πραγματική τιμή. Συγκεκριμένα, της καταλογίζεται ότι ως διευθύντρια της Rekma συνήψε πλασματική – όπως χαρακτηρίζεται από τις ρωσικές δικαστικές αρχές - συμφωνία με το διευθυντή της Tomskeft Sergei Shimkevich, με την υλοποίηση της οποίας η Rekma αγόρασε 1.003.200 τόνους πετρελαίου σε αδικαιολόγητα χαμηλή τιμή – 4.983 ρούβλια τον τόνο αντί 6.000 ρούβλια τον τόνο – και στη συνέχεια πωλούσαν το πετρέλαιο στην ΕΟ Ucos-M στην πραγματική τιμή των 6.000 ρούβλια τον τόνο. Με τον τρόπο αυτό, αναφέρεται στην απόφαση, τα μέλη της παράνομης ομάδας, στην οποία συμμετείχε η εφεσίβλητη, προξένησαν συνολική ζημία στη Tomskeft 1.571.007.847,56 ρουβλιών ενώ τα ίδια αποκόμισαν κέρδος ανερχόμενο στο ποσό των 36.279.000 ρουβλιών το οποίο και νομιμοποίησαν με διάφορες συναλλαγές.

 

Κατά το χρόνο λήψης της πιο πάνω απόφασης, στις 15.12.06, η εφεσίβλητη βρισκόταν εκτός των συνόρων της Ρωσικής Ομοσπονδίας και στις 22.9.08 αποφασίστηκε η διεθνής καταδίωξη της προκειμένου να δικαστεί για το αδίκημα του Άρθρου 174 του Ομοσπονδιακού Νόμου ημερ. 8.12.03. Ακολούθησε, στις 20.10.10, Από[*2064]φαση/Βούλευμα για ποινική δίωξη της εφεσίβλητης για τη διάπραξη εγκλημάτων που προβλέπονται στο Άρθρο 33 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην παραλλαγή του Ομοσπονδιακού Νόμου της 8.12.03 και στο Άρθρο 174.1 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην παραλλαγή του Ομοσπονδιακού Νόμου της 7.4.10.

 

Κατ’ ακολουθία της Απόφασης/Βούλευμα ημερ. 20.10.10, ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας της Ρωσικής Ομοσπονδίας απηύθυνε, στις 18.11.10, επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως για έκδοση της εφεσίβλητης για να δικαστεί για τα προαναφερθέντα αδικήματα βάσει του Άρθρου 33 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως τροποποιήθηκε από τον Ομοσπονδιακό Νόμο στις 8.12.03 και βάσει του Άρθρου 174.1 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως τροποποιήθηκε από τον Ομοσπονδιακό Νόμο στις 7.4.2010. Και αυτό με αναφορά στις αποφάσεις ημερ. 15.12.06, 22.9.08 και 20.10.10, οι οποίες επισυνάπτονταν στην επιστολή του. Είναι στη βάση του περιεχομένου αυτών των εγγράφων που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι προκαλείται ασαφής εικόνα ως προς το ισχύον νομικό καθεστώς κατά το χρόνο που αποδίδεται στην εφεσίβλητη η αξιόποινη συμπεριφορά και ενόψει τούτου έκρινε πως δεν είχε αποκαλυφθεί η ύπαρξη των αδικημάτων της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό μέρος από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Όλες αυτές οι παραπομπές, που είναι αντιφατικές σε κάποιο βαθμό, προκαλούν μία ασαφή εικόνα προς το Δικαστήριο αναφορικά με το ισχύον νομικό καθεστώς κατά το χρόνο που αποδίδεται η αξιόποινη συμπεριφορά στην καθ’ ης η αίτηση. Η δήλωση του Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα συνάδει με την τελική θέση του κ. Ακήμοφ για την απόφαση της ποινικής δίωξης της καθ’ ης η αίτηση, όμως τα αποσπάσματα που επισυνάπτονται  και για τα δύο Άρθρα 33 και 174.1, προέρχονται από τον τροποποιητικό Νόμο της 7.4.2010, ενώ αναφορικά με το Άρθρο 33 πουθενά σε όλα τα προαναφερόμενα έγγραφα γίνεται αναφορά στην τροποποίηση του 2010, αφήνοντας μάλιστα έτσι να νοηθεί λογικά ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των τροποποιήσεων που έγιναν το 2003 και το 2010.

 

  Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι το ισχύον δίκαιο κατά το χρόνο διάπραξης και των δύο αδικημάτων, της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων, που αποδίδονται στην καθ’ ης η αίτηση εί[*2065]ναι αυτό που περιέχεται στα εν λόγω άρθρα που επισυνάπτονται ανεξάρτητα του γεγονότος ότι αυτά έχουν τροποποιηθεί μεταγενέστερα των πράξεων, ούτε και για τη φύση της εν λόγω τροποποίησης για να διαφανεί ότι αυτή δεν μετάβαλε με οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο των σχετικών άρθρων και εξακολουθεί να είναι το ίδιο.

 

  Η αναφορά του Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα στην επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ημερ. 18.11.2010, που περιέχεται στο Τεκμήριο 1, ότι οι εν λόγω πράξεις συνιστούν αδικήματα δυνάμει των εν λόγω άρθρων δεν είναι ικανή από μόνη της να αποδείξει το ισχύον νομικό καθεστώς κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ενόψει του συνόλου της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και η οποία εκτίθεται πιο πάνω, αλλά αντίθετα το Δικαστήριο καλείται να προβεί σε εικασίες και κατά συνέπεια σε αυθαίρετο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω πράξεις αποτελούν αδικήματα κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων που στοιχειοθετούνται με βάση τα άρθρα που παρατίθενται, ανεξάρτητα της μεταγενέστερης τροποποίησης. Με αυτά τα δεδομένα, αδυνατώ να διαχωρίσω τη θέση του Δικαστηρίου αναφορικά με το Άρθρο 174.1, καθότι και πάλι το Δικαστήριο θα προέβαινε σε αυθαίρετο συμπέρασμα το οποίο δεν βρίσκει έρεισμα από την ενώπιον του μαρτυρία.

 

  Ο ακριβής καθορισμός των νομοθετικών διατάξεων και η ακριβής παραπομπή σε αυτές, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, είναι αναγκαία και αποτελεί έργο της αιτήτριας χώρας, κάτι το οποίο θεωρώ ότι παρέλειψε να πράξει στην προκειμένη περίπτωση.

 

  Ως εκ τούτου καταλήγω ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 12(2)(β) και (γ) του Νόμου έχουν ικανοποιηθεί μόνο για τα αδικήματα της κλοπής αλλά όχι για τα αδικήματα της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων, για τα οποία δεν μπορεί να διαταχθεί η έκδοση της καθ’ ης η αίτηση».

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 12(1)(β) της Σύμβασης, υπέβαλε η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, η Ρωσική Ομοσπονδία είχε υποχρέωση να διαβιβάσει δήλωση για «τις εν εφαρμογή νομοθετικές διατάξεις» και όχι κατ’ ανάγκην αυτές που υπήρχαν κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, όπως εσφαλμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το γεγονός δε ότι υπήρξε τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας το 2010, αυτό δεν σημαίνει ότι διαβιβάστηκαν με την αίτηση νομικές πρόνοιες οι [*2066]οποίες δεν εφαρμόζονταν για τα αδικήματα που καταλογίζονται στην εφεσίβλητη και σχετικά παρέπεμψε στην Mechanov (Aρ. 2) (2001) 1(B) A.A.Δ.1228 όπου τονίστηκε πως τα Δικαστήρια δεν θα πρέπει να δέχονται εύκολα ισχυρισμούς ότι σοβαρά αδικήματα δεν είναι κολάσιμα και εκδόσιμα στις συμβαλλόμενες χώρες, όπως παρέπεμψε και στις Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856, Ιn Re Atapina (2002) 1(B) A.A.Δ.1208 και Αtapina v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1509 όπου, μεταξύ άλλων, αναγνωρίστηκε ότι σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσεως ισχύουν τα τεκμήρια της νομιμότητας και κανονικότητας και ως εκ τούτου τεκμαίρεται πως η αιτούσα χώρα διαβίβασε τις ισχύουσες νομικές πρόνοιες. Τέλος, προς περαιτέρω ενίσχυση της θέσης της ότι το έγγραφο του Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας ημερ. 8.11.10 περιελάμβανε τις νομοθετικές διατάξεις που εφαρμόζονταν στην περίπτωση της εφεσίβλητης και περιείχε λεπτομέρειες για την κολάσιμη κατά το δίκαιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας συμπεριφορά της, παρέπεμψε και στην Νurmanide Bacai v. Governor of Brixton Prison [1999] WL 8095, όπου βασικά λέχθηκε πως η δήλωση του αλλοδαπού δικαίου μπορεί να περιλαμβάνεται και σε απόφαση δικαστηρίου όταν οι λεπτομέρειες που δίδονταν σ’ αυτή είναι τέτοιες που υποστηρίζουν ότι όντως το εκζητούμενο πρόσωπο διάπραξε το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα. Κατά συνέπεια, υπέβαλε, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε αποκαλυφθεί το αδίκημα της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις.

 

Υιοθέτηση των εισηγήσεων του εφεσείοντα επί του θέματος, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, θα παραβίαζε το αξίωμα nullum crimen nulla poena sine lege (ουδέν έγκλημα και ουδεμία ποινή άνευ νόμου) εφόσον οι αποδιδόμενες στην εφεσίβλητη κολάσιμες πράξεις τελέστηκαν την περίοδο 2005-2006 και ο νόμος στον οποίο παρέπεμψαν οι Ρωσικές Αρχές – το Άρθρο 174.1 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας όπως τροποποιήθηκε στις 7.4.10 – τέθηκε σε ισχύ τέσσερα χρόνια μετά.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Καθοριστικό για την έκδοση φυγοδίκου είναι το δίκαιο της χώρας από την οποία επιζητείται η έκδοσή του σε συσχετισμό με τα αδικήματα που στοιχειοθετεί η μαρτυρία (Golov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1109), τηρουμένου βεβαίως του στοιχείου της διπλής εγκληματικότητας το οποίο είναι πάντα αλληλένδετο με το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος (Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1964). Στην εξεταζόμενη όμως [*2067]περίπτωση, στα έγγραφα που διαβίβασε η Ρωσική Ομοσπονδία στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως δεν γίνεται παραπομπή στις νομοθετικές διατάξεις που ίσχυαν στη Ρωσική Ομοσπονδία κατά το χρόνο διάπραξης των κατ’ ισχυρισμό εγκλημάτων, αλλά παραπομπή σε μεταγενέστερο νόμο – στο Άρθρο 174.1 όπως τροποποιήθηκε στις 7.4.10 – και ενόψει τούτου ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα και αποφάσισε ότι με την παραπομπή αυτή δεν αποκαλύφθηκαν τα καταλογιζόμενα στην εφεσίβλητη εγκλήματα της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις κατά το χρόνο διάπραξής τους. Κατά συνέπεια η αιτήτρια χώρα, η Ρωσική Ομοσπονδία, δεν ικανοποίησε βασική προϋπόθεση του Άρθρου 12(1)(β) της Σύμβασης και η νομολογία στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα δεν διαφοροποιεί την κατάσταση επί του ζητήματος.

 

Όπως έχει σημειωθεί, με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του δεν είχε αποκαλυφθεί το αδίκημα της κλοπής σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο και με βάση τον κανόνα της διπλής εγκληματικότητας. Το ποιο ήταν αυτό το υλικό το παραθέτουμε πιο πάνω, αλλά για σκοπούς συνέχειας το επαναλαμβάνουμε. Καταλογίστηκε στην εφεσίβλητη ότι συνωμότησε με αξιωματούχους άλλων εταιρειών - κυρίως με το διευθυντή της Tomskeft Sergei Shimkevich – και από κοινού προέβαιναν στην πώληση πετρελαίου που παρήγατε η εταιρεία Tomskeft προς την εταιρεία της εφεσίβλητης Rekma σε τιμή κάτω από την πραγματική και στη συνέχεια πωλούσαν το προϊόν αυτό στην εταιρεία ΕΟ Ucos-M στην πραγματική τιμή, προξενώντας με αυτό τον τρόπο τεράστια ζημιά στην Tomskeft και αποκομίζοντας οι ίδιοι αντίστοιχο (επιλήψιμο) κέρδος. Στη βάση αυτού του υλικού το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το βασικό ερώτημα που θα έπρεπε να απαντηθεί είναι κατά πόσο η πώληση του πετρελαίου από την Tomskeft προς τη Rekma σε τιμή κάτω από την πραγματική – 4.983 ρουβλίων τον τόνο αντί 6.000 ρουβλίων τον τόνο – αποκαλύπτει το αδίκημα της κλοπής σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο. Ερώτημα που απάντησε αρνητικά, κρίνοντας πως «Από τη στιγμή που δεν υπάρχει σαφής καθορισμός της τιμής πώλησης του πετρελαίου, αλλά αντίθετα διαφαίνεται ότι αυτή κυμαίνεται ανάλογα με την αγορά και άλλους παράγοντες, και της βάσης στην οποία έγινε η επίδικη συμφωνία πώλησης του πετρελαίου, αδυνατώ να προβώ στη διαπίστωση ότι τα γεγονότα που αφορούν την επίδικη συμφωνία πώλησης του πετρελαίου αποκαλύπτουν το αδίκημα της κλοπής, όπως αυτό καθορίζεται από τον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154».

 

Το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπέβαλε η ευπαίδευτη [*2068]συνήγορος του εφεσείοντα, έγκειται στο ότι δεν δέχτηκε ως δεδομένα τα γεγονότα τα οποία διαβιβάστηκαν από την αιτούσα χώρα. Παρέπεμψε σχετικά στην In re El-Bustani (1991) 1 A.A.Δ. 736, η οποία επαναλαμβάνοντας τα όσα λέχθηκαν στην Ηachem (1991) 1 A.A.Δ. 723 σ’ ότι αφορά το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας (double criminality) – δηλαδή του κολάσιμου των πράξεων του φυγοδίκου τόσο βάσει του δικαίου της αιτούσας όσο και της αιτούμενης χώρας – τόνισε ότι το κριτήριο αυτό ικανοποιείται όταν η ποιότητα της μαρτυρίας είναι τέτοια ώστε, εάν επρόκειτο για αδικήματα που είχαν διαπραχθεί στην Κύπρο, να οδηγούσε το Δικαστήριο στην παραπομπή του φυγόδικου σε δίκη σύμφωνα με το Άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Περαιτέρω παρέπεμψε επί του θέματος και στις Ιn re Atapina (ανωτέρω) και In re Kadre [2005] WL 1902450.

 

Το καταλογισθέν στην εφεσίβλητη αδίκημα της κλοπής, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορός της, βασίζεται στον ισχυρισμό ότι οι συναλλαγές/πωλήσεις μεταξύ των εταιρειών Tomskeft και Rekma έγιναν σε αβάσιμα χαμηλές τιμές. Όμως σύμφωνα με τη μαρτυρία του Haliulin (MA2) οι τιμές του πετρελαίου καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, αξιολογώντας το σύνολο της αξιόπιστης μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, ότι δεν είχε αποκαλυφθεί η διάπραξη του αδικήματος της κλοπής.

 

Ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Το ότι η συμπεριφορά που καταλογίζεται από τις Δικαστικές Αρχές της Ρωσίας στην εφεσίβλητη συνιστά κολάσιμη πράξη – κλοπή – κατά το ποινικό δίκαιο της χώρας αυτής, δεν είναι θέμα που τίθεται προς εξέταση εφόσον αυτό εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ρωσικών δικαστικών αρχών και ως εκ τούτου η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η εν λόγω συμπεριφορά κατά το δίκαιο της Ρωσίας είναι κολάσιμη θα έπρεπε να θεωρηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεδομένη, είναι ορθή. Ούτε θα διαφοροποιούσε την κατάσταση ως προς το ζήτημα αυτό εάν το αδίκημα της κλοπής κατά το ρωσικό ποινικό δίκαιο είναι ή όχι ουσιαστικώς παρόμοιο με το αδίκημα της κλοπής του ημεδαπού δικαίου. Το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση φυγόδικου, ικανοποιείται όταν η καταλογιζόμενη στο εκζητούμενο πρόσωπο συμπεριφορά συνιστά αδίκημα και σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο. Ή όπως τέθηκε στην Kotlyarenko v. Διευθυντή Φυλακών (2011) 1 Α.Α.Δ. 505, «Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιβεβαιώνει την αρχή ότι το κριτήριο, κατά την απόφαση έκδοσης φυγοδίκου, δεν είναι το κατά πόσο το αδίκημα που αναφέρεται στο αλλοδαπό ένταλμα Σύλληψης είναι ουσιαστικά παρόμοιο με αδίκημα του ημεδαπού δικαίου δυνάμει του ημεδαπού νόμου, αλλά ότι η συμπεριφορά του φυγόδικου θα συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο». Το μόνο ερώτημα επομένως που εγείρεται, σ’ ότι αφορά το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας, είναι κατά πόσο η καταλογιζόμενη στην εφεσίβλητη συμπεριφορά είναι ποινικώς κολάσιμη και κατά το ημεδαπό δίκαιο. Eρώτημα που θα πρέπει να αποφασίζεται από τα Δικαστήρια της αιτούμενης χώρας με βάση το κριτήριο που έχει τεθεί στη Hachem (ανωτέρω). Κατά πόσο, δηλαδή, η προσαχθείσα μαρτυρία, απαλλαγμένη από τα μη αποδεκτά μέρη της και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αντιφατική μαρτυρία, τεκμηριώνει πιθανή υπόθεση ενοχής ώστε η μαρτυρία αυτή να στοιχειοθετεί υπόθεση για παραπομπή του φυγόδικου σε δίκη βάσει του Άρθρου 94 της Ποινικής Δικονομίας. Και αυτό, όπως παρατηρήθηκε per curiam στην εν λόγω απόφαση, στη βάση φιλελεύθερης ερμηνείας του ημεδαπού (ποινικού) δικαίου προς ευόδωση του στόχου της καταπολέμησης του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα.

 

Στη βάση των πιο πάνω αρχών είναι σαφές ότι το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας ικανοποιείται όταν η συμπεριφορά που καταλογίζει η αιτήτρια χώρα σε ένα φυγόδικο, μεταφερόμενης στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο, στοιχειοθετεί πιθανότητα ενοχής για παραπομπή του σε δίκη σύμφωνα με το Άρθρο 94 της Ποινικής Δικονομίας. Το ποια ήταν η συμπεριφορά που καταλογίζουν οι ρωσικές δικαστικές αρχές στην εφεσίβλητη την παραθέτουμε πιο πάνω, ουσιώδες στοιχείο της οποίας είναι η πρόκληση με δόλιο τρόπο τεράστιας ζημίας στην Tomskeft (1.571.007.847,56 ρουβλιών) την οποία οικειοποιήθηκαν παράνομα οι συμμετέχοντες στη συνομωσία. Είναι πρόδηλο ότι, μεταφερόμενης της συμπεριφοράς αυτής στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο, αποκαλύπτεται πιθανότητα ενοχής για το αδίκημα της κλοπής του Άρθρου 255* του Ποινικού Κώδικα εφόσον εγείρεται ζή[*2070]τημα αποκόμισης χρηματικού οφέλους – το οποίο βεβαίως μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής – με δόλιο τρόπο και κατά συνέπεια στοιχειοθετείται και κατά το ημεδαπό δίκαιο υπόθεση για παραπομπή της σε δίκη σύμφωνα με το Άρθρο 94 της Ποινικής Δικονομίας. Έσφαλε λοιπόν επί του προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας ότι η υπό κρίση συμπεριφορά δεν αποκαλύπτει το αδίκημα της κλοπής του Άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα εφόσον εξέλαβε την ανυπαρξία προκαθορισμένης τιμής πώλησης του πετρελαίου ως του μόνου στοιχείου για αιτιολόγηση της κρίσης του, παραβλέποντας τα επιπρόσθετα στοιχεία – δόλος και αποκόμιση με επιλήψιμο τρόπο οικονομικού οφέλους σε βλάβη της Tomskeft – που συνθέτουν την καταλογιζόμενη στην εφεσίβλητη συμπεριφορά και ως εκ τούτου ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί δεύτερη έκθεση εμπειρογνωμοσύνης (τεκμ. 20) του ΜΥ Sakwa κατά το στάδιο της αντεξέτασης.

 

Αποτελεί κοινή θέση ότι η κατάθεση της επίδικης έκθεσης ως τεκμήριο έγινε όταν υποβλήθηκε στο μάρτυρα ερώτηση για πιθανότητα εμπλοκής άλλου προσώπου σε αδικήματα που σχετίζονταν με την υπόθεση και αυτό παρά την ένσταση της συνηγόρου του εφεσείοντα-αιτητή, η οποία υποστήριξε ότι ο μάρτυρας είχε την ευκαιρία να το πράξει στο στάδιο της κυρίως εξέτασής του και δεν θα ήταν δίκαιο να του επιτραπεί να καταθέσει την επίδικη έκθεση στο στάδιο της αντεξέτασης και μάλιστα χωρίς η ίδια να γνωρίζει το περιεχόμενο της.

 

Είναι η θέση της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την κατάθεση της έκθεσης ως τεκμήριο, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα. Αφενός γιατί επέτρεψε να εισαχθεί περαιτέρω μαρτυρία στο στάδιο της αντεξέτασης και, αφετέρου, η μαρτυρία αυτή δεν σχετιζόταν με την ερώτηση που του είχε υποβάλει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, ορθώς αποδέχτηκε για κατάθεση την επίδικη έκθεση εφόσον με αυτή απαντούνταν θέματα για τα οποία αμφισβητούνταν θέσεις που προώθησε ο μάρτυρας κατά την κυρίως εξέτασή του.

 

Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Όπως λέχθηκε στην Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2261, η διαδικασία που διέπει την έκδοση φυγοδίκου [*2071]ρυθμίζεται από τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970 (Ν.97/70) – ιδιαίτερα από το Μέρος ΙΙΙ – και πρόκειται για μια ειδική διαδικασία προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου της αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου, με κύριο σκοπό τη διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων για την έκδοση του. Όπως δε προβλέπεται από το Άρθρο 9(3) του Νόμου, η δίκη για το ζήτημα «… διεξάγεται κατά τον αυτόν, ει δυνατόν, τρόπον, ως εάν επρόκειτο περί συνοπτικής εκδίκασης αδικήματος, φερόμενου ως διαπραχθέντος υπό του εν λόγω προσώπου». Περί διαπίστωσης ύπαρξης των υπό αναφορά προϋποθέσεων λοιπόν ο λόγος, θέμα για το οποίο το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται αυστηρά στην τήρηση των κανόνων του Δικαίου της Απόδειξης που ισχύουν στο πλαίσιο εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να επιτρέψει την κατάθεση της επίδικης έκθεσης ως τεκμηρίου εφόσον ήταν σχετική με τον κύριο σκοπό της διαδικασίας και επομένως δεν ήταν νομικά ανεπίτρεπτο - όπως είναι η θέση της συνηγόρου του εφεσείοντα - η αποδοχή της για κατάθεση και ως εκ τούτου ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αποδίδεται σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ΜΑ2 (Khaliulin) δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τις εξουσίες του διευθυντή της Tomskeft σε σχέση με την πώληση πετρελαίου στην Rekma, το οποίο η συνήγορος του εφεσείοντα συνδέει με το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας για το αδίκημα της κλοπής. Ενόψει όμως της αποδοχής του δεύτερου λόγου έφεσης, θεωρούμε ότι ο υπό αναφορά λόγος έφεσης απώλεσε τη σημασία του και η εξέταση των όσων προωθήθηκαν εκατέρωθεν θα είχε μόνο ακαδημαϊκή αξία.

 

Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης – 5 μέχρι και 9 – έχουν στο στόχαστρό τους την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι κατηγορίες που αποδίδονται στην εφεσίβλητη διέπονται από αλλότρια πολιτικά κίνητρα κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης και σε περίπτωση έκδοσής της υπάρχει σοβαρός λόγος ότι δεν θα έχει δίκαιη δίκη.

 

Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2, στο πλαίσιο της οποίας ο ΜΥ2 ισχυρίστηκε ότι «… η Yukos έχει υποθέσεις εναντίον της Ρωσικής Κυβέρνησης στο Ε.Δ.Α.Δ. και σε διαιτησία τις οποίες κερδίζει…» και ότι η παρούσα υπόθεση έχει άμεση σχέση με την εταιρεία «Yukos». Αποδεχόμενο δε τη μαρτυρία των μαρτύρων αυτών και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΑ2, θεώρησε πως ήταν «… προφανές ότι οι διώξεις που αφορούν την εταιρεία [*2072]Yukos δεν περιορίζονται μόνο στους αξιωματούχους αυτής αλλά επεκτείνονται και σε άλλα πρόσωπα που με οποιονδήποτε τρόπο συνδέονται με την εταιρεία Υukos ή οποιαδήποτε των συνδεδεμένων εταιρειών της. Εδώ η Tomskeft συνεργάστηκε άμεσα με την εταιρεία Rekma, πέραν της επίδικης συναλλαγής αγοραπωλησίας του πετρελαίου, με τη δημιουργία της κοινής δραστηριότητας, Tomskeft-Service, στην οποία η Rekma είχε το 50% του μετοχικού κεφαλαίου και στήριξε οικονομικά την εταιρεία Tomskeft».

 

Συνέδεσε λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο την ενώπιον του υπόθεση με την υπόθεση «Yukos» και καθοδηγούμενη από τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΕΔΑΔ Κhodorkovsky v. Russia ημερ. 31.5.11 αναφορικά με τη διάκριση του βάρους απόδειξης που γίνεται σε εθνικό επίπεδο και στο ΕΔΑΔ για προώθηση ισχυρισμού περί ύπαρξης αλλότριων πολιτικών κινήτρων, αλλά και τα όσα λέχθηκαν στην R v. Governor of Pentonville Prison, ex p. Fernandez [1971] 2 All E.R. 24, απέρριψε την αίτηση για έκδοση της εφεσίβλητης στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

 

«Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, και ακόμα την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Khodorkovskiy v. Russia, και τα ευρήματα του Δικαστηρίου για διάφορες παραβιάσεις των Άρθρων 3 και 5 της Σύμβασης, και τη φύση της παρούσας υπόθεσης και τη σύνδεση της με τη Yukos, κρίνω ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η καθ’ ης η αίτηση να μην έχει δίκαιη δίκη και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της σε περίπτωση επιστροφής της στη Ρωσική Ομοσπονδία. Αυτή η κατάληξη του Δικαστηρίου απολήγει αναπόφευκτη, εν όψει του συνόλου της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του και την οποία αποδέχθηκα, και ακόμα την στάση άλλων εθνικών δικαστηρίων σε τέτοιας φύσης αιτήσεις και αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Αυτή η πεποίθηση του Δικαστηρίου ενδυναμώνεται επίσης από το περιεχόμενο της Έκθεσης της Sabine Leutheusser - Schnarrenberger, εισηγήτριας του PACE, Ιουνίου 2005, και του Ψηφίσματος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, PACE, ημερ. 25.1.2005, παραπομπή με αριθμό 49 στα Τεκμήρια 17 και 24 και παραπομπή με αριθμό 8 στο Τεκμήριο 26 αντίστοιχα, σε σχέση με την υπόθεση Yukos.

 

  Εν όψει αυτής της κατάληξης, δεν θεωρώ ότι οι εγγυήσεις που προσφέρει η Ρωσική Ομοσπονδία είναι αρκετές από μόνες τους για να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι θα υπάρχει απόλυτος σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα της καθ’ ης η αίτη[*2073]ση σε περίπτωση επιστροφής της στη Ρωσική Ομοσπονδία. Με πλήρη αντίληψη των συνεπειών της απόφασης μου, και της σοβαρότητας του όλου ζητήματος και του σκοπού της παρούσας διαδικασίας, αυτή η διαβεβαίωση δεν είναι ικανή να εξαλείψει τις υποψίες που έχω ότι και στην περίπτωση της καθ’ ης η αίτηση υπάρχει ορατός κίνδυνος αυτή να μην τύχει δίκαιης μεταχείρισης και δίκης στη χώρα της.»

 

Είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι:-

 

1. Η Yucos έχει υποθέσεις εναντίον της Ρωσικής Κυβέρνησης στο Ε.Δ.Α.Δ. και σε διαιτησίες τις οποίες κερδίζει (5ος λόγος έφεσης), αφού ήταν αδιαμφισβήτητο ότι το ΕΔΑΔ είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς του προέδρου της Κhodorkovsky – στην υπόθεση Κhodorkovsky ν. Ρωσίας ημερ. 31.5.11 – για ύπαρξη πολιτικών κινήτρων τόσο στο χειρισμό της Yucos κατά την επιβολή φορολογίας όσο και στη δίωξη του.

 

2. Υπάρχει ποινική υπόθεση στη Ρωσική Ομοσπονδία που αποτελεί την «υπόθεση Yucos» (6ος λόγος έφεσης) εφόσον η μόνη υπόθεση που αφορά την εν λόγω εταιρεία στη Ρωσική Ομοσπονδία είναι ενώπιον διαιτητικού Δικαστηρίου και η υπόθεση Κhodorkovsky (ανωτέρω) στο ΕΔΑΔ αυτήν τη διαδικασία είχε ως αντικείμενο και όχι ποινική.

 

3. Η παρούσα συνδέεται με την «υπόθεση Yucos» και ότι, ενόψει της σύνδεσης, αποδίδονται στην εφεσίβλητη πολιτικά κίνητρα λόγω της δήθεν σχέσης της με την εν λόγω εταιρεία (7ος λόγος έφεσης). Όπως επεσήμανε και το ΕΔΑΔ στην Κhodorkovsky (ανωτέρω), ισχυρίστηκε η συνήγορος του εφεσείοντα, είναι η Yucos που ζήτησε την ποινική δίωξη του Sergei Shimkevich και των συνεργατών της για κλοπή και το ΕΔΑΔ δεν ικανοποιήθηκε ότι υπήρχαν πολιτικά κίνητρα για τη δίωξη του. Στη βάση αυτή, υπέβαλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να θεωρήσει ότι η δίωξη της εφεσίβλητης είχε πολιτικά κίνητρα και ότι δεν θα είχε δίκαιη δίκη, τη στιγμή που δεν αμφισβητήθηκε η θέση ότι η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην πολιτική, ούτε ανήκε σε πολιτικό κόμμα και ούτε είχε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τη Ρωσική Κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, υποστήριξε, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι η διαβεβαίωση των ρωσικών αρχών για δίκαιη δίκη της εφεσίβλητης «… δεν είναι ικανή να εξαλείψει τις υποψίες που έχω ότι και στην πε[*2074]ρίπτωση της καθ’ ης η αίτηση υπάρχει ορατός κίνδυνος αυτή να μην τύχει δίκαιης μεταχείρισης και δίκαιης δίκης στη χώρα της». Όπως έσφαλε και για το ότι το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης πολιτικών κινήτρων είναι χαμηλό και αυτό καθότι σύμφωνα με το Άρθρο 3(2) της Σύμβασης το  υπό αναφορά επίπεδο ικανοποιείται όταν αναδεικνύονται σοβαροί λόγοι ότι το πρόσωπο διώκεται για πολιτικούς λόγους (8ος λόγος έφεσης) και ως εκ τούτου λανθασμένα βασίστηκε στη μαρτυρία των ΜΥ ότι υπήρχαν πολιτικά κίνητρα για δίωξη της εφεσίβλητης η οποία αν εκδοθεί δεν θα τύχει δίκαιης δίκης (9ος λόγος έφεσης).

 

Mε την έφεση, αντέτεινε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, δεν προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των ΜΥ1 και 2 και ως εκ τούτου τα ευρήματα επί των οποίων βασίζονται οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης παραμένουν άτρωτα. Ό,τι προσβάλλεται με την έφεση, υποστήριξε, είναι η ερμηνεία της απόφασης του ΕΔΑΔ στην Κhodorkovsky (ανωτέρω) και σχετικά παρέπεμψε σε αποσπάσματα της εν λόγω απόφασης όπου το ΕΔΑΔ, κάνοντας αναφορά  στο τεκμήριο της καλής πίστης (good faith) που διέπει τις πράξεις των κρατών μελών, επισημαίνει ότι κάθε δημόσια πολιτική ή και ατομικό μέτρο δυνατό να έχει κρυφή ατζέντα (hidden ajenda).  Και αυτό για να υποστηρίξει την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι στην παρούσα περίπτωση τεκμηριώθηκε υποψία ως προς τις πραγματικές προθέσεις των ρωσικών αρχών για δίωξη της εφεσίβλητης, λόγω της πολιτικής διαμάχης του Κhodorkovsky με τη ρωσική κυβέρνηση και του συμφέροντος του κράτους από την οικονομική καταστροφή του. Με αυτό ως δεδομένο, υπέβαλε, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η δίωξη της εφεσίβλητης συνδέεται με την υπόθεση Yucos – πρόεδρος της οποίας ήταν ο Κhodorkovsky – και ορθώς οι διαβεβαιώσεις των ρωσικών αρχών δεν ήταν ικανές να εξαλείψουν τις υποψίες του ότι και γι’ αυτή υπήρχε ορατός κίνδυνος να μην τύχει δίκαιης δίκης σε περίπτωση έκδοσης της. Σ’ ότι δε αφορά το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης αλλότριων κινήτρων, υποστήριξε ότι ορθώς και πάλιν το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε – με αναφορά στα όσα λέχθηκαν από το ΕΔΑΔ στην Κhodorkovsky (ανωτέρω) – ότι το βάρος απόδειξης για τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι το ίδιο με αυτό του ΕΔΑΔ και ως εκ τούτου για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αρκετό, για απόρριψη της αίτησης έκδοσης της εφεσίβλητης, οι υποψίες ότι σε περίπτωση έκδοσης της υπήρχε ορατός κίνδυνος να μην τύχει δίκαιης δίκης.

 

Έχουμε διεξέλθει με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και όσα προέβαλαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους επί του υπό συζήτηση ζητήματος. Σύμφωνα με το Άρθρο 3* της Σύμβασης, το Δικαστήριο της αιτούμενης χώρας δεν χωρεί στην έκδοση φυγοδίκου εάν έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι η αίτηση έκδοσης υποβλήθηκε «… επί τω σκοπώ διώξεως ή κολάσεως ατόμου διά τα φυλετικά, θρησκευτικά ή πολιτικά τούτου φρονήματα ή εθνικά τοιαύτα, ή ότι η θέσις του εν λόγω ατόμου διατρέχει κίνδυνον να επιδεινωθή από τον ένα ή τον έτερον των ως άνω λόγων». Λαμβανομένου δε υπόψη ότι σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσεως ισχύουν τα τεκμήρια της νομιμότητας και κανονικότητας καθώς επίσης και την (αυτονόητη) επιβεβαίωση του ΕΔΑΔ ότι η όλη δομή της Σύμβασης βασίζεται στο γενικό τεκμήριο ότι οι δημόσιες αρχές των συμβληθέντων κρατών ενεργούν με καλή πίστη hodorkovsky ανωτέρω), είναι φανερό ότι όποτε εγείρεται θέμα πως η δίωξη ενός προσώπου γίνεται για πολιτικά ή αλλότρια κίνητρα το βάρος απόδειξης το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο. Το ότι το ΕΔΑΔ επεσήμανε στην εν λόγω υπόθεση ότι το επίπεδο απόδειξης τέτοιου ισχυρισμού ενώπιον του είναι υψηλό και μπορεί να διαφέρει από το επίπεδο απόδειξης που εφαρμόζουν τα διάφορα εθνικά δικαστήρια δεν μεταθέτει το βάρος απόδειξης στην αιτούσα χώρα, το οποίο πάντοτε το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο και το οποίο αποσείεται με την τεκμηρίωση ύπαρξης «σοβαρών λόγων» ότι η δίωξη του γίνεται για πολιτικά ή αλλότρια κίνητρα. Εγείρεται επομένως ερώτημα για το επίπεδο απόδειξης τέτοιων ισχυρισμών σύμφωνα με το κυπριακό εθνικό δίκαιο, το οποίο κατά την άποψή μας δεν μπορεί να είναι άλλο παρά αυτό που ισχύει σε ποινική διαδικασία όταν το βάρος απόδειξης ενός ισχυρισμού το φέρει ο κατηγορούμενος. Και αυτό, όπως είναι γνωστό, αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ώστε σ’ ότι αφορά τη διαδικασία έκδοσης φυγόδικου να δίνεται περιεχόμενο στην έννοια του όρου «σοβαροί λόγοι» που προνοείται από το Άρθρο 3 της Σύμβασης για τη μη έκδοση του. Με αυτό ως δεδο[* 2076]μένο, το όλο θέμα για το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν κατά πόσο η διαβεβαίωση των ρωσικών αρχών ήταν ή όχι ικανή να εξαλείψει τις υποψίες του ότι η εφεσίβλητη θα είχε δίκαιη δίκη σε περίπτωση έκδοσης της, αλλά αν αυτή είχε αποσείσει  το βάρος απόδειξης στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι δεν θα είχε δίκαιη δίκη εφόσον η δίωξη της είχε ως κρυφή ατζέντα πολιτικά κίνητρα. Δεν είναι λοιπόν αρκετό να εγείρονται υποψίες ύπαρξης τέτοιων κινήτρων, αλλά θα πρέπει ο φυγόδικος να τεκμηριώσει με θετικό τρόπο στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων τη θέση του ότι όντως η δίωξη του γίνεται για αλλότρια πολιτικά κίνητρα.

 

Υπό τα περιστατικά της παρούσας περίπτωσης, είναι κοινός τόπος ότι η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην πολιτική, δεν ανήκε σε πολιτικό κόμμα και ούτε είχε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τη Ρωσική Κυβέρνηση. Κάτω από αυτά τα δεδομένα η οποιαδήποτε δίωξη στη Ρωσία προσώπων που είχαν πολιτική δραστηριότητα και τα οποία είχαν, άμεσα ή έμμεσα, εμπλοκή στα ποινικά αδικήματα που καταλογίζονται στην εφεσίβλητη, δεν ήταν ικανή αφ’ εαυτής να τεκμηριώσει και τη θέση της ότι η δίωξη της γίνεται για αλλότρια πολιτικά κίνητρα. Έσφαλε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να συνδέσει την ενώπιον του υπόθεση με την «υπόθεση Yucos» και λόγω της σύνδεσης στην οποία προέβηκε να καταλήξει όπως κατέληξε στηριζόμενο μόνο σε υποψίες, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.

 

Η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και συνακόλουθα εκδίδεται διάταγμα έκδοσης της εφεσίβλητης στη Ρωσική Ομοσπονδία προκειμένου να δικαστεί για το αδίκημα της κλοπής που της καταλογίζεται.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα έκδοσης της εφεσίβλητης στη Ρωσική Ομοσπονδία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο